Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Οι θησαυροί του Εθνικού Αρχαιολογικού μουσείου και πώς σώθηκαν από τους ναζί


Έχει ποτέ κανείς αναρωτηθεί πως σώθηκαν οι αρχαιότητες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου,όλοι αυτοί οι θησαυροί από τους ναζί; Πώς βρίσκονται στη θέση τους και δεν χρειάζεται να ταξιδέψουμε μέχρι το Βερολίνο για τα τους θαυμάσουμε;Τι έκανε το υπουργείο Παιδείας, που ήταν αρμόδιο τότε και για τον Πολιτισμό, για την προστασία των αρχαιοτήτων; Επειδή ήταν επισφαλής αλλά και αδύνατη η μεταφορά των αρχαιοτήτων, τι σκέφτηκαν να κάνουν; Μήπως να μετατρέψουν το μουσείο σ' ένα εργοτάξιο; Ποιο ήταν το σύνθημα, το παράγγελμα όταν κάποιο έκθεμα ήταν έτοιμο να σηκωθεί απ' το βάθρο του; Πόσο καιρό πήρε αυτή η επιχείρηση διάσωσης; Στις 27 τ'Απρίλη του 1941 οι ναζί κατέλαβαν την Αθήνα και πρώτη τους δουλειά ήταν να πάμε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Προς έκπληξή τους διαπίστωσαν ότι παραλάμβαναν ένα άδειο κτίριο. Ούτε ένα ίχνος δεν υπήρχε απ΄τους χιλιάδες θησαυρούς του. Τελικά, αν δεν υπήρχε η ηρωική αυτή προσπάθεια των αρχαιολόγων και των εργατών εμείς σήμερα δεν θα μπορούσαμε να θαυμάσουμε κανένα απ' αυτούς.



Το παρακάτω κείμενο είναι από την https://www.efsyn.gr/

Πώς σώθηκαν οι θησαυροί του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από τους ναζί

Ιωάννα Σωτήρχου

Αμέσως μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 το προσωπικό του μουσείου θέλησε να προφυλάξει τα σπάνια εκθέματα, φοβούμενο για την τύχη τους από πιθανούς βομβαρδισμούς. Επειδή ήταν δύσκολο να μεταφερθούν τα ογκώδη αγάλματα, αρχαιολόγοι, φύλακες, γλύπτες, εργατοτεχνίτες και συντηρητές σκέφτηκαν να ανοίξουν ορύγματα κάτω από τα δάπεδα του κτιρίου και τα έθαψαν εκεί με ασφάλεια έπειτα από επίμοχθη δουλειά έξι μηνών ● Ηρωική ήταν η προσπάθεια για την πλήρη προστασία των αρχαιοτήτων σε όλα τα μουσεία της χώρας, Δελφούς, Ολυμπία, Κρήτη, μας είπε η Μαρία Λαγογιάννη κατά την ξενάγηση στο πλαίσιο της δράσης «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη».
Εχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς διασώθηκαν οι αρχαιότητες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της χώρας; Με ποιον τρόπο οι θησαυροί του πολιτισμού αυτού του τόπου βρίσκονται στη θέση τους, αντί, λόγου χάρη, να χρειάζεται να ταξιδέψουμε ώς το Βερολίνο για να τα θαυμάσουμε;
Σε αυτή την ιστορία της απόκρυψης ήταν αφιερωμένες οι ξεναγήσεις, από τους αρχαιολόγους Μαρία Χιδίρογλου και Κώστα Πασχαλίδη, που πραγματοποίησε το μουσείο, συμμετέχοντας έτσι στις δράσεις τού «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη». Τις παρακολουθήσαμε, συζητήσαμε με τη διευθύντρια του μουσείου Μαρία Λαγογιάννη και σας μεταφέρουμε τι συνέβη σε ακόμη ένα σημείο της πόλης όπου η Κατοχή αλλά και η Αντίσταση των ανθρώπων άφησαν τα αποτυπώματά τους.
Ήταν αμέσως μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1940, που η τύχη των αντικειμένων του μουσείου απασχόλησε το προσωπικό του και ξεκίνησαν οι εργασίες προφύλαξής τους. Δεν ήταν μόνο τα σακιά με άμμο που στήθηκαν στον εξωτερικό περίβολο του κτιρίου, αλλά απασχολούσε κυρίως η δυσκολία τού να μεταφερθούν με ασφάλεια τα μνημειώδη αγάλματα και τα χιλιάδες εκθέματα με τον περιορισμό των μέσων που επέβαλαν η εποχή και οι συνθήκες.
Λίγες μέρες αργότερα, τον Νοέμβριο, που το υπουργείο Παιδείας, αρμόδιο τότε για τον Πολιτισμό, έστειλε εγκύκλιο τεχνικών προδιαγραφών απόκρυψης αρχαιοτήτων σε όλα τα μουσεία για τους βομβαρδισμούς, κάνοντας λόγο για την επιλεγμένη προστασία των πιο πολύτιμων από τα έργα, στο Αρχαιολογικό όλοι οι εργαζόμενοι πήραν φωτιά.
Η απόφασή τους ήταν να περισώσουν όλα τα εκθέματα. Στόχος τους, να μην αφήσουν καμία αρχαιότητα στα χέρια του εισβολέα.
Η μεταφορά των αγαλμάτων ήταν επισφαλής και αδύνατη. Γι’ αυτόν τον λόγο αρχαιολόγοι, φύλακες, γλύπτες, εργατοτεχνίτες και συντηρητές δούλεψαν νυχθημερόν στις πλέον αντίξοες συνθήκες.
Τι σκέφτηκαν; Να ανοίξουν ορύγματα κάτω από τα δάπεδα του ίδιου του μουσείου ώστε να τα θάψουν εκεί για ασφάλεια. Ετσι, το μουσείο μετατράπηκε σε εργοτάξιο.

