Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Τα Γρεκάνικα ή Γρεκάνικη διάλεκτος


I glossama en ecchi na petheni. [H γλώσσα μου δεν αξίζει να πεθάνει.]
O pappumma viata mu leghi [Ο παππούς μου πάντα μου λέγει ]
ti sta keru dicatu [ότι στους καιρούς τούς δικούς του]
ti glossa ti eplatega [η γλώσσα που μιλούσαν]
ito viata to grecu. [ήτο πάντα ελληνική.]


 
 

 
Τα Γρεκάνικα (Κατωιταλική ή Γρεκάνικη διάλεκτος) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής που περιλαμβάνει Ιταλικά στοιχεία και ομιλείται στη Μεγάλη Ελλάδα της Νότιας Ιταλίας. Είναι κυρίως γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος, ενώ οι ομιλητές της την ονομάζουν Γκρίκο (Grico) ή Κατωιταλική. Η Κατωιταλική είναι σε κάποιον βαθμό κατανοητή από τους ομιλητές της Ελληνικής γλώσσας, όπως είναι και φυσικό αφού οι ρίζες των δυο γλωσσών είναι οι ίδιες.
Υπάρχουν δύο βασικές θεωρίες σχετικά με την προέλευση της διαλέκτου, σύμφωνα με την πρώτη τα γρεκάνικα προέρχονταιι από τη γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα.Η δεύτερη θεωρία λέει πως οι ρίζες της διαλέκτου ανάγονται πολύ παλαιότερα, στον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας τον 8ο αιώνα π.Χ.. Στην ορθότητα της δεύτερης θεωρίας συνηγορεί ο μεγάλος αριθμός δωρισμών της Κατωιταλικής.




Τη διάλεκτο μιλούν οι κάτοικοι στις Γραικάνικες κοινότητες στη νότια άκρη της Καλαβρίας και στην περιοχή Σαλέντο της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε. Στο Σαλέντο βρίσκονται εννέα μικρές πόλεις (Καλημέρα, Μαρτάνο, Καστρινιάνο ντε Γκρέτσι, Κοριλιάνο ντ' Οτράντο, Μαλπινιάνο, Σολέτο, Στερνάτια, Ζολίνο, Μαρτινιάνο), με τον συνολικό αριθμό του γρεκάνικου πληθησμού να φτάνει τις 40.000. Επίσης, στην Καλάβρία βρίσκονται εννέα χωριά στην περιοχή Μπόβα, αλλά ο γρεκάνικος πληθυσμός εκεί είναι σημαντικά μικρότερος.
Η Ιταλική βουλή έχει αναγνωρίσει τη Γραικάνικη κοινότητα του Σαλέντο ως «εθνική και γλωσσική μειονότητα», με την ονομασία Minoranze linguistiche Griche dell'Etnia Griko-Salentina (Γλωσσική μειονότητα της Γκρικο-Σαλεντίνικης εθνότητας).
Υπάρχει σημαντική προφορική παράδοση, ενώ ορισμένα τραγούδια και ποιήματα στην Κατωιταλική είναι δημοφιλή στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Επίσης, αξιόλογοι Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Μαρία Φαραντούρη έχουν εκτελέσει κομμάτια στα Γρεκάνικα. Αντίθετα η διάλεκτος αυτή δεν έχει να δείξει πολλά σημαντικά πράγματα στον γραπτό λόγο.
Όσο αφορά στα γλωσσικά χαρακτηριστικά της διαλέκτου, ο δωρικός χαρακτήρας των ελληνικών αποικιών τής Καλαβρίας και της Απουλίας, καθώς και η μικρή επαφή με τον υπόλοιπο ελληνόφωνο χώρο, έχουν συμβάλει στη διατήρηση αρχαϊσμών, ενώ η συνάντηση με την Ιταλική και με τις τοπικές διαλέκτους, έχει ασκήσει βαθιά επίδραση στο λεξιλόγιο των (λίγων πλέον) φυσικών ομιλητών της.
Σύμφωνα με έρευνες για τα ελληνικά που μιλιούνται στην Απουλία και την Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας. Από την έρευνα προκύπτει ότι περί τις 10 με 12 χιλιάδες άτομα μιλούν Ελληνικά στα ελληνόφωνα χωριά των δύο αυτών περιοχών. Πρόκειται για τις διαλέκτους "γκρίκο" ή "γκρεκάνικο", ένα κράμα ελληνικών και ιταλικών. Μολονότι η χρήση της ελληνικής αυτής διαλέκτου δεν έχει αναγνωριστεί νόμιμα από το επίσημο κράτος, και μόνο ευκαιριακά η οδική σηματοδότηση είναι δίγλωσση, στην Καλαβρία το τοπικό σύνταγμα ρυθμίζει νόμιμα τη χρήση της γλώσσας από την ελληνόφωνη μειονότητα.
Στην Απουλία, τα Ελληνικά δεν χρησιμοποιούνται στα νηπιαγωγεία, παρά το γεγονός ότι οι τοπικοί κανονισμοί επιτρέπουν στους γονείς να ζητούν και σ' αυτά τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Στα δημοτικά σχολεία, η κατάσταση διαφέρει από κοινότητα σε κοινότητα. Σε δύο πόλεις τα Ελληνικά διδάσκονται από το 1978, επισήμως σε πειραματική βάση για 15 ώρες τη βδομάδα, από την πρώτη τάξη και για όλο τον κύκλο του δημοτικού σχολείου. Στην Καλαβρία, τα Ελληνικά χρησιμοποιούνται σποραδικά στα νηπιαγωγεία, συνήθως με πρωτοβουλία των γονιών των παιδιών. Στη δημοτική εκπαίδευση, διδάσκονται τρεις ώρες τη βδομάδα. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ευκαιριακά διδάσκονται σαν ξεχωριστή ύλη. Οργανώνονται επίσης μαθήματα ελληνικής γλώσσας για τους κατοίκους των ελληνόφωνων χωριών που θέλουν να μάθουν τα ελληνικά. Μερικοί τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί μεταδίδουν κάπου-κάπου εκπομπές στη διάλεκτο "γκρίκο" ή "γκρεκάνικο", αλλά όχι και οι τοπικοί τηλεοπτικοί σταθμοί. Στην Καλαβρία εκδίδονται δύο εφημερίδες στα Ελληνικά με τη χρηματική βοήθεια της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στην Απουλία διάφορες ιταλικές εφημερίδες δημοσιεύουν ευκαιριακά και άρθρα στην ελληνική γλώσσα. Διαδομένη είναι η ελληνική μουσική, ενώ διάφορα ερασιτεχνικά θεατρικά συγκροτήματα δίνουν παραστάσεις στα ελληνικά. Ωστόσο, η γλώσσα των αριθμών είναι σκληρή και γεννά ανησυχίες για το μέλλον των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας. Ο πληθυσμός στα ελληνόφωνα χωριά μειώνεται συνεχώς, αφού οι νέοι στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια μετακινούνται προς τον πλούσιο Βορρά. Οι προσπάθειες οι οποίες γίνονται επικεντρώνονται στην αναγκαιότητα της διατήρησης του ελληνικού ιδιώματος της Καλαβρίας. Τα ελληνικά της Καλαβρίας, που είναι μετεξέλιξη της αρχαίας δωρικής, διατηρήθηκαν για αιώνες και δεν πρέπει να χαθούν. Επειδή, όμως, δεν είναι γραπτή γλώσσα, κινδυνεύουν.

Η ομοιότητα των γρεκάνικων με τα ελληνικά φαίνεται στο εξής παραδείγμα:
Tis alatrei me aleae e kkanni poddi ssitar
Όποιες με γελάδες οργώνει, πολύ καρπό δεν κάνει
I glossa en exi steata ce steata iklanni
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει

Τα γρεκάνικα αν δεν τα στηρίξουν η Ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός δεν θα ζησουν για πολύ ακόμα. Οι δύσκολες στιγμές που περνάνε ξεχασμένοι από όλους εμάς αποτυπώνονται στις μαρτυρίες των ομιλιτών της γλώσσας:

H Κατερίνα Μυλωνά εκπρόσωπος των κατοίκων λέει: «Η γλώσσα και η κουλτούρα μας έχουν τη ρίζα στην Ελλάδα. Βοηθήστε μας να σώσουμε τα γκρεκάνικα, ένα πολύτιμο θησαυρό που δημιουργήθηκε πριν 2.700 χρόνια, τη γλώσσα των προγόνων μας. Προσπαθούν να τα διασώσουν και να τα μεταδώσουν 13 πολιτιστικοί σύλλογοι από τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας στην Κάτω Ιταλία
Για την ενίσχυση της προσπάθειάς τους ζητούν τη συμβολή της ελληνικής και ιταλικής κυβέρνησης αλλά και τη συνεργασία Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων συλλόγων από την Ελλάδα και την Ιταλία.
Εξάλλου, πρόκειται για μια γλώσσα που έχει κρατήσει εδώ και 2.700 χρόνια και θα ήταν μεγάλη απώλεια για όλο τον κόσμο αν χανόταν. «Παλεύουμε από το 1968 για αυτό το σκοπό, πρώτα από όλα μέσα από την οικογένεια και τα σχολεία ενώ θεωρούμε πως πρέπει να γίνει μια ολόκληρη μελέτη πάνω στη γλώσσα. Είναι κρίμα να χαθεί αυτός ο θησαυρός», αναφέρει. Μέχρι σήμερα, εκτός από τις επαφές και τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούν, έχουν εκδώσει λεξικά, γραμματική και συντακτικό των γκρεκάνικων, εκδόσεις που αποτελούν πολύτιμο εργαλείο και για τους πανεπιστημιακούς.
«Σήμερα η γλώσσα είναι προφορική, τώρα, όμως, υπάρχουν βιβλία οπότε μπορεί να μελετηθεί σε σχολεία και Πανεπιστήμια», τονίζει ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Apodiafazzi, κ. Carmello G. Nucera.

