Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 30 Μαΐου 2020

30 Μάη 1941 Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας κατεβάζουν τη "Σβάστικα"από την Ακρόπολη

Από το ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ 2Οου ΑΙΩΝΑ
Ήταν στις 30 προς 31 Μαΐου 1941 όταν ο M.Γλέζος με τον Λ.Σάντα αποφασίζουν να γκρεμίσουν τη "Σβάστικα"


«εκεί που λάμπει η Λευτεριά, θάνατος δεν υπάρχει»….
 Γιάννης Ρίτσος, «Τα προπύλαια της Αντίστασης»
Στον ΓΛΕΖΟ και στον ΣΑΝΤΑ
Κάποτε οι πράξεις των ανθρώπων, έργα τέχνης είναι:
Δυο παλικάρια διέσχισαν μια νύχτα όλο το θάνατο,
έριξαν τον αγκυλωτό σταυρό απ’ τους ώμους των αιώνων,
κι έστησαν δυο καινούριους κίονες στο ναό της Παλλάδος.
Μες απ’ αυτούς τους κίονες, η Ελλάδα πέρασε
προς τη νέα ιστορία της.
Και τότε, οι ζώντες,
μαζί  κι οι νεκροί και οι ελιές και τα έλατα, ανηφόρισαν
τα κράκουρα της λευτεριάς, κουβαλώντας στη ράχη τους
την τιμή της πατρίδας, το μικρό καπνοδόχο του σπιτιού τους,
τη στάμνα, το δρεπάνι, το άροτρο, και τον καπνό της Ιθάκης”

(Γ. Ρίτσος, Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σ. Ε.)


Ο Λάκης Σάντας αφηγείται στον Άρη Σκιαδόπουλο, στην εκπομπή «ΝΥΚΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ», τις λεπτομέρειες του εγχειρήματός τους:

