Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Μαρία Πολυδούρη

 
 
 




«Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική»








Κοντά σου
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι άνεμοι,
κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη,
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
 
 
Μουσική Νότης Μαυρουδής, Φωνή Σοφία Βόσσου

Κοντά σου η σιγαλιά σαν γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σαν λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σαν χνούδι
σαν χάδι, σαν δροσούλα, σαν πνοή.

 

Η Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα, 1 Απριλίου 1902 - Αθήνα, 29 Απριλίου 1930) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής.

Βιογραφία

Ήταν κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια.
Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές — τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921) — και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.
Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Χριστομάνου.



Έργο

Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920 που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ο Κώστας Σεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη:
Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία [...] Γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση.
Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. Έκτοτε επανακυκλοφόρησαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο Βρέχει φως. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασικοί, έντεχνοι και ροκ — ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Αρκομάνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και τα συγκρότηματα «Πληνθέτες» και «Ηλιοδρόμιο» καθώς και ο μουσουργός Νίκος Φυλακτός σε έργα με φωνή και πιάνο.



Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
Μουσική:Βασίλης Δημητρίου, Ερμηνεία:Μάγδα Πένσου

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.


Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.


Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Βιογραφικά στοιχεία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Ανέκδοτα ποιήματά της από users.uoa.gr

ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.

Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.

Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.

Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούριας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο


ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.

Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.

Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ὅταν ἡ σιγαλιὰ πλατιὰ θ᾿ ἁπλώση
στὸν κῆπο μου τὴ νύχτα, βροχερὸ
τὸ σύννεφο τὸν οὐρανὸ θὰ στρώση
σὲ μαῦρο θόλο πάνω του ἱερό.

Θὰ γύρουνε στὸ μυστικὸ σκοτάδι
τὰ δέντρα, οἱ θάμνοι, ἀργὰ τὴν κεφαλὴ
κ᾿ εὐλαβικὰ θὰ ψάλλουν ἔτσι ὁμάδι
τὴ θλιβερὴ στερνή τους προσευχή!

Ἔλα καὶ μεῖς μαζὶ τὴν προσευχή μας
στερνὴ φορὰ νὰ ποῦμε. Θ᾿ ἀκουστῆ
στὴ σιγαλιὰ παθιάρικη ἡ φωνή μας,
θ᾿ ἀντιλαλήση ὁ θόλος θὰ σπαστῆ,

τὸ σύννεφο θὰ κλαίη, θὰ κλαῖμε ἀντάμα,
θ᾿ ἀκολουθάη τῶν δέντρων ὁ ψαλμὸς
λυπητερὸς τὸ σιγαλό μας κλάμα
καὶ θὰ πυκνώνη ἡ σκοτεινιὰ χαμός.

Οὔτε ἀπ᾿ ἀστέρι λάμψη δὲ θὰ πέση,
τῆς Μοίρας δὲ θὰ δοῦμε τὴ μορφὴ
κ᾿ ἐνῶ τὰ χέρια χώρια θὰ μᾶς δέση,
τὰ χείλη μας θὰ λὲν τὴν προσευχή.



[ΚΑΙ ΣΤΑΘΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ...]

...........................................................................
Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ

Θυμᾶμαι τώρα ... Οἱ θύμησες πλημμύρες ποὺ μὲ πνίγουν,
ἄνεμος, σκοτεινιά.
Τὰ λόγια ἀνθοὺς τὰ μάδησες, μὰ τώρα αὐτὰ μοῦ ἀνοίγουν
κακὲς πληγὲς βαθιά.
Οὔτε σκιά, οὔτε ὄνειρο ἔτσι ποὺ νὰ διαβαίνη
γοργὰ πρὸς τὸ χαμό.
Καπνὸς ἡ ἀγάπη. Σύννεφο, τὰ λόγια σου, μοῦ ραίνει
σταγόνες τὸν καημό.
Τώρα σαπίζουν μέσα μου πρώιμες οἱ πληγές μου.
Ἡ θύμηση ἀσπασμὸς
προδοτικός, νὰ μοῦ γελοῦν κρυφὰ κάποιες στιγμές μου
ν᾿ αὐξαίνη ὁ ἀπελπισμός!

Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.
Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.
Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.
Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.


 

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Κώστας Κρυστάλλης, ο ποιητής και πεζογράφος της Νέας Αθηναϊκής σχολής


 

Στὸ Σταυραητό

Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.



Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!


Ὁ Κώστας Κρυστάλλης, γράφει ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ἦτο γνήσιος καλλιτέχνης. Δὲν ἔγραψε μίαν σελίδα, μίαν γραμμὴν χωρὶς τὴν σφραγῖδα τῆς ἰδιοφυοῦς ψυχῆς του. Καὶ τὰ πεζά του καὶ τὰ ἔμμετρα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ εἰς ἁπλὴν καὶ ἀνεπιτήδευτον καθαρεύουσαν γραμμένα - διότι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ ποιητὴς δὲν εἶχε κατανοήσει ὅτι αἱ λαϊκαί του ἐμπνεύσεις παντοῦ καὶ πάντοτε, μόνον διὰ τῆς λαϊκῆς γλώσσης, ἦτο δυνατὸν ν᾿ ἀποδοθοῦν καὶ ἐταλαντεύετο ζητῶν τὸν ἀληθῆ δρόμον, ὅπως ὁ ἀεροπόρος πρὶν ἀναλάβει τὴν πρὸς τὰ ὕψη πορείαν- ὅλα μαρτυροῦν ὅτι ὁ Κρυστάλης ἔβλεπε καὶ ἠσθάνετο βαθέως, εἰλικρινῶς, ἀνθρωπίνως, ἄνευ τῆς μεσολαβήσεως ξένων ἀναγνωσμάτων, ἀπηλλαγμένος πάσης μιμήσεως, παντὸς ψιττακισμού.

Ο Κώστας Κρυστάλλης ή Κρουστάλλης (1868-1894) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος της Νέας Αθηναϊκής σχολής.


Βίος

Ο Κώστας Κρουστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868, όπου και έζησε μέχρι τα δώδεκα. Ο πατέρας του, Δημήτρης Κρυστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων του Συράκου, με έδρα τα Ιωάννινα, σε όλη την Ήπειρο. Μητέρα του ήταν η Ιωάννα Ψαλλίδα και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, ενώ ο ίδιος ήταν πρωτότοκος. Τα στοιχειώδη γράμματα τα μαθαίνει στο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1880 γράφτηκε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.Την ίδια χρονιά η μητέρα του πεθαίνει.Φοιτά στις τέσσερις τάξεις του Ελληνικού Σχολείου της Ζωσιμαίας και στην Α΄τάξη του Γυμνασίου, οπότε και έμεινε επανεξεταστέος, στα 1885. Διακόπτει και αυτό σχετίζεται μάλλον με την ασθενική του υγεία. Κατ΄άλλους βιογράφους του, ο πατέρας του τον χρησιμοποίησε υπάλληλο στο μαγαζί του. Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη[5]. Στην Αθήνα άλλαξε το οικογενειακό του όνομα σε Κρυστάλλης. Στην Αθήνα εργάστηκε αρχικά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και παράλληλα δημοσίευε ποιήματα. Το 1891 προσλήφθηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με τη διεύθυνση του περιοδικού. Έπειτα διορίστηκε ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής του είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα, όπου έμενε η αδερφή του.

Έργο

Τα πρώτα του ποιήματα, Αι Σκιαί του Άδου(1887), με το οποίο εξυμνεί τους αγωνιστές του 21' και Ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου ( αρχές του1890), είχαν επικό χαρακτήρα, με επίδραση από τον Βαλαωρίτη. Αντιθέτως, με τις δύο ποιητικές συλλογές του που δημοσιεύτηκαν τα επόμενα χρόνια, εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της Νέας Αθηναϊκής σχολής: επίδραση από το δημοτικό τραγούδι, λαογραφική θεματολογία. Η πρώτη του συλλογή, Αγροτικά ( Μάιος του 1891), πήρε έπαινο στο Δεύτερο Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό αφού το βραβείο το κέρδισε το πεζογράφημα του Κωστή Παλαμά <<Τα Μάτια της Ψυχής μου>>. Η δεύτερη και τελευταία συλλογή του, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893), διακρίθηκε παίρνοντας καί αυτό έπαινο επίσης στον φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. ενώ το βραβείο το κέρδισε το ποίημα του Γεωργίου Στρατήγη «Έρως καί Ψυχή». Το πεζογραφικό του έργο (συγκεντρωμένο στον τόμο Πεζογραφήματα), συμβαδίζει με το κλίμα της πεζογραφίας της γενιάς του 1880: δημοτική γλώσσα, ηθογραφία, καλλιέργεια του διηγήματος.

