ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ήταν
περασμένες δώδεκα. Η Βίκυ μέσα στο ιντερνέτ χαζοκουβέντιαζε μέσω Chat με τους μοναχικούς του
διαδικτύου. Η Τζίνα χαλάρωνε αγκαλιά με τον Αντρέα διαβάζοντας, αραγμένη στον
καναπέ..
«Ρε Βίκυ δεν
τους βαριέσαι όλους αυτούς τους βλαμμένους; Ναυάγια είναι δεν το βλέπεις; Τι το
παίζεις δηλαδή για να καταλάβω «μπρατσάκια;»
«Χα,χα… ναι
ναι μπρατσάκια, χα,χα» απάντησε η Βίκυ ενώ σηκώθηκε από την μπαμπού
πολυθρόνα κοιτώντας το ρολόι της.
«Σε παρακαλώ
φιλενάδα, επειδή πρέπει να κάνω μπάνιο να στεγνώσω μαλλιά και να σιδερώσω ρούχα
για το πρωί, μίλα λίγο με τον Πειρατή και μετά συνεχίζω πάλι εγώ. Είδηση δεν θα
πάρει για την αλλαγή με το βάρεμα που έχει. Δεν θέλω να τον κλείσω. Είναι πολύ
χάλια ο φουκαράς και θέλει κουβέντα».
«Ρε δε με χέζεις που θα το παίξω αδελφή Τερέζα
για να μη πνιγεί ο πειρατής» απάντησε η Τζίνα που δεν της άρεσε το chating.
«Έλα ρε συ.
Μισή ώρα μόνο. Μίλα του και αν δεν τον αντέχεις κλείστον» επέμενε η Βίκυ.
«Καλά, για
μισή όμως. Ούτε λεπτό παραπάνω. Πως τον λένε είπες Ποπάυ;»
«Χα,χα πειρατή
βρε θεόζαβο»
« Οκ. Go in piece baby»…
Η κουβέντα με τον
πειρατή έχει πάρει «ανεξέλεγκτες»
διαστάσεις. Είναι άρτι χωρισμένος και
λίαν απογοητευμένος από την συμπεριφορά της πρώην του. Βαρεμένοι και οι
δύο από το ίδιο βόλι, βγάζουν τα εσώψυχά τους στη φόρα, θάβοντας για τα καλά τους «τέως». Η Τζίνα δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι μια κουβέντα μέσα απ’ το χαζοκούτι θα
μπορούσε να είναι τόσο ευεργετική.
Νοιώθει ήδη καλλίτερα και ο ύπνος ακόμα δεν της χτύπησε πόρτα παρ’ ότι
κοντεύει τέσσερις. Η Βίκυ με τον Αντρέα έχουν αποχωρίσει προ πολλού και
βρίσκονται στον τέταρτο ύπνο..
Κανονίζουνε με
τον πειρατή (κατά κόσμο Χρήστο) να μιλήσουνε και την επόμενη μέρα, και όχι
φυσικά μέσω νετ. Ανταλλάσσουν τηλέφωνα δίνοντας και φιλάκια ηλεκτρονικά. Η Τζίνα είναι
ενθουσιασμένη.
Δεν περνούν
πέντε λεπτά από τις καληνύχτες και
νάσου μυνηματάκι…
«Όνειρα γλυκά
Τζινάκι …σε φιλώ Χρήστος»
Προσπάθησε να
χαλαρώσει αλλά δεν τα κατάφερε. Πήγε λοιπόν μέχρι το δωμάτιο της Βίκυς και την σκούντησε.
«Τι είναι βρε ουφο ;» ρώτησε χωρίς να ανοίξει
τα μάτια της η Βίκυ…
«Εϊ ξύπνα,
θέλω ενισχύσεις…»
«Τζίνα,
αποκλείεται να έχουμε δηλητηρίαση αύριο.
Έχω τρία σοβαρά ραντεβού. Σκάσε και κοιμήσου, το πρωί έχουμε δουλειά»
γκρίνιαξε η Βίκυ και γύρισε πλευρό.
«Καλά συγνώμη»
απαντά η Τζίνα δήθεν θυμωμένη, γνωρίζοντας καλά τη συνέχεια.
Πριν ακόμα φτάσει
στο δωμάτιό της ακούγεται η φωνή της φίλης της και το γαβγισμα του Αντρέα..
«Τι έγινε ρε
χαζό το πίστεψες ότι μπορώ να περιμένω ως το πρωϊ; Πες μου. Τάχιστα!»
