Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

«Ο καιρός αίθριος, 2-3 μποφόρ νοτιοανατολικοί άνεμοι θα πνέουν στο Αιγαίο και η   θερμοκρασία στην Αθήνα σήμερα  θα κυμαίνεται από 30 έως 32  βαθμούς Κελσίου « ακούγεται η φωνή του εκφωνητή από το τρανζίστορ.
«Καλώς όρισες καύσωνα» μονολόγησε   η Βίκυ  και συνέχισε  να γράφει πυρετωδώς στο κομπιούτερ.


Παιδί ακόμα η Βίκυ, όταν άκουγε τον θείο Τάκη, αδερφό της μητέρας της, να παίζει κιθάρα και μαντολίνο μαγευόταν.
Καθόταν με τις ώρες δίπλα του και παρατηρούσε με ενδιαφέρον τα δάκτυλά του πάνω στις  χορδές.
«Θείε,  πως το κάνεις αυτό;» τον ρωτούσε.
«Με τη ψυχή Βικούλα» της απαντούσε εκείνος, και συνέχιζε το σεργιάνι του στους μουσικούς τόπους του Αλμπένιθ και του Γρανάδος.
Όλα αυτά τα μουσικά ακούσματα σιγά σιγά  άρχισαν να μιλούν στη παιδική της ψυχή,  ξυπνώντας της πρωτόγνωρα συναισθήματα που ήθελαν να εκφραστούν.
«Θέλω να μάθω μουσική, να παίζω σαν τον θείο» δήλωνε  στη μητέρα της με  ύφος ώριμου ανθρώπου.
«Βικούλα μου, ένας παιδιάστικος ενθουσιασμός είναι που θα σου περάσει» απαντούσε εκείνη.
Μόνο ο θείος Τάκης είχε δει ξεκάθαρα τι σήμαινε πραγματικά η μουσική στη μικρή ανιψιά του.
«Αγγελική σαν ειδικός,  βλέπω πως η  Βίκυ έχει κλίση στη μουσική και έφεση να μάθει» της είπε μια μέρα.
«Τάκη, ξέρω τη κόρη μου πολύ καλά. Ένα πείσμα είναι που θα της περάσει» του αντιγύρισε εκείνη.
«Λυπάμαι, αλλά έχεις πλήρη άγνοια. Το παιδί σου κρύβει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα του που θέλει να τον εξωτερικεύσει με τη μουσική. Γι αυτό πρέπει να το δεις  σοβαρά και να του δώσεις την ευκαιρία. Να είσαι σίγουρη πως η Βίκυ δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τη μουσική».
Μετά από λίγο καιρό, η Βίκυ πιασμένη από το χέρι του θείου της ανέβαινε με καμάρι τα σκαλοπάτια του ωδείου της πόλης τους, κρατώντας  το μαντολίνο που της είχε χαρίσει στη γιορτή της.
 Ο μαγικός κόσμος της μουσικής άνοιγε τις πόρτες του διάπλατα μπροστά της.
Όταν τελείωσε τις μουσικές της σπουδές, ξέροντας  πως ο δρόμος δεν θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, ρίχτηκε με τα μούτρα να ψάχνει για δουλειά. Ύστερα από πολλές περιπέτειες, προσλήφθηκε σαν μουσικολόγος, στο μουσικό περιοδικό «Ντο Ρε Μι», αναλαμβάνοντας τη στήλη της κλασικής μουσικής. Για την πληρέστερη μάλιστα ενημέρωση και εμπλουτισμό των μουσικών της γνώσεων, συμμετείχε στην δημοσιογραφική ομάδα του περιοδικού, που πραγματοποιούσε οδοιπορικά κυρίως στις χώρες της Μεσογείου με αποτέλεσμα να συλλέξει ένα πλούσιο μουσικό υλικό, που της επέτρεψε αργότερα να έχει τη στήλη της παραδοσιακής μουσικής  των μεσογειακών λαών.
«Επιτέλους, τέλειωσε και αυτό» είπε με ικανοποίηση στον εαυτόν της καθώς έβαζε τελεία και παύλα στη κριτική της για το cd ενός νεοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη.
Ήπιε μια γουλιά καφέ και σηκώθηκε. Τέντωσε τα χέρια της ψηλά να ξεμουδιάσει κι ύστερα στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κοιτώντας το αδιάκοπο πήγαινε έλα του ανθρώπινου πλήθους. Από το τρανζίστορ τώρα η  φωνή του εκφωνητή  έβαζε  τον ακροατή με απλά λόγια στο βαθύτερο  νόημα  της  όπερας “Ντον Τζιοβάνι” του Μότσαρτ.
Με το άκουσμα και μόνο  αυτού του ερωτικού ονόματος  η Βίκυ ταράζεται και ένα κύμα από ανάμικτα συναισθήματα την κατακλύζει.
«Ντον Τζιοβάνι» ψιθυρίζει και μια γλυκόπικρη έκφραση νοσταλγίας διαγράφεται στο πρόσωπό της. Γέρνει το κεφάλι της στο παράθυρο και αφήνει τη σκέψη της να γυρίσει χρόνια πίσω τότε που στη θαλασσόβρεχτη Βενετία είχε   παρακολουθήσει  την όπερα αυτή στο λυρικό θέατρο La Fenice πριν καεί ολοσχερώς. 
       

     »Ήταν αρχές  Δεκέμβρη. Το περιοδικό “Ντο ρε μι”  θέλοντας να εκπλήξει όμορφα το αναγνωστικό του κοινό στη πρωτοχρονιάτικη έκδοση, ανέθεσε στη Βίκυ να καλύψει ανάμεσα στα άλλα μουσικά δρώμενα που λάμβαναν χώρα κείνο το διάστημα στη Βενετία, και το ανέβασμα της συγκεκριμένης όπερας του Μότσαρτ από κάποιον μεγάλο μπάσο λυρικό καλλιτέχνη στον ομώνυμο ρόλο.
Η βραδιά  της πρεμιέρας αν και ήταν βροχερή, δεν πτόησε τη προσέλευση του φιλόμουσου κοινού. Η Βίκυ έφθασε στο θέατρο μισή ώρα νωρίτερα. Πέρασε διακριτικά μπροστά απ΄ τον κόσμο  που περίμενε ουρά έξω  απ΄ το  ταμείο μήπως  ακυρωθεί κάποιο εισιτήριο και μπήκε μέσα έχοντας στο πρόσωπο το χαμόγελο της ικανοποίησης που το περιοδικό  είχε εξασφαλίσει το δικό της, σχεδόν ένα μήνα πριν. Κάθισε αναπαυτικά στη βελούδινη πολυθρόνα ψηλά στο θεωρείο, κι άρχισε να περιεργάζεται τον ανεκτίμητης ιστορικής αξίας χώρο, στον οποίο κάποτε είχαν δοθεί οι πρεμιέρες της Τραβιάτα και του Ριγκολέττο. Κάποια στιγμή κοίταξε την ώρα στο ρολόι της.  «Σ’ ένα λεπτό αρχίζει» μονολόγησε και έβγαλε από τη τσάντα το σημειωματάριό της.  Λίγο πριν  σβήσουν τα φώτα και το τρίτο κτύπημα σημάνει την έναρξη της παράστασης, ένας άντρας με την αγωνία της καθυστέρησης ζωγραφισμένη στο πρόσωπο  κάνει την εμφάνισή του στο θεωρείο. “Συγνώμη, σινιόρα” της λέει στα ιταλικά και κάθεται δίπλα της. Αν και  η  ξαφνική  παρουσία του την αναστάτωσε, εκείνη χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι της με κατανόηση. Μάζεψε τη πτυχή του φορέματός της  που ακουμπούσε ελαφρά στην άκρη του καθίσματος του, και γύρισε το βλέμμα της αλλού.
   Τα φώτα σιγά σιγά χαμήλωσαν. Με το άνοιγμα της σκηνής  και με τις πρώτες συγχορδίες, άρχισε να διαχέεται στην αίθουσα μια ακατανίκητη δύναμη  τραβώντας τον ακροατή σ΄ ένα όμορφο και αιθέριο κόσμο που  δικαιολογημένα όλο το θέατρο στο φινάλε ξέσπασε  σε ζωηρά και παρατεταμένα χειροκροτήματα
 «Μπράβο! Μπράβο!» εκδήλωνε όρθιος τον ενθουσιασμό του και ο άγνωστος άντρας δίπλα στη Βίκυ ρίχνοντας της κάπου κάπου  και περίεργες ματιές, καθώς την έβλεπε σκυμμένη πάνω στο σημειωματάριό της να γράφει διαρκώς. “Η όπερα κάθε άλλης όπερας” ακούστηκε δυνατά από  κάποιον άλλον φανατικό  του είδους. Πραγματικά όσο και αν φαινόταν η έκφραση αυτή υπερβολική, ήταν ίσως η μόνη που θα μπορούσε να περιγράψει τη δύναμη και την αξία της μουσικής αυτής πανδαισίας.
Η Βίκυ αποχώρησε τελευταία από την αίθουσα. Έτσι κάνει πάντα.  Της αρέσει να μένει μόνη και για λίγα λεπτά να αφουγκράζεται τη μυστηριακή μοναχικότητα που κρύβει ο θεατρικός χώρος μετά από κάθε παράσταση. 
Όταν βγήκε έξω ένα κύμα παγωνιάς διαπέρασε το κορμί της ενώ η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Τύλιξε δύο φορές το κασκόλ γύρω απ΄ το λαιμό της, και στάθηκε σε μιαν άκρη κάπως άκεφη σαν σκέφτηκε πως ένα  ακόμα  μονότονο  βράδυ τη περίμενε στο ξενοδοχείο. Τόσες μέρες  στη Γαληνοτάτη δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να τρέχει όλη μέρα  από το ένα μέρος στο άλλο, να καλύπτει κάθε μουσική εκδήλωση, και το βράδυ να κλείνεται  στο δωμάτιο της έχοντας μοναδική παρέα ένα μπουκάλι κρασί και σκόρπια χειρόγραφα σε κάθε απίθανη γωνιά.
Βλέποντας πως δεν είχε άλλη επιλογή,  άνοιξε την ομπρέλα και ξεκίνησε για το ξενοδοχείο. Διέσχισε  τη Κάμπο Σαν Φαντίν, κι ύστερα έστριψε  δεξιά στο Κάλε Λάργκα ΧΧΙΙ Μάρτσο. Σ΄ όλη τη διαδρομή μια σιωπή την ακολουθούσε που μερικές φορές έσπαγε από τα βήματα κάποιου άλλου που αντηχούσαν πάνω στο λιθόστρωτο μαζί με τα δικά της. Στη κάμπο Σαν Μοϊζέ, σταμάτησε  να πάρει μια ανάσα παρατηρώντας συνάμα και τη παράδοξη μπαρόκ πρόσοψη της εκκλησίας με τη σκαλιστή καμήλα.  Μια νεανική παρέα που λίγο πιο πέρα κανόνιζε κάτω από τον ρυθμό της βροχής τη βραδινή της έξοδο, αμέσως της έδωσε την  ιδέα να σφραγίσει ευχάριστα τη βραδιά της στο Φλοριάν  μια και ήταν στο δρόμο της.
Στο παραδοσιακό στέκι που πάνω από δύο αιώνες φιλοξενεί κόσμο και κοσμάκη όπως ήταν αναμενόμενο δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα. Για μια στιγμή σκέφτηκε να φύγει, όμως η ανάγκη της  να ξεφύγει απ το ίδιο μοτίβο  στο τέλος υπερίσχυσε. Άνοιξε τη πόρτα  αποφασιστικά και αφού προσπέρασε το γκαρσόνι που στεκόταν σαν στήλη άλατος στην είσοδο, προχώρησε στο διάδρομο κοιτώντας  τριγύρω της για κάποιο άδειο τραπέζι. Εκεί που ήταν  απογοητευμένη κι έτοιμη πια να φύγει, απ΄ το βάθος της αίθουσας και στη μεριά με τους καπνιστές  βλέπει τον άγνωστο άντρα που καθόταν δίπλα της στο θέατρο, όρθιο, να της κάνει νόημα να πάει κοντά του. Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκε προς τη μεριά του.
Μπουόνα σέρα Σινιόρε και σας ευχαριστώ πολύ” είπε η Βίκυ στα ιταλικά μόλις τον πλησίασε.
Καλησπέρα Κυρία μου” ανταπέδωσε κι εκείνος αλλά σε άπταιστα ελληνικά και συνέχισε “μην με ευχαριστείτε. Σας έβλεπα τόση ώρα που ψάχνατε και θεώρησα καλό να σας προσκαλέσω να πιούμε ένα ποτό μαζί”.
Η Βίκυ έμεινε μερικά δευτερόλεπτα σαστισμένη.
Μα... τι πάθατε;” τη ρώτησε κάπως ανήσυχα. “Ω! Συγγνώμη. Μάλλον φταίει που  ακόμα δεν έχω συστηθεί. Νικόλας Αργυρίου” και της άπλωσε το χέρι του.
Χαίρω πολύ. Βίκυ Στεργιάδη,  ομολογώ πως με εκπλήσσετε”.
Προφανώς δεν με έχετε θυμηθεί ακόμα. Παρακολουθήσαμε μαζί την όπερα”.
Φυσικά και σας θυμάμαι, αλλά εκείνο που δεν έχω καταλάβει ακόμα είναι από που συμπεράνατε πως είμαι Ελληνίδα”.
Είναι απλό. Ήμουν λαθραναγνώστης σας όση ώρα ήσασταν σκυμμένη πάνω στο σημειωματάριό σας και γράφατε” είπε χαμογελώντας και της τράβηξε τη καρέκλα να καθίσει.
Έπρεπε να το είχα φανταστεί αφού καθόμασταν δίπλα
Η αλήθεια είναι πως ήθελα να σας μιλήσω αλλά έπειτα σκέφτηκα πως θα ήταν αγένεια να διακόψω τον ειρμό σας”.
Ο πληθυντικός αριθμός δεν άργησε από το πρώτο κιόλας ποτό, να δώσει τη σκυτάλη στον ενικό, και σαν δύο παλιοί γνώριμοι που είχαν χαθεί καιρό να κουβεντιάζουν για τη ζωή και τα ενδιαφέροντά τους.
Ο Νικόλας Αργυρίου γύρω στα σαράντα. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζούσε και δούλευε στο Μιλάνο. Με τη πρώτη ματιά έδινε την εντύπωση του  μπον βιβέρ, που ήξερε να γεύεται κάθε στιγμή τη ζωή του. Μετά από έναν γάμο αποτυχημένο, κι ένα διαζύγιο επιτυχημένο, είχε εγκαταλείψει για πάντα τη σκέψη ενός δεύτερου γάμου, κι αυτό όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί  δεν ήταν σίγουρος αν θα είχε εξασφαλισμένη τη επιτυχία ενός δεύτερου διαζυγίου.
Ωραία άποψη” του είπε η Βίκυ και γέλασε.
Γι αυτό κάνω τη ζωή μου. Λατρεύω τα ταξίδια, τη κλασική μουσική και σχεδόν ποτέ δεν χάνω παράσταση όπως την αποψινή. Για μένα η μουσική είναι η ύψιστη μορφή τέχνης”.
Χωρίς τη μουσική η ζωή θα ήταν λάθος,  όπως είχε πει ο Νίτσε” συμπλήρωσε η Βίκυ.
Για τη ζωή χωρίς τον έρωτα τι έχει να πει  η Βίκυ;” ρώτησε κοιτάζοντάς την κατ΄ ευθείαν στα μάτια.
Δεν θα ήταν ζωή”.
Η ώρα ήταν περασμένη μεσάνυχτα και η Βίκυ  με τον Νικόλα  αγκαλιασμένοι περπατούσαν στα σοκάκια της πόλης κάτω από την ίδια ομπρέλα   Η ερωτική τους ιστορία ήδη είχε ξεκινήσει. Εκείνος παρέτεινε για λίγες ακόμα μέρες τη παραμονή του στη Βενετία για να βρίσκεται κοντά της, και κατόπιν επέστρεψε στο Μιλάνο, υποσχόμενος να περάσει  τις γιορτές  μαζί της στην πατρίδα.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ώρα 8.30 το βράδυ, όταν η άφιξη της πτήσης από Μιλάνο για Αθήνα είχε ήδη ανακοινωθεί στον φωτεινό πίνακα.  Η Βίκυ ακριβώς μπροστά από την έξοδο της αποβίβασης των επιβατών, περίμενε γεμάτη αγωνία και λαχτάρα τον ερχομό του. Όμως τα λεπτά περνούσαν και ο Νικόλας δεν έλεγε να φανεί. “Δεν είναι δυνατόν να μην έρθει” μονολογούσε συνέχεια, ενώ τα φίδια είχαν αρχίσει ήδη να τη ζώνουν.  Όταν κι ο τελευταίος επιβάτης, κάπου ογδόντα ετών και υποβασταζόμενος από τη νοσοκόμα του, έκανε την εμφάνισή του, η γη κυριολεκτικά έφυγε κάτω από τα πόδια της. Πήγε να ρωτήσει στις πληροφορίες για κείνον και φυσικά η απάντηση της υπαλλήλου ήταν: “Δεν είχαμε κυρία μου επιβάτη με τέτοιο όνομα”.
Παρέα με το απόλυτο κενό επέστρεψε σπίτι. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να του τηλεφωνήσει, να μάθει τι απόγινε, αλλά προτίμησε να  σιωπήσει και να κοιμηθεί αγκαλιά με μια άδεια μπουκάλα κρασί κάτω από το φως των κεριών.