…Θέλαμε να κάνουμε κάτι θεαματικό βέβαια, διότι το να σκοτώσεις ένα Γερμανό και να πάρεις ένα πιστόλι δε είχε καμία αξία διότι πρώτα θα σκοτωνόμαστε επιτόπου γιατί οι Γερμανοί ήταν πάνοπλοι και σιδερόφραχτοι, πολεμιστές πραγματικοί και τους έβλεπες και σ’ έπιανε τεταρταίος πυρετός που λέει ο λόγος. Αυτή είναι η αλήθεια κι αυτά που γυρίζουνε τώρα τα έργα και δείχνουνε ένα Αμερικανό που πάει και σκοτώνει τη μισή Γερμανία αυτά είναι…κουραφέξαλα.
Και έρχεται η ιδέα να πάρουμε τη πολεμική τους σημαία. Και αρχίζουμε και καταστρώνουμε το σχέδιο. Εγώ με τον Μανώλη. Αρχίζουμε να μελετάμε. Πάμε στην Μπενάκειο βιβλιοθήκη και παίρνουμε την εγκυκλοπαίδεια στη λέξη «Ακρόπολις», βλέπουμε σχεδιαγράμματα – πώς μπορούμε ν’ ανεβούμε στην Ακρόπολη. Και κάνουμε και μία κατόπτευση. Μια Κυριακή πρωί πηγαίνουμε πάνω στην Ακρόπολη για να δούμε. Οι Γερμανοί τη σημαία τους, ακριβώς από κάτω είχαν μια ξύλινη σκοπιά. Είχαν σκοπό και τη φυλάγανε.
Είναι ακριβώς πάνω από τους αέρηδες, δεν είναι;
Όχι, αυτό δεν το έχουμε βρει ακόμα. Όταν κάναμε την κατόπτευση είδαμε ότι οι Γερμανοί έχουν φρουραρχείο έξω στα Προπύλαια. Εκεί που πουλάν τις κάρτες τώρα. Αυτό ήταν το φρουραρχείο τους. Και επάνω (κάτω από το στρογγυλό που ήταν ο ιστός της σημαίας) είχαν ξύλινη σκοπιά. Για να μπαίνει ο σκοπός μέσα όταν βρέχει. Είχαν σκοπό λοιπόν που τη φύλαγε. Τα είδαμε όλα αυτά. Είδαμε το μέρος. Πού είναι η σημαία, πώς είναι και λοιπά. Βέβαια δεν τα προσέξαμε όλα γιατί δε θέλαμε να δώσουμε και προσοχή, να μη μας προσέξει κανείς. Φεύγουμε κι εξακολουθούμε τη μελέτη. Βρίσκουμε λοιπόν ότι στο βράχο προς τη μεριά που είναι το Μοναστηράκι υπάρχει μια σπηλιά. Μια σπηλιά η οποία έχει σχισμή και βγαίνει μέχρι απάνω. Στο Ερεχθείο. Στο βάθρο του Ερεχθείου. Αυτό το είχε το σχεδιάγραμμα της Ακρόπολης από τις ανασκαφές που είχαν κάνει Γάλλοι αρχαιολόγοι. Βλέπουμε λοιπόν αυτά και θέλουμε να το κατοπτεύσουμε. Και σηκωνόμαστε και πάμε. Και βλέπουμε ότι είναι κλεισμένο με μια ξύλινη πρόχειρη πόρτα. Και μ’ ένα λουκέτο. Και πάμε βράδυ, μ’ ένα φανάρι, το ανοίγουμε και βλέπουμε ότι μπορεί να βγει κανένας απάνω, υπάρχει κενό, αλλά υπάρχουνε μαδέρια, από την εποχή που κάναμε τις ανασκαφές. Τώρα πού φτάναν τα μαδέρια δεν ξέραμε. Πάμε μια άλλη νύχτα και καταφέρνουμε και φτάνουμε μέχρι απάνω! Και ξέρουμε πια ότι μπορούμε να ανεβούμε από εκεί. Και να βγούμε στο βάθρο του Ερεχθείου.
Εκεί γύρω δεν έκαναν περιπολίες εντωμεταξύ;
Όχι. Καθόμαστε λοιπόν και σκεφτόμαστε πότε να πάμε. Και τρέχει ο Μάιος. Αρχίζει η μάχη της Κρήτης, 16 με 17 του μηνός νομίζω. Γίνεται η μάχη της Κρήτης και βλέπουμε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Εντωμεταξύ οι Γερμανοί είχαν πάρει τη μισή Κρήτη. Κατά τις 25 του μηνός. Και αποφασίζουμε, κατόπιν μελέτης την οποία κάναμε, οι δυο μας, και συνεδριάσεως, να πάμε τη νύχτα που θα πέσει η Κρήτη. Για να δείξουμε στον ελληνικό λαό ότι δεν πρέπει να το βάλουμε κάτω. Γιατί η Κρήτη ήταν το τελευταίο οχυρό του ελληνικού λαού… του έθνους…του κράτους του ελληνικού.
Και πράγματι έτσι κάναμε. Στις 30 Μαίου συνθηκολόγησε η Κρήτη και τη νύχτα εκείνη, επήγαμε, πηδήξαμε τα συρματοπλέγματα, συρθήκαμε μέσα απ’ τα δέντρα μέχρι τη σπηλιά, ανοίξαμε την πόρτα, την οποία είχαμε σπάσει το λουκέτο από προηγούμενες φορές και ανεβήκαμε, χωρίς βέβαια φανάρι…
Καλά, είχατε σπάει μέρες πριν την πόρτας; Και δεν το είχαν πάρει χαμπάρι οι Γερμανοί;
Όχι την πόρτα. Το λουκέτο.
Το λουκέτο, ναι.
Το λουκέτο. Και το είχαμε έτσι. Δε φαινότανε ότι…
Δεν το είχανε πάρει χαμπάρι οι Γερμανοί. Μάλιστα. Η πιο δύσκολη στιγμή του εγχειρήματος ποια είναι;
Είναι όταν ανεβαίνουμε από τα μαδέρια για να βγούμε στο βάθρο του Ερεχθείου μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Και κάτω δεν υπάρχει βάση, είναι ένα ξεροπήγαδο το οποίο βγαίνει άλλα τριάντα μέτρα κάτω. Αυτό που ψάχναμε τότε με τη Μελίνα για να βρούμε τη σημαία, δεν ξέρω άμα το θυμάστε…
Την οποία τελικά δεν βρήκατε.
Την οποία δεν βρήκαμε, γιατί είχανε πέσει μπάζα.... Σαράντα χρόνια, σαράντα πέντε…
Κατεβάσατε τη σημαία…
Όταν λοιπόν ανεβήκαμε επάνω έγινε το εγχείρημα, ο σκοπός δεν ήταν απάνω γιατί γλεντάγανε στο φρουραρχείο στα Προπύλαια επειδή είχε πέσει η Κρήτη. Και γέλια και φωνές και … ντριγκ και λοιπά…ναι, φαγοπότι… Φτάσαμε με το Μανώλη και πετάγαμε πέτρες για να δούμε: είναι ο σκοπός στη σκοπιά; Τελικά ο σκοπός δεν ήτανε στη σκοπιά και ανεβήκαμε και ύστερα από μεγάλο αγώνα γιατί είχανε μπλέξει τα σύρματα και εμείς προσπαθούσαμε να σπάσουμε τα σύρματα… δεν κατέβαινε η σημαία…κατέβαινε μέχρι ένα σημείο και εντωμεταξύ δεν μπορούσαμε να αναρριχηθούμε γιατί ο ιστός ήταν πολύ ψηλός και ήτανε λείος και ήτανε αδύνατο να αναρριχηθούμε μέχρι απάνω… την τραβάγαμε και δεν κατέβαινε… Και στο τέλος σπάσαμε τις στρόφιγγες από τους βράχους που ήταν προσαρμοσμένα τα σύρματα και τα ελευθερώσαμε…(Στο σημείο αυ΄το ο Λάκης Σάντας δείχνει με τα χέρια ότι κατέβηκε η σημαία).
Τους πιάσατε στον ύπνο δηλαδή στην κυριολεξία…
Βέβαια. Αφού λοιπόν την κόψαμε…η σημαία ήταν τεράστια… Αυτό φαίνεται και στη φωτογραφία που έχω δώσει, που δείχνει πόσος είναι ο Γερμανός και πόσο πιο μεγάλη είναι σημαία. (Στο σημείο αυτό ο τηλεοπτικός φακός δείχνει την παρακάτω φωτογραφία):

