Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Είχε περάσει ολόκληρη εβδομάδα και ο Χρήστος ήταν εξαφανισμένος. Αντίθετα ο Πάνδανος τηλεφωνούσε κάθε μέρα. Η Τζίνα δεν του απαντούσε. Τον γείωνε για να καταλάβει ότι δεν θέλει μαζί του κουβέντες. Εκείνος όμως δεν ήθελε να καταλάβει.
        
 Ντίν, ντιν.ντιν. Χτύπησε το ηχητικό μήνυμα του υπολογιστή της Τζίνας.
  «Τζίνα; Έχεις mail» της φώναξε η Μαρία αναζητώντας την στο διπλανό γραφείο όπου βρισκόταν για πρωινό φτυάρισμα με τους δημοσιογράφους.
 «Καλημέρα καλή μου…Είδα τις κλήσεις σου.. Δεν μπορούσα να τηλεφωνήσω γιατί είχα άσχημη διάθεση. Ήρθε η πρώην μου στο μαγαζί και μου ζήταγε χρήματα. Τσακωθήκαμε άσχημα. Λέω να της κάνω μήνυση γιατί μου έσπασε ένα υπολογιστή.. Εσύ τι λες; Να το κάνω; Σκέφτομαι μήπως έχει κακή αντίδραση πάνω στα παιδιά. Είναι στη μέση και η μάνα μου που στεναχωριέται.. Δεν ξέρω .. Θα δω..
Όταν θα είμαι καλλίτερα θα τα πούμε και από κοντά. Προς το παρόν θέλω να μείνω μόνος για να σκεφτώ τι θα κάνω.. Φιλιά. Περιμένω απάντηση για να μου πεις τη γνώμη σου. Χρήστος.
Η Τζίνα πήρε μια βαθιά αναπνοή για να μην αρχίσει να βγάζει κραυγές..
Πήρε το ποντίκι και πάτησε “απάντηση”.
«Γεια σου μωρό μου. Είμαι καλά ευχαριστώ για τα γλυκά σου λόγια.. Είσαι πολύ τρυφερός το ξέρεις; Είσαι ό,τι ποθεί μια γυναίκα.. Ένας  άντρας large σε όλα του. Είμαι τυχερή που σε έχω δικό μου…
Όσο για την γνώμη μου στο πρόβλημά σου, να σου την δώσω ευχαρίστως μωρό μου… «τρία πουλάκια κάθονταν και πλέκανε πουλόβερ…»
Καλό μυαλό, φιλιά!!!»
Χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο πάτησε «αποστολή». Έκλεισε τον υπολογιστή, και απαγόρευσε στο μυαλό της την παραμικρή σκέψη για το θέμα.  Αργά το μεσημέρι χτύπησε το κινητό της.. Δεν απάντησε… Ούτε αργότερα, ούτε το βράδυ.
 Χρήστος επέμεινε και τις επόμενες μέρες. Και ο Πάνδανος επίσης.
Η Τζίνα αντιστεκόταν σθεναρά και στους δύο. Με πόνο ψυχής στον πρώτο. Με φόβο ψυχής στον δεύτερο.
Η  Βίκυ την ρώτησε πολλές φορές τι  είχε και ήταν φθινοπωριασμένη.
«Τίποτα μάτια μου, περνάω τη φάση μου που λέει και ο «καλός μου»
Η Βίκυ βέβαια είχε καταλάβει ότι κάτι έπαιζε με τον Χρήστο. Το σεβάστηκε όμως. Άλλωστε μόνη της θα μιλούσε η Τζίνα όταν ήταν έτοιμη να μιλήσει.

Ένα ανύποπτο βράδυ, μετά  από ένα γενναίο φαγοπότι στην βεράντα με φίλους, τα δύο κορίτσια και ο Αντρέας έπεσαν «νεκρά» για ύπνο.
Ο Εφιάλτης ξαναχτύπησε. Η Τζίνα ξύπνησε βουτηγμένη στον ιδρώτα. Οι παλμοί της  θύμιζαν  κρουστά και  έτρεξε στο μπάνιο. Άδειασε το στομάχι της στη λεκάνη, και σωριάστηκε πάνω στο δάπεδο.
Ο Αντρέας που είχε ακούσει  τον θόρυβο πήγε στο μπάνιο και βλέποντας το σκηνικό έτρεξε στη Βίκυ γαβγίζοντας δυνατά.
 «Τζίνα; Τι έπαθες;» φώναξε και την πήρε αγκαλιά η Βίκυ που είχε φτάσει τρέχοντας..
«Δεν είναι τίποτα βρε μην ανησυχείς» της είπε και χαμογέλασε με κόπο η Τζίνα.  «Το κωλοόνειρο μαζί με το κρασί και τη μάσα με θέρισαν. Καλά είμαι “συντρόφια”. Άντε ύπνο».
«Είσαι σίγουρη ότι είσαι  καλά; Γιατί εγώ σε βλέπω χάλια»επέμεινε η Βίκυ.
«Ναι σίγουρη. Ευχαριστώ παιδιά. Άντε νάνι γρήγορα»τους είπε σπρώχνοντας τη Βίκυ προς το υπνοδωμάτιο.
Ανταλλάξανε φιλιά και οι τρεις και πήγε ο καθένας στο κρεβάτι του.

Δεν της έστερξε ύπνος. Τα λόγια του Πάνδανου τριγύριζαν βασανιστικά μέσα στο μυαλό της.
Ανοησίες ακούγονται. Αλλά αν  αυτός ο βαρεμένος έχει δίκιο;  Με τρώει και η περιέργεια γαμώτο μου. Ποια είναι η ιστορία του σπιτιού; Και τι σχέση έχει με μένα; Ήξερε τόσες λεπτομέρειες. Μιλούσε με σιγουριά  ότι μπορεί να με πάει στο σπίτι. Τι θα χάσω; Ένα ταξιδάκι και θα μου φύγει η απορία. Τζίνα  σύνελθε και άσε τις ταρζανιές.
Προσπαθούσε να διώξει από το μυαλό της την εκδοχή να πάει μαζί με τον Πάνδανο στο νησί. Η λογική έλεγε κατηγορηματικά όχι. Η Τζίνα όμως πότε υπάκουσε στη λογική;


«Την άλλη εβδομάδα φεύγω για Κώ Τζινάκι, Θέλεις να έρθεις μαζί Σαββατοκύριακο;» ρώτησε η Βίκυ καθώς έτρωγαν πίτσα με λαχανικά.
«Ταξειδάκι; Whith Πάρη;»
«Επαγγελματικό μάτια μου. Δεν ξέρω για τον Πάρη. Μπορεί και να έρθει. Πιστεύω πως ναι». Είπε και χαμογέλασε με νόημα.
«Και που θα αφήσουμε τον Αντρέα;» ρώτησε η Τζίνα.
«Αυτό άστο επάνω μου. Θα κάνω χρήση της γοητείας μου στον Μάκη. Θα του ζητήσω να τον κρατήσει».
«Το Μάκη απέναντι; Τον σκύλο; Αχ, Αντρίκο σε βλέπω να χορεύεις ζεϊμπεκιές αν μείνεις με τον Μάκη. Για να μην πω τσιφτετέλι τούρκικο, οπα νιναννάϊ»  είπε λικνίζοντας το κορμί της κοροϊδευτικά.
Ο Αντρέας ακούγοντας το όνομά του ξεκίνησε να γαβγίζει ναζιάρικα.
 «Νάτο!! και μόνο με την ιδέα  έγινε Φατμέ το ζωντανό, τι σου είπα;»
Η Βίκυ μόλις που πρόλαβε να πάει στην τουαλέτα. Από το πολύ γέλιο παραλίγο να είχε «ατυχήματα»..

Μερικές φορές όσο προσπαθούμε να διώξουμε πράγματα από το μυαλό μας τόσο εκείνα καρφώνονται μέσα του με τσιμεντόπροκες και δεν λένε να ξεκολλήσουν.
Αυτό έπαθε η Τζίνα. Προσπαθούσε να διώξει τις Πανδανοθεωρίες από το μυαλό της αλλά «δεν». Ούτε ο χαρακτήρας της ούτε η μέχρι σήμερα στάση ζωής της έδειχνε ένα άτομο που θα μπορούσε να επηρεαστεί από «μεταφυσικά  δρώμενα».  Η σοβαρότητα όμως του Δημοσθένη (έτσι έδειχνε) και η τεκμηριωμένη του θεωρία (με βάση πάντα την περιγραφή του σπιτιού και τη βεβαιότητά του ότι υπάρχει), την οδηγούσαν στον ακριβώς αντίθετο δρόμο. Να θέλει διακαώς, ή να αδειάσει τον Πάνδανο για να μην την θεωρεί ούφο. Ή να αποδειχτεί αν ο Δημοσθένης έχει να πει πράγματα. Και στις δύο περιπτώσεις ο μόνος τρόπος να μάθει ήταν να πάει μαζί του στο νησί.
Ένα ταξίδι όμως του οποίου τον προορισμό δεν γνώριζε. Και με έναν συνταξιδιώτη  που οι πιθανότητες να μην είναι «στα καλά του» αρκετές.
Τζίνα  όμως είναι αυτή. Ένας άπιστος Θωμάς που αν δεν έβαζε τα χέρια της «επί των τύπων των ήλων» θα πάθαινε σύνδρομο ανικανοποίησης και δεν θα ξανακοιμόταν ήρεμη για πολύ πολύ καιρό.


« Κύριε Μάκη, καλησπέρα… Η Βίκυ σας παρακαλεί πολύ αν μπορείτε να κρατήσετε τον Αντρέα μέχρι την Δευτέρα το απόγευμα.Της έτυχε κάτι πολύ επείγον. Και δυστυχώς και εγώ έχω ένα  ξαφνικό επαγγελματικό ταξίδι.  Είστε η μόνη μας ελπίδα. Θα σας το χρωστάει μου είπε μεγάλη χάρη..»
«Μα βέβαια κυρά Τζίνα μου. Αλίμονο. Για τη κυρά Βίκυ μας χαλί να με πατήσει. Να μου τον φέρετε και θα τον προσέχω σαν τα μάτια μου»..