«Στιγμές, μόνο στιγμές είναι η ζωή μας» μονολόγησε χωρίς να έχει αντιληφθεί τόση ώρα που ονειροβατούσε τη Φαίη, τη γραμματέα του εκδότη που στεκόταν αρκετά λεπτά στην μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου της και τη φώναζε.
«Άσε τις αμπελοφιλοσοφίες και τρέχα που σε θέλει το αφεντικό».
«Τι συμβαίνει βρε Φαίη;» τη ρωτά θορυβημένη.
«Αα... πόσες φορές θα στο πω. Σε θέλει το αφεντικό. Είναι επείγον παιδάκι μου Γι αυτό ξεκούνα  Έχει και νεύρα» της αποκρίνεται   και εξαφανίζεται.
     Στα «ιδιαίτερα διαμερίσματα» του εκδότη, που σε πιάνει ψυχοπλάκωμα βλέποντας τους τοίχους φίσκα με πίνακες ζωγραφικής, τις λάμπες λιμόζ, τα χιλιάδες μπιμπλώ, τα βαριά χαλιά χειμώνα – καλοκαίρι  και τις κουρτίνες από καφέ βελούδο, την περίμεναν καθισμένοι στο οβάλ ξύλινο γραφείο συνεδριάσεων, εκτός από τον  Ιωάννου ο γνωστός και μη εξαιρετέος  “λακές” του Παύλος. Τίτλο που πήρε επάξια από την κατανάλωση κουβάδων σάλιου, καθώς και η «κυρία επί των τιμών», επί των δημοσίων σχέσεων δηλαδή, Κική Φατσέα.
«Βίκυ τι κριτική είναι  αυτή που έγραψες;» τη ρωτά ο Ιωάννου με το άγριο ύφος του, που προφανώς κουβαλά εκ γενετής.
«Γιατί; Τι έχει;» τον ρωτά με απορία.
«Aκούτε;  Πάει να με τρελάνει» λέει στρεφόμενος στα δύο του τσιράκια.
Η Φατσέα για να δείξει πόσο πολύ συμφωνεί μαζί του κούνησε τόσο έντονα  το κεφάλι της, που η κρεπαρισμένη και ποτισμένη από σκληρή λακ φράτζα της, παραλίγο να κατεδαφιστεί  πάνω στο οβάλ γραφείο. Ο δε  Παύλος,  έσφιξε τόσο τα χείλη του, που εξαφανίστηκαν από το γεμάτο γωνίες πρόσωπό του. 
«Δεν θα μου κλείσεις το περιοδικό με τις απόψεις σου» συνεχίζει ακάθεκτος ο Ιωάννου. «Θέλω αμέσως να την αλλάξεις»λέει, και πετάει το κείμενό της πάνω στο τραπέζι.
«Δεν πρόκειται να την αλλάξω» του λέει αποφασιστικά κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
«Θα δώσω τη δουλειά στον Παύλο αν συνεχίσεις να εμμένεις σε αυτή την άποψη».
«Δώστε τη όπου θέλετε. Δεν πρόκειται να πάρω πίσω αυτά που έχω γράψει. Το περιοδικό απευθύνεται σ΄ ένα ποιοτικό μουσικό αναγνωστικό κοινό που σέβομαι. Αν εσείς δεν μπορείτε να το καταλάβετε, δικό σας πρόβλημα».
 Ο Ιωάννου αλλάζει χρώματα, όμως δεν αντιδρά γιατί στο βάθος ξέρει  πως η Βίκυ έχει  δίκιο.
«Τελικά θα το αναλάβω εγώ;» ρωτά ο Παύλος με αγωνία μήπως και πάρει έστω και μία  φορά δουλειά της Βίκυς.
«Όχι» του απαντά κοφτά ο Ιωάννου, «θα το συζητήσω κατ’ ιδίαν με την κυρία Στεργιάδου».
Όταν  αποχώρησε ο Παύλος με τη Φατσέα, ο εκδότης  με ύφος μεγιστάνα αφού άναψε  και τράβηξε μια ρουφηξιά από το κουβανέζικο πούρο του,  άρχισε να της μιλά για κάποιον Ελληνικής καταγωγής, απ’ την Καρδίτσα, φλαμεγκίστα καλλιτέχνη, που με δική του πρωτοβουλία τον κάλεσε στην Ελλάδα να δώσει μια σειρά συναυλιών με ευθύνη του περιοδικού.
«Για ποιον λέτε;»
«Ζει χρόνια στη Σεβίλλη της Ισπανίας».
«Είμαι σίγουρη πως αναφέρεστε στον Μανόλο Τάρες».
«Α, τον ξέρεις;» τη ρωτά.
«Φυσικά. Χρόνια παρακολουθώ τη δουλειά του, και ομολογώ πως είναι ένας από τους καλλίτερους εκπροσώπους του είδους».
Ο Ιωάννου στραβομουτσουνιάζει γιατί ήθελε μόνο εκείνος να τον γνωρίζει.
«Τέλος πάντων. Σου αναθέτω να γράψεις ένα αφιέρωμά στον Τάρες. Θα ήθελα να σου τονίσω ότι το συγκεκριμένο αφιέρωμα έχει πολλή σημασία για μένα προσωπικά. Φρόντισε λοιπόν να βάλεις τα δυνατά σου».
«Με μεγάλη μου χαρά κύριε Ιωάννου, γιατί δεν σας κρύβω ότι θαυμάζω απεριόριστα τον Τάρες»είπε η Βίκυ ευγενικά, και έφυγε ενθουσιασμένη γιατί ένα αφιέρωμα στον Μανόλο Τάρες ήταν πάντα μέσα στις επιθυμίες της.   
Πηγαίνοντας προς το γραφείο της, κι ενώ στο μυαλό της ήδη έχει αρχίσει να οργανώνει την δουλειά σχετικά με τον Μανόλο, βλέπει την Μάγκυ, την αρχισυντάκτρια του περιοδικού, με τον Παύλο  στο διάδρομο να διαπληκτίζονται χαμηλόφωνα.
Χωρίς να χάσει χρόνο η Βίκυ τους πλησιάζει, και προσπαθώντας να προλάβει  κάποιο πιθανό παρατράγουδο, παρεμβαίνει.
«Σας παρακαλώ, πηγαίνετε κάπου αλλού να λύσετε τις διαφορές σας»
«Παύλο, έχει δίκιο η Βίκυ. Έλα σε παρακαλώ στο γραφείο μου», του λέει κοκκινίζοντας από ντροπή.
«Μάγκυ, επιτέλους παράτα με» της λέει θυμωμένα και τη σπρώχνει τόσο βίαια, που εκείνη χάνοντας την ισορροπία της χτυπάει στον τοίχο.
Η Βίκυ στη θέα αυτής της σκηνής εξοργίζεται και τα μάτια της πετούν φλόγες.
Ο Παύλος μόλις  αντικρίζει το αγριεμένο βλέμμα της, βάζοντας  την ουρά κάτω απ΄τα σκέλια γίνεται μπουχός.
«Μάγκυ είσαι καλά; Χτύπησες κάπου;» τη ρωτάει με αγωνία.
«Όχι. Μην ανησυχείς» της απαντά ξέπνοα.
«Ευτυχώς γιατί τρόμαξα. Έλα λίγο στο γραφείο μου να  ηρεμήσεις αν θέλεις» της προτείνει.
Η Μάγκυ σοκαρισμένη δέχεται γνέφοντας καταφατικά.
Κάθονται στο σαλόνι του γραφείου και η Βίκυ της προσφέρει ένα τσιγάρο.
«Βίκυ, σ’ ευχαριστώ. Αν δεν ήσουν εσύ δεν ξέρω τι θα είχε γίνει» είπε τραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά καπνό.
«Μη με ευχαριστείς…» 
       Πέφτει σιωπή. Η Μάγκυ χαμένη στις σκέψεις της καπνίζει  νευρικά, ενώ η Βίκυ παρατηρεί με την άκρη του ματιού της το γεμάτο θλίψη κι απόγνωση πρόσωπό της. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε έτσι Όσα χρόνια την ξέρει ποτέ μα ποτέ δεν είχε δείξει μιαν ανθρώπινη πλευρά. Πάντα άκαμπτη, αγέρωχη και στεγανοποιημένη. Λες και ήταν φτιαγμένη από μέταλλο. Εξ ου και το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία» που της είχαν βγάλει μέσα στο περιοδικό.
«Όλα ξεκίνησαν πριν λίγους μήνες» σπάει τη σιωπή η Μάγκυ «όταν  ο Παύλος άρχισε να με φλερτάρει. Αν και έκανα δυνατές προσπάθειες να μην ενδώσω, στο τέλος αφέθηκα. Εγώ που μια ζωή υπερασπιζόμουν την «ευτυχία» του γάμου  μου».
Η Βίκυ πικρογέλασε ακούγοντας με πόση πεποίθηση αναφερόταν στην  «ευτυχία» του γάμου της.
«Και τι  σε έχει φέρει σ’  αυτή την κατάσταση; Αν θέλεις μου λες ασφαλώς»
«Ο Παύλος…» της λέει και δάκρυα γεμίζουν το βλέμμα της.
 Κατάλαβα! Πάλι αυτό το κουμάσι σκέφτεται η Βίκυ με αγανάκτηση. Από το προσωπικό του ναυάγιο και μετά λες και έχει βάλει στόχο να αδειάζει κάθε γυναίκα. Αλλά μήπως έτσι δεν κάνουν οι περισσότεροι μετά από κάθε προσωπική τους ήττα;. Γιατί λοιπόν ο Παύλος να αποτελεί εξαίρεση;
«Καταλαβαίνεις….» συνέχισε η Μάγκυ χωρίς να την κοιτάζει στα μάτια.
«Γυναίκα είμαι κι εγώ. Και πίστεψέ με στην προκειμένη περίπτωση μπορώ να σε καταλάβω περισσότερο….» αποκρίνεται η Βίκυ με πικρό χαμόγελο.
«Εκείνο που με φέρνει σε δυσκολότερη θέση, είναι η ενοχή που νοιώθω απέναντι στο γάμο μου. Τον Γρηγόρη όσο και ακούγεται αντιφατικό, τον αγαπώ»