«Βάλε φωτιά»


Κι αν το σύνθημα στο μέτωπο ήταν «Αέρα», στο μουσείο ήταν «βάλε φωτιά»: αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούσε ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης ως παράγγελμα όταν τα γλυπτά ήταν έτοιμα για την επιστροφή τους στη γη. Για να ολοκληρωθεί η μετακίνηση των δεμένων θεών, που με την τροχαλία είχαν σηκώσει από το βάθρο τους, είχαν σύρει μέχρι το σκάμμα και απέμενε η κατάβασή τους, στις ίδιες αίθουσες στις οποίες προηγουμένως εκτίθεντο.
Μαθαίνουμε για όλα αυτά από τα γραπτά της σπουδαίας κυρίας της αρχαιολογίας, της Σέμνης Καρούζου, πολύτιμη μαρτυρία που επικαλούνται οι σημερινοί συνάδελφοί της. Η περιήγηση μας οδηγεί στα εμβληματικά γλυπτά, στους χώρους όπου έγινε η απόκρυψή τους από τον Νοέμβριο του 1940 ώς τον Απρίλιο του 1941 που μπήκαν οι Γερμανοί ναζί στην Αθήνα. Δίπλα τους εκτίθενται τα ψηφιοποιημένα φωτογραφικά ντοκουμέντα από το Αρχείο του μουσείου.
Οι εκθεσιακοί χώροι πριν από τον πόλεμο, οι εργασίες κατάχωσης των αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η προετοιμασία των γλυπτών.
Ο Κούρος του Σουνίου από το 600 π.Χ. δεμένος με σκοινιά χιαστί στο στήθος, να κρέμεται από την τροχαλία ανάμεσα στα ξύλινα στηρίγματα για την επιχείρηση κατάβασης, ο εμβληματικός γενειοφόρος θεός, Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, από τα μοναδικά χάλκινα της κλασικής περιόδου, ακουμπισμένος ανάσκελα, τυλιγμένος με πισσόχαρτα για προστασία από την υγρασία -κάπου εδώ ακούσαμε ότι κάτω από την Πατησίων κυλά το ποτάμι Κυκλοβόρος-, ένας μεγάλος λάκκος με πολλά σημαντικά γλυπτά στο εσωτερικό του, αγάλματα που στέκονται και είναι φανερό ότι δεν αποτελούν πια εκθέματα, έτσι αμήχανα παρατεταγμένα όπως αποτυπώνονται στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε αναμονή, σαν «άνθρωποι σε διαδήλωση ή στα κρατητήρια», σύμφωνα με τη μαρτυρία του ακαδημαϊκού Σπύρου Ιακωβίδη, πρωτοετούς φοιτητή το 1940, που συμμετείχε στις εργώδεις εργασίες απόκρυψης.

Συλλογική δουλειά και ευθύνη

Το ιδανικό καταφύγιο

Τεράστιοι λάκκοι, ξύλινα δοκάρια για την υποστήριξη των τοιχωμάτων και τη διευκόλυνση της μεταφοράς των βαριών γλυπτών, τροχαλίες, σκοινιά και γύψοι για την εξωτερική προστασία περίτεχνων γλυπτών, όπως το σύμπλεγμα της Αφροδίτης, του Πάνα και του Ερωτα από τη Δήλο, εργαλεία, πισσόχαρτα και κιβώτια, τσουβάλια άμμου, κουβάδες χώμα, σκόνη. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι βρίσκεσαι στους ίδιους χώρους.
Η δουλειά σε βάρδιες δεν σταμάτησε λεπτό. Αρωγός, η γνώση ότι κάτω από τα δάπεδα υπήρχαν επιχώσεις τις οποίες έσκαψαν δημιουργώντας ιδανικά καταφύγια για τους θησαυρούς. Τα αρχαία ελληνικά γλυπτά, αφιερωμένα σε ιερά ή ανεγερμένα σε τάφους επιφανών πολιτών της εποχής τους, πειστήρια για την ύπαρξη πολιτισμού για χιλιετίες σε τούτον τον τόπο, επέστρεψαν έτσι στο χώμα.
«Εκεί όπου ανήκουν»: αυτή ήταν και η απάντηση στο ερώτημα των Γερμανών «πού βρίσκονται τα αρχαία». Είχαν περάσει μόλις δύο μήνες από τον Απρίλιο του ‘41 και την κατάληψη της πρωτεύουσας από τα ναζιστικά στρατεύματα, όταν, τον Ιούνιο, ο προϊστάμενος της υπηρεσίας προστασίας μνημείων τέχνης των στρατευμάτων κατοχής Χανς Ούλρικε φον Σόνεμπεργκ επισκέφτηκε το μουσείο, με μια λίστα 103 γλυπτών, ζητώντας την παράδοσή τους.
Το βρήκε άδειο. Ή μάλλον όχι και τελείως άδειο, γιατί το πάτωμα καλύφθηκε όπως όπως και το μουσείο άλλαξε χρήση, φιλοξενώντας διάφορες κρατικές υπηρεσίες που μετακόμισαν εκεί μετά την επίταξη διαφόρων κτιρίων: έτσι στέγασε το ταχυδρομείο, την υπηρεσία πρόνοιας στην αίθουσα των αγγείων στον πρώτο όροφο, μία αίθουσα είχε δοθεί στην κρατική ορχήστρα για τις πρόβες της, σε άλλη βρήκε στέγη το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, κάποιοι χώροι καλύφθηκαν από έργα της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ στο ισόγειο λειτούργησαν για κάποιο διάστημα τα συσσίτια της Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, με τα ταβάνια να είναι ακόμη μαυρισμένα από τα καζάνια.