Είχε πάρει την απόφασή της το ίδιο βράδυ που η Βίκυ της είπε ότι θα πήγαινε στην Κώ. Ήταν η ευκαιρία της. Αν η Βίκυ μάθαινε την βλακεία που πήγαινε να κάνει δεν θα την άφηνε με τίποτα και δεν θα είχε καθόλου άδικο.. Όμως ο διάολος είχε μπει για τα καλά στο ξεροκέφαλο της Τζίνας. Θα της έλεγε τα συμβάντα όταν θα επέστρεφε. Άλλωστε η Βίκυ θα έλειπε από την Πέμπτη και θα έμενε αρκετές μέρες στην Κω.
Συγκυρία; Μοιραίο; Βλακώδες; Ανεύθυνο; Μπορεί κι «ένα βότσαλο στη λίμνη». Όπως και να το χαρακτηρίσει κανείς, η Τζίνα με σακίδιο επ’ ώμου, παρέδωσε τον Αντρέα στον κύριο Μάκη.
«Γεια σου μωράκι μου, και όπως είπαμε, θα κλείνεις τα αυτάκια στα επικίνδυνα άσματα. Θα το παίξεις κουφός, όπως ο Μπετόβεν που σου μαθαίνει η Βίκυ. Μη μου γίνεις σκυλάς οκ;» του ψιθύρισε στο αφτί και τον φίλησε.
Είχε τηλεφωνήσει στον Δημοσθένη την επόμενη μέρα που η Βίκυ της είπε πως θα φύγει για Κω.
«Θέλω να πάμε στο «σπίτι» του είπε απλά. «Θα μου πεις που είναι;»
Δεν έδειξε έκπληξη. Ήταν σίγουρος της είπε, ότι θα του το ζητούσε. Είπε επίσης  και κάτι για πεπρωμένο που η Τζίνα δεν κατάλαβε, αλλά ντράπηκε να το διευκρινίσει.
«Εμπιστέψου με Τζίνα. Θέλω να σου είναι άγνωστα όλα. Να ξυπνήσουν οι μνήμες σου μία μία» της είπε φανερά συγκινημένος σαν να περίμενε το τηλεφώνημα.
«Μπορούμε να φύγουμε Παρασκευή; Τι ώρα; Και για πού; Έλα πες μου τουλάχιστον το όνομα του νησιού» επέμεινε η Τζίνα.
«Ναι, Παρασκευή πρωί όμως. Θα σου τηλεφωνήσω για τις λεπτομέρειες» απάντησε αποφεύγοντας να αναφερθεί στο νησί.
«Καλά. Δεν θα σου χαλάσω την έκπληξη» συμβιβάστηκε τελικά.

Μπήκε στο αυτοκίνητο του Πάνδανου σιωπηλή και μουδιασμένη. Η διαίσθησή της δεν της έδινε καλά σήματα. Δεν υπήρχε όμως πισωγύρισμα. Είχε αρχίσει να μπαίνει στο κλίμα της «περιπέτειας»,  και η Τζίνα ψόφαγε για κάτι τέτοια.
       Κατά την διάρκεια του ταξιδιού ο Δημοσθένης της αποκάλυψε το όνομα του νησιού που πήγαιναν.
«Στην Πόθια πάμε καλή μου. Στο το νησί της καρδιάς μου. Εκεί αντίκρισα τον κόσμο. Πήρα την πρώτη μου ανάσα. Ανακάτεψα χώμα και νερό. Ελπίζω μικρή μου, πως μέσα στην καρδιά σου, θα πάρει μια σημαντική θέση. Θα  γίνει και το δικό σου νησί»
Η Τζίνα δεν απάντησε. Τον κοιτούσε μόνο προσπαθώντας να καταλάβει τι μπορεί να κρύβει μέσα του αυτό το κεφάλι.
Πόθια; Τι είναι αυτό; Δεν το έχω ακούσει ξανά. Τζίνα σκασμός μη γίνεις ρεζίλι. Δεν μπορώ να πάρω και τη Βίκυ γαμώτο. Αυτή είναι ο Άτλας με πόδια και χέρια. Σίγουρα θα μου έδινε τα φώτα της. Α.. δεν θα σκάσω κιόλας. Πόθια; Γιατί θα πρέπει να το ξέρω;
«Γνωρίζεις τα Πόθια;» τη ρώτησε σαν να διάβασε την σκέψη της.
«Όχι»απάντησε ξερά.
«Είναι η πρωτεύουσα της Καλύδυας,» απάντησε  κρύβοντας άτσαλα ένα χαμόγελο σίγουρος ότι δεν ήξερε ούτε την Καλύδυα.
Πανδανούλη την πάτησες σκέφτηκε εκείνη και χαμογέλασε, διάολε Ιλιάδα έχω διαβάσει, και μάλιστα είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία.
«Εμείς οι σύγχρονοι την λέμε Κάλυμνο καρντιά μου» του είπε ειρωνικά.. «Εσείς οι αρχαίοι …μμ» συμπλήρωσε.
Ο Δημοσθένης γέλασε και της χαίδεψε το μάγουλο.
«Ξέρεις πολλά πονηρή φατσούλα. Και δεν αφήνεις τίποτα άνευ σχολίου ε;»..
«Μίλησε μου για το νησί σου. Δεν έχω πάει ποτέ. Χαίρομαι που θα το γνωρίσω»
«Έχεις πάει, και έχεις ζήσει εκεί» είπε με το μυστήριο ύφος του.
«Καλά. Ό,τι πεις» είπε η Τζίνα  χαριτολογώντας. «Ο γιατρός είπε να λέμε ναι…» συμπλήρωσε με ένα πλατύ αφοπλιστικό χαμόγελο.
«Λοιπόν» ξεκίνησε ο Πάνδανος με ύφος διδασκάλου. «Σύμφωνα με τους ιστορικούς, οι πρώτοι κάτοικοι της Καλύμνου ήταν οι Κάρες, που εγκαταστάθηκαν στο νησί από την 2η χιλιετία π.χ. ή και παλαιότερα.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο τον 11ο π.χ αιώνα  Δωριείς άποικοι από την Επίδαυρο αποίκησαν  στην Κώ την Νίσυρο και την Κάλυμνο. Η Κάλυμνος τότε έγινε Δωρική Αποικία. Πολλοί από τους Κάρες την εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν στις απέναντι  ακτές της Μικράς Ασίας, οι οποίες  ονομάσθηκαν Καρία».

Η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος που  μιλούσε είχε μια σαγήνη. Η Τζίνα μαγευόταν  να τον ακούει. Η φωνή του είχε κάτι εξωκοσμικό.  Ήταν ήρεμη και σταθερή. Η χροιά της βελούδινη και απαλή. Όταν σου εξιστορούσε γεγονότα, χωρίς να το καταλάβεις βρισκόσουν μέσα στον χώρο, τον χρόνο και την εικόνα που άκουγες. Αυτή είναι μια ικανότητα που λίγοι άνθρωποι έχουν.
Παράγγειλε ένα καπουτσίνο με σαντιγί και κανέλλα. Βολεύτηκε πιο αναπαυτικά στην πολυτελή πολυθρόνα του πλοίου. Πάντα ταξίδευε πρώτη θέση από ό,τι είπε στην Τζίνα. Η κουλτούρα κουλτούρα, και η χλίδα χλίδα.
 Στη σκέψη της Τζίνας ήρθε η εικόνα που βλέπαμε παλιά στα μαγαζιά, «ο πωλών τοις μετρητοίς» και γέλασε.
«Να συνεχίσω ή σε κούρασα γλυκιά μου; Αλήθεια θα μου πεις τι σκέφτεσαι και χαμογελάς;» είπε  και της πρόσφερε ένα πουράκι.
Του έγνεψε να συνεχίσει. Ένοιωθε παράξενα όμορφα. Ζούσε ένα παραμύθι.
«Επί τουρκοκρατίας όπως και τα άλλα δωδεκάνησα, η Κάλυμνος είχε αυτονομία πληρώνοντας γι αυτή την αυτονομία της ένα είδος φόρου «μαχτού» το έλεγαν.
Αυτό το προνόμιο όμως δεν το έβλεπαν με καλό μάτι οι Τούρκικες αρχές. Έτσι το  1896 ο Αχμέτ Πασάς άρχισε να τρομοκρατεί  και να πολιορκεί το νησί, ζητώντας από τους προύχοντες να υπογράψουν ότι δέχονται στο νησί τους κάποια τουρκικά  προνόμια, κυρίως δικαστικά, και διοικητικά.
Οι προύχοντες  είχαν κρυφτεί στα βουνά  μέσα σε σπηλιές για να μην τους βρίσκουν οι Τούρκοι. Στο τέλος βέβαια οι Καλύμνιοι αναγκάστηκαν να δεχτούν «Καϊμακάμη». Το 1821 παρ’ ότι η σημαία της επανάστασης  σηκώθηκε και στην Κάλυμνο, το νησί παρέμεινε στην κατοχή των Τούρκων μέχρι το 1912, όταν ελευθερώθηκε από τους Ιταλούς «υποδουλωτές».»
Ανασηκώθηκε από την θέση του και κοίταξε έξω. 
Το καράβι βρισκόταν μεσοπέλαγα. Γλάροι ακολουθούσαν το φέρυ στο ταξίδι του. Ακούραστα πουλιά αυτοί οι γλάροι. Πήγαινε έλα, πήγαινε έλα, ταξίδι δίχως προορισμό. Έτσι για το κέφι τους και μόνο.
Ο Πάνδανος άρχισε να απαγγέλλει
«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
και αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….»
 «Καβάφης»… είπε κουνώντας περίεργα το κεφάλι του, και στράφηκε χαμογελώντας προς την Τζίνα.
Πρόσεξε πάλι αυτό το αλλόκοτο στο βλέμμα του. Ανησύχησε μέσα της για μια ακόμα φορά. Δεν άφησε όμως το συναίσθημα να την κυριεύσει.
«Λοιπόν; οι Ιταλοί σαν «ελευθερωτές» πώς ήταν;» ρώτησε αποφορτίζοντας την ατμόσφαιρα.
Κάθισε στη πολυθρόνα του ξανά. Άναψε ένα πουράκι με χαρακτηριστικά ήρεμες κινήσεις κοιτώντας το πέλαγο.
«Στην αρχή πήγαιναν κάπως καλά τα πράγματα» συνέχισε την αφήγηση, «όταν όμως εγκαταστάθηκε ο Φασισμός στην Ιταλία η κατάσταση έγινε άσχημη. Απαγορεύτηκε η Ελληνική γλώσσα. Παράλληλα θέλοντας να υπάγουν την εκκλησία της Δωδεκανήσου στο Βατικανό, επιχείρησαν να την κάνουν αυτοκέφαλη, και να μην ανήκει πια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Οι Καλύμνιοι αντέδρασαν έντονα σε αυτό. Έκλεισαν για δύο ολόκληρα χρόνια τις  εκκλησίες τους. Το 1935 μάλιστα οι γυναίκες του νησιού πρωτοστατούν  στον περίφημο πετροπόλεμο εναντίον των Ιταλών. Τους φτάνουν μέχρι την θάλασσα. Οι Ιταλοί καλούν ενισχύσεις από άλλα νησιά. Πυροβολούν το άοπλο πλήθος. Σκοτώνουν άμαχο πληθυσμό. Τέλος συλλαμβάνουν άντρες και γυναίκες και τους κλείνουν στα μπουντρούμια την Ρόδου και της Κώ.»
«Είναι αλήθεια Δημοσθένη ότι η Κάλυμνος είναι κοινωνία μητριαρχική;» ρώτησε η Τζίνα.
«Ναι καλή μου. Και ο λόγος είναι απλός. Οι άντρες λείπουν τις περισσότερες μέρες του χρόνου στα σφουγγαράδικα. Επόμενο είναι οι γυναίκες να έχουν πλήρη ευθύνη, αλλά και τον έλεγχο της οικογένειας. Αυτές κρατούν τα ηνία. Οι άντρες τρέφουν μεγάλο σεβασμό προς τις γυναίκες, και τους το δείχνουν με κάθε τρόπο»
«Έτσι εξηγείται η ευγένεια σου προς το φύλλο μου κύριε Δημοσθένη; Α.. κι εγώ νόμιζα ότι είχα την αποκλειστικότητα αυτής της συμπεριφοράς». Είπε η Τζίνα γελώντας για να τον πειράξει..
«Καλή μου θα δεις σύντομα πως για μένα είσαι κάτι αποκλειστικά σημαντικό. Θα το μάθεις πολύ σύντομα», της απάντησε με το γνωστό πια μυστηριώδες ύφος του.
 Άντε πάλι τα μυστικά της «Χαμένης Κιβωτού». Εντάξει μωρό μου, try me που λένε και οι εγγλέζοι. Δεν ξέρεις τι εστί Τζίνα. Να δούμε επιτέλους την μεγάλη σου αποκάλυψη, που μάλλον αποκαθήλωση μου μυρίζει.