       Η Βίκυ έχει ακούσει κατά κόρον από παντρεμένους την ατάκα  που λίγα λεπτά πριν ξεστόμισε  η Μάγκυ με στόμφο. «Αγαπώ» λένε και είναι να κλαίει κανείς από τα  γέλια, αν σκεφτεί πως στο όνομα της «Αγάπης» απατούν.  Μήπως «Αγάπη ίσον Απάτη» τελικά; Ή μήπως πίσω από το τσιτάτο αυτό κρύβεται περίτεχνα  το “λαστιχάκι” της συνείδησης;
Η Μάγκυ  με κατεβασμένο το κεφάλι πλέκει νευρικά τα δάχτυλά της.
«Ντρέπεσαι ή φοβάσαι για ό,τι νοιώθεις;» τη ρωτά αιφνιδιάζοντας την.
«Φοβάμαι ακόμα και  να ξεστομίσω τι νοιώθω» αποκρίνεται μέσα από τα δόντια η Μάγκυ.
Φοβάται. Λες κι ο έρωτας είναι μίασμα που όταν τον ανταμώνουμε πρέπει να τον προσπερνάμε, κι όταν τον νοιώθουμε να μας κατατρώγουν οι ενοχές. Τελικά  καλά κάνει ο  φτερωτός θεός που όταν δεν τον έχεις νοιώσει, ή καλλίτερα δεν του έχεις επιτρέψει να περάσει από τη πανοπλία σου, αργά ή γρήγορα, με μοναδική μαεστρία, χτυπάει “ανελέητα”το μεταλλικό σου περίβλημα, το φτιαγμένο από κοινωνικές δομές, κώδικες κι ετοιμοπαράδοτες αρετές. Βάζει «ο άτιμος» τη πύρινη φορεσιά του και αφού βρει σχισμάδα σιγά σιγά το λιώνει. Το ρευστοποιεί μέχρι να σε μεταμορφώσει. Όπως τώρα τη Μάγκυ που λίγο καιρό πριν, ζούσε  σαν πεταλούδα σε πανοπλία. 
«Μάγκυ, μπορεί αυτό που βιώνεις  να μην είναι τυχαίο».
«Ίσως να έχεις δίκιο. Μια ζωή είχα μάθει να λειτουργώ σε κουτάκια. Να βάζω σε δεύτερη μοίρα όλα όσα θα με έκαναν να νοιώθω ανθρώπινα. Ποτέ δεν έπρεπε να έχω αδυναμίες. «Έπρεπε» να είμαι άτρωτη. Πάντα η πρώτη. Επαγγελματικά και κοινωνικά καταξιωμένη. Δεν έχουν άδικο που με φωνάζουν  «Σιδηρά Κυρία».
«Μήπως λοιπόν ήρθε η στιγμή να δεις αλλιώς τη ζωή σου;»
«Ναι αλλά δεν ξέρω πως. Δεν το έμαθα ποτέ μου».
      Η Βίκυ πικρογέλασε. Τι να έλεγε; Έτσι κι αλλιώς η Μάγκυ δεν θα καταλάβαινε τίποτα από ένα σκόρπιο και εναλλασσόμενο ερωτικό τοπίο, όπως αυτό την Βίκυς.
     «Έχεις φίλες;» τη ρωτά η Βίκυ αλλάζοντας θέμα.
«Κανείς δεν χωρούσε  στον μικρόκοσμο μου» αποκρίθηκε με πίκρα.
Η Βίκυ με μιας ένοιωσε πόσο  τυχερή ήταν που είχε τη Τζίνα.
«Όποτε με χρειαστείς, να ξέρεις πως θα είμαι παρούσα» της απάντησε χαμογελώντας με φιλική διάθεση η Βίκυ. «Λοιπόν τα παρατάμε όλα στην αταξία τους και φύγαμε. Έξω μας περιμένει  ένα υπέροχο απόγευμα.  Κερνάω μπύρες στη πλατεία»…