Πολύτιμα μικροαντικείμενα

Ομως η 6μηνη επιχείρηση διάσωσης δεν αφορούσε μόνο τα βαρύτιμα γλυπτά. Τα πολύτιμα μικροαντικείμενα μαζεύτηκαν σε κιβώτια, τα κοσμήματα πήγαν στο θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος, συντάχθηκαν πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής και έγινε συστηματική εργασία καταγραφής από τα σωστικά συνεργεία.
35 κιβώτια ετάφησαν στο σπήλαιο Εννεάκρουνου και 22 βρήκαν καταφύγιο στη φυλακή του Σωκράτη. Πολλά πήλινα μικροαντικείμενα, ειδώλια και αγγεία διαφόρων διαστάσεων εγκιβωτίστηκαν και καλύφθηκαν με άμμο 5-6 μέτρων και ετάφησαν στα υπόγεια της οδού Τοσίτσα.
Μπορεί οι προφυλάξεις για τους βομβαρδισμούς να λειτούργησαν αποτρεπτικά και για τη σύληση του μουσείου, ωστόσο ήταν μετά την Απελευθέρωση που κινδύνεψε σοβαρά. Καθώς στον Εμφύλιο είχε μετατραπεί σε αρχηγείο των ανταρτών, δέχτηκε «συμμαχικές» οβίδες από τις βρετανικές δυνάμεις που μαζί με τις στρατιωτικές δυνάμεις τής τότε κυβέρνησης είχαν πολυβολείο στον Λυκαβηττό.
Οβίδες και θραύσματά τους βρέθηκαν στις εσωτερικές αυλές του μουσείου, ίχνη τους στους τοίχους, ενώ μια οβίδα γκρέμισε και την οροφή του.
Οι περιπέτειες δεν τελείωσαν ούτε με την εσπευσμένη επαναλειτουργία του το 1947, καθώς στη συνέχεια προοριζόταν για... δικαστικό μέγαρο, κάτι που απεφεύχθη ύστερα από μεγάλο αγώνα.
Η αποκατάσταση των εκθεμάτων αρχίζει μεσούντος του Εμφυλίου το 1946: οι εργασίες ήταν πάλι πυρετώδεις για να ξεθαφτούν από τους λάκκους όπου ήταν φυλαγμένα, να απομακρυνθεί το χωμάτινο κέλυφός τους και να είναι έτοιμα να εκτεθούν. Τακτοποίηση που αποδείχτηκε εξίσου δύσκολη, αφού πολλές καρτέλες είχαν χάσει το μελάνι τους, τα χαλκά είχαν ενεργή οξείδωση, είχαν χαθεί αριθμοί και δεν ήταν εύκολη η ταυτοποίησή τους.

Η περιγραφή του Γ. Σεφέρη

Στο ημερολόγιό του, στις μέρες για το 1946, ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφει την επίσκεψή του το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στις 4 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια των εργασιών.
Το πώς τα ξεθάβουν, άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά, το πώς «σε μια από τις παλιές μεγάλες αίθουσες οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και με αξίνες το δάπεδο. Θα μπορούσε να είναι ένας όποιος τόπος ανασκαφών. Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης φαίνονται από τη μέση και πάνω γυμνά φυτεμένα στην τύχη. Το μπράτσο κάποιου υπερφυσικού θεού, μια γυμνή γυναίκα που μου γυρίζει την πλάτη ήταν καπελωμένη με ένα γκρίζο καλάθι εργάτη που άφηνε να φαίνονται μόνο τα γελαστά της καπούλια. Ηταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων. Μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά. Αλλού αγάλματα ξαπλωμένα, ανάγλυφα στημένα ανάποδα (...) ο μπρούτζινος Δίας ξαπλωμένος πάνω σε μια κασέλα σαν ένας κοινός κουρασμένος εργάτης...».




Η κ. Χιδίρογλου μας διαβάζει το σχετικό απόσπασμα, που ταυτόχρονα καταγράφει τη συγκίνηση των εργαζομένων που κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για τη σωτηρία και αποκάλυψη των εύθραυστων αρχαιοτήτων, μπροστά στη φωτογραφία της απόκρυψης ενός τεράστιου αγγείου γεωμετρικής περιόδου με το τότε προσωπικό του μουσείου.
«Πολλοί εργαζόμενοι απουσιάζουν στις εργασίες αποκατάστασης, μάλλον δεν επέζησαν...», μας πληροφορεί συγκινημένη, μνημονεύοντας μερικά ονόματα εργατοτεχνιτών.
Ο κ. Πασχαλίδης τονίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος, πως όλα γίνονταν με κρατημένη την ανάσα καθώς οποιοσδήποτε κραδασμός μπορεί να ανοίξει ρωγμή, να αποκολλήσει κάτι ή να δημιουργήσει «σωματικές βλάβες» στις αρχαιότητες - και αυτό ήταν το μέλημα των ανθρώπων στην απόκρυψη, γιατί ήξεραν ότι αν βιαστούν ή αν κάνουν λάθος, οι πράξεις τους θα είχαν συνέπειες πάνω στα ίδια τα εκθέματα που «σωματοποιούν τις βλάβες», είναι τόσο εύθραυστα και είναι πολύ εύκολο να ανοίξουν στις συγκολλήσεις. Και είναι άθλος ότι δεν έχουν διαπιστωθεί βλάβες από εκείνη την εποχή.
Για αυτά πολεμήσαμε»

Η ηρωική προσπάθεια για την πλήρη προστασία όλων των αρχαιοτήτων αφορούσε όλα τα μουσεία της χώρας σε Δελφούς, Ολυμπία, Κρήτη, μας λέει η κ. Λαγογιάννη, αναφερόμενη στην άρνηση συνεργασίας τού τότε επικεφαλής του μουσείου στην Κρήτη, που βρισκόταν υπό την απειλή όπλου, «με το πιστόλι στον κρόταφο».
Και κάπως έτσι παρέμειναν αλώβητες οι αρχαιότητες, ο πλούτος και η κληρονομιά του λαού μας, που σε κάθε φάση της Ιστορίας έδινε αξία σε αυτήν: από τη φράση του οπλαρχηγού στον ξεσηκωμό του 1821 «για αυτά πολεμήσαμε», μέχρι τον πολιτικό που πίεζε να γίνει η επανέκθεση των αποκατεστημένων θησαυρών μετά την απελευθέρωση, γιατί «τα παιδιά μας μεγάλωσαν χωρίς μουσεία».
Αυτά τα αγάλματα, καθώς μάλιστα ήταν καμωμένα για μνημεία σε υπαίθριους χώρους, έχουν δει πολλά. Στους πολέμους και τους θρησκευτικούς διωγμούς οι άνθρωποι από την αρχαιότητα έκαναν το ίδιο: τα επέστρεφαν στη μήτρα, τα έκρυβαν στη γη, και ο αρχαιολόγος κάνει μνεία στην τρυφερότητα ακόμη και αυτής της πράξης, στον τρόπο θαψίματος, όταν απλά τα πλάγιαζαν και τα έβαζαν αντικριστά, «τα βάζανε αγκαλιά να κοιμούνται», για να τα φυλάξουν για τις επόμενες γενιές, χωρίς ποτέ να γνωρίζουν αν θα ζήσουν οι ίδιοι για να τα ξεθάψουν και να τα ξαναδούν.
Τι μένει από αυτή την εποποιία; Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα υπάρχουν 11.000 εκθέματα και πάνω από 200.000 αντικείμενα βρίσκονται στις αποθήκες του.
Για την κ. Λαγογιάννη, το ότι «στις κρίσιμες στιγμές ο πολιτισμός, η κοινή μας κληρονομιά που όλους μάς ενώνει, μας δίνει κουράγιο και επιστρέφουμε σε αυτόν σε καιρούς κρίσης, γυρίζουμε στις ρίζες μας», λέει στην «Εφ.Συν.», τεκμηριώνοντας την άποψή της καθώς οι 300.000 επισκέπτες του 2013 πέντε χρόνια μετά είχαν σχεδόν διπλασιαστεί.
Για την κ. Χιδίρογλου το ότι πρόκειται για την εποποιία μιας συλλογικής δουλειάς και ευθύνης που έφερε εις πέρας με αυταπάρνηση σύσσωμο το προσωπικό του μουσείου, που αποδεκατίστηκε με τον λιμό και τις κακουχίες της Κατοχής, «είναι θέμα ανθρώπων, ομάδας και ομοψυχίας, με το «βάλε φωτιά» σίγουρα παίρνανε φωτιά και οι ίδιοι».
Για τον κ. Πασχαλίδη είναι βέβαιο ότι την κρίσιμη στιγμή υπάρχει η ετοιμότητα να επαναληφθεί το ίδιο αν χρειαστεί, ωστόσο «αυτή η ιστορία δεν συνέβη για να την αφηγούμαστε, αλλά για να προσέξουμε εκείνα που δεν πρέπει να επαναληφθούν».





Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Κάθε φράση και μια ιστορία

φωτό:https://seleo.gr/
Κάθε φράση και μια ιστορία...Ναι, μια ιστορία που την κουβαλάει από  παλιά, πολύ παλιά...












Αλήθεια έχετε ποτέ αναρωτηθεί ποια είναι η ιστορία της φράσης "Άρτζιμπούρτζι και λουλάς"; Μήπως από κάποιο μεσαιωνικό ουσιαστικό; Η φράση "Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή  ο κόπανος" μήπως σε κάποιον Αλβανό κύριο φοροεισπράκτορα Κιουλάκ Βογιατζή; Και η φράση "Τα ίδια Παντελή μου, τα ίδια Παντελάκη μου" σε ποιον οφείλεται; Σίγουρα σε κάποιον κύριο, αλλά σε ποιόν; Τι ρόλο έπαιξαν οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές επί εποχής Όθωνα ώστε να βγει η φράση "Σιγά τον πολυέλαιο" 

Αρτζιμπούρτζι και λουλάς
Προέρχεται από το μεσαιωνικό ουσιαστικό αρτσιβούριον, κι αυτό από το αρμενικό arats-havoth = μηνυτής, αγελιαφόρος. Αναφέρεται στην πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, στη διάρκεια της οποίας οι Αρμένιοι ακολουθούν αυστηρότατη νηστεία Οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν με εχθρότητα αυτή τη συνήθεια, μάλιστα η μονή Μάμαντος επέμενε στην κατανάλωση αυγών και τυριού κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, για να διαχωριστεί από την αίρεση των Αρτζιβουρίων.
Η λέξη κατέληξε να γίνει συνώνυμη με την αταξία και την πλήρη ακαταστασία, γιατί οι Βυζαντινοί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την καθιέρωση αυτής της νηστείας, το έκαναν με πολλούς και συχνά παράλογους τρόπους με αποτέλεσμα να επικρατήσει σύγχυση. Αργότερα στο αρτζιμπούρτζι προστέθηκε η λέξη λουλάς για να ενταθεί εκφραστικά η σύγχυση.

πηγή:http://tisimainei.blogspot.com/
Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…
ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα
έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.
Βγήκε ασπροπρόσωπος
Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν έναν συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει.
Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει.  Όταν με τον καιρό
επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ότι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα. 
Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα.Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα. Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος». Αυτή είναι μια από τις επικρατέστερες εκδοχές, απ’ την οποία έμεινε ηφράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», που την λέμε σήμερα, όταν κάποιος βγαίνει αλώβητος από μια δοκιμασία, μια δύσκολη περιπέτεια, ένα μπλέξιμο. Λέμε επίσης και «τον έβγαλε ασπροπρόσωπο», εννοώντας πως κάποιος δικαιώνει κάποιον άλλον που πίστεψε σ’ αυτόν.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή ο κόπανος
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός
φοροεισπράκτορας, που γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου
ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα. 
Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες. Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι, πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση «Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος», που τη λέμε συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από τον Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανό του.
Πλήρωσε τα μαλιά της κεφαλής του
Οι φόροι πριν από τον 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους φόρους, υπήρξε και ένας τον οποίον πλήρωνα όσοι είχαν μακρυά…μαλλιά! Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (ραγιάς=υπόδουλος εκ της τουρκικής λέξεως “raya”) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από τον τελευταίο αυτόν φόρο, έμεινε παροιμιώδης η φράση «Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του», την οποία λέμε σήμερα για κάτι που πληρώνουμε πολύ ακριβά. 
Σιγά τον πολυέλαιο!
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ’ Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον
τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του ‘21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός
ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι
το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντάς το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και
κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».


Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!». Έτσι προέκυψε και η αντίστοιχη παροιμιώδης φράση, η οποία υποδηλώνει μια κατάσταση, συνήθως ανεπιθύμητη, η οποία παραμένει αμετάβλητη.
τα ίδια Παντελάκη μου.... 
Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε
Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που
γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
– Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό
φούρνους…
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
– Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!
– Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά; Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε», ή «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε» που τη λέμε σήμερα, άγνωστο γιατί, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.
Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον…δανείσει! Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του,πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει."Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει!" απάντησε ο προεστός του χωριού.  Όπως λένε,αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσιανείναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί».
πηγή:https://ex-amaxis.gr/










Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Πώς ήταν ο γάμος στην Αρχαία Ελλάδα...!






