Το λαογραφικό του έργο

Ασχολήθηκε επίσης με τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού:ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις. Το πρώτο του πεζογράφημα ήταν το "Vie De Montage" πού το εξέδωσε στο Παρίσι το 1895 με το οποίο σατυρίζει τα ελληνικά πολιτικά έθιμα ενώ έδινε και σκηνές από την ληστοκρατία στην Ελλάδα.Η ενασχόλησή του αυτή αποτυπώνεται σε άρθρα του, όπως στους Γ'και Δ΄τόμους του Ἐγκυκλοπαιδικού Λεξικού των Μπαρτ και Χίρστ (1892 και 1893), όπου δημοσίευσε πενήντα οχτώ ηπειρωτικά άρθρα. Επίσης σε αφηγηματικά πεζογραφήματά του, διηγήματα, όπως Ο Γάμος της στάνης όπου περιγράφει τα γαμήλια έθιμα στα τσελιγγάτα Ηπειρωτικής περιοχής με παράθεση σχετικών τραγουδιών, ή το διήγημά του Το πανηγύρι της Καστρίτσας, το οποίο περιέχει εκτενείς ενδυματολογικές πληροφορίες ή πάλι, με πιο ειδικές εργασίες του, όπως, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Γραμμενοχώρια, Τρεις Δρακολίμναι επί των κορυφών της Πίνδου. Ενώ και στις Σημειώσεις του νεανικού ποιήματός του Ἀι σκιαί του Άδου και στις επιστολές του προς φιλικά του πρόσωπα.


Οι επιδράσεις που έχει δεχθεί είναι από το Δημοτικό τραγούδι, έργα κλασικών ποιητών ὀπως του Ομήρου, τον Ερωτόκριτο, συγχρόνους του, όπως τον Βαλαωρίτη, τον Ζαλοκώστα, τον Βηλαρά, τους ρομαντικούς της Αθηναϊκής Σχολής , όπως του Αχιλλέα Παράσχου.

Κριτική

Την εποχή που όλοι εκθείαζαν τα τραγούδια του, ο Ξενόπουλος είχε ήδη διαγνώσει και επισημάνει τη μεγάλη σημασία του πεζογραφικού έργου του «ποιητή του βουνού και της στάνης». Ο Κρυστάλλης δεν είναι μόνον ο πρώτος που έγραψε στη δημοτική, ενώ ακόμα όλοι οι άλλοι αλληθώριζαν προς την καθαρεύουσα, παραπαίοντας ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Μέσα στα ελάχιστα χρόνια που έζησε, πρόλαβε να μας δώσει κάποια δείγματα γραφής που φανερώνουν τον γεννημένο πεζογράφο. Στα διηγήματα του ο Κρυστάλλης είναι πληθωρικός, βιάζεται να τα πει όλα, σαν να προαισθάνεται πως δεν υπάρχει γι' αυτόν πίστωση χρόνου - η τόσο απαραίτητη για τη δουλειά ενός πεζογράφου. Η ζωντάνια του στις περιγραφές της φύσης ξαφνιάζει. Οι διάλογοι του έχουν την απλότητα και τη σοφία του λαϊκού λόγου. Κι ήταν ακόμα μόνο 26 χρονών. Ένα παιδί!
Η ποίηση του Κρυστάλλη επικρίθηκε από πολλούς (όπως ο Γιάννης Αποστολάκης), οι οποίοι την θεώρησαν νεκρή ή δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού, σχοινοτενείς και αδιάφορες περιγραφές. Ο Παλαμάς είχε διαφορετική γνώμη: «[Στα ποιήματα του Κρυστάλλη] πλέκουν στίχοι της δημώδους ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή· δύσκολα ξεχωρίζουνται αυτοί από εκείνους·κατά τρόπον τοιούτον ο ποιητής συχνά συναρμόζει τα άσματα του, όμοια προς ανθοδέσμες των οποίων τα άνθη και τα φύλλα, στίχοι του λαού και στίχοι κατά τον λαόν, στενώς αναμιγνύονται, ώστε να απαρτίζουν μακρόθεν ένα αδιαχώριστον σύνολον». Ο Παλαμάς είχε γράψει και ένα ομότιτλο ποίημα για τον Κρυστάλλη.

Η εποχή του

Σε ένα μεταβατικό καιρό κατά τον οποίο οι λαογραφικές καταγραφές του Νικολάου Πολίτη όπλιζαν την αξία μιας επαναφοράς της παραμερισμένης λαϊκής παράδοσης, των ηθών και των δοξασιών της, ο Κρυστάλλης και πολλοί από τους τότε μονοδιάστατους ηθογράφους αποτελούσαν τον ασθενή αλλά ελλείποντα κρίκο, που όμως είχε καλές προσβάσεις στην κοινή γνώμη. Πάντως, η απήχηση του έργου του και οι έπαινοι που το συνόδευαν αποδίδουν τη γενικότερη ανάγκη του τότε κοινού που με το δημοσιογραφικό του αισθητήριο εξέφραζε ο Βλάσης Γαβριηλίδης για την επανασύνδεσή του με καταστάσεις από τις οποίες μόλις είχε αποσυνδεθεί, ζώντας σε ένα νόθο αστικό περιβάλλον που του είχε επιβάλει και υποβάλει μια νοοτροπία ευθυγράμμισης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Βιογραφικά στοιχεία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Μερικά από τα ποιήματά του
από users.uoa.gr

 

Τὸ κέντημα τοῦ μαντηλιοῦ

Στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ ξανθὴ κάθεται κόρη
κι ὡριόπλουμο λευκὸ χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι.
Τὴν θάλασσα κεντάει, μὲ τὰ νησιά της ὅλα,
κεντάει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ λαμπρά του ἀστέρια,
τὴ γῆ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὡραῖα λουλούδια,
κεντάει κ᾿ ἕνα βουνό, ψηλὸ ψηλὸ καὶ μέγα:
τὸ χάραμα γλυκὰ προβάλει στὴν κορφή του
καὶ βάφεται ἡ κορφὴ καὶ τ᾿ οὐρανοῦ ἡ λουρίδα
ροδόλευκη, νερὰ καθάρια κι ἀσημένια
τὰ διάπλατα πλευρὰ ξετρέχουν κι αὐλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ἰσκιωμένα ὀρμάνια
κεντάει στὶς λαγκαδιὲς μὲ πράσινο μετάξι
στοὺς ὄχτους, στὰ ριζά, κοπάδια ἀσπρολογᾶνε
καὶ φαίνονται οἱ βοσκοί, καὶ στ᾿ ὄμορφο κεντίδι
φλογέρες λὲς κι ἀκοῦς, λὲς καὶ γρικᾷς τραγούδια,
βελάσματα βραχνὰ καὶ ἠχοῦς ἀπὸ τρουκάνια.
Στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ κεντάει γαλάζια λίμνη
μὲ καλαμιὲς χρυσές, ἕνας ψαρᾶς στὴν ἄκρη
πεζόβολον κρατεῖ καὶ δόλωμα ἑτοιμάζει,
κάμπον πλατὺν-πλατὺν μὲ σμαραγδένιο νῆμα
ὁλόγυρα κεντάει, στὴ μέση ἀπὸ τὸν κάμπο,
ποτάμι σιγαλὸ καὶ φιδωτὸ ξομπλιάζει,
μὲ δάφνες, μὲ μυρτιὲς καὶ μὲ δασιὰ πλατάνια,
μὲ ἀηδόνια, μὲ φωλιές, καὶ στὸ πανώριο ξόμπλι
τὸν φλοῖβο τοῦ νεροῦ θαρρεῖς κι ἀκοῦς, τῆς δάφνης
τὸν μύρο, τῆς μυρτιᾶς, θαρρεῖς ὅτι ἀνασαίνεις,
πὼς τὸν κελαηδισμὸ τῶν ἀηδονιῶν ξανοίγεις,
πὼς νιώθεις τὸ ἁπαλό της φυλλουργιᾶς μουρμούρι...
Στὴν ἀκροποταμιὰν ἀλάφι ζωγραφίζει,
ποὺ σκύφτει τὰ νερὰ νὰ πιεῖ, τὰ κρυσταλένια,
καί, ξάφνου, σαϊτιὰ στὴν πλάτη τὸ λαβώνει,
στρέφεται αὐτό, κοιτάει μὲ πόνο τὴν πληγή του,
πάσχει ν᾿ ἀπαλλαχτεῖ, δὲ δύνεται τὸ μαῦρο,
κι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὰ δένδρα γύρα
βοήθεια λὲς ζητάει...
Ὁλόυρα ἀπὸ τὸν κάμπο,
πλῆθος μικρὰ χωριὰ κεντάει, χωράφια ὀλλοῦθε
μὲ ὁλόχρυσα σπαρτά, μὲ θυμωνιές, μὲ ἁλώνια,
πράσινα ἀμπέλια ἀλλοῦ, μὲ κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σὰν φλουριά, κ᾿ ἔμορφα κοπελούδια,
ποὺ μπαίνουν μὲ πλεχτὰ καλάθια καὶ τρυγᾶνε.
Γάμον ἀρχοντικὸ σ᾿ ἕνα χωριὸ πλουμίζει,
μὲ νύφην, μὲ γαμπρό, μὲ φλάμπουρα, μὲ ψίκι,
δράκους ἀλλοῦ κεντάει, καὶ λάμιες καὶ νεράϊδες,
κεντάει κ᾿ ἕναν γιαλὸ μὲ ζαφειρένια πλάτια,
στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὴν ἴδια τὴν θωριά της
ὁλόφαντη ἱστορεῖ ἀπὸ ὀμορφιὰν καὶ νιότη
καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχοντιά, καὶ στὰ λευκά της χέρια
τ᾿ ἀργόχειρο κρατεῖ, τ᾿ ὡριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι,
ἀνάρια τὸ κεντάει κι ὅλο τοῦ λέει τραγούδια:
-Μαντίλι πλουμερὸ καὶ χρυσοκεντημένο,
ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ὁποῦ θὰ σ᾿ ἀποχτήσει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ποὺ μ᾿ ἕνα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ἀκριβό, κανίσκι θὰ σὲ πάρει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιός, ποὺ μ᾿ ἕνα φιλημά του,
γλυκὸ καὶ φλογερό, ἀπ᾿ τὸ λευκό μου χέρι
στὴν κλίνη τὴν ἁγνὴ θὰ μ᾿ ὁδηγήσει νύφην;
Ποιὸς νἆναι τάχα αὐτός; Πέτε μου, ἐσεῖς δεντράκια,
κ᾿ ἐσεῖς καλὰ πουλιά. Μουρμούρισέ μου ἀγάλια,
ἐσὺ ὡραῖε γιαλὲ καὶ γαλανὲ οὐρανέ μου!
Ἐσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δὲ μοῦ τὸν λές, γιατί δὲ μοῦ τὸν δείχνεις,
γιατί μία ὡραῖα βραδιὰ κρυφὰ δὲ μοῦ τὸν φέρνεις,
σὰν ὄνειρο χρυσό, γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου;
 