Το βράδυ η Βίκυ που γύρισε  στο σπίτι κουδούνι από τη μπυροκατάνυξη βρήκε τη Τζίνα να κάθεται στη βεράντα διαβάζοντας  ένα βιβλίο που μήνες τώρα πιλατεύει.
«Που γύρναγες ρεμάλι;» τη ρωτά  αφήνοντας το βιβλίο της πάνω στο τραπεζάκι.
«Άστα. Έπινα  μπυρόνια  με τη Μάγκι» της απαντά και πετάει τα παπούτσια της.
«Με τη Μάγκι; Πως σου προέκυψε η “ Σιδηρά;”» 
«Τζινάκι δεν θα το πιστέψεις  τη “χτύπησε” ο έρωτας.»
«Ποια; Έλα ρε, θα με τρελάνεις».
«Όχι, αλήθεια σου λέω. Το  «φτερωτό τερατάκι» όπως το λες, έκανε το θαύμα του».
Η Τζίνα χαμογελά ρίχνοντας  την ατάκα της: «Την έστειλε εντελώς; Γκόλ δηλαδή η γυναίκα;»
     «Ζωοδότης είναι ο έρωτας, βρε Τζίνα».
«Ζωοκόφτης είναι θα έλεγα, και «ζωοχέστης του κερατά» το ισοπέδωσε με το γνωστό της τρόπο η Τζίνα.
«Βρε αθεόφοβη δεν παίζεσαι. Τέλος πάντων. Το πιο τρελό όμως δεν στο είπα. Ποιο νομίζεις ότι είναι  το «σκοτεινό» αντικείμενο του πόθου της;»
 «Ποιο; Δεν πάει πουθενά το μυαλό μου. Λέγε ..» της λέει και κάθεται πιο αναπαυτικά στον μπαμπουδένιο καναπέ
«Ο Παύλος» την αιφνιδιάζει η Βίκυ κοιτώντας την στα μάτια.
Με το άκουσμα του ονόματος η Τζίνα έμεινε κόκαλο.
«Ποιος;  Ε, τώρα  τα έχω ακούσει όλα. Αυτό το καθίκι;»
 «Ναι, μ’ αυτόν. Αν και  κατά τη γνώμη μου τα «καθίκια» είναι μόνο η αφορμή. Γιατί κάποιοι άνθρωποι  θεωρούν τη ζωή τους «ντουλάπα εν τάξει» και αγνοούν πως μια στιγμούλα αδυναμίας αρκεί να ανακατωθούν όλα. Τι να πω πια. Το  θλιβερό είναι πως έχουμε πήξει από «Μάγκι», και «Παύλους», στρούκτουρες του “δήθεν” και νανοφυείς της ζωής.
«Στρούτκτουρες; χαχα; Πάλι τη ναφθαλίνη άνοιξες; Πες καμία φρέσκια είδηση να ξεμιζεριάσουμε» γέλασε η Τζίνα.
Η Βίκυ παίρνει σοβαρό ύφος.
«Αύριο έρχεται καύσωνας» της ανακοινώνει και μαζεύει τα μπατζάκια του παντελονιού της μέχρι τα γόνατα.
«Δηλαδή θέλεις πότισμα;»αποκρίνεται  η Τζίνα και σηκώνεται χωρίς καθυστέρηση.
Ανοίγει τη βρύση και παίρνοντας το λάστιχο αρχίζει να τη καταβρέχει. Η Βίκυ σε μια μακάρια θέση το απολαμβάνει ενώ ο Αντρίκος  πλατσουρίζει  κουνώντας την ουρά του όλος χαρά.
«Τζίνα μη σταματάς. Μετά από τόση  μπυροκατάνυξη, το «πότισμα» είναι σωτήριο. Όχι τίποτε άλλο, να έρθει και το μυαλό μου  στα σέστα του».
«Ποιο μυαλό ρε ούφο. Έχεις μυαλό;» της λέει και κλείνει τη βρύση.
«Έλα κάτσε να σου πω νέα. Λοιπόν, ο Ιωάννου μου ανάθεσε  μια «μυστική αποστολή». Να γράψω ένα αφιέρωμα για το Μανόλο Τάρες».
«Ποιος είναι ο (Κα)τάρες; Χα,χα»
«Ένα μανούλι. Έλληνας από την Καρδίτσα, που ζει χρόνια στη Σεβίλλη, φλαμεγκίστας»
«Α! κατάλαβα. Κάτι σαν να λέμε Μανόλο ντε (Κα)Τάρες δηλαδή! Ή μάλλον Μανόλο Ντε Καρδίτσα».
Η Βίκυ με το άκουσμα “Ντε Καρδίτσα που σαν ουρά κρέμασε η φίλη της στο όνομα του Μανόλο, αρχίζει να χτυπιέται από τα γέλια, ενώ η Τζινα την ακολουθεί. Οι γείτονες από τα απέναντι μπαλκόνια θορυβημένοι από την νυχτερινή ηχορύπανση άρχισαν τη γκρίνια.
     «Ωχ! Θεέ μου έκανα καινούργια πλεμόνια να είσαι καλά»  λέει η Βίκυ στη φίλη της όταν σταμάτησαν επιτέλους το γέλιο.
       «Δεν πας να αλλάξεις τώρα;» την  παρακινεί τρυφερά η Τζίνα «μη  κρυώσεις».
«Σιγά βρε μη και κρυώσω με τόση αλκοόλη στα σωθικά μου. Δεν μου λες, εσύ τι έχεις και τόριξες στο διάβασμα απόψε;» τη ρωτά η Βίκυ.
«Τίποτα μωρέ βαριεστημάρα. Δεν υπάρχει τίποτα καινούριο, όπως, ένα μήνυμα στο κινητό ας πούμε»
«Η αλήθεια είναι πως οι Πλανήτες είναι «ανάδρομοι». Κοιμούνται του καλού καιρού αυτό το διάστημα» συμπληρώνει  η Βίκυ κατεβάζοντας τα βρεγμένα της μπατζάκια. «Λοιπόν φιλενάδα θέλω να ζουζουνίσω λίγο. Αλλά με ποιόν μου λες;» ρωτά η Βίκυ αναστενάζοντας.
«Με τον “πομφόλυγα”. πετάγεται η Τζίνα ως γνωστό πειραχτήρι. «Στείλε του  ένα μηνυματάκι για να γελάσουμε»
«Ναι γιατί δεν γελάσαμε καθόλου απόψε. Αλλά μια και το ανέφερες, ο Άλκης δεν είναι καθόλου κακή ιδέα.» συμφωνεί και κοιτάζει την ώρα στο ρολόι της. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα.
       Με δεινή ταχύτητα του γράφει μια σοροπιασμένη καληνύχτα και χωρίς δεύτερη σκέψη μη και το μετανιώσει, πατάει το μαγικό  κουμπί της αποστολής.
       Δεν περνάει ούτε λεπτό και το κινητό δίνει σήμα.
«Μα ...καλά πότε πρόλαβε ο αθεόφοβος;» αναρωτιέται η Βίκυ.
«Δες τι σου γράφει και άσε τις πολλές κουβέντες» της λέει η Τζίνα και της δίνει το κινητό.
«Γιασεμάκι, σου στέλνω τη καληνύχτα μου φαντάζοντας το χαμογελό σου!”
«Γιασεμάκι;  Άλα  τρυφεράδες ο πομφόλυγας» λέει η Τζίνα.
Δεν περνάνε δευτερόλεπτα και η Βίκυ δέχεται το ένα μήνυμα μετά το άλλο.
«Τι το ήθελα τρομάρα μου; Είπαμε να ξυπνήσουν  οι Πλανήτες αλλά όχι κι έτσι»
«Να ζουζουνίσεις δεν ήθελες; Απόλαυσέ το τώρα» λέει η Τζίνα.
«Μα εγώ μια καληνύχτα ήθελα  του πω, όχι  να πιάσω στασίδι σε ολονυχτία».
«Όπως βλέπεις όμως αυτός ψάχνεται. Κράτα τον standby και πάμε για ύπνο. Άντριου; Νάνι time!».




Οι μέρες περνούσαν και ο χορός των μηνυμάτων Βίκυς και «πομφόλυγος» καλά κρατούσε. Ώσπου η Βίκυ καιγόμενη από περιέργεια και μόνο, ζήτησε να τον συναντήσει, παρά τις αντιρρήσεις της Τζίνας που θεωρούσε αυτή τη συνάντηση «άνευ ουσίας».
  