Η Τζίνα χαλάρωσε στην πολυθρόνα. Πρέπει να την πήρε ύπνος, γιατί όταν άνοιξε τα μάτια της στο κάλεσμα του Δημοσθένη, ο ήλιος ήταν κοντά στη δύση του.
«Έλα να απολαύσεις χρώματα ζωγραφιά μου» της είπε χαμογελαστός ο Δημοσθένης και την τράβηξε ελαφρά από το χέρι οδηγώντας την στο κατάστρωμα.
«Το βασίλεμα του ήλιου είναι μια μαγεία. Ένα όνειρο που περιέχει χιλιάδες περιγραφές και ερμηνείες. Οι αποχρώσεις του γαλάζιου είναι το συναίσθημα, και οι μεταμορφώσεις των νεφών οι λέξεις. Μάλλον έχεις δίκιο μικρή μου για την κοινή γλώσσα των χρωμάτων» της είπε ψιθυριστά καθώς η Τζίνα κοιτούσε με τα νυσταγμένα της μάτια τον ορίζοντα. 
΄Έμειναν εκεί χωρίς να μιλούν μέχρι που ο ήλιος πήρε την τελική του βουτιά και πήγε για ύπνο.

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν κατέβηκαν στο λιμάνι.
Ο Δημοσθένης ήθελε να πάνε κατευθείαν στο χωριό. Θα έμεναν στο σπίτι του. Την περίμενε μια έκπληξη της είπε.
Η Τζίνα αρνήθηκε σθεναρά. «Δεν μπορώ να περάσω την νύχτα μου με κάποιον ουσιαστικά άγνωστο, και μάλιστα σε ένα σπίτι στο πουθενά. Δεν μπορώ Δημοσθένη. Συγνώμη. Πήγαινε μόνος στο σπίτι σου. Εγώ θα μείνω στο ξενοδοχείο και το πρωί με το φως της μέρας θα πάμε στο περιβόητο «σπίτι». ΄Η μήπως δεν υπάρχει τέτοιο;» Είπε η Τζίνα φανερά εκνευρισμένη από την επιμονή του.
«Εντάξει καλή μου. Θα μείνω και εγώ στο ξενοδοχείο. Δεν καταλαβαίνω τους φόβους σου. Δεν είχα πρόθεση να σε πειράξω. Κάπου με θίγει αυτή η μομφή αλλά θα το σεβαστώ. Το πρωί θα σε ξυπνήσω πρωί όμως εντάξει;» Είπε εκνευρισμένος και αυτός. Έβλεπε όμως ότι όσο και να προσπαθούσε δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να υποχωρήσει η Τζίνα.
Έκλεισε δύο δωμάτια σε ένα πολυτελές Ξενοδοχείο της παραλίας και αφού έφαγαν σχεδόν σιωπηλοί, πήγαν για ύπνο. 
Ένα υπέροχο πρωινό ξημέρωσε στο νησί των σφουγγαράδων.
Η Τζίνα είχε έναν ανήσυχο ύπνο.
Δεν ήταν ακριβώς ανασφάλεια αυτό που ένοιωθε. Ήταν κάτι διαφορετικό. Βρισκόταν σε ένα νησί με έναν άνθρωπο που της προκαλούσε κάτι μεταξύ θαυμασμού και φόβου. Ύψους και βάθους. Δεν μπορούσε να  προσδιορίσει τι ακριβώς. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν την συγκινούσε ερωτικά.
Εκείνος αντίθετα έδειχνε να θεωρεί δεδομένο ότι η Τζίνα ήταν «μαζί του». Δεν το έλεγε αλλά το έδειχνε με τον τρόπο του.  Και η Τζίνα το εισέπραττε, χωρίς όμως συγκεκριμένη πρόκληση ώστε να  μπορεί να αντιδράσει.
Αυτό την ενοχλούσε. Όμως την  έκαιγε να φτάσει στο στόχο. Να δει το αρχοντικό εκείνο των ονείρων της. Την σαγήνευε η ιδέα να μάθει (αν ήταν αλήθεια, γιατί είχε τις αμφιβολίες της) την ιστορία αυτού του σπιτιού, και την σχέση που μπορεί να είχε με την προηγούμενη ζωή της.
«Είμαι θεότρελη», είπε η Τζίνα καθώς ντυνόταν για την «ηρωική»επίσκεψη στον κόσμο των «πνευμάτων». «Όμως είναι γοητευτικό. Από παιδί το έχω το ψώνιο να ψάχνομαι για το «πόθεν έσχες»της ύπαρξης μου. Άλλωστε δεν έχω δει την Κάλυμνο. Δεν με χαλάει ένα ωραίο τουρ.  Και ο Πανδανούλης τι μπορεί να μου κάνει; Να με βιάσει; Ε! Δεν νομίζω»  συνέχισε να μιλά μόνη της ενώ έβαζε στην μηχανή της φιλμ .
Συναντήθηκαν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το πρωινό.
Ο Δημοσθένης ήταν ήδη εκεί. Μόλις είδε την Τζίνα σηκώθηκε και της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει αφού πρώτα της φίλησε το χέρι.
«Καλημέρα γλυκιά Αφροδίτη»
«Είσαι πολύ καλός Δημοσθένη. Σ’ ευχαριστώ..» του είπε χαμογελώντας. «Συγνώμη για χθές βράδυ, ήμουν λίγο στριμμένη. Με πιάνει που και που… Φίλοι;»
«Δεν θυμάμαι να έγινε τίποτα χθες βράδυ καλή μου» της είπε και γελώντας σήκωσε το χέρι του με την παλάμη στραμμένη προς τα πάνω. «Ομνύομαι πίστην και αγάπην αιώνιον στη Θεά του κάλλους, της αναζήτησης, και της αντίδρασης  Γεωργίας»..
«Χα..χα… η χλαμύδα μόνο σου λείπει Δημοσθένη. Θα ήσουν ο τέλειος αρχαίος έλλην»…
«Είσαι έτοιμη για δυνατές συγκινήσεις;» Της πέταξε κοιτάζοντας την με το σαγηνευτικό του βλέμμα. «Μπορεί να αλλάξει η ζωή σου σήμερα. Είσαι έτοιμη για κάτι τέτοιο;»
«Μα…μόνο για δυνατές συγκινήσεις είμαι έτοιμη καρδιά μου» είπε η Τζίνα  χαριτολογώντας για να κρύψει την ταραχή της.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Τράπεζες και τραπεζίτες στην αρχαία Ελλάδα