Είχε τον αγκυλωτό σταυρό στη μέση, τα χρώματα, το κόκκινο, το μαύρο και το άσπρο και απάνω το γοτθικό σταυρό του Κάϊζερ, στην αριστερή γωνιά. Κόψαμε πολλά κομμάτια ο καθένας από τον αγκυλωτό σταυρό, τα βάλαμε στον κόρφο μας και μετά την τυλίξαμε… μάλλινη ήτανε…γερή…Έγινε ένας μπόγος τέτοιος. Δεν μπορούσαμε να το πάρουμε. Και εντωμεταξύ η κυκλοφορία η οποία ήτανε μέχρι τις 11 είχε τελειώσει. Είχαμε περάσει τις 11. Την πήραμε και λέμε τώρα που θα την πάμε; Πάμε πάλι απ’ τον ίδιο δρόμο, κατεβαίνουμε από το βάθρο – ακόμη χειρότερα αυτή τη φορά – διότι αυτή τη φορά έπρεπε να πηδήξουμε για να φτάσουμε στο πρώτο μαδέρι…Τελικά τα καταφέραμε..Νέα παιδιά ήμασταν…
Τα καταφέρατε.
Κατεβήκαμε κάτω και σκεφτήκαμε ότι το μόνο μέρος που μπορούμε να τη βάλουμε είναι να την πετάξουμε μέσα στο ξεροπήγαδο. Την πετάξαμε, κάναμε έτσι και ρίξαμε και μερικά χώματα και ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε..
Αυτό αμέσως διεδόθη την άλλη μέρα, υποθέτω, έτσι;
Την άλλη μέρα το πρωί σηκώνεται ο κόσμος και δεν βλέπει τη γερμανική σημαία, την πολεμική, που κυμάτιζε μεγάλη με τον αγκυλωτό σταυρό… Έβλεπες την Ακρόπολη και δεν έβλεπες τη τύφλα σου…
Καλά ξημέρωσε και η Ακρόπολη ήταν χωρίς τη σημαία; Δεν το πήραν χαμπάρι; Ούτε το πρωί;
Τι-πο-τα!
Μάλιστα.
Μέχρι τις 10 η ώρα! Είχαν πανικοβληθεί οι Γερμανοί ! Και κυμάτιζε η ελληνική η μικρή… Αρχίσαν λοιπόν οι διαδόσεις. Φύγαν οι Γερμανοί, θα έρθουν οι Εγγλέζοι, ξέρω γώ, αυτό, και διάφορα… και λοιπά…
Καλά εσείς με το Μανώλη…
Και κατά τις 12 η ώρα πήγαν και βάλανε μια πιο μικρή σημαία εκεί πέρα, συλλάβανε όλους τους φρουρούς, όπως μάθαμε, συλλάβανε όλους τους φύλακες της Ακροπόλεως, αλλά εμείς πριν φύγουμε σκεφτήκαμε με το Μανώλη και αφήσαμε τα αποτυπώματά μας απάνω στον ιστό… και τα δύο χέρια εγώ και παραπάνω ο Μανώλης… ούτως ώστε, αυτοί την άλλη μέρα επειδή καλέσανε και Έλληνα εισαγγελέα, πήραν αποτυπώματα, πιάσαν τους φύλακες και λοιπά, αλλά δεν ήταν δικά τους τα αποτυπώματα και δεν μπορούσαν βέβαια να τους κρατήσουνε… Απολύσαν όλους τους διοικητάς των τμημάτων και τους υποδιοικητάς και λοιπά και όλες τις φρουρές που ήταν τότε σε αστυνομικά τμήματα γύρω απ’ την Ακρόπολη και λοιπά… και περιόρισαν την κυκλοφορά στις 8 η ώρα. Και εμάς, ας πούμε, κάναν ανακοίνωση στις τότε εφημερίδες που βγαίνανε…Βραδυνή, ξέρω γω…
Πότε εντοπίζουν ότι είστε εσείς…
Δεν εντοπίζουν, δεν ξέρουνε. Άγνωστοι δράστες. Μίσθαρνα όργανα, λέγανε, των Εγγλέζων και διάφορα και κατεβίβασαν και υπεξαίρεσαν τη γερμανική πολεμική σημαία της Ακροπόλεως… Και κατηγορούνται δι’ εκτάκτου στρατοδικείου και καταδικάζονται εις θάνατον ερήμην.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Γιώργος Σκούρτης,ένας αγαπημένος συγγραφέας και στιχουργός

