Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Ήλιος,το πιο λαμπρό αστέρι πηγή έμπνευσης στην ποίηση και τη μουσική...!

Το κάστρο και ο ήλιος”, Πάουλ Κλέε | Art Class Project

“Το κάστρο και ο ήλιος”, Πάουλ Κλέε


Έβλεπα τον ήλιο που ανέβαινε

και δε μου ’λειπε η ελπίδα.

Μα όλο και μ’ έδιωχναν

απ’ το φως της ημέρας

οι άνθρωποι…

Νικηφόρος Βρεττάκος (Απόσπασμα από το ποίημα «Το λυπημένο τραγούδι της νιότης μου» της Συλλογής «Οι γκριμάτσες του ανθρώπου» [1935]).


…Έρχεται ο ήλιος και ζωογονεί τη χτίση, ενώ διαλύεται κ’ η πιο άγρια συννεφιά… …και ο ήλιος, που συντηρεί του κόσμου την ελπίδα, δίχως να βγαίνει ρίχνει κάπου – κάπου το φως του σαν αριές χιονονιφάδες απάνω από τη θάλασσα… Νικηφόρος Βρεττάκος (Αποσπάσματα από το ποίημα «Το ταξίδι του Αρχάγγελου» της ομότιτλης Συλλογής [1938]).  




τα παιδιά ζωγραφίζουν στον τοίχο

Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος
1.Τάνια Τσανακλίδου
Τα παιδιά ζωγραφίζουν στον τοίχο
δυο καρδιές κι έναν ήλιο στη μέση.
Παίρνω φως απ' τον ήλιο και φτιάχνω την αγάπη
και μου λες πως σ' αρέσει.
Τα παιδιά τραγουδούν μες στους δρόμους
κι η φωνή τους τον κόσμο αλλάζει.
Τα σκοτάδια σκορπάνε κι η μέρα λουλουδίζει

 Ένα σύννεφο είν' η καρδιά μου

κι η ζωή μου γιορτή σε πλατεία.
Σ' αγαπώ κι ο απέραντος κόσμος πόσο μοιάζει
με μικρή πολιτεία.



Οδυσσέας Ελύτης – Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ/μόνον ετούτον αγαπώ!»
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ

κατηφοράει στο Ταίναρο

Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.


Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης (Ο ήλιος ο ηλιάτορας, Ίκαρος, 1971)

Μουσική: Δημήτρης Λάγιος Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος & Χορωδία Λαμίας ( Ντουέτο ) Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε χίλιους καπεταναίους τούς αλλάξαμε Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μέσ' στα όλα και περάσαμε Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

Ο ΗΛΙΟΣ

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Από τη μέση του εγκρεμού

στη μέση του άλλου πελάγου

κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Με τα μικρά χαμίνια του

καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές

που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς

και με τα κουκουρίκου τους!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εμείς ψωμί δεν έχουμε

και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φύγανε τα πουλιά γι' αλλού

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό

να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Τέσσερις μήνες χτίζουμε

και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά

στοιχίζει και μια φαμελιά.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Όνειρο πόκανα κρυφά

για τα παιδιά π' ανάθρεφα

Ποιος το 'λεγε πως θε να μου
τα στείλουνε του σκοτωμού.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Άλλος εβγήκε απ' τα βουνά

κι άλλος απ' τα πλεούμενα

με το πουκάμισο χακί

κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
το φως το κόκκινο έριξε

Πήραν να καίγονται οι κορφές
κι όλες οι πάνω γειτονιές.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ωρ' τι 'ναι τούτ' η αποκοτιά

βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά

Πουνέντε και Λεβάντε μου
ένα ραπόρτο κάντε μου.

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ
Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι
κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ

βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά

που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο

κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Παράπονα κι αθιβολές

γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

Γιόμα βράδυ μεσάνυχτα

κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ' αλώνια και στις εμπατές

ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί

στων αστεριών τη χόβολη

και τους μικρούς αγγέλους σταμ

ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

Καημέ που πάρα εβάρυνες
τον κόσμο δεν εμάρανες

Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου
οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ
για λόγου τραγουδά ολονώ.



ΚΟΡΙΤΣΙ

Δύο συ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε Μενεξέ

Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε

Χοπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά

πάνω στη βατομουριά

Το 'να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη

τ' άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει

ΧΟΡΟΣ
Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

ΑΝΕΜΟΙ
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά
Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ
Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
ΧΟΡΟΣ
Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

ΑΝΕΜΟΙ
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά
Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ
Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.



Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.


Στου ήλιου τ' αλώνι - Δήμητρα Γαλάνη Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Στίχοι: Νίκος Γκάτσος. Από το δίσκο: Της γης το χρυσάφι. Στου ήλιου τ' αλώνι αυγή ξημερώνει κι εσύ με τη νύχτα καρδιά μου πολεμάς χτυπά μια καμπάνα, μην κλαις δόλια μάνα της γης το χρυσάφι δεν ήτανε για μας. Πού πάτε καράβια και τρένα κι αδέρφια μου εσείς πικραμένα γιατί με ξεχάσατε εμένα στην έρμη του κόσμου γωνιά. Χτυπά μια καμπάνα, μην κλαις δόλια μάνα της γης το χρυσάφι δεν ήτανε για μας αυγή ξημερώνει στου ήλιου τ' αλώνι κι εσύ με τη νύχτα πολεμάς. Στου ήλιου την πέτρα τα δάκρυά σου μέτρα και πάψε καρδιά μου χαρά να καρτερείς σταμάτα καμπάνα, μην κλαις δόλια μάνα της μοίρας το δρόμο ν' αλλάξεις δε μπορείς. Πού πάτε καράβια και τρένα κι αδέρφια μου εσείς πικραμένα γιατί με ξεχάσατε εμένα στην έρμη του κόσμου γωνιά. Σταμάτα καμπάνα, μην κλαις δόλια μάνα της μοίρας το δρόμο ν' αλλάξεις δε μπορείς τα δάκρυά σου μέτρα στου ήλιου την πέτρα και πάψε χαρά να καρτερείς.

Κ. Π. Καβάφης - Ο ήλιος του απογεύματος


«Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.

A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.

Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί•
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά• όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε•
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι•
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.

…Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο … Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.»



Μουσική: Νότης Μαυρουδής Στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος Ερμηνεία: Αλεξάνδρα 'Ζωγραφιές απ' το Θεόφιλο', 1976 _________________ Ήλιε, πουλάρι μου καλό για στάσου σε παρακαλώ Ήλιε, σε πίνω και μεθώ τη νύχτα πώς να κοιμηθώ Ήλιε, κρυφά θροΐσματα και γλυκοψιθυρίσματα Ήλιε, ξαπλώνω και κοιτώ τον κόσμο τον πελεκητό Ήλιε, με το χρυσό σκουφί του παραδείσου η οροφή Ήλιε, βαθιά... Ήλιε μου, κάνω υπομονή το πρόσωπό σου να φανεί Ήλιε, αντάρτη τ' ουρανού έχε κι εμένανε στο νου Ήλιε, κρυφά...

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ - Κορίτσι μου σαρακηνό


«Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
ο 
ήλιος που δένει τους καρπούς,
που σφίγγει το στάρι μες στα στάχια,

που ακονίζει τον αθέρα του σίδερου,
έπλασε και το έκπαγλο κορμί σου και τα πάμφωτα μάτια σου,
έπλασε και το στόμα σου με το νερένιο χαμόγελο.
Σκοτεινός, νυχτερινός ο ήλιος νανουρίζεται στους βοστρύχους
της αράπικης χαίτης σου, όταν ανοίγεις εσύ την αγκάλη σου.
Παίζεις με τον ήλιο σα να είναι ρυάκι που κυλάει
κι εκείνος σου αφήνει στα μάτια σου δυο σκούρους νερόλακκους.
Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
τίποτα εδώ δεν με οδηγεί κοντά σου.
Σα πάντα σου με διώχνουνε μακριά, σαν σε καταμεσήμερο.
Είσαι η αλλοπαρμένη νιότη της μέλισσας.
η μέθη των κυμάτων, η ρώμη του καρπισμένου σταχιού.
Η έρημη καρδιά μου σ’ αναζητάει, χωρίς βαρκούλα και πανί.
το αγαπάω εγώ το έκπαγλο σώμα σου,
τη γλυκιά, την απαλή φωνή σου.
Σαρακηνή μου πεταλούδα εσύ, θωπευτική και άτρεπτη
σαν τα γεννήματα και σαν τον ήλιο, σαν παπαρούνα και σα νερό.»