Τὸ τραγούδι τοῦ τρυγητοῦ

Τὸ λέει ὁ πετροκότσυφας στὸ δροσερὸ τ᾿ αὐλάκι,
τὸ λὲν στὰ πλάια οἱ πέρδικες, στὴν ποταμιὰ τ᾿ ἀηδόνια,
τὸ λὲν στ᾿ ἀμπέλια οἱ λυγερές, τὸ λὲν μὲ χίλια γέλια,
τὸ λέει κ᾿ ἡ Γκόλφω ἡ ὄμορφη, τὸ λέει μὲ τὸ τραγούδι:
- Ἀμπέλι μου, πλατύφυλλο καὶ καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, νὰ μπῶ νὰ σὲ τρυγήσω,
νὰ κάμω ἀθάνατο κρασί, μοσκοβολιὰ γιομάτο.
Μὲς στὰ κατώγια τὰ βαθιὰ σὰν μόσχο νὰ τὸ κρύψω,
νὰ τὸ φυλάξω ὀλάκαιρες χρονιές, ἀκέριους μῆνες,
ὥσπου νὰ ῾ρθεῖ μίαν ἄνοιξη, νἄρθει ἕνα καλοκαίρι,
νὰ γύρει ἀπὸ τὴ μακρινὴ τὴν ξενιτιὰ ὁ καλός μου.
Νὰ κατεβῶ μὲς στὴν αὐλή, νὰ πιάκω τ᾿ ἄλογό του,
νὰ τὸν φιλήσω ἀγκαλιαστὰ στὰ μάτια καὶ στὸ στόμα,
νὰ τὸν κεράσω, ἀμπέλι μου, τ᾿ ἀθάνατο κρασί σου,
τῆς ξενιτιᾶς τὰ βάσανα νὰ πᾶν, νὰ τὰ ξεχάσει.
 

Τραγούδι τοῦ ἀργαλειοῦ

Ἡ Ζερβοπούλα ἡ ὄμορφη κι ἀρχοντοδυγατέρα
στὸν ἀργαλιὸ τῆς ὕφαινε κι ἀνάρια ἐτραγουδοῦσε:
- Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμένο στὸ νυχτέρι,
διασίδι μ᾿, ὄντας σ᾿ ἔγνεθα, τὸν συχνονειρεύομουν,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐδιάζομουν, ἦρθεν ἀπὸ τὰ ξένα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐτύλιγα στὴν ἐκκλησιὰ τὸν εἶδα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐκόλναγα, μὄστειλεν ἀρραβῶνα.
Παῖξε ἀργαλιέ μου, βρόντησε, πέτα χρυσὴ σαΐτα,
τρίχτε καημένα χτένια μου, βαστᾶτε τὸν ἠχό μου,
νὰ βγοῦν τὰ ὑφάδια γλήγορα, νὰ ράψω τὰ προικιά μου,
γιατ᾿ ὁ καλός μου βιάζεται, βιάζεται νὰ μὲ πάρει!
 

Ὁ τρύγος

Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
κι ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τὴν πλάση πέρα ὡς πέρα
γιομόζει ἀπὸ μοσκοβολιὰ μὲ τὸν ἀνασασμό της,
πυκνὸ - πυκνὸ κι ὁλόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μὲς ἀπὸ βράχους καὶ κρινιά, μὲς ἀπὸ ἐρμιὲς καὶ κήπους,
καὶ τ᾿ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους,
καὶ διαλαλάει μ᾿ ἕνα βοητὸ τὸν ἀναγαλιασμό του.
Ἔτσι οἱ κοπέλες τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.
Πράσινη ἁπλώνεται ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,
Τὴν ἀργατιὰ ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος.
Νάτος ὁ ἥλιος ποὺ ἔπεσε καὶ πάει νὰ βασιλέψει,
νάτα ποὺ ἰσκιῶσαν τὰ ριζὰ καὶ δροσερεύει ὁ κάμπος...
O ἥλιος χάθη ὁλότελα καὶ τὰ βουνὰ σουρπώσαν,
θόλωσαν τ᾿ ἀνοιχτὰ νερὰ κι ἀπάνω βγῆκαν τ᾿ ἄστρα...
Διπλὰ ἀνασαίν᾿ ἡ ἐργατιὰ κι ἀπαρατάει τὸ ἔργο,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κληματόβεργες κι ἀπὸ παλιούργια φράχτες
καλύβι ὁλόρθο πλέκουνε, δεῖπνον ἁπλὸ κυκλώνουν,
καὶ τὸν ἁπλὸ τὸ δεῖπνο τους φωτάει θαμπὸ λυχνάρι.
Ὕστερα εἰς κάθε μιὰ φυτιά, κάθε ὄχτο, κάθε ἀμπέλι,
τρανὲς ἀνάβουνε φωτιὲς μὲς στ᾿ ἁπλωτὸ σκοτάδι.
Ὀλοῦρ᾿ - ὀλοῦρ᾿ ἀπ᾿ τὶς φωτιὲς σταίνουν χορὸ οἱ κοπέλες,
στρώνονται χάμου οἱ γέροντες κ᾿ οἱ νιοί, κι ἀπ᾿ ὅλους ἕνας
τοὺς συνοδεύει στὸ χορὸ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ τραγούδι
καὶ μ᾿ ἕνα λάλημα γλυκὸ - γλυκὸ τοῦ ταμπουρᾶ του.
Ὥσπου τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ τὸ μεσονύχτι δείχνουν,
καὶ τότες οἱ χοροὶ χαλοῦν, σκορπᾶν οἱ δουλευτάδες.
Στρώνουν γιὰ στρώματα κλαδιὰ κι ἀποσταμένοι γέρνουν.
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σβήνουν οἱ φωτιές, ἔρμες ἀνάρια - ἀνάρια,
τὸ νυχτοπούλι τ᾿ ἄγρυπνο γλυκὰ τοὺς νανουρίζει,
ὥσπου νὰ σκάσει ὁ αὐγερινός, ποὺ θὰ ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στὸ ἔργο τους νὰ μποῦν, στὸν ζηλεμένο τρύγο.
 

Tραγούδι τῆς ξενιτιᾶς

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Θὰ πάρω ἕναν ἀνήφορο νὰ βγῶ σὲ κορφοβούνι,
νὰ βρῶ κλαράκι φουντωτὸ καὶ ριζιμιὸ λιθάρι,
νὰ βρῶ καὶ μία κρυόβρυση, νὰ ξαπλωθῶ στὸν ἴσκιο,
νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσισθῶ νὰ πάρω λίγη ἀνάσα,
ν᾿ ἀρχίσω νὰ συλλογισθῶ τῆς ξενιτιᾶς τὰ πάθη,
νὰ εἰπῶ τὰ μαῦρα ντέρτια μου καὶ τὰ παράπονά μου.
Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμένο ἀχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο καὶ πὲς κάνα τραγούδι.
-Τραγούδια ἂν ἔχ᾿ ἡ μαύρη γῆ, κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ τὰ ξένα.
Τὰ ξένα ἔχουν καημοὺς πολλοὺς καὶ καταφρόνια πλῆθος!
Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν Ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!
Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σὲ γελάσει;
Ποὖν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποὖναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποὖν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;
Ἂν ἀρρωστήσεις, ποιὸς θαρθεῖ στὴν ξενιτιὰ σιμά σου,
νὰ σὲ ρωτᾷ τὸν πόνο σου, τὰ γιατρικὰ νὰ δίνει;
στὸ ἔρμο σου προσκέφαλο νὰ ξενυχτάει μαζί σου;
Κι ἂν ἔρθει μέρ᾿ ἀγλύκαντη στὰ ξένα νὰ πεθάνεις,
ποιὸς θὰ βρεθεῖ στὸ πλάι σου τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείσει;
Ποιὸς θὰ σοῦ λούσει τὸ κορμί, ποιὸς θὰ σὲ σαβανώσει;
Στὸ λειψανό σου ποιὸς θἀρθεῖ λουλούδια νὰ σὲ ράνει;
Καὶ ποιὸς μὲ πόνο θὰ ριχτεῖ στὸ νεκροκρέββατό σου
γιὰ νὰ σὲ κλάψει; Ποιὸς θὰ εἰπεῖ γιὰ σένα μοιρολόγι;
Ἄχ! πῶς τοὺς θάφτουν, νἄξερες, καὶ πῶς τοὺς πᾶν᾿ τοὺς ξένους!..
Χωρὶς λιβάνι καὶ κηρί, χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη!
Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!..
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρια ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψει,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν᾿ μὲ φαρμακώνουν!
Ἀνάθεμά σε ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
 




 

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Γεώργιος Βιζυηνός, ο μεγάλος των ελληνικών γραμμάτων...

Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾿ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι᾿ ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -
Τοῦ κάκου, Γιατὶ ῾κεῖνοι ῾κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ ῾μένα τὸ καϋμένο…
μ᾿ ἔχει λησμονημένο!



Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη 1849 – Αθήνα 1896), ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στη Βιζύη (ή Βιζώ) της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του Μιχαήλος Σύρμας δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιό του ορφανό σε ηλικία πέντε ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: ο Μιχαήλος που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, ο Χρηστάκης, ο αδικοσκοτωμένος ταχυδρόμος για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, η Άννα που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και η Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της αλλά πέθανε κι αυτή μικρή Σε ηλικία δέκα ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Παραμένει εκεί μέχρι την ηλικία των 18, προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο Γιάγκο Γεωργιάδη και αργότερα προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄, ζει για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου μάλιστα τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χωρίς την υποχρέωση να ιερωθεί, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια). Μεταξύ των καθηγητών του αναφέρεται και ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο οποίος διέκρινε στον Βιζυηνό στοιχεία ιδιαίτερου ταλέντου και ευφυίας, ώστε τον σύστησε στον πλούσιο Γεώργιο Ζαρίφη. Το 1874 το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία, στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878. Το 1876 η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»). Μέχρι το 1884 ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882), όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα, τον Marquis Queux de Saint-Hilaire και τη Juliette Lamber-Adam, και το Λονδίνο (1883), όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι. Την ίδια χρονιά (1883) δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως. Δημοσιεύονται επίσης το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Το αμάρτημα της μητρός μου. Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του, Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.
Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο Σαμάκοβο. Το 1886 γράφει το Ο Μοσκώβ-Σελήμ. Το 1892 προσβάλλεται από φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος στις ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριάς του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.

Έργο
Ο Βιζυηνός, νους κριτικός, ιδιοφυής, φιλέρευνος, διδάσκει, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες, συγγράφει μελέτες φιλοσοφικές, αισθητικές, ψυχολογικές, λαογραφικές, αλλά και σχολικά εγχειρίδια και άρθρα για εγκυκλοπαιδικά λεξικά.
Το αφηγηματικό του υλικό, αντλημένο από προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, διοχετεύεται στα διηγήματά του. Το υλικό αυτό ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας ενσωματωμένο σε μια ποικίλη, πλούσια γλώσσα υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική) διοχετεύεται στα διηγήματά του. Έτσι ο Βιζυηνός αναπτύσσει τη μυθοπλασία του. Ανακαινιστής και πρωτοπόρος, ανοίγει τον δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις, η δομή, η δραματικότητα, η άρτια αφηγηματική τεχνική — η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του ιστορικού και του αφηγηματικού χρόνου — είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του «Αμαρτήματος της μητρός μου» αλλά και των άλλων διηγημάτων του.
Όλες οι μελέτες του -όπως και αρκετές ποιητικές συλλογές- εκδόθηκαν σε αυτοτελή τόμο. Τα διηγήματα και τα άρθρα δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα της εποχής και δεν συγκεντρώθηκαν σε τόμο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Από τα χειρόγραφά του σώζονται κάποιες επιστολές και αρκετά ποιήματα. Βλ. την έκδοση «Επιστολές» σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα (Αθήνα: Πατάκης 2004) και για εκτενή βιβλιογραφικά τον Α´ τόμο της έκδοσης «Τα Ποιήματα» (Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 2003).
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


ο Αποχωρισμός Β' του Γεωργίου Βιζυηνού από το Νίκο Ξυδάκη - photo: Julia Margaret Cameron - το Αμάρτημα της Μητρός μου 1999

Β΄. Το παιδί

Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή
με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή
και δεν μπορώ να κρατηθώ·
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά σηκώνουν κύμα βροντερό
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σαν νερό
και γω το κύμα τ' ακλουθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός
ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιά, κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή
δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή
να με φυλάγη μη χαθώ,
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Ὁ φιλομαθὴς πτωχός

1872 Αὐγούστου 30.
Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾿ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι᾿ ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν - Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -
Τοῦ κάκου, Γιατὶ ῾κεῖνοι ῾κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ ῾μένα τὸ καϋμένο…
μ᾿ ἔχει λησμονημένο!
Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγιέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.
Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ
καὶ μ᾿ ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!
Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ
οἱ ἄλλοι, κι᾿ ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ ῾πεθάνουν
κι᾿ ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν.
Ἀγάπησε καὶ τ᾿ ὀρφανό,
Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!
τὰ γράμματα νὰ μάθῃ,
χίλια κακὰ κι᾿ ἂν πάθῃ.
Μ᾿ ἄπληστο στόμα ἀρχηνᾷ
τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ
τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνῃ
μὲ τόση εὐφροσύνη!…
Ἄν φταίγω τ᾿ ἄκακο ἐγὼ
φωτιὰ νὰ πέσῃ νὰ καγῶ·
θαρροῦσα πῶς χορταίνει
ἐκεῖνος ποῦ μαθαίνει.
Δὲν ἤξερα πῶς τ᾿ ἀργυρὸ
τῆς Κασταλίας μας νερό,
σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε
αἰώνια τὸ διψοῦμε!
Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾷ,
μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρᾶ
νὰ ῾πάγω ῾κεῖ ῾ποῦ τρέχει
τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχῃ!…
Μὲ εἶπαν πῶς ἐδὼ πολλοὶ
σὰ ἰδοῦν ἕν᾿ ἄτυχο πουλὶ
ποῦ ἀγαπᾷ τὰ φῶτα
δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»
Ἔ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ
κατώφλοιό σας κι᾿ ἐγώ, δειλὸ
ἐκάθησα πουλάκι
μ᾿ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι.
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ,
καὶ τίποτε δὲν μένει
πιστὸ στὴν οἰκουμένη.
Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,
οὔτ᾿ ἕνα ῥοῦχο στὸ κορμί·
Διψῶ! διψῶ τὴ θεία
ἀληθινὴ Παιδεία!
Σεῖς ψάλλετε σ᾿ ὅλη τὴ γῆ.
- Ἀνάφτουμε οἱ ἀρχηγοί,
εἰς τὴ γρῃὰ Ἑλλάδα,
τῆς προκοπῆς τὴ δᾷδα.
Καὶ σεῖς, ὦ Ἀχαιῶν παιδιά,
τοῦ Ἑλικῶνος τὴν ποδιὰ
εἰς τὸ ἑξῆς ἀφῆτε
καὶ στὴν κορφὴ ἀναβῆτε. -
Καὶ ῾γὼ νὰ μείνω τ᾿ ὀρφανό;
μαρτύρομαι τὸν οὐρανό!
εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων!
εἶμαι βλαστάρι ῾κείνων!
Σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;…
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ
καὶ τίποτε δὲν μένει
ἐδὼ στὴν οἰκουμένη.
Ἀφήσετε τὴν ἀπονιά.
Βαστοῦν τὸν δίσκο μου ῾πὸ μιὰ
αἱ Μοῦσαι, κι᾿ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
ὁ Λυτρωτής, καὶ ψάλλει.
- Εἶναι ῾δικό μου τ᾿ ὀρφανό·
καὶ ῾πάνου ῾κεῖ στὸν οὐρανό,
δὲν θὰ μετανοήσῃ
ὅποιος τὸ βοηθήσῃ.
 

