Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Ανδρέας Λασκαράτος, ο ποιητής,ο λόγιος και ο αφορισμένος

















Σύρ'τε στίχοιμου, σύρ'τε τυπωθείτε.
Δεν είν' πουλιό στον κόσμο αφορεστάδες.
Βουβοί, σβυσμένοι, παν' οι υποκριτάδες,
Και σείς 'μπορείτε τώρα να φανήτε.
 'Λεύθεροι στίχοι, 'λεύθερα 'μιλείτε.
Στηλητέψετε ολούθε τσή ασχημάδες
Παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες.
Εμπαίξετέτες όπου τες ειδείτε.
Στην Αίγυφτόσας ως και σείς κρυμμένοι,
Αγγελος και σ' εσάς φέρνει την είδηση:
"Ελάτε", σας φωνάζει, "είν' απεθαμένοι,
Οι ζητούντες να πνίξουν' τη συνείδηση".
Σύρ'τε στίχοι μου, εβγάτε παρησία
και φωνάξετε: "Ζήτω η Ελευθερία". στίχοι, λεύτερα μιλείτε.



Στηλιτεύετε ολούθε τση ασχημάδες
παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες

εμπαίζετε τις όπου τες ιδήτε...


Φιλελεύθερος είναι βέβαια εκείνος όπου αυθορμήτους ζητεί να δώσει ελευθερίες. 
Εκείνος όπου ζητεί να λάβει ελευθερίες, ημπορεί να είναι, 
αλλά μπορεί και να μην είναι φιλελεύθερος...
Στοχασμοί, 1911. Δημ. Μάργαρης (επιμ.), Ανδρέας Λασκαράτος. Σατιρικοί και ευθυμογράφοι. Βασική Βιβλιοθήκη, 23. «Αετός» Α.Ε., 1954. 186.

Ad una villania, potete non rispondere con un’altra villania. Ma ad una gentilezza, dovete rispondere con un’altra gentilezza.
Σε μια σκαιότητα μπορείτε να μην απαντήσετε με άλλη σκαιότητα. Αλλά σε μια ευγένεια, οφείλετε ν’ απαντήσετε με άλλη ευγένεια (μετ. Αλέκου Γ. Παπαγεωργίου).
Στοχασμοί, 1911. Άπαντα, Β´. Εκδόσεις «Άτλας», 1959. 142.




Συμβουλές προς νέο πρωθυπουργό”
Στις 18 Ιουνίου 1892 ο Ανδρέας Λασκαράτος δημοσίευσε επιστολή προς τον Χαρίλαο Τρικούπη, που μόλις είχε κερδίσει θριαμβευτικά τις εκλογές, γράφοντας μεταξύ άλλων:
Καλεσμένος όθεν ως τοιούτος σήμερον να κυβερνήσης το Έθνος σου, δεν σου πρέπει κόμμα. Το κόμμα ήθελε σε καταβιβάσει. Δεν σου πρέπουν ρουσφέτια. Τα ρουσφέτια ήθελε σε αμαυρώσουν.
Γνωρίζω καλά ότι κυβερνάς Ρωμηούς, οι οποίοι βάνουν όρο της υποστηρίξεώς των τα ρουσφέτια. Αλλά οι αδιαφορούντες άφινε να σε ρίχνουνε. Κάθε σου πτώση θέλ’ είναι πρόδρομος μεγαλειτέρας ανυψώσεώς σου, και κάθε πτώση και ανύψωσή σου θέλ’ είναι μάθημα διά το ανήλικον Έθνος μας. (…)

Οι Ρωμηοί δεν είναι όλοι διεφθαρμένοι. Είναι μεταξύ τους και έντιμες εξαιρέσεις. Συ δε τώρα -πλέον με πείραν αρκετήν των συνεθνήτων σου- μπορείς εύκολα να εκλέξης όχι πλέον μεταξύ του πρώην κόμματος, αλλά μεταξύ των πολιτευομένων συνεθνήτων σου τους ικανώτερους και τιμιώτερους, οι οποίοι θεμένοι στην κυβερνητικήν σου μηχανήν, ήθελ’ είναι ζωοδότειρο δρόσισμα στη μαραμένη και ταπεινωμένην Ελλάδα.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ εφημερίδα ΑΣΤΥ, 18/6/1892
(από την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ του ΣΠ. Β. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ – Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ) 



Το πολιτικό μεθύσι μ’ έζησε και θα με ζήσει
μ’ ενθουσιάζει, με τραβάει και ζιζάνια μου φυσάει,
κι είναι μέθη αγαπητή που μου ευφραίνει την ψυχή.
Θέλω επιρροή στον Τόπο. Τήνε θέλω μ’ ό,τι τρόπο.
Να μπορώ να μεταθέτω δικαστάς, και να διαθέτω
θέσες στους ευνοϊκούς μου, και να διώχνω τους εχθρούς μου.
Θέλω να ‘χω κι εξουσία, πέτε τήνε και μανία,
μα γι’ αυτήνε ξεψυχώ θέλω να κυριαρχώ.
Τι τη θέλω τη ζωή αν δεν έχω επιρροή;
Τι την θέλω την Πατρίδα, χωρίς εξουσίας ελπίδα;
Να με δει εξουσιαστή η Πατρίδα, και ας χαθεί.
Λυτρωτή της να με κράξει, και, στο Διάολο, ας βουλιάξει.
Εμέ η δόξα μου να ζήσει, και το Έθνος ας ψοφήσει.

Τση εξουσίας το μεθύσι ως κ’ εκειό το θέλει η φύση
κι αν η φύση μας το θέλει, σαν το θέλω, τι σας μέλλει
ηθικοδιδάσκαλοί μας; Μήπως οι αντιπρόσωποί μας
ή όσοι άλλοι κυριαρχούνε άλλο μέτρο αυτοί βαστούνε;
Όλοι παν τον ίδιο δρόμο, με τον εδικό μου νόμο,
και σκουντρούνε τον πλησίον τους όλοι, για το μεγαλείον τους.

Ω θρησκεία σεβαστή, έλα βόηθα μου κι εσύ,
ν’ ανεβώ στην Εξουσία. Έλα, έλα, βόηθησέ με
και στον όχλο σύστησέ με δωσ’ μου βάιο ναν το βάλω
κια μ’ εκείνο να προβάλω χριστιανός λειτουργημένος
κι έτσι να ‘μαι ψηφισμένος, εις την πρώτη εκλογή,
για οποιαδήποτε Αρχή. Γιατί εγώ σε προσκυνώ,
και με ζήλο σε ακλουθώ για την μόνη επιθυμία
ν’ αξιωθώ την Εξουσία.

Τσ’ εξουσίας το μεθύσι, ως κ’ εκειό το θέλει η φύση.
Είναι η φύση που το θέλει κι ό,τι πείτε δε με μέλλει.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ “ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΘΥΣΙ”
(από το gerontakos.blogspot.com)

Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς


[απόσπασμα]
Στο παραπάνω βιβλίο που εκδόθηκε το 1856 ο συγγραφέας παρουσιάζει τα κοινωνικά ήθη της πατρίδας του και προτείνει μεταρρυθμίσεις τολμηρές για την εποχή του. Οι σκέψεις του είναι διατυπωμένες σε άρθρα που αναφέρονται στην οικογένεια, τη θρησκεία και την πολιτική. Οι αντίπαλοί του έπεισαν το δεσπότη της Κεφαλλονιάς να τον αφορίσει.
Η ΠΡΟΙΚΑ
Τίποτις πουλιό ενάρετο από τες θυσίες ενός γονή, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του· μα κάθε αρετή έχει και τα όριά της, περασμένα τα οποία η αρετή εκείνη χάνει το χαρακτήρα της, και βαθμηδόν προχωρώντας γένεται έγκλημα. Ο Κεφαλονίτης εις τες θυσίες οπού κάνει για να παντρέψει τη θυγατέρα του προσθέτει και τη θυσία της θυγατέρας του·επειδή θυσιάζει τη θυγατέρα του την ίδια εις την απόφαση τού να την υπανδρέψει!
Το προικιό είναι η αιτία της θυσίας. Ένα προικιό είναι απαραίτητο, ένα προικιό πρέπει να υπάρξει, επειδή τούτο είν' εκείνο που στην Κεφαλονιά κάνει τον κύριο σκοπό του γάμου· οι γονείς ως επί το πλείστον δεν ημπορούνε ναν το δώσουνε χωρίς μεγάλες θυσίες. Βαλμένοι ανάμεσα στο Πρέπει και την αδυναμίαν της εκτελέσεως, νομίζουνε ναν τους είναι συγχωρημένο ν' απανωτιάσουνε το προικιό, λείποντες από τα χρέη τους τα πλέον ιερά με τες θυγατέρες τους.
Έτσι, ο γονής αρνείται κάθε έξοδο δια την ανατροφήν της κόρης του· κάθε έξοδο δια την ψυχαγωγίαν της· κάθε έξοδο δια την ευπρέπειαν των φορεμάτων της. Η θροφή της είναι από τες φθηνότερες· και ο γιατρός δεν έρχεται ποτέ στην αρχή της αρρώστιας της!... Μα δε φθάνει· ετούτη έχει χρέος να δουλέψει το σπίτι!... και ο γονής οικονομάει κι εδώθε το έξοδο της δούλας, κάνοντας δούλα τη θυγατέρα του, δια να προσθέσει στο προικιό της και τούτηνε την οικονομία!
Οι ελεεινές τούτες οικονομίες, οι οποίες δια να γενούνε τάλαρα εζουπήξανε τες ψυχικές δύναμες του παιδιού μας, μαζώνουνται όμως εις το ύστερο, και κάνουν' ένα ποσόν, αρκετό να κινήσει την κερδοσκοπία ενός γαμπρού. Ο γαμπρός μας έρχεται τότε και παίρνει τα αργύρια εκείνα, τιμή της ψυχοχτονίας οπού ο γονής έκαμε εις τη θυγατέρα του, και τα οποία παρασταίνουνε στο γαμπρό την αξία της ανθρωπιάς οπού ήθελ' έχει η γυναίκα του, αν ήθελε ξοδευθούνε σ' εδαύτη!
Έτσι, το θηλυκό τούτο το αδικημένο ξαναρχίζει ως και στο σπίτι του ανδρός της την παλιά της τέχνη, και βάνεται κι εκεί να κάμει τη δούλα!..
Προς τι λοιπόν η παντρειά της; Προς τι οι τόσες θυσίες; Προς τι η απανθρωπία των γονέων;
«Ναι, ήθελε μου πούνε οι γονείς, αλλ' αν δεν κάμομε έτσι, οι θυγατέρες μας, μένουν ανύπανδρες· επειδή ο μόνος όρος οπού μας βάνουνε οι γαμπροί είναι τα χρήματα, και όποια δεν έχει χρήματα δεν 'πανδρεύεται.
Όταν ήθελε ανασταίνομε γουρούνια για πούλημα, ήθελ' είναι λογικό το φοβέρισμα και ο φόβος. Ο πουλητής, τω όντι, πρέπει να κοιτάει την ευχαρίστηση του αγοραστή. Και τότες, αν ο αγοραστής ήθελ' έχει χρεία για γουρούνια παχιά, παχιά έπρεπε να 'ναι τα γουρούνια μας· αν ήθελε τα χρειάζεται μεγάλα, μεγάλα· και αν, για μία περίσταση εξαιρετική, ήθελε τα χρειάζεται στραβά και κουτσά, τα γουρούνια μας έπρεπε να 'ναι στραβά και κουτσά. Πραγματικώς, η αρρώστια του σκοτιού δίνει περσότερη τιμή εις τες χήνες· και όποιος έχει χήνες για πούλημα κάνει καλά ναν τους προμηθεύει την αρρώστια εκείνη· το ευνούχισμα περσότερη τιμή στους κοκόρους· και όσοι ανασταίνουνε κοκόρους για δόσιμο κάνουν καλά ναν τους καπονίζουνε, κτλ. Τέτοια είναι η φύση και οι όροι του εμπορίου.
Αλλ' όταν πρόκειται δια τα παιδιά μας, το πράμα αλλάζει. Τα παιδιά μας δεν πρέπει ναν τα μεταχειριζόμασθε ως πράγματα εμπορεύσιμα. Εμείς δεν πρέπει ν' ανασταίνομε τα παιδιά μας για το κόμοδο ενός τρίτου. Εμείς πρέπει ν' ανασταίνομε τα παιδιά μας για τον εαυτό τους. Ο γάμος είναι βέβαια ένα από τα συμβάντα τα πλέον αξιοσημείωτα, ίσως κιόλας το πλέον αξιοσημείωτο της ζωής τους· ακολούθως πρέπει πάντα να 'χομε κατά νουν ως και τούτο στην ανατροφή που τους δίνουμε· λέω ακόμη περσότερο, λέω ότι πρέπει ναν τα αναθρέφομε διά τον γάμον αλλά καθόσον ο γάμος ημπορεί ναν τα ωφελήσει· καθόσον ο γάμος ημπορεί να καλυτερέψει ακόμη περσότερο την καλή θέση εις την οποία χρεωστούμε ναν τα βάλομε, διαμέσου μιας ανατροφής όσο 'μπορούμε καλύτερης.
Και όμως δεν κάνουμ' έτσι. Εμείς εξεναντίας θυσιάζουμε την ανατροφή, δηλαδή την ανθρωπιά των παιδιώνε μας, εις την ιδέα της υπανδρείας τους!...
Εμείς χτηνοποιούμε το παιδί μας, για να σωρέψομε τάλαρα, ναν τα δώσομε, μαζί με το παιδί μας το χτηνοποιημένο, εις όποιονε θέλει ναν τα πάρει και τα δύο!...
Θυσιάζοντες την ανθρωπιά στην ιδέα του γάμου, θυσιάζουμε εκείνο που δε δίνει καιρό, σ' εκείνο που δίνει καιρό· εκείνο που αν δεν το κάμομ' εμείς δε γένεται, εις άλλο που 'μπορεί να γένει και χωρίς εμάς. Θυσιάζουμε το βέβαιο εις το αβέβαιο· το κύριον εις το εξαρτούμενο. Θυσιάζουμε τέλος πάντων το παιδί μας και τη συνείδησή μας εις την χτηνώδη φιλαργυρία ενός κερδοσκόπου αγνώστου!... και όλο τούτο γιατί; Γιατί έτσι εσυνηθίστηκε!...
Έτσι εσυνηθίστηκε!... Μα κάποτε οι συνήθειες έχουνε μιαν αιτία, και στην περίστασή μας αιτία είναι η καμία συμπάθεια μεταξύ θηλυκών και γονέων! Ένα θηλυκό παιδί ήθελε προτιμήσει να πεθάνει καλύτερα παρά να μείνει να περάσει τη ζωή του με τους γονέους του!... Ένας πατέρας, μία μάνα, ήθελε προτιμηθούνε κάθε άλλο δυστύχημα παρά ναν τους μείνει ένα θηλυκό στο σπίτι!...
Και γιατί πάλε τούτο;
Επειδή ένας κύκλος φαύλος προλήψεων κάνει το σύστημα των οικογενειών μας. Ο γονής, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του, νομίζει ναν του είναι συγχωρημένο να 'βγάλει το προικιό της έως μέσα από τα σπλάγχνα της. Ενώ το θηλυκό εκείνο το τυραννεμένο, το κακοβλεμμένο, το υβρισμένο, δεν βλέπει άλλο μέσος ελευθερώσεως από τη σκλαβιά του παρά το γάμο!... Έτσι, η τυραννία γένεται αιτία της απαιτήσεως της υπανδρείας, ενώ η απαίτηση τούτη γένεται πάλιν αιτία της τυραννίας!...
Εγώ πιστεύω ότι, αν εμεταχειριζόμεθα τες θυγατέρες μας με περσότερην αγάπη, το σπίτι μας ήθελε πάψει να είναι ωθηστικό για δαύτες. Τότες με το πνεύμα τους αναπτυγμένο καλύτερα, ήθελ' έχουνε γνώριση και πείρα του κόσμου, κι ερχόμενη η ώρα της υπανδρείας τους, ήθελ' έχουν υπομονή και γνώση διά να διαλέξουν το σύντροφό τους. Ήθελε δεχτούν εκείνον, οπού ήθελε κρίνουνε κατάλληλον να κάμει την ευδαιμονίαν τους, και ήθελε απορρίψουνε τον κερδοσκόπο που δεν ήθελε βλέπει σ' εδαύτες παρά το προικιό τους...


