Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Κέιμενο του Ν. Καζαντζάκη για την Ρόζα Λούξεμπουργκ...

 Χθες, 15 Γενάρη, που ήταν η επέτειος της δολοφονίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ διάβασα στο tvxs ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη για κείνη, ένα συγκλονιστικό κείμενο που θέλω πολύ να το μοιραστώ μαζί σας....
Καλή μελέτη...

«“Τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!” Ηλίθιοι μπράβοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο κιόλας η επανάσταση θα ανυψωθεί με μια βροντή και με σαλπίσματα θα ανακοινώσει στον τρόμο σας: Ήμουν, Είμαι, Θα είμαι!». Ρόζα Λούξεμπουργκ.



Σαν σήμερα, στις 15 Ιανουαρίου του 1919, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μαρξίστρια και ηγετική μορφή των «Σπαρτακιστών», δολοφονείται από τα Freikorps, τις εθνικιστικές πολιτοφυλακές για την καταστολή της επανάστασης του Γενάρη στη Γερμανία.
Με αφορμή την επέτειο θανάτου της, το tvxs δημοσιεύει κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη για την Ρόζα Λούξεμπουργκ:
«Κίνησα το πρωί για τον Διόνυσο, στην Πεντέλη. Κρατούσα τα "Γράμματα" της Ρόζας Λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτω από τα πεύκα.
Γυάλιζε ο αέρα ακίνητος κι άστραφτε σαν ατσάλι· απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα, τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα σπίτια των ανθρώπων. Η Πεντέλη μπροστά μου, η μάνα, με τον ανοιχτό πληγωμένον κόρφο, που είχε γεννήσει τους Θεούς· ζερβά μου ο Πάρνης γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα· οι βελόνες των πεύκων, διχαλωτές, έσταζαν τον ήλιο.
Στο Διόνυσο, βρήκα ένα παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια να τον δω. Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ ανεβούμε από τα υπόγεια, να φωτίσουμε την Ελλάδα.
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κι ησύχασαν. Όταν τους συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από ευγένεια – φοβούμαι μήπως θυμηθούν και κοκκινίσουν. Μα σήμερα δεν μπόρεσα να ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρό ξενοδοχείο του Διονύσου, να ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος γλυκοκουβέντιαζε με πέντ’ έξι κοπέλες. Πώς πάχυνε! Τα μάτια του ήταν πρησμένα, τα μάγουλά του κρέμουνταν, το πηγούνι του αναπαύονταν απάνου στο διπλό προγούλι.
-Πώς πάχυνες! του είπα.
-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δεν μπορώ να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε:
-Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρεύτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.
Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.
Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.
Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου· ως άγγιζες το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε.
Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.
Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.
Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια: «Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ’ ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως μεόλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή…».
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.
Και παρακάτω γράφει:
«Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου· το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τί ωραίος που είναι, τί βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!»
«Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, «παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και ρωτάς: Προς τί όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.
Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».
Σε ένα άλλο γράμμα της περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
«Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση του παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία· έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.
Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου· ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στο πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»
Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.
Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα ήταν και μια ζωή γιομάτη Πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
«Σονίτσαα, Σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»
Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομον’η όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να μ’ επιβλέπουν την ‘ωρα που μιλω΄και να να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ότι βαθύτατα μ’ ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι».
Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραυγή: - Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της Γης.
Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει, απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, πειράχτηκα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: «Θα είναι υστερική· θα την πάντρευα να ησυχάσει». Κι εγώ γέλασα, θυμούμαι.
Φρίσσω λογιάζοντας πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος, χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα.
Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων. ΄
Τέτοια η κραυγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν’ ανοίγει το στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σ’ ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ’ ακούσουν· κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας: -Βοήθεια
Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι! Κι ύστερα σιωπή· ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε – μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.
Ανίλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης· αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. Ο νους μας είναι σαν το «Μικρό Σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
«Ο μικρός σκορπιός είπε: - Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του Θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου»!"

Πηγή: tvxs

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Νίκολα Τέσλα,ο επιστήμονας, ο οραματιστής...!