Ὁ Νέος Τρουβαδόρος ἐν Ἀθήναις

(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
Μα τοῦ Παρνασσοῦ τὰς κίσσας,
καὶ τὸ δέρμα τοῦ Μαρσύου,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
ποιηταὶ ἀπὸ γραφείου!
Δόξαν ἐπαιτῶν καὶ κλέος,
σύρ᾿ ἐκ τετριμμένης πήρας
τρουβαδόρος κι ἐγὼ νέος,
λείψανον θραυσθείσης λύρας,
καὶ σᾶς ψάλλω καθαρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρά,
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ μέλπων καταισχύνω
τὰς Ἀρκαδικὰς Σειρῆνας
καὶ γενναῖον ζῦθον πίνω
εἰς τὰς κλασικὰς Ἀθήνας,
καὶ σοβῶ διὰ τοῦ πλήθους
ὑψηλαύχην μουσοπόλος,
ὑπὸ θέρμης κακοήθους
παρακρούων ἀσυστόλως
δεξιὰ κι ἀριστερά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Ἐν ἐκστάσει κι ἐγὼ θῶκον
ποιητοῦ καὶ δάφνην εἶδον
καὶ οἰστρήλατος διώκων
τὸν χορὸν τῶν Ἰλισίδων.
Ἄχ! προσκρούσας ἐκυλίσθην
εἰς τοῦ ποταμοῦ τοὺς βράχους,
καὶ ὁπόταν ἀφυπνίσθην
ἔψαλον μὲ τοὺς βατράχους,
εἰς τ᾿ ἀκάθαρτα νερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ ὁσάκις εἰς τὴν πόλιν
μείν᾿ ἡ Μοῦσ᾿ ἄνευ ζωπύρου,
ἀνταλλάσσω τὴν ἀσβόλην
μὲ τὴν δρόσον τοῦ Φαλήρου,
κι ἀσπασθεὶς διὰ τῆς αὔρας
τὰς γυμνὰς τῶν Ναϊάδων
κυνηγῶ χελώνας, σαύρας,
δι᾿ ἀκάρπων πεδιάδων
τονθορύζων σοβαρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Κι ἐγὼ γράφω. Κι ἂν ὁ χάρτης
λείψ᾿ ἐκ τῆς πολυγραφίας
(ὁ πιστός μου κύων μάρτυς,
μετασχὼν τῆς ἐργασίας)
πᾶσαν θύραν, πάντα τοῖχον,
πρὸς τὸ πεῖσμα τῶν κυρίων,
καταβρέχω διὰ στίχων,
καὶ τὸν κάλαμόν μου ξύων,
σχεδιάζω τολμηρὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Τοὺς κριτὰς κι ἐγὼ φορτίζω,
ὡς τὸν Ἡρακλῆν Αὐγείας,
καὶ τὴν δάφνην τοῖς χαρίζω,
ἂν μοὶ δώσουν τὰς χιλίας.
Ἂν μ᾿ ἐκδάρουν πλὴν τὸ δέρμα,
παρ᾿ ἀξίαν ἐννοεῖται,
καὶ τὸ τελευταῖον σπέρμα
τοῦ νοός μου ἐξαντλεῖται
ἐν τῷ σπείρειν μοχθηρά,
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».
Λοιπόν, μὰ τὰς λάλους κίσσας,
καὶ τὸν μάρτυρα Μαρσύαν,
κι ἐγὼ πρέπω μεταξύ σας,
κύκνοι κατὰ φαντασίαν,
ἀφοῦ πρὸς κοινόν μας κλέος,
τὴν πατρῴαν λύραν σύρας,
τρουβαδόρος ἐγὼ νέος
ἐκ τῆς Παλαιᾶς μου πήρας,
σᾶς τὰ εἶπον φανερὰ
τραλλαλὰ τραλλαλλαρὰ
«ἄρες μάρες
κουκουνάρες».

Ὁ Κριτὴς τοῦ Διαγωνισμοῦ

(ἀπὸ τὸ Τὸ τέλος τοῦ παραμυθιοῦ ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνείρου, Ἑρμῆς 2001)
(Προπαρασκευή)Χώθηκε στὸν κοιτωνίτη
ὁ Κριτὴς ἀγάλι᾿ ἀγάλια,
φόρτωσε στὴν γερο-μύτη
δυὸ ζευγάρια ματογυάλια.
Ἐτραβήχθη στὸν σοφᾶ του,
κάθεται φαρδιὰ πλατιά,
καὶ μετροφυλλᾷ μπροστά του
ἀναρίθμητα χαρτιά.
–Όλοι τἄγραψαν μὲ χάρη,
σὲ πολύτιμο χαρτί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Βάλλει στὴν βαθειά του τσέπη,
βγάλ᾿ ἕνα χονδρὸ τσιγάρο.
Μὲ τὰ σπίρτα μόλις βλέπει
τὴν δουλίτσα του τὴν Μάρω,
τὸ δαγκᾷ καὶ τὸ βυζάνει
σὰν τῆς μάνας του βυζί,
κι ἀγγαρειὰ τὴν Μάρω πιάνει
νὰ δουλέψουνε μαζί.
- Δός μ᾿ αὐτὸ τὸ καλαμάρι·
Νά, μιὰ πένα κορδωτή,
γιὰ νὰ διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Τεχνικαὶ παρατηρήσεις)Ἕνας πελεκᾷ τοὺς στίχους
στρογγυλοὺς σὰν κουκουνάρια·
ἄλλος σπάζει τοὺς δυστύχους
τὰ πλευρὰ καὶ τὰ ποδάρια!
Ἕνας τοὺς παραγεμίζει
κολοκύθια περιττά,
κι αὐτονὰς τοὺς ξεντερίζει
καὶ τοὺς κάμνει σκελετά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος τὲς φωνὲς στριμώνει,
π᾿ ἀπ᾿ τὴν στενοχώρια σκάνουν·
τοῦτος πάλι τὲς ἀριώνει,
ποὺ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη χάνουν!
Ἕνας κάθε λέξη γράφει
μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σί,
κι ἕνας παίρνει τὸ ξουράφι
καὶ σοῦ σφάζει τὴν μισή!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Τοῦτος μοῦ λογιωτατίζει,
καὶ τὰ κόφτει νδελικάτα·
τοῦτος βλασφημᾷ καὶ βρίζει,
σὰν τοὺς λούστρους μὲς στὴν στράτα!
Ἀπ᾿ τὰ λεξικὰ μᾶς βγάζει
ἕνας τὴν συναμική,
κι ἕνας πάλι δὲν σκαμπάζει
οὔτε γρὺ γραμματική!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Οὐσιαστικαὶ παρατηρήσεις)Τοῦτος κλαί᾿ καὶ μουρμουρίζει,
σὰν μπαμπόγρια γρινιάρα·
τοῦτος δός του χαχανίζει,
σὰν νὰ τοὖρθε κουταμάρα.
Κι ἕνας τρίτος – Santo Dio!
Οὔτε λύπ᾿, οὔτε χαρά;
Ἢ δὲν τἄχε καὶ τὰ δύο,
ἢ τὰ εἶχε στὰ γερά!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
κι ὅλοι οἱ τρίτοι περιττοί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
Ἕνας ἔπαθε πληθώρα
ἀπὸ αἴσθημα γενναῖον.
Τοῦτος ποὺ διαβάζω τώρα,
προστυχιὰ καὶ τῶν γονέων!
Τὰ φτερά τ᾿ αὐτὸς ἀνοίγει
καὶ στὸν οὐρανὸ πετᾷ.
Τοῦτος – ἔπεσε κι ἐπνίγη,
σὰν τὸν χοῖρο στὰ σκ…!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι –
μὰ τοὺς λείπει κάτι τί!
Ἂς τοὺς διοῦμε ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή.
(Γενικὸν συμπέρασμα)Αὐτουνοῦ τοῦ λείπει ἕνα
κεῖνος τ᾿ ἄλλο δὲν γνωρίζει·
ἕνας τἄχει μαζωμένα,
καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἀχρήζει.
Μερικοὺς οὐδὲ κουκούτσι
τοὺς ἐδόθηκε μυαλός,
κι ἕνα τρύπιο μου παποῦτσι
δὲν ἀξίζ᾿ ὁ πιὸ καλός!
Κάθε δυό τους καὶ ζευγάρι,
κι ἂς τοὺς λείπει κάτι τί.
Πές μου, Μάρω, ποιὸς θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή;
(Τελικὸν συμπέρασμα)Εἶχε παρ᾿ αὐτὴν τὸν πρῶτο
κι ἄρχισε νὰ ροχαλίζῃ.
Μὰ ξιππάσθη μὲ τὸν κρότο
κι εἶπε δίχως νὰ γνωρίζῃ.
- Ἀπὸ κάθε μιὰ φυλλάδα
λείπει, λέγεις, κάτιν τίς;
Δίχως ἄλλο στὴν Ἑλλάδα
δὲν ὑπάρχει ποιητής.
Καὶ κανένας δὲν θὰ πάρῃ
τὴν χιλιάδα μετρητή,
ἂν μᾶς κάμουνε τὴν χάρη
καὶ βραβέψουν τὸν Κριτή.

Από users.uoa.gr

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Μελλισάνθη, η ευαίσθητη και ανήσυχη ποιήτρια...