του Πάνου Παναγιώτου

Στην αρχαία Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. το επάγγελμα του τραπεζίτη δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και συχνά ταυτιζόταν με αυτό του τοκογλύφου. Οι τράπεζες σχετίζονταν με δάνεια και σύμφωνα με τα πάτρια ήθη «όπου υπήρχε δάνειο δεν υπήρχε φίλος», μια και όταν «ένας άνθρωπος είναι φίλος δεν δανείζει αλλά δίνει». Και σε μια τέτοια περίπτωση τόκος ήταν η ευγνωμοσύνη του δανειζομένου προς τον δανειστή του. Ο Πλάτων στους Νόμους του ρητά ζητά να απαγορευτούν τα έντοκα δάνεια.
Ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν “πλουτοκεντρικός” αλλά ανθρωποκεντρικός. Η ελληνική φιλοσοφία θεωρούσε το χρήμα ως μέσο για την απόκτηση αγαθών αλλά τίποτε περισσότερο. Εφόσον το κέντρο της ελληνικής φιλοσοφίας είναι ο άνθρωπος και καθώς η τοκογλυφία οδηγεί στον εξευτελισμό του ανθρώπου, ήταν λογικό να θεωρείτο ανήθικη. Η πρακτική χρέωσης τόκων είχε αποκηρυχτεί από πολλούς Έλληνες και ξένους φιλοσόφους και ηγέτες, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Κικέρων, ο Μουχάμαντ κλπ. Ο Κάτων, όταν ρωτήθηκε “τί γνώμη έχεις για τη τη χρέωση τόκων;” απάντησε “τί γνώμη έχεις για τη δολοφονία;”
Ο κυρίαρχος τότε θεσμός της πόλης-κράτους είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανεξαρτήτων κρατών, πολλά από τα οποία έκοβαν δικά τους νομίσματα, ποικίλης πραγματικής, ονομαστικής και εμπορικής αξίας. Η κυκλοφορία τόσο πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων δυσκόλευε τις διάφορες εμπορικές συναλλαγές και αποτέλεσε την αιτία ανάπτυξης μίας αγοράς νομισματικών ισοτιμιών, όπου γινόταν ο υπολογισμός της αξίας κάθε νομίσματος σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Η διαδικασία αυτή έδωσε λαβή για τη δημιουργία του επαγγέλματος του αργυραμοιβού - ενός ατόμου που θα αντάλλασσε τα διάφορα νομίσματα επί αμοιβής. Μεταξύ άλλων, οι αργυραμοιβοί έπρεπε να γνωρίζουν τις αξίες και το βάρος των νομισμάτων κάθε κράτους και να καθορίζουν την αξία τους σε σχέση με το νόμισμα της χώρας στην οποία γινόταν η συναλλαγή. Έπρεπε να ξεχωρίζουν τα κίβδηλα νομίσματα και να εντοπίζουν τα ελλιποβαρή.
Η αναγνώριση της ανάγκης για την αγορά συναλλάγματος ήταν ελληνική αλλά η εκμετάλλευση της νεοσυσταθείσας αγοράς νομισματικών ισοτιμιών δεν ενδιέφερε του Έλληνες και έμεινε στα χέρια των εμπόρων του χρήματος. Οι ιδιώτες τραπεζίτες επεκτάθηκαν και σε αυτόν τον τομέα τον οποίο συμπεριέλαβαν στις δραστηριότητες τους.
Ακόμη, τα νομίσματα, εκτός από τη χρήση τους ως μέσο για τον υπολογισμό της αξίας των προϊόντων και τη διευκόλυνση των συναλλαγών, λειτουργούν τα ίδια ως εμπορεύματα στις περιοχές εκείνες που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα πολύτιμα μέταλλα. Οι τραπεζίτες βρήκαν και άλλον έναν τομέα εμπορίας χρήματος, πουλώντας χρήμα στις περιοχές που δεν είχαν και παίρνοντας ως αντάλλαγμα γη και αγαθά.
Έτσι, οι τραπεζικές εργασίες, σε εκείνη τη φάση χωρίζονταν στις εξής κατηγορίες:
  • στη δοκιμασία και στην ανταλλαγή νομισμάτων
  • τις καταθέσεις
  • τις χορηγήσεις δανείων
  • την εκτέλεση εντολών προς τρίτους.
Σύντομα, στις κύριες τραπεζικές εργασίες, εκτός από την ανταλλαγή των νομισμάτων και τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, τις έντοκες καταθέσεις και τα έντοκα δάνεια, συγκαταλέγονταν και άλλες.
Ανάμεσά τους:
  • η διαχείριση περιουσιών
  • η συγκατάθεση σε δάνειο, η αποδοχή παρακαταθηκών
  • η έκδοση πιστωτικών επιστολών που εξοφλούνταν σε άλλη πόλη από κάποιον άλλο τραπεζίτη με τον οποίο συνεργαζόταν η τράπεζα που είχε εκδώσει τη σχετική επιστολή.
Αναφέρεται ότι με αυτό τον τρόπο ο Κικέρων κάλυψε κάποτε τα έξοδα του γιου του, όταν αυτός βρισκόταν στην Αθήνα.
Για την ανταλλαγή και τη «δοκιμασία» των νομισμάτων, εργασίες που έκαναν και οι αργυραμοιβοί, η προμήθεια ήταν συνήθως γύρω στο 5%-6% επί της αξίας των νομισμάτων, με μια πρόσθετη επιβάρυνση αν η ανταλλαγή γινόταν ανάμεσα σε νομίσματα κατασκευασμένα από διαφορετικά μέταλλα.
Για τις παρακαταθήκες, τη φύλαξη δηλαδή χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων κ.ά., οι ιερές τράπεζες δεν εισέπρατταν «φύλακτρα». Αλλά και δεν έδιναν τόκο για τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις.
Για καταθέσεις μεγάλης διάρκειας ξέρουμε πχ. ότι στην Αθήνα του 4ου αιώνα. π.Χ. το επιτόκιο ήταν γύρω στο 10%.
Ρόλο τραπεζών και μάλιστα ανταγωνιστικό αυτού των ιδιωτικών τραπεζών έπαιξαν και τα ιερά.
Όσον αφορά στις ιδιωτικές τράπεζες, ωστόσο, κατά κανόνα τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλότερα αυτών των ιερών ενώ στα λεγόμενα ναυτοδάνεια, τα επιτόκια έφταναν ακόμη και στο 100% όταν, σε περίπτωση απώλειας του πλοίου μαζί με το φορτίο του, ο δανειστής δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο.
Σταδιακά, οι ιδιωτικές τράπεζες απέκτησαν αρκετά μεγάλη δύναμη ώστε να μπορούν να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες ολόκληρων πόλεων. Επειδή στην αρχαία Ελλάδα, όμως, οι πόλεις αποταμίευαν κατά κανόνα χρήματα κατά τις περιόδους ειρήνης οι περιπτώσεις που χρειάζονταν δάνεια ήταν, κυρίως, στις περιόδους πολέμων. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα οι ιδιωτικές τράπεζες να αυξάνουν τον κύκλο εργασιών του σε περιόδους πολέμου και γι΄ αυτές οι πόλεμοι να αποτελούν πηγή πλούτου.
Επιπλέον, μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση πολέμων ανάλογα με τον ποιον από τους αντιπάλους θα επέλεγαν να δανειοδοτήσουν και με τί κόστος. Τελικά, οι τραπεζίτες κατάφεραν μέσω του ελέγχου του εμπορίου χρήματος να επηρεάσουν τόσο την οικονομική, όσο και την κοινωνικοπολιτική ζωή της Αρχαίας Ελλάδας.
Η επιρροή αυτή αποτυπώνεται και στην τέχνη καθώς μια σειρά έργων αντλούν θεματολογία από Έλληνες που έφτασαν στην πτώχευση και την εξαθλίωση χρωστώντας σε τραπεζίτες. Αν και η Ελλάδα άκμασε στο πραγματικό εμπόριο, στη ναυτιλία, στον πολιτισμό και στις τέχνες και παρά το γεγονός πως έφτασε να γίνει κυρίαρχος οικονομική και στρατιωτική δύναμη για αιώνες, δεν κατάφερε ποτέ, πιθανώς γιατί ήταν αντίθετο στη φιλοσοφία της, να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στο εμπόριο του χρήματος και αυτό τελικά της κόστισε καθώς το κενό στην αγορά καλύφθηκε από τραπεζίτες συχνά όχι με τον καλύτερο και πιο ηθικό τρόπο.
*Ο Πάνος Παναγιώτου είναι χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
Πηγή: XrimaNews.gr
Από tvxs
Κατηγορία άρθρου:

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα εδώ και ώρα. Σηκώθηκε με νωχελικές κινήσεις από τον καναπέ όπου είχε πάρει μια πρέζα ύπνο, και σύρθηκε προς το τηλέφωνο.
 Ήταν η Βίκυ που της έβαλε τις φωνές.. 
 «Ακόμα κοιμάσαι βρε ουφο; Ξέρεις τι ώρα είναι; Μη κάνεις κανένα αστείο και δεν έρθεις».
«Να έρθω οπωσδήποτε ε;» απάντησε η Τζίνα και χασμουρήθηκε  τεμπέλικα .
«Ο π ω σ δ η π ο τ ε!» ακούστηκε από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου…Η Βίκυ δεν το  συζητούσε καν..
«Οκ. Σε μια ώρα θα είμαι εκεί.».
Στράφηκε προς τον Αντρέα  που κουνούσε την ουρά του προσπαθώντας να μαντέψει αν θα πήγαινε και αυτός μαζί της…
«Ο κ.Μανόλο ντε Καρδίτσα.. Χεστήκαμε!!! Φλαμένγκο λέει. Είχε ρε Aντρίκο στην Καρδίτσα Φλαμενγκοσχολή; Που έμαθε ο τύπος φλαμένγκο μου λες;  Μακάρι νάξερες ε;  Κι εγώ το ίδιο φίλε».
Κοίταξε το κινητό της. «Ούτε φωνή ούτε ακρόαση ο κύριος Χρήστος». Μονολόγησε  πηγαίνοντας προς το μπάνιο.
Η άσχημη διάθεση που είχε, άρχισε να αμβλύνεται με τα κόλπα του Αντρέα ο οποίος προσπαθούσε να δηλώσει την παρουσία του τραβώντας το μπουρνούζι της και μασώντας τις παντόφλες της. Κάποια στιγμή χάθηκε μέσα στο σπίτι. Επέστρεψε κρατώντας στο στόμα του ένα αθλητικό παπούτσι που βρήκε περιπλανώμενο…
Η Τζίνα του  χαμογέλασε πονηρά, «φρικέ ντύσιμο να τους τη σπάσουμε ε; Ότι πεις μεγάλε…Να το ξέρεις όμως, θα  πω στη Βίκυ ότι εσύ με πίεσες».  Ο Αντρέας κούνησε  το κεφάλι του γέρνοντας το δεξιά όπως έκανε κάθε φορά που του απηύθυναν τον λόγο… Η Τζίνα γέλασε δυνατά. Τον χάιδεψε και κατευθύνθηκε στην ντουλάπα…
Τράβηξε ένα παντελόνι τζήν ξεβαμμένο και μία λευκή πουκαμίσα. Παπούτσια σαφώς  αθλητικά. Βάφτηκε ελαφρά, φόρεσε ένα μακρύ και ένα κοντό σκουλαρίκι χτενίζοντας σε «ατιμέλητο» look τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της, κι’ έτοιμη για φλαμένγκο  night.!!!    

Με την ψυχή στο στόμα  έφτασε στο γραφείο της Βίκυς. Δρασκέλισε τα σκαλοπάτια δύο δύο και έφτασε στο γραφείο της λαχανιασμένη. Η Βίκυ τσαντιζόταν πολύ όταν την έστηναν. Πόσο μάλλον απόψε  που ήταν μια σημαντική βραδιά γι αυτήν. Άλλωστε ο μόνος λόγος  που η Τζίνα  πήγαινε σε αυτήν την εκδήλωση  ήταν για να μην της χαλάσει το χατίρι. Αυτές τις συγκεντρώσεις με τους in καλλιτέχνες τις βαριόταν θανάσιμα.
Μπήκε στο γραφείο και προς έκπληξή της βρήκε χαμογελαστή..
«Βικάκι μη με βρίσεις. Έχεις δίκιο. Είμαι γαϊδούρα το παραδέχομαι αλλά  είχε κίνηση..» μίλησε με ύφος απολογητικό..
«Ρε ούφο σιγά μη περίμενα να έρθεις στην ώρα σου. Σου είπα εννέα για να έρθεις στην καλλίτερη περίπτωση δέκα.. Σου την έσκασα χαζό» της λέει και γελάει..
«Και εγώ τσακίστηκα να φτάσω; Ούτε ασανσέρ δεν πήρα για να μην καθυστερώ.. Καλααά.... σημειώνω το καψώνι» 
«Εκδρομή θα πάμε και ντύθηκες έτσι;» μουρμουρίζει και την κοιτάζει από πάνω ως κάτω. «Τυπάκι είσαι ρε» συμπληρώνει και χαμογελάει.
 
