Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Ιστορικά κτίρια της Αθήνας...

Άραγε πόσοι από εμάς  ξέρουμε την ιστορία των κτιρίων αυτής της πόλης όταν την περπατούμε; Ποια  ιστορία κρύβει το Μέγαρο Αθηγένους; Τι στεγάζει σήμερα η οικία του Ελεύθερου Βενιζέλου; Η οικία Κλεάνθη μήπως φιλοξένησε   το πρώτο πανεπιστήμιο της Αθήνας; Καλή ξενάγηση!





Το Μέγαρο Αθηνογένους (αγγλ. Athinogenis Mansion), ένα από τα επιβλητικότερα κτήρια της αθηναϊκής αστικής τάξης στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α', βρίσκεται στην οδό Σταδίου αριθ. 50 στο κέντρο της Αθήνας, δεύτερο κτήριο μετά το παρακείμενο Παλαιό Βασιλικό Τυπογραφείο.
Ανήκε στην οικογένεια Αθηνογένους, παλιά αθηναϊκή οικογένεια συγγενική ως προς αυτήν του Στέφανου Σκουλούδη. Ο τελευταίος είχε παντρευτεί την Μαρία Αθηνογένη, αδελφή του Γεώργιου Αθηνογένη, πατέρα των Ιωάννη και Στέφανο Αθηνογένη, οι οποίοι και ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι του Στέφανου Σκουλούδη. Το Μέγαρο Αθηνογένους οικοδομήθηκε ανάμεσα στα έτη 1875-1880, σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Πιάτ (Piat), όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Κ. Μπίρης στο έργο του "Αι Αθήναι" (1966). Ο Πιάτ είχε έρθει στην Αθήνα το 1869 προκειμένου να συνεργαστεί με τον συμπατριώτη του επιχειρηματία Σολέ (Chollet), ο οποίος το 1870 είχε συμβληθεί με το ελληνικό Δημόσιο για τη διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, έργο όμως που τελικά δεν υλοποιήθηκε.
Ο Πιάτ παρέμεινε και εργάστηκε στην Αθήνα κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, χτίζοντας πολλά αρχοντικά της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης. Μεταξύ αυτών, αν και υπάρχει διχογνωμία σ' αυτό, ήταν το Μέγαρο Σκουλούδη στην Πλατεία Συντάγματος, κατεδαφισμένο από τη δεκαετία του '30, δίπλα στη "Μεγάλη Βρετανία", όπου βρίσκεται σήμερα το πρώην ξενοδοχείο "Κινγκ Τζωρτζ" (King George), καθώς και το Μέγαρο Βούρου στο Σύνταγμα (κατεδαφισμένο από το 1960), όπου στεγαζόταν για χρόνια το ιστορικό καφενείο του "Ζαχαράτου" και βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο "Athens Plaza", που χτίστηκαν και τα δύο συγχρόνως το 1873.
Εντούτοις, ο καθηγητής του ΕΜΠ Μάνος Μπίρης δέχεται στο βιβλίο του "Μισός αιώνας αθηναϊκής αρχιτεκτονικής" (1987), ότι τόσο το Μέγαρο Αθηνογένους όσο και τα μέγαρα του Σκουλούδη και του Βούρου στο Σύνταγμα ήταν έργα του Γάλλου αρχιτέκτονα Εζέν Τρουμπ (Eugene Troumpe), που εργαζόταν κι αυτός εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.
Το Μέγαρο Αθηνογένους εκφράζει αρχιτεκτονικά τη μετάβαση από την προηγούμενη φάση του κλασικισμού σε εκλεκτικιστικές μορφές και γαλλικές επιρροές νεο-μπαρόκ, συμβαδίζοντας με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις της εποχής. Η μνημειακή πρόσοψη του κτηρίου συνδυάζει τη νεοκλασική σύνθεση με τις ιωνικές παραστάδες με στοιχεία γαλλικού νεο-μπαρόκ.
Το Μέγαρο Αθηνογένους στέγασε στα τέλη του 19ου αιώνα την πρώτη Οθωμανική Τράπεζα στην Ελλάδα. Σήμερα, το μέγαρο αυτό, με ζωή 130 και πλέον χρόνων, ερειπωμένο και μισοκαμένο από την πυρκαγιά του Μαΐου του 2004, έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.
Η Οικία Ελευθερίου Βενιζέλου, όπου στεγάζεται σήμερα η Βρετανική Πρεσβεία, βρίσκεται στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και της οδού Λουκιανού 2 στην Αθήνα, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Πτωχοκομείου και απέναντι από το κτιριακό συγκρότημα του Βυζαντινού Μουσείου.

Το Μέγαρο Βενιζέλου

Η νεοκλασική κατοικία του Ελευθερίου Βενιζέλου (1863 ή 1864 - 1936) οικοδομήθηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου μεταξύ των ετών 1930 – 1932 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά (1862 – 1937) και για λογαριασμό της Έλενας Σκυλίτση, προοριζόμενη για κατοικία του συζύγου της Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος δεν διέθετε μέχρι τότε ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα.
Η οικία Βενιζέλου χρησιμοποιήθηκε για μερικά μόνο χρόνια και συνδέθηκε με αρνητικά γεγονότα για τον Έλληνα πολιτικό, όπως η απώλεια των εκλογών του 1932, η απόπειρα δολοφονίας του το 1933, το αποτυχημένο κίνημα του 1935 και με αποκορύφωμα την αυτοεξορία του στη Γαλλία, όπου και απεβίωσε στις 18 Μαρτίου 1936.
Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Έλενα Σκυλίτση πώλησε την κατοικία τους στη Βρετανική κυβέρνηση και έκτοτε στέγασε εκεί τη Βρετανική Πρεσβεία. Από τη δεκαετία του 1960 στεγάζει την πρεσβευτική κατοικία, ενώ η πρεσβεία εγκαταστάθηκε σε παρακείμενο νεόδμητο κτήριο.

Ο Άγιος Νικόλαος του Πτωχοκομείου

Με την πρώην κατοικία του Ελευθερίου Βενιζέλου συνορεύει ο Ναός του Αγίου Νικολάου του Πτωχοκομείου, που βρίσκεται στη γωνία της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και της οδού Πλουτάρχου, ο οποίος είχε οικοδομηθεί το 1876 στον περίβολο του Πτωχοκομείου των Αθηνών, το κτήριο του οποίου δεν υφίσταται σήμερα.
Ο ναός ανεγέρθηκε σε νεοβυζαντινό ρυθμό από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο (1810 - 1878). Πρόκειται για εκκλησία του τύπου σταυροειδούς μετά τρούλου, με εμφανή βυζαντινά μορφολογικά στοιχεία, που αναβιώνουν τη ναοδομία της βυζαντινής παράδοσης.




Το ξενοδοχείο Βύρων
Το Ξενοδοχείο «Βύρων» είναι ένα από τα παλαιότερα και πιο ιστορικά ξενοδοχεία της Αθήνας. Βρίσκεται στη γωνία της οδού Αιόλου 38 με την πλατεία της Αγίας Ειρήνης. Με ιστορία 170 ετών, λειτούργησε ως ξενοδοχείο αρχικά με την επωνυμία «Η Ανατολή» και από τα τέλη του 19ου αιώνα ως «Βύρων».
Το ξενοδοχείο «Βύρων» οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1833 και 1839 και η αρχιτεκτονική του, όπως σημειώνει σε άρθρο της η Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, «εκφράζει μια πρώιμη νεοκλασική άποψη με έμφαση στη δωρικότητα και την απλότητα».
Ήταν το πιο αριστοκρατικό ξενοδοχείο της εποχής, ενώ οι δεξιώσεις που δίνονταν σ’ αυτό αποτελούσαν μεγάλο κοσμικό γεγονός της αθηναϊκής κοινωνίας. Υποστηρίζεται ότι φιλοξένησε το Λόρδο Βύρωνα, αλλά πιθανόν και τον Όθωνα, όταν είχαν έρθει στην Αθήνα. Για ένα διάστημα, μεταξύ των ετών 1839 και 1842, είχε στεγάσει το αστρονομικό και μετεωρολογικό παρατηρητήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό τον αστρονόμο και καθηγητή των φυσικομαθηματικών Γεώργιο Βούρη (1802 – 1860).
Στο ισόγειο του ξενοδοχείου στεγάστηκαν κατά διαστήματα διάφορα εμπορικά καταστήματα, όπως σήμερα τα εμπορικά ενδυμάτων και φυτοφαρμάκων. Το 1987 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο ιστορικό μνημείο.




Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου, μετέπειτα ανάκτορο του 'Οθωνα, στην Αθήνα, Πλατεία Κλαυθμώνος
Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου βρίσκεται εκεί που λειτουργεί σήμερα το "Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών" στην Οδό Παπαρρηγοπούλου αριθ. 7 στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Το αρχοντικό αυτό ανήκε στο μεγαλέμπορο από τη Χίο Σταμάτιο Δεκόζη Βούρο (Χίος 1792 - Αθήνα 1881), του οποίου ο πατέρας Κοζής Βούρος σκοτώθηκε από τους Τούρκους κατά τις φοβερές σφαγές της Χίου το 1822.
Ο Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος, φυγάδας από τη Χίο, εγκαταστάθηκε πρώτα στη Βιέννη και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, συνεχίζοντας τις εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, ο Βούρος αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Από το 1832 έφυγε από τηνΚωνσταντινούπολη, όπου διέμενε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, ιδρύοντας τραπεζικό οίκο και ασχολούμενος με οικονομικές επιχειρήσεις.
Στην Αθήνα, πρωταρχικό μέλημα του Βούρου ήταν η οικοδόμηση του σπιτιού του. Εκείνη την εποχή το οικιστικό σχέδιο της Αθήνας ήταν τελείως αδιαμόρφωτο. Πολύ σύντομα όμως η πόλη θα αλλάξει μορφή και η ανοικοδόμηση της ερειπωμένης πόλης θα ξεκινήσει με αρχοντικά και σπίτια που άρχισαν να χτίζουν Ευρωπαίοι και Έλληνες ομογενείς που επέστρεφαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Στα 1834 αρχίζει και η διάνοιξη της οδού Σταδίου.
Το αρχοντικό Δεκόζη Βούρου είναι από τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν στην Αθήνα στα 1833/34. Τα σχέδια του αρχοντικού εκπονήθηκαν από τους Γερμανούς αρχιτέκτονες Λύντερς (G. Lueders) και Χόφερ (J. Hoffer) και αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Η περιοχή της πλατείας Κλαυθμώνος, όπου χτίστηκε το αρχοντικό, ήταν τότε τελείως ασχημάτιστη. Το αρχοντικό, όταν περατώθηκε η κατασκευή του, ήταν το πιο αξιόλογο κτίσμα που υπήρχε στην κατεστραμμένη πόλη.
Το αρχοντικό του Δεκόζη Βούρου είναι ένα απλό διώροφο κτίριο με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της κλασικιστικής αθηναϊκής κατασκευής. Εξωτερικά έχει κεραμωτή στέγη, μια μαρμάρινη βάση και το μπαλκόνι με τα λεπτοδουλεμένα φουρούσια.