...στην ηλικία των δέκα μου χρόνων δοκίμασα το πάθος του συλλέκτη για τα είδη γραφικής ύλης. Είχα συγκεντρώσει ένα μικρό θησαυρό από κόλλες διαγωνισμού, χαρακωμένες κι αχαράκωτες, τετράδια, κοντυλοφόρους, γομολάστιχες κ.τ.λ. κι ένοιωθα τη χαρά του συλλέκτη να τον βλέπω να μεγαλώνει. Ωσότου κάποια μέρα την ώρα που καμάρωνα τ' αποκτήματά μου, ένιωσα οξύτατα το αίσθημα της ματαιότητας να μου διαπερνά την καρδιά. Θα πέθαινα κάποιαν απρόβλεπτη στιγμή κι ο θησαυρός μου θα έμενε αχρησιμοποίητος σαν μια ειρωνεία. Προς τι λοιπόν αυτή η φροντίδα της συσσώρευσης; Έτσι βάλθηκα να τον σπαταλήσω το γρηγορότερο.
 
H Μελισσάνθη (φιλολογικό ψευδώνυμο της Ήβης Σκανδαλάκη, το γένος Δ. Κούγια) γεννήθηκε τό 1910 στην Αθήνα και σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία, μουσική, χορό και ζωγραφική. Εργάστηκε κατά διαστήματα ως δημοσιογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες και ως καθηγήτρια γερμανικών σε διάφορα σχολεία. Τ η δεκαετία 1945-1955 ήταν μόνιμη συνεργάτιδα του Eθνικού Iδρύματος Pαδιοφωνίας, διασκευάζοντας θεατρικά έργα και μεταφράζοντας ξένους ποιητές για λογοτεχνικές εκπομπές του ραδιοφώνου.
 
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1930 με τη συλλογή ποιημάτων Φωνές εντόμου όπου ξεχώρισε ο ιδιαίτερα μεταφυσικός τόνος των ποιημάτων της. Τις Φωνές εντόμου ακολούθησαν οι συλλογές: Προφητείες (1931), Φλεγόμενη βάτος (1935), O γυρισμός του Ασώτου (1936), Ωσαννά και Οραματισμός (1939), Λυρική Εξομολόγηση (1945), Η εποχή του ύπνου και της αγρύπνιας (1950), Ανθρώπινο Σχήμα (1961), Το φράγμα της Σιωπής (1965). Tο 1965 έγινε η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της, Eκλογή (1930-1950), το 1975 η δεύτερη, Tα ποιήματα (1930-1974) και το 1986 η τρίτη Οδοιπορικό, ποιήματα (1930-1984).
 
Με τη Λυρική Εξομολόγηση η Μελισσάνθη εγκαταλείπει τον έμμετρο στίχο και εισχωρεί στο χώρο της ελεύθερης ποίησης, χωρίς ωστόσο να αλλάξει τον τρόπο αντιμετώπισης του εσωτερικού και εξωτερικού της κόσμου.
 
H Μελισσάνθη δεν θέλησε ν’ ακολουθήσει τις άλλες ποιήτριες της εποχής της, γράφοντας αισθηματική ποίηση. Είναι μια πνευματική ποιήτρια,  ευαίσθητη και ανήσυχη μπροστά στα φαινόμενα της ζωής και επειδή δεν βρίσκει απαντήσεις στις μύχιες σκέψεις της για τη ζωή και το θάνατο, ζητά την εξιλέωση και τη σωτηρία στην ικεσία, στη δέηση και στην προσευχή. Η ποίησή της τοποθετείται στο χώρο του υπαρξισμού και της μεταφυσικής αγωνίας. Η ιδέα του θανάτου είναι ο κεντρικός πυρήνας της υποστασιακής και με συμβολικό διάκοσμο ποίησής της. Ο Γ. Σαραντάρης γράφει σχετικά: «Η ποίηση της Μελισσάνθης γεννιέται από ένα υποστασιακό πόνο, που η ποιήτρια από διάκριση προς τον εαυτό της και προς τους άλλους, σκεπάζει μ’ έναν πέπλο. Όμως δεν αφανίζει, δεν σβήνει τον πόνο της. Μήτε ζητάει παροδικά να ξεγελάσει τον εαυτό της. Αλλά ξεκινώντας από μια κατάσταση που μοιάζει να είναι μοίρα της, προσπαθεί, και συχνά το πετυχαίνει, να στοχαστεί ποιος είναι ο βίος του ατόμου, αγνάντια σε μια βέβαιη αιωνιότητα».
 
« H θρησκευτική της συνείδηση», γράφει o Μιχ. Περάνθης «διασταυρώνεται και με άλλες καταστάσεις, αγωνιώδεις περισσότερο, αλγεινές συνήθως, που ξεκινούν από τον εαυτό της και που επιτακτικά και απεγνωσμένα, δαρμένες ως είναι από το ηθικό πρόβλημα, ζητούν το Θεό ή επιδιώκουν μια συμβολική επέκταση προς τη χώρα της φαντασίας».
 
Εκτός από ποιητικά έργα, η Μελισσάνθη έχει επίσης δημοσιεύσει σε βιβλίο το θεατρικό της έργο για παιδιά O μικρός αδελφός (1960) και έχει μεταφράσει ποιήματα των Pόμπερτ Φροστ, Mπόρις Πάστερνακ, X. Γ. Λόνγκφελλοου, Πιέρ Γκαρνιέ, Έμιλυ Nτίκινσον, T. Σ. Έλιοτ και Mπ. Mπρεχτ.
Tο 1985 κυκλοφόρησε μια επιλογή δοκιμίων της με τίτλο Nύξεις, καθώς και ο τόμος Tον όρθρον των ερχόμενον με τριανταέξι μελετήματα για το έργο της και βιβλιογραφικά στοιχεία. H Mελισσάνθη έχει τιμηθεί με Έπαινο της Aκαδημίας Aθηνών (1936), το B' Kρατικό Bραβείο Ποίησης (1965) και το A' Kρατικό Bραβείο Ποίησης (1976) και άλλα βραβεία. Πέθανε στην Αθήνα το 1990.
Πηγή:www.potheg.gr


Πιστεύω
Ἡ Ἀγάπη, μόνο, βαστάζει ὅλα τὰ φορτία.
Μπορῶ νὰ βαστάζω ὅλα τὰ φορτία.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ μέγα φορτίο!
Ἡ Ἀγάπη σηκώνει τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Μπορῶ νὰ σηκώνω τὸ βάρος τ᾿ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἀγάπη ὑπομένει τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Μπορῶ νὰ ὑπομένω τὰ μαρτύρια τῆς πυρᾶς.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ πυρά!
Ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὴ ζωή καὶ στὸ θάνατο.
ἡ Ἀγάπη πιστεύει στὸ θαῦμα.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὴ ζωή καὶ στὸ θάνατο.
Μπορῶ νὰ πιστεύω στὸ θαῦμα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ ζωή καὶ ὁ θάνατος!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ θαῦμα!
Ἡ Ἀγάπη προσεύχεται κ᾿ ἐνεργεῖ.
Ἡ Ἀγάπη ἀγρυπνεῖ.
Μπορῶ νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ ἐνεργῶ.
Μπορῶ νὰ ἀγρυπνῶ.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι προσευχή καὶ πράξη!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ μυστική ἀγρυπνία!
Ἡ Ἀγάπη κρατάει ὅλα τὰ χαμόγελα καὶ ὅλα τὰ δάκρυα.
Μπορῶ νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ κλαίω ὅλα τὰ δάκρυα –
γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ χαρούμενη θλίψη!
Ἡ Ἀγάπη δίνει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Μπορῶ νὰ μεταλάβω τὸν ἄρτο καὶ τὸν oίvo
ἐγγύηση γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Μυστικός Δεῖπνος!
Κ᾿ ἡ μεγάλη ὑπόσχεση!
Ἡ Ἀγάπη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ Ἀγάπη ἐδώρησε τὸ φῶς.
Πιστεύω στὸν ἄνθρωπο.
Πιστεύω στὴν Ἀγάπη.
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ δωρεά!
Γιατὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἄνθρωπος!



Στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται


Μελισσάνθη, μουσική: Edvard Grieg, Peer Gynt Suite Nr.2, op.55

Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι, καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο.
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν γιὰ οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ’ τὴ γῆ.
Μᾶς βρίσκουν τ’ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κύματα. Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας. Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριές συννεφιές
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες.
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε, ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα.
Ὡσότου φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
– κανείς δὲν ξέρει πότε κι ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ –
μᾶς ρίχνει κάτω μ’ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα, μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο – νὰ πεῖ μιὰ τρίλια του
στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται – ἕνα πουλί.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ ἐποχὴ τοῦ ὕπνου