Με το πέρασμα των χρόνων, οι άνθρωποι ξέχασαν να χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο και έγραφαν με λατινικούς χαρακτήρες.
Η νέα προσπάθεια αναβίωσης της γλώσσας ξεκίνησε το 1950 και έγινε με λατινικούς χαρακτήρες γιατί οι ελληνικοί ήταν εντελώς ξένοι για τους Γκρεκάνους. Παράλληλα, υπάρχουν κοινωνικοί λόγοι για τους οποίους η γλώσσα φτωχαίνει και απομονώνεται καθώς οι πλούσιοι άρχισαν να τη θεωρούν ταμπού και να μην την εξελίσσουν. Μένει, λοιπόν, στις κατώτερες τάξεις, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους και παύει η γλωσσική εξέλιξη, παγώνει και αρχίζει να φτωχαίνει και παραμένει ως σήμερα με αυτή τη μορφή. Όμως, το γεγονός ότι η περιοχή της Καλαβρίας ήταν απομονωμένη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της γλώσσας. Τώρα, όμως, η απομόνωση αυτή δε βοηθάει την προσπάθεια των συλλόγων για τη διάδοσή της.
Σήμερα είναι χαρακτηριστικό ότι οι κάτοικοι της περιοχής όταν μιλάνε με άλλους μιλάνε στα ιταλοκαλαβρέζικα, το ιδίωμα της περιοχής, μεταξύ τους μιλάνε στα γκρεκάνικα ενώ οι ταμπέλες τους είναι σε τρεις γλώσσες, τα ιταλικά, ελληνικά και γκρεκάνικα. Οι παραπάνω σύλλογοι και αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που παλεύουν για να σωθεί η γλώσσα των προγόνων τους ζητούν τη στήριξη της ελληνικής και της ιταλικής κυβέρνησης προκειμένου να γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια που θα έχει αποτέλεσμα. Σε αυτή την κατεύθυνση, προτείνουν μια σειρά από δράσεις που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν. Κατ αρχάς, καθοριστική θα ήταν η συμβολή των Πανεπιστημίων, όπως της Κρήτης, που θα μπορούσαν να προωθήσουν την προσπάθεια αυτή μέσα από προγράμματα ανταλλαγών ή κάποια μεταπτυχιακά σχετικά με τα γκρεκάνικα. «Ένα εργαλείο κλειδί για αυτή την προσπάθεια θα ήταν η μετάφραση στα ιταλικά ενός μνημειώδους έργο του γλωσσολόγου, Αναστάσιου Καραναστάση, που υπάρχει έχει εκδοθεί από την ακαδημία Αθηνών», εξηγεί ο κ. Carmello G. Nucera.
«Είναι ζήτημα πολιτισμού να μην πεθάνει μια γλώσσα που και σήμερα είναι ζωντανή μετά από 2.700 χρόνια», τονίζει. Αναφέρει, επίσης, πως είναι σημαντικό να δημιουργηθεί κάτι σταθερό καθώς «τα λόγια φεύγουν με τον άνεμο». Για αυτό πρέπει να υπάρχει μια συνεργασία μεταξύ Ν. Ιταλίας και Ελλάδας σε επίπεδο και εμπορικό, να δημιουργηθούν ναυτικοί δίαυλοι επικοινωνίας.
«Είμαστε Έλληνες στον πολιτισμό. Η ιστορία μας δεν ξεκίνησε χθες αλλά πριν 2.700 χρόνια. Στην ψυχή και την καρδιά νιώθουμε Έλληνες αλλά στην πράξη είμαστε Ιταλοί. Είμαστε όμως Έλληνες στον πολιτισμό και την κουλτούρα», συμφωνούν όλοι. Εξάλλου, το τελευταίο γραπτό, όπου οι κάτοικοι της Καλαβρίας δήλωναν ότι ήταν Έλληνες ήταν επίσημο έγγραφο του Κράτους από το 1921.
«Ο λαός της Ελλάδας δεν είχε ποτέ σύνορα αλλά πάντα ήταν λαός του κόσμου», αναφέρουν.
Τέλος, τονίζουν πως «ελπίζουμε με την παρουσία μας εδώ να έχουμε αφήσει κάποιους σπόρους ώστε αυτές οι σχέσεις να ανθίσουν» και προτείνουν να γίνουν αδελφοποιήσεις μεταξύ δήμων ή πολιτιστικών συλλόγων ώστε να υπάρξει συνέχεια σε αυτή την προσπάθεια επικοινωνίας της Ν. Ιταλίας με την Ελλάδα.

Ενα τραγούδι της Mimma Nucera, στη γλώσσα των Ελλήνων της Καλαβρίας

I glossama en ecchi na petheni. [H γλώσσα μου δεν αξίζει να πεθάνει.]
O pappumma viata mu leghi [Ο παππούς μου πάντα μου λέγει ]
ti sta keru dicatu [ότι στους καιρούς τούς δικούς του]
ti glossa ti eplatega [η γλώσσα που μιλούσαν]
ito viata to grecu. [ήτο πάντα ελληνική.]
Ce arte, lego ego: [και άρτι (αμέσως), λέγω εγώ:]
iati' i guvernaturi [γιατί οι κυβερνώντες]
thelusi na chathi [θέλουσι να χαθεί]
i glossa tu grecani? [η γλώσσα του Ελληνα;]
Ecini fenonde manacho' ste votazioni [Εκείνοι, φαίνονται (=αρχ. παρουσιάζονται) μονάχοι στις εκλογές]
ce ulli crazzondo fili ce cumparidi, [και όλοι κράζωνται φίλοι και γνωστοί (κουμπάροι<κόμβος= δεσμός/δέσιμο)]
podo' ti tteglionni to bdomadi [κι όταν τελειώνει η εβδομάδα]
en agronizzu pleo canena. [δεν γνωρίζουν πλέον κανέναν.]
Afudatema esi cali' christianima [Βοηθείστε μας (οφελήστε μας),εσείς καλοί μου χριστιανοί]
pu iste ode delemmeni [που είστε όλοι δουλεμμένοι (εξαπατημένοι/εκμεταλλευμένοι) ]
na some stili stin addi ghenia [να παραδώσουμε στύλη (πινάκιο γραφής) στην άλλη γενιά]
ti glossama ce ta pramata to pappumma. [τη γλώσσα μας και τα πράγματα του παππού μας.]
Mimma Nucera

Πηγή:magnagrecia.wikispaces.com

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Τσακωνική διάλεκτος

1. Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία κατανομής της διαλέκτου

Η τσακωνική μιλιέται στην Τσακωνιά, περιοχή της επαρχίας Κυνουρίας στον νομό Αρκαδίας της Πελοποννήσου, η οποία εκτείνεται από το ακρωτήριο Λεωνίδιο στον νότο ως τον Άγιο Ανδρέα στον βορρά. Η ιδιαίτερη αυτή γεωγραφική ποικιλία της ελληνικής απαντά κυρίως σε εννέα χωριά της παραπάνω περιοχής: Λεωνίδιο, Πραματευτή, Μέλανα, Σαπουνακέικα, Τυρός (στον νότο) και Πραστός, Καστάνιτσα, Σίταινα, Άγιος Ανδρέας (στον βορρά). Διακρίνεται, λοιπόν, σε βόρεια τσακωνική και σε νότια, η οποία έχει και τους περισσότερους ομιλητές, συνιστώντας το κατεξοχήν τσακωνικό ιδίωμα, την «πρωτοτυπική», ας πούμε, αντίληψη του όρου τσακωνική (βλ. και Χαραλαμπόπουλο 1980, 3). Αναγνωρίζεται, ωστόσο, και μια τρίτη κατηγορία, παραλλαγή της τσακωνικής διαλέκτου, τα λεγόμενα τσακώνικα της Προποντίδας. Αυτά χρησιμοποιούνταν ως τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής στα χωριά Βάτκα και Χαβουτσί, στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας. Όταν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες από τις περιοχές αυτές, εγκαταστάθηκαν στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και στο Χιονάτο του νομού Καστοριάς (βλ. και Κωστάκη 1951).