«Μου έστειλε
μήνυμα. Να απαντήσω;…»
«Ποιος; Κανένα
φάντασμα μήπως;» απαντά η Βίκυ με το γνώριμο περιπαιχτικό τρόπο της.
Η Τζίνα της
αφηγήθηκε μέσες άκρες όσα είπανε με τον Χρήστο, και της διάβασε το μήνυμα….
«Μια καληνύχτα
είναι αυτή! Πες την κι ας πέσει χάμω….»
της λέει
γελώντας η Βίκυ.
«Και μήπως να
κοιμηθούμε κύριε Βρυκόλαξ; Αύριο νέα μέρα, και τι μέρα, τσαγκαροδευτέρα!!!» συμπλήρωσε και
χασμουρήθηκε.
Ο Χρήστος μόλις έχει
χωρίσει από ένα γάμο δεκαεπτά
χρόνων. Παιδιά δυο. Αιτία διαζυγίου «δεν σε αντέχω άλλο»..
Η διαφορά με
τον χωρισμό της Τζίνας είναι ότι εκείνη έφυγε
γιατί ΤΗΣ είχε τελειώσει ο γάμος.
Εκείνος διώχτηκε γιατί ΤΗΣ είχε τελειώσει ο γάμος….
Η διαφορά όσο
και αν ακούγεται μικρή, μια και το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, έχει τεράστιο μέγεθος.
Εκείνο που πονάει πιο πολύ σε ένα διαζύγιο
είναι η απόρριψη. Αυτό είναι το βόλι που ματώνει τον εγωισμό. Αυτό είναι ο αρχηγός. Τα άλλα συναισθήματα όπως ανασφάλεια,
συνήθεια, ξεβόλεμα, έρχονται δεύτερα. Είναι τα στρατιωτάκια. Τη μάχη διευθύνει ο αρχηγός, και όσο πιο αλλάζων είναι αυτός ο αρχηγός, τόσο πιο σκληρή και επίπονη είναι η μάχη. Τα θύματα αυτού του πολέμου
συνήθως είναι τα παιδιά όταν υπάρχουν. Κατά κανόνα γίνονται το πεδίο βολής όπου διεξάγονται πολεμικές και διπλωματικές
επιχειρήσεις.
Αυτό λοιπόν
συμβαίνει και με το διαζύγιο του Χρήστου.
Τώρα θα πείτε
η Τζίνα τι δουλειά έχει μέσα στη μέση……
Ομοιοπαθείς
είναι βρε, να μη βάλει ένα χεράκι; Μεταξύ μας είναι και γοητευτικός άντρας.
«Μη μπλέκεις
ρε χαζό με τέτοιες καταστάσεις, θα πονέσεις» της είπε η Βίκυ που ζει σε μια
πραγματικότητα που η Τζίνα αγνοεί λόγω εγκλεισμού της τόσα χρόνια μέσα στον κόσμο των
παντρεμένων…
«Μου αρέσει ο
τύπος φιλενάδα. Θα το ρισκάρω. Άλλωστε
δεν πρόκειται να επενδύσω συναισθηματικά. Μια περιπετειούλα μόνο. Δεν τη
δικαιούμαι κι’ εγώ το στερημένο;»
«Καθυστερημένο
είσαι όχι στερημένο. Ελέγχονται βρε τα συναισθήματα; Κουμπάκια είναι και τα
πατάς; Τζίνα μη μπλέκεις με μπλεγμένες καταστάσεις, σύνελθε και φύγε όσο είναι καιρός»…..
«Τον θέλω, μου
αρέσει και θα το ρισκάρω»
«Εντάξει τότε.
Ζήσε το κι’ εγώ θα φτιάξω τη λεξοτανίλ pie για τον πόνο»…..
Η Βίκυ
έχει δίκιο και η Τζίνα το ξέρει. Όμως αν δεν το κάνει θα της μείνει απωθημένο,
και αυτό θα την βασανίσει πιο πολύ…….
Ο Χρήστος της
τηλεφώνησε την επόμενη μέρα πρωί πρωί και κανονίσανε να βρεθούνε το βράδυ.
Μιλήσανε στο τηλέφωνο σαν να ήτανε ήδη γνωστοί. Η Τζίνα δεν έχει αγωνία για το τι θα δει. Ένοιωθε μόνο μια περίεργη ανυπομονησία. Ίσως το αίσθημα
της ελευθερίας μετά από τόσα χρόνια γάμου. Ίσως
γιατί και εκείνος βρίσκεται στην ίδια φάση με αυτήν, αδελφή ψυχή δηλαδή.