Γιώργος Σκούρτης, ένας αγαπημένος μου συγγραφέας και στιχουργός, που έχει αφήσει το στίγμα του όχι μόνο στην πεζογραφία αλλά και στο θέατρο με τα θεατρικά του έργα. Τι να πρωτοθυμηθώ; Το έργο "Νταντάδες" σταθμό της σύγχρονης δραματουργίας το 1970 στο θέατρο Τέχνης; «Οι μουσικοί», «Οι εκτελεστές», «Οι ηθοποιοί», «Κομμάτια και θρύψαλα», «Ο Καραγκιόζης παρά λίγο Βεζύρης», «Απεργία», «Το θρίλερ του έρωτα» και άλλα πολλά, γραμμένα όλα σε κοφτή, γήινη,άμεση γλώσσα και με πολύ χιούμορ. Ο ανατρεπτικός και ριζοσπαστικός αυτός γραπτός του λόγος ήταν και η αιτία που αποκαλέστηκε από πολλούς ως "Έλληνας Μπουκόφσκι" Ένας δημιουργός που προτιμούσε να ζει πάντα μακριά απ' τα φώτα της δημοσιότητας. 
































































Ιδού ένα απόσπασμα απ' το βιβλίο του "Ιστορίες με πολλά στρας" μια σειρά αφηγημάτων που δημοσιεύτηκαν από το Δεκέμβριο του 1987 έως το Δεκέμβριο του 1988 την εβδομαδιαία εφημερίδα Το Καλάμι.



















Στις Ιστορίες με πολλά στρας γράφω καταγράφοντας τη φθορά, τη διάλυση και το υπαρξιακό αδιέξοδο στις ερωτικές και κοινωνικοπολιτικές σχέσεις μας. Στην καθεμία απ' αυτές ένιωθα περισσότερο σαν ρακοσυλλέκτης κραυγών απελπισίας παρά λογοτέχνης. 
Άλλες είναι τρυφερές και με χιούμορ, οι περισσότερες σκληρές, πολύ σκληρές - ίσως και να σας σοκάρουν.
Είναι, όμως, όλες τους αληθινές.
Κι ίσως κάποια απ' αυτές είναι και πολύ δικιά σας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ



























































Γιάννης Σκούρτης- Γιάννης Μαρκόπουλος

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές
την πρώτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
αδέρφια πήραν οι οχτροί
κι εμείς κοιτούσαμε τις κοπελιές
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί
κι εμείς φωνάζαμε στα σκοτεινά
την τρίτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί
κι εμείς τα πήραμε για φυλαχτά
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
μοιράσαν δώρα οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε σαν τα παιδιά
την πέμπτη μέρα





Κλείσε την πόρτα, κλείσε την πόρτα,
κλείσε την πόρτα να φύγει το κρύο,
μη με ρωτήσεις, μη με ρωτήσεις γιατί δε μιλάω
μη με φιλήσεις, μη με φιλήσεις μα βάλε να φαω.