Χάρτης Τσακωνιάς
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1986. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. 1ος τόμ. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Η τσακωνική αποτελεί μία από τις πιο ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις νεοελληνικής διαλέκτου, καθώς εμφανίζει τόσο εντυπωσιακές διαφορές από την κοινή νεοελληνική και από τις υπόλοιπες διαλέκτους, ώστε ηχεί για αρκετούς μη φυσικούς ομιλητές της ως ένα είδος σχεδόν «εξωτικής» γλώσσας (βλ. και Τζιτζιλή 2000,15), μη κατανοητής σε μεγάλο βαθμό. Λόγω αυτών ακριβώς των μεγάλων «αποκλίσεων» από την κοινή νεοελληνική θεωρείται και ως κατεξοχήν διάλεκτος της ελληνικής (μαζί με την ποντιακή και τις καππαδοκικές) και όχι ιδίωμα, βλ. Κοντοσόπουλο 2000, 3). Χαρακτηρίζεται, επίσης, ως αρχαιοπρεπής: κάτι που έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα, αφού η τσακωνική -σε αντίθεση με τις άλλες διαλέκτους- δεν προέρχεται από την ελληνιστική κοινή, αλλά θεωρείται ότι κατάγεται απευθείας από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας. Εξωγλωσσικοί παράγοντες, με κύριο αυτόν της απομόνωσης της Τσακωνιάς για αιώνες, εξαιτίας βέβαια της μορφολογίας του εδάφους της, κράτησαν την τοπική γλώσσα της κλειστής αυτής κοινωνίας σχεδόν απαράλλαχτη και υπό τις επιρροές της λακωνικής. Μόνο από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και σταδιακά, η εξέλιξη των συγκοινωνιών κυρίως -και γενικότερα της τεχνολογίας- κατέστησαν την περιοχή προσβάσιμη (συνδέοντας και μεταξύ τους τα χωριά της Τσακωνιάς), με συνέπειες σε μια σειρά από τομείς, ανάμεσά τους, βέβαια, και στη γλώσσα (βλ.παρακάτω, σύγχρονη κοινωνιογλωσσολογικιή κατάσταση).

2. Κύρια χαρακτηριστικά της διαλέκτου

2.1. Φωνητική-φωνολογία

α. Φωνήεντα: Απόθεμα και φωνηεντικές τροπές

Η τσακωνική έχει τα ίδια φωνήεντα με την κοινή νεοελληνική [a e i o u]. Ωστόσο, παρατηρούνται στην πρώτη φωνητικά φαινόμενα που τη διαφοροποιούν σαφώς από τη δεύτερη -τα οποία σε σημαντικό βαθμό κατάγονται από την αρχαία δωρική. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε τα παρακάτω:
  • Διατηρείται το αρχαίο δωρικό [a] , το οποίο μάλιστα επεκτείνεται και σε νεότερες λέξεις: α μάτη (< μάτηρ 'η μητέρα'), ταν τζουρακά ('την Κυριακή')
  • Στένωση του ε [e] σε [i] πριν από τα οπίσθια φωνήεντα α, ο, ου [a o u] (φαινόμενο μάλλον φωνητικό, καθώς η στένωση δεν ισχύει μόνο σε καταλήξεις θηλυκών ουσιαστικών, π.χ. συκ-ία < συκ-έα, αλλά και σε άλλα ουσιαστικά, π.χ. το κρία < το κρέας -βλ. Μηνά 2004, 536-7).
  • Διατηρείται η αρχαία προφορά του υ ως [u ] <ου> (π.χ. γουναίκα ' γυναίκα'), ή η μεταγενέστερη προφορά του υ ως ημιφώνου (ιού) [i̯u ] μετά από πίσω σύμφωνα, π.χ. λιούκο 'λύκος', νιούτα 'νύχτα'). Η προφορά του υ ως [u] εμφανίζεται μετά από χειλικά ή ουρανικά, ενώ έχει τεθεί ως υπόθεση ότι η μεταγενέστερη προφορά [i̯u] εμφανίζεται συνήθως μετά από τα υπερωικά [k ɣ x], το λ [l], το ν [n], το σ [s], δηλαδή μετά από σύμφωνα που μπορούν να ουρανωθούν (Μηνάς 2004, 535).
  • Στένωση του ω > ου [AE ɔː] > [u] μέσα στη λέξη π.χ. γρούσσα < γλώσσα, ούρα < ώρα.
  • Αναπτύξεις φωνηέντων: π.χ. ο ναύτης > ο αναύτα, όπου το α είναι προθετικό, ή αναπτύξεις συνοδιτών φθόγγων:[a] (π.χ. χαλβάς > χαλαβά), [i] (π.χ. καπινέ<καπνός), [o] (π.χ. κωλοτσία < κλοτσιά) και [u] (π.χ. αβουγό < αβγό).
  • Αποβολές φωνηέντων σε αρχική θέση, π.χ. μυγδαλία < αμυγδαλέα, ή μέσα στη λέξη -π.χ. έρημος > έρμο.

β. Σύμφωνα: Απόθεμα και συμφωνικές τροπές

Ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην τσακωνική και στις άλλες ποικιλίες της νεοελληνικής εντοπίζονται στα σύμφωνα.
  • Εμφανίζονται σύμφωνα που δεν υπάρχουν στην ΚΝΕ, όπως οι δασείς κλειστοί φθόγγοι κ', π', τσ', ένα σ πιο λεπτό στο συμφωνικό σύμπλεγμα τσ και δασέα συριστικά. Παρατηρείται, επίσης, ένα παχύ ηχηρό ζ̌̌ [ǯ] (από τροπή του ρ), π.χ. ζ̌̌άτσι 'ρυάκι'.
  • Τα λ και ν προφέρονται ως ουρανικά, όταν ακολουθεί ι που προέρχεται από παλαιότερο ε ή αι, π.χ. αμυγδαλέα > μυγδαλία, ελαία> ελία.
  • Το γ τρέπεται σε ζ (π.χ. εζού < εγώ, μούζα < μύγα).
  • Τσιτακισμός: Το κ [k] τρέπεται σε τσ̌ [t∫] μπροστά από ε και ι, π.χ., τσ̌ερέ < καιρός, τσ̌ίπο < κήπος
  • Ρωτακισμός, δηλαδή τροπή σ > ρ σε τελική θέση, π.χ. π'ούρ έσι 'πώς είσαι', τσούνερ έσι 'τίνος είσαι'∙ επίσης τροπή θ > σ, π.χ. σουλάτσι < θυλάκιον , σουζίδα < θυρίδα >, σάτη < θυγάτηρ >). Τα φαινόμενα αυτά συνιστούν δωρισμούς.
  • Οι τύποι των άρθρων που αρχίζουν με τ το τρέπουν σε d (ηχηροποίηση) από επιρροή ονοματικών και ρηματικών τύπων που τελειώνουν σε και προηγούνται του άρθρου (π.χ. doυν: των).
  • Αποβολέςσυμφώνων: π.χ. μεταξύ άλλων, με εξαίρεση την Καστάνιτσα και τη Σίταινα, το λ αποβάλλεται σε μεσοφωνηεντική θέση, πριν από οπίσθιο φωνήεν (α, ο, ου -π.χ. αι < λάδι, θέου < θέλω), ενώ κάποτε πριν από τα οπίσθια φωνήεντα εξελίσσεται σε ο και πιο συχνά σε ου (αβοάκι < αυλάκι, άβουα < άλλα).
  • Αφομοίωση του σ με το σύμφωνο που ακολουθεί (π.χ. ακκόρ < ασκός), φαινόμενο που έχει υποστηριχθεί ότι είναι δωρικής καταγωγής (Μηνάς, 2004: 545).
  • Επίσης και άλλα φαινόμενα, όπως αντιμεταθέσεις, επενθέσεις κ.λπ..
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις μορφολογικές διαφορές, καθώς και με κάποιες επιρροές από την αρχαία ελληνική σε λεξιλογικό επίπεδο, συμβάλλουν στην αδυναμία -σε σημαντικό βαθμό- κατανόησης της τοπικής διαλέκτου από μη ντόπιους.

2.2 Μορφολογία-μορφοφωνητικά χαρακτηριστικά

Οι πιο αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες της διαλέκτου είναι οι ακόλουθες:
  • Tο θηλυκό άρθρο διατηρεί τύπους από την αρχαία δωρική: α, ταρ, ταν (αντί η, της, την), π.χ. α γούνα (η γούνα), α γουναίκα (η γυναίκα).
  • Διατηρείται το δωρικό α σε τελική θέση αντί του η στα θηλυκά: π.χ. σπουδή > σπούδα.
  • Σε δευτερόκλιτα ονόματα, το ο της κατάληξης -ος τρέπεται σε ε -κατά το πλείστο πριν από φωνήεν ή ζ, σ, λ, ρ,ν,τ: π..χ. φούρνος > φούρνε (για επιπλέον εκδοχές της τροπής βλ. Κωστάκη 1951, 36).
  • Η κατάληξη -ω των ρημάτων, εμφανίζεται με τη μορφή-ου, π.χ. πάου να χορέψ-ου <… -ψω).
  • Στένωση του ε σε άτονο ι στο τέλος λέξης (π.χ. σάτες > σάτσι 'φέτος').
  • Απαλείφεται το τελικό στην ονομαστική ενικού αρσενικών ονομάτων: π.χ. καπνός> καπινέ (με ανάπτυξη του ιως συνοδίτη φθόγγου) και ψωμάς> ψωμά.
  • Αποκοπή συλλαβής σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. καταπίνων > καπίνου, αδελφούτσι > αφούτσι και καλά > κα, μέσω αποβολής του λ και έπειτα συναίρεσης αα > α).
Οι αντωνυμίες έχουν πολλές διαφορές από τις αντίστοιχες της ΚΝΕ (βλ, μεταξύ άλλων, Κωστάκη 1951).