Η εκδήλωση ήταν σε μια  μουσική σκηνή πίσω από την Ακρόπολη. Ένας χώρος πολύ συμπαθητικός με ζεστά χρώματα και χαμηλό φωτισμό. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται σιγά σιγά.
Ένας  χαριτωμένος νεαρός τις οδήγησε στο τραπέζι που είχαν κλείσει για το περιοδικό.
«Έχει τίποτα καλό το table team;» ρωτά η Τζίνα χαμογελώντας με νόημα .
«Δεν ξέρω ποιοι θα είναι στο τραπέζι μας. Και πρόσεχε βλαμμένο μην πετάξεις κανένα «ντε καρδίτσα» και με κάνεις ρεζίλι. Να είσαι καλό κορίτσι εντάξει;»
«Ορκίζομαι σωφροσύνην και αρετήν» λέει η Τζίνα σηκώνοντας το χέρι.
Πλησίασαν στο τραπέζι και φόρεσαν τα «καλά» τους χαμόγελα για τις συστάσεις.
Ο κύριος και η κυρία Ιωάννου μετά του υιού Πάρη. Ο κύριος Παύλος. Πολύ κύριος τι να σου πω σκέφτηκε η Τζίνα καθώς άπλωνε το χέρι της χαζοχαμογελώντας. Η κυρία Φαίη, η γραμματεύς παρά τω προέδρω.
Ο κύριος Ερμής, ο φωτογράφος του περιοδικού μετά του πατρός του κυρίου Δημοσθένη Πάνδανου, συγγραφέως. Η κυρία και ο κύριος Φατσέα, των δημοσίων σχέσεων..
«Χάρηκα πολύ Τζίνα Σταυρίδου» είπε η Τζίνα κατάκοπη από τις χαιρετούρες.
«Φατσέα η κυρά φατσέα»  ψυθίρισε  στην Βίκυ καθώς καθόταν.
«Σκάσε βλαμμένο» της απάντησε  χαμογελαστά η Βίκυ.
Ώσπου να αρχίσει το πρόγραμμα η κουβέντα ήταν γύρω από το περιοδικό, τη μουσική, και τον Μανόλο. Φυσικό ήταν η Τζίνα και ο πατήρ Πάνδανος  μια και ήταν οι μόνοι εκτός περιοδικού να μην συμμετέχουν.
«Είστε μουσικός υποθέτω». Απευθύνθηκε στην Τζίνα σπάζοντας την σιωπή των «ξένων» ο Πάνδανος.
«Καμμία σχέση».  Του απάντησε λακωνικά.
«Τότε κριτικός;  Ή μήπως δημοσιογράφος;» συνεχίζει.
«Φίλη της Βίκυς». Του λέει ξερά.
«Αγαπάτε το φλαμένγκο όμως». Επιμένει.
Με την άκρη του ματιού της κοιτάζει την Βίκυ που την παρακολουθεί με αγωνία μη πετάξει κανένα κουφό.
«Μα ναι, ασφαλώς. Τρελαίνομαι για Φλαμένγκο» του λέει, και χαμογελά προς την Βίκυ.
Ο Πάνδανος είναι ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με γκρίζα μαλλιά και ένα περίεργο παρουσιαστικό. Άνθρωπος γενικά ευγενικός και ενημερωμένος για πολλά πράγματα.
 «Τρελλός επιστήμων» είπε αργότερα η Τζίνα,
 «Καλλιεργημμένο» τον χαρακτήρισε  η Βίκυ.
 «Χαχα.. Καλλιεργημένος; Φυτό δηλαδή» συμπλήρωσε η Τζίνα και έβαλε τα γέλια.
«Α, να χαθείς οδοστρωτήρα» της είπε και γέλασε και αυτή με την καρδιά της.

Η παράσταση άρχισε με ένα  μουσικό Ισπανικό συγκρότημα. Η Βίκυ χάθηκε μέσα στις νότες χωρίς να ανησυχεί  πια για τη συμπεριφορά της φίλης της. Ήξερε πως μέσα από τη μουσική κάπου θα περιπλανιέται  και αυτή στο δικό της κόσμο, ζωγραφίζοντας τις δικές της εικόνες.
 «Είμαι βέβαιος πως θα έρθει μια μέρα που ο Φυσικός, ο Ποιητής, και ο Φιλόσοφος, θα μιλούν την ίδια  γλώσσα και θα συνεννοούνται θαυμάσια μεταξύ τους», ακούστηκε μια απαλή και ήρεμη ψιθυριστή φωνή δίπλα στο αφτί της όταν άρχιζε το διάλειμμα.
Η Τζίνα γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε ενθαρρύνοντας τον να συνεχίσει. «Αυτή η γλώσσα θα έχει βάση το σολφέζ φαντάζομαι», συμπληρώνει  χαριτολογώντας ο Πάνδανος
«Ίσως αυτή η γλώσσα, να έχει σαν βάση τα χρώματα. Ένας χορός εικόνων ας πούμε» του απαντά η Τζίνα και συνεχίζει με πάθος. «Οι συνδυασμοί των χρωμάτων είναι συναίσθημα, είναι μια μορφή ποίησης, μια μουσική της φύσης. Τα περιλαμβάνει όλα. Το φως του ήλιου, φτιάχνει αποχρώσεις του φωτός. Η χλομάδα του φεγγαριού αποχρώσεις του σκότους. Χρώματα κοινά σε όλο τον σύμπαν. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί  ήδη μια κοινή γλώσσα;»
«Μα ναι, έπρεπε να το φανταστώ, είστε ζωγράφος λοιπόν;» την ρωτά ο Πάνδανος.
«Όχι κύριε Δημοσθένη. Δεν είμαι ούτε ζωγράφος»
 Η Βίκυ που έχει ακούσει την κουβέντα τους επεμβαίνει ως πυροσβεστήρ.
«Κύριε Δημοσθένη η Τζίνα ζωγραφίζει πολύ όμορφα αλλά το κρατάει κρυφό. Είναι επίσης και λίγο συνάδελφός σας. Γράφει στίχους».
«Αλήθεια κυρία μου;» τη ρωτά ενθουσιασμένος ο Πάνδανος
«Υπερβολές. Κάτι σαχλαμάρες γράφω» απαντά η Τζίνα κάνοντας έναν απαξιωτικό μομφασμό  και αγριοκοιτάζει την Βίκυ.
  «Εγώ πάντως θα ήθελα να διαβάσω μερικούς στίχους σας κυρία μου».
 «Κύριε Δημοσθένη να ζητήσω μια χάρη;» λέει η Τζίνα πίνοντας μια γουλιά από το ποτήρι της Βίκυς γιατί το δικό της ποτό έχει ήδη τελειώσει από ώρα.
«Ασφαλώς. Ό,τι θέλετε» απαντά ευγενικά.
«Θεωρώ τον πληθυντικό γλώσσα της απόστασης. Να τον κάνουμε ενικό  για να συζητήσουμε σαν άνθρωποι μια και γνωριστήκαμε;»
«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση Τζίνα. Άλλωστε  ούτε και σε μένα αρέσει ο πληθυντικός “της απόστασης”», λέει και  γελάει.
«Λοιπόν Δημοσθένη, οι στίχοι που γράφω είναι  ερασιτεχνικοί. Άγουροι εντελώς. Ως καρποί ανώριμοι προς «βρώσιν». Θα ντρεπόμουν αν τους  διάβαζε ένας συγγραφέας».
«Εάν επιμείνω;» ρωτάει, και χωρίς να περιμένει απάντηση, βγάζει από την  τσέπη του μια ατζέντα, γράφει το e mail του σε ένα χαρτάκι και της το δίνει.
Τα φώτα είχαν αρχίσει να χαμηλώνουν δηλώνοντας ότι το δεύτερο μέρος της παράστασης άρχιζε.
«Σσσς.. ησυχία εσείς εκεί πέρα» τους παρατηρεί νευριασμένη η Φατσέα ενώ της φεύγουν σάλια μαζί με μασημένα φουντούκια. Ο Δημοσθένης και η Τζίνα κοιτάζονται. Προφανώς κάνουν την ίδια σκέψη για την φάτσα της Φατσέα και ξεσπούν σε γέλιο. Ο Ερμής κοιτάζει τον πατέρα του με αυστηρό ύφος. Το ίδιο και η Βίκυ την Τζίνα. Το νευρικό γέλιο όμως είναι συνήθως μεταδοτικό, έτσι σε χρόνο μηδέν αρχίζει να γελά και η Βίκυ, και ο  Ερμής και η Φαίη. Η Φατσέα έξαλλη σηκώνεται να φύγει γιατί το παίρνει προσωπικά. Γίνεται ένα μικρό μπάχαλο στο τραπέζι ώσπου οι πέτρες του σκανδάλου ζητούν συγνώμη και βγαίνουν έξω.
Σε λίγο εμφανίζεται και η Βίκυ που δεν μπορεί να σταματήσει να γελά .
«Είσαι τέρας» λέει στη Τζίνα, και τα μάτια της τρέχουν δάκρυα από τα γέλια.
«Εγώ φταίω που είναι έτσι η φατσέα;  Χαχαχα, σαν μάσκα  είναι»
  Μια σοβαρή κυρία με βεραμάν ταγιέρ και ξανθά κρεπαρισμένα  μαλλιά  περίμενε ταξί στην άκρη του δρόμου. Παρακολουθούσε περίεργα όλη αυτή την ώρα τη σκηνή. Τους πλησιάζει λοιπόν, και γεμάτη απορία  λέει στη Βίκυ που εξακολουθεί αν γελάει περισσότερο από όλους.
«Συγνώμη. Να σας ρωτήσω κάτι; Αυτός ο Μανόλος που γράφει η ταμπέλα κωμικός είναι; Ποιοι άλλοι παίζουν στην παράσταση;»
«Η Φατσέα κι ο Φατσέας» προλαβαίνει και απαντά η Τζίνα αρχίζοντας  πάλι το ξέφρενο γέλιο…
«Θα πρέπει να έχει πολύ πλάκα η παράσταση» συμπληρώνει η κυρία με εύθυμη διάθεση.. «Θα έρθω. Θα έρθω  οπωσδήποτε να τη δω!».
Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να ηρεμήσουν εντελώς. Πρώτη μπήκε στην αίθουσα η Βίκυ. Ακολούθησε ο Δημοσθένης και η Τζίνα. Κάθισαν αθόρυβα στις θέσεις τους. Ο Ιωάννου της έριξε ένα περίεργο βλέμμα αλλά δεν είπε τίποτα Η ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε. Το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν, και όλα έβαιναν καλά..
Η εκδήλωση πλησίαζε στο τέλος της όταν ένα γκαρσόνι  με το δίσκο του περνούσε πλάι από τη Φατσέα, την ώρα που εκείνη ενθουσιασμένη  χειροκροτούσε άτσαλα το Μανόλο. Το δεξί της χέρι τινάχτηκε στο πλάι  πετυχαίνοντας το δίσκο. Ένα ποτήρι κύλησε και πέφτοντας πάνω στο τραπέζι έκανε γκέλ με αποτέλεσμα το περιεχόμενο του να τιναχτεί όλο πάνω στο πρόσωπο της Φατσέα..
Ο Ιωάννου που εκείνη τη στιγμή έπινε μια γουλιά νερό παραλίγο να πνιγεί. Άρχισε να γελάει δυνατά δίνοντας το σύνθημα στο υπόλοιπο τραπέζι. Το γέλιο πήρε διαστάσεις και άρχισε να γελάει όλο το μαγαζί. Η Φατσέα εκνευρισμένη αποχώρησε. Το ίδιο και ο Μανόλο. Η Βίκυ γλίτωσε την απόλυση χάρη στον Πάρη που την υπερασπίστηκε  «έως θανάτου» .   