      Ο τόπος της συνάντησή τους ήταν μια υπαίθρια καφετέρια σε κάποια  ερημική γειτονιά της Αθήνας. Ο Αλκης ντυμένος στ΄ άσπρα και ακουμπισμένος στη λαχανί του Πόρσε, την περίμενε  με υφάκι ακαταμάχητου εραστή.
«Καλησπέρα Άλκη» του είπε αμέσως μόλις τον είδε και ευγενικά άπλωσε  το χέρι της να τον χαιρετίσει.
 «Καλησπέρα» της ανταπέδωσε, κι αφήνοντας το χέρι της μετέωρο πέρασε πρώτος τη ξύλινη πόρτα της καφετέριας.
«Αντε να χαθείς ανάγωγε» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της .
Διαβαίνοντας το πορτόνι του μπάρ η Βίκυ αντίκρισε έναν  υπαίθριο χώρο  ζωσμένο με κάθε λογής πρασινάδα στρωμένο με χαλικάκι. Στο μέσον του υπήρχε ένα καλοφτιαγμένο ξύλινο κιόσκι, ενώ τα τραπεζάκια ήταν αραιά τοποθετημένα. Το ένα και μοναδικό γκαρσόνι, μόλις βλέπει τον Άλκη  σπεύδει αμέσως κοντά του, και παίρνοντας  ύφος νταλκαβούκη του λέει: «Κύριε Άλκη  καλησπέρα. Δυστυχώς η θέση σας είναι πιασμένη. Υπάρχει όμως  εκεί στο βάθος ένα καλό» συμπληρώνει κλείνοντας του το μάτι πονηρά.
 «Εντάξει Τζίμυ» λέει ο Άλκης και προχωράει κάνοντας νόημα στη Βίκυ να τον ακολουθήσει.
Κάθισε απέναντι της έχοντας όλη τη «θέα» μπροστά του.
«Βικάκι σου αρέσει εδώ;» τη ρωτά ακουμπώντας με φαινομενικά άνετες κινήσεις πάνω στο τραπέζι το κινητό, και το πακέτο με τα τσιγάρα του.
 «Συμπαθητικά είναι. Φαντάζομαι πως είναι το στέκι σου» λέει η Βίκυ.
 «Το στέκι μου;» επαναλαμβάνει εκείνος και ξεσπά  σε γέλια.
«Είπα κάτι  αστείο;»  τον ρωτά με απορία.
«Δεν καταλαβαίνεις; Θέλω να είμαι μακριά από αδιάκριτα βλέμματα.»
«Κατάλαβα» απαντά κοιτάζοντας ολόγυρά της.
Ο Άλκης βρίσκει  ευκαιρία να την εξερευνήσει με το βλέμμα του.
«Λοιπόν είσαι  όπως σε φανταζόμουν. Καλή ομολογώ».
 «Να παραγγείλουμε;» ρωτά η Βίκυ προσπερνώντας έντεχνα  το αναμενόμενο σχόλιο της για τη δική του εμφάνισή. «Ουίσκι με πάγο», είπε ενώ ήδη είχε αρχίσει να διαισθάνεται πως το ρίσκο της να συναντήσει τον Άλκη και μάλιστα σε αυτό το μέρος ήταν μεγάλο της λάθος.
«Λοιπόν  τι χαμπάρια Βικάκι;» τη  ρωτά  και πίνει μια γουλιά από το ποτό του.
 «Καλά. Τα δικά σου;» ρωτά με τη σειρά της προσπαθώντας να κρύψει  την ενόχλησή της  που  την αποκαλούσε  συνέχεια “Βικάκι”. Γιατί εκείνο που εισέπραττε  από όλο αυτό δεν ήταν μια χαϊδευτική διάθεση, αλλά επίδειξη ισχύος.
 «Πολύ δουλειά  κι είμαι όλο άγχος. Δουλεύω δουλεύω και το σπίτι δεν με βλέπει. Ας αφήσουμε όμως αυτά. Πες μου, έχεις σκεφτεί που θα πας διακοπές;» 
«Δεν ξέρω ακόμα. Δεν προγραμματίζω. Εσύ;» τον ρωτά .
«Λίγες μέρες Μύκονο με τους φίλους μου για κραιπάλη, και μετά με την σύζυγο και τα παιδιά στο εξοχικό».
«Παιδια; Μα καλά εσύ μου μίλησες για παιδί».
      «Βρε το Βικάκι! Που κάναμε μαύρα μάτια για να το δούμε» λέει ο Άλκης αλλάζοντας κουβέντα. «Για πες μου, γιατί κράτησες χαρακτήρα και  δεν μου έστειλες  μήνυμα αμέσως μόλις σου έδωσα το κινητό μου;»
«Η αλήθεια είναι ότι δίστασα».
«Δίστασες; Γιατί;».
 «Δεν ήθελα να σε φέρω  σε δύσκολη θέση. Λόγω συζύγου εννοώ»
Ο Άλκης ξεσπά σε γέλια.
 «Σώπα ρε Βικάκι, η σύζυγος τρώει κέρατο εδώ και χρόνια. Βέβαια την αγαπώ γι αυτό και τις παρέχω τα πάντα. Δεν της λείπει τίποτα. Τα ταξίδια της, τις ανέσεις της. Με λίγα λόγια της χρυσώνω το χάπι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Το γουστάρει άλλωστε»
«Να τρώει κέρατο;» ρωτά η Βίκυ με δήθεν αφέλεια.
«Χα! Χα! Καλόοο!  Όχι βρε. Γουστάρει να έχει έναν άντρα που την αγαπάει, παρέχοντας της τα πάντα» απαντά ο Άλκης, και ακουμπώντας τους αγκώνες  του πάνω στο τραπέζι, με φωνή σαν εκείνες που ακούγονται στα ρόζ τηλέφωνα της ψιθυρίζει: «Μωράκι μου, εδώ δεν ήρθαμε να μιλάμε  για τη γυναίκα μου αλλά να την βρούμε μεταξύ μας.  Εγώ δεν χορταίνω αμαρτία. Μόνο με άντρα δεν έχω πάει. Όλα τα άλλα τα έχω δοκιμάσει. Πως τα   πας από  σεξ αλήθεια;»
Η Βίκυ μετά βίας κρατιέται να μην τον βρίσει, και μετρά μέχρι το δέκα.
 «Τις προτιμήσεις σου γύρω από το σεξ μου τις έχεις αναπτύξει και μάλιστα πολύ παραστατικά. Μην αρχίζεις λοιπόν πάλι τα ίδια. Όσο για μένα νομίζω πως μέσες άκρες θα έπρεπε να έχεις καταλάβει τι άνθρωπος είμαι», του  αποκρίνεται  προσπαθώντας να ρίξει στο κενό κάθε διάθεσή του να τη πάρει μονότερμα.
«Και δεν μου λες  Βικάκι, δεν έβαλες κουλούρα γιατί  ήταν επιλογή σου; Ή πραγματικά δεν σου έτυχε» τη ρωτά και τραβήχτηκε πάλι πίσω στη καρέκλα του.
Πόσο είχε βαρεθεί να της κάνουν αυτή την ερώτηση και πάντα να είναι υποχρεωμένη να απαντά.
 «Αφού σου έχω πει την άποψή μου περί γάμου και νομίζω πως ήμουν ξεκάθαρη»
«Μάλιστα. Με λίγα λόγια θέλεις να το παίξεις διαφορετική από τις άλλες,  γι αυτό και δεν τύλιξες κανένα σε λαδόκολλα» σχολιάζει ο Άλκης  ειρωνικά.
 Η κουβέντα του αυτή ήταν η σταγόνα να ξεχειλίσει το ποτήρι της υπομονής της.
Κάποια στιγμή ο ήχος  από κάποιο μήνυμα στο κινητό του σπάει τη σιωπή που είχε πέσει ανάμεσά τους.
«Μισό έχω μήνυμα. Από γκόμενα είναι», λέει με σιγουριά, και αμέσως πατάει το κουμπί. Μένει για λίγο σκεφτικός και ύστερα με κείνο το χιλιοφορεμένο  ύφος του κατακτητή  που έχει βαρεθεί να απορρίπτει προτάσεις λέει: «Μ’ έχει φάει να βγούμε απόψε».
 «Και γιατί δεν πάς; Δεν παρεξηγούμαι. Προηγείται ο νταλκάς». Αποκρίνεται η Βίκυ ενώ κατά βάθος ήταν σχεδόν βέβαιη πως το μήνυμα ήταν από κάποιο φίλο που  τον είχε βάλει να του το στείλει.
«Χα! Χα! Βικάκι, έγραψες πάλι. Ας την να περιμένει μωρέ. Να καψουρεύεται» λέει και βγάζει  επιτέλους τα γυαλιά ηλίου, που αν και βράδυ, φορούσε από τη πρώτη στιγμή της συνάντησής τους.
Η αντιπάθεια της Βίκυς για τον Άλκη, ενισχύθηκε περισσότερο καθώς αντίκρισε το γεμάτο αλαζονεία βλέμμα του.
«Δεν έχω δίκιο; Όσο πιο φτυμένες σας έχουμε, τόσο κάθεστε».
Η Βίκυ μετράει μέχρι το είκοσι για να μη χάσει τον έλεγχο της και χειροδικήσει, ενώ εκείνος τη ρωτάει αν θέλει να πιουν κι άλλο ποτό.
«Ναι» του απαντά, και του σκάει ένα χαμόγελο.
 Όταν ήρθε ο δεύτερος γύρος ποτών και έμειναν πάλι μόνοι, η Βίκυ  αποφασισμένη να βγει πια στην αντεπίθεση τον ρωτά:. «Λοιπόν Αλκη, έτσι συμπεριφέρεσαι πάντα στις γυναίκες;» 
«Α! δεν ξέρεις πόσο πιάνει»
«Πες μου σε παρακαλώ για ποιο λόγο είμαι απόψε εδώ  μαζί σου;» τον ρωτά
«Γιατί «γουστάρεις».Δεν σε απογοήτευσα νομίζω. Δεν συμφωνείς;» απαντά προκλητικά.
Ε! Αυτό ήταν. Η στιγμή να βάλει φρένο στην αλαζονεία του, είχε έρθει αναμφίβολα.
«Αλκη, δεν με απογοήτευσες γιατί απλά δεν με γοήτευσες» του λέει με ήρεμο ύφος.
Λέγοντας το στερνό αντίο στη φαινομενική του αυτοπεποίθηση, ο Αλκης σχεδόν τραυλίζοντας από θυμό τη ρωτάει: «Τώρα  θέλεις να μου τη σπάσεις έτσι δεν είναι;»
 «Τόση ώρα σε αφήνω να πιστεύεις πως είσαι κυρίαρχος στο όχι και τόσο κομψό παιχνίδι σου.  Μπορεί να  σ’ έχουν μάθει να είσαι το κέντρο της γης χαϊδεύοντας τα αφτιά σου. Όμως δεν λογάριασες καλά. Υπερτίμησες τον εαυτόν σου με αποτέλεσμα να αυθαδιάσεις κιόλας. Λοιπόν,  για να μην μακρηγορώ, σου λέω, πως αν βρίσκομαι αυτή τη στιγμή μαζί σου είναι από σκέτη περιέργεια και μόνο. Επιτέλους να δω τελικά ποιος ήταν  εκείνος που περίτεχνα κρυβόταν πίσω από τα «ιλαρά»  μηνυματάκια του.
«Και τι  είδες;»
«Αντέχεις να ακούσεις;»
Ο Άλκης αλλάζει χίλια χρώματα ενώ οι κόρες των ματιών του είχαν αρχίσει να διαστέλλονται απ’ το θυμό.
«Θέλω», λέει σχεδόν υστερικά.
«Είδα, πως πας «σετάκι» με τη λαχανί σου Πόρσε» ξεστομίζει η Βίκυ ατάραχα.
«Ε! φτάνει. Είσαι μια ηλίθια ανοργασμικιά γεροντοκόρη» φωνάζει  χάνοντας τον αυτοέλεγχό του, και με σπασμωδικές κινήσεις εξαφανίστηκε χωρίς να πληρώσει ούτε το λογαριασμό.
Η Βίκυ οργίστηκε που έχασε τον χρόνο της με τον πομφόλυγα. Την έφαγε η περιέργεια να δει τι σόι φρούτο είναι λες και δεν είχε δείγματα πως ήταν μάπα το καρπούζι. «Φάτην τώρα ηλίθια. «Είχε δίκιο η Τζίνα» μονολογεί. Πίνει μονορούφι  το ποτό της και κάνει νεύμα στο γκαρσόνι για τον λογαριασμό, αλλά εκείνος προς μεγάλη της έκπληξη  έρχεται κρατώντας στα χέρια του δύο ποτήρια με ουίσκι.
«Κούκλα κερνάει η φωλίτσα!» λέει ξελιγωμένα και κάθεται απρόσκλητος.
Γυρίζει και του ρίχνει βλέμμα θανατηφόρο.
«Άντε στην υγειά μας» συνεχίζει  με το ίδιο ύφος το γκαρσόνι.
Από τα μάτια της αισθάνεται  να βγαίνουν σπίθες, και προ των πυλών να παραμονεύει  το εγκεφαλικό.
«Δεν κατάλαβα;» τον ρωτά σε θέση μάχης.
«Έλα που δεν καταλαβαίνεις»της λέει και της κλείνει πονηρά το τσιμπλιάρικο μάτι του.
Βλέποντας αυτό το γλοιώδες υποκείμενο, με το βρωμομούστακο και τα κίτρινα δόντια να της τη πέφτει, οι φλεβίτσες στους κροτάφους της άρχισαν να χορεύουν  τρελό χορό και  το αίμα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι. 
Αλήθεια από πού να αντλούν  αυτοί οι  τύποι τόση αυτοπεποίθηση;
«Τι είπες ρε βλάκα;» φωνάζει η Βίκυ, και με απίστευτη σβελτάδα σηκώνεται όρθια. Πιάνει το ποτήρι, και ρίχνει στη μούρη του όλο το περιεχόμενο, ξεσπώντας επιτέλους πάνω στον επίδοξο «εραστή» τον συσσωρευμένο της θυμό.
      Ήταν τόσο αστεία η όλη φάση, που τα  ζευγαράκια από τα γύρω τραπέζια αφήνοντας στην άκρη για λίγο το σορόπιασμα έπεσαν σε ακράτητα γέλια, ενώ η Βίκυ φοβούμενη την αντίδρασή του, πήρε τη τσάντα της και βγήκε έξω τρέχοντας.
Η καρδιά της έκανε ρεκόρ σφυγμών. Κοντοστάθηκε σε μια κολόνα της ΔΕΗ θορυβημένη από τον κόμπο που έσφιγγε  το στήθος της.
«Βίκυ, άσε τις βλακείες ούτε ένα δάκρυ για τυχάρπαστους» μονολογεί.
Μετρά ως το δέκα. Αν  και δεν μέτρησε  απόψε.
Παίρνει βαθιές ανάσες. Συνέρχεται. Κοιτά δεξιά και αριστερά. Η περιοχή είναι ερημική. Πως φεύγει τώρα;. Τηλεφωνά στο σπίτι. Η Τζίνα έλειπε. Την καλεί στο κινητό της. Κλειστό κι αυτό.
“Τι να κάνω τώρα;” αναρωτιέται.  Αναμφισβήτητα σε αυτό το δύσκολο ερώτημα που έθεσε στον εαυτόν της  η απάντηση  δεν ήταν άλλη από: “όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια”.
Αχ! μωρέ Βίκυ πως τα κατάφερες πάλι. Είπε στον εαυτόν της και ξεκίνησε με μόνη συντροφιά το φεγγάρι.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Κώστας Βάρναλης

Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς,
χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς.





«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».
«Ἡ πεῖρα τῆς κοινωνικῆς θεωρίας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀγωγή, μαζὶ μὲ μία ἐκτάκτως λεπτὴ ἕλξη πρὸς τὸ αἰσθητικὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὸ καλλιτεχνικὸ ὡραῖο, ποὺ ρέει στὸ αἷμα του, διαμόρφωσαν ἕνα προσωπικὸ καὶ φιλοσοφημένο λογοτεχνικὸ χαρακτῆρα, -ποὺ συγκέντρωσε τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ στὸν τόπο μας τῆς ἀριστερῆς τέχνης».

Οι Μοιραίοι, απαγγελία Μάνος Κατράκης, τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βόρειας Θράκης14 Φεβρουαρίου 1884Αθήνα16 Δεκεμβρίου 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Βιογραφία
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στον Πύργο Ανατολικής Ρωμυλίας, σημερινό (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884 όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, ταΑπομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.