Αλήθεια πως ήταν ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα;. Σε ποια ηλικία θα έπρεπε να βρίσκεται η γυναίκα ώστε να παντρευτεί; Γινόταν δημόσια γνωστή η βούληση του πατέρα να παντρέψει την κόρη του; Ποια έπρεπε να ήταν η διαφορά ηλικίας μεταξύ της νύφης και του γαμπρού; Ποιόν μήνα προτιμούσαν οι Αθηναίοι να παντρεύονται; Τι ήταν τα "μείλια;" Πόσες γαμήλιες τελετές είχαν;Ο γάμος σε τι αποσκοπούσε; Και στην αρχαία Σπάρτη οι κοπέλες σε ποια ηλικία ήταν ώριμες να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά; Οι μελλόνυμφοι είχαν καμιά σχέση πριν παντρευτούν; Ποιος ήταν ρόλος της προξενήτρας εκτός από το να φέρει το προξενιό; Η Σπαρτιάτισσα ήταν υποχρεωμένη να δώσει προίκα; Τι περιελάμβανε η προετοιμασία της νύφης και ποιο ήταν το ντύσιμό της; Άραγε ίσχυε η μονογαμία;





Αρχαία Ελλάδα

Αρχαϊκοί χρόνοι

Η γυναίκα στους Αρχαϊκούς χρόνους για να παντρευτεί έπρεπε να βρίσκεται στην εφηβική ηλικία. Αφού γνωστοποιήτο δημόσια η βούληση του πατέρα να παντρέψει την κόρη του, έρχονταν οι υποψήφιοι γαμπροί στο σπίτι της νύφης κομίζοντας δώρα στη νύφη και στον πατέρα της. Φιλοξενούνταν και συμμετείχαν σε γεύμα. Επρόκειτο για μια πρώτη φάση γνωριμίας και συναγωνισμού μεταξύ των υποψήφιων γαμπρών. Όταν ο πατέρας επέλεγε τον μελλοντικό γαμπρό του, ο τελευταίος έδιδε δώρα στον πεθερό του. Και ο πεθερός έδινε προίκα, τα ‘’μείλια’’. Πραγματοποιείτο ένα συμπόσιο πριν την μεταφορά της νύφης από το πατρικό της στο σπίτι του συζύγου της, συμπόσιο που ονομαζόταν ‘’ειλαπίνη’’. Η μεταφορά της νύφης στη νέα εστία της, γινόταν με άρμα και τιμητική συνοδεία, τουλάχιστον στις πλούσιες οικογένειες. Για τη μεταφορά της νύφης, επιλέγονταν ιδιαίτερα ευνοϊκές ημέρες του μήνα και ο Ησίοδος συμβουλεύει να γίνονται την τέταρτη αυτού.

Αρχαία Αθήνα]

Η διατύπωση της γαμήλιας τελετής στην αρχαία Αθήνα ήταν: - ‘’Δίδω αυτή τη γυναίκα για την αναπαραγωγή νόμιμων παιδιών’’ -‘’Δέχομαι’’ -Και (π.χ) τρία τάλαντα προίκα -Είμαι ικανοποιημένος.
Ο γάμος θεωρείτο τελεσμένος με την καταβολή προίκας.Συνήθως η νύφη ήταν 12-16 ετών και ο γαμπρός 24-30, δηλαδή η μεταξύ τους διαφορά ήταν 12-14 χρόνια.
Ένας σημαντικός παράγοντας για το γάμο σε τόσο νεαρή ηλικία ήταν και η ανησυχία για την εγγύηση της αγνότητας της νύφης.

Τελετουργικό

Το τελετουργικό του γάμου στην αρχαία Αθήνα συνίστατο στη μετάβαση της αρραβωνιασμένης από το σπίτι του πατέρα της στο σπίτι του άντρα της. Οι καθιερωμένοι θρησκευτικοί τύποι δεν αποσκοπούσαν στην αισθητοποίηση της ψυχικής ένωσης των παντρεμένων αλλά ήταν προσανατολισμένες στην υλική ευημερία της οικογένειας και την γονιμότητα της γυναίκας.
Οι Αθηναίοι προτιμούσαν να παντρεύονται στον μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριο) οπότε εορταζόταν και ο γάμος του Δία και της Ήρας. Οι γαμήλιες τελετές ήταν τρεις: τα προτέλεια ή προαύλεια ο κύριος γάμος και τα επαύλεια. Στα ’’προτέλεια’’ η κόρη εγκατέλειπε τη ζωή του κοριτσιού, αφιερώνοντας τα παιχνίδια της στην Άρτεμη. Ακολουθούσε θυσία στον Δία τέλειο, στην Ήρα τελεία, στην Αφροδίτη, στην Πειθώ, στην Άρτεμη, στις Νύμφες, και στις Μούσσες. Την ίδια ημέρα γινόταν και το λουτρό της νύφης και του γαμπρού, αφού συνοδεία μετέφερε το νερό από την πηγή ή το ποτάμι της πόλεως (πηγή Καλλιρρόη). Η ευχή για παιδοποιία συνόδευε το λουτρό του γαμπρού την ημέρα του γάμου τα σπίτια της νύφης και του γαμπρού ήταν στολισμένα με στεφάνια από φύλλα ελιάς και δάφνης. Γεύμα παρέθετε ο πατέρας της νύφης και παρακάθονταν σε αυτό η νύφη σκεπασμένη με πέπλο μαζί με τις γυναίκες. Ανάμεσα στους καλεσμένους κυκλοφορούσε ένα παιδί με τους δύο γονείς του στη ζωή και μοίραζε ψωμί στους συνδαιτυμόνες επαναλαμβάνοντας κάθε φορά τη φράση, ‘’ξέφυγα από το κακό και βρήκα το καλύτερο’’-ευχή για μία, προς το καλύτερο, μεταβολή της ζωής. Η νύφη ήταν ντυμένη με φορέματα διάδημα και πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπο, και ο γαμπρός ντυμένος με λευκά και στεφανωμένος. Τα εδέσματα που καταναλώνονταν στο γάμο ήταν μεταξύ άλλων κρέας και κρασί, και για γλυκό ένα παρασκεύασμα από αλεύρι, μέλι και σουσάμι, σύμβολο αφθονίας και γονιμότητας. Ο γάμος επικυρωνόταν από τη στιγμή που ο γαμπρός έπιανε τη νύφη από το χέρι.