Εγχάρακτη επιγραφή στην είσοδο του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, Πλατεία Κλαυθμώνος
Στα 1836, ο βασιλιάς Όθων, επιστρέφοντας από το Μόναχο μετά το γάμο του με την Αμαλία, χρησιμοποίησε ως προσωρινή κατοικία τη "Μεγάλη Οικία" Βούρου στην τότε οδό Νομισματοκοπείου και ήδη Παπαρρηγοπούλου αριθ. 7 και τη διπλανή οικία του Γ. Αφθονίδη (που δεν υπάρχει σήμερα), συνδέοντας μεταξύ τους με στοά τα δύο αυτά αρχοντικά. Ο Όθων και η Αμαλία έμειναν σ' αυτό το "Παλιό Παλάτι", όπως το αποκαλούσαν αργότερα οι Αθηναίοι, από το 1836 μέχρι το 1843. Διαμόρφωσαν μάλιστα και ένα κήπο μπροστά στο παλάτι, από τον οποίο προήλθε ο σημερινός κήπος της Πλατείας Κλαυθμώνος.
Η βασιλική αυτή κατοικία μεταφέρθηκε το 1843 στο νεόχτιστο τότε κτίριο των Ανακτόρων, έργο του Γερμανού αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Γκαίρτνερ (Friedrich Gaertner), όπου στεγάζεται σήμερα η Βουλή των Ελλήνων.
Το 1859, ο Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος έχτισε δίπλα στο σπίτι του, στον αριθ. 5 της οδού Παπαρρηγοπούλου, ένα δεύτερο αρχοντικό, για κατοικία του γιου του Κωνσταντίνου Βούρου, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γεράσιμου Μεταξά, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Σήμερα, το αρχοντικό του Δεκόζη Βούρου στεγάζει από το 1980 το "Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών", που ίδρυσε ο Λάμπρος Ευταξίας, δισέγγονος του Σταματίου Δεκόζη Βούρου.
Το Μέγαρο Καντακουζηνού, κτίσμα της οθωνικής εποχής, που οικοδομήθηκε στα 1883-35 και διατηρείται μέχρι σήμερα στη συνοικία του Μεταξουργείου στην Αθήνα, ανήκε στο Φαναριώτη πρίγκιπα Γεώργιο Καντακουζηνό.
Με την προοπτική ότι η ανάπτυξη του κέντρου της Αθήνας θα γινόταν γύρω από την περιοχή του Κεραμεικού, όπου ο διάσημος Έλληνας αρχιτέκτων Σταμάτης Κλεάνθης σχεδίαζε να γίνουν τα βασιλικά ανάκτορα και το διοικητικό κέντρο της πόλης, ο πρίγκιπας Καντακουζηνός αγόρασε στην περιοχή που λεγόταν Χρισμένο Λιθάρι, το σημερινό Μεταξουργείο, ένα μεγάλο οικόπεδο, όπου θα έχτιζε ένα συγκρότημα που θα περιελάμβανε την κατοικία του και ένα μεγάλο γωνιακό κτίριο με εμπορικά καταστήματα στο ισόγειο, κατά τα πρότυπα των μεγάλων πόλεων της Ευρώπης.
Την οικοδόμηση του Μεγάρου Καντακουζηνού ανέλαβε ο Δανός αρχιτέκτων Κρίστιαν Χάνσεν (Christian Hansen, 1803 - 1883). Ο Χάνσεν είχε φθάσει στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1833 με υποτροφία της πατρίδας του και αναζητώντας δουλειά ανέλαβε την ανέγερση του οικοδομικού συγκροτήματος του πρίγκιπα Καντακουζηνού.
Σε ένα γράμμα που έστειλε ο Χάνσεν από την Αθήνα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας στις 8 Ιουλίου 1834, γράφει για το οικοδόμημα του Καντακουζηνού:
    Ήμουνα πολύ τυχερός που βρήκα δουλειά, αφού η υποτροφία μου του δεύτερου εξαμήνου έχει καθυστερήσει. Έτσι έκανα τα σχέδια ενός μεγάλου γωνιακού κτιρίου με καταστήματα στο ισόγειο και κοιτώνες στον όροφο. Αυτό τον καιρό έχω την επίβλεψη αυτής της οικοδομής.    
Οι παρεμβάσεις όμως του Καντακουζηνού στα αρχιτεκτονικά σχέδια του Χάνσεν δημιούργησαν τριβές στις σχέσεις τους. Ο Χάνσεν δεν δέχτηκε να αλλάξει τα αρχικά σχέδιά του και τελικά παραιτήθηκε. Σε άλλη πάλι επιστολή του προς την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας, με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 1835, ο Χάνσεν γράφει:
    Δυστυχώς έχω απογοητευτεί από ένα μέρος της δουλειάς μου. Θα γνωρίζετε ότι άρχισα να κτίζω μια οικοδομή με καταστήματα στο ισόγειο κι επάνω σοφίτες - mezzanin - για να μένουν οι έμποροι. Τη δουλειά αυτή μου είχε αναθέσει ένας πρίγκιπας από τη Βλαχία. Για κακή μου τύχη όμως ο πρίγκιπας αυτός χρησιμοποίησε τους χειρότερους εργάτες που θα μπορούσε να βρει, με αποτέλεσμα η όλη εργασία να μην είναι ικανοποιητική. Επιπλέον θέλει να προσθέσει έναν όροφο, κι έτσι θα καταστραφεί όλη μου η δουλειά. Του εξήγησα τότε πως εγώ δεν πρόκειται να βάλω το όνομά μου σ' ένα τέτοιο σχέδιο και συγχρόνως δήλωσα την παραίτησή μου από κάθε οικοδομική εργασία.    
Μετά την παραίτηση του Χάνσεν, η οικοδόμηση του κτιρίου εγκαταλείφθηκε. Το 1840, το μισοτελειωμένο μέγαρο-εμπορικό κέντρο του Καντακουζηνού αγοράστηκε από την αγγλική εταιρεία "Αύγουστος Μπρούμε και Σία", με σκοπό να λειτουργήσει ως εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων. Το εργοστάσιο εξοπλίστηκε με τα αναγκαία μηχανήματα, αλλά σύντομα σταμάτησε τη λειτουργία του, αφού η αγγλική εταιρεία κήρυξε πτώχευση.
Στα 1854, το συγκρότημα Καντακουζηνού, που περικλειόταν από τις οδούς Μεγάλου Αλεξάνδρου, Μυλλέρου και Γιατράκου, αγοράστηκε από τη "Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος", που ανήκε στον Αθανάσιο Δουρούτη (1816 - 1901), Ηπειρώτη στην καταγωγή και διακεκριμένη προσωπικότητα της κοινωνίας της Αθήνας. Εκεί λειτούργησε μέχρι το 1875 το πρώτο ατμοκίνητο "μεταξοκλωστήριο" στην Ελλάδα.
Από το εργοστάσιο αυτό, ένα από τα πρώτα δείγματα της δουλειάς του Χάνσεν στην Ελλάδα, πήρε το όνομά της και η σημερινή συνοικία του Μεταξουργείου.
Η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ, ένα από τα πιο ιστορικά κτίρια της Αθήνας, κτισμένη κάτω από την Ακρόπολη στην καρδιά της Πλάκας, επί της οδού Θόλου. Από το 1837 μέχρι το 1842, στέγασε το πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας, του «Οθώνειο Πανεπιστημίου», το σημερινό Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο για την ιστορία του πανεπιστήμιου.
Το σπίτι κατοικήθηκε από τον Μακεδόνα αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη και τον Βαυαρό συνάδελφο και συνεργάτη τουΕδουάρδο Σάουμπερτ. Η γραφική οικία των Κλεάνθη - Σάουμπερτ, με την ιδιότυπη αρχιτεκτονική της, κτισμένη σε ρυθμό αθηναϊκού σπιτιού της εποχής με ρομαντικά στοιχεία, με τις τζαμαρίες και τις ταράτσες της, τα κολονέτα και την αυλή της, ξεχωρίζει και επιβάλλεται με το μέγεθος και το ύψος της στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Το κτίριο αυτό αποτελεί ιστορικά και αρχιτεκτονικά ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της Αθήνας.
Η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ "υπήρξε το ενδιαίτημα των ξένων αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων που παρεπιδημούσαν τότε στην Αθήνα, όπως των αρχιτεκτόνων Λύντερς και Χριστιανού Χάνσεν, του αρχαιολόγου Λουδοβίκου Ρος και άλλων".

Ιστορία

Το 1828, ο Κλεάνθης μαζί με τον Σάουμπερτ, με παρότρυνση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ήρθαν στην Ελλάδα για την ανέγερση νέων κτιρίων. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Λούντβιχ Ρος, ερχόμενος να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, γράφει στις "Αναμνήσεις" του:

