Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Πρωτομαγιά του 1944- 75 χρόνια από την εκτέλεση των πατριωτών


Ήταν πρώτη του Μάη του 1944 όταν το χώμα του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής ποτίστηκε από το αίμα των 200 εκτελεσθέντων πατριωτών κομμουνιστών. Η πλειοψηφία ήταν φυλακισμένοι ως πολιτικοί κρατούμενοι από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά. Οι δυνάμεις κατοχής, οι ναζί τους εκτέλεσαν ως αντίποινα της αντιστασιακής οργάνωσης του Ε.Λ.Α.Σ.


Για κείνη τη μέρα έγραψε ο δημοσιογράφος Νίκος Καραντινός, “ήταν μέρα μουντή πνιγμένη στην ομίχλη. Λένε όσοι τη ζήσανε, πως το πρωινό εκείνο πνιγόσουν. Δεν ανάσαινες. Ηταν Δευτέρα. Ηταν Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα 'βγαινε στις 5.33΄... Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.
Ηταν 200 αντιφασίστες. Δεσμώτες όλοι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς. Μια τραγωδία με 200 πρωταγωνιστές... Από τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη ως το νεολαίο το Σοφή. Η πρώτη πράξη γράφτηκε χαράματα, στο Χαϊδάρι. Στο προσκλητήριο του θανάτου. Με την ιαχή της λευτεριάς. Κι η άλλη, όλο το πρωινό, στην αδούλωτη γειτονιά της Καισαριανής: Το Σκοπευτήριο.





«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου», έγραψε ο Ναπολέων Σουκατζίδης καθώς έπαιρνε τον δρόμο προς την εκτέλεση, ενώ στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα 'θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου». Ένας άλλος πατριώτης, ο Ηπειρώτης δάσκαλος Κώστας Τσίρκας έγραφε: «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη».


Για κείνη τη κόκκινη Πρωτομαγιά του 1944 έγραψε ο Κώστας Βάρναλης...
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ 1944
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.


Και ο Γιάννης Ρίτσος...
ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
(Μιλούν οι πεσόντες αγωνιστές της Αντίστασης)

Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί, κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες που
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν ανοίγουν στο μέλλον.
Εμείς μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον θυμηθείτε το:
Αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα . Γεια σας

Το μπλόκο της Καισαριανής
Μουσική: Μ. Θεοδωράκης
Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Που γίνηκε μια Κυριακή πρωί με τη δροσούλα. Γιώργη με τη γλυκιά φωνή, με τις φαρδιές τις πλάτες, πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και τραγούδησες και τάραξες τη γειτονιά ως πέρα στο Παγκράτι. Ποιόνε να κλάψω πρώτονε ποιον να τραγουδήσω πρώτονε στο μπλόκο στην Καισαριανή, που γίνηκε μια Κυριακή. Λευτέρη, με τα γαλανά τα μάτια και την ομορφιά, τους τοίχους που μπογιάτιζες πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και ζωγράφισες, και το κοιτάν στη γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι? Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ, Δημήτρη καροτσέρη, π' άφησες έρμο τ' άλογο, να τριγυρνά στους δρόμους και το κοιτάν στην γειτονιά και κλαίνε στο Παγκράτι.