Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Μαρτυρία ενός ΕΑΜίτη

Η μαρτυρία του Γεώργιου Αθανασόπουλου, υπεύθυνου του ΕΑΜ του χωριού του Μάνεσι Καλαβρύτων, για την ομηρία του από τους Γερμανούς και  πώς η θεία πρόνοια τον βοήθησε να σώσει την μητέρα μου και την γιαγιά μου από τα χέρια των Γερμανών στα χρόνια της κατοχής. Αυτήν την έγγραφη μαρτυρία του, την οποία αφιερώνει στην μητέρα μου Σωσώ, την έφερε ένα απόγευμα όταν μας επισκέφτηκε στο σπίτι μας. Η στιγμή της συνάντησης τους ήταν,  πραγματικά, πολύ συγκινητική . Δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ...!



Κηφισιά 15 Νοεμβρίου 1999

"Στην αγαπητή κ. Αναστασία Β. Ανδρικοπούλου - Σμπαρούνη αφιερώνω τις επόμενες σελίδες της περιγραφής της ομηρίας μου από τους Γερμανούς. Γράφω τις συγκλονιστικές στιγμές που η Θεία Πρόνοια με βοήθησε να σώσω αυτήν και την μητέρα της από τα χέρια των Γερμανών στα χρόνια της κατοχής. Θα θυμούμαι μ' ευγνωμοσύνη τα λόγια του ηρωϊκού πατέρα της Συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλου που στην πλατεία του χωριού μου Μάνεσι Καλαβρύτων κρατώντας με από το χέρι είπε στους συνταταγμένους αντάρτες του: Συναγωνιστές σας παρουσιάζω τον σωτήρα της οικογένειάς μου" 

Με άπειρη αγάπη 
Γεώργιος Δ. Αθανασόπουλος
Υπεύθυνος ΕΑΜ του χωριού μου
Τομεάρχης ΕΑΜ της Περιφ.
Μέλος του Λαϊκού Δικαστηρίου
κατά τα χρόνια της κατοχής.

ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΤΟΧΗΣ

Ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα του Σεπτεμβρίου 1943. Επέστρεφα από το χωράφι μας από τη "Μήχνη" με το γαϊδουράκι μου φορτωμένο ξύλα στις 10.30 περίπου το πρωί. Φορούσα μια λεπτή φανέλα και το αριστερό μου πανταλόνι ήταν τρύπιο στο γόνατο. Στην είσοδο του χωριού, στη δυτική αυλή του σπιτιού του Παπαδημητρίου ήταν σταθμευμένη μια μηχανοκίνητη φάλαγγα των Γερμανών. Γερμανοί στρατιώτες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν με τον Νικόλαο Τζελέπη (Νταβέλη) μάταια. Ο Νικόλαος βλέποντας εμένα με έδειξε και ένας Γερμανός με φώναξε και μου ένευσε να πάω εκεί. Πράγματι επλησίασα αφού δεν υπήρχε "οδός διαφυγής". Τους ρώτησα γερμανιστί τι με θέλουν. Ο επι κεφαλής της φάλαγγας ένας υψηλός αξιωματικός, πολύ εκνευρισμένος, με το μαστίγιον ανά χείρας μου είπε: Τον Πρόεδρο. Σε λίγο ήλθε ο Πρόεδρος, ο μπαρμπΑρίστος Τσουρέκης. Τότε ο αξιωματικός οργίλως μου είπε 12 λέξεις που αντηχούν ακόμα στ' αυτιά μου:SIE WERDE MIT UNS BLEIBEN BIS DAS VERLORE AUTO WIRD BEFIENDEN. EINSTEIGEN. (Θα μείνετε μαζί μας μέχρι ότου το χαμένο αυτοκίνητο ευρεθή. Ανεβήτε στο αυτοκίνητο) και μου έδειξε με το μαστίγιο την πόρτα του δεύτερου θωρακισμένου αυτοκινήτου. Ο ΜπαρμπΑρίστος μου λέει: Τι λέει, ρε παιδί; Ανέβα στο αυτοκίνητο και θα δούμε πού θα μας πάνε, του απάντησα. 
Έβαλαν μπρος τις μηχανές και δρόμο προς την Κάτω Βλασία, στου Μούλου. Εκεί μας κατέβασαν. Κατά την διάρκειαν της διαδρομής ένας Γερμανός στρατιώτης, ίσως να μην ήταν και καθ' αυτό Γερμανός, με ρώτησε αν ξέρω Γαλλικά και η απάντησίς μου ήταν καταφατική. Έτσι αρχίσαμε συζήτηση στα Γαλλικά. Μου είπε ότι ήλθον στη Σπάρτη από το Ρωσικό μέτωπο, την Κριμαία, προς ανάπαυση και ότι γρήγορα θα επέστρεφον στο μέτωπο.Επίσης μου είπε ότι έχασαν ένα αυτοκίνητο που έφυγε από τη Σπάρτη για την Πάτρα και ότι σ' αυτό ήταν ένας αξιωματικός και ένας στρατιώτης. Οι πληροφορίες τους ήταν ότι κάπου εκεί κοντά στα χωριά μας του έστησαν ενέδρα οι αντάρτες και πήρα το αυτοκίνητο με τους Γερμανούς και ότι αυτοί εξήλθον προς ανεύρεσίν των. Καθώς κατάλαβα κανείς από τους Γερμανούς δεν ήξερε Γαλλικά και κανένας του δεν ήξερε ούτε μια λέξη Ελληνικά, αφού άλλωστε λίγες μόνο ημέρες ήσαν στην Ελλάδα. Σ' αυτά τα δύο οφείλω την δυνατότητα να κάμω ό,τι η Θεία Πρόνοια με φώτησε να κάμω. Φθάσαμε στη Κάτω Βλασία, στου Μούλου. Εκεί βρήκαμε και άλλα μηχανοκίνητα να μας περιμένουν. Τον Πρόεδρο διέταξαν να μείνη εκεί ενώ εμένα με παρέλαβαν δύο στρατιώτες - ο ένας βαθμοφόρος - και τραβήξαμε προς το χωριό. Στα δέκα περίπου μέτρα ο βαθμοφόρος διατάσσει τον στρατιώτη να τρέξη στο χωριό να πη στον Διοικητή που ήταν εκεί ότι ήτο κουρασμένος και δεν μπορούσε να τρέξη. Τότε ο βαθμοφόρος του είπε:Επ' ώμου και τροχάδην. Σαν αυτόματο ο στρατιώτης έβαλε το όπλο επ' ώμου και ήρχησε να τρέχη στον ανήφορο για το χωριό. Στα δεκαπέντε μέτρα ο βαθμοφόρος τον διέταξε "Μεταβολή" και ο στρατιώτης τρέχων έφθασε μπροστά μας όπου και διετάχθη με νέα "μεταβολή" να συνεχίση. Αυτό συνέχιζε ενώ ανεβαίναμε προς το χωριό. Δεν προχωρήσαμε πολύ γιατί ο Διοικητής μαζί με άλλους στρατιώτες κατέβαινε από το χωριό. Έτσι κατεβήκαμε στου Μούλου. Εκεί ο Δ/τής μέσω εμού είπε στον Μμαρμαρίστο ότι αν οι αντάρτες δεν αφήσουν τους Γερμανούς ελεύθερους σε τρεις ημέρες θα κάψουν τα χωριά που ευρίσκονται στο δρόμο και το δικό μας φυσικά. Ο Πρόεδρος του είπε ότι το αυτοκίνητο πέρασε από το χωριό μας και κανείς δεν το πείραξε και ότι είναι άδικο να καταστραφή ένα χωριό για κάτι που δεν έκαμε. Ο Δ/τής επέμενε: Να μηνύσετε στους αντάρτες να αφήσουν τους Γερμανούς ελεύθερους. Είπαν στον Πρόεδρο ότι είνα ελεύθερος να επιστρέψη εις το χωριό ενώ σε μένα είπαν ότι θα μείνω μαζί τους. Σε λίγο μπήκαμε στα μηχανοκίνητα και πήραμε κατεύθυνση προς την Πάτρα. Όταν φθάσαμε στο ύψος του «Μήχα» τραβήξαμε αριστερά και φθάσαμε μπροστά στο Ξενοδοχείο. Εκεί μας περίμεναν άλλα μηχανοκίνητα. Ο επικεφαλής είπε ότι βρήκαν το αυτοκίνητο που είχαν πάρει οι αντάρτες αλλά χωρίς λάστιχα. Χάρηκαν ιδιαιτέρως διότι στο αυτοκίνητο βρέθηκαν οι στρατιωτικοί χάρτες και πιθανώς απόρρητες διαταγές. Κάθισαν για φαγητό-κονσέρβες χωρίς να δώσουν καμία σημασία σε μένα. Το μόνο που δεν με ενδιέφερε ήταν το φαγητό. Τότε με επλησίασε η κυρία Φιλιππάκη, ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, με μια ηλικιωμένη κυρία, φίλη της κας Φιλιππάκη, επίθετο Βονέλη και μου είπε: Δεν μας αφήσαν τίποτα. Πήραν όλες τις κουβέρτες, τα σεντόνια κλπ. Της εξήγησα ότι μπροστά στη ζωή τίποτα δεν είναι αυτά. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο. Προσεπάθησα να την καθησυχάσω. Η κα BONELLI μου εξέφρασε την ανησυχία της γιατί ήταν Αγγλίδα υπήκοος και είχε αγγλικό διαβατήριο. Της συνέστηκα να κρύψη το διαβατήριο και μου είπε ότι το είχε στο στηθόδεσμό της.
Αφού έφαγαν ένας βαθμοφόρος μαζί με το γαλλομαθή στρατιώτη μ’ εκάλεσαν και ταυτόχρονα σηκώθηκαν δέκα στρατιώτες οπλισμένοι και με διέταξαν να τους ακολουθήσω. Αμέσως σκέφθηκα ότι κάπου θα πάμε διότι δεν ταίριαζε δέκα στρατιώτες βαριά οπλισμένοι να πάνε να εκτελέσουν έναν άοπλο. Βαδίσαμε καμιά εικοσαριά μέτρα και ο επικεφαλής βγάζει από την τσέπη του ένα σημείωμα και αργά, αργά διαβάζει: Λακώματα, Σποδιάνα, Αλποχώρι, Καλούσι, Σταροχώρι. Δεν τα ξέρω αυτά τα μέρη τους είπα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν δρόμοι. Θα βρούμε τα μέρη, θα βρούμε και τους δρόμους μου απάντησαν.  Προχωρήσαμε λίγο στη κορυφή ενός υψώματος και κάτω στο βάθος υπήρχε ένας ξεροπόταμος και το χωριό Λακώματα. Για να ερευνήσουν αν στο χωριό υπήρχαν αντάρτες άρχισαν να ρίχνουν οπλοβομβίδες στο χωριό. Αφού δεν είδαν καμιά κίνηση αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στο χωριό. Φθάσαμε. Μού είπαν, ρώτησε πού είναι ο Πρόεδρος, και ο παπάς του χωριού. Εγώ βρήκα την ευκαιρία να ενημερώσω τους κατοίκους γιατί ευρισκόμεθα εκεί, τι σκοπεύουν να κάνουν οι Γερμανοί, πόσο θα μείνουν και να μηνύσουν στους αντάρτες ν’ αφήσουν τους Γερμανούς να μην κάψουν τα χωριά και σκοτώσουν αθώους ανθρώπους. Για τον Πρόεδρο μου είπαν οι κάτοικοι ότι είναι στην Πάτρα, πήγε να πάρη αλάτι και ότι ο Παπάς είναι στα κτήματά του και θα επιστρέψη το βράδυ. Ζήτησαν το σπίτι του Παπά και μια και το εύρηκαν μεγάλο είπαν πως θα μείνουμε εκεί να δούμε και τον Παπά. Η παπαδιά και όλο το χωριό ήταν αντάστατοι από τον φόβο που προξένησαν οι οπλοβομβίδες και από τη θέα των Γερμανών. Αυτό το διεπίστωσαν οι Γερμανοί και μου είπαν να πως πώς είναι Γερμανοί, δεν πειράζουν τις γυναίκες. Άρχιζε να βραδιάζει. Οι Γερμανοί έβαλαν φρουρά γύρο από το σπίτι. Εγώ συζητούσα με τον γαλλομαθή Γερμανό στρατιώτη ο οποίος επέμενε ότι θα βρούμε τους αντάρτες. Του εξήγησα ότι οι αντάρτες δεν είναι στρατός, είναι οπλισμένα άτομα που φανερώνονται την νύκτα και ότι την ημέρα στήνουν ενέδρες. Αυτός το βιολί του. Θα τους βρούμε. Το βράδυ αυτό με έβαλαν και κοιμήθηκα σε χωριστό δωμάτιο. Το πρωί ζήτησαν πάλι τον Παπά. Η παπαδιά εξήγησε ότι ο Παπάς είναι αντάρτης και του έκαψαν το σπίτι. Εκτός από το μεγάλο σπίτι που μείναμε ο Παπάς είχε και ένα μικρότερο σπίτι και επειδή το μεγάλο σπίτι ήταν κοντά σε άλλο και υπήρχε κίνδυνος να καή κι αυτό έκαψαν το μικρότερο σπίτι λέγοντας: Ο παπάς είναι μεγαλοιδιοκτήτης. Κατ’ εντολή των ρώτησα τους χωρικούς αν είδαν τους αντάρτες με Γερμανούς και όλοι τους μου είπαν δεν είχαν ιδέα για τίποτα. Σημειωτέον ότι από τα Λακώματα, πράγμα που εν ήξερα, κατήγετο και ο υπαρχηγός του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος, έμπειρος και γενναίος αξιωματικός. Επειδή είμουνα σχεδόν γυμνός παρεκάλεσα τη δασκάλα του χωριού και μου έδωσε μια φανέλα του ανδρός της.