    Ο μελλοντικός καλός μου φίλος Σάουμπερτ από το Μπρεσλάου, ένας μαθητής του Σίνκελ, ήταν στην ίδια Σχολή με τον Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη, που ήρθε από την Ιταλία στην Ελλάδα απ' το 1828 κιόλας. Σε λίγο κατέφθασε και ο αρχιτέκτων Λύντερς απ' τη Λειψία   
Οι δυο αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι Κλεάνθης και Σάουμπερτ, όταν έφθασαν στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1831 για τη σύνταξη του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου των Αθηνών, αγοράζουν από την Τουρκάλα Σαντέ Χανούμ ένα μεγάλο οικόπεδο ψηλά στο "Ριζόκαστρο" με ερειπωμένη παλιότερη κατοικία. Ήταν ένα παλιό σπίτι, ίσως παλαιότερο κι από τον ΙΗ' αιώνα. Οι δυο αρχιτέκτονες και συνεργάτες, δίχως να γκρεμίσουν το ερειπωμένο σπίτι που υπήρχε, το επισκεύασαν και το επέκτειναν, χρησιμοποιώντας το ως κατοικία και γραφείο τους.
Ο Λούντβιχ Ρος γράφει: "Ο Σάουμπερτ είχε κιόλας αγοράσει στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης μερικά τούρκικα ερείπια και τα αναστήλωσε. Ζούσε σ' ένα απ' αυτά μαζί με τον Κλεάνθη. Το σπίτι αργότερα, στα 1837, χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση του πρώτου Πανεπιστημίου του Όθωνα".
Επιγραφή Οικίας Κλεάνθη (Παλιό Πανεπιστήμιο)
Το 1837, οι δυο αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ νοίκιασαν τη μεγάλη αυτή κατοικία τους στο Δημόσιο για να στεγασθεί εκεί το "πρώτο Ελληνικό Πανεπιστήμιο". Έγινε το πρώτο Πανεπιστήμιο της μετεπαναστατικής Αθήνας από το 1837 μέχρι το 1842, με την ονομασία "Οθώνειον Πανεπιστήμιον".
Ο Λούντβιχ (Λουδοβίκος) Ρος περιγράφει με περισσή ενάργεια στις "Αναμνήσεις" του τα σχετικά με την ίδρυση, τους εορτασμούς, τους πανηγυρικούς λόγους που εκφωνήθηκαν και το κλίμα που επικρατούσε κατά την ημέρα των εγκαινίων του Πανεπιστημίου:
    Εκείνο που έλειπε τώρα ήταν ένα κατάλληλο κτίριο. Ελλείψει αυτού νοικιάστηκε το σπίτι του φίλου μου Σάουμπερτ. Ήταν ανάμεσα στο ύψωμα του Πάνα και της Αγραύλου. Η μεγαλύτερη του αίθουσα, με ευρεία θέα της πόλης και της πεδιάδας και παραπέρα ως την Πάρνηθα... Αλλά χωρίς μια πανηγυρική θρησκευτική τελετή το πράγμα δεν μπορούσε να γίνει. Ο ιδρυτής του Πανεπιστημίου, που είχε δώσει το βασιλικό του όνομα, καθόρισε την ημέρα των εγκαινίων... Έτσι έγιναν τα εγκαίνια του Πανεπιστημίου του "Όθωνος". Το Πανεπιστήμιο αυτό το εγκαινίασα εγώ από απόψεως μαθημάτων, δίνοντας μια διάλεξη μερικές μέρες αργότερα - 22 Απριλίου/10 Μαΐου 1837...Έκανα μια διάλεξη με θέμα τον Αριστοφάνη, μιλώντας για τα έργα του "Αχαρνής" και "Ιππής", με 30 περίπου ακροατές.    
Ο Χρ. Εμ. Αγγελομάτης αποκαλεί το "Παλιό Πανεπιστήμιο", όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ, ως "το καταφύγιο της επιστήμης στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνος" και δίνει μια περιγραφή από την πρώτη ημέρα που άρχισε η λειτουργία του στα 1837:
    Άνθρωποι από κάθε γωνιά του ελληνισμού, φουστανελάδες με ροζιασμένα χέρια, αγωνιστές που στο πέρασμά τους νόμιζες πως σκόρπιζε η μυρουδιά της μπαρούτης, εφτανησιώτες με τις βελάδες και τα ψηλά τους καπέλλα, βρακάδες με ρούχα τριμένα από τη φτώχεια, σκαρφάλωναν στην πλαγιά του Ριζόκαστρου να ιδούν το θαύμα πραγματοποιημένο...'Ανθρωποι που είχαν φθάσει σε ηλικία τέτοια που θα λέγονταν σήμερα "ώριμοι άντρες" με γένεια ολόγυρα στα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα, παλληκάρια με λιγδωμένες μπροστέλες, παιδιά ακόμα, παίρνουν με ευλαβική σιγή θέση στις αίθουσες κι ακούνε την παράδοση... Άκουαν το μάθημα με τα μάτια θαμπωμένα.    
Το 1856, ο Κλεάνθης πούλησε το σπίτι της οδού Θόλου σε ιδιώτη από την Κρήτη, ενώ στα 1868 χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση προσφύγων από το νησί. Στη συνέχεια, απαλλοτριώνεται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και το 1963 κηρύσσεται διατηρητέο. Τελικά, το Πανεπιστήμιο Αθηνών αποκτά οριστικά την ιδιοκτησία του τον Απρίλιο του 1967. Σήμερα στεγάζει ένα πολιτιστικό κέντρο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων στην οδό Ακαδημίας, έχουν τοποθετηθεί (1973) προτομές από μάρμαρο του Σταμάτη Κλεάνθη και του Εδουάρδου Σάουμπερτ, φιλοτεχνημένες από το γλύπτη Φάνη Σακελλαρίου (1916 - 2000).
Το νεοκλασικό Αρχοντικό του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, σημαντικής προσωπικότητας της πολιτικής ζωής της χώρας, είχε χτιστεί στα μέσα του 19ου αιώνα. Βρίσκεται στην πλατεία που έχει σήμερα το όνομά του, την Πλατεία Κουμουνδούρου (νυν Πλατεία Ελευθερίας), στο σύνορο που χωρίζει την παλιά πόλη της Τουρκοκρατίας από τη νεότερη της οθωνικής εποχής.
Το Αρχοντικό του Κουμουνδούρου ήταν κέντρο κοινωνικής επαφής της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της Αθήνας, γνωστό για τις πολιτικές συναθροίσεις, αλλά και τις περιβόητες δεξιώσεις και τις χοροεσπερίδες.
Απέναντι από το Μέγαρο του Κουμουνδούρου, στην οδό Κραναού αριθ. 5, είναι και το αρχοντικό που χτίστηκε το 1840 από τον Γεώργιο Αργυρόπουλο, γόνο βυζαντινής οικογένειας, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έως το 1973, το μέγαρο του Κουμουνδούρου στέγασε το 9ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησαν αξιόλογα πρόσωπα της δημόσιας και πνευματικής ζωής της χώρας. Ανάμεσά τους ο Δημήτριος Κόρσος, καθηγητής του Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Σταμάτιος Πατάπης, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Σταύρος Πάνος, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, ο Δημήτριος Σφήκας, Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο Ευάγγελος Φλωράτος, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και άλλοι.
Το ιστορικό αρχοντικό του Κουμουνδούρου κατεδαφίστηκε το 1978. Μερικοί τοίχοι του υπάρχουν ακόμα, σαν απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Στο σπίτι αυτό της Πλατείας Κουμουνδούρου πέθανε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος στις 26 Φεβρουαρίου 1883 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Μια χαρακτηριστική προσωπογραφία του Κουμουνδούρου έχει φιλοτεχνηθεί από τον Κεφαλλονίτη ζωγράφο Σπύρο Βικάτο, που βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Το Αρχοντικό Λογοθέτη, κτίσμα της Τουρκοκρατίας, βρίσκεται στο Μοναστηράκι της Αθήνας, απέναντι από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, στην Οδό Άρεως 14. Μια καμάρα της πύλης του αρχοντικού, μια βρύση, ένα λίθινο εξωτερικό κλιμακοστάσιο, που οδηγούσε στο ανώγειο του σπιτιού και μια αυλή, περιτριγυρισμένη από μεταγενέστερα κτίσματα, είναι ό,τι απέμεινε σήμερα από αυτό το αθηναικό αρχοντικό της Τουρκοκρατίας. Μέσα στην αυλή της παλιάς οικίας του Λογοθέτη βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου, που ανήκε στην οικογένεια.
Το Αρχοντικό του Λογοθέτη βρισκόταν απέναντι στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα στην Οδό Άρεως - η οποία τότε λεγόταν "πλατέα ρούγα του Κάτω Συντριβανιού". Εκεί ήταν το θορυβώδες παζάρι της οθωμανικής Αθήνας, όπου, εκτός από μαγαζιά και καφενέδες, υπήρχαν και ιδιωτικές κατοικίες.
Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους (1852 - 1942) αναφέρει στο βιβλίο του "Αι Παλαιαί Αθήναι" (1922) τα εξής: "Ο Προφήτης Ελισσαίος τέλος σώζεται και λειτουργείται κανονικώς. Είναι μάλιστα δημοφιλέστατος εις τας γυναικείας ομάδας και πάντοτε φωτίζει και προστατεύει τα ωραία απομεινάρια του αρχοντικού των Λογοθετών, εις ό περιεκλείετο".
Αλλά και ο αρχαιολόγος και ιστορικός της τέχνης Μανόλης Χατζηδάκης γράφει σ' ένα άρθρο του στο περιοδικό "Καλλιτεχνικά Νέα" (1943):
"'Ομως η μικρή αυτή εκκλησία παρουσιάζει και ενδιαφέρον ιστορικό και αρχαιολογικό αξιόλογο, γιατί, μαζί με το μνημειώδες κλιμακοστάσιο που συνέχεται μ' αυτήν, αποτελεί ένα από τα λίγα παλαιά αθηναϊκά λείψανα. Είναι ό,τι μένει από το μεγάλο αρχοντικό της σημαντικής αθηναικής οικογένειας Χωματιανού Λογοθέτου... Μα και το κτίριο το ίδιο ήταν ένα έξοχο δείγμα της τέχνης των Αθηναίων μαστόρων στον καιρό της Τουρκοκρατίας".
Ο Νικόλαος Λογοθέτης καταγόταν από τη Τζιά και νέος βρισκόταν στη δούλεψη του αρχιναυάρχου του οθωμανικού στόλου Τζανούμ Χότζα, τον οποίο ακολουθούσε στις εκστρατείες του. 'Οταν έπεσε στη δυσμένεια του ναυάρχου, κατέφυγε στην Αθήνα κρυπτόμενος στο μοναστήρι της Πεντέλης. Πανούργος στο χαρακτήρα του και δολοπλόκος, πέτυχε τη συγχώρεση του Τζανούμ Χότζα, παίρνοντας μαζί του μέρος στην άλωση της βενετοκρατούμενης Τήνου. Αργότερα, ήρθε και κατοίκησε στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Βερνάρδου Καπετανάκη, που είχε το κονσουλάτο (προξενείο) της Μεγάλης Βρεττανίας. Κατάφερε τελικά να γίνει και ο ίδιος κόνσολος της Βρετανίας.
Τους ξένους περιηγητές στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, είχε απασχολήσει αρκετά η ασθένεια, ο θάνατος και η κηδεία της θυγατέρας του Αθηναίου άρχοντα Νικολάου Λογοθέτη, γύρω στο 1805. Ο Καμπούρογλους περιγράφει, με περισσή συγκίνηση, το όλο περιστατικό (βλ. Αι Παλαιαί Αθήναι, 1922).
Στα νεότερα χρόνια, στην εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, δίπλα στα ερείπια του αρχοντικού Λογοθέτη, έψαλλαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Στο ναό εκκλησιάζονταν επίσης οι λόγιοι Θ. Βελιανίτης, Παύλος Νιρβάνας, Γ. Τσακόπουλος, Γιάννης Βλαχογιάννης και άλλοι πολλοί θαυμαστές του Παπαδιαμάντη.
Το Μέγαρο Πρόκες - 'Οστεν βρίσκεται στην οδό Φειδίου 3 στην Αθήνα, λίγα κτίρια μετά το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, όπου εγκαταστάθηκε στα νεότερα χρόνια το "Ελληνικόν Ωδείον".
ο Άντον Πρόκες - Όστεν (Anton Prokesch - Osten, 1795 - 1876) ήταν ο πρώτος πρεσβευτής της Αυστρίας στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Ήταν γεννημένος στο Γκρατς της Αυστρίας, από μικροαστική οικογένεια. Υπήρξε ο μόνος εκπρόσωπος των Μεγάλων Δυνάμεων που λάτρευε την Ελλάδα και ως διπλωμάτης και ιστορικός επηρέασε σημαντικά την πολιτική πορεία του νέου ελληνικού βασιλείου.
Ο Πρόκες - 'Οστεν ήταν ενθουσιώδης φιλέλληνας. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, είχε γνωρίσει προσωπικά τους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και τους πολιτικούς της εποχής του, καθώς και το βασιλιά Όθωνα. Τα ημερολόγιά του και τα ταξιδιωτικά απομνημονεύματά του από την Ελλάδα αποτελούν πολύτιμη πηγή της νεοελληνικής ιστορίας. Στα 1867 - 1868 δημοσίευσε σε έξι τόμους το έργο Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων και η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, βασισμένο σε διπλωματικά έγγραφα και προσωπικές εμπειρίες. Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1876 στη Βιέννη και τάφηκε στο Κοιμητήριο του Αγίου Λεονάρδου στο Γκρατς.
Ο Δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν μας δίνει στο "Οδοιπορικό" του από την Ελλάδα μια λεπτομερή προσωπογραφία του Πρόκες - 'Οστεν:
"Ο πιο ενδιαφέρων απ' τους διπλωμάτες της Αθηναϊκής Αυλής ήταν ένας πρώην Αυστριακός υπουργός, ο Πρόκες - Όστεν... Ο Άντον Πρόκες γεννήθηκε στο μικρό κτήμα του πατέρα του στο Γκρατς... Η θάλασσα του άνοιξε την όρεξη για ταξίδια, κι αφού ενδιαφερόταν πάντα τόσο πολύ για τον ελληνικό λαό, πήγε στην Ελλάδα... Μετά την απελευθέρωση των Ελλήνων κάλεσαν τον Πρόκες πίσω στη Βιέννη]. Ο αυτοκράτορας του έδωσε έναν τίτλο ευγενείας και πρόσθεσε στο όνομά του το Όστεν (Osten), μια που τα κατορθώματά του στην Ανατολή του χάρισαν αυτή τη διάκριση".
Στις 29 Ιουλίου 1833, ο Πρόκες - Όστεν διορίζεται πρεσβευτής της Αυστρίας στην ελευθερωμένη Ελλάδα. Και μένει σ' αυτήν ως τους πρώτους μήνες του 1849, οπότε μεταφέρθηκε στο Βερολίνο. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1834, αφού είχε φθάσει στην Ελλάδα, σημείωνε στο ημερολόγιό του:

Εγώ, εγώ που θα έδινα την ψυχή μου για την ανάσταση της Ελλάδας, ελπίζω λίγα από από τον λαό αυτόν...Αλλά γνωρίζω πως ο δρόμος για τη βελτίωση περνάει από την ανεξαρτησία, και μόνο μεσ' απ' αυτήν.
Και όταν φθάνει στην Αθήνα, η εμφάνιση της πόλης, όπως σημειώνει, τον απογοητεύει:
"Η Αθήνα δεν είναι παρά ένας σωρός βρώμικα συντρίμμια, αραδιασμένα γύρω από μερικά μεγαλόπρεπα κατάλοιπα, που διακόπτονται από καμιά εκατοπενηνταριά προχειροχτισμένα σπίτια."
Όταν όμως συναντήθηκε αργότερα με το βασιλιά Όθωνα, απευθύνθηκε σ' αυτόν με τα παρακάτω λόγια:
"Βλέπω τη Μεγαλειότητά σας να κατοικεί ανάμεσα σ' ερείπια, θαυμάσια κάποτε, μα πρόσφατα φτωχικά...Η μεγαλειότητά σας όμως καλείται να χρησιμοποιήσει το κατάλληλο υλικό που υπάρχει στον ελληνικό λαό για να ανοικοδομήσει τη νέα χώρα και να εξαλείψει τα θλιβερά ίχνη των βάρβαρων εποχών."
Το μέγαρο του Πρόκες - Όστεν στην ελληνική πρωτεύουσα, που στέγαζε και την αυστριακή πρεσβεία, ήταν ένα γνωστό σαλόνι της εποχής που συγκέντρωνε με πρωτοβουλία του την κοινωνική, πολιτική και καλλιτεχνική αφρόκρεμα της νεοσύστατης πρωτεύουσας. Για το μέγαρο του Πρόκες - Όστεν υπάρχει μια γλαφυρότατη περιγραφή από τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν:
"Ένα από τα κτίρια στην άκρη της Αθήνας προς την Πάρνηθα είναι μια απλή, γεμάτη αρχοντιά βίλα... νομίζεις, βλέποντας την καλογυαλισμένη σκάλα με το χαλί από πάνω ως κάτω, πως βρίσκεσαι σ' έναν εξοχικό πύργο κοντά στην αυτοκρατορική πόλη του Δούναβη. Όταν μπεις μέσα στα καλόγουστα δωμάτια, θα δεις σύγχρονες rococo κουνιστές καρέκλες, θαυμάσιους καθρέπτες και ζωγραφιές...Βρισκόμαστε στο σπίτι του Πρόκες - Όστεν και της καλλιεργημένης και πανέξυπνης γυναίκας του. Τίποτε δεν θυμίζει εδώ πως η Αθήνα γεννιέται τώρα. Εδώ μέσα η Αθήνα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Νεάπολη, τη Βιέννη και την Κοπεγχάγη."
Σχετικά με τα νέα κτίρια της Αθήνας, υπάρχει μια ανακοίνωση της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης (1837), όπου αναφέρεται στο μέγαρο του Πρόκες - Όστεν, ως "ένα από τα στολίδια της Αθήνας".
Το μέγαρο του Πρόκες - Όστεν υπάρχει σήμερα ερειπωμένο στην οδό Φειδίου 3 και στέγαζε παλαιότερα το Ελληνικό Ωδείο. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης Π. Κ. Ενεπεκίδης, "ο σημερινός θεατής του είναι αδύνατο να φαντασθεί πόση ελληνική ιστορία και πόση μουσική έζησε εκεί μέσα".
Η Οικία Χατζηκυριάκου, αξιόλογο δείγμα αθηναϊκής κατοικίας της οθωνικής εποχής, βρίσκεται στην οδό Μάρκου Αυρηλίου αριθ. 1 στην Πλάκα, στο λιθόστρωτο πεζόδρομο απέναντι από τους "Αέρηδες".
Το κτήριο οικοδομήθηκε το 1843, όπως αναγράφεται και στη σιδεριά του μπαλκονιού του, και ήταν κατοικία του Ιωάννη Χ. Χατζηκυριάκου. Ο Ιωάννης Χατζηκυριάκος ήταν Σμυρναίος βαμβακέμπορος, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του Μαρία (Μαριγώ) Δημητροπούλου από την Τρίπολη ίδρυσαν το 1889 το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων στον Πειραιά, που λειτουργεί μέχρι σήμερα με την επωνυμία "Χατζηκυριάκειο 'Ιδρυμα Παιδικής Προστασίας". Το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο θεμελιώθηκε το 1883 από τη βασίλισσα Όλγα και αποπερατώθηκε το 1897, ενώ ο Χατζηκυριάκος ζούσε ακόμη. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν το 1903, οπότε άρχισε και η λειτουργία του.
Η διώροφη αυτή κατοικία, με την τοξωτή είσοδο, το ξύλινο μπαλκόνι, την κεραμοσκεπή και τα περσιδωτά παράθυρα, δίχως εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία, αποτελεί εξαιρετικό δείγμα ιδιωτικής κατοικίας στα πρώτα χρόνια της απελευθερωμένης Αθήνας. Διατηρεί τον ιστορικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και το ρυθμολογικό ύφος της πλακιώτικης κατοικίας στα χρόνια του Όθωνα.
Η Οικία Χατζηκυριάκου έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης με αξιόλογα αρχιτεκτονικής μορφής στοιχεία και ιστορικό διατηρητέο μνημείο των νεότερων χρόνων. Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε στα πιο πρόσφατα χρόνια ως εργαστήριο και κατοικία του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου μέχρι το θάνατό του, το 1937.
Πηγή: Βικιπαίδεια


Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Η ωραιότερη λέξη της ελληνικής γλώσσας....













Η ωραιότερη λέξης της ελληνικής γλώσσας!
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
«Ποία είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;» αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998) πριν από περίπου 80 χρόνια και ξεκινούσε ένα όμορφο δημοσιογραφικό παιχνίδι, δημοσιεύοντας τις απόψεις των σπουδαιότερων λογοτεχνών, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών της εποχής· μιας εποχής κατά την οποία κυρίως ο κόσμος των Τεχνών και των Γραμμάτων ερωτοτροπούσε με τη γλώσσα μας, επηρεασμένος σαφώς από την εθνική πολιτική και τον αστικό εκσυγχρονισμό της σχολικής γνώσης που διαμόρφωνε τη νέα ελληνική γλώσσα.
Νομοσχέδια και γλωσσο-εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από το 1913 και εντεύθεν, καθώς και το νεοφιλελληνικό γλωσσικό κίνημα που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό –κυρίως στη Γαλλία με αιχμή την ίδρυση του Ινστιτούτου της Σορβόνης (1920) από τον Hubert Pernot (1870-1946)– έδιναν νέες διαστάσεις στην ευρεία κατανόηση και διάδοση του ελληνικού πνεύματος τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη.
Την ώρα που το παιχνίδι αυτό παιζόταν στον Τύπο της Γαλλίας, στην Ελλάδα ο Π. Χάρης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στον τόπο μας ακόμη και η καθημερινή γλώσσα χώριζε τους ανθρώπους σε στρατόπεδα, καλούσε τους διανοούμενους να απαντήσουν. Έτσι, ο Κωστής Παλαμάς απάντησε ότι η ωραιότερη λέξη είναι ο «δημοτικισμός», ο Γρηγόρης Ξενόπουλος έβρισκε γοητεία στη λέξη «αισιοδοξία», ο Σπύρος Μελάς χωρίς δισταγμό έβρισκε πιο ελκυστική τη λέξη «ελευθερία» και ο στιλίστας Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξήρε την ομορφιά της λέξης «μοναξιά». Ο ζωγράφος και καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Ουμβέρτος Αργυρός επέλεγε τη λέξη «χάρμα» διότι, όπως υποστήριζε, δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα και στα πέντε γράμματά της κλείνει ό,τι χίλιες άλλες λέξεις μαζί.
Ο Σωτήρης Σκίπης ανέσυρε τη λέξη «απέθαντος» από τα βυζαντινά κείμενα, διαχωρίζοντάς την από τη λέξη «αθάνατος», και ο Παντελής Χορν δήλωσε παντοτινή προτίμηση στη λέξη «νειάτα». Ο αλησμόνητος Αθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, παρά τα χρόνια του, προτιμούσε τη λέξη «ιμερτή», δηλαδή την αγαπητή, την ποθητή. Ο θεατράνθρωπος Νικόλαος Λάσκαρις τη «ζάχαρη», ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος τη λέξη «χίμαιρα», ο ζωγράφος Παύλος Μαθιόπουλος το «φως» και ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος τη λέξη «ουσία». Ο Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Κ. Αποστολίδης), προφανώς επηρεασμένος από τον τόπο του (Σκόπελο), αγαπούσε τη λέξη «θάλασσα». Οι ζωγράφοι αποκάλυπταν τις ευαισθησίες τους: Ο Δημήτριος Γερανιώτης ήθελε την «αρμονία», ο Κωνσταντίνος Παρθένης την «καλημέρα» και ο Δημήτριος Μπισκίνης το «όνειρο».
Ως προς τις γυναίκες που κυριαρχούσαν στην πνευματική ζωή η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη ήθελε «πίστη», ενώ η 25χρονη ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία έμελλε να δολοφονηθεί άδικα στα Δεκεμβριανά του 1944, δήλωνε πως «η λέξις που περικλείει τα περισσότερα πράγματα, τα πάντα θα έλεγα, είναι η λέξις «ΖΩΗ»»! Η ιατρός και συγγραφέας Άννα Κατσίγρα ήθελε «χαρά» και η καθηγήτρια του Ελληνικού Ωδείου Αύρα Θεοδωροπούλου αναζητούσε την «καλοσύνη». Ενδιαφέρουσες όμως ήταν και οι απαντήσεις των πολιτικών του 1933: Ο στρατιωτικός και Πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάς προτιμούσε το «εμπρός», ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τη λέξη «μάννα» και ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης τη λέξη «φιλότιμο» διότι εκφράζει έναν ολόκληρο ηθικό κόσμο και δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα του κόσμου. Ο αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος Ιωάννης Σοφιανόπουλος πρότασσε την «ανατολή» και ο ιδρυτής του ίδιου κόμματος Αλέξανδρος Μυλωνάς τη λέξη «πόνος».
Αισιοδοξία, ελευθερία, μοναξιά, νειάτα, ιμερτή, θάλασσα, αρμονία, καλημέρα, όνειρο, πίστη και ζωή είναι λέξεις με τις οποίες πορευόταν η Ελλάδα πριν από ογδόντα χρόνια. Ατένιζε την έξοδο από την οικονομική κρίση, έπαιζε με τη ζωντανή ελληνική γλώσσα και επέτρεπε στην παγκόσμια κοινότητα να βαφτίζεται στα νάματά της.
Πηγή:mikros-romios.gr