2.3 Σύνταξη-περιφραστικοί σχηματισμοί

Ένα πολύ σημαντικό «διακριτικό» χαρακτηριστικό της (μητροπολιτικής) τσακωνικής είναι ο περιφραστικός σχηματισμός του ενεστώτα και του παρατατικού της ενεργητικής φωνής, για τον οποίο χρησιμοποιείται ο ενεστώτας και ο παρατατικός του ρήματος έμι 'είμαι' μαζί με τη μετοχή του ενεστώτα, στο γένος, βέβαια, που απαιτείται: π.χ. έμι έχου 'έχω' για τον ενεστώτα του αρσενικού, έμα έχου για τον παρατατικό του αρσενικού, έμι έχα για τον ενεστώτα του θηλυκού, έμα έχα για τον παρατατικό του θηλυκού.

2.4 Λεξιλόγιο

  • Επίδραση της αρχαίας ελληνικήςΚαθώς η τσακωνική κατάγεται από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας, είναι φυσικό ότι περιέχει στο λεξιλόγιό της (κυρίως το μητροπολιτικό ιδίωμα) αρκετές λέξεις που ανάγονται σε αντίστοιχες της αρχαίας ελληνικής, έχοντας, βέβαια, αυτές υποστεί τις αλλαγές (φωνολογικές, μορφολογικές) που υπαγορεύουν τα χαρακτηριστικά του συστήματος (π.χ. ο εψιλέ < αρχ. ο οπτίλος 'το μάτι', α σάτη < αρχ. η θυγάτηρ 'η κόρη', ύο < αρχ. υδωρ 'το νερό', ενέτζε < αρχ. ενεγκεν 'έφερε').
  • Επίδραση της τουρκικής
    Η επιρροή της τουρκικής είναι σχετικά μικρή, λόγω της καθαρότητας του πληθυσμού (Κωστάκης 1951, 191), και είναι μεγαλύτερη στα τσακώνικα της Προποντίδας, για ευνόητους λόγους, όπως συνάγεται από όσα αναφέρθηκαν στην εισαγωγή.
  • Επίδραση της κοινής νεοελληνικής
    Και λεξιλογικά η διάλεκτος έχει επηρεαστεί με την πάροδο των χρόνων σε μεγάλο βαθμό από την κοινή νεοελληνική (με τις αντίστοιχες λέξεις, βέβαια, προσαρμοσμένες -λιγότερο ή περισσότερο- στις φωνολογικές και μορφολογικές ιδιοτυπίες του συστήματος) -βλ. και σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση, παρακάτω.

2.5 Ιδιαιτερότητες στα τσακώνικα της Προποντίδας

Η μεγάλη πλειονότητα των ιδιαιτεροτήτων που αναφέρθηκαν εμφανίζεται και στα βόρεια, αλλά και στα νότια τσακώνικα, καθώς και σ' αυτά της Προποντίδας. Τα τσακώνικα της Προποντίδας, ωστόσο, έχουν επιρροές από την τουρκική (που δεν υπάρχουν στα μητροπολιτικά τσακώνικα, βόρεια και νότια). Στα τσακώνικα της Προποντίδας, επίσης -σε αντίθεση με τα μητροπολιτικά- παρατηρείται επίταξη του βοηθητικού ρήματος μετά τη μετοχή στους περιφραστικούς τύπους (π.χ. έχω'μα αντί έμα έχου για τον παρατατικό του αρσενικού). Το εν λόγω ιδίωμα, τέλος, διασώζει τις αρχαίες μετοχές του παρακείμενου με τη μορφή -κος,-κα,-κο < αρχ. -κώς, -κυία,-κος (π.χ. καφτωκότα < πεπτωκότα στην αιτιατική) κατά τον σχηματισμό του παρακείμενου και του υπερσυντέλικου, ενώ σε λεξιλογικό επίπεδο διασώζονται αρχαιοπρεπείς, ακόμη και αρχαίες, λέξεις (π.χ. ο αόριστος δράμα του τρέχω και ο αόριστος κράγα του κράζω).

3. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση

Η Τσακωνιά στις μέρες μας έχει αλλάξει πάρα πολύ σε σχέση με το παρελθόν: η πρόσβαση στην περιοχή είναι εύκολη και ταχεία, η επαφή με τους ξένους όλο και μεγαλύτερη, ενώ εδώ και τριάντα χρόνια περίπου έχει εισβάλει στη ζωή των κατοίκων της η τηλεόραση και εδώ και κάποια χρόνια το διαδίκτυο. Παράλληλα, η ευκολία πρόσβασης στην περιοχή και η επαφή με τους ξένους έχουν μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτήρα των επαγγελμάτων των ντόπιων, και έτσι σε πολλές περιπτώσεις οι γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση τους σε επαγγέλματα που σχετίζονται κυρίως με τον τουρισμό. Όλα αυτά φυσικά αντανακλώνται στην εξέλιξη και στις τύχες της τοπικής διαλέκτου, που πλέον μιλιέται από όλο και λιγότερα άτομα. Στη θέση- της επικρατεί η κοινή (με φαινόμενα ιδιότυπης παρεμβολής για τις περιπτώσεις δίγλωσσων ομιλητών που χρησιμοποιούν παράλληλα και τις δύο, βλ. Χαραλαμπόπουλο 1980, 5). Η υποχώρηση της διαλέκτου εμφανίζεται ειδικότερα σε σχέση με τους νεανικούς πληθυσμούς, που διδάσκονται αποκλειστικά την κοινή στο σχολείο, αφού χρησιμοποιείται από τους διδάσκοντες -και υιοθετείται και από τους διδασκόμενους- το, εν μέρει βάσιμο, επιχείρημα ότι η χρήση της τοπικής διαλέκτου δεν παρέχει πλέον στους τελευταίους καμία προοπτική σε σχέση με την καθημερινότητα και με το μέλλον τους, ειδικότερα το επαγγελματικό. Αν κάποια μορφή διατηρείται περισσότερο, αυτή είναι η νότια τσακωνική. Ωστόσο, ακόμη και στις περιοχές του νότου, και κυρίως στο Λεωνίδιο, καθώς οι επαφές με τους ξένους είναι πολύ περισσότερες από ό,τι αλλού, η τοπική διάλεκτος χρησιμοποιείται σπάνια σε δημόσιο χώρο, και μόνο από άτομα προχωρημένης ηλικίας. Ακόμη περισσότερο, βέβαια, ισχύει το ίδιο στο βόρειο τμήμα, στον Άγιο Ανδρέα δηλαδή, καθώς αποτελεί παραμεθόρια περιοχή.
Γενικά, θα λέγαμε ότι η τοπική διάλεκτος «ψυχορραγεί». Η μόνη «αντίσταση» προβάλλεται κατά τη χρήση της από ντόπιους προχωρημένης (ή μεγαλύτερης) ηλικίας, καθώς και κατά τη χρήση της όταν το επιβάλλουν (σε περιορισμένες, βέβαια, περιπτώσεις) οι περιστάσεις επικοινωνίας, το θέμα της συζήτησης και/ή άλλοι εξωγλωσσικοί παράγοντες. Όποια πάντως κι αν είναι η τύχη της τσακωνικής στο μέλλον (με την πλάστιγγα βέβαια να γέρνει προφανώς προς την αρνητική εκδοχή της απώλειας), αξίζει σίγουρα να ερευνηθεί σε βάθος, με ακόμη περισσότερο επισταμένες έρευνες: η ιδιαιτερότητά της και η απόκλισή της από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ή διάλεκτο σαφώς προκρίνει κάτι τέτοιο, αν δεν το υποβάλλει κιόλας. Από την πλευρά τους, οι διδάσκοντες μπορούν σταδιακά να αντικαθιστούν -για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω- τον διαλεκτικό λόγο των παιδιών με στοιχεία της κοινής (χωρίς ωστόσο- και αυτό είναι το πιο σημαντικό- να υποτιμούν τη διάλεκτο και όσους την χρησιμοποιούν) και να τα καθοδηγούν στον σεβασμό -και όχι στην απαξίωσή της (βλ. και Μηνά 2004).
Νάσος Κατσώχης
 
Πηγή:www.greek-language.gr

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

'Αγγελος Τερζάκης,ο πεζογράφος,ο θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος

"Αποστρέφομαι τους ανθρώπους που δεν αμφιβάλλουν"




O Άγγελος Τερζάκης (16 Φεβρουαρίου 1907-3 Αυγούστου 1979) ήταν Έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ‘30 και δοκιμιογράφος. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Πολύ αξιόλογο είναι το δοκιμιακό του έργο: αυτός και ο Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής γενιάς του ‘30.