πουλιό: περισσότερο, πια.
περασμένα: περιορισμένα.
κάνει τον κύριο σκοπό: θεωρείται κύριος σκοπός.
απανωτιάζω: τοποθετώ απανωτά, στιβάζω.
λείποντες από τα χρέη τους: παραλείποντας τις υποχρεώσεις τους.
εζουπήξανε: έλιωσαν, εξάντλησαν.
τιμή: το αντίτιμο.
όταν ήθελε ανασταίνομε: αν θα μεγαλώναμε.
σκότι, το: συκώτι.
δόσιμο: πούλημα.
καπονίζω (από το καπόνι): ευνουχίζω κόκορα για πάχυνση.
κόμοδο: (λ. ιταλ.) άνεση, ευκολία.
καθόσον: εφόσον, αν.
του είναι συγχωρημένο: του επιτρέπεται.
ωθηστικός: αποκρουστικός, μισητός.
γνώριση: γνώση.









Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για τον αφορισμό του Ανδρέα Λασκαράτου:
Η 2 Μαρτίου 1856 –μέρα του πρώτου αφορισμού του- είναι μια ημερομηνία εφιαλτική για τον Λασκαράτο. Απ’ το πρωί χτυπάνε νεκρικά οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού. Κατά το μεσημέρι ο δεσπότης Σπυρίδων ο Κοντομίχαλος διαβάζει τον αφορισμό για το «βδέλυγμα της ερημώσεως» μέσα στην καθιερωμένη θρησκευτική παράταξη και πομπή, με τα μαύρα πισωμένα κεριά και μαύρα άμφια των παπάδων.
Η εντύπωση είναι τρομακτική. Ο θρησκόληπτος κι αμόρφωτος λαός είναι αγριεμένος σε τέτοιο σημείο εναντίον του «αφορεσμένου» ώστε κινδυνεύει κι η ίδια η ζωή του. Ήδη ένας απ’ τους «παπαδανθρώπους» τον έχει φτύσει μέσα στην αγορά. Η Αστυνομία του συνιστά να κλειστεί στο σπίτι του, τουλάχιστον σαράντα μέρες, ώσπου να κατευναστούν τα πνεύματα. Αλλά κι έτσι προφυλαγμένος κινδυνεύει να πεθάνει της πείνας μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του γιατί κανένας δεν του δίνει τρόφιμα, ούτε ψωμί.
Μετά δυο εβδομάδες η Αστυνομία του συνιστά να εγκαταλείψει την Κεφαλλονιά για να γλυτώσει τη ζωή του. Φεύγει κρυφά κι αποβιβάζεται στη Ζάκυνθο, όπου όμως τον αναγνωρίζουν δυο βαστάζοι συμπατριώτες του και τον φτύνουν. Κι ενώ μισοπεθαμένος εγκαθίσταται σ’ ένα σπίτι φιλικό του, ο δεσπότης Ζακύνθου του διαβάζει δεύτερον αφορισμό. Ωστόσο είναι τόσο το μεγαλείο του ανθρώπου αυτού ώστε… «σε τούτη την περίσταση, -όπως γράφει στην περίφημη απόκρισή του στον Αφορισμό- εγνώρισα διά πείρας εκείνο που είχα ακουστά ως τότες… εγνώρισα την φύση τη Θεϊκή της Συνείδησης και την άπειρη δύναμή της… Η συνείδησή μου με σήκωνε ψηλά και ψηλάθε μου έδειχνε έναν άνθρωπο ασχημισμένον από τους άλλους ανθρώπους, επειδή έλαβε την γενναιότητα να τους ειπή την ΑΛΗΘΕΙΑ».

απόσπασμα από άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ στο περιοδικόΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 821, 15/9/1961πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 4/9/1961



Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811-24 Ιουλίου 1901) ήταν αξιόλογος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος από την Κεφαλλονιά. Αφορίστηκε από την Εκκλησία εξ αιτίας των σατιρικών βελών του κατά των κληρικών.

Βιογραφία

Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι και συγκεκριμένα στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία.Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε κοντά στον Νεόφυτο Βάμβα στη Σχολή του Κάστρου.[4] Σε ηλικία εικοσιενός ετών ο θείος του Δελαδέτσιμας τον διόρισε γραφέα στη Γερουσία στην Κέρκυρα και τον έγραψε στη Νομική Σχολή του Ιονίου Πανεπιστημίου επειδή τον προόριζε για δικαστή αν και ο ίδιος ο Λασκαράτος επιθυμούσε να σπουδάσει ιατρική. [5]Από την Κέρκυρα γύρισε στην Κεφαλονιά και εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα πρωτοκολλητής του Ειρηνοδικείου. Στη συνέχεια παραιτήθηκε και πήγε στην Πίζα και στο Παρίσι για νομικές σπουδές. Το 1839 επέστρεψε ασκώντας μόλις για τρία χρόνια το επάγγελμα του νομικού.[6]Όμως ο θάνατος του πατέρα του, τον έκανε να ξαναασχοληθεί με τη δικηγορία λόγω κάποιων οικογενειακών υποθέσεών του, όμως η Γερουσία του αρνήθηκε να του χορηγήσει την άδεια.[7] Την περίοδο αυτή ταξιδεύει στην Κρήτη για να μελετήσει το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και τα λαϊκά τραγούδια της. Ταξιδεύει επίσης στην Αθήνα, στη Σύρο, στην Κόρινθο, στην Πάτρα, στο Μεσολόγγι.[8] Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος. Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή και εύπορη οικογένεια του νησιού, με την οποία απέκτησε δύο γιους και εφτά κόρες.
Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο «Λύχνος», καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής. Στις 16/28 Φεβρουαρίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδων Κοντομίχαλος, αφόρισε αρχικά το βιβλίο «Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς» με την παραίνεση προς τον συγγραφέα να το αποσύρει και να το καταστρέψει. Αφού αυτό δεν έγινε, μερικές μέρες αργότερα αφόρισε τον ίδιο τον Ανδρέα Λασκαράτο. Το βιβλίο φέρεται ότι χλεύαζε τις χριστιανικές τελετές και παραδόσεις, και είχε προκαλέσει αντίδραση στο λαό και σε ιερωμένους. Ο Λασκαράτος είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι πριν από τον αφορισμό είχαν γίνει αναταραχές από αχθοφόρους και άλλους εξ αιτίας του βιβλίου του. Ο Έπαρχος της Κεφαλλονιάς στις 4 Μαρτίου (Νέου Ημερ.) επίσης αναφέρει στη Γερουσία ότι "ο Μητροπολίτης, ο κλήρος και διάφοραι τάξεις ανθρώπων βαρέως ηγανάκτησαν, θεωρούντες αυτό [το βιβλίο] ως περιέχον ύβρεις, βλασφημίας, ..." και ότι επενέβη η αστυνομία για να προστατεύσει τον Λασκαράτο. Ο Έπαρχος ειδοποίησε και τον Τοποτηρητή W.P. Talbot ότι δεν μπορούσε να προστατεύσει τον Λασκαράτο σε δημόσιους χώρους και του συνέστησε να παραμείνει στο σπίτι του. Ο Λασκαράτος γνωστοποίησε στον Τοποτηρητή ότι την 15 Μαρτίου θα φύγει από το νησί "αφορισμένος απ' τον κλήρο σαν ασεβής και διωγμένος απ' την Κυβέρνηση σαν διασαλευτής της δημοσίας τάξεως!". Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά τον ίδιο χρόνο αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη. Ο αφορισμός ήρθη από τον Μητροπολίτη Γεράσιμο Δόριζα ένα χρόνο πριν το θάνατο του Λασκαράτου. Το αυθεντικό κείμενο του αφορισμού του Λασκαράτου δεν σώζεται, αλλά σώζεται ο αφορισμός του βιβλίου

πηγή:https://el.wikipedia.org/











«Εις τον Έρωτα»

Έρωτα, α θες ναν τα ’χωμε καλά,
Στο σπίτι μου να μη ματαπατήσης.
Αι! που στο λέω· κι' α θέλης να με αφήσης
Αναπαμένον, πάει πολύ καλά.
Εγώ μ’ έκαψε η πρώτη κουμπαριά.
Κι’ αν εσύ τώρα δεν αποφασίσης
Να 'πας στο Διάολο και να μη γυρίσης,
Θα ’ρτωμε καμμιά ’μέρα στα χοντρά.
Για δαύτο να με λείπης κουμπαρόπουλο·
Μη σου μαθήσω ευκείνες τση φτερούγες,
Και σε κάμω να σκούζης ’σα γαλόπουλο,
Και να τρέχης κουτσόφτερο ’ς τση ρούγες.
Κ’ ευκείνες τση σαΐτες οπού φέρεις
Σου τση βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.