Η ακόμα και το πιο ακραίο, «μοιραία γνωριμία» .. Ο, τι και να είναι αισθάνεται
γοητευμένη μετά από πολλά χρόνια συναισθηματικής απραξίας.
Τηλεφώνησε
κάποια στιγμή στη Βίκυ να της πει τα νέα…..
«Θα βγω σήμερα
με τον πειρατή. Το κανόνισα Ξέρεις κάτι; Δεν ξέρω τι να φορέσω γαμώτο»
Η Βίκυ έμεινε
άφωνη.
«Τζίνα σε ξέρω τόσα χρόνια. Είναι η πρώτη φορά
που νοιάζεσαι για το ντύσιμο σου….. δεν
το πιστεύω…. φιλενάδα δεν σε βλέπω καλά.
Κατέβα λίγο»
«Έλα Βικάκι μη
μου τη σπας. Μεγάλο κορίτσι είμαι… γαμώτο δεν έχω ούτε ένα φόρεμα. Μόλις τώρα
το συνειδητοποίησα».
«Ρε σύνελθε με
κάνεις και ανησυχώ. Φόρεμα; Τζίνα δεν σε
αναγνωρίζω».
«Γυναίκα
είμαι ..τι να βάλω ράσα;»
«Δεν είναι
κακή ιδέα….» αποκρίθηκε γελώντας……
«Κλείνω
Τζινάκι. Έχω δουλειά αλλά θα μιλήσουμε για το θέμα ξανά έτσι;».
Πάνω στο γραφείο της Τζίνας σκορπισμένα χαρτιά
περιμένουν να τα βάλει σε τάξη.
Φωτογραφίζουν την ζωή της. Μια άτακτη στοίβα χαρτιά προς τακτοποίηση δεν είναι
και αυτή; Εκεί να δεις τάξη που
χρειάζεται…..
Προσπαθεί να
δουλέψει ενώ οι λέξεις χορεύουν σάμπα μπροστά στα μάτια της. Ερωτοτροπούν και
μπερδεύονται σε παράξενα σχήματα.
«Μαρία; Είδες
πουθενά το λεξικό;» ρωτά την συνάδελφό της που την κοιτάζει με απορία
«Βρε Τζίνα στα
χέρια σου το κρατάς»
«Ναι
Μαράκι, σορρυ δίκιο έχεις»
«Τζίνα δεν πας
καλά τον τελευταίο καιρό. Τα αφεντικά
σχολιάζουν αυτές τις μέρες την απόδοσή σου… Στο λέω για να πάρεις τα μέτρα σου,
μην με εκθέσεις σε παρακαλώ αλλά άκουσα τον Χοσέ να κάνει για σένα παράπονα»
(Χοσε είναι το παρατσούκλι του αφεντικού, προέρχεται από το ρήμα χώνω. Στα
χώνω, την χώνομαι κ.λ.π)
«Μην ανησυχείς
Μαρία δεν θα αναφέρω το όνομα σου. Σ’ ευχαριστώ». Την κόβει γιατί δεν θέλει να πλατειάσει το
θέμα και να γίνει κουτσομπολιό…Ωστόσο της έχει ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Για
την εφημερίδα αυτή έχει βάλει πλάτη στην κυριολεξία. Και όχι μόνο. Έχουν
ξοδευτεί ένα τσουβάλι απλήρωτες ώρες υπερωρίας για να ξεπεραστούν τα δύσκολα
τότε που το χρηματιστήριο καταβρόχθιζε περιουσίες. Θύμα του ήταν και η
εφημερίδα που έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Όλοι μαζί βάλανε ένα χεράκι. Η
Τζίνα λόγω ανίατης βλακείας και αυτοθυσίας, έβαλε δύο χεράκια. Μέχρι λεφτά τους
δάνεισε για να καλύψουν επιταγές που έσκαγαν καθημερινά. Και τώρα που περνάει
τα δικά της δύσκολα την στήνουν στον τοίχο. Και μάλιστα της τη λένε πισώπλατα
δίνοντας δικαίωμα στους κακοπροαίρετους να τη σχολιάζουν.