Σπλαχνικὸς εἶναι ὁ ὕπνος
γιὰ τὴν ἀβέβαιη ὕπαρξή μας.
Γιὰ τὴν ἀδύνατή μας μνήμη
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ μεγάλη ἀγρύπνια
γιὰ τὸ ἄστατό μας χέρι,
γιὰ τὴν ἀπρόσεχτη καρδιά μας,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὸ μαχαίρι τῆς Ἀγάπης
ποὺ τὴ βυθομετρᾶ,
ποὺ δὲν ἀντέχει τὴ φωτιά τῆς ὕπαρξης!..
Ἀνάμεσα ξύπνου καὶ ὕπνου ὀνειρευόμαστε
ὅλες οἱ μέρες μας νὰ λαμπαδιάσουν
σὲ μιά καὶ μόνη φλόγα
ν' ἀναλωθοῦν σὲ μιά βαθειάν ἀνάσα
μέσα στὸ ζωντανό πῦρ τοῦ θεοῦ
οἱ τρόμοι μας ὅλοι νὰ γίνουν μία κραυγή μεγάλη,
ποὺ μ' αὐτὴ θ' ἀναμετρήσουμε
τὴν ἄβυσσο τῆς Θείας Ἀγάπης
μέσα στὴν ἴδια τὴν καρδιά μας.
Οἱ Ἄγγελοι, ποὺ καθαρή φλόγα ἀνασαίνουν,
μᾶς βλέπουν ν' ἀποστρέφουμε τὸ πρόσωπο,
νὰ φεύγουμε τὴ ζωή,
νὰ μὴν μποροῦμε ν' ἀποδιώξουμε τοῦ ὕπνου τὴν κίνηση
ποὺ μᾶς σφαλᾶ τὰ βλέφαρα σὰν ἕνα χέρι,
νὰ σβήνουμε, νὰ διαλυόμαστε σὲ στάχτη
νὰ μᾶς παγώνῃ ὁ θάνατος
γιατὶ φοβόμαστε τὴ φλόγα ν' ἀνασάνουμε
φοβόμαστε, δειλιάζουμε ν' ἀδράξουμε
ἀπὸ τὴν κόψη της κάθε στιγμή
μὲ τὸ σπαθί της νὰ νικήσουμε τὸ πρόσκαιρο
καὶ βιάζοντας τὴν πύλη τοῦ Καιροῦ
νὰ μεταλάβουμε φωτιά ἀρχαγγελική,
χίλιες καμπάνες τὸν ἀντίλαλο νὰ πάρουν
κι ὁ θάνατος σὰν τρομαγμένο νὰ φεύγῃ πουλί
ὁ Κόσμος σὲ μίαν ἀστραπὴ ν' ἀποκαλύψῃ
στὰ ἔκπληχτα μάτια μας τὸ μυστικό του
μεμιᾶς τὸ νόημά του νὰ φανερωθῇ
σὰν τὴν κρυμμένη φλόγα ἀπ' τὸν ἄνεμο –
μᾶς βλέπουν νὰ δειλιάζουμε, νὰ σκύβουμε στὰ βάθη
ποὺ ἀνοίγει μέσα μας ὁ κεραυνός,
γιατὶ ἡ ἀγάπη τους μονάχα μᾶς μετρᾶ
μὲ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀπελπισίας μας,
γιατί ἡ ἀγάπη τῶν ἀγγέλων οἶκτο δέν γνωρίζει
κ' ἡ ὄψη τους κόβει σὰν σπαθί
τὴ σάρκα μας θανατερά πληγώνει,
σὲ τέφρα πέφτει ἡ γήινη καρδιά μας
μὲ τὴν προσέγγιση τῆς μυστικῆς φωτιᾶς,
μὲ τέτοιο τίμημα μᾶς δίδουν τὸ Μεγάλο Δίδαγμα...

Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητές ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν' ἀκοῦνε,
ν' ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ' ἀστραφτερές λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ' ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ' ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστική φωτιά
μόλις μαντεύοντας τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν' ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό!..

Οἱ βράχοι, τὰ βουνά, τὰ δέντρα,
τὰ ζῶα, τὰ πουλιά,
ὅλα ἀναπνέουν μὲς στῆς αἰωνιότητας τὴ φλόγα!
Ἂς ζητήσουμε ἄφεση
γιὰ τὸ ψέμμα ποὺ μᾶς τρέφει
κι ἃς προσεγγίσουμε τὴ Θεία Τάξη
τὴν ἐπουράνια Χάρη μὲ τὸ τραγούδι!..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἐξιλέωση

Κάθε φορά που ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα∙
κ' οἱ ἄγγελοι, ποὺ δέν μὲ εἶχαν βρεῖ στὴν ἀρετή μου ὡραία,
τῶν ἄνθινών τους ἔγερναν ψυχῶν τὸν ἀμφορέα –
κάθε φορά που ἁμάρταινα λὲς κι ἄνοιγε μιὰ πόρτα...
Καὶ στάζανε τῶν οἰκτιρμῶν τὰ δάκρυα μὲς στὰ χόρτα∙
μ' ἀπ' τὰ οὐράνια ἀν μ' ἔδιωχνε τῆς τύψης μου ἡ ρομφαία
κάθε φορά που ἁμάρταινα μισάνοιγε μιὰ πόρτα –
μὲ βλέπαν οἱ ἄνθρωποι ἄσχημη κ' οἱ ἄγγελοι μόνο ὡραία!
Στὴ μνήμη τοῦ πατέρα μου

Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.

Ἀπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει –
τὸσο κ’ οἱ δυό εἰναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε…
Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε!
Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτὰει,

καὶ κεῖνος, σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται…
(Πόσο σοφός εἴν’ ὁ πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι!
Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δέ φοβᾶται!..)

Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο: « – Σάν θὰ μεγαλώσω…»
« – Τὸτε ἐγὼ πιά ἕνας φτωχός γερᾶκος θἄμαι…
Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ σηκώσω,
καὶ θὰ μοῦ λές: ἀκούμπα πάνω μου νὰ πᾶμε…

Σὰν θἄρχωνται γιὰ νὰ σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι,
μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ μὲνω…»
« – Ἐγώ στὴν ἅμαξά μου πάντα θὰ σὲ παίρνω!»
λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψη, κ’ ἐπιμὲνει…

Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ,
ἄςνεἰναι δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη,
γιὰ νὰ τοῦ δείξη πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ!..

Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνό χεράκι
ὁ κουρασμὲνος νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη!..
(Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ μικρό παιδάκι,
και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Φθινόπωρο

Ὥρα δειλινοῦ.
Τοῦ φθινοπώρου τὰ νέφη στίβουν τὸ φουστὰνι
νά στεγνώσῃ τ’ οὐρανοῦ
καὶ στου ἀπόβροχου τὴ σκόλη
βγαίνουν γιὰ σεργιὰνι
οἱ σαλίγκαροι ὅλοι
κάτω ἀπ’ τὸ ξεθωριασμένο παρασόλι
τοῦ ἥλιου… Τώρα ἡ λάμια
ἡ γῆ λιάζει τὰ βρεγμένα της τὰ χράμια
μὲ τῶν κάμπων τὰ πλουμίδια
κι ἀπὸ τὰ χορτὰρια
κι ἀπὸ τὰ ψιλά γρασίδια
οἱ σταλαματιές γλυστροῦνε χάντρες
καὶ μαργαριτὰρια
ἀπὸ οὐράνια δαχτυλίδια.
Τὶς μαζώνουν οἱ νεράιδες οἱ ἀνυφάντρες
μὲς στὰ ὑπόγεια τους σεράγια καὶ στ’ ἀνήλια
πολυέλαιους κι ἀργυρά καντίλια
σὲ πλεμμάτια κρυσταλλένιες μπάλλες
μάγισσα γριὰ κι ἀράχνη τὶς κρεμάει μὲς στὶς κουφάλες
καὶ λογῆς-λογῆς
ἕνα-ἕνα ὅλα τὰ ζούδια
ξεφαντώνουν ἀπ’ τὴ γῆς
κι ἀπομέσα ἀπὸ τὰ φλούδια,
κ’ ἕνας μύρμηκας σκαλώνει σ’ ἕνα ἀγκάθι φουντωτό
ν’ ἀγναντέψῃ ὅλο τὸν κόσμον ἀπὸ τέτοιο λιακωτὸ!..
Νά! Τὸ αὐλάκι
κάνει χάζι,
τὸ ἄχυρο – σχεδία ποὺ ἀράζει
καὶ τὸ δρασκελοῦν βαθράκοι!..
Κόσμοι ὁλόκληροι, ζωύφια,
ταξιδεύουν μὲ πιρόγιες τὰ κελύφια!..
(...Κρύα ἀνατριχίλα στὰ νερά
σὰν πεταλουδιῶνε σμάροι…
Τώρα ὁ σίφουνας θὰ πάρῃ
ἀπ’ τὰ δέντρα ὅλα τὰ φύλλα τὰ ξερά!
Στὰ καλάμια τὴ φλογέρα του σφυράει,
κι ὅπως πάῃ, πάῃ, πάῃ,
ὁ ἄνεμος-τσοπάνος σαλαγάει
σ’ ἄλλα πιὰ λημὲρια –
σ’ ἄλλο τώρα χειμαδιό τὰ καλοκαὶρια!..)

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Τραγούδι στὸν ἥλιο

Μέσα στὸ φῶς σου γίνουμαι πουλί
καὶ τραγουδῶ ὀλημέρα σὰν τὸ σπίνο∙
μιᾶς πεταλούδας παίρνω τὰ φτερά
τὰ θεῖα κι ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο!

Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου – ἐντός μου φῶς!
Τ’ ἀνοίγω – φῶς παντοῦ ὅλο φῶς τριγύρα!
Καὶ λέω: Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρός
μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Αὐταπάτη

Ἀπ’ τὴν καρδιά μου συντριβάνι
τὸ αἷμα πετιέται ὁρμητικό –
στὴ γῆ δέ βρέθηκε βοτάνι
γιὰ τὴν πληγή της πραϋντικό.
Πάνωθε ἀστράφτει ὡς πορσελάνη
τοῦ θόλου μας τὸ κρύο γλαυκό –
πίδακας ἡ κραυγή μου φτάνει
καὶ σπάει σὲ κλάμα τραγικό.

Μὰ ὥς μὲ ραντίζει τὸ νερό
τῶν ἴδιων μου ὀφθαλμῶν θαρρῶ
πὼς τὸν καημό μου ὁ κόσμος κλαίει
τὰ δάκρυά μου τὰ καυτά
στὰ δυό μου χέρια τ’ ἀνοιχτά
τὰ δέχομαι γιὰ οὐράνια ἐλέη.

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Μεταμέλεια

Ἀπόψε εἰπα πὼς μ’ εἶχες πιὰ κερδίσει,
ποὺ ρόδισαν οἱ πόθοι μου ὅλοι ἀνθοί∙
μὰ πρὶον ἤ ὁ ἀλέκτωρ τρίς φωνήσῃ
Κύριέ μου, σὲ εἶχα πάλι ἀπαρνηθῆ!

Μὲ κουφοκαῖνε ἀκόμη πάθη, μίση –
δέν ἔχουν οἱ ἁμαρτίες μου πιὰ σωθῆ;
Τῆς χάρης σου ἀν ἀνοίξῃ μόνο ἡ βρύση,
τότε κ’ ἡ ὑδρία μου ἴσως πληρωθῇ!..

Τὸ τί ἐμαρτύρησα ἀπ’ τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἄδεια ἄφησα τὴ νυφική μας κλίνη
κι ἀρνήθηκα στὰ μάτια νὰ σὲ δῶ!

Κοίταξε, ἄν δέν πιστεύῃς, τὶς πληγές μου!
Δώσ’μου τὸ χέρι σου... νά, ἐδῶ κ’ ἐδῶ!..
Λοιπόν; Μ’ ἀναγνωρίζεις τώρα; Πές μου!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀντιστροφὴ

Ἔτσι οἱ ἄγγελοι ὅλοι τραγουδοῦσαν μέσα μου ἕνα βράδυ:
...Ὅλα εἶναι πόθος ὀμορφιᾶς, κ’ εἶναι ὀμορφιᾶς προσπάθια
κ’ οἱ πόλεμοί σας κ’ οἱ ἔχθρητες κι ὅλα σας τ’ ἄγρια πάθια!
Μέσα μου ἔτσι τραγούδαγαν οἱ ἄγγελοι κάποιο βράδυ…
Κι ὁ σατανᾶς ἀπ’ τῆς ἠχῶς κάγχαζε τὸ πηγάδι:
Τῆς Κόλασής μου ἡ πεῖνα εἰστε, τοῦ Ἅδη κατακάθια!..
Μὰ ξαναπαῖρναν τὴ στροφὴ ἔτσι οἱ ἄγγελοι στὸ βράδυ:
...Ὅλα εἶναι πόθος ὀμορφιᾶς, κ’ εἶναι ὀμορφιᾶς προσπάθια!

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Σκοτάδι

Πόσους θανάτους νὰ σκορπᾶ τὸ κάθε νέο μας βῆμα;..
Πόσες πληγές ἀγνώριστες τριγύρω μας τὸ χέρι
στὴν πιό ἀθώα του κίνηση ν’ ἀνοίγῃ – ποιός τὸ ξέρει
πόσους θανάτους νὰ σκορπᾶ τὸ κάθε νέο μας βῆμα;..
Τι ἴσως βαραίνει τὸ καλό περσότερο ἀπ’ τὸ κρῖμα
κ’ ἡ ἁμαρτία στοὺς οὐρανοὺς νὰ λάμπῃ σὰν ἀστέρι…
Πόσους θανάτους νὰ σκορπᾶ τὸ κάθε νέο μας βῆμα;..
Καὶ τί κακό νὰ προξενῇ τ’ ἀνύποπτό μας χέρι;..

- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἀρχαῖες ναυαγισμένες πολιτεῖες...

Ἀρχαῖες ναυαγισμένες πολιτεῖες...
τὴν παντοδυναμία μᾶς ἀφηγοῦνται τῆς σιωπῆς,
τὶς ξαφνικές της πλημμυρίδες μέσα ἀπὸ τὰ τείχη τους…
Στοιβάζεται τὸ χιόνι τοῦ καιροῦ πάνω στὸ στῆθος της,
παγετῶνες ταξιδεύουν μ’ ἀργή κίνηση,
οἱ χιλιετίες...
Ἀπ’ τῆς σιωπῆς τὸ χῶρο τὸν πρωταρχικό
ὅλα κινοῦν καὶ πάλι μέσα του ἐπιστρέφουν
ὅλα ζυγιάζονται πάνω στὴ χάλκινη ἀσπίδα της
τὰ λόγιά μας, τὰ βήματα
κ’ οἱ πιό ἀπόκρυφοί μας λογιμοί.
Τίποτα δὲν μπορεῖ ν’ ἀπολεσθῇ
οὔτε κρυφό δάκρυ οὔτε φύλλο δέντρου
οὐδε ὄμβρος ἐπὶ τὸν χόρτον...

Ἡ ἱερή της νύχτα τώρα γέμισε ἀκοές
καὶ βλέμματα ἱεροσύλων.
Ἀχνίζει στὶς πεδιάδες τῶν ἀθώων ἡ σφαγή,
ποὺ τὸν καθρέφτη θόλωσε τοῦ φεγγαριοῦ –
ἐξαγορά γιὰ τὴν ἀνίερη ἐνοχή
ὅτι
_γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε _κ ι _ὅ τ ι _ὑ π ά ρ χ ο υ μ ε.
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -
Ὅταν σὲ κοίταξε...

Ὅταν σὲ κοίταξε, τὸν γνώρισες;
Ἤτανε πρᾶος;
Σοῦ φανέρωσε ἀμέσως τὸ μαχαίρι του;
Σ’ ἄδραξε τραχιά;
Ἀντιστάθηκες;
Ἤ γαλήνια ὑποτάχτηκες καὶ τοῦ ’δωσες τὸ χέρι;..

Κι ὅταν ξεμάκρυνες τόσο πολὺ στὴ νύχτα,
ποὺ τίποτα πιὰ νὰ μὴ σοῦ φέγγῃ –
μαντίλι ἀποχαιρετισμοῦ
εἴτε πουλιοῦ φτερούγα –
ὁ φόβος δέν πάγωσε τὴν καρδιά σου;
Δέν γύρεψες γιὰ στήριγμα ἕνα βλέμμα;
Τὸ πόδι σου δέν σκόνταψε σὲ τόσο σκοτάδι;
Τὸ στῆθος σου πῶς μπόρεσε νὰ βαστάξῃ τόσο κενό;..

Σ’ ἀπογύμνωσαν ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνα;
Ἤ μόνη σου ὅλα τ’ ἄφησες νὰ πέσουν –
ὅπως τὸ δέντρο τὰ ξερά του φύλλα –
τὸ φόβο, τὴ λύπη, τὴν ἐλπίδα;..
Καὶ τὸ σπαθί τῆς Ἀγάπης, κ’ ἐκεῖνο
δέν ἔσκυψε ἕνας ἄγγελος νὰ τὸ σηκώσῃ,
νὰ τὸ ζωστῆ γιὰ τὴ μεγάλη μάχη
ποὺ μὲ τὸ Θάνατο θὰ δώσῃ ἡ Ἀγάπη;..
- - - - - - - - - - - - - - - * - - - -

Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς

Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς εἶναι ἀπὸ κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σὰν ἀπὸ πάγο.
Ἐκεῖ χορεύουνε τὰ πάντα ἀθόρυβα
κι ὅλες οἱ εἰκόνες διαθλῶνται στὸ ἄπειρο.
Τὰ δάκρυα τῶν παιδιῶν καὶ τὰ παράπονα
ἀφήνουν τὸ λεπτό ἦχο τῆς κιθάρας
Τῶν σιωπηλῶν πλασμάτων τὰ χαμόγελα
ρόδινη ἀνταύγεια ὑψώνουν στὰ μεσούρανα
καὶ τὰ βαθιά βλέμματα τῆς ἀγάπης
ἀνάβουν φλόγες πυρκαγιᾶς γαλάζιες.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς ὅ,τι εἶναι γνήσιο
σὰν μιὰ καμπάνα ἀκούγεται γιορτάσιμη
ποὺ ἀνοίγει βουερούς θόλους στὰ οὐράνια.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς συχνά ἀκροάστηκα
τὶς σημένιες κωδωνοκρουσίες
ποὺ ὑψώνει κάποιο σμῆνος γερανῶν.
Σὲ γάμους μυστικούς, σὲ λιτανεῖες,
σὲ τελετὲς οὐράνιες παρευρέθηκα
στὴ χώρα τῆς σιωπῆς πού εἰναι ἀπὸ κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σὰν ἀπὸ πάγο...

Πηγή:poetry-in-greece.blogspot.gr