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Οι μουσικοί του δρόμου...

 Οι μουσικοί του δρόμου πίσω από τα στερεότυπα
Παπαντωνίου Κ.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 30/12/2012





Κάπου ανάμεσα στις πολυτελείς βιτρίνες της Ερμού και το διψασμένο για κατανάλωση πλήθος, ανακαλύπτεις τον λόγο που όσο τη διασχίζεις, αισθάνεσαι πρωταγωνιστής σε φιλμ. Ένα soundtrack που γράφεται εκείνη τη στιγμή από τους μουσικούς του δρόμου. Άλλοτε σε μελαγχολεί και άλλοτε σου δίνει μια σπρωξιά για να συνεχίσεις κεφάτα τη μέρα σου. Το βράδυ πάλι, όταν τα ρολά είναι κατεβασμένα και δεν κυκλοφορεί ψυχή, ακούς κάποιον να γρατζουνά μια κιθάρα με ρεπερτόριο από το «Wish you were here» των Pink Floyd μέχρι τα μπλουζ του Howlin Wolf, ερωτεύεσαι τις δοξαριές του τσέλου, χάνεσαι στις παρτιτούρες ενός πιανίστα παρακάτω. Η ψυχή του δρόμου μένει πάντα ζωντανή. Ακόμα κι όταν βρέχει θα δει κανείς στημένα αναλόγια. Κάπως στριμωγμένα κάτω από τα υπόστεγα, αλλά πάντα υπάρχει παρουσία. "Είμαστε κάπως παρεξηγημένοι. Υπάρχουν πολλοί που δεν έχουν σε ιδιαίτερη υπόληψη αυτό που κάνουμε. Πέρα όμως από την ανάγκη για χρήματα που έχουν κάποιοι, για τους περισσότερους είναι επιλογή. Είναι κάτι που μας αρέσει", λέει ο Άγγελος Κυπριανός, γνωστός ως Remi και ένας από τους πολλούς μουσικούς του δρόμου.

"Ξεκίνησα να παίζω στον δρόμο, όταν ήμουν στον στρατό. Χρειαζόμουν χρήματα και βρήκα αυτό τον τρόπο. Από την πρώτη στιγμή όμως, μ' άρεσε. Όσο περνούσε ο καιρός δενόμουν όλο και πιο πολύ με αυτή τη διαδικασία". Ο ίδιος προτιμά να παίζει το πρωί. Άλλωστε "υπάρχει αλληλεγγύη. Ένας κώδικας του δρόμου που μεταφράζεται σε αμοιβαία συνεννόηση και σεβασμό. Κανονίζουμε κάποια ωράρια, ούτως ώστε να μην δημιουργείται μπέρδεμα και να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Δεν πάμε να παίξουμε όλοι μαζί στα ίδια σημεία, τις ίδιες ώρες. Θα προκαλούνταν πανικός".
Η συνεχής συναναστροφή με τον κόσμο του έχει αφήσει μοιρασμένες εντυπώσεις. "Υπάρχουν φορές που ο κόσμος κοντοστέκεται, δείχνει ενδιαφέρον, αλλά και πολλές που μοιάζει υπνωτισμένος. Ίσως λόγω των όσων συμβαίνουν".
Η υπόθεση του να βγει κάποιος στον δρόμο εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει δύσκολη. Η πραγματικότητα όμως είναι κάπως διαφορετική. Πέρα από τα φυσικά εμπόδια (καιρικές συνθήκες, δυσκολίες κάποιες φορές στο στήσιμο των οργάνων), υπάρχει και η... ΕΛ.ΑΣ. "Δεν μας συμπαθεί ιδιαιτέρως. Θυμάμαι κάποια στιγμή που έρχεται προς το μέρος μου ένας αστυνομικός και τον βλέπω να σιγοτραγουδά τους στίχους ενός κομματιού μου. Μου ζητάει να τα μαζέψω. Οφείλω να ομολογήσω πως ένιωσα... περίεργα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να εξοργιστώ".


"Στην Ελλάδα η αστυνομία μάς διώχνει, στη Νορβηγία μάς βοηθά"

Στο εξωτερικό η αντιμετώπιση είναι διαφορετική. "Στη Νορβηγία οι αστυνομικοί όχι μόνο δεν μας έδιωχναν, αλλά μας έλεγαν πού μπορούσαμε να βγάλουμε περισσότερα χρήματα! Στην Ολλανδία μπορούσαμε να παίξουμε ελεύθερα, αλλά μόνο σε πλατείες. Στη Γαλλία πάλι δίνεται σχετικό επίδομα, που σε βοηθά αρκετά". Φυσικά υπάρχουν και... χειρότερα παραδείγματα από αυτό της Ελλάδας. "Στην Αγγλία ο κόσμος είναι αρκετά ψυχρός. Επίσης είναι αρκετά δύσκολο να παίξεις. Ας πούμε, για να τραγουδήσεις στο μετρό, χρειάζεται να περάσεις από οντισιόν. Και μιλάμε για μια λίστα αναμονής κοντά στα δυο χρόνια!" Ποιοι είναι όμως αυτοί που κρύβονται πίσω από τους μουσικούς του δρόμου; "Μπορεί να είναι μουσικοί μέχρι κάποιους πιτσιρικάδες που ψάχνουν χαρτζιλίκι. Μπορεί να είναι άνθρωποι που απλώς ψάχνουν να βρουν μια διέξοδο, αλλά και άνθρωποι που το βλέπουν σαν μια αγαπημένη συνήθεια που δεν υποκαθιστά κάτι". Η διαφορετική τους καταγωγή και κουλτούρα έχει συμβάλει καταλυτικά στο να ενώσουν πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς. "Το 30% μόνο είναι Έλληνες. Συναντά κανείς ανθρώπους από διάφορες χώρες. Γι' αυτό τον λόγο και μπορείς να ακούσεις ρεμπέτικα, folk αγγλόφωνη μουσική, instrumental συνθέσεις, ρέγκε, ακόμα και κλασική μουσική".
Ο Remi θέλησε να κλείσει με μια διήγηση. Ένα περιστατικό που τον σημάδεψε και δεν ξεχνά, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει. "Μια μέρα στη Νορβηγία, έβρεχε καταρρακτωδώς. Παίζαμε κάτω από ένα υπόστεγο. Δεν πέρναγε καθόλου κόσμος. Αραιά και πού μόνο. Κάποια στιγμή βλέπω απέναντι ένα κοριτσάκι 10 χρονών. Μας κοίταγε αρκετή ώρα. Είχε γίνει μούσκεμα. Κάποια στιγμή όμως, ήρθε και μου άφησε στη θήκη της κιθάρας μια μπλε καρδιά σε αυτοκόλλητο. Αυτή την καρδιά την κρατώ ακόμα. Την έχω κολλημένη στην κιθάρα μου από τότε. Κάποια στιγμή θέλω όλες τις ιστορίες που έχω μαζέψει από τον δρόμο να τις κάνω βιβλίο"

"Από τις... κλωτσιές σε μια γλυκιά αγκαλιά"

Βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού και η κρίση τον... έσπρωξε στο κενό. Εν μία νυκτί έχασε τη δουλειά του. Η ζωή του Φώτη Μπασούκου άλλαξε δραματικά. Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που άρχισαν να πλήττουν την οικογένεια του, γέννησαν συγκρούσεις και οδήγησαν στη διάλυσή της. "Θυμήθηκα όμως το... πιάνο. Αυτό μου έδωσε ελπίδα. Είχα σπουδάσει, πήρα πτυχία, αλλά ποτέ μου δεν δούλεψα ως μουσικός. Πάντα χρειαζόμουν άμεσα το μεροκάματο...", λέει αρχικά και ρωτά ευγενικά αν μ' ενοχλεί να παίζει παράλληλα.
Είχε στήσει το αρμόνιό του κοντά στον ηλεκτρικό σταθμό του Νέου Ηρακλείου. "Κάθε λεπτό για μένα είναι σημαντικό", εξηγεί και προσθέτει πως "δεν βγάζω πολλά λεφτά, αλλά είναι απαραίτητα. Έχω δύο παιδιά, σπουδάζουν και προσπαθώ να βοηθάω όσο μπορώ".
Ο κ. Φώτης είναι 56 ετών. Άλλαξε πολλά επαγγέλματα και ήλπιζε πως στο ξενοδοχείο που εργαζόταν τελευταία είχε βρει το λιμάνι του. "Ήμουν κοντά στη σύνταξη. Ήλπιζα ότι θα ξεκουραστώ. Από τη άλλη, σκέφτομαι βέβαια ότι και αυτοί που δικαούνται σύνταξη δεν την παίρνουν". Παρά τις δυσκολίες, οι οποίες "είναι πολλές, είτε λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, είτε λόγω του θορύβου, είτε επειδή η αστυνομία θέλει να φύγω από το σημείο που παίζω, το απολαμβάνω". Και το εννοούσε. Κάθε του λέξη δεν έβγαινε με πικρία. "Σημασία έχει να είσαι καλά στην υγεία σου. Τα υπόλοιπα παλεύονται". Κάτι που επίσης τον κάνει να χαμογελά είναι "η ανταπόκριση του κόσμου. Είχα μάθει να τρώω... κλωτσιές και παρατηρήσεις όταν ήμουν υπάλληλος σε διάφορες εταιρείες. Νόμιζα πως έτσι ήταν η ζωή. Τώρα καταλαβαίνω πως είναι πολύ πιο όμορφη. Δεν το κάνω μόνο για τα λεφτά. Με γεμίζει". Όσον αφορά το τι του αρέσει να παίζει, σχολίασε "λατρεύω τα μπλουζ. Ο δάσκαλος που είχα, μου έλεγε 'αν θες να πεθάνεις φτωχός μάθε μπλουζ'. Μπορεί να χει και δίκιο. Αλλά τι σημασία έχει;".