Καλλιτεχνική  αναγνώριση και πολιτική δράση :Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίαςφιλολογίαςκοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
Το έργο του
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Ποίηση
  • Ποιητικές συνθέσεις
    • Ο Προσκυνητής (1919)
    • Το Φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922 με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
    • Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
  • Ποιητικές συλλογές
    • Κηρήθρες (1905)
    • Ποιητικά (1956)
    • Ελεύθερος κόσμος (1965)
    • Οργή λαού (1975)
  • Πεζά και κριτικά έργα
    • Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
    • Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
    • Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
    • Αληθινοί άνθρωποι (1938)
    • Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
    • Πεζός λόγος (1957)
    • Σολωμικά (1957)
    • Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
    • Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
    • Οι δικτάτορες (1965)
    • Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
  • Θέατρο
    • Άτταλος ο Τρίτος (1972)
  • Μεταφράσεις
    • Αριστοφάνης - Βάτραχοι
    • Αριστοφάνης - Εκκλησιάζουσες
    • Αριστοφάνης - Ιππείς
    • Αριστοφάνης - Λυσιστράτη
    • Αριστοφάνης - Πλούτος
    • Ευριπίδης - Ιππόλυτος
    • Ευριπίδης - Τρωαδίτισσες
    • Κινέζικα τραγούδια
    • Μολιέρος - Μισάνθρωπος
    • Ευγένιος Ποτιέ - Η Διεθνής


Διακρίσεις
  • Ανακήρυξή του ως έναν από τους τρεις κορυφαίους ποιητές και πεζογράφους όλων των εποχών.
  • Ανακήρυξή του ως έναν από τους τρεις κορυφαίους ποιητές και πεζογράφους του κόσμου όλων των εποχών.
  • Τιμητική του διάκριση με το διεθνές βραβείο γραμμάτων και τεχνών <<Λένιν>> από την πρώην ΕΣΣΔ ΤΟ 1959.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

Ο πυρετός στο αίμα σκέψεις καυτές γεννάει, κι όταν κοχλάζει το μυαλό σε πράξεις εξημμένες οδηγεί, και τούτη η έξαψη δεν είναι παρά έρωτας.
                                        «Σαίξπηρ. Τρωϊλος και Χρυσηίδα»

                   

   Αλκης, Παύλος, Θάνος,  Νικόλας, Πάρης.
Άντρες ή αντρικά ονόματα;
Ιδού το ερώτημα που ταλανίζει τη Βίκυ χρόνια τώρα  και τη βάζει περιπλανώμενη στα μυστικά και σκοτεινά μονοπάτια της αντρικής ψυχοσύνθεσης ν΄ αναζητά αδιάκοπα μιαν απάντηση. “Πάψε να αναλύεις και να ψάχνεις τους άντρες” είναι η αιώνια κουβέντα της φίλης της Τζίνα. “Δίκιο έχεις. Αλλά  τι να κάνω; Αυτό είναι το χούι μου” της αντιγυρίζει εκείνη.
Εδώ που τα λέμε έφταιξε και η μάνα της που δεν της τα έμαθε καλά, αλλά και  η ίδια που άφηνε κατεργάρηδες να παραβιάζουν τη πόρτα της. Ας όψεται η ανάγκη όμως να νοιώσει, και πάνω απ΄ όλα να είναι ο εαυτός της. 
Τελικά  το κόστος  ήταν μεγάλο. Πάρε τη «φάπα» σου Βικούλα, έτσι για να καταλάβεις τι σημαίνει πάτος.
Και η πλάκα ήταν, δηλαδή τι πλάκα, καλλίτερα κατάντια να πούμε, κάθε φορά που έφτανε πάτο «χτυπούσε» λιπαρά, με αποτέλεσμα να φοβάται στο τέλος να αντικρίζει  τον καθρέφτη της.
 Κάπου όμως έπρεπε να ξεσπάσει. Και αφού δεν  μπορούσε να χειροδικήσει κυριολεκτικά και μεταφορικά, άφηνε τον εαυτόν της έρμαιο των λιπαρών ουσιών.
Από που ν’ αρχίσει και που να τελειώσει. Κάθε ιστορία κι ένα ανεμοσκόρπισμα.
Τέλος πάντων, ποτέ δεν είναι αργά, έστω και τώρα στο μεσημέρι της  ζωής της, να καταλάβει πως δεν χρειάζεται να βάζεις μαράζι στη καρδούλα σου για κανένα αρσενικό. Φτάνει να μπορείς να δεις τα πράγματα από μια απόσταση, και κυρίως οι εμπειρίες που κουβαλάς πάνω σου, στο τέλος να αφήνουν μια γεύση μέντας.

---------------
Κάθισε στην υγρή άμμο. Έβγαλε από τη τσέπη του πουκαμίσου της το πακέτο με τα τσιγάρα κι άναψε ένα.
Ήταν όλα τόσο ήσυχα. Ακόμα και Αντρίκος ο τετράποδος φίλος της που στεκόταν δίπλα της,  ρέμβαζε  τη γαληνεμένη θάλασσα.
Σήκωσε το βλέμμα της ψηλά στο βράχο. Πόσο ήθελε να πετάξει. Να ταξιδέψει και πάλι μέσα στα χρώματα του δειλινού όπως εκείνο το καλοκαιριάτικο απόγευμα  που  αντάμωσε τον Θάνο πρώτη φορά σ΄ αυτό το μέρος.
«Σ΄ έχω δει πολλές φορές εδώ. Πάντα μόνη, ασάλευτη,  παραδομένη στις σκέψεις σου» της είχε πει και έμοιαζε να γνώριζε πως κάτι την βασάνιζε.
Η αλήθεια είναι πως η Βίκυ εκείνη τη χρονική στιγμή που ο Θάνος ήρθε στο διάβα της, ένοιωθε βαθιά πίκρα κι απογοήτευση, καθώς έβλεπε  τους θυμούς της γενιάς της να πηγαίνουν στα χαμένα και  το τοπίο του έρωτα να εναλλάσσεται  στα χρώματα  του μαύρου και του γκρίζου.
 «Θέλω να δω τη πράσινη αχτίδα» ήταν τα λόγια της κι  είχαν ηχήσει   σαν κραυγή. 
«Έλα μαζί μου»
«Πού;»τον ρώτησε με παιδική αφέλεια.
«Να, σε κείνο το βράχο, που σαν στέκεσαι στη κορυφή του, μπορείς ν΄ ακούσεις τη φωνή για  την ανατολή να λέει: «ώ χρυσέας αμέρας βλέφαρον».  Να τον βλέπεις να πίνει τον ήλιο στα μεσημέρια του καλοκαιριού και  να πετάει η ψυχή σου μέσα στα χρώματα του δειλινού».
Αυτό ήταν. Ένα φως από ψηλά άνοιξε το όστρακό της και  την τράβηξε απ΄ τους βυθούς της  γεμίζοντας  πάλι τη ζωή της με ανάσες και έρωτα. Μια στιγμούλα μόνο αρκεί ν΄ ανταμωθούν ψυχές και σώματα, κι έτσι απλά να ξεκινήσουν το ταξίδι τους.

«Ούφ! τι μ΄ έπιασε πάλι. Άλλες εποχές, άλλες μελωδίες», μονολόγησε. “Αντρίκο, φύγαμε” είπε στο πιστό της φίλο και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.

Φθάνοντας στο σπίτι, ένοιωθε  τη βελόνα της διάθεσης να χτυπάει μηδέν. Ανήμπορη να αντιδράσει, τριγυρνούσε σαν αερικό μέσα σε μια διάχυτη σιωπή. Κάπου - κάπου έριχνε λοξές ματιές στον Αντρίκο, που  αραχτός στη γωνιά του έτρωγε με ηδονή ένα κόκαλο.
Ο εγκέφαλος δεν θέλει πολλά. Δίνει σήμα για λιπαρά κι οδηγεί τα βήματά της μπροστά στο ψυγείο, που είναι πάντα γεμάτο με γιαούρτια για εποχές αποτοξίνωσης, και οικογενειακά παγωτά για στιγμές αδιεξόδων.
Είναι επιρρεπής, όπως της λέει η Τζίνα, στα λιπαρά. Στην ουσία είναι επιρρεπής στα παραμύθια των ανδρών. Μπαίνουν στη ζωή της σαν κατεργάρηδες και μετά τη σκορπούν σαν αστρόσκονη στο σκούρο μπλε του γαλαξία. «Βίκυ μη πετάς, να περπατάς» είναι η ατάκα  της φίλης της κάθε φορά που τη βλέπει έτοιμη ν΄ απογειωθεί. Η  Βίκυ όμως δεν την ακούει με αποτέλεσμα στο τέλος  να γκρεμοτσακίζεται μένοντας με την απορία, “αν ήταν άντρες ή αντρικά ονόματα”.
 Ξαφνικά η εφεύρεση του Μπελ σπάει τη σιωπή. Μήπως έχει παραισθήσεις;
Σέρνει τα πόδια της μέχρι το σαλόνι και με το παγωτό ανά χείρας  σηκώνει το ακουστικό. Από την άλλη άκρη ακούγεται μια αντρική  φωνή να ζητά κάποια Μίρκα. Γαμώτο! να μη με λένε Μίρκα σκέφτεται.
«Λάθος κάνατε» του λέει γλυκά και το κλείνει.
Δεν περνούν δευτερόλεπτα  και ο Μπέλ  ξαναχτυπά.
«Καλέ μου, σου είπα  πως δεν είμαι η Μίρκα»
«Και τι πειράζει; Είμαι μόνος. Θέλεις  να μιλήσουμε λίγο;» τη ρωτά εκείνος.
Η επιρρεπής των λιπαρών μη έχοντας κάτι καλλίτερο να κάνει, αράζει στον καναπέ δίνοντας  στον νυχτερινό «επισκέπτη» το πράσινο φως να της κάνει παρέα.
Αυτή όμως δεν ήταν  παρέα. Ανάκριση πρώτου βαθμού ήταν. Φαίνεται παιδιόθεν ο τύπος είχε απωθημένο να γίνει ανακριτής, αλλά δεν του έκατσε. Ήθελε σώνει και καλά μέσα σε ένα βράδυ να μάθει τα πάντα για τη ζωή της. Να του πει τις εμπειρίες της, ένεκα  μεγαλύτερη. Να αναπτύξει τις ιδέες της περί γάμου και ανθρώπινων σχέσεων ένεκα ελεύθερη. Στέγνωσε το σάλιο της να του λέει.  Όμως δεν άργησε  και κείνου η σειρά  να φάει  μια ανακρισούλα. Όχι που θα γλίτωνε από την Βίκυ.
Ο εν λόγω  λοιπόν, λεγόταν Αλκης. Παντρεμένος στο «περίπου». Παιδάκι ένα κι επιχειρηματίας. Σαφώς «αυτοδημιούργητος». Εδώ κι ένα χρόνο έχει σταματήσει τις κραιπάλες και τις γκομενοδουλιές  (όπως τη Μίρκα δηλαδή, που ξαφνικά έγινε Βίκυ) και το έχει ρίξει  στη διανοητική γυμναστική. Διαβάζει ποίηση κι αγαπά τον Καβάφη και τον Έλιοτ. Σκέτη αποκάλυψη. Τελικά το Σαββατόβραδο της έκρυβε εκπλήξεις κι η μοναξιά αποκτούσε ενδιαφέρον. Όμως τα «καλά» κρατάνε λίγο. Γιατί εντελώς στο άσχετο,  τη ρώτησε  με τι μάρκα αυτοκίνητο κυκλοφορεί.
«Δεν έχω αυτοκίνητο καρντιά μου» του είπε  χαριτωμένα ενώ προσπαθούσε να καταλάβει την ερώτηση.
Η απορία της  έφυγε  με μιας, μόλις της ανακοίνωσε  πως το δικό του αυτοκίνητο είναι Πόρσε και τι χρώμα.... Λαχανι!  Ωχ! Που να το άκουγε η Τζίνα σκέφτηκε. Ο τύπος ξέχασε και τους ποιητές και τους φιλοσόφους. Άπιαστος ο πομφόλυγας. Που πάω και πέφτω η ηλίθια σκέφτεται και φορτσάρει αμέσως για τη μεγάλη έξοδο.
«Ξέρεις  Άλκη, περιμένω κάποιο τηλεφώνημα. Χάρηκα για την κουβέντα».
«Μια στιγμή….μη κλείνεις. Γράψε το κινητό μου, κι αν θέλεις στείλε μου κανένα μήνυμα» της απαντά με αγωνία.
«Εντάξει το γράφω. Αλλά δεν σου υπόσχομαι τίποτα. Καληνύχτα»