«Η ενέργεια βρίσκεται παντού και σε αφθονία. Εμείς όμως διψάμε. Μοιάζουμε με κάποιον που βρίσκεται πάνω σε μια βάρκα που πλέει μέσα σ’ ένα ποτάμι, αλλά πεθαίνει από τη δίψα, γιατί δε διαθέτει ένα ποτήρι για να πιει νερό».Νίκολα Τέσλα, ο επιστήμονας, ο οραματιστής, ο αθεράπευτα ανθρωπιστής, ο "πατέρας" της ελεύθερης ενέργειας...

Ο Νίκολα Τέσλα (σερβ. Никола Тесла), 10 Ιουλίου 1856 - 7 Ιανουαρίου 1943) ήταν εφευρέτης, μηχανολόγος και ηλεκτρολόγος μηχανικός, ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς στην ιστορία της επιστήμης.

Τα πρώτα χρόνια

 Γεννημένος στο Σμίλιαν στην περιοχή Λίκα της σημερινής Κροατίας, ανήκε στη Σερβική κοινότητα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και αργότερα έγινε Αμερικανός πολίτης. Πατέρας του ήταν ο ορθόδοξος ιερέας του χωριού Σμίλιαν (το όνομα του χωριού προέρχεται από τη σερβική λέξη για το φυτό Αμάραντος που είναι смиље / smilje [σμίλιε]) Μιλούτιν Τέσλα (1819-1879), μητέρα του ήταν η Γκεοργκίνα-Τζούκα Μάντιτς (1822-1892), κόρη ορθόδοξου ιερέα, ενώ και τα αδέρφια της ήταν μέλη του κλήρου της χώρας. Ο ένας ήταν ο Μητροπολίτης Νίκολα Μάντιτς και ο άλλος ο μοναχός Πέταρ Μάντιτς. Επίσης είχε έναν μεγαλύτερο κατά επτά χρόνια αδελφό, τον Ντάνε Τέσλα, ο οποίος έχασε τη ζωή του, όταν ο Νίκολα ήταν επτά ετών, πέφτοντας από το άλογο ενώ έκανε ιππασία. Ο Νίκολα από μικρή ηλικία εντυπωσιάστηκε από το φαινόμενο του ηλεκτρισμού όταν άρχισε να τρίβει το τρίχωμα των ζώων που είχαν στο πατρικό του. Από μικρός ήταν βιβλιόφιλος καθώς διάβαζε τα περιοδικά που δημοσίευε ποίηση ο πατέρας του και λάτρευε τον Ιούλιο Βέρν (1828-1905) και τον Εμίλ Ζολά (1840-1902).

Σπουδές

 Το 1863 μετακόμισε με τους γονείς του στο Γκόσπιτς όπου ο Νίκολα έλαβε τη βασική εκπαίδευση και έμαθε τη γερμανική γλώσσα. Το 1870 ο Νίκολα συνέχισε την εκπαίδευση του μέχρι το 1873 στο Real Gymnasium στην πόλη Ράκοβατς, κοντά στο Κάρλοβατς (σημερινό Κόρντουν) όπου και έμενε στο σπίτι της θείας του Στάνκα Μπράνκοβιτς. Εκεί ο καθηγητής του Μάρτιν Σέκουλιτς, μαζί με το συμμαθητή του Ιούλιους Μπαρτόκοβιτς, τον παρότρυναν να ασχοληθεί περισσότερο με τη μελέτη του ηλεκτρομαγνητισμού. Τελικά στις 26 του Ιουνίου του έτους 1873 αποφοίτησε με βαθμό «πολύ καλά» και επέστρεψε στη γενέτειρα του όπου προσβλήθηκε από χολέρα. Το 1875 θεραπευμένος από την αρρώστια ζήτησε και του δόθηκαν δύο υποτροφίες από τη διοίκηση της Βόινα Κράνα και από τη Στρατιωτική Περιφέρεια του Κάρλοβατς για την Ανώτατη Πολυτεχνική Σχολή του Γκρατς. Αξίζει να αναφέρουμε ότι άλλες τρεις παρόμοιες σχολές βρίσκονταν στη Βιέννη, στο Μπρνο και στην Πράγα. Στο Γκρατς ο Νίκολα έγινε μέλος της σερβικής εθνικιστικής φοιτητικής ομάδας "Σερμπάντια" η οποία του χρηματοδότησε διαλέξεις όπως τη «Περί Τριχοειδών Αγγείων» και «Περί Μυτών» ενώ επίσης τον βοηθούσαν να ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις. Το 1877 αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και δεν μπορούσε να καλύψει οικονομικά τις σπουδές του κι έτσι στράφηκε στην άσωτη ζωή. Το 1878 το πανεπιστήμιο τον έδιωξε από τους χώρους του χωρίς φυσικά να πάρει πτυχίο. Το 1879 ο Νίκολα επιστρέφει για το θάνατο του πατέρα του στη γενέθλια πόλη του αλλά δεν κάθεται για πολύ καθώς εγγράφεται στη φυσικομαθηματική σχολή της Πράγας. Αντιμετώπισε όμως πάλι οικονομικά προβλήματα και έτσι σε ηλικία 24 ετών έφυγε από την Πράγα χωρίς να αποκτήσει κάποιο πτυχίο, ενώ αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές για να αφοσιωθεί στην τεχνική εμπειρία.