Νομοθεσία

Ο γάμος στην αρχαία Αθήνα αποσκοπούσε να δώσει απογόνους που θα συνέχιζαν τη λατρεία των θεών. 
Οι σχετικοί με το γάμο νόμοι έγινα πιο αυστηροί το 451/50 με το περί πολιτικών δικαιωμάτων διάταγμα του Περικλή. Έτσι τόσο ο πατέρας όσο και η μητέρα έπρεπε να είναι Αθηναίοι πολίτες. Οι μέχρι τότε νόμιμοι μεικτοί γάμοι έγιναν ελεύθερες παράνομες ενώσεις.
Με τους περί γάμου νόμους αρχικά για τον καθορισμό ενός μόνου έγκυρου τύπου γάμου, ο νόμος αναγνώριζε δικαίωμα νόμιμου γάμου μόνο στους πολίτες και τις πολίτισσες της Αθήνας, με τελικό σκοπό την προστασία της κοινότητας μέσα από τον περιορισμό της ομάδας που αξίωνε τα πολιτικά δικαιώματα.

Δίκαιο

Η δικαιική ρύθμιση του γάμου στην Αθήνα ρυθμιζόταν με την τελετή της εγγύησης (κατά γράμμα, με την τοποθέτηση στο χέρι μιας απόδειξης) που ήταν κάτι πιο πολύ από αρραβώνα. Ήταν μια συμφωνία, ένα προφορικό συμβόλαιο, αλλά επίσημο μεταξύ δύο προσώπων, του μνηστήρα και του ‘’κυρίου της κόρης’’ δηλαδή του πατέρα ή του κηδεμόνα της. Ανταλλάσσουν μια χειραψία και κάποιες τελετουργικές φράσεις. Η μέλλουσα σύζυγος δεν είναι απαραίτητο να παρευρίσκεται σε αυτήν την σύντομη τελετή και ο αρραβωνιασμένος αν είναι ενήλικος να αντιπροσωπεύεται από τον πατέρα του και ενεργεί προσωπικά από τη στιγμή της εγγύησης.

πηγή:https://el.wikipedia.org/

Ο γάμος στην Αρχαία Σπάρτη και η αρπαγή γυναικών



Η τέλεση ενός γάμου στην αρχαία Ελλάδα δεν αποτελούσε προσωπική υπόθεση του ζευγαριού, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν πολιτική υπόθεση. Έτσι, λοιπόν, ο γάμος ήταν υποχρεωτικός και για τους Σπαρτιάτες, καθώς από την ένωση δύο ανθρώπων θα γεννιούνταν οι επόμενοι υπερασπιστές της πόλης.

Ο γάμος για τις Σπαρτιάτισσες

Οι νεαρές Σπαρτιάτισσες παντρεύονταν γύρω στην ηλικία των 18 ετών, σε μια ηλικία δηλαδή που θεωρούνταν κατάλληλες και ώριμες να γεννήσουν και να αναθρέψουν υγιή παιδιά. Η επιλογή του συζύγου δεν γινόταν κατόπιν ελεύθερης επιλογής, αλλά ο γάμος τελούνταν μετά από την αρπαγή της γυναίκας.

Όπως πληροφορούμαστε στον Πλούταρχο -Λυκούργος 15.4-, πριν από το γάμο οι μελλόνυμφοι δεν είχαν καμία σχέση ούτε γνώριζαν ποιον επρόκειτο να παντρευτούν. Τότε, τη μελλόνυμφη την άρπαζε μια «νυμφεύτρια», δηλαδή μια προξενήτρα, και την προετοίμαζε για την πρώτη νύχτα του γάμου.

«Ἐγάμουν δέ δι’ ἁρπαγῆς, οὐ μικράς οὐδέ ἀώρους πρός γάμον, ἀλλά καί ἀκμαζούσας καί πεπείρους. Τήν δέ ἁρπασθεῖσαν ἡ νυμφεύτρια καλουμένη παραλαβοῦσα, τήν μέν κεφαλήν ἐν χρῷ περιέκειρεν, ἱματίῳ δέ ἀνδρείῳ καί ὑποδήμασιν ἐνσκευάσασα κατέκλινεν ἐπί στιβάδα μόνην ἄνευ φωτός. Ὁ δέ νυμφίος οὐ μεθύων οὐδέ θρυπτόμενος, ἀλλά νήφων, ὥσπερ ἀεί, δεδειπνηκώς ἐν τοῖς φιδιτίοις, παρεισελθών ἔλυε τήν ζώνην καί μετήνεγκεν ἀράμενος ἐπί τήν κλίνην».
Η προετοιμασία της νύφης περιλάμβανε το ξύρισμα της κεφαλής και ντύσιμο της νύφης με αντρικό μανδύα και παπούτσια. Έπειτα η νύφη ξάπλωνε σ’ ένα αχυρένιο στρώμα και με σβησμένο φως περίμενε το γαμπρό. Αργότερα, ο γαμπρός έφευγε και επέστρεφε πάλι στον στρατιωτικό καταυλισμό μαζί με τους άλλους στρατιώτες.
Η πρώτη αλλά και οι επόμενες συναντήσεις του ζεύγους γινόταν στο απόλυτο σκοτάδι. Μάλιστα, υπήρχε η περίπτωση το ζευγάρι να αποκτήσει παιδί και ο άντρας να μην είχε ακόμη δει τη γυναίκα του στο φως της ημέρας.

Ο θεσμός της προίκας στην Αρχαία Σπάρτη

Μια Σπαρτιάτισσα δεν ήταν υποχρεωμένη να δώσει προίκα σε έναν άντρα για να την παντρευτεί. Άλλωστε, υπήρχε περίπτωση να τελεστεί ένας γάμος χωρίς προηγουμένως να είχε συμφωνήσει για το γάμο ο πατέρας της κοπέλας με την οικογένεια του γαμπρού. Εξάλλου, ο Λυκούργος είχε θεσπίσει νόμο να δίνονται οι κοπέλες για παντρειά χωρίς απόδοση προίκας, έτσι ώστε να μην μείνουν οι φτωχές ανύπαντρες.

Εάν όμως μια οικογένεια δεν είχε αγόρι ως νόμιμο κληρονόμο, τότε η περιουσία του πατέρα περνούσε στην κόρη του και μ’ αυτόν τον τρόπο οι γυναίκες της Σπάρτης γίνονταν κάτοχοι της γης και όχι επειδή είχαν λάβει προίκα από τους γονείς τους. Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» γράφει πως τα δύο πέμπτα της γης της Σπάρτης ανήκαν στις γυναίκες, γεγονός που τους προσέδιδε εξουσία και δύναμη.