Ξημερώνει  μια  ζεστή Κυριακή.
Η Βίκυ ξυπνά από τα καψουροτράγουδα του γείτονα κυρίου Μάκη. «Βρε λύσσα κακιά και εμείς ερωτευθήκαμε αλλά δεν κάναμε έτσι» μονολογεί  η Βίκυ, και με βαριά ακόμα τα βλέφαρα σηκώνεται. Ο μούργος που όλο το βράδυ είχε στρατοπεδεύσει στο κρεβάτι της, πετάγεται  κι αυτός σαν ελατήριο και την ακολουθεί στη κουζίνα  βολίδα .
Η Τζίνα δεν  πήρε τηλέφωνο ακόμα. Άραγε τι να κάνει, να περνάει καλά; ή… αναρωτιέται τη στιγμή που βάζει  νερό στη καφετιέρα. Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη σκέψη της κι η Τζίνα σκάει μύτη στο τηλέφωνο.
«Υπναρούλα  καλημέρα. Ακόμα κοιμόσαστε ρε; Δέκα είναι η ώρα.»
«Δέκα; Ε, και; Μήπως έχουμε τραχανά απλωμένο και δεν το ξέρουμε;»
«Καλά, μου φαίνεται πως ακόμα βρίσκεσαι στην αγκαλιά του Μορφέα. Σε κλείνω….»
«Στάσου βρε Τζίνα...» της λέει «αμέσως να κλείσεις. Πες μου πως περνάς;»
«Σκατά! Δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες» της απαντά,«τα λέμε το βράδυ».
Κλείνει το τηλέφωνο και μένει για δευτερόλεπτα να κοιτά αφηρημένα έξω από το παράθυρο της κουζίνας.
«Γύρευε τι προσπάθειες έχει κάνει η φιλενάδα μου, για να πείσει τους δικούς της πως ο έγγαμος βίος με τον Μίλτο χτύπησε φαλιμέντο» είπε  στον εαυτόν της και γύρισε και κοίταξε τον τετράποδο φίλο της.
 «Αχ! Ένα παιχνίδι σικέ ο γάμος Αντρέα. Από καταβολής κόσμου. Ένα πονηρό εφεύρημα της κοινωνίας για να εισχωρεί στη ζωή του ερωτευμένου ζευγαριού με σκοπό να το ελέγχει και να το ταμπουρώνει στους δικούς της ηθικούς κανόνες. Λες και ο έρωτας για να ζήσει έχει ανάγκη από κοινωνικό χαρτόσημο»  λέει στον πιστό της φίλο που στέκεται δίπλα στα πόδια της κουνώντας την ουρά του. «Αντρίκο, τι θέλεις να ακούσουμε σήμερα; Μπετόβεν ή Μότσαρτ;»
 Αντί για απάντηση, γέρνει προς τα αριστερά το κεφαλάκι του και τρέχει προς το ψυγείο.
« Μπα! Δεν βλέπω κέφια. Μάλλον θέλεις να την κάνεις ταράτσα. Σωστός φίλε μου. Νηστικό σκυλάκι δεν ακούει κλασική μουσική»  λέει και βάζει αμέσως στο πιάτο του φαγητό.
Με τη βαρεμάρα και το φλιτζάνι του καφέ παρέα, πηγαίνει στη βεράντα ενώ ο καψουροχείμαρρος του γείτονα εξακολουθεί  να  της τρυπά τα τύμπανα. Ανάβει τσιγάρο.
Παρ΄ όλο που το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά, μέσα της μυρίζει φθινόπωρο. Ίσως να φταίει που  η άδεια της είναι ακόμα μακριά. Ίσως πάλι που δεν έχουν αποφασίσει με τη φίλη της τον τόπο των διακοπών τους.  Έχει  κι εκείνη τόσα να σκεφτεί με το επικείμενο διαζύγιό της με τον Μίλτο. 
«Ανατροπές! Πόσες άλλες θα ζήσουμε άραγε; Θάναι γλυκές ή πικρές; Μωρέ, ό,τι και να είναι φτάνει να μας επισκέπτονται να μας δηλώνουν πως είμαστε ζωντανές. Τι να τη κάνουμε τη φλατ ζωή;» μονολόγησε.
    
    »Από τα μικράτα της η Βίκυ όταν τραβούσε γραμμές, ήταν  πάντα κυματιστές. Ίσως γιατί μεγάλωνε μέσα σε μια ταραγμένη οικογένεια. Οι γονείς της, αν και παντρευτήκανε από μεγάλο έρωτα, δεν άργησαν στη πορεία να δηλώσουν τις διαφορές τους. Κόντρες, τσακωμοί και  αντιπαραθέσεις  σχεδόν επί καθημερινής βάσης. Δεν πλήττανε καθόλου.
«Βικούλα, κλείσε τα αυτάκια σου να μην ακούς» της έλεγε η μεγαλύτερη αδελφή της και την αγκάλιαζε. Εκείνη όμως της ξέφευγε και σαν το αγριμάκι έτρεχε σε κάποια γωνιά να απομονωθεί.
Η μόνη της παρηγοριά ήταν ο ερχομός του καλοκαιριού. Περίμενε πως και πώς τη στιγμή που θα πήγαινε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού στο χωριό να ζήσει μικροχαρές. Το μάζεμα των ζαρζαβατικών από το μποστάνι με το πρωινό δροσό. Τη κρύα βυσσινάδα και το υποβρύχιο. Τη φωνή του γκιώνη και τα  κοάσματα των βατράχων. Τις βόλτες το δείλι στην ακροποταμιά μήπως φανούν τα ξωτικά. Τα λόγια της γιαγιάς: «Πρόσεχε! σαν ΄ρθούν τα αερικά μη και  μιλήσεις και σου πάρουν τη λαλιά».
Έτσι γλυκόπικρα κύλησαν τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια.
Σαν έφτασε η μέρα της ενηλικίωσής της σήκωσε τη δική της παντιέρα.  Παράτησε το Πανεπιστήμιο και συνέχισε τις μουσικές της  σπουδές  γιατί από μικρό παιδί είχε κλίση στη μουσική. Παράλληλα έπιασε δουλειά σε μια φάμπρικα για να είναι οικονομικά ανεξάρτητη.
Ο πατέρας της βλέποντας τη ξαφνική επανάσταση της, έγινε  έξαλλος. Ακόμα περισσότερο όταν έμαθε πως δεν είχε τις δικές του πολιτικές ιδέες . Κεραυνός στο κεφάλι τον χτύπησε όταν μια  μέρα είδε τη κόρη του σε  διαδήλωση. Μια και δύο έτρεξε στη μάνα της - τότε ήδη είχαν χωρίσει-.
«Εσύ φταις που έγινε η κόρη μου  παλιοκομουνίστρια.. Δεν σου έφτασε που   διέλυσες την οικογένεια, ήθελες να την κάνεις και σαν τα μούτρα σου» της φώναζε πετώντας ό,τι εύρισκε μπροστά του. Έτσι ήταν πάντα ο πατέρας της. Σε τίποτα δεν έφταιγε. Γιατί απλά σε τίποτα δεν ήταν παρών. Εξ αποστάσεως «πατέρας» δηλαδή. Αλλά από ηθικούρες και τσαμπουκάδες να φάνε και οι κότες.
Εκτός από τη φασαρία στη μητέρα της, πήγε να το παίξει τσαμπουκάς και στη Βίκυ.
   «Η κόρη η δική μου με τον όχλο;» της φώναξε.
 «Καλά βρε πατέρα πως κάνεις έτσι, δεν έχω μπλέξει με ναρκωτικά και νταβατζιλίκια, να αλλάξω τον κόσμο θέλω προς το καλλίτερο, κακό είναι;» του αντιγύρισε. Επειδή δεν είχε να της αντιπαραθέσει πιο ισχυρό επιχείρημα παίρνοντας τα βρεγμένα του αναγκαστικά συνήθισε στην ιδέα της επαναστατημένης κόρης.
Ύστερα άρχισε άλλα. «Πότε θα παντρευτείς;» τη ρωτούσε και τη ξαναρωτούσε. “Δεν παίρνεις παράδειγμα από την αδελφή σου που παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά;». Παράδειγμα από σένα πήρα ήταν έτοιμη να του πει, αλλά δεν ήθελε να τον πληγώσει.
«Δεν έχει βρεθεί ο κατάλληλος» του έλεγε για να βρει την ησυχία της.
Εκείνος όμως το βιολί του. Ώσπου μια μέρα την καλεί  να τον συνοδεύσει σε  δείπνο με κάποιο φίλο του από το εξωτερικό. Η Βίκυ αν και βαριόταν δέχτηκε για να μην τον στενοχωρήσει. Που να ήξερε όμως πως το δείπνο  εκτός από το τζατζίκι, τη χωριάτικη και τα παϊδάκια, συμπεριλάμβανε για ποικιλία και προξενιό με τον Κλεό, - Κλεομένη προς το αρχαιοπρεπές-. Μετανάστη εξ Αμερικής, γύρω στα σαρανταπέντε, με φαλακρίτσα και «γενναία» κοιλιά. Τρία φαγάδικα στην Αστόρια, τρία κάρα, και «βίλα» στας Σέρρας παρακαλώ. Τεφαρίκι γαμπρός δηλαδή.  Όλο το βράδυ τους  τριβόλιζε τα αυτιά  με το αμερικανοσερέικο αξάν του, για την όμορφη ζωή στο Αμέρικα. Αν και η Βίκυ είχε εκνευριστεί  απ΄ το  σαχλό σκηνικό,  έδωσε τόπο στην οργή κι άρχισε το  καλαμπούρι. Το τι δούλεμα  έριξε και στους δύο δεν περιγράφεται. Κι εκείνοι χαμπάρι. Έπιναν το κρασί  τους μέσα στη τρελή χαρά. Αλλά το αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν όταν ο Κλεό θέλησε να ορίσει  και την ημερομηνία του αρραβώνα τους. Ο πατέρας της  από τη συγκίνηση άρχισε το κλάμα.
«Μη με κλαις father..» του έλεγε, “θα το κάψουμε στο Αστόρια! Να με φέρεις μπρε και το ex-wife. No problem!». Έκανε και χάρες ο Κλεό. 
Ο  “father”  να πέφτει σε νέες συγκινήσεις και πάκα τα χαρτομάντιλα.
Ε, ρε γλέντια και χαρές χωρίς να ρωτούν τον ξενοδόχο. Δηλαδή τη Βίκυ που συγκρατώντας τα γέλια της γύρισε και είπε στον Κλεό: «Κλεό, υπάρχει κάποιο  προβληματάκι. Ένεκα Κομουνίστρια οι Αμερικάνοι δεν μου δίνουν βίζα». Ο Κλεό γούρλωσε τα μάτια του και παραλίγο να πνιγεί. 
«Τι με είπες μπρε; Είσαι communist bitch;» τη ρώτησε φορώντας πια το επιθετικό του υφάκι.
Πάει τα έπαιξε ο Κλεό μαζί και ο πατέρας της, που από τότε του έγινε μάθημα και δεν την ξαναπροξένεψε  ποτέ σε κανέναν.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια και η Βίκυ, ούτε τον κόσμο άλλαξε, ούτε παντρεύτηκε, κι ούτε τα ξωτικά της φανερώθηκαν ποτέ. Δόξα όμως τη Ζωή από ανατροπές άλλο τίποτα δεν έχει παράπονο.


«Καλημέρα κυρία Βίκυ μας» της φωνάζει από το απέναντι μπαλκόνι ο γείτονας που λίγη ώρα πριν την είχε ξυπνήσει με τα ντεσιμπέλ του. «Τι  κάνετε;».
Ο κύριος Μάκης, με μια χρυσή καδένα να κολυμπά στο δασύ του στήθος,  μήνες τώρα προσπαθεί να πιει ένα καφέ μαζί της, αλλά η Βίκυ αρνείται ευγενικά.
 «Εεεεε!…γειτόνισσα. Αυτό στο αφιερώνω» ακούει αυτή τη φορά την αγριοφωνάρα του και πετάγεται. Καθώς τον βλέπει ως ταμτάκος να έχει το  κασετόφωνο στον ώμο και να συνοδεύει τον καψουροτραγουδιστή στο άσμα ξεσπά σε γέλια.
 «Σ΄ ευχαριστώ» του λέει προσπαθώντας να πάρει σοβαρό ύφος, «αλλά λίγο πιο σιγά μήπως;»
«Αχ, κυρία Βίκυ μας…Ο νταλκάς θέλει τα ντεσιμπέλια του»
«Βρε τον αθεόφοβο δεν παίζεται» μονολογεί.
«Η μουσική δεν ακούγεται δυνατά»του λέει και  μπαίνει μέσα όχι μόνο γιατί δεν άντεχε  την ηχορύπανση, αλλά επειδή έπρεπε  να δουλέψει και λίγο.