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου του 1907 και έζησε εκεί μέχρι το 1915, όταν και πήγε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος το 1929, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1925 με τη συλλογή διηγημάτων Ο ξεχασμένος και έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με το έργο του "Αυτοκράτωρ Μιχαήλ" που ανέβασε τον ίδιο χρόνο το Εθνικό Θέατρο. Παράλληλα διηύθυνε και τα βραχύβια περιοδικά Πνοή και Λόγος. Το 1937 έγινε γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα καλλιτεχνικός και γενικός διευθυντής του Δραματολογίου (1939-1942) και γενικός διευθυντής της ιστορίας και της δραματολογίας της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου το (1950-1971) και γενικός διευθυντής της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου (1950-1975).
Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941) και κατέγραψε τις εμπειρίες του σε κάποια από τα διηγήματά του και κυρίως στο βιβλίο του "Απρίλης". Το 1964 συνέγραψε για λογαριασμό του Γενικού Επιτελείου Στρατού το χρονικό του πολέμου, το οποίο εκδόθηκε με τον τίτλο "Ελληνική Εποποιία 1940-41".
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα: αρθρογραφούσε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα (φιλολογικός συνεργάτης) και από το 1948 θεατρικός κριτικός. Επίσης υπήρξε και διευθυντής του περιοδικού Εποχές (1963-1967).
Το 1969 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το 1974 έγινε Ακαδημαϊκός Επίσης τιμήθηκε δύο φορές με το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1938 και 1939), με το κρατικό βραβείο θεάτρου(1957) και πρώτο κρατικό βραβείο της ομάδας των δώδεκα καλύτερων ποιητών και πεζογράφων (1963)].
Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1979 στην Αθήνα.

Πεζογραφικό έργο

Ο Τερζάκης ξεκίνησε τη λογοτεχνική πορεία του κατά τη δεκαετία του 1920 με δύο συλλογές διηγημάτων, Ο ξεχασμένος (1925) και Φθινοπωρινή συμφωνία (1929). Στα έργα αυτά δε φαίνεται τόσο το προσωπικό του ύφος, όσο οι διάφορες λογοτεχνικές επιδράσεις από άλλους συγγραφείς. Κατά τη δεκαετία του 1930 στράφηκε στο μυθιστόρημα, όπως και όλοι οι λογοτέχνες της γενιάς του, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τα διηγήματα.
Τα μυθιστορήματα του Τερζάκη, με εξαίρεση την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ και Το ταξίδι με τον Έσπερο, είναι αστικά μυθιστορήματα που απεικονίζουν την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό όλων είναι το καταθλιπτικό κλίμα, η ασφυκτική ατμόσφαιρα, οι ήρωες-δέσμιοι της οικονομικής στενότητας και των κοινωνικών προκαταλήψεων και η απαισιοδοξία.
Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημα του Τερζάκη και ένα από τα καλύτερα, ιστορικά και μη, μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφέρεται στην εξέγερση των Ελλήνων και Σλάβων το 1293, που οδήγησε στην κατάληψη του φράγκικου κάστρου της Καλαμάτας και ο κεντρικός άξονας του έργου είναι ο έρωτας ανάμεσα στην Ιζαμπώ, κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, και τον ηγέτη της εξέγερσης Νικηφόρο Σγουρό.
Το 1975 παρουσιάστηκε στην ελληνική κρατική τηλεόραση το μυθιστόρημα του Τερζάκη Μενεξέδενια Πολιτεία. Την τηλεοπτική διασκευή του βιβλίου έκανε ο συγγραφέας Γιάννης Κανδήλας. Στη σειρά πρωταγωνιστούσε ο Θάνος Κωτσόπουλος.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:
18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.
19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).
20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.
7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;
19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝ
Πηγή:logomnimon.wordpress.com
 
 
Δίχως Θεό - ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (απόσπασμα)

― Είμαι ένας δειλός, είπε. Μη με διακόπτεις, έχω ανάγκη από την ειλικρίνεια εκείνη που δεν ξέρει από αισθηματολογίες, τύπους. Τη γοργή και ψυχρή ειλικρίνεια. Παράτησα τη Νίνα (εδώ, στ’ όνομα που είχε να το προφέρει τόσα χρόνια, η φωνή του βράχνιασε) από καθαρή δειλία, μιαν επαίσχυντη λιποταξία απέναντι στη ζωή. Θαρρώ πως την παράτησα γιατί την αγαπούσα. Το καταλαβαίνεις αυτό; Όχι, φυσικά. Είναι από κείνα που δοκιμάζει κανείς μα που δεν τα καταλαβαίνει. Ήθελα να την κάνω ευτυχισμένη, αυτό είναι, ένιωθα την πυρωμένη ανάγκη να της δώσω το μεγαλύτερο ποσοστό ευτυχίας, πλούτο, χαρά, ηδονή, τρέλλα, ό,τι μπορεί να γνωρίσει στον ανώτατο βαθμό ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη. Είταν παράλογο, μαθηματικά αδύνατο. Δεν είν’ έτσι; Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως με τα μέσα μου δε θα μπορούσα ποτέ να κατορθώσω τίποτα, το παραμικρό.
Σφούγγισε με το μαντήλι του το ιδρωμένο μέτωπό του και συνέχισε:

― Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως αν μείνω ακόμα λίγο, θα είναι πολύ αργά. Ο έρωτας, άκουσέ με, είναι ένα πάθος εγωιστικό, έχουν άδικο να τον καλλωπίζουν. Θέλεις την ευτυχία του αγαπημένου προσώπου υπό τον όρο πως θα του τη δώσεις εσύ κι’ όχι άλλος. Αν ένας άλλος μπει στη μέση, που έχει ωστόσο περισσότερες πιθανότητες να το κατορθώσει, εσύ δεν αποσύρεσαι, επιμένεις. Γιατί; Γιατί στην ευτυχία του αγαπημένου σου προσώπου δε βλέπεις παρά την πραγμάτωση της δικής σου ευτυχίας, να γιατί. Η φιλοσοφία μου, καθώς βλέπεις, είναι απάνθρωπη, ας με αναθεματίσουν. Ξέρω, ξέρω, η Τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία-ωραία για να ευτυχίσει το αγαπημένο τους πρόσωπο. Φιλολογία αναίσχυντη! Ο έρωτας είναι πάθος, και το πάθος, σαν κάθε φυσική δύναμη, δεν υποχωρεί. Όταν υποχωρήσει, είναι κακό σημάδι, σημαίνει πως το συναίσθημα σταμάτησε μεσοδρομίς, στο βαθμό μιας χλιαρής θερμοκρασίας, και ζητάει ν’ αναισθητήσει με το ναρκωτικό της αυταρέσκειας. Η αυτοθυσία στον έρωτα είναι νοσηρός ναρκισσισμός.

Γέλασε με τρόπο παράδοξο, κοντό και ξερό. Ύστερα το μέτωπό του σκοτείνιασε.

― Έφυγα γιατί αναρωτήθηκα μήπως είμαι προδότης. Δεν ξέρεις τίποτα για τη νύχτα που ακολούθησε την τελευταία, τότε, κουβέντα μας. Μου είχες υποδείξει το χρέος μου να πάρω μιαν απόφαση, να παντρευτώ. Γυρίζοντας σπίτι μου, βρήκα ασυμπλήρωτο ένα άλλο χρέος. Ο Γιατρός – τον θυμάσαι; – ήρθε να μου ζητήσει άσυλο τη νύχτα εκείνη, γιατί τον κυνηγούσαν. Του τόδωσα. Κουβεντιάσαμε μαζί ως τις μικρές εκείνες ώρες, εκείνος κι’ εγώ. Δε μ’ έπεισε, όχι, γιατί τα επιχειρήματά του τα ήξερα. Όμως τρεις ημέρες αργότερα, τον έπιασαν, κι’ αυτό είταν το επιχείρημα που αναζητούσε μάταια εκείνος ολάκερη τη νύχτα που σου λέω, και δεν τόβρισκε. Ήξερα το μέλλον του: Η φυλακή, μια ολάκερη ζωή που τσακίζεται, παραχώνεται, σβήνεται από τον κόσμο. Φυσικά, το είχε προκαταβολικά αποδεχτεί αυτό το μέλλον όταν έμπαινε στον αγώνα, ήξερε πολύ καλά πως μια μέρα, αργά η γρήγορα, αυτό θα γίνει. Κι’ όσο αργότερα τόσο χειρότερα, γιατί το μητρώο του θα είταν πια ασήκωτα βαρύ. Έτσι κι’ έγινε. Τρία μερόνυχτα, αυτά που μεσολάβησαν από την κουβέντα μου μαζί του ίσαμε τη σύλληψή του, δεν είχε βγει από το σπίτι μου. Πάσχιζα να βάλω μια τάξη στο νου μου, να ξεκαθαρίσω τα ελατήριά μου, να ιδώ γιατί είμαι επαναστάτης κι’ όμως όχι αγωνιστής, γιατί έχω πειστεί και δεν προχωρώ στη δράση. Δειλία; Όχι, θαρρώ πως γι’ αυτό δε μπορούσα ποτέ ν’ αμφιβάλλω, ήμουν ο μόνος αρμόδιος να ξέρει πως δεν είμαι δειλός. Ούτε κι’ εκείνοι το πίστευαν, με θεωρούσαν απλώς μιαν ειδική περίπτωση κι’ ας μ’ έλεγαν κατά τα συνηθισμένα «πανικόβλητο μικροαστό», «οππορτουνιστή» και τα παρόμοια. Τότε; Θεωρητικά, ήξερα πολύ καλά γιατί δε μπαίνω στον αγώνα, είχα από καιρό καθορίσει, γι’ ατομική μου πληροφόρηση, τα σημεία της διαφωνίας μου. Είταν αρκετά ώστε να με κρατούν μακριά, ο μαρξισμός είναι ένα σύνολο από συλλογισμούς αλληλένδετους, ατόφιο, αρράγιστο, μονοκόμματο, όπου δε χωρεί συμβιβασμός ή διχογνωμία. Αν ήθελα να εξηγήσω τη στάση μου, τα επιχειρήματα δε θα μου έλειπαν, κάθε άλλο. Όμως τι βγαίνει; Άλλο να πείθεσαι εσύ ο ίδιος κι’ άλλο να πείθεις τους άλλους. Κάθε φορά που ένας τους έπεφτε στα χέρια της εξουσίας, που γονάτιζε καταμεσίς στην πορεία του, εγώ δοκίμαζα έναν εσωτερικό βρόντο. Ναι, έτσι που σου το λέω. Ήξερα πως δεν είμαι προδότης κι’ όμως ένιωθα σαν προδότης. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Λογικά, ούτε κι’ εγώ. Όμως έτσι είναι.