[πηγή: Ανδρέας Λασκαράτος, Άπαντα, τόμος δεύτερος, πρόλ. Μαρίνος Σιγούρος, εισαγ.-κριτ. ανθολογία-γλωσσ.-βιβλιογρ. Αλέκος Παπαγεωργίου, επιμ.-κατάταξη κειμένων Αντώνης Μοσχοβάκης, Εκδόσεις «Άτλας», Αθήνα 1959, σ. 487]





Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Λιλή Ζωγράφου... η ζωή περνά από μέσα μου...


















Η Λιλή Ζωγράφου είναι μια συγγραφέας που αγαπώ, κι αυτό γιατί δεν μάσησε ποτέ τα λόγια της, γιατί τόλμησε να γράψει για ζωές που έγιναν ρημάδι, για μυστικά, για λάθη, για γυναίκες χωρίς μιλιά, για βασιλόπουλα που ντε και καλά ήθελαν να μας σερβίρουν και τελικά δεν υπήρχαν ανάμεσά μας,  γιατί όρθωσε το μπόι της προκαλώντας με το δοκίμιό της “Αντιγνώση, τα δεκανίκια του καπιταλισμού”. […] Οι μάζες φοβούνται τη λευτεριά. Απεγνωσμένα ψάχνουν (όταν όλα έχουν καταρρεύσει) για έναν καινούργιο θεό ή τον εκπρόσωπό του που θα τους την στερήσει, αλλά που στην πραγματικότητα θα τις απαλλάξει από την ευθύνη του εαυτού τους. 
Μια συγγραφέας που έλεγε: Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Που έγραφε:
«Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη»
Και συμπλήρωνε: «Όχι όχι, εγώ δε θέλω ν' αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν' αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα 'ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον...».

Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.



Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Το έργο είναι ένας ύμνος στον έρωτα και την ελευθερία και ταυτόχρονα ένα δριμύ κατηγορώ στην καταπίεση. Υπόθεση: Τέσσερις γενιές γυναικών ζουν κάτω από τη σκιά της πατριαρχικής καταπίεσης σε μια αγροτική περιοχή της Κρήτης, όταν οι γονείς πεθαίνουν, η μεγαλύτερη κόρη, αναλαμβάνει τον ρόλο του εξουσιαστή, προσπαθώντας να ελέγξει της ζωές και την τύχη των αδερφών της, όμως μια εξ αυτών θα επαναστατήσει αναζητώντας τον έρωτα και την ανεξαρτησία.

(Απόσπασμα)

Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά που ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν — κατ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης — ν’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω. Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ο γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι η κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».
Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον η Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας που ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ο παλιός οικογενειακός τους γιατρός που σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τι να περιμένεις απ’ αυτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί η αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ο πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο απ’ όπου έφυγε πριν λίγο ο γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία που ξεστόμισε. Ποια ήταν η Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία που τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και που διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε η Ασπασία πως ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενούδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τι έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε η μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ’ από τ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.
Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε η μάνα τους, «ο πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκρυζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενούδος;
Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τους ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του — καθώς του άναβαν το καντήλι — και τους ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερές του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πως δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.
Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη που αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα που δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πως οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τους κακόμοιρους τους ζωντανούς και πως η ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενούδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά….

(1994) Η αγάπη άργησε μια μέρα,
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
πηγή: https://www.hallofpeople.com/








Η Συβαρίτισσα



Στη “Συβαρίτισσα” η Λιλή Ζωγράφου βγάζει τον καλύτερό της εαυτό. Χωρίς να ξεφεύγει από την προσφιλή της θεματολογία, εδώ κατορθώνει να μας χαρίσει ένα πραγματικά μεγάλο έργο. Για μας ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα.
Πρόκειται για ένα πλήρες μυθιστόρημα. Διαβάζοντάς το κάποιος, θα αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει λέξη από αυτό. Και διαθέτει τα πάντα: τραγικότητα, κοινωνικό σχόλιο, χιούμορ, ιστορικές αναφορές και ολίγον έρωτα.
Ως συνήθως η συγγραφέας δε χαρίζεται στους ήρωές της. Τους βάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υποφέρουν: άλλος από πάθος, άλλος από έρωτα, άλλος από μοναξιά, άλλος απ’ τη ζωή, κι άλλος απ’ τους εσωτερικούς του δαίμονες. Είναι άνθρωποι απλοί, που δε ζητούν παρά μόνο να υπάρχουν. άλλοι υποταγμένοι στη μοίρα τους κι άλλοι αποφασισμένοι να την αλλάξουν.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Ελένη Κούρκαπα, κόρη του τρομερού Μιχαήλ, τουλάχιστον όπως θέλει να τον παρουσιάζει η μάνα της, η Ισμήνη, μια γυναίκα που κάνει τον όρο μέγαιρα να φαντάζει μικρός, ασήμαντος. Η Ελένη, λοιπόν, είναι το δέκα το καλό. Ένας από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες που δημιούργησε - ή μήπως απλά περίεγραψε; - ποτέ η Λ. Ζ. Τη βλέπουμε να γεννιέται, να μεγαλώνει, να ζει τον πόνο, να επαναστατεί, να ακουμπά το θάνατο και να βρίσκει τη ζωή. Η ζωή της ένα μικρό έπος, με τα τραγικά και τα ωραία της, με τον πόνο και τις χαρές της, παρασύρει τον αναγνώστη. Άλλοτε έχοντας το ρόλο της αφηγήτριας κι άλλοτε της πρωταγωνίστριας κινεί με μαεστρία τα νήματα, δίνοντας αέρα στα πανιά του μύθου. Κι η συγγραφέας, νιώθοντας πολύ αγάπη γι’ αυτή την ηρωίδα της, της χαρίζει χωρίς φειδώ τις σκέψεις της, καθώς και μερικές ατάκες πρώτης τάξης.
Ν’ αρχίσουμε ν’ αντιγράφουμε; - Ν’ αρχίσουμε. “Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”, “Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει. Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική. Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού. Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”, “Έτσι κι αλλιώς, η Εκκλησία ‘παίζει’ σε όλα τα έργα του μεταπολέμου τον Δράκουλα ρουφώντας το αίμα της πολιτείας και την ανεξαρτησία των κυβερνήσεων”, “Όλοι οι Έλληνες σώζετε την Ελλάδα μ’ έναν φαλλό στο χέρι”, “Γιατί πρέπει να ζω σύμφωνα με τους μύθους που φτιάξατε; Έναν μύθο πανομοιότυπο, σαν κατάδικος στη στολή του, τον ονομάσατε γάμο και τέρμα”, “Ό,τι δεν είσαι, δε θα μπορέσω ποτέ να σ’ το χαρίσω. Είμαι άφθονη λες! Γιατί σπαταλιέμαι. Είναι ο νόμος της γης. Δώσ’ τα όλα για να ξαναγίνεις”, “…Όποιος ψάχνει για θεούς ψοφάει για αφεντικά”, “Ο κάθε λεύτερος είναι μόνος. Όσο περισσότερο μεθάς από τη δύναμή σου και προεκτείνεις την ελευθερία σου, τόσο μεγαλώνεις και την έκταση της μοναξιάς σου”, “Κάθε μέρα γίνεται ο άνθρωπος, κάθε καινούρια μέρα μας γκρεμίζει, μας ανοικοδομεί, μας ισοπεδώνει… Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη -αν δεν πρόκειται για σταθερότητα σκοπιμότητας-, μόνο η βλακεία κρατά τους ανθρώπους αμετάλλαγους σαν αμεταχείριστα τσουκάλια, που δε χρησιμοποιήθηκαν ούτε γι’ αυτό που φτιάχτηκαν, που δεν κάθισαν τον πήλινο πισινό τους στη φωτιά να εκτελέσουν τον προορισμό τους, γιατί τρέμουνε μην καούν και καμαρώνουν πως διαφύλαξαν την ακεραιότητά τους και δε βλέπουν πως ξεφλουδάνε και μαδούν όσο γερνούνε και πως φυτρώνουν τσουκνίδες στην αμεταχείριστη τρύπα τους”.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά δε θα ήταν σωστό, αφού όλη η χαρά στην ανάγνωση ενός μυθιστορήματος κρύβεται στην ανακάλυψη των κρυφών του χάρων. Δεν αντέχουμε όμως στον πειρασμό να σας μεταφέρουμε ένα από τα “τοπία” του βιβλίου:
Οι στενοί δρόμοι άδειοι από γυναίκες και οι αυλές γεμάτες παρθένες που κεντούσαν την προσδοκία ναρκωμένες από το νοτιά να μοσκοβολά ολοχρονίς νεραντζάνθους και λεμονιάς λουλούδια ολόγυρα στο λιβάδι με τις ασβεστωμένες πεζούλες
Οι θηλυκές περιποιούνται με πάθος όλο το χρόνο τις βιόλες και τα κρίνα στους κήπους ή σε ντενεκέδες που τους εξασφάλιζαν το νόμιμο πρόσχημα να βγουν στους δρόμους τη Μεγάλη Πέμπτη φορτωμένες τ’ άνθη τους για να στολίσουν τους επιτάφιους
Και ξαναγυρίζαν στα κεντήματα και τη βελόνα που τρυπούσε κοντά κοντά το ατλάζι ή το βελούδο σκορπώντας σε κάθε της βουτιά μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα στο δέρμα
Οι κεντητές προσδοκίες χώριζαν πάντα μ’ ένα θαλασσί ποτάμι κάποιον ροδομάγουλο νεαρό από μια χλωμή κοπέλα
Το κεντητό ποτάμι μόνο ένα περιστέρι χωρούσε να το διασχίσει, κρατώντας στο ράμφος του ένα άσπρο ραβασάκι, συνήθως πιο μεγάλο απ’ το κορμάκι του, να χωράει την κεντητή επίκληση, “Σε αναμένω”
Όσο περνούν τα χρόνια, οι μπάντες γίνονται μεγαλύτερες, πολύπλοκες και μακροπρόθεσμες σε προσδοκίες, με φράσεις πεισματικής αισιοδοξίας, “Έχει ο θεός”, στη διάψευση κάποιας χαμένης ελπίδας, ή “Κι αυτό θα περάσει”
Αλλά μόνο τα χρόνια περνούσαν
Οι κοπέλες μεστώνανε με αρρωστημένα όνειρα που τυραννούσαν τον ύπνο τους ανάκατα με μυρωδιές βασιλικού και την μπόχα των βρακιών τους
Βρακιά πάνινα δεμένα ψηλά στους γοφούς ανέβαζαν τις αναθυμιάσεις τους στους σπασμούς των ονειρώξεων και σκλήραιναν οι τρυφερές γραμμές των νεανικών προσώπων
Οι νέες ωρίμαζαν γρήγορα και τα χαρακτηριστικά τους αγρίευαν όμοια με των μανάδων τους, καθώς άκουαν απελπισμένες τη ζωή να παρελαύνει χωρίς να τη βιώνουν.
Ααχ, τα παλιά καλά χρόνια!”