  
   Ο Δημοσθένης  Πάνδανος δεν είναι ένα απλό πρόσωπο.
Είναι ένας  πολύπλευρος άνθρωπος, πολυταξιδεμένος και παραδομένος σε ένα δικό του κόσμο. Τα βιβλία του, σχεδόν όλα, έχουν μεταφυσικές προεκτάσεις, χωρίς όμως να σε πάνε στην σφαίρα της φαντασίας. Κείμενα λιτά και χωρίς υπερβολές. Οπαδός και λάτρης του γιόγκι Παραμαχάνσα Γιοκάντα. Μυημένος σε μυστικιστικές διδασκαλίες μελετητής των μεγάλων Μυστών.
Σαν άντρας δεν λέει και πολλά πράγματα. Θα τον χαρακτήριζα μάλλον άσχημο. Δεν έχει αρσενική παρουσία. Τα χέρια του μοιάζουν απαίδευτα και θηλυπρεπή.
Εκείνο που αναμφισβήτητα του δίνει μια κάποια γοητεία είναι το βλέμμα του. Ένα βλέμμα μαγνητικό και κάπως περίεργο. Όταν σε κοιτάζει νοιώθεις να μην μπορείς να ξεφύγεις από την ματιά του, κι ότι μπορεί να διαβάζει την πιο κρυφή σου σκέψη.
«Μυστηριακό» το χαρακτήρισε η Βίκυ.
«Σκοτεινό» το είπε η Τζίνα.  
Όπως και να είναι όμως ο Πάνδανος έδειξε γοητευμένος από τη Τζίνα.


Ήταν κάπου ξημερώματα. Η Τζίνα είχε αργήσει πολύ να κοιμηθεί το βράδυ. Η ιστορία με το Χρήστο είχε αρχίσει να της «πέφτει βαριά στο στομάχι» όπως είπε στη Βίκυ χαριτολογώντας μεν, αλλά εννοώντας το.
Ξύπνησε μουσκεμένη στον ιδρώτα και οι παλμοί της θα έγραφαν εκατόν πενήντα. Είχε δει ξανά το όνειρο. Ένα παράξενο όνειρο, που από παιδί ερχόταν στον ύπνο της και την τάραζε.
Ήταν ένα σπίτι. Ένα παράξενο σπίτι με μεγάλα τετράγωνα ασπρόμαυρα πλακάκια. Το δάπεδό του έμοιαζε με τεράστια σκακιέρα. Αυτός μάλλον ήταν ο χώρος υποδοχής.
Ένας μακρόστενος διάδρομος οδηγούσε στο βάθος όπου βρισκόταν η   κουζίνα. Στη μέση ένα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι από βαρύ ξύλο με πάγκους γύρω του αντί για καθίσματα. Στο χώρο κυριαρχούσαν τα τεράστια παράθυρα με τα οβάλ παντζούρια στο χρώμα καμένου ξύλου, που έβλεπαν σε ένα περιβόλι με δέντρα. Η κουζίνα ήταν πάντοτε άδεια.
 Μια ξύλινη σκάλα με κυκλική σκαλιστή κουπαστή, οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Δεξιά υπήρχαν δύο κλειστές πάντα πόρτες. Αριστερά τρεις μικρότερες. Μόνο η μία ήταν ανοιχτή. Οδηγούσε σε  ένα δωμάτιο παιδικό, όπου  μια παράξενη κούνια φτιαγμένη από μπαμπού και σκοινί βρισκόταν πάντα σε κίνηση. Μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μωρό, στον χώρο αυτό όμως, πάντοτε πλανιόταν έντονα μια παρουσία. Μια απροσδιόριστη άϋλη μορφή που προκαλούσε στην Τζίνα ένα αλλόκοτο συναίσθημα.
Το όνειρο αυτό είχε πάντα το ίδιο τέλος. Η Τζίνα κατέβαινε την  κυκλική σκάλα. Από ψηλά έβλεπε τις τετράγωνες ασπρόμαυρες πλάκες και πάνω τους πιόνια σκακιού να κάνουν κινήσεις. Όσο πλησίαζε τον κάτω όροφο ένοιωθε μια αγωνία που μεγάλωνε, και μεγάλωνε, σαν κάτι τραγικό να είχε συμβεί κάπου  εκεί στο τέλος της σκάλας.
Δεν έφτανε ποτέ στο τέλος αυτής της διαδρομής. Ήταν το σημείο που ξυπνούσε ιδρωμένη και με ταχυπαλμία.
 Την είχε απασχολήσει  αρκετές φορές αυτό το όνειρο. Όσες φορές όμως είχε επιχειρήσει να το συζητήσει με κάποιον άρχιζε το δούλεμα. Έτσι αποφάσισε να το αγνοήσει. Και ήταν πολύς ο καιρός που δεν το είχε ξαναδεί.
       Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε προς το μπάνιο για ένα κρύο ντούς. Εκείνη τη στιγμή η Βίκυ, είχε σηκωθεί να βγάλει τον Αντρέα έξω για κατούρημα.
«Ε; Τι έπαθες Τζινάκι; Χάλια φαίνεσαι» της είπε και την κοίταξε με απορία. «Ρε. Είσαι ιδρωμένη, έχεις κάτι;»
«Όχι, όχι δεν είναι τίποτα. Ένα όνειρο ήταν» είπε η Τζίνα με χαμένο ακόμα ύφος.
«Να φτιάξω καφεδάκι, ή θα κοιμηθείς κι άλλο; Εγώ βρικολάκιασα πρωί πρωί» είπε αναστενάζοντας..
«Το.. γήρας μάτια μου, έρχεται με αϋπνία το γαμημένο.. Αρχίσαν τα συμπτώματα «απάντησε η Τζίνα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο τραγουδώντας» γερνάααωω  μαμάάάάά, καφέέέέ  μαμάάάά!!
Κάθισαν  στη βεράντα και η Βίκυ επέμενε να μάθει για το όνειρο που τάραζε τόσο πολύ τη φίλη της.
«Θα σου πω, αλλά αν αρχίσεις το δούλεμα θα πάρω το λάστιχο και θα σε ποτίσω μαζί με τα φυτά, να γίνεις καλλιεργημένη, οκ;» είπε η Τζίνα και πήρε στα χέρια της τη μάνικα.
«Όχι  βρε, δεν θα σε κοροϊδέψω. Ορκίζομαι» απάντησε η Βίκυ σταυρώνοντας με νόημα τα δύο της δάχτυλα.
Η Τζίνα άρχισε την αφήγηση, ενώ η Βίκυ την άκουγε προσεκτικά.
«Μμμ!!, για πες μου κάτι…» είπε σοβαρά σοβαρά η Βίκυ ανασηκώνοντας το φρύδι της, όπως έκανε όταν έπαιρνε το σοβαρό της ύφος..
«Το τραπέζι της κουζίνας, είχε φαγητά ή ξεροσφύρι την έβγαζαν τα φαντάσματα;» ρώτησε ξεσπώντας σε τρανταχτά γέλια, ώσπου τελικά της έφυγε ο καφές από το χέρι λερώνοντας τον Αντρέα που κοιμόταν στα γόνατά της.
Η Τζίνα σε χρόνο μηδέν άνοιξε το νερό και άρχισε να την καταβρέχει..
«Έλα τώρα να σε πλύνω επίορκο τέρας.. Αντρίκο συγνώμη για το ντούς!!!» 
Η Βίκυ έφυγε για το μπάνιο γελώντας  βρεγμένη ως το κόκαλο.
«Τζίνα; Γιατί δεν ρωτάς τον Πάνδανο που έχει φάει βάρεμα με την μεταφυσική να σου πει τη γνώμη του;» Της είπε αργότερα η Βίκυ. «Σοβαρά μιλάω τώρα Ναι;» συμπλήρωσε σοβαρή.
 «Καλή ιδέα»  μονολόγησε η Τζίνα και σηκώθηκε να μαζέψει τα νερά….



«Δημοσθένη καλημέρα.»
«Ωω!! Τζίνα καλημερούδια. Μα τώρα πώς να μην πάει όμορφα η μέρα μου; Χαίρομαι πολύ που σε ακούω  κούκλα μου».
«Πάντα ευγενικός Δημοσθένη».
«Μα με σένα δεν θα μπορούσα να είμαι άλλο τι, από σκλάβος της γοητευτικής σου παρουσίας».
«Ευχαριστώ»
«Εγώ ευχαριστώ ομορφιά μου. Ευχαριστώ που χρωματίζεις τη ζωή μου με τα χρώματα της αυγής και του ζωοδότη ήλιου».
Ωραία τα λέει αλλά δε με πείθει, ευτυχώς που δεν είναι η Βίκυ στην θέση μου να απογειωθεί και να την ψάχνω. Βέβαια δεν είναι των ηλικιακών της προδιαργαφών ο Πάνδανος αλλά με τα λόγια αυτά θα την έκανε χώμα.
«Δημοσθένη, να σου ζητήσω μια χάρη;»
«Μα και βέβαια, ότι θέλεις κοριτσάκι μου»
Μου; οπα και τα κτητικά! Ωχ δεν με βλέπω καλά.
«Ήθελα να συζητήσουμε κάτι που έχει σχέση με τα όνειρα, χαζομάρες δηλαδή, αλλά θα ήθελα σε κάποιον να μιλήσω γι αυτό. Θεωρώ ότι είσαι ο πιο κατάλληλος. Αν έχεις λίγο χρόνο κάποια στιγμή, και θέλεις φυσικά, πίνουμε καφεδάκι και να τα πούμε;»
«Μα και βέβαια θέλω, με μεγάλη ευχαρίστηση. Μπορώ και σήμερα αν θέλεις. Χαίρομαι που σε ενδιαφέρει η μεταφυσική»
«Ωραία να τα πούμε το βραδάκι.. Θα σου τηλεφωνήσω όταν τελειώσω τη δουλειά»
«Θα περιμένω. Καλή και γλυκιά μέρα να έχεις»
«Ευχαριστώ, επίσης Δημοσθένη».
 Μακάρι να μου άρεσε σαν άντρας. Είναι ευγενικός. Ξέρει να φερθεί σε γυναίκα. Όχι σαν τον Χρήστο που είναι μέσα στην ψυχεδέλεια, και τη μιζέρια. Τον θέλω όμως η ανόητη. Με γοητεύει σαν άντρας. Πρέπει ωστόσο να την “κάνω”, πριν με στείλει στο φρενοκομείο να κάνω παρέα με τις τρελάρες. Το έχω πάρει απόφαση, έχει φάει τις κίτρινες κάρτες του. Πάει ολοταχώς για κόκκινη με την απαράδεκτη συμπεριφορά του. Αχ και να ήταν γλυκός σαν τον Πάνδανο, ή έστω ο Πάνδανος να ήταν γοητευτικός σαν τον Χρήστο. Αλλά γαμώ την γκαντεμιά μου λειψοί είναι και οι δύο…