Αρχή της σταδιοδρομίας του

Μετά τη Πράγα φεύγει για τη Βουδαπέστη όπου βρίσκει εργασία ως τεχνικός σχεδιαστής στο Κεντρικό Τηλεγραφικό Γραφείο της Ουγγαρίας. Οι ικανότητες του ξεχώρισαν και για αυτό σύντομα έγινε προϊστάμενος του τηλεφωνικού κέντρου της πόλης. Αργότερα η διεύθυνση του γραφείου τον στέλνει στο Παρίσι ως εξωτερικό συνεργάτη. Το 1883 του δόθηκε η ευκαιρία να αφήσει έκθαμβους τους πάντες στα γραφεία της εταιρείας Edison’s Club for Europe για την οποία εργαζόταν, όταν τον έστειλαν να διορθώσει τον ηλεκτρικό σταθμό του Στρασβούργου στον οποίο σημειώθηκε έκρηξη ακριβώς όταν τον επισκεπτόταν ο Γερμανός Κάιζερ Γουλιέλμος Α΄. Ο Τέσλα διόρθωσε τη βλάβη και το σταθμό με επιτυχία το 1884 οπότε ο Τσάρλς Μπάρτσελορ τον συμβούλεψε να επισκεφθεί τον Τόμας Άλβα Έντισον (1841-1931).

Ο Τέσλα στις Η.Π.Α.