Είπατε τίποτα; Όχι, ε; Πάντως, αν το πάρετε απόφαση να ασχοληθείτε κάπως με τη Λ. Ζ., η “Συβαρίτισσα” είναι το βιβλίο της που πρέπει ν’ αφήσετε για το τέλος. Αν θέλετε απλά να τη γνωρίσετε, τότε, διαβάστε την όταν σας “καπνίσει”. Εμείς, απλά, επιμένουμε ότι είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστόρηματα…







΄
Συβαρίτισσα

Στίχοι: Μιλτιάδης Πασχαλίδης Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης Το τραγούδι είναι αφιερωμενο στη Λίλη Ζωγράφο

Σε γνώρισα κάποια βραδιά παραμονές του Κλήδονα σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω ήμουν παιδί στα δεκαεννιά τα χείλη μου ξεκλείδωνα να πίνω να φιλώ και να ρωτάω Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής κ ι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια να ξέρεις, θα χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα





Η Λιλή Ζωγράφου (17 Ιουνίου 1922 2 Οκτωβρίου 1998) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή διηγημάτων Αγάπη, για την οποία απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 17 Ιουνίου του 1922, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Κατάγεται απο την Νεάπολη Λασιθίου. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας «Ανόρθωση», με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Η Λιλή Ζωγράφου φοίτησε στο «Λύκειο Κοραής» και στο «Καθολικό Γυμνάσιο Ουρσουλινών» της Νάξου[εκκρεμεί παραπομπή]. Σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ενώ ήταν έγκυος, φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση και γέννησε στην φυλακή την θυγατέρα της, μετέπειτα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη (1943–2003). Μετά την απελευθέρωση, εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες, ταξιδεύοντας παράλληλα πολύ στην Ευρώπη και στις Ανατολικές χώρες. Την περίοδο 19531954 έζησε στο Παρίσι.
Δημοσίευσε μικρά έργα της σε λογοτεχνικά περιοδικά και πρωτοεμφανίστηκε στην βιβλιογραφία το 1949 με την συλλογή από νουβέλες με τίτλο «Αγάπη». 'Έγινε ευρύτερα γνωστή 10 χρόνια αργότερα, με το βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη, «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός». Kατά τη διάρκεια της δικτατορίας (19671974) δημοσίευε στο δεκαπενθήμερο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ – που απευθυνόταν σε καλλιεργημένες γυναίκες της μέσης τάξης – άρθρα με ανατρεπτικό και πολιτικά τολμηρό περιεχόμενο που έκρυβαν τον κίνδυνο να εξοργίσουν την στρατιωτική εξουσία. Εξέφρασε έτσι τις δυνάμεις της νεολαίας που επρόκειτο αργότερα να κάνουν τη δική τους εξέγερση. Τα άρθρα εκείνα έμπασαν στον Τύπο της εποχής ένα καινούργιο ρεύμα ελευθερίας και ανανεώσεως και έγιναν σημεία αναφοράς και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον – όχι μόνον για τις γυναίκες αναγνώστριες του περιοδικού, που είδε την κυκλοφορία του να απογειώνεται. Έδινε τότε διαλέξεις και οι αίθουσες ήταν κατάμεστες από νέο κυρίως κόσμο. Το 1971 έγραψε και το βιβλίο της για τον Ελύτη, «Ο ηλιοπότης Ελύτης», το οποίο είχε δώσει στον ίδιο να το διαβάσει πριν αυτό δημοσιευτεί. Ο Ελύτης δεν το ενέκρινε και την απέτρεψε –σχεδόν της απαγόρευσε– να το δημοσιεύσει. Εκείνη όχι απλώς το δημοσίευσε, αλλά και σε δημόσιες διαλέξεις της φανέρωσε, με πολλή στενοχώρια, την αποδοκιμασία του ποιητή για το βιβλίο της. Ο Οδυσσέας Ελύτης –που αργότερα βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας– ίσως ήταν ευαίσθητος να μην «παρερμηνεύεται» η ποίησή του, αλλά και η Ζωγράφου υπερασπίστηκε το δικαίωμά της να γράφει αυτά που είδε στην ποίησή του.
Αυτή η πνευματική ελευθερία, η εγρήγορση και η έντιμη μαχητικότητα είναι χαρακτηριστική της Ζωγράφου σε όλα όσα έκανε και έγραψε, ακόμη και στα «λάθη» της. Δημοσίευσε 24 βιβλία (μυθιστορήματα, νουβέλες και δοκίμια) που έχουν κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις. Έγραψε σημαντικά δοκίμια για Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Επιπλέον, το μυθιστόρημά της «Η αγάπη άργησε μια μέρα» (1994) διασκευάστηκε για την ελληνική τηλεόραση. Ο λόγος της υπήρξε αντισυμβατικός και χαρακτηρίστηκε ως η σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας.





Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Γεώργιος Σουρής "Φασουλής και Περικλέτος" , ο καθένας νέτος σκέτος











Ιούλιος 1884
Του Παλατιού η πυρκαγιά
Φασουλής και Περικλέτος,ο καθένας νέτος σκέτος,

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ουφ! άφησέ με, Περικλή, και σου'χω μία λύπη !

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και για ποιο λόγο, βρε κουτέ; εσένα τί σου λείπει;
έχεις τα παραδάκια σου, έχεις κι εμένα φίλο,
πηγαίνεις και στο Φάληρο, τρως κάποτε και ξύλο…

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μα δεν αφίνεις, Περικλή αυτά τα χωρατά σου,
δεν έρχεσαι για μια στιγμή και λίγο στα σωστά σου;
Εδώ ο κόσμός καίεται…

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Τί καίεται, βρε, πάλι;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Νάτα! λοιπόν στην πυρκαγιά δεν ήσουν την μεγάλη;

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ποιά πυρκαγιά;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Του Παλατιού.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εκάη το Παλάτι;
Πάλι σε τρώει, φαίνεται, η έρημή σου πλάτη.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μα πώς, μωρέ; στην πίστη σου δεν πήρες συ χαμπάρι;
Εδώ ο κόσμος σύσσωμος σηκώθη στο ποδάρι
και έτρεχε ξεσκούφωτος στο ντάλα μεσημέρι,
και όλοι εβαστούσανε κι έναν κουβά στο χέρι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Πάλι τα ίδια μ' άρχισες και θα σε μπαγκλαρώσω.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Βρε αφησέ με μια μικρή ιδέα να σου δώσω
γι' αυτό το φοβερό κακό, που πάλι μας συνέβη,
γιατί εμένα άρχισε ο νους μου να σαλεύει.
Άκου λοιπόν…. εφύσαγε ένα μελτέμι πρώτης,
όταν εμπρός μου πέρασε δρομαίος στρατιώτης.
Γειά σου του λέω, αδελφέ, μα στάσου και κομμάτι,
πολλά τα έτη μ' απαντά …. φωτιά εις το Παλάτι!
Τότε κι εγώ, βρε Περικλή, διόλου καιρό δεν χάνω,
το βάζω εις τα τέσσερα και στο παλάτι φθάνω,
και τί να δω, βρε μάτια μου;….σπίθες, καπνό, φαντάρους,
και τον Τρικούπη στη σκεπή με δυο ψηλούς κολλάρους,
και να σου πω, βρε Περικλή, τον θαύμασα στ' αλήθεια…
Είναι ο μόνος άνθρωπος, πούχει ζωή στα στήθια.
Μπορεί και τον Κουταλιανό ολάκερο να φάει.
αυτός δεν είναι άνθρωπος, αυτός και που δεν πάει;
στις πυρκαγιές, στα δάνεια, στις Τράχωνες, στα δάση
στους φόρους, στους προβιβασμούς κι όπου άλλου προφθάσει.
Προφθαίνει και στο θέατρο ακόμη του Φαλήρου….
Αυτός είν' άνδρας του πυρός, καθώς και του σιδήρου,
γιατί σε τούτο τον καιρό όλ' η Ελλάς ανάβει,
και δεν μπορεί κανείς γιατί και πως να καταλάβει.
Αλλ' ας αφήσουμε αυτόν κι ας έλθουμε και πάλι
στη φοβερή την πυρκαγιά και την ανεμοζάλη.
Λοιπόν κοντά στον Πρόεδρο στεκόταν ο Μαμούρης,
εις τον Μαμούρη δε κοντά στεκόταν ο Μπουντούρης,
εις τον Μπουντούρη δε κοντά στεκότανε ο Σούτσος,
και εις τον Σούτσο δε κοντά στεκότανε ένας μούτσος,
και εις τον μούτσο δε κοντά στεκότανε ο Λέλης,
και εις τον Λέλη δε κοντά στεκόταν ο Γουβέλης,
και στο Γουβέλη δε κοντά στεκότανε ο Λάγγες,
και εις τον Λάγγες δε κοντά, ένα φουσάτο μάγγες,
και εις τους μάγγες δε κοντά καμπόσοι λωποδύτες,
και πυροσβέστες άπειροι απάνω στις σοφίτες,
και ο Πηνειός, ο Τσέρνοβιτς, ο Σέκερης, ο Πάλλης,
ακόμη κι ο Γενήσαρλης, ο Λάμπρος ο Μιχάλης,
και με το σκύλο του μαζί ο Φων Κολοκοτρώνης,
ο Γιώργης της Δημήτραινας κι ο Σπύρος ο Πομόνης…

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και τέλος τί απέγινε;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τι ήθελες να γίνει
μέσα σε τέτοιο φλογερό και άσβεστο καμίνι;
Πρώτα επήρανε φωτιά άξαφνα οι κουζίνες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά και οι κουρτίνες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά κι οι καναπέδες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά κι οι λακέδες,
κοντά σ' αυτούς το θέατρο, μαζί κι η εκκλησία,
και τέλος πάντων έγινε εσπερινή θυσία.
Και όταν πια επήρανε φωτιά και τα φουγάρα,
απελπίσθηκαν όλοι των και άναψαν τσιγάρα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μα πες μου, τούτη τη φωτιά ποιός να την έχει βάλει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Και θέλει ρώτημα κι αυτό, μωρέ στραβό κεφάλι;
Τι άνθρωπος! … αιώνια ζητά να με πειράζει!...
Σου είπα όλες τι φωτιές, πως ο Μελάς τις βάζει.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπόν;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Λοιπόν εκάηκαν καμπόσοι στρατιώται,
μα παλληκάρια της φωτιάς κι αληθινοί ιππόται,
που βασιλιάς για μια στιγμή λαχτάριζα να γίνω,
να τους φορέσω στέφανο, και Φασουλής να μείνω.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και ποιοι ακόμη τόδειξαν;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οι σκαπανείς κι οι ναύτες,
κι οι άλλοι όλοι ήτανε σπουδαίοι μυιγοχάφτες.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και λες η νέα πυρκαγιά, να έχει σημασία,
η λες κι αυτή πώς έγινε για τη φωτοχυσία;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ε! όταν βλέπεις σκαπανείς και μέσα στο Παλάτι,
και βασιλείς με βασιλείς και κράτη επί κράτη,
και στα καλά καθούμενα ανάβει και ο θρόνος,
αυτό θα πει, συντέλεια, πως ήλθε του αιώνος.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και η ζημία πόσο λες να είν' απάνω κάτω;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Όσα περίπου έχασε, θαρρώ το Συνδικάτο.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και τώρα τούτη τη ζημιά ποιός λες θα την πληρώσει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Στη ράχη σας ο βασιλιάς κι αυτή θα την φορτώσει.
Και τίποτα παράξενο ν' ακούσεις σε κομμάτι
καινούργιους φόρους για φωτιές που βάζουν στο Παλάτι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και ύστερα απ' όλα αυτά ο βασιληάς τί κάνει;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Του τηλεγράφησαν, θαρρώ, και με το πρώτο φθάνει.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εγώ σου λέω πως αυτός δεν το κουνάει διόλου
κι αν όλο το Παλάτι του πάει κατά διαβόλου.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εγώ σου λέω πως θάρθη…

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εγώ σου λέω σκάσε.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εγώ σου λέω πως θα'ρθη και να μου το θυμάσαι.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μα συ το παραξίλωσες μ' αυτό σου το γινάτι…
όρσε λοιπόν δύο τρεις σβερκιές και σύρε στο Παλάτι.