"Για το... χαρτζιλίκι"


Ακόμη είναι πιτσιρικάδες. Ο Σωτήρης κι ο Λευτέρης δεν έχουν την ανάγκη να καλύψουν τα προς το ζην. Ψάχνουν όμως ένα χαρτζιλίκι. "Λίγα χρήματα, ίσα για τα τσιγάρα μας", λέει ο Σωτήρης και συνεχίζει να σιγοπαίζει έναν παλιό τζουρά. Μας διακόπτει ένα τσιγγανάκι. Συνηθίζει να τους κρατά παρέα. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε το ακορντεόν του. "Μου το πήρε η δημοτικιά!", λέει φωναχτά με παράπονο. Τους ρωτάμε αν και οι ίδιοι έχουν ανάλογα προβλήματα, "δεν μας δίνουν και λεφτά, αλλά είναι ευγενικοί μαζί μας", απαντούν. Κάτι παραπάνω από ευγενική είναι η αντιμετώπιση του κόσμου. "Τους αρέσει που παίζουμε ρεμπέτικα. Θυμούνται τα παλιά", σχολιάζει ο Λευτέρης και προσθέτει "μας λένε ωραία λόγια. Είναι και οι εποχές τώρα που συμβάλλουν σε μία νέα στροφή προς το ρεμπέτικο".
Οι ίδιοι θεωρούν πως η μουσική στον δρόμο δεν γίνεται από "ευχαρίστηση. Γίνεται από ανάγκη. Σίγουρα είναι πιο ωραίο να παίζεις όσο θες, να βγάζεις λεφτά και να είσαι αυτόνομος. Όμως αν θες πραγματικά να το ευχαριστηθείς, πας σε μέρη πιο ερημικά. Τουλάχιστον αυτό κάνουμε εμείς". Θεωρούν πως κάποιος μπορεί να ζήσει ως μουσικός του δρόμου. "Τις καλές μέρες μπορεί να βγάλει ο καθένας μας 10 ευρώ την ώρα. Αν κάποιος το κάνει τακτικά, ζει αξιοπρεπέστατα". Αυτός είναι και ένας λόγος που "οι Έλληνες έχουν αυξηθεί. Βρίσκουν μια λύση να βγάλουν κάποια χρήματα. Όχι μόνο όσοι απολύθηκαν, αλλά και άνθρωποι που θέλουν κάτι έξτρα ή, όπως εμείς, ένα χαρτζιλίκι".


"Δεν είναι ζητιανιά"

Σε άλλες χώρες η μουσική στον δρόμο χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης. Στην Ελλάδα παρομοιάζεται με... επαιτεία. "Εμάς μας αρέσει απλώς να παίζουμε. Δεν απαιτούμε από τον κόσμο να μας δώσει χρήματα. Τώρα αν κρίνει ο ίδιος ότι θέλει να αφήσει κάτι, θα είναι χαρά μας. Όπως θα είναι μεγάλη μας χαρά αν χαμογελάσει κάποιος και δείξει ότι του αρέσει αυτό που ακούει", σχολιάζει ο Φώτης. Εδώ και τρία χρόνια κάνει... busking, όπως λέγονται οι τέχνες που γίνονται σε δημόσιους χώρους. Συνηθίζεται, όσοι επιλέγουν να κάνουν street perfomance να αφήνουν μπροστά τους είτε κάποιο άδειο καπέλο είτε κάποια άδεια θήκη κιθάρας. Αν ο κόσμος θεωρεί ότι αξίζει τον κόπο και μπορεί, αφήνει κάποια χρήματα. Δεν πρόκειται όμως για "ζητιανιά. Κάνουμε κάτι δημιουργικό".
Ο Φώτης ξεκίνησε να παίζει πριν τρία χρόνια, κατόπιν παρακίνησης ενός φίλου του από το Εκουαδόρ. "Στη συνέχεια, η παρέα μεγάλωσε. Είμαστε πέντε-έξι άτομα που παίζουμε μαζί. Δεν είναι όλοι Έλληνες. Υπάρχουν και φίλοι μας που είναι από Ισπανία". Τους αρέσει να παίζουν από παραδοσιακά, μέχρι ρέγκε. Μια σύνθεση μουσικών επιρροών, που μετουσιώνονται σε ένα απολαυστικό αποτέλεσμα. Ο κόσμος το απολαμβάνει, οι μπελάδες με την αστυνομία έχουν λιγοστέψει. "Το χαμόγελο του κόσμου μάς δίνει ευχαρίστηση. Μπορείς να βγάλεις κάποιο χαρτζιλίκι από αυτό που κάνεις, όμως το ζουμί βρίσκεται αλλού. Το ζητούμενο για μας είναι να εξελισσόμαστε. Δεν θέλουμε να καταντήσουμε γραφικοί. Σε λίγες μέρες θα αρχίσουμε να δοκιμάζουμε και ένα νέο πρότζεκτ με ντραμς". Πού θα τους βρείτε; Συνήθως στην Ακρόπολη, την Ερμού. Τα δυναμικά πνευστά που χρησιμοποιούν θα σας κατευθύνουν εκεί που πρέπει...
Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μας χωρίς τους μουσικούς του δρόμου ρωτάω τον Remi. "Σίγουρα πιο ήσυχη", μου απαντά και προσθέτει, "φοβάμαι όμως ότι η σιωπή δεν μας κάνει καλό. Ειδικά τώρα... Ο κόσμος πρέπει να αγαπά τη φωνή και να μην την καταχωνιάζει μέσα του. Να μην καταπιέζεται. Να κάνει την ανάγκη, την οργή, την απογοήτευσή του κραυγή. Αν είναι μελωδική, ακόμα καλύτερα".
Πηγή:Αυγή

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Τα παλιά καφενεία και στέκια της Αθήνας...



Μια νοσταλγική ...βόλτα στα ιστορικά καφενεία και στέκια των λογοτεχνών στην παλιά Αθήνα....Καλή περιήγηση....






Ιστορικά καφενεία της Αθήνας: Τα στέκια των λογοτεχνών
Με την καθιέρωση της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεαρού Βασιλείου της Ελλάδος μαζί με τον νεοκλασικισμό θα εισαχθεί από την Ευρώπη και η μόδα των καφενείων. Σύντομα τα ευρωπαϊκού τύπου καφενεία θα αντικαταστήσουν τους τουρκικούς καφενέδες και θα παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην νεώτερη αθηναϊκή ιστορία.Τα πρώτα ευρωπαϊκά καφενεία θα κάνουν την εμφάνιση τους αρχικά στην οδό Αιόλου, όπου και το καφενείον "Η Ωραία Ελλάς" των σχολικών μας βιβλίων. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου αλλά και μεταπολεμικά την σκυτάλη θα πάρουν τα βουλεβάρτα της Αθήνας,  τα οποία θα κοσμήσουν με την παρουσία τους καφενεία που θα εξελιχθούν σε κοσμικά και λογοτεχνικά στέκια. Από τα θρυλικά αυτά στέκια σήμερα ελάχιστα επιβιώνουν, καθώς τα περισσότερα έκλεισαν και τα κτήρια που τα στέγαζαν κατεδαφίστηκαν, όμως τα έργα των θαμώνων τους συνεχίσουν να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Κοσμικά Καφεζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου

Καφενείο του Γιαννάκη, αρχές 20ου αι (Σκίτσο: Κατερίνα Συνοδινού)
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα το βουλεβάρτο της Πανεπιστημίου φιλοξενούσε πλήθος εστιατορίων, καφενείων και ζαχαροπλαστείων όπως το «Πανελλήνιον», το «Ηνωμένα Βουστάσια» και το ζαχαροπλαστείο του «Πετρίτση», το οποίο απαθανάτισε σε πίνακα του ο Παύλος Μαθιόπουλος. Τόσο κατά το Μεσοπόλεμο όσο και κατά τις δεκαετίας του ‘50 και του ’60, η κοσμική Αθήνα θα συνεχίσει να συγκεντρώνεται στα πολυτελή εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου όπως το «Ιντεάλ», και το «Piccadilly», του οποίου την κόκκινη φωτεινή επιγραφή από νέον είχαν αποκαθηλώσει οι φοιτητές σε διαδήλωση για το Κυπριακό, μετονομάζοντας το σε «Κύπρος». Άλλα γνωστά ζαχαροπλαστεία ήταν το «Ρωσικόν» στην Πανεπιστημίου και το «Πέτρογραδ» στην Σταδίου (αρ. 29) τα οποία είχαν ανοίξει κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου από ρώσους πρόσφυγες. Το Πέτρογραδ άνοιξε το 1935 από τον πατέρα του γνωστού συνθέτη και πιανίστα Νίκυ Γιάκοβλεφ, και τους
 τοίχους του διακοσμούσαν έργα Ελλήνων αλλά και ξένων ζωγ-
ράφων. Έκλεισε το 1969 όταν το κτήριο όπου στεγαζόταν (ιδιοκτησίας ΤΣΑΥ) κατεδαφίσθηκε.

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στο τραγούδι του «The Fucking Fifties» (μια άριστη τοπογραφία της αστικής Πανεπιστημίου του 1950) αναφέρει μαζί με το «Ρωσικόν» και το «Ζαχαροπλαστείο του Τσίτα». Ο «Τσίτας» ιδρύθηκε το 1888 στην οδό Σταδίου και το 1906 μετακομίζει στην Πανεπιστημίου (αρ. 43). Τόσο κατά τον Μεσοπόλεμο, όσο και κατά τη δεκαετία του 1950, ο «Τσίτας» απασχολούσε συνολικά 180 άτομα, ενώ ο εξοπλισμός που διέθετε (μηχανές εσπρέσο, αποχυμωτές, ζυμωτήρια) ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Ανάμεσα στις πρωτοπορίες του Τσίτα ήταν και τα τσιπς, τα οποία πωλούνταν σε τεράστιες σακούλες. Ο «Τσίτας» έκλεισε μετά την παρακμή του που ακολούθησε η έντονη φημολογία για την ανεύρεση από την Υγειονομική Υπηρεσία ενός τρωκτικού μέσα σε μία κατσαρόλα με σιρόπι. Την μοίρα του Τσίτα θα ακολουθήσουν τα περισσότερα παλιά αθηναϊκά καφεζαχαροπλαστεία που θα κλείσουν το ένα μετά το άλλο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με πολλά από τα κτήρια που τα στέγαζαν να κατεδαφίζονται. 