«Βίκυ, απόψε θα βγω με τον Πάνδανο» είπε η Τζίνα δένοντας τα κορδόνια από τα αθλητικά της παπούτσια.
«Ωχ, τι καινούργιο είναι αυτό; Πως θα βγεις δηλαδή;»
«Από την πόρτα ασφαλώς θα βγω».
«Α ναι; Εγώ έλεγα θα βγεις από το μπαλκόνι με ανεμόσκαλα…Με τον Πανδανούλη Τζίνα; Μμ, ψήνεται κάτι;» ρώτησε και χαμογέλασε πονηρά
«Όχι ρε βλάκα. Σιγά μη ψήνω κάτι με το ΚΑΠΗ. Απλά καφεδάκι, εσύ δεν  μου είπες να τον ρωτήσω;»
«Ναι βρε μάτια μου, αλλά πότε πρόλαβες κιόλας;»
«Έτσι είμαι εγώ, βιαστικό κορίτσι»
«Το ξέρει ο Δημοσθένης ότι είναι «απλά καφεδάκι», η θα σου την πέσει. Πολύ θερμό τον βλέπω»
«Αν δεν το ξέρει θα το μάθει. Δεν του έταξα και γάμο ρε χαζό»
«Καλάάάά… Με βλέπω άνεργη στο τέλος. Ο Ιωάννου τον πάει πολύ τον Πάνδανο»
«Χαχαχα, αφού τον πάει πολύ να τον πάρει αυτός. Ταιριάζουνε και στην ηλικία»
«Άντε να χαθείς βλαμένο» είπε η Βίκυ με νόημα.
«Και μην ξεχνάς…..»
«Ναι, ξέρω μαμά, να προσέχω»...


Τζίνα και Δημοσθένης συναντήθηκαν στο Αττικό Άλσος. Η Βραδιά πολύ όμορφη. Κατάλληλη για συζητήσεις «έκτης αίσθησης» .
Ο Δημοσθένης άρχισε να μιλάει στην Τζίνα για τους αστερισμούς και την επιρροή τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Το πέμπτο στοιχείο της φύσης τον αιθέρα και την αναφορά των αρχαίων φιλοσόφων σε αυτό. Για τους αρχαίους πολιτισμούς της Αιγύπτου. Τη θεά Κάλι και την Ίσιδα. Τη μετενσάρκωση που πίστευε με φανατισμό. 
Τον παρακολουθούσε μαγεμένη. Η Τζίνα πάντα είχε  ενδιαφέρον για θέματα που δεν άπτονται της πραγματικότητας. Είχε όμως το όριο της. Δεν πέρναγε στην άλλη όχθη, όπως πολλές φορές συμβαίνει στους ανθρώπους που ασχολούνται με τα μεταφυσικά.
Ο Πάνδανος προφανώς είχε περάσει  αυτό το όριο. Τόχει φάει το κόλλημα, αλλά εμένα τι με κόφτει, σκέφτηκε κάποια στιγμή η Τζίνα.
Μιλούσε συνεπαρμένος από την εμπειρία του στις  «αναδρομές» που είχε κάνει. Αναφέρθηκε σε τρεις προηγούμενες ζωές του.
Στην πρώτη του αναφορά είχε ζήσει στην Σπάρτη  στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν σκλάβος. Της περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια  την ζωή του.
Ζούσε σε μια καλύβα και υπηρετούσε έναν επιφανή Έλληνα της εποχής.
Τον έλεγαν Μύρωνα, τη γυναίκα του Ελικωνίδα, είχε και δύο παιδιά τη Βερίνη και τον Μελάνιππο.
Η ζωή του ήταν βασανισμένη. Το ίδιο και της οικογένειας του. Το πιο συγκλονιστικό από την αφήγηση του  Πάνδανου (Μύρωνα), ήταν η στιγμή του θανάτου του.
Επειδή φυγάδευσε τον Μελάννιπο, τον δωδεκάχρονο γυιό του, σε μέρος που θα μπορούσε να ζήσει ελεύθερος, καταδικάστηκε σε μαστίγωμα μέχρι θανάτου.
Η εκτέλεσή του έγινε στον  ναό της Ορθίας Αρτέμιδος, ως θυσία , στον ιερό βωμό της.
Την στιγμή που ο Δημοσθένης περιέγραφε το μαστίγωμα και τον θάνατο του, (ως Μύρων βεβαίως), σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπο του, και το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και πονεμένο.