Γιώργος Σεφέρης - Ο δικός μας ήλιος

Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε
ποιός υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιός πεθαίνει;
Μια γυναίκα φώναζε χτυπώντας το στεγνό στήθος της: «Δειλοί
μου πήραν τα παιδιά μου και τα κομμάτιασαν, σεις τα σκοτώσατε
κοιτάζοντας με παράξενες εκφράσεις το βράδυ τις πυγολαμπίδες
αφηρημένοι μέσα σε μια τυφλή συλλογή».
Το αίμα στέγνωνε πάνω στο χέρι που το πρασίνιζε ένα δέντρο
ένας πολεμιστής κοιμότανε σφίγγοντας τη λόγχη που του φώτιζε το πλευρό.
Ήταν δικός μας ο ήλιος, δε βλέπαμε τίποτε πίσω από τα χρυσά κεντίδια1
αργότερα ήρθαν οι μαντατοφόροι λαχανιασμένοι βρόμικοι
τραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητες
είκοσι μερόνυχτα πάνω στη στέρφα γης και μόνο αγκάθια
είκοσι μερόνυχτα νιώθοντας ματωμένες τις κοιλιές των αλόγων
κι ούτε στιγμή να σταματήσουν για να πιουν το νερό της βροχής.
Είπες να ξεκουραστούν πρώτα κι έπειτα να μιλήσουν, σε είχε θαμπώσει το φως.
Ξεψύχησαν λέγοντας: «Δεν έχουμε καιρό» γγίζοντας κάτι αχτίδες·
ξεχνούσες πως κανείς δεν ξεκουράζεται.
Ούρλιαζε μια γυναίκα: «Δειλοί» σαν το σκυλί τη νύχτα
θα ήταν ωραία κάποτε σαν εσένα
με στόμα υγρό, τις φλέβες ζωντανές κάτω απ’ το δέρμα
με την αγάπη.
Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μας· τον κράτησες ολόκληρο δε θέλησες να μ’ ακολουθήσεις
κι έμαθα τότε αυτά τα πράγματα πίσω από το χρυσάφι και το μετάξι·
δεν έχουμε καιρό. Σωστά μιλήσαν οι μαντατοφόροι.




Αγγελος Σικελιανός - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα·
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·

σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

Ομπρός, οι δημιουργοί!... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα...
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα,
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!...

Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση·
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!...
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα!

Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι...
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου...
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη...
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει,
και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα πέρατα της Οικουμένης...

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος...
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα·
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»





Το χάραμα επήρα του Ήλιου το δρόμο κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο κι απ' όπου χαράζει ως όπου βυθά Παράμερα στέκει ο άντρας, και κλαίει αργά το τουφέκι σηκώνει, και λέει: Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ Της μάνας ως λαύρα τα τέκνα τριγύρου φθαρμένα και μαύρα σαν ήσκιους ονείρου λαλεί το πουλάκι στου πόνου τη γη και βρίσκει σπυράκι και μάννα φθονεί

Διονύσιος Σολωμός - Ελεύθεροι πολιορκημένοι

Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,

Κρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο
Κι απ’ όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.


"Στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλληκαρά και μορφονιέ, γεια σου, Καλέ, χαρά σου".
"Μ΄ όλο που τότ΄ ασάλευτος στο νου μ΄ ο νιος εστήθη
Κι΄ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη".
(Ελεύθεροι Πολιορκημένοι - β΄ σχεδίασμα)

 Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα παλικάρια τα καλά, μ' απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει 


Γιάννης Ρίτσος (απόσπασμα απ' το ποίημα Ρωμιοσύνη)

I

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.



Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.

Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.

Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

VI

Ἔτσι μὲ τὸν ἥλιο κατάστηθα στὸ πέλαγο ποὺ ἀσβεστώνει τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ τῆς μέρας
λογαριάζεται διπλὰ καὶ τρίδιπλα τὸ μαντάλωμα καὶ τὸ βάσανο τῆς δίψας
λογαριάζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ἡ παλιὰ λαβωματιὰ
κ᾿ ἡ καρδιὰ ξεροψήνεται στὴν κάψα σὰν τὰ βατικιώτικα κρεμμύδια μπρὸς στὶς πόρτες.

Ὅσο πᾶνε τὰ χέρια τους μοιάζουνε πιότερο τὸ χῶμα
ὅσο πᾶνε τὰ μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τὸν οὐρανό.