Το βράδυ όταν η Τζίνα γύρισε στο σπίτι τη βρήκε να κάθεται στη βεράντα πίνοντας ένα ουίσκι.
«Τι κάνετε εδώ;» τη ρωτά, ενώ ο Αντρίκος ορμάει χαρούμενος πάνω της.
«Τα τσούζουμε κοιτάζοντας το μέλλον με αισιοδοξία» της απαντά, και βάζοντας τα πόδια της πάνω στο τραπεζάκι συνεχίζει. «Για λέγε; Επικοδομητικό το γουικεντ;»
Η Τζίνα αφήνοντας το σακβουαγιάζ κατάχαμα, αποκαμωμένη κάθεται δίπλα της και πίνει μια γουλιά απ΄ το ποτήρι της.
«Κατάλαβα. Οι δικοί σου ακόμα να πάρουν απόφαση τη κόκκινη κάρτα που έβγαλες στον  Μίλτο. Η κυρία Ματίνα πως το πήρε;»
«Το πήρε μαζί με το χάπι της πίεσης» της λέει, και συνεχίζει γελώντας. «Αλλά στη συνέχεια μου δήλωσε με έμφαση  “Tέλος! δεν ξανάρχομαι σε άλλο γάμο”».
«Δεν τους εξήγησες;» τη ρωτά η Βίκυ.
«Τι να  εξηγώ γαμώτο; Πως η αιτία του διαζυγίου μας ήταν που ο Μίλτος δεν ήξερε τον Κοντορεβιθούλη;» της λέει η Τζίνα και το βλέμμα της  σκοτεινιάζει.
Η Βίκυ βλέποντας τη φίλη της στα κάτω της την αγκαλιάζει, και για να πετάξει αλλού η σκέψη της αλλάζει κουβέντα.
«Έχω έκτακτη είδηση» της λέει με ύφος σοβαρό.
 «Ωπα. Καλή;» τη ρωτά η Τζίνα  στρίβοντας τσιγάρο.
«Μμμμ!. Άλκης. Ένσκλαβος με τέκνο» της αποκρίνεται και της δείχνει το χαρτάκι με το τηλέφωνο του. «Όλο το απόγευμα το τυραννούσα στα χέρια μου. Μέχρι και μαργαρίτα μάδησα αν θα του στείλω μήνυμα ή όχι.»
«Το έστειλες τελικά;» τη ρωτά η Τζίνα
«Όχι. Άσε βρε φιλενάδα δεν είναι να μπλέκω σε τέτοιες καταστάσεις. Θυμάσαι τον Παύλο;»

»Δημοσιογράφος ο Παύλος στο περιοδικό. Παντρεμένος στο «περίπου» και αυτός.  Έτσι λένε οι περισσότεροι για  να δώσουν άλλοθι στους εαυτούς τους για τη τσιλιμπουρδιά τους. Πολιορκούσε μήνες σαν  άγριο θηρίο το θήραμά του.
Σχεδόν κάθε πρωί εύρισκε πάνω στο γραφείο της ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με ερωτικά ραβασάκια. Αχ! Τι κάνουν όλοι τους μέχρι να φτάσουν στο επιθυμητό τους αποτέλεσμα. Είσαι η θεά τους, η μούσα τους, η έμπνευσή τους. Μετά γίνεσαι ο «αόρατος άνθρωπος».
 Κάποιο βράδυ που είχαν βγει παρέα και με άλλους συναδέλφους να τα πιούνε, βρήκε την ευκαιρία να της εξομολογηθεί τον έρωτά του.
«Δεν μου αρέσει να παίζω με τα συναισθήματα των γυναικών και μάλιστα τα δικά σου» της είπε, «όμως, χωρίς να θέλω να σε πιέσω,  σου εξομολογούμαι πως είναι η πρώτη φορά που νοιώθω έτσι».
Την επομένη μέρα, βρίσκει πάνω στο γραφείο της, ένα μπουκέτο από κόκκινα τριαντάφυλλα με μια καρτούλα που της ζητούσε μια συνάντηση.
Οι  αντιστάσεις της άρχισαν να πέφτουν. Άλλωστε ήταν συναισθηματικά μετέωρη μετά από τον χωρισμό της με τον Θάνο. Το ραντεβού τους ήταν  κάπου στη Θησέως.
Που πας μωρέ χαμένο; σκέφτηκε βγαίνοντας από το ταξί και της ήρθε να το βάλει στα πόδια. Καθώς έπιασε τον εαυτόν της να κάνει σαν μιξοπάρθενη ταμένη στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας, αντιγύρισε τη σκέψη της. Vivere pericolozamente μονολόγησε την ατάκα της Τζίνας, και με βήμα  σταθερό προχώρησε στο τόπο του ραντεβού τους.
Ο Παύλος τη περίμενε μέσα στο αυτοκίνητό του.
«Ήρθες! Είχα μια αγωνία. Φαντάστηκα πως θα έκανες πίσω» της λέει και της ανοίγει τη πόρτα.
Σε λίγα λεπτά πιάσανε παραλιακή. Η Βίκυ μαζεμένη τη θέση του συνοδηγού δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Βικούλα ας πρόσεχες Τέτοια παθαίνουν όσες  γράφουν στο μέτωπό τους με μεγάλα γράμματα “απελπιστικά ευάλωτη”. Τώρα είναι αργά να κάνεις πίσω.
«Πηγαίνω κάπου ήσυχα.  Καταλαβαίνεις τον λόγο» της λέει χωρίς  να γυρίσει να τη κοιτάξει.
Πόσο διαφορετικός και φοβισμένος ήταν εκείνη τη στιγμή.
Για χαζή την περνάς βρε Παύλο; Φυσικά κι ήταν παράτολμο για παντρεμένο άνθρωπο, να τον δουν  μεσημεριάτικα με γυναίκα  στο αυτοκίνητο.
Κλείνει το κινητό του γιατί η  σύζυγος ήξερε πως βρισκόταν σε συμβούλιο.
Όπως είχε πει στη Βίκυ  δεν ήταν πολλά χρόνια παντρεμένος. Ο έρωτάς με τη Σόφη ήταν  κεραυνοβόλος, όμως  δεν άργησε να έρθει η ρουτίνα.
 «Η καθημερινότητα και ο  γάμος, παιδί μου, σκοτώνουν τον έρωτα» της είχε πει. Τα συνηθισμένα δηλαδή κλισέ που λένε όλοι τους. Να τον σκότωνε μόνο θα ήταν λίγο. Έρχεται μια «ωραία πρωία» που ξυπνάς νοιώθοντας μια φαγούρα στο κουτελάκι σου.
Μπα! δεν είναι τίποτα, λες, αλλάζω δέρμα παραμυθιάζοντας έτσι τον εαυτόν σου, γιατί απλά φοβάσαι να παραδεχτείς  αυτό που συμβαίνει.
Βέβαια, το απόμερο μέρος ήταν ένα μικρό και συμπαθητικό ξενοδοχείο.  
Όταν βρεθήκανε μόνοι στο δωμάτιο, ήθελε να φανεί πιο άνετος από κείνη. Παράγγειλε αναψυκτικά και κάθισε δίπλα της. Αφού ήπιανε μια γουλιά για να δροσίσουνε την αμηχανία τους, με κινήσεις απαλές  το σώμα του  και η  κραυγή της χαθήκανε ψάχνοντας σε  διαφορετικούς δρόμους το νόημα του έρωτα.
Από την επόμενη μέρα ο Παύλος, «ως είθισται», «έκοψε ρόδα μυρωμένα».
 Περνούσε έξω από το γραφείο της πετώντας μια καλημέρα με το ζόρι. Φτερά κάνανε τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Μάλιστα. Ο Παύλος ο ερωτευμένος. Που αψηφούσε τον κίνδυνο για να ζήσει μαζί της τον ολοκληρωμένο έρωτα, όποιο και αν ήταν το κόστος όπως της έγραφε στα ραβασάκια του.
Αλήθεια τι φοβόταν; Μήπως τον αποπλανήσει; Μήπως  γίνει μια κατίνα και πει την ιστορία τους χαλώντας έτσι την έξωθεν καλή μαρτυρία του; Αχ, πόσο μακριά ήταν νυχτωμένος. Εκείνο όμως που δεν πρόκειται να ξεχάσει η Βίκυ, ήταν η  μέρα που ήρθε στο περιοδικό και ανακοίνωσε πως η γυναίκα του  περιμένει το πρώτο τους παιδί . Ήταν ενθουσιασμένος  που ήξερε πως το είδος του θα διαιωνιστεί ελπίζοντας με καθαρόαιμο αρσενικό.
Η Βίκυ όταν το άκουσε ξέσπασε σε νευρικό γέλιο, απορώντας συνάμα πως ένας γάμος πεθαμένος, όπως της είχε πει, γεννάει και μάλιστα αρσενικούλια!
«Ρε, μη τα ψάχνεις τόσο πολύ.  Δεν πέρασες καλά; Τι περίμενες παραπάνω βρε ούφο  από ένα παντρεμένο», της είχε πει η Τζίνα.
«Σίγουρα δεν περίμενα. Αλλά μου τη βαράει  που ξέρω πως εκσπερμάτωσε πάνω μου για να επιβεβαιωθεί. Επιτέλους μου τη δίνει  που τα περισσότερα αρσενικά ένσκλαβα ή μη, λιτανεύουν τα καλογυαλισμένα τους πέη επιστρατεύοντας συναισθηματική πανουργία. Ουαί και αλίμονο φιλενάδα αν αφεθείς. Την έβαψες όπως λες και συ»
«Και τώρα που την έβαψες, για πες μου ήταν τουλάχιστον καλή η μπογιά» είπε η Τζίνα και γέλασε.
  Ο Παύλος χώρισε λίγους μήνες μετά από τη γέννηση του «διαδόχου» μαθαίνοντας πως ο «ευτυχής πατήρ» δεν ήταν αυτός αλλά, ο «καλύτερος του  φίλος».
Μετά το ναυάγιο αναζήτησε λιμάνι στην αγκαλιά της Βίκυς. Εκείνη όμως τον έστειλε πίσω από εκεί που ήρθε.

 «Ρε χέσε μας με τον Παύλο, και  λέγε τι σόι πράμα είναι ο Άλκης; Έφερα ήδη το φτιάρι»
«Τι να είναι μωρέ; Πομφόλυξ είναι» απαντά η Βίκυ
Στο άκουσμα της λέξης «πομφόλυξ» η Τζίνα πεθαίνει στα γέλια.
«Ενας πομφόλυξ αρχιγκόμενος με κουλτουριάρικο περιτύλιγμα» συμπληρώνει  η Βίκυ κι ορμάει με λύσσα στα φουντούκια.
«Άσε τα φουντούκια παλιοφουντουκοχάφτισσα» της λέει η Τζίνα και της πετάει ένα.
Ήταν να μη γίνει η αρχή. Κηρύχθηκε «φουντουκοπόλεμος» με αντιπάλους δύο βαρεμένες  και ένα τετράποδο.