Στις εννέα το πρωί ακολουθήσαμε το πρόγραμμα. Φύγαμε για τη Σποδιάνα. Εκεί όλοι οι άνδρες είχαν εγκαταλείψει το χωριό. Μόνο γυναίκες και ένας γέρων που έκειτο κατά γής και έκανε  ή ήτο ασθενής υπήρχαν. Ερωτηθέντες απήντησαν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα για αντάρτες και Γερμανούς. Προτού αρχίσουν να λένε τους κατετόπιζα γιατί ήλθαν οι Γερμανοί, πόσο θα μείνουν, και τι θα κάμουν αν δεν βρούν τους Γερμανούς και ότι πρέπει να συστήσουν στους αντάρτες να αφήσουν τους Γερμανούς. Έτσι νόμιζα ότι βοηθούσαν τους χωρικούς να μου δώσουν ταυτόσημες απαντήσεις με την ελπίδα να μη πέσω σε αντιφάσεις με τις μοιραίες συνέπειες. Και εδώ αι απαντήσεις ήσαν αι αυταί. Οι Γερμανοί από το ύψος του χωριού με τα οπλοπολυβόλα έβαλον κατά ενός υδρομύλου που βρίσκεται στο βάθος του ξεροπόταμου για να εξακριβώσουν μήπως υπάρχουν αντάρτες. Απέναντι στο δρόμο Πατρών Καλαβρύτων τα γερμανικά μηχανοκίνητα ώργοναν το δρόμο.
Γυρίσαμε μετά το μεσημέρι πάλι στα Λακώματα. Εκεί μας περίμενε ένα τμήμα Γερμανών με ασύρματο. Περνούσε ένα με το μουλάρι του φορτωμένο. Τον διέταξαν να ξεφορτώση το μουλάρι του και φόρτωσαν τον ασύρματο λέγοντας πως σε τρεις μέρες θα του το επιστρέψουν πάλι.
Κατόπιν άρχισε η πορεία προς την κορυφήν του Ερυμάνθου. Πήραμε τη ρεματιά που είχε θάμνους από μικρά αλλά και μεγάλα πλατάνια. Οι Γερμανοί ψάχνοντας τους θάμνους βρήκανε κουτιά από γερμανικές γαλέτες, γερμανικά φυσίγγια. Με χαρά μου είπαν:  από εδώ πέρασαν οι αντάρτες και οι Γερμανοί. Θα τους βρούμε. Σε απόσταση είκοσι μέτρων από το σημείο αυτό συναντούμε ένα τσοπάνο. Εγώ πιστεύοντας ότι όσα μου είπαν στα Λακώματα ήσαν αληθή παρέλειψα να τον κατατοπίσω και όταν τον ερώτησα για τους αντάρτες και για τους Γερμανούς μου απήντησε ότι προς τριών ημέρών ήσαν στο χωριό κατόπιν έφυγαν και δεν ξέρω που τους πήγαν. Τι να κάμω; Να πω ότι ήσαν στο χωριό προ τριών ημερών; Τι θα γινότανε το χωριό που όλοι τους είπαν δεν είχαν ιδέα για τίποτα. Μη έχοντας άλλη διέξοδο είπα πως ο άνθρωπος αυτός δεν ξέρει τίποτα. Τον αφήσαμε και συνεχίσαμε την πορεία προς την κορυφή του όρους. Σκεπτόμενος ότι πιθανόν να έχουμε εμπλοκή με τους αντάρτες προσεπάθησα να μείνω τελευταίος στη σειρά εις την φάλαγγα κατ’ άνδρα πορεία ώστε όταν άρχιζε η εμπλοκή να το σκάσω γιατί οι αντάρτες θα σκότωναν τον οδηγό  και διερμηνέα των Γερμανών πρώτα. Οι Γερμανοί το αντελήφθησαν αυτό και μου είπαν ή πρώτος ή στο μέσον της φάλαγγας. Έτσι πήγα στην αρχή. Προχωρούσα σκυφτός και με τα χέρια πλεγμένα πίσω να φαίνομαι ότι ήμουν δεμένος μήπως γλιτώσω τις πρώτες σφαίρες.
Σε απόσταση 500 μέτρων από την κορυφή βρίσκουμε και άλλο τσοπάνο. Τον κατετόπισα με λίγα λόγια. Ο άνθρωπος με κοίταζε με περιέργεια και πονηριά. Θα σκεπτότανε τι παρίστανα αν και του εξήγησα ότι είμαι όμηρος.
Μείναμε αρκετή ώρα κάτω από τα έλατα ενώ ο ασύρματος εργαζόταν συνέχεια με το κέντρο επιχειρήσεων. Σε μια στιγμή εδόθη η διαταγή. Οι μισοί στρατιώτες θα αναχωρήσουν για το Αλποχώρι και οι άλλοι μισοί με τον ασύρματο θα παραμείνουν στη θέση τους. Ρώτησα τότε τον τσοπάνο. Πώς θα πάμε στο Αλποχώρι. Ευτυχώς ο Θεός τον φώτησε. Στο Αλποχώρι δεν μπορεί να πάμε. Νυχτώνει και θα τσακιστείτε στους βράχους. Να πάτε στο Καλούσι που είναι ομαλότερα τα βράχια και αύριο πάτε στο Αλποχώρι. Υπάρχουν βουνά βράχια και φαράγγια μην πάτε στο Αλποχώρι απόψε. Έτσι αποφάσισαν να πάμε στο Καλούσι. Ο ήλιος άρχισε να δύει. Οι πλαγιές απότομες και σε κάθε βήμα μας κυλούσε και μια μεγάλη πέτρα. Νύχτωσε. Βλέπαμε σε μακρινή απόσταση  αναλαμπές φώτων. Κρατούσαμε πορεία προς την κατεύθυνση αυτή μέσα σο σκοτάδι. Πέτρες και δένδρα μας εμπόδιζαν την ομαλή πορεία. Οι Γερμανοί αραίωσαν και άρχισαν να συνεννοούνται με συνθήματα για να ξέρουν ότι είναι παρόντες. Σε μια στιγμή στο σκοτάδι κάποιος δεν απάντησε στο σήμα. Σταμάτησαν. Έψαξαν. Τον βρήκαν. Ο επικεφαλής άρχισε να τον κτυπά με το όπλο ενώ αυτός ούρλιαζε από τον πόνο. Γιατί και πώς έγινε αυτό ακόμη δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είχε νυχτώσει αρκετά όταν φθάσαμε τα πρώτα φώτα. Ήταν μια καλύβα. Εγώ αμέσως την κατήχηση. Μας δείξανε το δρόμο για το Καλούσι, και κράτησαν το στόμα τους κλειστό αφού τους εξήγησα ότι αν έλεγαν κάτι εναντίον των ανταρτών και το μάθαιναν οι αντάρτες τους περίμενε κακός θάνατος.