Ἀδείασε τὸ κιοῦπι μὲ τὸ λάδι. Λίγη μοῦργα στὸν πάτο. Κι ὁ ψόφιος ποντικός.
Ἀδείασε τὸ κουράγιο τῆς μάνας μαζὶ μὲ τὸ πήλινο κανάτι καὶ τὴ στέρνα.
Στυφίζουν τὰ οὖλα της ἐρμιᾶς ἀπ᾿ τὸ μπαροῦτι.

Ποῦ λάδι τώρα πιὰ γιὰ τὸ καντῆλι τῆς Ἁγιὰ-Βαρβάρας
ποῦ δυόσμος πιὰ νὰ λιβανίσει τὸ μαλαματένιο κόνισμα τοῦ δειλινοῦ
ποῦ μία μπουκιὰ ψωμὶ γιὰ τὴ βραδιά-ζητιάνα νὰ σοῦ παίξει τὴν ἀστρομαντινάδα της στὴ λύρα.

Στὸ πάνου κάστρο τοῦ νησιοῦ στοιχειῶσαν οἱ φραγκοσυκιὲς καὶ τὰ σπερδούκλια.
Τὸ χῶμα ἀνασκαμμένο ἀπὸ τὸ κανονίδι καὶ τοὺς τάφους.
Τὸ γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο μὲ οὐρανό. Δὲν ἔχει πιὰ καθόλου τόπο
γιὰ ἄλλους νεκρούς. Δὲν ἔχει τόπο ἡ λύπη νὰ σταθεῖ νὰ πλέξει τὰ μαλλιά της.

Σπίτια καμένα ποὺ ἀγναντεύουν μὲ βγαλμένα μάτια τὸ μαρμαρωμένο πέλαγο
κ᾿ οἱ σφαῖρες σφηνωμένες στὰ τειχιὰ
σὰν τὰ μαχαίρια στὰ παΐδια τοῦ Ἁγίου ποὺ τὸν δέσανε στὸ κυπαρίσσι.

Ὅλη τὴ μέρα οἱ σκοτωμένοι λιάζονται ἀνάσκελα στὸν ἥλιο.
Καὶ μόνο σὰ βραδιάζει οἱ στρατιῶτες σέρνονται μὲ τὴν κοιλιὰ στὶς καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν μὲ τὰ ρουθούνια τὸν ἀγέρα ἔξω ἀπ᾿ τὸ θάνατο
ψάχνουνε τὰ παπούτσια τοῦ φεγγαριοῦ μασουλώντας ἕνα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπᾶν μὲ τὴ γροθιὰ τὸ βράχο μήπως τρέξει ὁ κόμπος τοῦ νεροῦ
μὰ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ τοῖχος εἶναι κούφιος
καὶ ξανακοῦν τὸ χτύπημα μὲ τοὺς πολλοὺς γύρους ποὺ κάνει ἡ ὀβίδα πέφτοντας στὴ θάλασσα
κι ἀκοῦν ἀκόμα μία φορὰ τὸ σκούξιμο τῶν λαβωμένων μπρὸς στὴν πύλη.
Ποῦ νὰ τραβήξεις; Σὲ φωνάζει ὁ ἀδερφός σου.

Χτισμένη ἡ νύχτα ὁλόγυρα ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους ξένων καραβιῶν.
Κλεισμένοι οἱ δρόμοι ἀπ᾿ τὰ ντουβάρια.
Μόνο γιὰ τὰ ψηλὰ εἶναι ἀκόμα δρόμος.
Κι αὐτοὶ μουντζώνουν τὰ καράβια καὶ δαγκώνουνε τὴ γλῶσσα τους
ν᾿ ἀκούσουνε τὸν πόνο τους ποὺ δὲν ἔγινε κόκκαλο.

Ἀπάνω στὰ μεντένια οἱ σκοτωμένοι καπετάνιοι ὀρθοὶ φρουροῦν τὸ κάστρο.
Κάτου ἀπ᾿ τὰ ροῦχα τους λυώνουν τὰ κρέατά τους. Ἐι, ἀδέρφι, δὲν ἀπόστασες;
Μπουμπούκιασε τὸ βόλι μέσα στὴν καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στὴ μασκάλη τοῦ ξερόβραχου,
ἀνάσα-ἀνάσα ἡ μοσκοβόλια λέει τὸ παραμύθι - δὲ θυμᾶσαι;
δοντιὰ-δοντιὰ ἡ λαβωματιά σου λέει τὴ ζωή,
τὸ χαμομήλι φυτρωμένο μὲς στὴ λίγδα τοῦ νυχιοῦ σου στὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ ποδαριοῦ
σοῦ λέει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.