Ο Τέσλα έφτασε στις Η.Π.Α. το 1884 με το πλοίο 'Saturnia στα 28 του χρόνια. Αμέσως συναντήθηκε με τον Έντισον, ο οποίος του ανέθεσε την πρώτη του δουλειά: Να επισκευάσει τη γεννήτρια του ατμοπλοίου "Όρεγκον". Οι σχέσεις των δυο ανδρών δεν ήταν ποτέ καλές διότι ο Έντισον ήταν άνθρωπος πρακτικός και βασιζόταν περισσότερο στην εργατικότητα και στις εμπειρίες του, πράγμα που ερχόταν σε αντίθεση με τον Τέσλα που ήταν ένας άνθρωπος με ιδανικά, διανοούμενος και πιο πολύ θεωρητικός. Ακόμα είχαν διαφωνίες στο αντικείμενο της εργασίας τους καθώς ο Έντισον ήταν υποστηρικτής της χρήσης του συνεχούς ρεύματος ενώ ο Νίκολα υποστήριζε τη χρήση του εναλλασσόμενου ρεύματος. Φήμες θέλουν τον Έντισον να είχε ενοχληθεί από την ενασχόληση του Τέσλα με μυστικιστικές θεωρίες και πειράματα. Γεγονός είναι πάντως ότι οι δρόμοι των δυο μεγάλων εφευρετών χωρίζουν κάπου στο 1886 και ο Τέσλα μετά από κάποιες αποτυχημένες επιχειρηματικές ενέργειες βρίσκει νέο χρηματοδότη για τα πειράματα του το 1887. Ο νέος χρηματοδότης ήταν ο διευθυντής της τηλεγραφικής εταιρείας Western Union Α. Μπράουν, ο οποίος του έστησε το εργαστήριο του, λίγα τετράγωνα πιο πάνω από το εργαστήριο του Έντισον, στην οδό Liberty στον αριθμό 89. Τον Οκτώβριο του 1887 η πατέντα του με το όνομα Πολυφασικό Σύστημα Τέσλα κατοχυρώθηκε στην Αμερικανική Επιτροπή Ευρεσιτεχνιών. Το 1888 ο Τέσλα έδωσε μια διάλεξη με θέμα «Το Νέο Σύστημα Κινητήρων και Μετασχηματισμών Εναλλασσόμενου Ρεύματος», στο Αμερικάνικο Ινστιτούτο Ηλεκτρομηχανικής, η οποία έδωσε το έναυσμα στον βιομήχανο Τζώρζ Γουέστινχαουζ (1846-1914) να συνεργαστεί μαζί του. Ο Έντισον με τον χρηματοδότη του Μόργκαν άνοιξαν μέτωπο δυσφήμισης εναντίον του Τέσλα και των χρηματοδοτών του Γουέστινχαουζ και Μπράουν και ειδικά όταν ο τελευταίος πούλησε στις φυλακές Σινγκ-Σινγκ το σχέδιο κατασκευής και λειτουργίας της ηλεκτρικής καρέκλας με εναλλασσόμενο ρεύμα του Τέσλα. Η διοίκηση συμφώνησε και το 1890 έπειτα από πολλές επαναλήψεις εκτέλεσαν τον πρώτο κατάδικο στην ηλεκτρική καρέκλα, τον Γουίλιαμ Κέμλερ. Στη συνέχεια ο Γουέστινχάουζ αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και δεν μπόρεσε να καταβάλει την αμοιβή του Τέσλα, ο οποίος όμως συνέχιζε να δουλεύει αφιλοκερδώς για αυτόν. Την ίδια στιγμή η εταιρεία του Μόργκαν, Thompson Huston άνθιζε και εξαγόρασε την General Electric του Έντισον, η οποία συνεχίζει να υφίσταται μέχρι σήμερα με την ίδια ονομασία.