Η πολυανδρία των γυναικών της Σπάρτης

Ασφαλώς στην Αρχαία Σπάρτη, όπως και σε άλλες πόλεις-κράτη του ελληνισμού, ίσχυε η μονογαμία. Εάν κάποιος ήθελε να αποκτήσει δεύτερη γυναίκα, έπρεπε πρώτα να χωρίσει την πρώτη.

Ενώ, λοιπόν, στη Σπάρτη ίσχυε γενικά η μονογαμία, ωστόσο επιτρεπόταν στις γυναίκες να συνάπτουν σεξουαλικές σχέσεις και με άλλο άντρα, εκτός από το νόμιμο σύζυγο. Το περίεργο είναι πως υπήρχαν περιπτώσεις που ο ίδιος ο σύζυγος έφερνε άλλο άντρα για τη γυναίκα του.

Εάν, λοιπόν, μια γυναίκα είχε παντρευτεί έναν γέρο άντρα, πράγμα όχι και πολύ συνηθισμένο, ο ίδιος ο γέρος τής έφερνε στο σπίτι έναν νέο άντρα με καλή σωματική διάπλαση και καλό χαρακτήρα, προκειμένου να αποκτήσει μαζί του παιδιά. Ακόμη, εάν κάποιος έβλεπε πως μια γυναίκα προέρχονταν από καλή γενιά και είχε αποκτήσει εκείνη όμορφα παιδιά, τότε ο ενδιαφερόμενος κύριος ζητούσε τη συγκατάθεση του συζύγου της γυναίκας για να κάνει και ο ίδιος όμορφα παιδιά μ’ αυτήν τη γυναίκα.

Έτσι, οι γυναίκες μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά από διάφορους άντρες και κατά συνέπεια να διοικούν πάνω από έναν οίκο στη Σπάρτη.
Βιβλιογραφία: «ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΑΘΗΝΑ, ΣΠΑΡΤΗ, ΓΟΡΤΥΝΑ»

πηγή: https://blog.onlearn.gr/




Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Ο "Μυστικός Δείπνος" του Λεονάρντο Ντα Βίντσι και τι συμβολίζει

φωτό:https://www.arting.gr/

Ο "Μυστικός Δείπνος" του μεγάλου ζωγράφου Λεονάρντο Ντα Βίντσι άραγε τι συμβολίζει; Ποιο μπορεί να είναι το μυστικό του; Μήπως περιέχει κάποιο αστρολογικό γρίφο ή μήπως αποτελεί ένα μουσικό ύμνο στο θεό;

Λεονάρντο ντα Βίντσι (Leonardo di ser Piero da Vinci), «Ο Μυστικός Δείπνος»

Στην τραπεζαρία του μοναστηριού Σάντα Μαρία Ντέλε Γράτσιε-Παναγία της Χάριτος στο Μιλάνο βρίσκεται και εκτίθεται η σπάνια νωπογραφία του Λεονάρντο Ντα Βίντσι ο «Μυστικός Δείπνος». Πρόκειται για μια τοιχογραφία του 15ου αιώνα που αναπαριστά το Μυστικό Δείπνο του Ιησού με τους μαθητές του, τη στιγμή που τους ανακοινώνει ότι κάποιος από αυτούς θα τον προδώσει. Ο γνωστός και πανίσχυρος παράγοντας της εποχής Δούκας Λουντοβίκο Σφόρτσα παράγγειλε τον πίνακα στον μεγάλο ζωγράφο Λεονάρντο για το συγκεκριμένο κτήριο που επιθυμούσε αρχικά να γίνει μαυσωλείο της οικογενείας του.

Ο τοίχος τον οποίο επέλεξε ο σπουδαίος ζωγράφος για να φτιάξει το αριστούργημά του είναι πάντα υγρός καθώς βρίσκεται πάνω από ένα υπόγειο ρυάκι και ήταν για πολλά χρόνια εκτεθειμένος στον άνεμο και στη βροχή. Το αριστούργημα του Ντα Βίντσι όπως είναι φυσικό έχει υποστεί φθορά, αν και ο καλλιτέχνης αφιέρωσε πολύ χρόνο για τη δημιουργία του φτιάχνοντας δικά του χρώματα και υλικά για να ζωγραφίσει τον τοίχο εφαρμόζοντας την τεχνοτροπία buonfresco  και αυτός είναι ένας από τους λόγους που κάνουν το συγκεκριμένο έργο τόσο ξεχωριστό.

Ο Ντα Βίντσι όταν εργαζόταν είχε συντροφιά διάφορους περαστικούς και άλλους με τους οποίους συζητούσε και ανέλυε το έργο του καθώς δημιουργούσε. Μάλιστα ένας από αυτούς τους τόσο «τυχερούς θεατές» ως αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει τα εξής για τον Λεονάρντο:

«Μερικές φορές στεκόταν εκεί από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ηλίου,χωρίς να αφήνει καθόλου το πινέλο, ξεχνώντας να φάει και να πιει,ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα. ‘Αλλες φορές πάλι είχε δύο, τρεις ή τέσσερις μέρες να αγγίξει το πινέλο και περνούσε πολλές ώρες την ημέρα όρθιος μπροστά στο έργο του, με τα χέρια διπλωμένα,εξετάζοντας και σχολιάζοντας τις φιγούρες. Επίσης τον είδα μεσημεριάτικα να αφήνει την Κόρτε Βέικια, όπου εργαζόταν στο πήλινο άλογό του και σπρωγμένος από ακαταμάχητο οίστρο,να έρχεται κατευθείαν στη Σάντα Μαρία Ντέλε Γκράτσιε,αγνοώντας το λιoπύρι, να ανεβαίνει στη σκαλωσιά, να παίρνει το πινέλο του, να βάζει μια δυο πινελιές και μετά να φεύγει.»

Οι ερμηνείες που έχουν δοθεί από ειδικούς για τον πίνακα του Leonardo da Vinci έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Επιστρέφοντας στην τοιχογραφία, μπορούμε να παρατηρήσουμε με προσοχή την εικόνα που παρουσιάζει τον Ιησού ν’ ανακοινώνει την επικείμενη προδοσία στους μαθητές του τα πρόσωπα και τα σώματα των οποίων έχουν ποικιλία συναισθημάτων, όπως θυμό ,έκπληξη, αιφνιδιασμό και λύπη.

