Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

"Η πρώτη φορά που αντίκρισα τον πατέρα μου με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ"Απόσπασμα απ' το Ιστορικό Αφήγημα της μητέρας μου, Σωσώς Ανδρικοπούλου "Συνέβησαν έτσι..."








Η πρώτη φορά που αντίκρισα τον πατέρα μου

με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ

Είχε σημάνει εσπερινό εκείνο το γλυκό απόβραδο του Ιουλίου το μικρό σήμαντρο του Άι Γιώργη. Ο παπα Παναής πρόβαλε στο προαύλιο της εκκλησία γλυκός, γαλανός, ίδιος γήινος αρχάγγελος. Κατέβαινε τα λιγοστά σκαλοπάτια, ενώ τα ράσα του τ' ανέμιζε το αεράκι που ερχόταν από το βουνό. Παρακάτω σ' ένα στρογγυλό ξέφωτο, μαζεύονταν για λίγη συντροφιά οι χωριανοί. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν τρεις φιγούρες αλλιώτικες, μια γυναίκα μεγάλη με δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι πολύ διαφορετικοί από τους άλ­λους της συντροφιάς. Η μεγάλη γυναίκα ήταν η μητέρα μου, το κο­ρίτσι ήμουν εγώ και το αγόρι ο αδελφός μου.

Η μητέρα μου μια κυρία πανέμορφη, αρχοντικιά, ντυμένη απλά, αναδείκνυε μια μοναδικότητα. Με ωραίο παράστημα, πρόσω­πο καλοσυνάτο, με μάτια γελαστά ακόμα και όταν δεν γελούσε. Αγκάλιαζε όλη την παρέα μ' ευπροσήγορη καταδεκτικότητα. Ήμα­σταν και οι τρεις μας στο επίκεντρο της συντροφιάς. Θυμάμαι η μητέρα μου φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα, με άσπρο γιακά που το πλούμιζε με την ομορφιά της. Ήταν σαράντα πέντε χρονών περί­που μ' εμφα­νέστατα τα ίχνη της παρωχημένης καλλονής. Δίπλα της καθόμουν εγώ, ένα κορίτσι δεκατριών χρονών με διάπλαση έφηβης, με καστα­νά πλούσια μαλλιά πλεγμένα σε δύο χοντρές πλεξούδες. Αστραπο­βολούσα, παίρνοντας δανεική λίγη από την ακτινοβολία της μη­τέρας μου, με τη δροσιά μου παραπανίσια να με κάνει πιο όμορφη. Στο άλλο πλάι καθόταν ο αδελφός μου, ένα δεκάχρονο αγόρι λίγο χλωμό. Στεκόταν με πρόσωπο στρυφνό, βασανισμένο γιατί ήταν υποχρεωμένο να μένει αδρανές κάτω απ' το άγρυπνο εν­διαφέρον της μητέρας μας. Αυτό ήθελε να παίξει μα το κρατούσε, ίσως με κάποιο φόβο για κάτι αόριστο που τη βασάνιζε. Ήταν όμορ­φο αγόρι ο αδελφός μου, πανομοιότυπο της μητέρα μας, μα γένους αρ­σενικού. Όλοι στο χωριό ήξεραν ότι αυτό το αρμονικό οικογε­νειακό τρίο είχε πάει να κάνει καλοκαιρινές διακοπές στο βουνίσιο ειδυλλιακό θέρετρο. Άλλωστε εκείνη την εποχή το βουνό τραβούσε τους παραθεριστές πιο πολύ από τη θάλασσα.

Κι ήταν εκείνη η γαληνεμένη ώρα του δειλινού του Ιουλίου μετά τον εσπερινό. Γύρω μοσχοβολούσε η μυρωδιά του σκίνου και του θυμαριού που ερχόταν με το αγεράκι από το τρανό λιθάρι, που δέσποζε πάνωθέ του σαν γρανιτένιος γίγαντας, όπως ένας φύλακας άγγελος για το ανθρώπινο ομάδι, που ρουφούσε τις ευωδιές από τις αλτάνες, με τους βασιλικούς, τις ματζουράνες, τους κατιφέδες, ανα­κατεύοντας ένα σύνθετο κοκτέιλ αρωμάτων που μεθούσε με την κα­θαρότητα της ατμόσφαιρας. Ο ήλιος κατακόκκινος δίσκος αποχαι­ρετούσε εκεί μακριά στο νοητό ορίζοντα το βόρειο ημισφαίριο με μια καληνύχτα στην αόρατη ανοιχτή θάλασσα. Γαληνεμένο απόσπερο. Κάπου από εκεί ψηλά, στο τρανό λιθάρι είχε ξεπροβάλει το μισό κίτρινο φεγγάρι, σαν χρυσή γόνδολα στα κανάλια του στε­ρεώματος. Όλα ειδυλλιακά... ως και τα τσοπάνια από τα πρόβατα που γύριζαν από τη βοσκή χορτασμένα, ηχούσαν σαν μελωδία σε δίσκο με βελόνα ενός πεύκου στο γραμμόφωνο της φύσης. Κι έσμι­γε η μυρωδιά της καβαλίνας με τ' αρώματα της μάνας γης.