Η κορύφωση της δόξας και η προσπάθεια χαρακτηρισμού του ως τρελού

Το διάστημα 1890-1891 ο Τέσλα έδωσε δεκάδες διαλέξεις για το εναλλασσόμενο ρεύμα και τη χρήση του. Το 1891 ο Τέσλα εφηύρε το πηνίο που φέρει το όνομά του. Το 1892 ο Τέσλα έλαβε μήνυμα ότι η μητέρα του πεθαίνει οπότε βρήκε ευκαιρία να δώσει σειρά διαλέξεων στο Λονδίνο και να γνωριστεί με τη βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας και ύστερα στο Παρίσι. Στη συνέχεια πήγε να επισκεφθεί την ετοιμοθάνατη μητέρα του και μετά πήγε στο Βελιγράδι όπου τον βράβευσε ο βασιλιάς και η Σερβική Βασιλική Ακαδημία. Το 1892 έως το 1903 ο Τέσλα αγωνιζόταν να αποδείξει ότι η εκπομπή και λήψη ραδιοκυμάτων ήταν δική του εφεύρεση καθώς στηριζόταν σε 13 δικές του πατέντες και όχι του Ιταλού Μαρκόνι. Τελικά ο Τέσλα δικαιώθηκε το 1940, ενώ αναγνωρίστηκε ως ο εφευρέτης του ραδιοφώνου το 1955. Παράλληλα τη νύχτα της 1η Μαΐου του έτους 1893 στη Διεθνή Έκθεση του Σικάγο, ο Γκρόβερ Κλήβελαντ, ο 24ος πρόεδρος των Η.Π.Α., φωταγώγησε την πόλη του Σικάγου με λάμπες που λειτουργούσαν με εναλλασσόμενο ρεύμα. Στο περίπτερο του Τέσλα και του Γουέστινχαουζ στην έκθεση επικρατούσε πανηγυρικό κλίμα. Το 1895 ο Ρέντγκεν με τη βοήθεια του Τέσλα μπορούσε να παινευτεί ότι εφεύρε τις ακτίνες Χ και έτσι η φήμη του Τέσλα εκτοξεύτηκε. Κατόπιν δήλωσε ότι είχε καταγωγή από εξωγήινους πολιτισμούς, πράγμα που συνάδει με τη σημερινή θεωρία της πανσπερμίας του σύμπαντος. Το 1898 ισχυρίστηκε, δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας μια συσκευή τηλεγεωδυναμικής, ότι ήταν υπεύθυνος για μικρό σεισμό που συνέβη στη Νέα Υόρκη. Σήμερα γνωρίζουμε πως η πρόκληση σεισμών με ηλεκτρομαγνητικούς παλμούς (EMP ή ΗΜΠ) είναι όντως εφικτή. Εκείνη την περίοδο, η φήμη του Τέσλα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλου εφευρέτη ή επιστήμονα στη λαϊκή συνείδηση, αλλά λόγω της εκκεντρικότητάς του και των περίεργων και θεωρούμενων ως εξωφρενικών ισχυρισμών του για τις δυνατότητες της επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης να βοηθήσουν την εκτόξευση του ανθρώπινου πολιτισμού σε άλλη κλίμακα, τελικά εξοστρακίστηκε σαν τρελός επιστήμονας. Από το 1898 έως το 1903 ο Τέσλα άλλαξε αρκετούς χρηματοδότες ενώ είχε αποτραβηχτεί σε πειράματα για τη λεγόμενη «ελεύθερη ενέργεια» στο Κολοράντο Σπρίνγκς και στο Λονγκ Άιλαντ, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πολλά και τα οποία διακόπηκαν εντελώς ξαφνικά λόγω παύσης χρηματοδότησης όταν αποκάλυψε στο χρηματοδότη του J. P. Morgan ότι η ελεύθερη ενέργεια θα μοιραζόταν δωρεάν. Έως το 1910 ο Τέσλα είχε ξεχαστεί ή παραγκωνιστεί λόγω των νέων εφευρέσεων και θεωριών των αδερφών Ράιτ, των Κιουρί και του Αϊνστάιν και της εμμονής του Νικολά να θεωρεί τον εαυτό του και τις εφευρέσεις του υπαίτιους για την έκρηξη στη Τουγκούσκα. Από το 1915 έως το 1917 κέρδισε πολλές διακρίσεις από διάφορες ακαδημίες αλλά έχασε την ευκαιρία να προταθεί για Νόμπελ φυσικής από τον Έντισον. Το 1916 νέα κόντρα ξεκίνησε στους κόλπους των φυσικών από τους οπαδούς της θεωρίας του Τέσλα, κυματική θεωρία, εναντίον των οπαδών της θεωρίας του Αϊνστάιν, ατομική θεωρία. Από το 1918 έως το 1922 κατοχύρωσε διάφορες πατέντες και ευρεσιτεχνίες για τη μηχανική των υγρών οι οποίες αγοράστηκαν από διάφορες εταιρίες για να τις εμπορευματοποιήσουν.

Το 1924 ο Τέσλα ισχυρίστηκε ότι είχε εφεύρει την περιβόητη «ακτίνα θανάτου», ένα υπερόπλο ικανό να καταστρέψει μεγάλες εκτάσεις δηλαδή έως και 10.000 αεροπλάνα σε απόσταση 200 μιλίων, ενώ επίσης ισχυρίστηκε ότι αυτό ήταν υπεύθυνο για την έκρηξη στην Τουγκούσκα, φυσικά οι δημοσιογράφοι και ο επιστημονικός κόσμος τον περιγέλασαν ενώ μέχρι σήμερα οι μελετητές εντάσσουν αυτή την εφεύρεση στο τομέα των ανεξήγητων φαινομένων και γεγονότων. Σήμερα η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης μέρους των θεωριών και ανακαλύψεων του Τέσλα γίνεται με συστήματα όπως το Haarp. Το 1926, όταν έγινε 70 χρονών, τα πανεπιστήμια του Βελιγραδίου και του Ζάγκρεμπ τον εξέλεξαν ως επίτιμο διδάκτορα.

Το τέλος του Τέσλα

Από το 1936 έως το θάνατο του το FBI παρακολουθούσε τις συνομιλίες και τις κινήσεις του Τέσλα φοβούμενοι ότι είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με την σταλινική Σοβιετική Ένωση. Το 1937 ένα αμάξι χτύπησε τον Τέσλα σπάζοντάς του αρκετά πλευρά και κλονίζοντας σοβαρά την υγεία του. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Νίκολα Τέσλα είχε να αρρωστήσει από τα 30 του χρόνια, όπως δήλωνε ο ίδιος, ο οποίος πίστευε ότι για αυτό “φταίνε” τα πειράματα του. Το κράτος της Γιουγκοσλαβίας, μετά το ατύχημα του, του έβγαλε ισόβια σύνταξη. 