 Δεν πάει καλά ο άνθρωπος, σκέφτηκε η Τζίνα. Αν όμως είναι αλήθεια όλα αυτά, θα ήθελα πολύ να ξέρω τι ήμουν στην προηγούμενη ζωή μου. Αλλά αν είναι να ήμουν δούλα, άσε καλύτερα να μην το μάθω και ψυχοπλακωθώ.  Αν ήμουν Θεά ε, τότε οκ. Καλή εμπειρία  δεν λέω, συμπλήρωσε το συλλογισμό της και χαμογέλασε μουλωχτά για να μην παρεξηγηθεί ο Δημοσθένης.
«Έλα καλή μου» είπε επιτέλους κάποια στιγμή ο Πάνδανος, «πές μου για το όνειρο σου. Έλα να το συζητήσουμε, θέλω να το ακούσω» Πάνω στην ώρα, γιατί η Τζίνα ήταν έτοιμη να αντιδράσει.
  Δεν δίστασε ούτε στιγμή να το κάνει. Αισθάνθηκε ασφαλής να μιλήσει γι αυτό. Ο Δημοσθένης ήταν ο σωστός άνθρωπος στο σωστό timing. Θα την άκουγε χωρίς μετά να της κάνει πλάκα.
Άρχισε λοιπόν να του περιγράφει το όνειρο με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Δημοσθένης ακούγοντας την περιγραφή του σπιτιού ενώ στην αρχή ήταν χαλαρός, ξαφνικά  χλόμιασε.
«Σταμάτα μια στιγμή  καλή μου» την παρακάλεσε, ενώ η Τζίνα παρατήρησε τα χέρια του να ιδρώνουν και να τρέμουν.
«Τι έγινε Δημοσθένη; Δεν είσαι καλά; Να φύγουμε;»ρώτησε αναζητώντας με τα μάτια της τον σερβιτόρο για το λογαριασμό.
«Όχι, όχι καλά είμαι. Να πάρουμε ένα ποτό ακόμα;» της είπε με φωνή που έτρεμε.
«Είσαι σίγουρος ότι είσαι καλά;»τον ρώτησε ξανά μη μπορώντας να εξηγήσει την ταραχή του. «Όσα ποτά θέλεις. μόνο να είσαι καλά εντάξει;»
Παράγγειλε δύο νέα ποτά και την κοίταξε  βαθιά στα μάτια. 
Δεν ήταν βλέμμα αυτό, ήταν μια πύρινη βολή που πέρασε μέσα από  μάτια, έκανε τον κύκλο του κεφαλιού, και συνέχισε προς το υπόλοιπο κορμί της. Αισθάνθηκε μια περίεργη δόνηση η Τζίνα.  Σίγουρα κάτι τον είχε συγκλονίσει από αυτά που άκουγε. Τι  όμως; Και πόσο σοβαρό ήταν;
«Πες μου» της είπε ξαφνικά. «Το δωμάτιο, αυτό με την κούνια, είναι δεξιά ή αριστερά στο διάδρομο;» μιλούσε  αργά και σταθερά.
«Αριστερά» είπε η  Τζίνα σχεδόν ψιθυριστά, κάνοντας ένα μορφασμό απορίας.
«Το χρώμα; Θυμάσαι το χρώμα; Μήπως σιέλ ταπετσαρία με ανοιχτόχρωμες ρίγες στο πάνω μέρος;»
«Ακριβώς» είπε η Τζίνα και άρχισε να τα χάνει.
«Η κούνια; Πες μου σε ποιο μέρος του δωματίου είναι;»
«Στο βάθος εμπρός και δεξιά» απάντησε. Είχε όμως αρχίσει να ταράζεται και εκείνη.
«Ένα μεγάλο παράθυρο με λευκές κουρτίνες ακριβώς από πίσω;» συνέχισε στο ίδιο στυλ, πίνοντας  μια μεγάλη γουλιά από το ποτό που μόλις είχε φέρει ο σερβιτόρος.
«Λευκές με γαλάζια κορδόνια στη μέση. Και πάντα ανοιχτό και φωτεινό» συμπλήρωσε η Τζίνα σαν να μιλούσε μόνη της. «Διαβάζεις τις σκέψεις μου Δημοσθένη; Με τρομάζει όλο ετούτο. Πώς τα ξέρεις αυτά;» Είπε με ύφος μικρού παιδιού που έμαθαν το μυστικό του. Είχε αρχίσει  να νοιώθει  πολύ άβολα.
«Θα σου τα εξηγήσω όλα μάτια μου, μην ανησυχείς. Όχι δεν είμαι μάγος ούτε διαβάζω σκέψεις» είπε διασκεδάζοντας με το πεισμωμένο ύφος της. Το χαμόγελο ξαναγύρισε στα χείλη του. Αυτή τη φορά πιο πλατύ.
«Σε παρακαλώ προσπάθησε να θυμηθείς κάτι πιο χαρακτηριστικό. Είναι σημαντικό καλή μου» παρακάλεσε ο Δημοσθένης και της έπιασε το χέρι.
Η Τζίνα με μια ενστικτώδη κίνηση τραβήχτηκε.
«Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο» του είπε, δείχνοντας να θέλει να σταματήσει αυτή την κουβέντα.
«Έχεις δίκιο καλή μου, σε τρόμαξα. Όμως πίστεψέ με δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου. Το όνειρό σου είναι μήνυμα. Οι Ορφικοί από το 1500 και πίσω, πίστευαν πως η ψυχή είναι εξόριστη, μέχρι να ξαναγυρίσει στη γη να ενωθεί με ένα σώμα. Για τον Αριστοτέλη, το όνειρο αντιπροσώπευε τη ζωή της ψυχής του κοιμισμένου. Ο ύπνος, σύμφωνα με την ανατολική φιλοσοφία είναι η ανάπαυση της ψυχής. Είναι η στιγμή επικοινωνίας της με άλλους χώρους και χρόνους. Είναι ας πούμε, στη σημερινή μας γλώσσα, οι στιγμές διεκπεραίωσης των εκκρεμοτήτων της ψυχής».
Η Τζίνα τον διέκοψε.
«Μήπως να μου τα έλεγες πιο συνοπτικά Δημοσθένη; Όχι ότι δεν μου αρέσουν αυτά που αναλύεις τόσο όμορφα, αντιθέτως με εντυπωσιάζουν. Πες μου όμως πρώτα για το δικό μου όνειρο, και μετά  δική σου να σε ακούω όλη την νύχτα»
Χαμογέλασε. Ήταν ξανά ήρεμος και έτοιμος να συζητήσει τα πάντα.
Και η Τζίνα χαλάρωσε, και χώθηκε πιο βαθιά στην αναπαυτική πολυθρόνα του μπάρ.
Η νύχτα είχε προχωρήσει, το αλκοόλ είχε αρχίσει να δρα στο αίμα της. Η δροσιά ήταν ευωδιαστή, και το φεγγάρι σε μέγεθος νυχιού είχε κάνει τη χαριτωμένη του εμφάνιση. Η ατμόσφαιρα  ήταν άκρως  μυστηριακή για την Πανδανοσυζήτηση .
Η γνωστή Τζίνα όμως ξαναχτύπησε με τις απρόβλεπτες ατάκες της.
«Δημοσθένη πες μου γαμώτο τι θέλει να διεκπεραιώσει επιτέλους η ψυχή μου και μου χαλάει τον ύπνο; Γιατί θα τα πάρω στο κρανίο και θα την αφήσω στα «μη περαιωμένα» που λέμε  εμείς οι γραφιάδες».
Ο Δημοσθένης γέλασε δυνατά. Γέλασε με την καρδιά του.
Γελούσε τόσο δυνατά που οι θαμώνες του μπάρ τον κοιτούσαν με απορία. Η σκηνή θύμιζε ξανά Μανόλο.
«Είσαι αφασία όπως λέτε εσείς η νέοι» κατάφερε να αρθρώσει ο Πάνδανος όταν ηρέμησε λίγο από το γέλιο. «Είχα να γελάσω έτσι χρόνια μάτια μου. Πριν λίγες μέρες στην συναυλία και τώρα ξανά. Είσαι απίστευτο πλάσμα».
«Δημοσθένη; Περιμένω!» είπε ναζιάρικα η Τζίνα..
«Ναι καλή μου θα σου πω» απάντησε ανάβοντας τον καπνό του.
«Λοιπόν», πήρε το σοβαρό του και συνέχισε. «Το όνειρό σου είναι ολοφάνερο. Είναι η μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος μιας προηγούμενης ζωής σου».
«Πόσο προηγούμενη δηλαδή;» ρώτησε η Τζίνα με ύφος δυσπιστίας και πειράγματος.
«Δεν είσαι έτοιμη να με ακούσεις Τζίνα. Το βλέπω στα πονηρά σου ματάκια. Έχεις δίκιο. Όμως είναι κάτι που μπορώ να σου το αποδείξω. Όχι όμως έτσι. Όχι τώρα. Δεν είσαι έτοιμη για κάτι τέτοιο» της μίλησε με τόση ηρεμία που την έκανε να ντραπεί για την συμπεριφορά της. Στο βάθος όμως αυτή η σιγουριά του την προβλημάτισε. Τι είναι τώρα ετούτο; Συλλογίστηκε. Θα μπεις στο τρυπάκι να ακούς «παγανίες» που έλεγε και η γιαγιά; Όμως τι να ξέρει; Και τι μπορεί να μου αποδείξει; Ακούγεται τεκμηριωμένος. Δεν μπορεί να λέει μπούρδες
«Να πω τι σκέπτεται ο άπιστος Θωμάς μου;» διέκοψε τον συλλογισμό της ο Πάνδανος. «Τι βλακείες μου λέει γέρος άνθρωπος. Κρίμα και τον εκτιμούσα!!!» είπε και χαμογέλασε στραμμένος προς την Τζίνα.
«Ω, όχι, την πάτησες Δημοσθένη. Αντίθετα σκεφτόμουν ότι είσαι πολύ σοβαρό άτομο για να λες σαχλαμάρες». Είπε σοβαρή για να μαζέψει λίγο και τα προηγούμενα..
«Λοιπόν; Θα μου πεις;» τον παρακάλεσε..
«Ναι θα σου πω..» της είπε και πήρε πάλι το σοβαρό του ύφος.
«Στο σπίτι αυτό έχεις ζήσει περισσότερο από εκατό χρόνια πριν»
Τώρα Πανδανούλη μου το χαλάς. Ξέρεις και πόσα χρόνια πριν; Σκέφτηκε αλλά δεν το ξεστόμισε. Συνέχισε μόνο να τον κοιτάζει περίεργα.
«Δεν σου κάνει εντύπωση που δεν έχεις βγει ποτέ έξω από το σπίτι;»
«Αυτό είναι αλήθεια. Ναι το έχω σκεφτεί πολλές φορές»
«Ωραία. Ο λόγος είναι ότι η συγκεκριμένη στιγμή ήταν τόσο έντονη, τόσο συνταρακτική που έμεινε στη μνήμη σου. Στον εγκέφαλό σου»
«Μπορεί. Δεν θυμάμαι», της ξέφυγε πάλι ειρωνικά.
Φάνηκε να ενοχλήθηκε. Η Τζίνα το κατάλαβε και αμέσως το διόρθωσε.
«Δεν είναι δυνατόν να το θυμάμαι. Έτσι δεν είναι;» συμπλήρωσε με απολογητικό ύφος,
«Ναι. Δεν είναι δυνατόν» είπε και έπαψε να μιλά.
Κοίταξε προς το φεγγάρι. Το βλέμμα του έγινε ξανά σκοτεινό. Δεν μίλησε για αρκετά λεπτά.
«Θα σε αφήσω να σκεφτείς» είπε σκυθρωπός. «Όταν θα είσαι έτοιμη να τα ακούσεις όλα, τότε μόνο θα σου μιλήσω».
«Μα, γιατί όχι τώρα;» διαμαρτυρήθηκε έντονα.
«Γιατί πρέπει να «καθίσουν» μέσα σου όλα αυτά. Να κατασταλάξουν. Τότε μόνο θα δεις καθαρά τα πράγματα. Θα σου πω μόνο αυτό» είπε, και το παράξενο βλέμμα του την έκανε να ανατριχιάσει. 
«Μπορώ να σε πάω να δεις αυτό το σπίτι. Ξέρω που βρίσκεται. Εκεί θα μάθεις  την ιστορία του. Εκεί θα καταλάβεις πολλά πράγματα. Θα πιστέψεις όσα σου λέω καλή μου».
«Και πότε νομίζεις ότι θα είμαι έτοιμη Δημοσθένη;» ρώτησε πεισματωμένη σαν παιδί που του έκοψαν το παραμύθι στη μέση.
«Όταν εσύ θα μου ζητήσεις να πάμε. Θα χρειαστεί να κάνουμε ένα μικρό ταξίδι. Αυτό το σπίτι βρίσκεται σε ένα νησί. Δεν θα σου πω ποιο. Θα μου ζητήσεις να πάμε όταν θα είναι ώριμο μέσα σου» Της έσφιξε τόσο δυνατά το χέρι που την πόνεσε. Το τράβηξε απότομα χωρίς να του δείξει τον φόβο που ένοιωσε.
«Να σε ρωτήσω κάτι Δημοσθένη;»
«Ότι θέλεις καλή μου» απάντησε γαλήνια.
«Πόσες πόρτες έχει επάνω; Και τι πόρτες;»  
«Δύο διπλές δεξιά. Τρεις μονές αριστερά» είπε με απόλυτη σιγουριά.
Ήταν η σειρά της Τζίνας να ταραχτεί. Τι γίνεται γαμώτο; Λές; Όχι, αποκλείεται κάπου τα έχει ακούσει. Αλλά που; Θα με τρελάνει αυτός. Κουλ Τζίνα. Τέλος οι παλαβομάρες. Τέλος εδώ….
Δεν ξαναμίλησαν για το θέμα αυτό. Ήπιαν άλλο ένα ποτό σιωπηλοί και η Τζίνα έδωσε σήμα για αναχώρηση.
«Καληνύχτα. Ή μάλλον καλημέρα γλυκό μου πλάσμα. Σ’ ευχαριστώ για την όμορφη βραδιά. Ελπίζω να μην έπληξες. Θα τα ξαναπούμε σύντομα έτσι; Α.. Θα είμαι μια εβδομάδα στην Πάτρα, θέλεις να έλθεις Σαββατοκύριακο;» της πρότεινε ο Πάνδανος και της φίλησε ευγενικά το χέρι όταν έφθασαν στο σπίτι.
«Ευχαριστώ για την πρόσκληση. Θα το ήθελα, αλλά θα δουλεύω μάτια μου. Μια άλλη φορά εντάξει;» του είπε ψέματα για να τον αποφύγει.
«Σαν να πήραμε πολύ θάρρος μίστερ Dimos» ψιθύρισε, και του άπλωσε το χέρι.
 «Καλημέρα Δημοσθένη, ήταν όμορφα. Σ’ ευχαριστώ. Τα ξαναλέμε».
Σιγά μην τα ξαναπούμε. Τρελός για δέσιμο είναι ο τύπος. Τζίνα δρόμοο…
Ανέβηκε στο σπίτι. Δεν θα έλεγε τίποτα στη Βίκυ γιατί θα την έκανε να ανησυχήσει. Είχε πάρει τις αποφάσεις της άλλωστε. Τέρμα οι «μαλάκες». Ούτε Δημοσθένης ούτε Χρήστος. Κόκκινη κάρτα και στους δύο.