Εκεί στη μικρή ραχούλα, με τ' αυτοσχέδια πέτρινα καθίσματα, ήταν ο περίπατος του απόβραδου. Καθόμασταν κουβεντιάζοντας, λέγοντας αστεία για να περάσει η ώρα. Πότε μας σκέπαζε μια αστροφεγγιά μυστηριακά, καθώς οι ίσκιοι μεγάλωναν γύρω μας και γίνονταν γίγαντες, ή μια ολόγιομη φεγγαράδα με το ασημένιο της φως. Τ' αγόρια με τα κορίτσια κάναμε με τις ματιές μυστικές συμ­φωνίες για μελλοντικά ζευγαρώματα.

Μα εκείνο το βράδυ μια μουγκαμάρα είχε πέσει ξαφνικά στην ανομοιογενή παρέα μας. Ήταν σαν κάτι να περιμέναμε ενστικτώδι­κα να συμβεί. Απροσδόκητα από μακριά με την πνοή του ανέμου ακούστηκε ένα τραγούδι. Στην αρχή ήταν κάτι όμοιο με τη μουρ­μούρα από νυχτοπούλια, που από ώρα είχαν αρχίσει το χαβά τους. Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, μα δεν φοβηθήκαμε. Καταλάβαμε πως δεν ήταν Γερμανοί. Εκείνοι ερχόντουσαν τραγουδώντας ανατριχιαστι­κά με τα πολυβόλα τους. Αυτό το τραγούδι που ακουγόταν ήταν αι­σιόδοξο, επικό. Σκορπούσε τη μελωδία του ρυθμικά με τα πατήματα αυτών που το τραγουδούσαν, με φωνές αντρίκειες, συγχρονισμένες, πρωτόγονα μελωδικές. Τα βήματά τους βαριά μα στοργικά πάνω στο χορτάρι. Λες και δεν ήθελαν να το πατήσουν οι αρχάγγελοι της λευτεριάς για να μην το τραυματίσουν.

“Όχι!” φωνάξαμε όλοι, “αυτοί δεν είναι Γερμανοί”. Τα νυχτοπούλια έκοψαν το μονότονο λάλημά τους και ακινητοποίησαν τα ράμφη τους στους σκισμένους βράχους και στα στοργικά φυλλώματα των αιωνόβιων πλατάνων. Και το τραγούδι τράνευε, γινόταν πιο έντονο καθώς κόνταινε. Γεμάτο λεβεντιά, χωρίς άλτ, έκανε τα κλαδιά των δέντρων να χορεύουν, να λυγίζουν με τον άνεμο για να κάνουν υποκλίσεις στους λεβέντες που διάβαιναν. Μαζί με το τραγούδι τους κρατούσαν και τα ντουφέκια τους. Με αυτά σήκωναν ψηλά με τα χέρια τους τη λευτεριά της πατρίδας. Με κυκλικές παρελάσεις στα πέτρινα δρομάκια του χωριού, έδιναν ρυθμό στο τραγούδι τους οι χοντρές τους αρβύλες, και τα πατήματα των αλόγων τους πέταγαν σπίθες πάνω στο λιθόστρωτο δρόμο. Τα μέτωπα τους σκέπαζαν τα καπέλα τους με μοναδικά διακριτικά “ΕΛΑΣ” σε μια ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων. Ανέπνεαν και άνθιζαν χαμόγελα που έκλειναν το μέλλον της Ελλάδας γεμάτα ελπίδες. Ήταν σαν να έλεγαν μελωδικά: “Αγαπηθείτε, Ενωθείτε, Πολεμήστε...”.