Ο Βαγκλής σώπαινε. Ο Παραδείσης σφούγγισε πάλι το μέτωπό του, όπου είχε δοντιάσει ιδρώτας, από τον εσωτερικό βρασμό. Χαμηλόφωνος, πνιχτός, του ξέφυγε ένας βόγκος.

― Είταν τόσο ασύμμετρο αυτό, μουρμούρισε, τόσο παράτονα αντιφατικό, η απόσταση από τη δική του θέση στη δική μου. Ήμουνα στις παραμονές μιας απόφασης που θα μου εξασφάλιζε την ευτυχία, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου, οριστικά, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησα. Εκείνος κρυβόταν, έφευγε κυνηγημένος, ζούσε στη σκιά, κρυφά από τ’ άγιο φως της μέρας, και σε λίγο, σάμπως να μην έφταναν αυτά, θα ’παιρνε το δρόμο της δοκιμασίας. Τι είναι εκείνος και τι εγώ; να τι αναρωτήθηκα. Και πώς μπορεί κ’ οι δυο μας να είμαστε κομμάτια από τον ίδιο πηλό, κάτοικοι του ίδιου πλανήτη, να ταξιδεύουμε μαζί πάνω στο ίδιο τούτο μόριο σκόνης που κυκλοφορεί χαμένο μέσα στο διάστημα; Δεν ξέρω αν μου δόθηκε ποτέ άλλοτε να νιώσω τόσο δυνατά το ακατανόητο, το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας. Ή και οι δυο μας δουλεύουμε σε μιαν ανώτερη Πρόνοια, που τα εξηγεί όλα, όμως για τον εαυτό της, εγωιστικά, απάνθρωπα, και μας κρύβει χαιρέκακα το συμπέρασμά της, ή – μιας κι’ αυτό δεν το πιστεύω, ή τουλάχιστον δεν το πίστευα τότε – η θέση μας είναι τόσο εκτεθειμένη, τόσο τραγική, πάνω στ’ ακρωτήρι τούτο των κόσμων, το αφιλόξενο κι’ ανώνυμο, ώστε μονάχα η πιο στενή, η πιο παράφορη, η πιο απελπισμένη αλληλεγγύη να είναι ο κάπως νοητός νόμος μας. Και τότε, πες μου, τι αξία έχουν οι θεωρητικές διχογνωμίες, οι αμφιβολίες, η προσωπική μας κρίση;

Βρισκόταν σε κατάσταση φοβερή, ανάβραζε ολάκερος. Ο Βαγκλής όμως χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του.

― Δε νομίζεις, είπε, πως αυτός είναι ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό;

― Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαρειά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου. Μπορούμε να ζήσουμε κι’ έτσι, δίχως την κεκτημένη ταχύτητα που μας οδηγούσε ίσαμε τώρα; Ίσως ναι, δε λέω. Άλλοτε, το πίστεψα φανατικά. Ως τότε όμως, στη μεταβατική τούτη εποχή, δε βρίσκεις πως μπορούν να σημειωθούν πράγματα τερατώδη, πράξεις έσχατης απελπισίας, να βγουν στο φως όντα με όψη ανθρώπινη που δε θα έχουν ωστόσο καμμιά σχέση μαζί μας; Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης… Αχ, όλ’ αυτά μου φάγανε το μυαλό, είπε κι’ έβγαλε πάλι τα γυαλιά του, έτριψε μέσα στα δάχτυλά του το μέτωπό του σαν άνθρωπος ξαφνικά άρρωστος.

Σώπασαν. Το βράδι τους είχε προφτάσει, άναβαν γύρω τα φώτα.
Πηγή:logotexnikesmikrografies.blogspot.com
 

Μυθιστορήματα

  • Δεσμώτες (1932)
  • Η παρακμή των Σκληρών (1933)
  • Η μενεξεδένια πολιτεία (1937)
  • Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (1945)
  • Ταξίδι με τον Έσπερο (1946)
  • Το λυκόφως των ανθρώπων (δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1947, εκδόθηκε το 1989)
  • Δίχως θεό (1951)
  • Η μυστική ζωή (1957)
  • Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με τους Καραγάτση, Μυριβήλη, Βενέζη), 1958

Ιστορικά

  • Η Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Χρονικό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41 (ΕΣΤΙΑ, 1964 και 2η έκδοση, Γενικό Επιτελείο Στρατού, 1990)

Συλλογές διηγημάτων

  • Ο ξεχασμένος (1925)
  • Φθινοπωρινή συμφωνία (1929)
  • Του έρωτα και του θανάτου (1943)
  • Απρίλης (1946)
  • Η στοργή [νουβέλα] (1944)

Θεατρικά έργα

  • Αυτοκράτωρ Μιχαήλ (1936)
  • Γαμήλιο Εμβατήριο (1937)
  • Ο σταυρός και το σπαθί (1939)
  • Είλωτες (1939)
  • Ο εξουσιαστής (1942)
  • Το μεγάλο παιχνίδι (1944)
  • Αγνή (1949)
  • Θεοφανώ (1956)
  • Νύχτα στη Μεσόγειο (1957)
  • Τα λύτρα της ευτυχίας (1959)
  • Θωμάς ο δίψυχος (1962)
  • Ο πρόγονος (1970)

Δοκίμια

  • Προσανατολισμός στον Αιώνα (1963)
  • Το Μυστικό του Ιάγου (1964)
  • Αφιέρωμα στην Τραγική Μούσα (1970)
  • Οι Απόγονοι του Κάιν (1972)
  • Ποντοπόροι (1975)
  • Οδοιπόροι μιας Εποχής (1980)
  • Ένας Μεταβαλλόμενος Άνθρωπος (1983)
  • Για μια Δικαίωση του Ανθρώπου (1987)

Μεταφράσεις

  • Αντιγόνη του Σοφοκλή (1976)
  • Οιδίπους Τύραννω του Σοφοκλή (1977)
  • Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή (1978)
  • Ηλέκτρα του Σοφοκλή (1979)
  • Φιλοκτήτης του Σοφοκλή (1980)
  • Ιφιγένεια εί εν Ταύροις του Ευριπίδη (1981)
  • Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη (1982)
  • Μήδεια του Ευριπίδη (1983)
  • Ικέτιδες του Ευριπίδη (1984)
  • Βάκχαι του Ευριπίδη (1984)
  • Ορέστης του Ευριπίδη (1985)
  • Ανδρομάχη του Ευριπίδη (1985)
  • Ιππόλυτος του Ευριπίδη (1986)
  • Ηρακλείδες του Ευριπίδη (1988)
  • Τρωάδες του Ευριπίδη χορική τραγωδία αφιερωμένη στον πελοποννησιακό πόλεμο και κυρίως
στον παραλογισμό του(1989)
  • Νωρίς Θριαμβευτική του Άικεν Κόνραντ (1971)
  • Ο Νέγρος του Νάρκισσου του Τζόζεφ Κόνραντ (1973)
  • Ο Καθένας με τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον(1974)
  • Ο Καθένας έξω από τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον (1976)
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Θόδωρος Κολοκοτρώνης-Η μάχη στο Βαλτέτσι



 
Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε « Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό, και εκάμαμε την Επανάσταση".
(Μέρος του λόγου που εκφώνησε ο Κολοκοτρώνης στην Πνύκα).