Οι ντιστεγκέ
Φασουλής και Περικλέτος,
ο καθένας νέτος σκέτος,

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπὸν τί τρέχει, Φασουλῆ;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γιὰ τοῦτο τρέχα ρώτα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Θέλω γι' αὐτοὺς τοὺς ντιστεγκὲ νὰ μάθω πρῶτα πρῶτα.
Τοὺς ξέρεις; Τοὺς ἐγνώρισες; τί ἄνθρωποι νὰ εἶναι;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γι' αὐτοὺς μονάχα συζητοῦν ἐσχάτως αἱ Ἀθῆναι.
Μυστηριώδεις ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς κοινωνίας
μὲ τίτλους καὶ περγαμηνὰς ἀρχαίας εὐγενείας,
μὲ ἄλλους λόγους ὁ ἀφρὸς τῆς νέας πρωτευούσης...
εἶν' ἄλλο πρᾶγμα νὰ τοὺς δῇς καὶ ἄλλο νὰ τἀκούσῃς.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Βρὲ τί μοῦ λές;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί νὰ σοῦ πῶ;... δὲν εἶναι σὰν καὶ σένα,
ποὺ ἔχεις γένος βάναυσον καὶ μοῦτρα λερωμένα.
Δὲν ἔχουν αἷμα κόκκινο, καθὼς καὶ τὸ δικό σου,
ουδὲ ἐσώβρακα, καθὼς τὸ σώβρακό σου,
ἀλλ' ἔχουν αἷμα κυανοῦν, μὴ βρέξῃ καὶ μὴ στάξῃ
κι' ἀσπρόρρουχα κι' ἐσώβρακα πλεγμένα με μετάξι,
ἀλείβονται νυχθημερὸν μὲ μῦρα καὶ κολόνια,
γι' αὐτοὺς ἡ τόση ἀρχοντιά, γιὰ τούτους τὰ σαλόνια,
μὲ γεύματα καὶ μὲ χοροὺς τῇς ὧραις των περνοῦν,
καββάλα πᾶν στὴν Ἐκκλησιά, καββάλα προσκυνοῦν,
καββάλα τρῶν' ἀντίδωρο ἀπ' τοῦ παππᾶ τὸ χέρι,
βαστοῦν πηρούνι ἀργυρὸ καὶ ἀργυρὸ μαχαῖρι.
Γιὰ ὅλα λένε κάτι τι, γιὰ ὅλα ξέρουν κάτι,
γυρίζουν τὰ ὀπίσω των σ' ἐμένα τὸν σακάτη,
αἱ δ' ὑψηλαὶ κυρίαι των μετ' ἀρετῶν σπανίων
εἰσάγουν λαθρεμπόρια συχνὰ στὸ Τελωνεῖον
καὶ κρύβουν στὰ παπλώματα λογῆς λογῆς δαντέλαις
καὶ μὲς στῇς βρακοζῶναις των μεταξωταῖς κορδέλαις.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ τί μεγάλοι ἄνθρωποι!...

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἀλήθεια, Περικλέτο...
τοῦ ὄχλου ἡ ἀγένεια εἰς κόρακας ἐρρέτω.
Γι' αὐτοὺς τοὺς νέους ντιστεγκὲ ὅσα κι' ἂν πῇς τοὺς πρέπουν...
Τοὺς χαιρετᾶς;... δὲν χαιρετοῦν καὶ κάνουν πὼς δὲν βλέπουν...
δὲν χαιρετᾶς;... σὲ χαιρετοῦν, κι' ἀρχίζουν διαχύσεις...
εἶναι πολὺ περίεργος ἡ εὐγενής των φύσις.
Ἐπίσκεψιν δὲν δέχονται παρὰ κατὰ τὸ βράδυ,
αἱ δὲ κυρίαι ὁμιλοῦν μαζί σου στὸ σκοτάδι
καὶ τῆς αἰδοῦς των, Περικλῆ, δὲν φαίνονται τὰ ρόδα...
τοιουτοτρόπως ἀπαιτεῖ τῶν ντιστεγκὲ ἡ μόδα.
Σοῦ ἔχουν κάτι ἔθιμα, ποὺ εἶναι ν' ἀπορήσῃς...
τὰ χνῶτα των τὰ εὐγενῆ μονάχα νὰ μυρίσῃς
κι' ἀμέσως τότε, Περικλῆ, καὶ σὺ καταλαμβάνῃς,
ὅτι δὲν εἶσαι ὅπως πρίν, χυδαῖος, μπλεχλιβάνης,
ἀλλ' ἄνθρωπος τρὲ κὸμ ἰλ φό, μὲ γένος καὶ ἀξίαν,
πεσμένος εἰς αὐτὴν τὴν γῆν ἀπὸ τὸν Γαλαξίαν.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Βρὲ τί μοῦ λές;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μοσχοβολᾶ κι' ἡ περιφέρειά των.

 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Νὰ μὲ εἰσάξῃς, ἀδερφέ, εἰς τἀ μυστήριά των.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Σιγὰ σιγά, βρὲ Περικλῆ, καὶ θὰ τὰ μάθῃς ὅλα...
ὀγρήγορα εἰς μέγαρα θὰ ἔμβῃς μυροβόλα,
καὶ εἰς τοὺς κύκλους τοὺς καλοὺς προσπάθησε ν' ἀρέσῃς
καὶ σώβρακο μεταξωτὸ ἀμέσως νὰ φορέσῃς,
ἂν δὲ καὶ κάλτσα, Περικλῆ, ἀπὸ μετάξι βάλῃς,
παύεις νὰ εἶσαι πρόστυχος καὶ ρυπαρὸς χαμάλης,
καὶ θὰ εἰσέρχεσαι παντοῦ μετὰ τῆς γυναικός σου
κι' εἰς ὅλους τὸ μεταξωτὸ θὰ δείχνῃς σώβρακό σου,
οἱ δ' εὐγενεῖς θὰ ἔρχωνται καὶ θὰ σὲ τριγυρίζουν,
καὶ ὅλοι τὸ τσουράπι σου θὰ τρέχουν νὰ μυρίζουν,
καὶ σὺ μὲ ὕφος σοβαρὸν τὸ πόδι σου θ' ἁπλώνῃς
κι' ἐμένα θὰ περιφρονῇς καὶ θὰ μὲ φασκελώνῃς.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ ποῦ τὰ ξέρεις ὅλ' αὐτά;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γιὰ τοῦτο μὴ ἐρώτα...
ἕλα καὶ σὺ νὰ συστηθῇς στοὺς φέροντας τὰ πρῶτα.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὴν εἶσαι ντιστεγκὲ καὶ σύ;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Δὲν εἶμαι, μὰ θὰ γίνω...
τὴν τόσην βαναυσότητα διὰ παντὸς ἀφίνω,
ἀμέσως ἀπεκδύομαι τὸν Φασουλῆν τὸν πρῶτον
καὶ εἰς αἰθούσας εἰσχωρῶ εὐωδιών κι' ἐρώτων.
τοῦ γένους μου τοῦ ταπεινοῦ τὰ σύμβολα ξηλόνω
κι' εἰς τὴν χυδαίαν μύτην σου τὰ πόδια μου ἁπλόνω
κι' ὀγρήγορα πλησίασε καλὰ νὰ τὰ μυρίσῃς
κι' ἀληθινὴν εὐγένειαν καὶ τρόπους νὰ γνωρίσῃς.
Νίπτω κι' ἐγὼ τὰς χεῖρας μου νὰ φύγ' ἡ ρυπαρότης
καὶ ἀπὸ τοῦδε μόνος μου βαπτίζομαι ἱππότης
τοῦ αἵματος τοῦ κυανοῦ, τῆς στρογγυλῆς τραπέζης,
καὶ κάθου σύ, βρὲ μασκαρᾶ, ἐν οὐ παικτοῖς νὰ παίζῃς.
Ἀλήθεια ἐσιχάθηκα νὰ ζῶ μὲ τοὺς προστύχους...
ζωὴ δὲν λέγεται, μωρέ, νὰ γράφῃς μόνον στίχους
καὶ τὸ ξερὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο νὰ κτυπᾷς
καὶ ὅλο θέματ' ἄρρητα νὰ ψάλῃς σὰν παππᾶς.
Μὰ τότε λέγεται ζωή, διαόλου μπεχλιβάνη,
σὰν γίνῃ θυμιατὸ τ' ἀγγειὸ καὶ τἀπαυτὸ λιβάνι.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Θέλω κι' ἐμένα ντιστεγκὲ ἀμέσως νὰ μὲ κάνῃς.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γι' αὐτὸ μὴ σεκλετίζεσαι καὶ μὴ μοῦ χολοσκάνῃς.
Θέλεις νὰ γίνῃς Πρίγκηψ, Δούξ, Μαρκήσιος, Βαρόνος;
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ὅ,τι κι' ἂν θέλῃς κάνε με... τὸ δέχομ' εὐγνωμόνως.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγώ, Βαρόνον, Περικλῆ, πρὸς τὸ παρὸν σὲ κάνω
καὶ σὲ βαπτίζω ντιστεγκὲ καὶ μὲ τὸ παραπάνω,
σοῦ δίδω δὲ περγαμηνὰς εἰς θήκην ἐκλεκτὴν
κι' ὡς εὐγενείας σύμβολον παλάμην ἀνοικτήν.
Καὶ τώρα εἰς ἀνώτερα...