Το 1941, με την επέκταση του ναζισμού στην Ευρώπη και τον αναβρασμό του παγκοσμίου πολέμου, ο Τέσλα ήθελε να κατασκευάσει ένα «νέο» υπερόπλο για να σώσει την πατρίδα του. Τελικά πέθανε το 1943 στις 7 του Γενάρη αλλά τον βρήκαν νεκρό δυο μέρες μετά γιατί είχε κρεμάσει, όπως έκανε πάντα, στην πόρτα του δωματίου του την επιγραφή «ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ, ΕΡΓΑΖΟΜΑΙ».

Υστεροφημία

Ο Τέσλα είναι κυρίως γνωστός για τις επαναστατικές του συνεισφορές στους κλάδους του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ανακαλύψεις και η θεωρητική εργασία του αποτέλεσαν τη βάση για την εφαρμογή του σημερινού συστήματος εναλλασσόμενου ρεύματος. Εφευρέσεις όπως τα πολυφασικά συστήματα διανομής ισχύος και ο κινητήρας εναλλασσόμενου ρεύματος συνετέλεσαν στην εκδήλωση της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης. Η μονάδα της έντασης του μαγνητικού πεδίου στο SI, το Τέσλα, ονομάστηκε προς τιμή του στο Γενικό Συνέδριο Μέτρων και Σταθμών του Παρισιού το 1960. Εκτός από τη δουλειά του στον ηλεκτρομαγνητισμό και τα συστήματα ισχύος, ο Τέσλα λέγεται ότι έχει συνεισφορές και στη θεμελίωση της ρομποτικής, του τηλεχειρισμού, στην ανάπτυξη του ραντάρ και της επιστήμης υπολογιστών, όπως και στην επέκταση της βαλλιστικής, της πυρηνικής και θεωρητικής φυσικής. Το 1943 το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών τον αναγνώρισε σαν τον εφευρέτη της ασύρματης επικοινωνίας. Ο Τέσλα ισχυριζόταν, μέσα σε όλες τις άλλες θεωρίες του, ότι το 2035 η μόλυνση του νερού θα είναι πολύ χαμηλή, τα ποσοστά παραγωγής δημητριακών πολύ υψηλά, αναδάσωση όλων των καμένων και άνυδρων περιοχών και εκμετάλλευση των πηγών ενέργειας με τρόπο φιλικό για το περιβάλλον . Σύγχρονοι μελετητές του έργου του τον έχουν αποκαλέσει «τον άνθρωπο που εφηύρε τον Εικοστό Αιώνα» και «προστάτη άγιο του σύγχρονου ηλεκτρισμού».

Πηγή:Βικιπαίδεια


 

 


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ευγένιος Σπαθάρης,ο δάσκαλος του Θεάτρου Σκιών

Ευγένιος Σπαθάρης, ο δάσκαλος, ο σπουδαιότερος δημιουργός του Θεάτρου Σκιών και γνήσιος εμψυχωτής του λαϊκού ήρωα, Καραγκιόζη...

 

Ο Ευγένιος Σπαθάρης (2 Ιανουαρίου 1924 - 9 Μαΐου 2009) του Σωτηρίου ήταν καλλιτέχνης του ελληνικού θεάτρου σκιών, ένας από τους πιο σημαντικούς καραγκιοζοπαίχτες και ζωγράφος.