Περπατήσαμε κάμποσο και το φεγγάρι άρχιζε σιγά σιγά να βγαίνει. Σε μια στιγμή βλέπω τους Γερμανούς να τρέχουν και να καταδιώκουν κάτι. πιάνουν ένα μουλάρι χωρίς τον οδηγό του. Ήταν φορτωμένο με καρβέλια. Να μου λέγουν ότι αυτό πήγαινε στους αντάρτες. Προσπάθησα να τους πείσω ότι το καλοκαίρι οι χωρικοί μένουν στα χωράφια τους που είναι μακριά από το χωριό και έτσι είναι αναγκασμένοι να κάνουν εφοδιασμό για μια εβδομάδα και πλέον. Πήρανε το μουλάρι και προχωρώντας φθάσαμε στη παρυφή του χωριού στο πρώτο σπίτι.  Μια γυναίκα ήταν στην πόρτα ενώ 4-5 παιδιά παίζανε μπροστά από αυτή. Σταματήσαμε. Εγώ το βιολί μου, είπα τα γνωστά. Όταν άκουσαν τα παιδιά ότι οι ένοπλοι είναι Γερμανοί άρχισαν να κλαίνε. Γιατί κλαίνε με ρώτησαν οι Γερμανοί. Φοβούνται τους λέω. Να μην φοβούνται. Δεν έχουμε τίποτα με τον κόσμο. Τους Γερμανούς θέλουμε που έχουν οι αντάρτες. Όταν είπα πως οι Γερμανοί θέλουνε τον Πρόεδρο η γυναίκα μου απάντησε: Ποιον θέλετε τον παλιό ή τον καινούργιο (Τον ανταρτοπρόεδρο). Για να μην φέρω τον νέο Πρόεδρο σε δύσκολη θέση είπα τον παλιό. Ο παλιός λέγει η γυναίκα λείπει από το χωριό. Κατόπιν ρώτησα κατ’ εντολήν των πού είναι το σπίτι του Παπά. Τραβάτε ίσια είπε η γυναίκα, είναι ένα μεγάλο σπίτι. Έτσι ακολουθήσαμε την πορεία προς τα εκεί. Σε λίγα μέτρα αριστερά του δρόμου βλέπουμε δύο σκιές πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Πλησιάζω, βλέπω μια κυρία με ένα νεαρό κορίτσι. Όταν βρέθηκα κοντά μού έκανε εντύπωση η αμφίεσίς τους. Ερωτώ την κυρία: είσθε από εδώ. Όχι μου λέγει, είμαι από την Πάτρα. Βλέπουσα σκιές οπλοφόρων νόμισε ότι είναι αντάρτες. Είμαι η γυναίκα του υπαρχηγού του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, Συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλου. Εδώ Γερμανοί κυρία μου της λέγω. Πωπω μαμάκα μου λέγει η κόρη της. Μη φοβείσθε τους λέγω, είμαι άνθρωπος δικός σας, είμαι από το Μάνεσι των Καλαβρύτων. Λέγομαι έτσι. Τους είπα όλα τα γνωστά. Τους συνέστησα να φύγουν αμέσως από το χωριό. Να ειδοποιήσουν τον Συνταγματάρχη να αφήσουν τους Γερμανούς ελεύθερους γιατί οι Γερμανοί είναι αποφασισμένοι να βομβαρδίσουν τα χωριά με τα στούκας που ευρίσκονται στον Άραξο, θα κάψουν χωριά και θα σκοτώσουν αθώους ανθρώπους. Να φύγετε αμέσως. Οι Γερμανοί περίμεναν την επιστροφή μου. Τους είπα ότι η κυρία είναι από την Πάτρα και ήλθε με την κόρη της να περάσουν δυο, τρεις ημέρες λόγω του καύσωνος που είναι στην πόλη. Έτσι ξανασυνεχίσαμε το δρόμο μας για το σπίτι του Παπά. Πιο πάνω δεξιά είδαμε ένα μεγάλο σπίτι. Νόμισα ότι ήταν του Παπά και ανέβηκα επάνω με τρεις Γερμανούς. Μέσα είσαι ένα μετρίου αναστήματος άνδρα που μου συνεστήθη ως δάσκαλος του χωριού. Στο πάτωμα ήταν ξαπλωμένη μια νεαρά γυναίκα. Μου είπε ότι είναι η σύζυγός του και ότι εγέννησε προς τριών ημερών. Τα μεταβίβασα αυτά στους Γερμανούς. Ρώτησε για τους στρατιώτες. Είναι Ιταλοί μου λέγει. Όχι του λέγω είναι Γερμανοί. Διεβίβασα αυτός εις τους Γερμανούς οι οποίοι με στόμφο είπαν: Είμαστε Γερμανοί. Ρώτησε για τους αντάρτες μου είπαν. Ο δάσκαλος άρχισε να μου λέγει ότι προ δύο ημερών ήσαν στο χωριό και ότι το οπλισμό τους τον έχουν στον Αγιάννη. Τις λες δάσκαλε του λέω. Τι είναι αυτά που λες. Αν μάθουν οι αντάρτες αυτά που λες θα σε γδάρουν ζωντανό. Τα έχασε. Θα λες ότι δεν ξέρω τίποτα το συγκεκριμένο. Γυρίζουν την νύχτα βγάζουν λόγους και εξαφανίζονται αυτά θα λέτε. Του έκανα κατήχηση και εξηγούσα στους Γερμανούς ότι οι κάτοικοι του χωριού είναι φιλήσυχοι. Ο δάσκαλος ήταν πια σαστισμένος. Ποιος ήμουν εγώ και τι ρόλο έπαιζα. Οι Γερμανοί είπαν ότι θα έμεναν το βράδυ στο σπίτι του αλλά θέλουν να δουν τον Παπά. Μου έδειξε το σπίτι και τραβήξαμε για εκεί.
Ήταν πιο μεγάλο σπίτι από εκείνο του δασκάλου και μας υπεδέχθη, τρόπος του λέγειν, η παπαδιά και μια ηλικιωμένη κυρία, ίσως η μητέρα της ή πεθερά της. Ζητήσαμε τον Παπά. Μου είπαν είναι στα κτήματα και πιθανόν να έλθει απόψε ή αύριο το πρωί. Η παπαδιά έφερε μέλι και οι Γερμανοί πεινασμένοι έτρωγαν μέλι και τα καρβέλια που πήραν από το μουλάρι. Τέτοιο μέλι έλεγαν δεν υπάρχει ούτε στο Βερολίνο.
Τους είπα ότι πρέπει να μεριμνήσω για συσσίτιο και ευχαρίστως δέχθηκαν την πρότασή μου. Έτσι βρήκα την ευκαιρία και πήγα στο μαγειρείο έξω και είπα στην ηλικιωμένη κυρία ποιος είμαι, πώς λέγομαι και τα  ήδη γνωστά. Συνέστησα δε να έλθει ο παπάς να δούμε τι θα κάνουμε. Πράγματι ήλθε ο παπάς και μου είπε: Πίστεψα σ’ αυτά που μου διαβίβασες. Αν δεν πίστευα ας καίγανε το δικό μου σπίτι πρώτα.
Ενώ το προηγούμενο βράδυ στα Λακώματα με έβαλαν να κοιμηθώ σ’ ένα ξεχωριστό δωματιάκι σήμερα με έβαλαν στη μέση της ομάδος. Επειδή το σπίτι του παπά ήταν κάτω από ένα μικρό ύψωμα με θάμνους έβαλαν καλή φρουρά γύρωθεν. Η άλλη ομάδα με τον ασύρματο ξενύχτησε στο βουνό.