Σαν σήμερα 4 Φλεβάρη του 1843 "έφυγε" απ' τη ζωή μια μεγάλη ηγετική μορφή της ελληνικής επανάστασης του 1821, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, ο γνωστός Γέρος του Μοριά.
Η ηγετική αυτή μορφή έδωσε πολλές και σπουδαίες μάχες για την απελευθέρωση του λαού μας. Μία ιστορική μάχη ήταν αυτή του Βαλτετσίου(12 Μαίου 1821), της οποίας η νικηφόρος έκβαση γέμισε θάρρος και αυτοπεποίθηση και αποτέλεσε προπομπό για την μετέπειτα απελευθέρωση της Τριπολιτσάς.
 
Η μάχη στο Βαλτέτσι
 
Μια από τις πιο γνωστές και αποφασιστικές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα του 21 ήταν η μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τριπολιτσά. Η μάχη αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας της πόλης. Ενώ οι Έλληνες πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο και στην Τρίπολη, ο Χουρσίτ πασάς, που πολεμάει τον Αλή στα Γιάννενα, ανησυχεί για την έκβαση της εξέγερσης, όπως και για τα χαρέμια του και τους θησαυρούς του στην Τρίπολη. Γι΄ αυτό στέλνει ισχυρό στράτευμα με τον Γκιοσέ Μεχμέτ γισ να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα. Ο Γκιοσέ Μεχμέτ χωρίζει το στρατό του σε δυο τμήματα. Το ένα με τον ίδιο και τον Ομέρ Βριόνη πορεύεται για την Ανατολική Ελλάδα και το άλλο με τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά (ή Μουσταφά Μπέη) και 3.500 Αλβανούς για τη Δυτική Ελλάδα. για να συντρίψειτην επανάσταση στο Μοριά και να ενισχύσει την πολιορκημένη Τρίπολη.
Ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από τα Γιάννενα, και κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του. Περνάει τα επικίνδυνα περάσματα χωρίς απώλειες, φτάνει στο Αντίρριο και από εκεί ξεχύνεται στο Μοριά. Περνάει στην Πάτρα, πυρπολεί τη Βοστίτσα, παρακάμπτει τα Καλάβρυτα, φτάνει στην Κόρινθο, λύοντας την πολιορκία της Ακροκορίνθου και ενισχύοντας τη φρουρά της και περνάει γρήγορα στα Δερβενάκια. Από εκεί ξεχύνεται ορμητικά στον κόμπο του ’ργους, νικάει τους Έλληνες στον Ξεριά, λύνει την πολιορκία του ’ργους παραδίδοντας την περιοχή στη σφαγή και στην ερήμωση. Τελικά μπαίνει θριαμβευτικά στην πολιορκημένη Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου του 1821, όπου οι Τούρκοι τον υποδέχονται σαν σωτήρα. Ο Κολοκοτρώνης σκόπιμα αφήνει τον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη.
Από την Τρίπολη ο Κεχαγιάμπεης, αρχίζει αμέσως να σκορπάει υποσχέσεις, ταξίματα και αμνηστία, για να ξεγελάσει τους επαναστατημένους και να καταπνίξει το κίνημα. Το μόνο που καταφέρνει όμως είναι να εξαγοράσει με χρήματα τον ταχυδρόμο που πάει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στην Μπουμπουλίνα και σε άλλους οπλαρχηγούς που έχουν κυκλώσει το Ανάπλι. Ο ταχυδρόμος δίνει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει, και ύστερα τα πάει στην Μπουμπουλίνα στο Ανάπλι. Από εκεί παίρνει άλλα γράμματα της Μπουμπουλίνας για τον Κολοκοτρώνη, που κι αυτά τα δίνει στο γυρισμό στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει κι αυτά, κι έπειτα τα παραδίνει στον Κολοκοτρώνη. Ευτυχώς στα γράμματα φέρεται εξογκωμένος ο αριθμός των αντρών και των όπλων και η προδοσία κρατάει λίγο καιρό. Ο προδότης στη συνέχεια θα πιαστεί και θα εκτελεστεί.
Ο Κολοκοτρώνης, σαν αρχηγός των αρμάτων της Γορτυνίας, οργανώνει το στρατηγικό σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Χωρίζει το σώμα των Γορτυνίων σε δυο τμήματα. Το ένα με τον Πλαπούτα το στέλνει στην Πιάνα και το άλλο με τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο το στέλνει στο Χρυσοβίτσι. Ενισχύει και το στρατόπεδο του Λεβιδιού. Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούμενη πόλη ίδρύει στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι ,αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική σημασία της περιοχής, Διατάζει να οχυρωθούν τα τέσσερα στρατηγικά σημεία του στους γύρω λόφους με κλειστά και ισχυρά ταμπούρια και να εγκατασταθεί φρουρά.. Εκεί αρχίζου να συγκεντρώνονται οι περισσότερες οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ. Μαυρομιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς.
Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάμπεης, έχοντας σκοπό να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να αιφνιδιάσει τους συγκεντρωμένους αγωνιστές, επιτίθεται στο Βαλτέτσι επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000 ανδρών. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά. Οι Τούρκοι όμως κατέλαβαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη μερική διάλυση του στρατοπέδου, και μάλιστα κυρίευσαν μερικά ζώα του εφοδιασμού όπως και προμήθειες του ελληνικού σώματος. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυρομιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας με ισχυρό σώμα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, με αποτέλεσμα αυτοί να υποχωρήσουν. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα τουρκικά σώματα μέχρι τη Μάκρη.
Αμέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτείται γρήγορα κάτω από την άμεση επίβλεψη του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος ενισχύει και οργανώνει τις σκοπιές, την επιμελητεία και τα ταμπούρια και τοποθετεί φρουρά 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Βάζει επίσης φρουρά στην απάνω Χρέπα με τους Γιάννη και Παναγιώτη Πουρνάρα, καπεταναίους από την Πιάνα, και τον Παναγιώτη Περθεριώτη, για να ειδοποιήσουν με φωτιές, αν γίνει έξοδος των Τούρκων από την Τρίπολη. Το σύνθημα είναι: τρεις φωτιές, πηγαίνουν για τα Βέρβαινα, δυο φωτιές, για το Βαλτέτσι και μία, για το Λεβίδι. Έτσι με τις φωτιές και τις ντουφεκιές από ράχη σε ράχη θα ειδοποιηθούν όλα τα στρατόπεδα του Μοριά και θα τρέξουν σε βοήθεια. Στο Βαλτέτσι οργανώνεται τώρα προσεκτικά η άμυνα αφού καταφθάνουν στο προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώματα από τις γύρω περιοχές. Στο πρώτο ταμπούρι οχυρώνονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παν. Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Καλαμάτας, με τα παλικάρια τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Τουρκολέκας και παλιοί Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι. Στην εκκλησιά οχυρώνονται οι Μπουραίοι, ο Τσαλαφατίνος, ο Κυριάκος, πολλοί Τριπολιτσιώτες κ.ά.
Ο Αναγνωσταράς νικά τους Τούρκους στο Βαλτέτσι
Τη νύχτα στις 12 Μαΐου  ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από την Τρίπολη επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης 12.000 Τουρκαλβανών για να ξαναχτυπήσει τους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Το σχέδιό του είναι να πορευτεί στο Βαλτέτσι και να σκορπίσει τους Έλληνες, από εκεί να κατευθυνθεί στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη, επιβάλοντας έτσι τη κυριαρχία του σε όλο το Μοριά. Χώρισε τις δυνάμεις του σε πέντε τμήματα. Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη θέση Καλογερικό) και τις Αραχαμίτες, ένα έμεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που θα κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων και μια οπισθοφυλακή εφοδιασμένη με 4 κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή του Βαλτετσίου. Οι Έλληνες φρουροί της απάνω Χρέπας βλέπουν τα εχθρικά στρατεύματα κι αμέσως με δυο φωτιές ειδοποιούν στον Κολοκοτρώνη ότι οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι.
Το κυρίως τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή αποτελείται από Βουρδουνιώτες και Φαναριώτες και κινείται βιαστικά για να χτυπήσει τους Έλληνες, πριν έλθει βοήθεια από την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι. Ο Κεχαγιάμπεης από τον κάμπο παρακολουθεί τη μάχη επικεφαλής του 3.000 ιππέων.
Στο Βαλτέτσι βρίσκονται 2.300 Έλληνες που περιμένουν στις θέσεις τους. Γενικός αρχηγός, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης κρατάει με τον ανιψιό του τον προμαχώνα του Χωματοβουνιού. Σους άλλους προμαχώνες βρίσκονται οι Μητροπέτροβας, Ηλ. Μαυρομιχάλης, Κεφάλας, Ν. Φλέσσας κι άλλοι. Ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι, βλέπει τις φωτιές της απάνω Χρέπας κι αμέσως σημαίνει συναγερμό. Στέλνει ταχυδρόμους σε όλα τα στρατόπεδα και τα χωριά και καβαλαραίους στο Βαλτέτσι ειδοποιώντας πως οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Ειδοποιεί τον Πλαπούτα στην Πιάνα κι άλλους οπλαρχηγούς να βαδίσουν για το Βαλτέτσι. Και ο ίδιος με 800 άντρες κατευθύνεται προς τα εκεί. Στέλνει επίσης τον καβαλάρη Θοδωρή Καρδάρα με μια σημαία για να βγει στ' αγνάντια, να τον δουν οι κλεισμένοι στους προμαχώνες και να εμψυχωθούν.
Το τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή πλησιάζει τις θέσεις των Ελλώνων στο Βαλτέτσι και τους ζητά μάταια να παραδοθούν. Τότε ο Ρουμπής επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων και η μάχη αρχίζει. Ο Ρουμπής θα στείλει 14 σημαιοφόρους του για να καρφώσουν τις σημαίες στα ταμπούρια των Ελλήνων, χωρίς όμως επιτυχία, αφού όλοι σκοτώνονται από τα τουφέκια των Ελλήνων. Ο Ρουμπής αραιώνει το σώμα του και κυκλώνει τα ταμπούρια των Ελλήνων, κυριεύοντας τη βρύση και τα πηγάδια του χωριού. Οι Έλληνες αντιστέκονται με αποφασιστικότητα και σθένος. Ο Ρουμπής ρίχνει τότε όλες του τις δυνάμεις στη μάχη και αποκόπτει την επικοινωνία ανάμεσα στα ελληνικά ταμπούρια. Οι Έλληνες όμως κρατούν και ο Ρουμπής ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζητάει ενισχύσεις από τον Κεχαγιάμπεη. Τη στιγμή εκείνη καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι με 700 άνδρες και πλαγιοκοπεί με επιτυχία τους Τούρκους. Ο Ρουμπής βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά και είναι έτοιμος για υποχώρηση, αλλά την τελευταία στιγμή φθάνει η βοήθεια από τον Κεχαγιάμπεη. Ο Κολοκοτρώνης το αντιλαμβάνεται και μοιράζει τους άντρες του στα δύο. Οι μισοί χτυπούν τις ενισχύσεις και οι άλλοι μισοί τον ίδιο. Η μάχη είναι σκληρή, κι οι δυο πολεμούν με πείσμα.
Το απόγευμα φτάνουν ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, που από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε έγκαιρα,.ο Δεληγιάννης και ο Στ. Δημητρακόπουλος από την Πιάνα και το Διάσελο και μπαίνουν στη μάχη σφυροκοπώντας τους Τούρκους από μπροστά, από πίσω και από τα πλάγια. Οι κλεισμένοι στα ταμπούρια χαιρετίζουν με ομοβροντίες την άφιξη των συμπολεμιστών τους. Ο Κεχαγιάμπεης στέλνει και νέες ενισχύσεις στον Ρουμπή και οι Τούρκοι κάνουν νέα επίθεση στα ταμπούρια, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία. Πεισμωμένοι οι Τούρκοι ρίχνουν με τα κανόνια, αλλά πολλές οβίδες πέφτουν στο σώμα του Ρουμπή είτε από ανωμαλίες του εδάφους είτε από κακό χειρισμό.
Ο Κολοκοτρώνης, από την ψηλότερη ράχη (που από τότε λέγεται "του Κολοκοτρώνη το βουνό") αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων φωνάζοντας με τη βροντερή φωνή του, "Μπάρμπα - Μήτρο, βαστάτε γερά, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000. Έρχεται κι ο Πετρόμπεης μ' όλους τους Μανιάτες. Έρχεται κι ο Κανέλλος. Βαστάτε και σας φέρνουμε απ' όλα". Με το σούρουπο η μάχη συνεχίζεται πεισματικά και από τα δυο μέρη, χωρίς κανείς να αφήνει τις θέσεις του. Τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης με μερικούς ψυχωμένους άντρες θα φτάσει στα ταμπούρια για να ενισχύει τους αγωνιστές με τρόφιμα και πολεμοφόδια και να τους εμψυχώσει. Αφού δώσει τα εφόδια φεύγει πάλι νύχτα.
Τα χαράματα της επομένης καταφθάνουν και άλλες ελληνικές δυνάμεις και η μάχη ξαναρχίζει. Οι Τούρκοι ρίχνονται με μανία κατά των ταμπουριών, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία και αποκρούουν όλες τις τουρκικές επιθέσεις. Ο Ρουμπής κινδυνεύει. Από μπροστά τον χτυπούν οι Έλληνες που είναι στα ταμπούρια, από πίσω κι από τα πλάγια τον σφυροκοπούν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας κι άλλοι οπλαρχηγοί. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν και πάλι το πυροβολικό τους, αλλά αποτυγχάνουν.
Η μάχη αυτή κράτησε 23 ώρες. Ο Κεχαγιάμπεης βλέποντας ότι θα κυκλωθεί ο Ρουμπής και πληροφορούμενος ότι καταφθάνουν ελληνικές δυνάμεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, δίνει το σύνθημα της γενικής υποχώρησης. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβάνεται την υποχώρηση των Τούρκων και διατάζει γενική αντεπίθεση, φωνάζοτας: "Έλληνες, οι Τούρκοι θα φύγουν, ριχτείτε επάνω τους". Με την επίθεση των Ελλήνων μαχητών, η αρχική υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους Έλληνες κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πετώντας τα όπλα τους για να καθυστερήσουν τους Έλληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας το κυνηγητό των Τούρκων, βλέπει ότι πλησιάζουν στον κάμπο όπου οι Έλληνες κινδυνεύουν από το εχθρικό ιππικό, και φωνάζει δυνατά: "Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους για να 'χουμε να σκοτώσουμε κι άλλη μέρα". Οι Έλληνες πειθαρχούν και ανακόπτουν την επίθεση.
Μετά από 23 ώρες μάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες είχαν ελάχιστες - μόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυματίες - ενώ κυρίευσαν πολλά τουφέκια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Με τα τουφέκια αυτά οπλίζονται 4.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι άφησαν ακόμα 4 πεδινά κανόνια, πολλά πολεμοφόδια, πολλές σκηνές, άφθονα ρούχα και 18 σημαίες.
Η μάχη αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες νικηφόρες μάχες πού δόθηκαν στην περιοχή (Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών και Λεβιδίου), δυνάμωσε το ηθικό των επαναστατών και έμελε να προετοιμάσει την άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να μην ξαναβγούν από την πολιορκούμενη πόλη. Ο Κ. Δεληγιάννης, που έζησε τον καπνό της μάχης, γράφει: "Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας".
Η νίκη του Βαλτετσίου και η κατάληψη της Τριπολιτσάς πέρασε στη δημοτική μούσα με το τραγούδι:
"Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν' ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη".
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια".