Βιογραφία:

Γεννήθηκε στην Κηφισιά στις 2 Ιανουαρίου 1924. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και ιδιαίτερα με τους ήρωες του θεάτρου σκιών, από τους πρωτοπόρους του οποίου ήταν ο πατέρας του, Σωτήρης Σπαθάρης, ο οποίος απεβίωσε το 1974. Το γεγονός αυτό τον εξοικείωσε με το καλλιτεχνικό αυτό είδος και ξεκίνησε να δίνει ο ίδιος παραστάσεις, αρχικά στη διάρκεια της κατοχής, σε θέατρα της Αθήνας, σε πρεσβείες, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη κ.α.. Από τότε, έδωσε πληθώρα παραστάσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες του εξωτερικού, συμμετέχοντας σε διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια ειδικά για το θέατρο σκιών. Παρουσίασε πολλά έργα με ήρωα τον Καραγκιόζη, τόσο ως άψυχο υλικό (φιγούρες ηρώων), όσο και σε έμψυχη (ζωντανή) παράσταση με ηθοποιούς, στο Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος, στο «Ελληνικό Χορόδραμα», στο Θέατρο Χατζώκου (Θεσσαλονίκη), στο Θέατρο Συντεχνίας κ.α. με τις παραστάσεις «Το ταξίδι», «Το καταραμένο φίδι», «Ο δικτάτορας», «Ο Αλέκος με τα κυδώνια» κ.ά.
Το 1970 κυκλοφόρησε 13 εικονογραφημένα τεύχη (των 2 δρχ. έκαστο) με μαυρόασπρες φιγούρες και έγχρωμο εξώφυλλο. Ενώ το 1979 παρουσιάστηκε από τις εκδόσεις Νεφέλη το επιτυχημένο βιβλίο του «Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων» με εφτά έργα και εφτά περιλήψεις (τα τέσσερα δικά του και τα τρία του πατέρα του Σωτήρη). Από το 1962 κυκλοφόρησαν 10 έργα του σε δίσκους 45 στροφών από την His Master's Voice, ενώ ακολούθησαν άλλοι 2 δίσκοι 33 στροφών από τη Μinos-EMI αρχές της δεκαετίας του '80, και άλλες έξι παραστάσεις σε 6 αντίστοιχα CD από τη Legend το 2002.
 Το 1950 ο Ευγένιος πραγματοποιεί την πρώτη του συμμετοχή σε κινηματογραφική ταινία, στο Πικρό Ψωμί του Γρηγόρη Γρηγορίου. Έπαιξε έργα του στην κρατική τηλεόραση από το 1966 μέχρι το 1992. Κάποια από τα έργα του αυτά κυκλοφορούσαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '90 σε βιντεοκασέτες, ενώ τις ημέρες του θανάτου του ξεκίνησε συμπτωματικά η κυκλοφορία τους σε DVD.
Διακρίσεις:
 Ο Ευγένιος Σπαθάρης ήταν μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, του Ινστιτούτου Παγκοσμίου Θεάτρου (της ΟΥΝΕΣΚΟ). Έκανε περιοδείες σε πολλές χώρες λαμβάνοντας μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και συνέδρια όπως: Παρίσι, Λιέγη, Ρώμη, Κάιρο, Λονδίνο, Κοπεγχάγη. Αλλά και ως ζωγράφος έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις ατομικές και ομαδικές στην Αθήνα, Ζυρίχη, Παρίσι και Νέα Υόρκη.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Ρώμης (1962), με το Α' Μετάλλιο του Πρίγκιπα του Μοντ, το Α' Βραβείο Πολωνίας (1978), το Α' Μετάλλιο Τοσκανίνι (Ιταλία) το 1978 κ.α. Τέλος, το 2007 τιμήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού για τη μεγάλη του προσφορά στο καλλιτεχνικό αυτό είδος, για το οποίο του αναγνωρίστηκε ο τίτλος του μεγάλου δασκάλου.
Το 1991 ιδρύθηκε το Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου, το οποίο λειτουργεί συστηματικά από το 1996, με στόχο την προβολή του θεάτρου σκιών και του καραγκιόζη.
 Στις 6 Μαΐου του 2009 και ενώ βρισκόταν στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από σκάλες, με αποτέλεσμα να υποστεί πολλά κατάγματα και να δημιουργηθεί σοβαρό αιμάτωμα στον εγκέφαλο, με την κατάστασή του να χαρακτηριστεί ως κρίσιμη.Τελικά, στις 9 Μαΐου, ύστερα από τρεις ημέρες νοσηλείας απεβίωσε, σε ηλικία 85 ετών. Η σορός του εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών και η κηδεία έγινε στις 13 Μαΐου του 2009, στο Μαρούσι, με δημόσια δαπάνη.

Πηγή:Βικιπαίδεια