Λογοτεχνικά Καφενεία, από το Πανεπιστήμιο μέχρι την πλατεία Συντάγματος



«Στα γυμνά μαρμαρένια τραπέζια του τ' ανήσυχα νιάτα σχεδιάζανε την πορεία τους»1

Το καφενείο «Μαύρος Γάτος» βρισκόταν στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού, δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, και σε χώρο ημιυπόγειο.  Ιδρύθηκε το 1917 από τον Κερκυραίο Ιωάννη Σπαταλά, αδελφό του ποιητή Γεράσιμου Σπαταλά (1887-1971) και ονομάσθηκε έτσι από το αντίστοιχο φιλολογικό καφενείο του Παρισιού το «Chat Noir». Το καφενείο έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την περίοδο 1918-1919 και ταυτίστηκε με τον αθηναϊκό μποεμισμό, καθώς εκεί σχεδιάζονταν εκδόσεις, γίνονταν παρουσιάσεις βιβλίων, καλλιτεχνικές και πολιτικές ζυμώσεις. Ο «Μαύρος Γάτος» άρχισε να αστυνομεύεται, καθώς εκεί συναντιόταν  τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών», για να κλείσει οριστικά. Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Τέλλος Άγρας, Δημοσθένης Βουτυράς, Φώτος Γιοφύλλης, Κλέων Παράσχος, Λάμπρος Πορφύρας, Σωτήρης Σκίπης, Δ. Ταγκόπουλος, Ρώμος Φιλύρας, Κώστας Βάρναλης, και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης.


«Βρήκαμε την ευκαιρία σε ένα χώρο ουδέτερο, χωρίς καμία ατμόσφαιρα, να καθόμαστε και με την συζήτηση να δημιουργούμε ατμόσφαιρα»2

Οι Αδελφοί Λουμίδη άνοιξαν το γνωστό «Πατάρι του Λουμίδη»  το 1938 ως συμπλήρωμα του καφεκοπτείου που βρίσκονταν στο ισόγειο του κτηρίου, στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου, δίπλα στην στοά Νικολούδη. Σύντομα το πατάρι συγκέντρωσε τον καλλιτεχνικό, τον λογοτεχνικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας, αφού βρισκόταν σε επίκαιρη θέση, κοντά σε γραφεία εφημερίδων, θέατρα και δίπλα ακριβώς στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας».  Στο πατάρι, τα τραπέζια ήταν διατεταγμένα σε σχήμα πι (στα αριστερά κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι, ενώ οι συγγραφείς μαζεύονταν στο βάθος). Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις, Μίλτος Σαχτούρης, Μιχάλης Κατσαρός, Μικης Θεοδωράκης, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης,  Ανδρέας Εμπειρίκος, Ελένη  Βακαλό, Τάκης Σινόπουλος κ.α.


«Το πεζοδρόμιο έμοιαζε σαν παρτέρι µε λουλούδια, έτσι όπως τα στόλιζε το πολύχρωμο πλήθος των κομψών γυναικών που έπαιρναν τα ορεκτικό τους»3

Το καφεζαχαροπλαστείο «Ζοναρ’ς» στεγάζεται στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, έργο των αρχιτεκτόνων Βασίλη Κασσάνδρα και Λεωνίδα Μπόνη που ολοκληρώθηκε το 1938 και συνδυάζει Art Deco και κλασικιστικά στοιχεία. Απόρροια της πρόσφατης ανακαίνισης του μεγάρου ήταν και η επαναλειτουργία του καφενείου Ζόναρ’ς, το οποίο είχε παύσει τα λειτουργία του στις αρχές του 2000 (είχε ήδη αρχίσει να χάνει την αίγλη του μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη του Κάρολου Ζωναρά το 1968). Ο Ζωναράς, Έλληνας της Αμερικής, επιστρέφει στην Ελλάδα για να ανοίξει στο 1934 το «Ζόναρ’ς»  το οποίο στεγάστηκε αρχικά στη γωνία Πανεπιστημίου και Κριεζώτου, για να μεταφερθεί το 1940 στο ισόγειο του Μεγάρου του ΜΤΣ. Το «Ζόναρ’ς», ένα από τα πολυτελέστερα καφενεία της πρωτεύουσας, ήταν γνωστό για τα γλυκά του, όπως το παγωτό «Σικάγο» που λέγεται ότι δημιουργήθηκε εκεί. Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γεώργιος Ράλλης,  Φρέντυ Γερμανός κ.α. Γνωστές προσωπικότητες που επισκέφθηκαν την Αθήνα όπως ο Άντονι Κουίν, η Σοφία Λόρεν και ο Χόρχε Λούις Μπόρχες δεν παρέλειψαν να το επισκεφθούν.  



Δίπλα στο «Ζόναρ’ς», στεγάστηκε το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα. Οι θεσσαλονικείς αδελφοί Φλόκα, επιχειρηματίες σοκολάτας, άνοιξαν το 1938 το πρώτο τους ζαχαροπλαστείο στην Αθήνα στην οδό Κοραή, στο μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, ενώ το 1940 θα ανοίξουν το δεύτερο κατάστημά τους στο μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Ο Φλόκας όπως και το διπλανό του «Ζόναρ’ς», θα σταματήσουν τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου για να ξανανοίξουν μεταπολεμικά, το 1952. Λίγο πριν αναστείλει της λειτουργία του Γερμανοί στρατιώτες φωτογραφίζονται να πίνουν στα τραπεζάκια του. Σύντομα ο Φλόκας άνοιξε υποκαταστήματα στη Φωκίωνος Νέγρη, στη Βασιλίσσης Σοφίας και αλλού, απευθυνόμενος πάντοτε στην μεγαλοαστική τάξη. Το κατάστημα στο μέγαρο του ΜΤΣ Έκλεισε το 1987. Στου Φλόκα σύχναζαν το τότε πρωθυπουργικό ζεύγος Κωνσταντίνος και Αμαλία Καραμανλή,  ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος έβρισκε το γειτονικό «Ζόναρ’ς» «άσχημα φωτισμένο και επιπλωμένο πρόστυχα», ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις κ.ά. Ειδικά οι δυο τελευταίο είχαν και δικό τους, ξεχωριστό τραπέζι στο πατάρι.



«Τασία - έναν καφέ παρακαλώ»4

Ο γνώστης του καφέ Ευάγγελος Σαραβάνος, μετά από χρόνια στη Βραζιλία και στην Αλεξάνδρεια, αποφάσισε να ανοίξει καφενείο και στην Αθήνα. Το «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου είχε ως σήμα κατατεθέν την εξαιρετικής ποιότητας καφέ (εδώ πρωτοήπιαν οι Αθηναίοι espresso), και τα εξαιρετικά γλυκά. Το Μπραζίλιαν κατά τις δεκαετίας του ’50 και του ’60 παραγκωνίζει  σταδιακά άλλα λογοτεχνικά στέκια, όπως το «Πατάρι του Λουμίδη». Στην καθιέρωση του «Μπραζίλιαν» ως λογοτεχνικού στεκιού συνέβαλε και η γειτνίασή του με το βιβλιοπωλείο «Πυρσός». Την ακμή του Μπραζίλιαν ανέκοψε η δικτατορία του 1967, καθώς αρκετοί από τους επιφανείς θαμώνες του είτε μετακόμισαν στο εξωτερικό είτε απλώς σταμάτησαν να το επισκέπτονταιΣυχνός θαμώνας του Μπραζίλιαν ήταν  ο Κώστας Ταχτσής, το ποίημα του οποίου «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», εικονογραφημένο από τον Γιάννη Τσαρούχη,  κοσμεί τον τοίχο του σημερινού Μπραζίλιαν στον αριθμό 10 της οδού  Βαλαωρίτου, όπου μεταφέρθηκε το 2007. Το σημερινό Μπραζίλιαν διατηρεί στους τοίχους του τις 45 φωτογραφίες του Αλέκου Φασιανού, στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει πολλούς από τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες που σύχναζαν εδώ, όπως τους περιγράφει ο Κώστας Ταχτσής:



 "Το 48-49, μια σταλιά μαγαζάκι ήταν – είναι ακόμα – μα ανάμεσα στους θαμώνες που συνωθούντο στα λίγα τετραγωνικά του μέτρα ήταν και καμιά δεκαριά άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας άλλος, θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άνετα την πνευματική Ελλάδα, με όλα της τα ελαττώματα αλλά και με όλες της τις αρετές: ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις και άλλοι, που περιττεύει να αναφέρω."


«Όταν η ποίηση χάνει ένα από τα καταφύγιά της, σημαίνει ότι όλα πάνε στραβά σε µια πόλη»5

Το θρυλικό ουζερί του Απότσου ξεκίνησε τη λειτουργία του το  1897 και αρχικά βρισκόταν στην οδό Σταδίου 5Α, Το  1969 μεταφέρθηκε στην οδό Βουκουρεστίου για να καταλήξει το 1971 στη στοά επί της οδού  Πανεπιστημίου 10. Την πολυετή του ιστορία πρόδιδαν οι τοίχοι του, τους οποίους  διακοσμούσαν προπολεμικές διαφημίσεις ευρωπαϊκών και ελληνικών ποτών. Στους επώνυμους θαμώνες του συγκαταλέγονταν οι Μιλιτιάδης Μαλακάσης, Ζαχαρίας  Παπαντωνίου, Δημοσθένης Βουτυράς, Γ. Κατσίµπαλης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης κ.ά. Από τον «Απότσο» ξεπήδησαν και πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, με γνωστότερο όλων το «Τετράδιο», του οποίου τα στοιχεία επικοινωνίας ήταν ταυτόσημα με του ουζερί.


Κοσμικά Καφεζαχαροπλαστεία γύρω από την πλατεία Συντάγματος


 «Εις το καφενείον τούτον είχον ζωηρόν τον αντίκτυπον όλαι αι πολιτικαί μεταβολαί της παρελθούσης τριακονταετίας» 6

Στο Μέγαρο Γιαννόπουλου, στην αρχή της οδού Καραγιώργη Σερβίας, μέχρι το 1888 στεγαζόταν το ομώνυμο καφενείο το οποίο υπήρξε στέκι λογοτεχνών, όπως του Παλαμά, του Δροσίνη και του Ροΐδη. Αργότερα το μέγαρο του Γιαννόπουλου φιλοξένησε ην πρώτη μορφή του θρυλικού «Ζαχαράτου». Το καφενείο του Ζαχαράτου ωστόσο, γρήγορα μεταφέρθηκε στην απέναντι γωνία, στην οικία Βούρου. Ιδιοκτήτης του ήταν ο επιχειρηματίας Σπύρος Ζαχαράτος, ο οποίος διατηρούσε καφενεία και στην Πλατεία Ομονοίας. Το καφενείο επισκεπτόταν καθημερινά και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, κατά το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1901. Το Καφενείο του«Ζαχαράτου, λόγω της γειτνίασης με το Παλάτι και την Βουλή, έγινε γρήγορα στέκι στρατιωτικών, πολιτικών και δημοσιογράφων. Ήταν τέτοια η σημασία του στην  πολιτική ζωή της Αθήνας, που στον Γεώργιο Παπανδρέου χρεώνεται η φράση ότι «το Καφενείον του Ζαχαράτου είναι το δεύτερο και ίσως πιο ελεύθερο κοινοβούλιο από το πραγματικό». Το οριστικό του τέλος θα έρθει την δεκαετία του 1960, μαζί με την κατεδάφιση του μεγάρου που το στέγαζε.