Παρατηρώντας τους 12 Αποστόλους από αριστερά προς τα δεξιά βλέπουμε τον Βαρθολομαίο,τον Ιάκωβο και τον Ανδρέα να  είναι και οι τρεις φανερά έκπληκτοι. Στη συνέχεια ο Ιούδας ο Ισκαριώτης,ο Πέτρος και ο Ιωάννης. Ξεχωρίζει βέβαια ο Ιούδας καθώς είναι φανερά αιφνιδιασμένος από την ξαφνική αποκάλυψη του σχεδίου του και το κεφάλι του βρίσκεται πιο χαμηλά από όλων των άλλων στο τραπέζι και ο αγκώνας του το ακουμπά. Ολοφάνερα η ταραχή του μαρτυρά την ενοχή του.

Σύμφωνα με την Ιταλίδα ερευνήτρια Σαμπρίνα Σφόρτσα Γκαλίτσια το μυστικό του πίνακα περιέχει έναν μαθηματικό αστρολογικό γρίφο, τον οποίο η ίδια κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει. Πρόκειται για τη συντέλεια του κόσμου που θα έρθει σύμφωνα με αυτήν την αποκρυπτογράφηση την 1η Νοεμβρίου του 4006 και οχτώ μήνες μετά την αρχή μιας παγκόσμιας πλημμύρας.

‘Ενας άλλος ερευνητής ο Ιταλός μουσικός Τζιοβάνι Μαρία Πάλα θεωρεί ότι ο πίνακας αποτελεί έναν μουσικό ύμνο στο Θεό διάρκειας σαράντα δευτερολέπτων όπου τις νότες αναπαριστούν τα καρβέλια ψωμιού του πίνακα.

Oποιες και να είναι οι ερμηνείες είτε οι θεωρίες για το τι μπορεί να συμβολίζει το έργο του σπουδαίου ζωγράφου το μόνο βέβαιο είναι ότι πρόκειται για ένα αριστούργημα το οποίο έγινε με απόλυτη σοφία και είναι μοναδικό.


πηγή:https://www.alltimeclassic.net/






Ο Μυστικός Δείπνος (ιταλ. Il Cenacolo ή L'Ultima Cena) είναι τοιχογραφία του 15ου αιώνα, δημιουργημένη από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Βρίσκεται στο Μιλάνο της Ιταλίας, στην τραπεζαρία του μοναστηριού Σάντα Μαρία ντέλλε Γκράτσιε (Santa Maria delle Grazie - Παναγία της Χάριτος), αν και η δημιουργία του έγινε ως παραγγελία από τον δούκα Λουδοβίκο Σφόρτσα, που επιθυμούσε αρχικά το κτήριο να αποτελέσει το μαυσωλείο της οικογένειάς του. Αποτελεί, το μεγαλύτερο έργο του Λεονάρντο και τη μοναδική νωπογραφία του που μας έχει σωθεί.[1] Ένα από τα σημαντικότερα και πολυτιμότερα έργα στην ιστορία της τέχνης και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και αναπαραχθέντα έργα ζωγραφικής.

Συνθήκες κατασκευής

Ο Λεονάρντο εργαζόταν παρουσία θεατών με τους οποίους συζητούσε καθώς ζωγράφιζε. Ένας αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει πως Μερικές φορές στεκόταν εκεί από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ηλίου,χωρίς να αφήνει καθόλου το πινέλο, ξεχνώντας να φάει και να πιει,ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα. Αλλες φορές πάλι είχε δύο, τρεις ή τέσσερις μέρες να αγγίξει το πινέλο, αν και περνούσε πολλές ώρες την ημέρα όρθιος μπροστά στο έργο του, με τα χέρια διπλωμένα,εξετάζοντας και σχολιάζοντας τις φιγούρες. Επίσης τον είδα μεσημεριάτικα να αφήνει την Κόρτε Βέκια, όπου εργαζόταν στο πήλινο άλογό του,και,σπρωγμένος από ακαταμάχητο οίστρο,να έρχεται κατευθείαν στη Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε,αγνοώντας το λιοπύρι, να ανεβαίνει στη σκαλωσιά, να παίρνει το πίνελλο του, να βάζει μια δυο πινελιές και μετά να φεύγει[Οι αργοί ρυθμοί δημιουργίας του έργου, που εξόργισαν τον ηγούμενο της μονής, οφείλονταν είτε στην μεθοδικότητα του καλλιτέχνη, είτε στις παράλληλη ενασχόλησή του με άλλες παραγγελίες, είτε στην επιθυμία του να χρησιμοποιήσει ως μοντέλα για την απεικόνιση των μαθητών του πρόσωπα πραγματικά και γι' αυτό αξιοποιούσε αρκετό χρόνο στους δρόμους του Μιλάνου για να βρει εκείνους, με τα πιο κατάλληλα χαρακτηριστικά. Το έργο ολοκληρώθηκε σε σημαντικό ποσοστό λόγω της πίεσης που άσκησε ο Λουντονίκο Σφόρτσα.

Αιτίες φθοράς

Ο ντα Βίντσι ακολουθεί την τεχνοτροπία του buonfresco, της πολύ γρήγορης κάλυψης των τοίχων πριν ξεραθεί ο σοβάς. Όμως επειδή αφιέρωσε πιο πολύ χρόνο σε αυτό το έργο επειδή ήθελε να φτιάξει δικά του χρώματα και υλικά για να ζωγραφίσει στον τοίχο, άρχισε η νωπογραφία να φθείρεται.[5]Επίσης ο τοίχος πάνω στον οποίο είχε ζωγραφισθεί ο Μυστικός Δείπνος ήταν εκτεθειμένος στη βροχή και τον άνεμο, ενώ ένα υπόγειο ρυάκι τον έκανε να είναι πάντα υγρός. Το 1620, επίσης, τα κατοχικά ισπανικά στρατεύματα προκάλεσαν φθορές στον τοίχο, ενώ διακόσια χρόνια μετά τα στρατεύματα του Ναπολέοντα έδεναν τα άλογά τους εκεί.



Πηγή:https://el.wikipedia.org/