Πιάνεις τὸ χέρι. Εἶναι δικό σου. Νοτισμένο ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα.
Δικιά σου ἡ θάλασσα. Σὰν ξερριζώνεις τρίχα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τῆς σιωπῆς
στάζει πικρὸ τὸ γάλα τῆς συκιᾶς. Ὅπου καὶ νᾶσαι ὁ οὐρανὸς σὲ βλέπει.
Στρίβει στὰ δάχτυλά του ὁ ἀποσπερίτης τὴν ψυχή σου σὰν τσιγάρο
ἔτσι νὰ τὴ φουμάρεις τὴν ψυχή σου ἀνάσκελα
βρέχοντας τὸ ζερβί σου χέρι μὲς στὴν ξαστεριὰ
καὶ στὸ δεξί σου κολλημένο τὸ ντουφέκι-ἀρραβωνιαστικιά σου
νὰ θυμηθεῖς πὼς ὁ οὐρανὸς ποτέ του δὲ σὲ ξέχασε
ὅταν θὰ βγάζεις ἀπ᾿ τὴ μέσα τσέπη τὸ παλιό του γράμμα
καὶ ξεδιπλώνοντας μὲ δάχτυλα καμένα τὸ φεγγάρι θὰ διαβάζεις λεβεντιὰ καὶ δόξα.

Ὕστερα θ᾿ ἀνεβεῖς στὸ ψηλὸ καραοῦλι τοῦ νησιοῦ σου
καὶ βάζοντας καψοῦλι τὸ ἄστρο θὰ τραβήξεις μία στὸν ἀέρα
πάνου ἀπὸ τὰ τειχιὰ καὶ τὰ κατάρτια
πάνου ἀπὸ τὰ βουνὰ ποὺ σκύβουν σὰ φαντάροι πληγωμένοι
ἔτσι μόνο καὶ μόνο νὰ χουγιάξεις τὰ στοιχειὰ καὶ νὰ τρυπώσουν στὴν κουβέρτα τοῦ ἴσκιου -
θὰ ρίξεις μίαν ἴσα στὸν κόρφο τ᾿ οὐρανοῦ νὰ βρεῖς τὸ γαλανὸ σημάδι
σάμπως νὰ βρίσκεις πάνου ἀπ᾿ τὸ πουκάμισο τὴ ρώγα τῆς γυναίκας ποὺ αὔριο θὰ βυζαίνει τὸ παιδί σου
σάμπως νὰ βρίσκεις ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια τὸ χεροῦλι τῆς ἐξώπορτας τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ σου.







Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Το αρχαιότερο τραγούδι είναι ελληνικό...!

Seikilos score.svg
Φωτό: από την https://el.wikipedia.org/

Όσο ζεις λάμπε,καθόλου μη λυπάσαι.Για λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του".


Κι όμως, το αρχαιότερο τραγούδι είναι ελληνικό που έχει διασωθεί ολόκληρο και μπορούμε να τ' ακούσουμε. Είναι ο “Επιτάφιος” σε στίχο και μουσική του Μικρασιάτη Σείκιλου.



Επιτάφιος του Σείκιλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Σείκιλος έζησε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας κατά το 200 μ.Χ. Είναι γνωστός για το αρχαιότερο παγκοσμίως γνωστό τραγούδι, του οποίου σώζονται πλήρως και οι στίχοι και η μουσική.

Η μουσική στήλη

Ο Σείκιλος έγραψε το τραγούδι του μετά το 200 μ.Χ. σε επιτύμβια κυλινδρική στήλη που έχει ύψος 40 εκατοστά και περιέχει στην κοινή ελληνική της ελληνιστικής εποχής ένα επίγραμμα δώδεκα λέξεων και ένα μέλος (τραγούδι) δεκαεφτά λέξεων μαζί με τη μουσική του. Στην κορυφή της στήλης, το επίγραμμα αναφέρει τον άνθρωπο που το έγραψε, καθώς και το σκοπό για τον οποίο το έγραψε:

ΕΙΚΩΝ Η ΛΙΘΟΣ ΕΙΜΙ. ΤΙΘΗΣΙ ΜΕ ΣΕΙΚΙΛΟΣ ΕΝΘΑ ΜΝΗΜΗΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥ ΣΗΜΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΝ (Εγώ η πέτρα είμαι μια εικόνα. Με έβαλε εδώ ο Σείκιλος ως διαχρονικό σήμα αθάνατης μνήμης).