Φεύγει το παιδί, πάει τ’ αγοράκι,
μέρα για δυο, μέρα φαρμάκι.

Κλείσε τα μάτια, κλείσε τα μάτια,
κλείσε τα μάτια και γείρε στην άκρη,
μη μου μιλήσεις, μη μου μιλήσεις, μονάχα κοιμήσου
είμαι κοντά σου, είμαι κοντά σου, είμαι μαζί σου.

Φεύγει το παιδί, πάει τ’ αγοράκι,
νύχτα για δυο, νύχτα φαρμάκι,
φεύγει το παιδί, πάει τ’ αγοράκι,
νύχτα για δυο, νύχτα φαρμάκι.



Στίχοι: Γιώργος Σκούρτης. Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος. Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού, «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ», 1974.
Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω. Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε τα τρένα που 'ναι στο σταθμό που πάνε. Αδύνατος μου γράφει ο Στελάκης έχει ανάγκη θάλασσας ο Τάκης αρχίζει το σχολείο η Μαρίνα θέλει να γίνει κάποτε γιατρίνα. Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω. Αγόρασα λαχείο στ' όνομά τους αχ, να κερδίσει να σταθώ σιμά τους.


Γιώργος Σκούρτης - Γιάννης Μαρκόπουλος

Όπου πάω κι όπου τρέξω μ'εμποδίζουνε Όταν είμαι κι όταν έχω με τσακίζουνε Αχ! Τι ζωή, τι κοινωνία! Έχω φτάσει σε μανία, μα αντιστέκομαι... Αντιστέκομαι σε νόμους στις πλατείες και τους δρόμους Αντιστέκομαι Και μονάχα στα όνειρά μου λευτερώνομαι Ξαναβρίσκω τη χαρά μου και λυτρώνομαι Αχ! Τι ζωή, τι κοινωνία! Έχω φτάσει σε μανία, μα αντιστέκομαι... Αντιστέκομαι σε νόμους στις πλατείες και τους δρόμους Αντιστέκομαι Και μονάχα στα όνειρά μου λευτερώνομαι Ξαναβρίσκω τη χαρά μου και λυτρώνομαι


Απο τον δίσκο "Εργατική Συμφωνία" του Δήμου Μούτση απο το θεατρικό έργο "απεργία" του Γιώργου Σκούρτη.
Βρε καλέ αφέντη πού τα βρήκες τα λεφτά;
Πού τα εργαλεία σου και πού τα υλικά;
Από τον μπαμπά μου πού’χε μια δουλειά
και μου τ’άφησε κληρονομιά

Ε, άσ’τα αυτά.
Άσ’τα αυτά αφέντη
Και πού τα βρήκε ο μπαμπάς;
Μήπως τά’κλεψε απ’ τους άλλους
Αυτός ο μασκαράς;
Έλα πες μας πού τα βρήκε όλα αυτά
Και σου τ’άφησε κληρονομιά;
Λέγε μας

Α πα πα να κλέψει; Ποτέ του ο μπαμπάς
Τα βρήκε απ’ τον παππούλη μου
Της πλούσιας γιαγιάς

Κι ο παππούλης που τα βρήκε αφέντη μας;
Μήπως τά’κλεψες απ’ τους φτωχούς
Αδύνατον
Τι θα πει αδύνατον, να κλέψει ο παππούς;

Τα βρήκε από τον προπάππο μου
Και όχι από τους φτωχούς
Κι ο προπάππος πού τα βρήκε αφέντη μας
Τι έκανε στα χρόνια τα παλιά ε;

Εκείνος τά’χε κλέψει
Και σκότωσε πολλούς
Μα εγώ δεν έχω φταίξει
Λατρεύω τους φτωχούς

Βρε καλέ αφέντη πού τα βρήκες τα λεφτά;
Πού τα εργαλεία σου και πού τα υλικά;
Από τον μπαμπά μου!



Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, "ΣΟΝΕΤΑ"

Μ' όλα αυτά απόκαμα, ζητάω ν' αναπαυτώ στο μνήμα: να βλέπω, λέω, την αρετή ζητιάνα γεννημένη, το κούφιο Τίποτα φαιδρό με κορδωμένο βήμα, την Πίστη την αγνότερη χυδαία απαρνημένη, την τιμημένη Υπεροχήν αισχρά παραριγμένη, τη χάρη την παρθενική ωμά ξεπορνεμένη, την τέλειαν Ωραιότητατ κατά εξευτελισμένη, την Αξίαν από ανάπηρην κυβερνία αχρηστεμένη, την Τέχνη από την κρατική εξουσία γλωσσοδεμένη, τη Γνώση απ' τη σχολαστική Μωρία περιορισμένη, την πιο απλήν Αλήθεια, ηλίθια παρανομασμένη, την Καλοσύνη στην κυρά-Κακία υποταγμένη.
Με όλ' αυτά απόκαμα, δε θέλω να πια να ζήσω, μόνο που την αγάπη μου πεθαίνοντας θ' αφήσω.

























































































































































Τα "Σονέτα" δημοσιεύτηκαν το 1609 και ήταν τα τελευταία μη δραματικά έργα του Σαίξπηρ που εκδόθηκαν. Οι μελετητές δεν είναι βέβαιοι για το πότε γράφτηκε το καθένα από τα 154 σονέτα, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Σαίξπηρ έγραφε σονέτα σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του για ένα ιδιωτικό αναγνωστικό κοινό. Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές ο Σαίξπηρ σχεδίαζε να εκδώσει δύο αντίθετες σειρές: μία για την ανεξέλεγκτη επιθυμία για μία παντρεμένη γυναίκα και μία για την πολύπλοκη αγάπη για ένα νεαρό άντρα. Παραμένει ασαφές αν τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν πραγματικά άτομα ή αν το συγγραφικό "εγώ" με το οποίο απευθύνεται σ' αυτούς αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Σαίξπηρ. Πάντως η έκδοση του 1609 αφιερώθηκε σε κάποιον κύριο "W. H.", ο οποίος πιστώνεται ως "ο μόνος γεννήτορας" των ποιημάτων.
Δεν είναι γνωστό αν αυτό γράφτηκε από τον ίδιο τον  Σαίξπηρ ή από τον εκδότη, του οποίου τα αρχικά εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας όπου γράφτηκε η αφιέρωση. Επίσης δεν είναι γνωστό ούτε ποιος ήτανε ο κύριος W. H., παρά τις πολυάριθμες θεωρίες, ούτε αν ο Σαίξπηρ είχε δώσει την άδεια του για τη δημοσίευση των σονέτων. Οι κριτικοί επαινούν τα Σονέτα ως μία βαθιά περισυλλογή σχετικά με τη φύση του έρωτα, το ερωτικό πάθος, το θάνατο και το χρόνο,
πηγή από την:https://el.wikipedia.org/


Εδώ μερικά απ' τα 154 Σονέτα του κορυφαίου ελισαβετιανού συγγραφέα και ποιητή, τα οποία αξίζει να αναζητήσετε.
Καλή ανάγνωση... 





DAVID GILMOUR- SONNET 18

όταν ο κιθαρίστας των Pink Floyd  ερμηνεύει το Σονέτο 18








Renaissance Music in a Castle. Ancient Music in the Loire Valley.















































































































Greensleeves - Renaissance style


















Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Ένα ταξίδι στην Αμοργό του Νίκου Γκάτσου

Ένα ταξίδι εκεί στην Αμοργό του ποιητή των τραγουδιών μια μέρα ζεστή του Μάη...!
Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν’  ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Και τότε θα  ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων
Γι’  αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’  αυγά τους
Και τόνε κλαίνε κι αυτές
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι
Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!

Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Η όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.

Μόνο τα βόδια των Αχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.

Πετάτε τους νεκρούς είπ’  ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα  χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα  χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ  το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα  ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.




Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.
Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα  ‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς χρονογράφους.

O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να  ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς να  ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ’  Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Πηγή υλικού
Νίκος Γκάτσος, Αμοργός, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1997
φωτογραφία από:https://www.imerodromos.gr/