«Μέσα εις το θολωμένον από τους καπνούς καφενείον οι Κωνσταντινουπολίτες και Μικρασιάται φοιτηταί, ροφούν τον καφέ των»7

Το καφενείο «της Ανατολής», ιδιοκτησίας Βασίλη Βασιλείου, ήταν το μοναδικό που υπήρχε στον τότε «Κήπο των Μουσών», τη σημερινή Πλατεία Συντάγματος. Συχνός θαμώνας του «Καφενείου της Ανατολής» ήταν ένας τραμβαγέρης, ο Γιώργος Ζαβορίτης. Όντες δυσαρεστημένοι και οι δυο από τη δουλειά τους, Βασιλείου και Ζαβορίτης αποφασίζουν να αλλάξουν επάγγελμα. Έτσι ο Ζαβορίτης άνοιξε το περίφημο καφεζαχαροπλαστείο του το οποίο ήταν ιδιαίτερα πολυτελές και στεγαζόταν στο ισόγειο της οικίας Κορομηλά, με το χαρακτηριστικό αέτωμα,  έργο του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Το 1897 το καφενείο μετονομάστηκε αγγλοπρεπώς σε «HighLife» και επιβίωσε μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε και έκλεισε λόγω κατεδάφισης του κτηρίου. Όσο για τον Βασίλη Βασιλείου, το μοναδικό που είναι γνωστό, είναι ότι πέθανε σε βαθιά γεράματα, σαν σταθμάρχης στο σταθμό του Θησείου. Τόσο το Καφενείο του Ζαβορίτη, όσο και το γειτονικό καφενείο του Ζαχαράτου, γέμιζαν το χώρο της πλατείας Συντάγματος με τραπεζάκια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

« Η τελεία απομίμησις των ηθών του μεγάλου Ευρωπαϊκού κόσμου..»8

εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 14/2/1907
Τα δύο καφεζαχαροπλαστεία  του «Γιαννάκη» (Πανεπιστημίου 5),  το οποίο άνοιξε το 1905 και το «Maison Dorée» (Πανεπιστημίου 2) που θα ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα ήταν κατά τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτης σημείο συνάντησης«όλων των αθηναίων σνομπ». Ο Λαπαθιώτης μάλιστα ισχυρίζονταν ότι περνώντας από τα δύο καφενεία αναγκάζονταν να βγάζει το καπέλο του για να χαιρετήσει τόσο συχνά, ώστε αυτό κατέληγε να φθείρεται στις άκρες. Απόρροια ακριβώς αυτής της κοσμικότητας, ήταν η διασταύρωση που τα φιλοξενούσε να πάρει το όνομα «Δαρδανέλια», τοπωνύμιο που διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι τον πόλεμο. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο καφεζαχαροπλαστείων θα τα οδηγήσει στο κυνήγι της καινοτομίας, σε αυτό το κλίμα πρωτοεμφανίστηκαν στον «Γιαννάκη» τα καλαμάκια, για τα αναψυκτικάΆντρο Βενιζελικών, ο «Γιαννάκης» έπεσε πολλές θύμα βανδαλισμών από βασιλόφρονες, οι Βενιζελικοί θα ανταποδώσουν, καταστρέφοντας το «Ντορέ», στο οποίο μαζευόντουσαν οι υποστηρικτές του παλατιού. Τακτικοί θαμώνες των Δαρδανελίων ήταν οι λογοτέχνες Ναπολέων Λαπαθιώτης και Ρώμος Φιλύρας, ο οποίος έπεφτε θύμα των πειραγμάτων των θαμώνων λόγω της εκκεντρικότητάς του.  


Λογοτεχνικά καφενεία του Κολωνακίου


«Από το φως το ανέσπερον του νέον λουσμένοι»9

Το «Βυζάντιον» της Πλατείας Κολωνακίου, άρχισε να προσελκύει λογοτέχνες κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, λόγω της σταδιακής παρακμής άλλων φιλολογικών στεκιών, όπως του «Λουμίδη», και ακολουθώντας την μετακίνηση της αθηναϊκής εστίασης προς την Πλατεία Συντάγματος και το Κολωνάκι κατά τα χρόνια εκείνα. Ανάμεσα στους θαμώνες του, εκτός από τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Γκάτσο, του ζωγράφους Φασιανό και Ακριθάκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, συναντούσε κανείς τον κύκλο των Ελλήνων σουρεαλιστών, με προεξέχοντα τον Νάνο Βαλαωρίτη, αλλά και τον ίδιο τον Αντρέ Μπρετόν, αν τύχαινε να βρεθεί στην Αθήνα. Η ατμόσφαιρα του Βυζαντίου, με την φτωχική και λιτή του σάλα και τον τετραπέρατο σερβιτόρο Μπάμπη, αποτυπώνεται στην τελευταία ποιητική συλλογή του Κώστα Ταχτσή, που είχε τίτλο «Καφενείον το Βυζάντιον», αλλά και σε ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη.

«Έκαστος εξ όλων είχε την προτιμωμένη εξοχήν του και το ευνοούμενον καφενείον του»10

Τη φήμη του, το καφενεδάκι της Δεξαμενής, ιδιοκτησίας του Μπάρμπα Γιάννη (δήμαρχου μάλιστα του Αγκιστρίου)  την χρωστάει κυρίως στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο οποίος υπήρξε τακτικός του θαμώνας κατά τα τελευταία χρόνια της διαμονής του στην Αθήνα, στις αρχές του 20ουαιώνα. Ο Παπαδιαμάντης, που απέφευγε τους λογοτεχνικούς κύκλους και προτιμούσε τα λαϊκά καφενεία του Ψυρρή, γνώρισε το καφενείο της Δεξαμενής το 1906 από τον Γιάννη Βλαχογιάννη, και από τότε το επισκεπτόταν καθημερινά, συνήθιζε δε να κάθεται απομονωμένος στην πίσω πλευρά του καφενείου, γράφοντας, μεταφράζοντας ή ρεμβάζοντας. Στο καφενείο της Δεξαμενής έχουν τραβηχτεί και οι μόνες δύο γνωστές φωτογραφίες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από τον Παύλο Νιρβάνα. Άλλοι γνωστοί του θαμώνες, στα μετέπειτα χρόνια,  ήταν οι Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης, Μάρκος Αυγέρης, αλλά αργότερα και ποιητές της γενιάς του Τριάντα, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο αδριάντας του οποίου, φιλοτεχνημένος από τον Γιάννη Παππά, βρίσκεται στην Πλατεία της Δεξαμενής από το 1997. Το καφενείο εικάζεται ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στο σημερινό Δημοτικό Αναψυκτήριο, που ξανάνοιξε πρόσφατα μετά από σιωπή χρόνων.

Βιβλιογραφία

Θανάσης Γιοχάλας και Τόνια Καφετζάκη «Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2012 
Κωνσταντίνος Π. ΚαβάφηςΠρώτο ταξίδι στην Ελλάδα, Ροές, Αθήνα 2002 
Γιάννης Καιροφύλλας, Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1995 
Βασίλης Κολώνας, Το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Πειραιώς, Αθήνα 2006 
Πάνος Κουτρουμπούσης, Μπραζίλιαν, μέρος του αφιερώματος «30 λόγοι που αγαπάμε την Αθήναεφημερίδα Lifo, 29/11/2007 
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου: απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1986 
Αλέξανδρος Παπαγεωργίου – Βενετάς, Η Αθήνα του Μεσοπολέμου μέσα από τις μέρες του Γιώργου Σεφέρη, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2007 
Γιάννης Παπακώστας, Φιλολογικά Καφενεία και Στέκια της Αθήνας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1988 
Τίνα Μανδηλαρά, Οι λογοτεχνικές παρέες πέριξ του Ζώναρ’ς, εφημερίδα Lifo, 28/3/2013 
Δώρα Μέντη, Η Αθήνα από τον 19ο αιώνα στον 21ο αιώνα: μια λογοτεχνική περιδιάβαση από την παλιά ως την σημερινή εικόνα της πόλης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2009
Ματούλα Σκαλτσά, Στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής,  Με το άρωμα του Καφέ, αφιέρωμα του ένθετου «7 Ημέρες» της εφημερίδας Καθημερινή, 15/2/1998 
Ελευθέριος Σκιαδάς, Πώς καθιερώθηκαν τα «καλαμάκια» των αναψυκτικών στην Αθήνα, άρθρο στον ιστότοπο «Μικρός Ρωμιός», Αθήνα 2013 
Άρτεμις ΣκουμπουρδήΚαφενεία της Παλιάς Αθήνας, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 2001 
Κώστας Ταχτσής, Από τη Χαμηλή Σκοπιά, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1992, σελ 84 
Μάχη Τράτσα, Η Αθήνα βρίσκει πάλι το βουλεβάρτο της, εφημερίδα Το Βήμα, 3/3/2013
Ο Μποστ και τα Σουρί - Γλασέ, ανάρτηση στον ιστότοπο atheofobos.blogspot.com, 14/2/2013 



1 από το βιβλίο του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Αστροφεγγιά, η ιστορία μιας εφηβείας, 1945

2 από συνέντυξη του Μάνου Χατζιδάκι για τα φιλολογικά καφενεία της γενιάς του

3 περιγραφή του πεζοδρομίου των Ζόναρ'ς - Φλόκα από το «Χωρίς ταυτότητα» του Γιάννη Μαρή

4 στίχος από το ποίημα του Κώστα Ταχτσή «Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν»

5 από τον «Αποχαιρετισμό στο Καφενείο» του Μισέλ Ντεόν

6 από άρθρο του Ιωάννη Κονδυλάκη για το καφενείου του Ζαχαράτου, Εφημερίδα Εμπρός, 1906

7 απόσπασμα του Γ.Βώκου από το εικονογραφημένο λεύκωμα «Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896»

8 περιγραφή του Μιχαήλ Μητσάκη για τα καφενεία των «Δαρδανελλίων»

9 στίχος από το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη «Ω ξειν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις οτι τήδε κείμεθα...»

10 από το διήγημα «Εξοχικόν Κρούσμα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
  

Κείμενο : Γιώργος Θάνος - Νικόλας Νικολαϊδης  / Ομάδα Άστυ, Φεβρουάριος 2014
omadaasty.blogspot.gr