Πηγή:http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/arcadia-hist/topics/vwd_justso.htm


 
 

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας

Το γεφύρι της Πλάκας, αυτό της ιστορικής και αρχιτεκτονικής σημασίας γεφύρι που, δυστυχώς, κατέρρευσε από τα ορμητικά νερά του ποταμού Άραχθου....

Το γεφύρι της Πλάκας είναι ένα πέτρινο τοξωτό γεφύρι που βρίσκεται στον Άραχθο ποταμό. Χρονολογείται από το 1866. Είναι μονότοξο, με άνοιγμα κάμαρας 40 μέτρα, ύψος 19 μέτρα και με άνοιγμα στην κορυφή 3,2 μέτρα. Ενώνει τους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας. Βρίσκεται στο Δήμο Πραμάντων και απέχει 50 χιλιόμετρα από τα Ιωάννινα. Θεωρείται το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι τωνΒαλκανίων.



Ιστορία

Το 1860 υπήρχε μια παλαιά γέφυρα η οποία καταστράφηκε. Το 1863 ξαναχτίστηκε από την αρχή από το μάστορα Γιωργή από την Κόνιτσα με χορηγία του επιχειρηματία Γιάννη Λούλη. Η γέφυρα αυτή γκρεμίστηκε σχεδόν την ημέρα των εγκαινίων της. Το 1866 ξαναχτίστηκε με κτίστη τον Κωνσταντίνο Μπέκα από τα Πράμαντα. Το κόστος του χτισίματος έφτασε τα 180.000 οθωμανικά γρόσια. Το ποσό καλύφθηκε και πάλι από το Λούλη και από συνδρομές κατοίκων από τις γύρω κοινότητες.Τη δεκαετία του 1880 ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη συγκεκριμένη περίοδο σταμάτησε να χρησιμοποιείται. Μετά το 1928 γίνανε διάφορες απόπειρες συντήρησης και παράλληλα δημιουργήθηκε νέος δρόμος που ένωνε τις κοινότητες. Κοντά στη γέφυρα υπογράφηκε το 1944 η συμφωνία Πλάκας-Μυρόφυλλου. Στη γέφυρα διασωζόταν κόγχη όπου οι τεχνίτες είχαν ζωγραφίσει τον προστάτη-άγιο της γέφυρας. Τα τελευταία χρόνια η γέφυρα λειτουργούσε ως αξιοθέατο της περιοχής. Κατέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου 2015 από ισχυρές βροχοπτώσεις.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