Στη μέση υπάρχουν οι στίχοι του τραγουδιού μαζί με τα σύμβολα της μελωδίας, η οποία είναι του λεγόμενου φρυγικού τύπου:

ΟΣΟΝ ΖΗΣ ΦΑΙΝΟΥ,
ΜΗΔΕΝ ΟΛΩΣ ΣΥ ΛΥΠΟΥ.
ΠΡΟΣ ΟΛΙΓΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΖΗΝ,
ΤΟ ΤΕΛΟΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΑΙΤΕΙ.

Απόδοση στη νέα Ελληνική
Όσο ζεις λάμπε,
καθόλου μη λυπάσαι.
Για λίγο διαρκεί η ζωή,
ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του.

( Και σε λογοτεχνική μετάφραση του Σωτήρη Κακίση :

Γέλα και γλέντα όσο ζεις,

η λύπη μη σε παίρνει.

Γιατί είναι λίγη η ζωή,

κι ο χρόνος την τελειώνει. )

Ο «επιτάφιος» του Σείκιλου, σε αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία.

Στο κάτω μέρος της στήλης αναγράφεται η αφιέρωση ΣΕΙΚΙΛΟΣ ΕΥΤΕΡΠΗΙ (Ο Σείκιλος στην Ευτέρπη), αλλά δεν γίνεται κατανοητό εάν πρόκειται για τη σύζυγο, την ερωμένη, τη φίλη, την αδελφή ή την κόρη του, ή και απλώς την Μούσα της μουσικής. Το μήνυμα αυτό αντιστοιχεί στο επικούρειο απόφθεγμα «όσο ζούμε πρέπει να χαιρόμαστε όπως οι θεοί» γιατί ο θάνατος είναι το τέλος και δεν υπάρχει συνέχεια. Εμφανώς επικούρεια είναι όλα τα αναφερόμενα συστατικά του μέλους: η ηδονή της ζωής, η αταραξία, καθώς και το τελικό όριο της ζωής, ο θάνατος.

Η επιτύμβια στήλη ανακαλύφθηκε το 1883 στην τουρκική πόλη Αϊδίνιο, όπως είναι το σύγχρονο όνομα των αρχαίων Τράλλεων. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 η στήλη χάθηκε και πολλά χρόνια αργότερα ξαναβρέθηκε σε έναν κήπο τουρκικού σπιτιού. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού είχε κόψει τη βάση της στήλης για να την χρησιμοποιήσει ως βάζο για λουλούδια. Σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας στην Κοπεγχάγη. Πιστά αντίγραφά του υπάρχουν σε διάφορα μουσεία.


πηγή:https://el.wikipedia.org/wiki



Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Αρχαία Γέρασα, η ελληνική πόλη στην Ιορδανία, που μετονομάστηκε σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ.

 

φωτό: από ένα οδοιπορικό μου στην Ιορδανία κάποια Χριστούγεννα

Αρχαία Γέρασα, η αρχαία ελληνική πόλη στην Ιορδανία που μετονομάστηκε σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ. Η πόλη που εξαιτίας του πλούτου της την αποκαλούσαν “Πομπηία της Μέσης Ανατολής”, που υπήρχε περιβαλλοντική μέριμνα και επιβάλλονταν πρόστιμα σε όποιον την ρύπαινε.

φωτό: από ένα οδοιπορικό μου στην Ιορδανία κάποια Χριστούγεννα


φωτό: από ένα οδοιπορικό μου στην Ιορδανία κάποια Χριστούγεννα


Η Γέρασα ήταν σπουδαία αρχαία ελληνική πόλη στη Δεκάπολη της Κοίλης Συρίας. Βρισκόταν μεταξύ της Πέλλας και της Φιλαδέλφειας. Ήταν κτισμένη στις όχθες του ποταμού Χρυσορρόα (σημ. Barada).