Πριν τα μεσάνυχτα εδόθη το σύνθημα του συναγερμού. Με ξυπνούν. Το δωμάτιο φώτιζε ένα καντήλι με λάδι. Φέρνουν ένα άτομο με γερμανικό πηλίκιο, γερμανική στολή και γερμανικό όπλο. Ρώτησέ τον μου λέγουν πού βρήκε τα όπλα. Ο άγνωστός οπλοφόρος μού είπε ότι τα πήρε από το οπλοστάσιο των ανταρτών στον Αγιάννη. Εγώ μετέφρασα ότι τον επεστράτευσαν οι αντάρτες και του έδωσαν και τον οπλισμό. Πού είναι οι αντάρτες τώρα ήτο η επόμενη ερώτησις. Δεν ξέρω απάντησε. Αμέσως τον τράβηξαν έξω και σε δευτερόλεπτα τον γάζωσαν με τα αυτόματα. Όταν γύρισαν μέσα μού είπαν: ξέρουμε ότι θα στεναχωρηθείς που σκοτώσαμε έναν Έλληνα αλλά διαταγή του Φύρερ όποιος φέρει όπλα εναντίνον των Γερμανών να σκοτώνονται επί τόπου. Είμαστε Γερμανοί δεν είμαστε Ιταλοί και εμείς οι λίγοι είμαστε ικανοί να τα βάλουμε με μία μεραρχία. Από τη στιγμή εκείνη μέχρι το πρωί τα πολυβόλα και οι χειροβομβίδες δεν έπαψαν ούτε λεπτό. Έβαλον προς όλας τα κατευθύνσεις. Τραβώντας τον άγνωστο στο προαύλιο προς εκτέλεση αυτός φώναζε: κύριε διερμηνέα τα παιδιά, τα παιδιά μου. Θα σας πω να τους πιάσετε τους αντάρτες. Σκέφθηκα: Αφού ήτο διαταγή του Φύρερ ούτως ή άλλως θα τον σκότωναν. Τουλάχιστον τώρα οι Γερμανοί δεν ξέρουν τίποτα για τους αντάρτες ούτε ότι ήσαν στο χωριό προ δύο ημερών. Οι Γερμανοί ξανακοιμήθηκαν σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Κανείς στη θέση μου δεν θα μπορούσε να κλείσει μάτι όσο κουρασμένος και να ήταν. Το ίδιο έπαθα κι εγώ.
Χάραξε. Ήθελα να πάω να ουρήσω. Παίρνω τα παπούτσια μου με τρεμάμενα χέρια. Προσπαθώ να τα φορέσω. Έτρεμα όλος. Τότε κατάλαβα πως οι άνθρωποι κατουριούνται από φόβο. Δεν κατουρήθηκα αλλά έφθασα κοντά σ’ αυτό. Οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι ξύπνησα και με ρωτούν πού πας; WASSERLASSEN τους λέω. Να κατουρήσω. Με συνόδεψαν δύο Γερμανοί ένοπλοι μέχρι το προαύλιο όπου είδα και τον νεκρό γαζωμένο από τις σφαίρες.
Σε λίγο ήλθε και ο παπάς. Του είπα τα διατρέξαντα. Σαν την αμαρτία έπεσε απάνω τους μου λέγει. Τα πολυβόλα είχαν σταματήσει γιατί η μέρα είχε προχωρήσει. Κατά τις δέκα ή ώρα έφθασε και άλλη ομάδα με τον ασύρματο. Μέναμε εκεί χωρίς να ξέρω τι μέλλει να γίνει. Πλησίαζε μεσημέρι. Ιδού ένας πολίτης εκ Πατρών, αν δεν κάνω λάθος δικηγόρος, με γυαλιά, ξεχνώ τώρα το όνομά του, ήλθε συνοδεύων τους Γερμανούς που κρατούσαν αιχμάλωτοι οι αντάρτες. Ο ένας ήτο αν θυμούμαι καλά το όνομά του ο Συν/ρχης Φον Χέγκελ. Καταλαβαίνει κανείς τη χαρά των Γερμανών. Ο συνταγματάρχης απευθυνόμενος σε μένα μου είπε εις άπταιστο Ελληνική. Σε παρακαλώ διάβασέ μου αυτό το γράμμα που μου έδωσαν οι αντάρτες, είναι πολύ κακογραμμένο, δεν μπορώ να το διαβάσω. Έλεγαν θα τους νικήσουν. Κατάλαβα ότι η αποστολή μου σταμάτησε. Δεν ήτο δυνατόν να κάμω τίποτα πλέον. Το παιχνίδι μου τέλειωσε οριστικά. Κανείς πλέον δεν ενδιαφέρετο για μένα εάν υπήρχον ή όχι. Έτσι καθόμουν σε μιαν άκρη αναμένοντας. Δεν κράτησε όμως πολύ η ησυχία μου. με κάλεσαν και μου είπαν ότι πρέπει να εορτάσωμεν την επιστροφή των συντρόφων μας θέλουμε δύο χοιρινά. Κάλεσα τον παπά, τον καλό αυτόν άνθρωπο που μου έδινε κουράγιο στην προσπάθειά μου και του είπα την αξίωσή τους. Ο παπάς μου είπε: Πού να βρούμε τώρα γουρούνια και με τι λεπτά. Πες για προβατίνες. Μπορούμε να έχουμε τρεις. Το διαβίβασα αλλά οι Γερμανοί ανένδοτοι. Είχαμε τις πληροφορίες ότι εδώ υπάρχουν αντάρτες και να η απόδειξις πίασαμε έναν αντάρτη με γερμανικό όπλο. Τότε είπα στο παπά τα ακόλουθα λόγια:Πάτερ σ’ όλους τους κινδύνους η Εκκλησία στάθηκε στο πλευρό του λαού. Να πας στην Εκκλησία να πάρεις χρήματα ν’ αγοράσει τα χοιρινά και όταν με το καλό απαλλαγούμε από τους Γερμανούς να διηγηθείς τα διατρέξαντα στους συγχωριανούς σου και να ζητήσεις ο κάθε ένας να δώσει τον οβολό του για να τακτοποιηθεί το Ταμείον της εκκλησίας. Τούτο και εγένετο. Οι Γερμανοί έφαγαν καλά. Εγώ στην άκρη μου αναμένοντας τα μελλούμενα. Σε λίγο με κάλεσαν: Πού είναι αυτή η κυρία από την Πάτρα με την κόρη της; Είπα ότι φοβήθηκαν και έφυγαν για την Πάτρα και ειδοποίησα τον παπά να την φυγαδεύσει αμέσως, αλλά ο παπάς με βεβαίωσε ότι είχε ήδη εγκαταλείψει το χωριό από το βράδυ.
Αφού φάγανε εδόθη το σύνθημα της αναχωρήσεως. Είχαμε κατεβεί καμιά διακοσαριά μέτρα προς τον κάμπο όταν ένας αξιωματούχος αντελήφθη ότι ξέχασε το πορτοφόλι του. Σταμάτησε όλη η φάλαγγα. Το βρήκε και συνεχίσαμε την πορεία μας προς το Σταροχώρι. Είμαστε τυχεροί διότι είχαμε απομακρυνθεί από το Καλούσι αρκετά και είμαστε εκτός βολής των όπλων των ανταρτών διότι ο Συν/χης Ανδρικόπουλος είχε κινήσει από το Αλποχώρι με όλη τη δύναμή του με πρόθεση να δώσει μάχη με τους Γερμανούς. Η τοποθεσία που ήταν το σπίτι του παπά ευνοούσε πολύ μια επίθεση.
Στο Σταροχώρι μας περίμεναν όλα τα μηχανοκίνητα με εστραμμένα  τα πολυβόλα προς το Καλούσι. Ευνόητο είναι ότι επικράτησε μεγάλη ευφορία μεταξύ των Γερμανών.