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εὐχαριστῶ, σπολλάτη,
καὶ ὅρσε, φίλε ντεστιγκέ, τρεῖς ματσουκιαῖς στὴν πλάτη

ντιστεγκέ:κομψευόμενος




Ο Ρωμηός (με υπότιτλο «Εφημερίς που την γράφει ο Σουρής») ήταν έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Δημιουργός και μοναδικός συντάκτης της ήταν ο Γεώργιος Σουρής. Εκδιδόταν σχεδόν ανελλιπώς από το 1883 ως το 1918.
Η εφημερίδα "...έγινε αμέσως γνωστή και η μεγάλη κυκλοφορία της παρέμεινε αμείωτη καθ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης έκδοσής της. Κυρίως μέσα από τους διαλόγους του «Φασουλή» και του «Περικλέτου», καταγράφονταν τα σημαντικότερα πολιτικά αλλά και τα κοινωνικά γεγονότα της εβδομάδας, γραμμένα και σχολιασμένα με ευτράπελο τρόπο. Κεντρική μορφή της έμμετρης αρθρογραφίας της ήταν ο «Φασουλής», ο οποίος συγκεντρώνει όλα τα ελαττώματα και τα προτερήματα του μέσου Έλληνα: είναι αντιφατικός, ενθουσιώδης, εγωιστής, επιπόλαιος, πολυπράγμων, αδιάφορος, αλλά και έξυπνος, κοροϊδευτής των πάντων, άξιος να κάνει ο ίδιος αυτά που κατηγορεί. Ο «Περικλέτος», πιο αισιόδοξος αλλά και πιο πρακτικός, μιλάει πολύ λιγότερο από τον «Φασουλή» και χρησιμεύει κυρίως για να κρατάει την ισορροπία του διαλόγου ο οποίος όμως τις περισσότερες φορές καταλήγει στην απώλεια της ψυχραιμίας του «Περικλέτου» και στον ξυλοδαρμό του «Φασουλή»..."
Ο Ρωμηός αν και γνώρισε τεράστια επιτυχία δίχασε την πνευματική κοινότητα και τους κριτικούς κυρίως λόγω των συνεχών ανακολουθιών και αντιφάσεων στα τρέχοντα ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.
Μεταξύ των θαυμαστών του ο Στρατήγης διατυπώνει την άποψή του για την επιτυχία και την απήχηση του Ρωμηού ως εξής: "Φασουλής και Περικλέτος! Ιδού οι δύο αθάνατοι εθνικοί τύποι, τους οποίους εδημιούργησεν εν τω "Ρωμηώ" του. Ξύλιναι πλαγγώνες, εις τας οποίας έδωκε σάρκας και αίμα η ψυχοδότειρα Μούσα του μάγου ποητού μας. Άλλα έθνη έχουσι μόνον ένα τοιούτο κωμικόν εθνικόν τύπον, τον Πουλτσινέλλαν ή τον Αρλεκίνον, η Ελλάς χάρις εις τον Σουρήν της έχει δύο. Η διαφορά δε μεταξύ Φασουλή και Αρλεκίνου αφ'ετέρου, είνε ότι τους μεν τελευταίους εδημιούργησεν ο λαός ολόκληρος και επί πολλούς αιώνας, εν ω τους πρώτους έπλασεν εντός δέκα ετών εις και μόνος, εις δημιουργός ποιητής, εμφυσήσας εις αυτούς τας σκέψεις, τας ιδέας, τα ελαττώματα ολοκλήρου του έθνους. Ιδού διατί ο "Ρωμηός", καίπερ εφημερίς, θα μείνη αθάνατος, αιώνιος, καίπερ διακωμωδών τα επίκαιρα μόνον της ημέρας γεγονότας, τας πολιτικάς ή κοινωνικάς actualites του έθνους." .
Ο Παλαμάς το 1888 υποστηρίζει ότι "...η ποίησις του Σουρή εμπνεομένη εκ της πραγματικότητας, αδιαφορούσα, καταφρονούσα, αν θέλετε, τας ηρωϊκάς αναμνήσεις του παρελθόντος, τρεφόμενη εκ της καθ'ημέραν ανασκοπήσεως των προσώπων και των πραγμάτων, μη απομονουμένη εις ρεμβασμούς και μελέτας, συγχεομένη προς τον όχλον, ταπεινουμένη, ανασκαλεύουσα εν τη κοπριά, αληθής σατυρική ποίησις ως ενεφανίσθη εν παντί χρόνων και τόπω" .
Λίγο αργότερα όμως (1905) ο Ψυχάρης στη γνωστή κριτική μελέτη του στο Νουμά ασκεί ολομέτωπη επίθεση στον Σουρή και το έργο του και ιδιαίτερα στη στάση του στα σημαντικά ζητήματα της εποχής: "...Πως θέλεις ο ίδιος άνθρωπος να νοιώση τι σημασία μέσα του κρύβει ένας πόλεμος, ένα κίνημα επαναστατικό, ένα γλωσσικό ζήτημα; Το γλωσσικό το ζήτημα; Καλέ, δε βαριέσαι; Τι θα πη και που πέφτει;......Την ησυχία μας. Όσο κατάλαβε ο όχλος, κατάλαβε και ο Σουρής. Μα μήπως πάσκισε ποτέ του να καταλάβη την ποίηση ενός Παλαμά, ενός Πάλλη, ενός Εφταλιώτη; Ιδού λοιπόν άνθρωπος που έψαλε την εποχή του και που την εποχή του δεν την κατάλαβε. Είναι όμως γνώρισμα τουποιητή να καταλαβαίνη. Και δεν κατάλαβε ο Σουρής." .
Η στάση του Σουρή για αυτά τα σημαντικά ζητήματα καταγράφονται πάντως ακόμα και σε κείμενα θετικά προσκείμενων στο έργο του όπως ο Καλογερόπουλος διευθυντή της Πινακοθήκης:"Ο Σουρής, σφυγμομετρών την κοινή συνείδησιν, έλυσε και το γλωσσικόν ζήτημα, ακολουθήσας την μέσην οδόν. Δεν ηνείχετο υποερβολάς, και ιδίως του μαλλιαρούς. Έγραφε όπως ωμίλει και δι'αυτό ήρεσκεν εις όλους"..
Η έκδοση και η επιτυχία του Ρωμηού συνεχίστηκαν μέχρι και το Νοέμβριο του 1918 οπότε και μάλλον λόγω σοβαρής ασθένειας του Σουρή σταματάει, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του επόμενου έτους (1919) ο Σουρής έχοντας προσβληθεί από την Ισπανική γρίπη, πεθαίνει. Ακόμα και τότε ο Σουρής και ο Ρωμηός αντιμετωπίστηκαν με διαφορετική προσεγγίσεις. Κατά τον Καλογερόπουλο "Ο Γεώργιος Σουρής ήτο ο δημοφιλέστερος 'Ελληνας σατυρικός ποιητής. Ήτο η πραγματική εκπροσώπησις του Ρωμηού, τον οποίον απεικόνισε και απηθανάτησεν εις τους 35 τόμους της ομωνύμου εφημερίδος του.". Αντίθετα ο Ταγκόπουλος, διευθυντής του Νουμά συνεχίζοντας την κριτική του Ψυχάρη γράφει: " Αυτό είναι. Είδε και δεν κατάλαβε. Άλλο ζήτημα αν ήθελε και δεν μπορούσε ή αν μπορούσε και δεν τονε σύφερνε να καταλάβει. Λογαριασμός δικός του αυτός. Εμείς είδαμε μόνο πως δεν κατάλαβε τίποτα. Και τούτο γιατί ποτέ του δε δοκίμασε ή δεν μόρεσε να κρατήσει τα γκέμια της αφηνισμένης κοινής γνώμης, μα πάντα αφέθηκε να σέρνεται, δορυάλωτος, στο νικηφόρο άρμα της...".


Πηγή:https://el.wikipedia.org/