Ο πλούτος της πόλης έμεινε στην ιστορία, ώστε να ονομάζεται "Πομπηία της Μέσης Ανατολής". Ο ιστορικός των Ελληνιστικών χρόνων Πολύβιος παρομοιάζει με στρατόπεδο (δύο κύριες λεωφόροι που την χώριζαν σε σχήμα σταυρού, σε τετράγωνα, τερμάτιζαν σε πύλες. Η Αγορά βρισκόταν στην μια πλευρά του κυρίου δρόμου, αλλά ποτέ πάνω σε αυτόν. Στις πλευρές της είχε στοές και άλλα δημόσια κτήρια. Η τέταρτη πλευρά της ήταν ανοικτή στον κύριο δρόμο. Οι δρόμοι είχαν ωραία πλακόστρωση κι αυστηρά πρόστιμα επιβάλλονταν για την ρύπανσή τους). Πράγματι η Γέρασα είχε δύο κάθετους, προς την κεντρική λεωφόρο δρόμους, οι οποίοι χώριζαν την πόλη σε 6 μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα. Η κεντρική λεωφόρος φέρει διπλή επιβλητική κορινθιακή κιονοστοιχία και ωραίο πλακόστρωτο που ακόμη σώζεται σε καλή κατάσταση.

Αρχαίες ελληνικές επιγραφές από την πόλη, αλλά και φιλολογικές μαρτυρίες τόσο του Ιαμβίχου, όσο και του Μεγάλου Ετυμολογικού, συνδέουν την ίδρυση των Γεράσων με τον Μεγάλο Αλέξανδρο, ή τον στρατηγό του, Περδίκκα, που εγκατέστησε εκεί παλαίμαχους Μακεδόνες στρατιώτες. Το γεγονός αυτό θα έλαβε χώρα κατά την άνοιξη του 331 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έφυγε από την Αίγυπτο, διέτριψε στην Συρία και μετά κατευθύνθηκε για τη Μεσοποταμία. Το γεγονός αυτό συνδέεται με την επανάσταση των Σαμαρειτών οι οποίοι έκαψαν ζωντανό τον Μακεδόνα στρατηγό Ανδρόμαχο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς τους τιμώρησε ξανακτίζοντας τη Σαμάρεια ως ελληνική πόλη. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η περιοχή περιήλθε στον Πτολεμαϊκό έλεγχο και με τη μάχη του Πανείου (198 π.Χ.) στους Σελευκίδες. Κατά την συνήθεια των Ελλήνων ηγεμόνων της Συρίας, η Γέρασα μετονομάστηκε στο εξής σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ. Πιθανόν να την ξαναέκτισε ή ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας μετά την μάχη του Πανείου, ή ο Αντίοχος Δ' Επιφανής που προήλασε ως την Αίγυπτο.

πηγή:https://el.wikipedia.org/




Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Ραλλού Καρατζά,Ισαβέλλα Θεοτόκη-Albriggi,Πετρεττίνι Μαρία, Ελληνίδες της διασποράς

φωτο: https://www.searchculture.gr/
Ελληνίδες της διασποράς που με την παιδεία τους διακρίθηκαν και τις τίμησε η Ευρώπη. Ελληνίδες που έδωσαν για την πατρίδα τους νου, ψυχή, πλούτη και δράση. Ελληνίδες όπως η Ραλλού Καρατζά , η πρωτοπόρος σκηνοθέτης που δημιουργεί το 1817 στο Βουκουρέτσι το θεατράκι της "Ερυθράς Κρήνης". Η Ισαβέλλα Θεοτόκη-Albriggi η ξενιτεμένη Ελληνίδα Κερκυραία συγγραφέας που ανέπτυξε πολύχρονη φιλία με τον λόρδο Βύρωνα.Η Πετρεττίνη Μαρία, η διανοούμενη και  πεζογράφος. που το έργο της επαινέθηκε έχοντας μεγάλη απήχηση στους Ιταλικούς πνευματικούς κύκλους.

















Τα παρακάτω κείμενα είναι απ' το βιβλίο της Αγγελικής Στεργίου Ελληνίδες της Διασποράς, εκδοτικός οίκος ΑΝΔΡΟΝΑΚΗ.


























































































πηγή: Ελληνίδες της Διασποράς,  βιβλίο της Αγγελικής Στεργίου,εκδοτικός οίκος ΑΝΔΡΟΝΑΚΗ.