Ο ομαδάρχης της ομάδος ασυρμάτου με πλησίασε και μου είπε ότι πωλούσε το μουλάρι που πήρε από τα Λακώματα στους Σταροχωρίτες αλλά δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους. Τον επετίμησα λέγοντας: Σεις οι Γερμανοί είσθε υπερήφανοι για το λόγο σας. Τώρα θέλεις να πωλήσεις το μουλάρι που υποσχέθηκες να το επιστρέψεις σε τρεις μέρες; Θα το πω στον διοικητή σου. Αυτός αγρίεψε και δεν άργησα να καταλάβω ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν πολλά λεφτά και κανόνισα μια τιμή – την αξία δύο προβατίνων. Εξήγησα στον αγοραστή ότι δέον να επιστρέψει το ζώον στον κάτοχό του διότι τον αναμένει άσχημο τέλος. Ευχαρίστως ο Λακωματίτης το έδινε το μικρό ποσό για να πάρει πάλι το ζώο του. Έτσι έκλεισε και αυτή η πληγή.
Αργά το απόγευμα ξεκινήσαμε για την Πάτρα. Φθάσαμε στην Πλατεία Γεωργίου. Οι Γερμανοί έβαλαν όλα τα μηχανοκίνητα επί της Πλατείας, τα ευθυγράμμισαν και εδόθη το σύνθημα να σταματήσουν όλες οι μηχανές ταυτοχρόνως. Ήμουνα τόσο εξαντλημένος ψυχικώς και σωματικώς που κοιμήθηκα μέσα στο μηχανοκίνητο συνεχώς μέχρι της επομένης πρωίας.
Το πρωί ξύπνησα με την έννοια και τώρα τι γίνεται; Σε λίγο οι Γερμανοί βάζουν εμπρός στις μηχανές. Πού πάμε του ρωτώ. Στην Καλαμάτα μου απαντούν. Άρχισα τότε να σκέπτομαι πώς και πού θα αποδράσω.
Φθάσαμε στις Ιτιές. Σταματήσαμε. Η θάλασσα λάδι. Οι Γερμανοί τη ζήλεψαν. Γδυθήκανε για μπάνιο. Ρίξανε χειροβομβίδες για ψάρια. Φάγανε και εγώ ήμουν βυθισμένος στη σκέψη πώς θα αποδράσω.
Στη μία η ώρα με πλησιάζει ο ψηλός αξιωματικός που με είχε αγριοκοιτάξει στο Μάνεσι και μου λέει: Σε λίγο αυτοκίνητο θα σε πάει στο χωριό σου. Τον ευχαρίστησα αλλά η καρδιά μου ήταν τόσο κουρασμένη που ούτε καν χάρηκα. Το άκουσα σχεδόν αδιάφορα νομίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί. Αλλά έπειτα από λίγο μου λέγουν να ανεβώ στο αυτοκίνητο της επιστροφής. Ευχαρίστησα το θεό γιατί θα γύριζα στο σπίτι μου. Ήταν ένα θωρακισμένο. Μπροστά ο οδηγός και δύο στρατιώτες. Πίσω εγώ. Στο αυτοκίνητο υπήρχαν πολυβόλα, χειροβομβίδες, όλμοι και ό,τι χρειάζεται μια μάχη.
Φθάσαμε στο Μανεσέικο στις πρώτες στροφές που βλέπει κατά το Μπούμπουκα. Ζούσα με την αγωνία μήπως βρεθεί κανένας αντάρτης και ρίξει καμιά τουφεκιά. Έκανα διαρκώς την προσευχή μου. Τους παρακάλεσα να σταματήσουν διότι η απόσταση από το χωριό ήταν μικρή, τους είπα, και θα πήγαινα με τα πόδια. Έτσι κατέβηκα.
Πλησιάζοντας το χωριό ακριβώς πάνω από το αμπέλι μας στο δρόμο συναντώ κάποιον από το χωριό, δεν θυμάμαι τώρα ποιος ήταν. Σε άφησαν οι Γερμανοί μου λεει. Πού να τοξέρε η μανούλα σου μου λέει. Τι συμβαίνει του λέω, η μάνα μου δεν είναι καλά; Όχι καλά είναι, μου απαντά, αλλά ανησυχεί για σένα.
Γύρισα σπίτι μου και με δάκρυα είδα τη μάνα μου και τα αδέλφια μου. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Οι χωριανοί δεν τέλειωναν να με ρωτούν για την περιπέτειά μου.
Επειδή είχαμε συχνές επιδρομές των Ιταλών και των Γερμανών στο χωριό, επειδή από εκεί περνούσαν τα αυτοκίνητα τους, μέναμε σχεδόν μονίμως στο χωράφι μας στη «Μήχνη».
Μια μέρα, τρεις μέρες περίπου μετά την περιπέτειά μου με τους Γερμανούς, καθόμαστε το μεσημέρι στο μεγάλο πλάτανο, κάτω από τον οποίο βγαίνει νερό, για φαγητό. Απέναντι ο δρόμος που έρχεται κανείς από τη Βλασία για την Κέρτεζη και τα Καλάβρυτα. Σε μια στιγμή βλέπω ένα αντάρτη να κατεβαίνει στο δρόμο και να πλησιάζει σε μας. Βασίλη του φωνάζω. Γιώργο μου απαντά. Ήταν ο παλιός μου φίλος και συμφοιτητής μου Βασίλειος Σπηλιόπουλος από την Πάτρα, λογιστής στη καλτσοποιία του Ηλιόπουλου. Πού πας Βασίλη; Πάω στο αρχηγείο στην Κέρτεζη για σένα. Διαταγή του Βλάση του Ανδρικόπουλου. Του είπε η γυναίκα του ότι έσωσες εκείνη και την κόρη των από τους Γερμανούς. Θέλει να τους πληροφορήσω επίσημα γι’ αυτό μήπως κανένας καλοθελητής διαστρέφοντας τα γεγονότα θελήσει να σου κάνει κακό.
Μετά από ένα μήνα ο Συνταγματάρχης πέρασε με το Σύνταγμά του από το χωριό μας. Με αναζήτησε και με βρήκε. Παράταξε τους αντάρτες του στην Πλατεία του χωριού σε σχήμα Πι με πήρε από το χέρι, με έφερε στο μέσον και είπε: Συναγωνιστές σας παρουσιάζω το σωτήρα της οικογένειάς μου. Του απάντησα ότι δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το καθήκον μου προς την Πατρίδα.
Αυτό είναι το τέλος μιας περιπέτειας εκ των αρκετών που είχα μόνος μου ή μαζί με άλλους στα χρόνια της κατοχής.
Τώρα έπειτα από 54 χρόνια ξανασκέπτομαι. Τι θα συνέβαινε εάν η σύζυγος και η κόρη του ηρωϊκού Συνταγματάρχη, Υπαρχηγού του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου έπεφτε στα χέρια των Γερμανών; Τι τους έμελλε να τραβήξουν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων; Πώς θα το άντεχε ο ηρωϊκός Συνταγματάρχης; Τι αντίκτυπο θα είχε στον αγώνα αυτή η οικογενειακή του καταστροφή; Και ποιος θα πίστευε πώς εγώ έκανα ό,τι μπορούσα; Τι έμελλε να πάθουν εγώ και η οικογένειά μου;
Βραδύτερον όταν ο αρχηγός του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου Μίχος ήλθε στο Μάνεση , ήλθε σπίτι μου. Με γνώριζε άλλωστε και επανειλημμένως είχαμε συζητήσει για το αντάρτικο. Με ρώτησε να του πω την ιστορία με κάθε λεπτομέρεις. Δεν έχασα την ευκαιρία να του πω πως ο απελευθερωτικός αγώνας πήρε άσχημο δρόμο και ότι θα πάει φυλακή. Η απάντησή του ήταν: Μια φορά μπήκε ο Κολοκοτρώνης φυλακή.
Δυστυχώς, η πρόβλεψή μου ήταν ακριβής.