Συγκεντρωθήκαμε στη μικρή πλατεϊτσα κάτω από το ξέφωτο, όπου εκεί εμείς το ανθρώπινο ομάδι περνούσαμε τις γαληνεμένες ώρες του δειλινού. Το σκοτάδι είχε πέσει για καλά και μόνο η αστροφεγγιά φώτιζε τους σύγχρονους ήρωες, που στάθμευσαν την πορεία τους. Με μιας σηκωθήκαμε όλοι και κατηφορίσαμε φωνάζοντας: “Αντάρτες, αντάρτες του ΕΛΑΣ”. Είχαμε τώρα τις απαντοχές μας με τον απελευθερωτικό στρατό τους. Και όλα άλλαζαν. Έμοιαζαν μυθική χώρα, μια αναδυόμενη Αντλαντίδα.

Μαζί τους έτρεξα κι εγώ με τον αδελφό μου, που είχαμε απαγκιστρωθεί θεληματικά από την επιτήρηση της μητέρας μας. Τρέχαμε και εμείς να ανταμώσουμε το μεγάλο γεγονός εκείνης της μαγικής βραδιάς, να το ζήσουμε με την ένταση του αναπάντεχου.

Στη μέση του δρόμου, ένας αντάρτης που είχε ξεστρατίσει από τους άλλους βιαστικός έτρεξε προς τη μεριά μας, μας αγκάλιασε και μας φίλησε. “Πού είναι η μαμά;” μας ρώτησε. Τότε όλοι κατάλαβαν τη μυστική μας ταυτότητα. “Μπαμπα! Μπαμπα!” φώναξε ο αδελφός μου και έπεσε στην αγκαλιά του. Εκείνος τον σήκωσε ψηλά και τον έβαλε να καθίσει στη σέλα του αλόγου του. Στο μεταξύ εγώ τον κοιτούσα εκστασιασμένη. Ναι, ήταν ο πατέρας μου, ο αρχηγός. Πάνω σ' ένα ντορή Ουγγαρέζικο άλογο έμοιαζε με μικρογραφία γίγαντα. Φορούσε τη στολή του τσαλακωμένη από τις πορείες και τις μάχες, με τα διακριτικά του βαθμού του, που όμως φάνταζε με λαμπρή πανοπλία στρατηλάτη. Στο κεφάλι του με τα λιγοστά άσπρα μαλλιά φορούσε έναν κόκκινο μπερέ με τ' αρχικά γράμματα Ε.Λ.Α.Σ (Εθνικός, Λαϊκός, Απελευθερωτικός, Στρατός). Στο πρόσωπό του έλαμπαν δύο φλογερά μάτια, σαν κάρβουνα πυρωμένα. Ξέχυναν τη λάμψη τους να διαλύσουν τα σκοτάδια. Έσκιζαν με τις αστραπές τους τον ουρανό της σκλαβιάς, να διαλύσουν την αντάρα, για να' ρθει η λιακάδα με την ξαστεριά της λευτεριάς. Γεμάτος σιγουριά με τα παλικάρια που τον ακολουθούσαν, αποφασισμένοι για την τελική νίκη. Ρίγησα σύγκορμη. Μια περηφάνια με κυρίευσε για αυτόν τον μεγάλο άνθρωπο, τον αρχηγό. Αυτός που ήταν ο πατέρας μου".



 

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Ο.Ελύτης"Πώς να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη...”-Λόγος με temp...


Ένα ταξίδι στην ποίηση και τη λογοτεχνία με τη μελωδία των κοχυλιών... "Πώς να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη...”(Ήλιος ο πρώτος).Ο.Ελύτης

Μαίρη Τριβιζά-Εικαστικός- Μια μικρή παρουσίαση του έργου της.



"Οι ζωγραφικοί πίνακες έχουν μια

δική τους ζωή που πηγάζει από την

ψυχή του καλλιτέχνη" Β.Βαν Γκόγκ

Αυτή η κουβέντα του Βάν Γκόγκ ηχεί στ' αυτιά μου κάθε φορά που αντικρίζω ένα ζωγραφικό πίνακα της Μαίρης Τριβιζά.Ίσως γιατί έχει έναν μοναδικό τρόπο να δίνει σε κάθε ζωγραφιά της τη

δική της ανάσα και να γράφει τη δική της ιστορία.Κάθε φορά η Μαίρη Τριβιζά μέσα απ' τις εσωτερικές διαδρομές της,τις αγωνίες και τις παύσεις της,γράφει-ζωγραφίζει και ένα μονόπρακτο...

που αν ενώσεις όλα τα βήματά τους είναι σίγουρο πως θα σε βγάλουν σε όλα εκείνα τα ξέφωτα, τα ξάγναντα που φωνάζουν ΖΩΗ!

Στη Μαίρη τη φίλη απ' τα χρόνια της αθωότητας

Τρυφερά κι αγαπημένα

Βάνα Σμπαρούνη