Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Μίλτος Σαχτούρης, ένας σημαντικός Έλληνας ποιητής







Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.







Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.



Όμως υπάρχουν ακόμα
λίγοι άνθρωποι
που δεν είναι κόλαση
η ζωή τους..
υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης
η Fraulein Ramser
και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες
οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι..
ψάξε καλά
βρες τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικά
γιατί όσο παν και λιγοστεύουν
λιγοστεύουν..

Πρώιμα χρόνια

Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.
Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Με την επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.

Η ενασχόλησή του με την ποίηση

Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο»(1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από τους εκπροσώπους της γενιάς του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.

Καταξίωση

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 οι κριτικοί άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματα του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέξανδρος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Δ. Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.ά.
Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α΄ Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του«Εκτοπλάσματα».

Το έργο του

Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό (ενσωμάτωσε ευρηματικά πολλά στοιχεία από τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό υπερρεαλισμό) δεν αφομοιώθηκε απ' αυτόν. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίησή του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, είναι ένας πρωτοποριακός ποιητής, με αντοχή στο χρόνο.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες όπως Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Ισπανικά, Πολωνέζικα. Ποιήματα του διδάσκονται σε σχολεία και πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έτεινε προς τον Αριστερό χώρο, χωρίς όμως να είναι απόλυτα αριστερός, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.

Προσωπική Ζωή

Δεν παντρεύτηκε, διατηρούσε όμως δεσμό από το 1960 μέχρι τον θανατό του με την σύντροφό του και ζωγράφο Γιάννα Περσάκη που συχνά έκανε την εικαστική επιμέλεια στα ποιήματά του. Της είχε αφιερώσει πολλές συλλογές όπως "Το Σκέυος" (1971) καθώς και συγκεκριμένα ποιήματα όπως "Τα Ρολόγια που Αναποδογυρίσαν Ανάποδα" (1998).

Τελευταία χρόνια

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Το Υπουργείο Πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη αφήνωντας πίσω την σύντροφο του Γιάννα Περσάκη, την κόρη της και τις εγγονές της. Για τον θάνατό του ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε: «Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης. Η τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του, η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας στην τέχνη και τη ζωή, συνόδευσαν μια ολόκληρη εποχή περιπετειών και αγώνων. Ανέδειξαν το έργο του πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του χρόνου. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεώργιος Παπανδρέου: «ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Υπηρέτησε τα ελληνικά γράμματα με πίστη, με σεμνότητα και ήθος. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του πάντα ζωντανή και έντονη, μένει σε μας διαχρονική κληρονομιά. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια»ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, εξέφρασε τα συλλυπητήρια του για τον θάνατο του Μίλτου Σαχτούρη, «του ποιητή που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση».
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ἀπὸ τὴ συλλογή 
Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ

Ἡ δύσκολη Κυριακή

Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά
Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο
Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ

Ὁ σωτήρας


Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι
Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη
Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου
Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία
Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ
Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους

ἀπὸ τὴ συλλογή 
Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της
οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της

Ἀστεροσκοπεῖο

Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου
δὲν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δὲν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα
δὲν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανὸς
Σὲ σκοτεινὰ δωμάτια κλεισμένοι
δὲν ξέρουν ἂν θὰ πεθάνουν
παραμονεύουν
μὲ μαῦρες μάσκες καὶ βαριὰ τηλεσκόπια
μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα
μὲ τὶς πέτρες τῶν δειλῶν στὰ χέρια
παραμονεύουν σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς
Νὰ πεθάνουν
Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της
ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι
ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι
ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ

Τὰ δῶρα

Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό
Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής

ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ


Στρατιώτης ποιητής
Μουσική:Γιάννης Σπανός
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.

Τη μιαν ημέρα έτρεμα, 
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο, 
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.

Δεν έχω γράψει ποιήματα, 
δεν έχω γράψει ποιήματα, 
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.




Ο ναύτης
Ένας ναύτης ψηλά
στα κάτασπρα ντυμένος
τρέχει μες στο φεγγάρι.
Κι η κοπέλα απ' τη γης
με τα κόκκινα μάτια
λέει ένα τραγούδι
που δε φτάνει ως το ναύτη.
Φτάνει ως το λιμάνι
φτάνει ως το καράβι
φτάνει ως τα κατάρτια.
Μα δε φτάνει ψηλά στο φεγγάρι.