Γεώργιος Δ. Αθανασόπουλος.



Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου...

Μια ζεστή μέρα του Ιούλη συντροφιά με τον ποιητή των τραγουδιών...





Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν’  ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Και τότε θα  ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων




Γι’  αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’  αυγά τους
Και τόνε κλαίνε κι αυτές
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι
Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!

Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Η όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.

Μόνο τα βόδια των Αχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.

Πετάτε τους νεκρούς είπ’  ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα  χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα  χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ  το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα  ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.




Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.
Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα  ‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς χρονογράφους.

O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να  ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς να  ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ’  Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Πηγή υλικού
Νίκος Γκάτσος, Αμοργός, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1997

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Μπάλος, ένας χορός ελληνικής καταγωγής...!

Αποτέλεσμα εικόνας για μπαλος χορος
Χορέψετε χορέψετε
τα νιάτα να χαρείτε
γιατί σε τούτο τον ντουνιά
δε θα τα ξαναβρείτε

Δώσ’ τε του χορού να πάει
τούτη η γης θα μας εφάει
τούτη η γης θα μας εφάει
δώσ’ τε του χορού να πάει

Όσοι έχουνε καλή καρδιά
και τακτικά γλεντούνε
μονάχα αυτοί τον ψεύτικο
τον κόσμο θα χαρούνε

Τούτη η γης που την πατούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε
τούτη η γης που την πατούμε

Χορέψετε χορέψετε
παπούτσια μη λυπάστε
μα εκείνα ξεκουράζονται
τη νύχτα που κοιμάστε

Δώσ’ τε του χορού να πάει
τούτη η γης θα μας εφάει
τούτη η γης θα μας εφάει
δώσ’ τε του χορού να πάει

Μπάλος - Χορέψετε Χορέψετε

Ο Μπάλος είναι ένας χορός ελληνικής καταγωγής με πανάρχαια ελληνικά στοιχεία κι ένας από τους πιο γνωστούς ελληνικούς λαϊκούς νησιώτικους χορούς στην Ελλάδα. Η λέξη μπάλος στα λατινικά είναι δανεισμένη από την ελληνική γλώσσα, προερχόμενη από το ελληνικό ρήμα βαλλίζω.
Η μελωδία του μπάλου είναι γενικά χαρούμενη και λυρική το οποίο είναι χαρακτηριστικό της μουσικής των νησιών του Αιγαίου. Αυτός ο χορός χορεύεται συνήθως από ζευγάρια κι ενσωματώνει όλα τα στοιχεία του φλερτ.
Οι άνδρες παλιότερα δεν μπορούσαν να πλησιάσουν εύκολα τις γυναίκες και με τον μπάλο μπορούσαν να «φλερτάρουν» μαζί τους. Υπάρχουν διάφορες μορφές του μπάλου γύρω από τα νησιά. Η απλούστερη είναι εκείνη κατά την οποία ένα ζευγάρι περνά μέσα από μια σειρά από αυθόρμητες μορφές. Σε μιαν άλλη εκδοχή πολλά ζευγάρια χορεύουν ταυτόχρονα σαν μόνα τους επάνω στην πίστα. Μιαν άλλη εκδοχή είναι όταν εισάγεται κι ο Συρτός. Τέλος, στην πιο περίπλοκη μορφή του, όταν ένας αριθμός ζευγαριών κάνουν συγχρονισμένα διάφορες έντονες χορευτικές φιγούρες.
Ένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του μπάλου και στη Μικρά Ασία είναι το Τί σε μέλλει εσένανε ;
Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΤΙ ΣΕ ΜΕΛΕΙ ΕΣΕΝΑΝΕ, 1927, ΜΑΡΙΚΑ ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ


Μπάλος Νάξου Δόρα Στράτου 2013

Συρτός-Μπάλος, Πάρος (Χοροστάσι 2014)

Κυκλάδες - Μπάλλος (Πηδηχτός και Κύθνου)

Μπάλος - ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΜΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑ ΝΗΣΙΑ 2011

Πάριος-Μάουκας (Θα Πάρω Μια Ψαρόβαρκα) (ΤΑ ΝΗΣΙΩΤΙΚΑ 1982