Έμεινε στο
γραφείο μέχρι να ανοίξουν τα μαγαζιά χωρίς να πιάσει στα χέρια της στυλό σε
ένδειξη διαμαρτυρίας. Πιεζόταν από την επιθυμία να τα χώσει στο Χοσέ, αλλά η
σκρόφα η ανάγκη της έδενε τα χέρια. Την γλώσσα για να ακριβολογούμε. Η Τζίνα
δεν ήταν μαθημένη να καταπίνει αδικίες. Όμως αυτή την αδικία έπρεπε να την
καταπιεί αν δεν ήθελε να δει το Μίλτο να γελάει ειρωνικά λέγοντας τα δικά του.
Το επεισόδιο ωστόσο, άρχισε σιγά σιγά να έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Έχει το βραδινό
ραντεβού να μονοπωλεί πια την σκέψη της.
Μπήκε σε ένα
μαγαζί με επώνυμα θηλυκά ρούχα, κι αγόρασε ένα φόρεμα που χωρίς να το παινευτεί
την κάνει μια κούκλα. Έχει τα χρώματα της γης κι ένα σκίσιμο που φτάνει
αποκαλυπτικά ψηλά. Το μπούστο του κολάζει ότι αρσενικό κινείται στην
ατμόσφαιρα.
Επέστρεψε στο
σπίτι χαρούμενη. Βρήκε τη Βίκυ να τρώει παγωτό χυμένη στην πολυθρόνα. Γύρω
σκόρπια ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια του Αντρέα θύμιζαν πέρασμα τυφώνα. Ο
μούργος τεντώθηκε νωχελικά και κούνησε την ουρά του για υποδοχή, γιατί βαριόταν
να σηκωθεί….
«Τι έχουμε
εδώ; Ο τυφών «Άντριου» πέρασε παιδιά;» λέει και πετάει στον αέρα τη
ζακέτα της.
«Έλα Τζίνα
ρίξε κανά μπλουζάκι και σύ για να φτιάξουμε χρωματικές πανδαισίες» της λέει
γελώντας η Βίκυ ενώ ρίχνει μια περίεργη ματιά στη σακούλα που κρατά.
«Άλα! Μαξ Μάρα
ξηγιόμαστε οι προλετάριοι; Τι βλέπουν τα ματάκια μου Τζίνα;» της χαμογελάει
πονηρά.
ο Αντρέας
χώνει την υγρή του μουσούδα μέσα στη σακούλα.
«Μηη βρε βλαμμένο! Πάει το φόρεμα» φωνάζει η Τζίνα
και τινάζεται να τον πιάσει».
«Τι ακούνε τα
αφτιά μου; Φόρεμα; Τζίνα έφυγες, «γειά σου» χα χα χαχα..»
Γελάνε και οι
τρεις αλλά κάποια στιγμή η Βίκυ σοβαρεύεται απότομα και της δείχνει τον καναπέ…
«Άκου Τζίνα,
ξέρεις ότι θέλω να σε βλέπω χαρούμενη, όμως
πρέπει να σου πω αυτό. Εσύ τόσα χρόνια είσαι έξω από το παιχνίδι του
έρωτα. Όχι ότι εγώ έχω κάνει καμιά διατριβή, αλλά έχω μάθει πάνω στο ίδιο μου
το πετσί κάποια πράγματα. Μην αφήνεσαι
σε όνειρα και μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Τώρα θα μου πεις εγώ τα λέω αυτά ο
βασιλιάς της ευπείθειας; Ναι εγώ το Άλιεν, γιατί δεν θέλω να σε δω να πονάς»
«Βίκυ ξέρεις
κάτι για τον Χρήστο; Μήπως έχεις βγει μαζί του και προσπαθείς να μου το πεις με
τρόπο;» ρωτά με παράπονο.
Της απαντάει
εκνευρισμένη.. «Καλά βλαμμένο είσαι; Δεν θα σου το είχα ήδη πει; Όμως να, δεν
έχει τα εχέγγυα, πώς να σου εξηγήσω την ανησυχία μου. Συνήθως οι χωρισμένοι
άντρες και μάλιστα τόσο νωπά χωρισμένοι
συμπεριφέρονται «κάπως». Είσαι έτοιμη να εισπράξεις τη μιζέρια του και
την γρουσουζιά του; Γιατί αυτό είναι βέβαιο ότι θα συμβεί….»
«Γιατί είναι
βέβαιο;» την διακόπτει η Τζίνα ενοχλημένη
από την αλήθεια που ακούει και που προσπαθεί να αγνοήσει…
«Γιατί μάτια
μου η γυναίκα του τον εγκατέλειψε. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για έναν άντρα; Ο λ
ε ς οι γυναίκες στην πυρά, αυτό σημαίνει… Το κατάλαβες;»
«Βίκυ μη μου
το χαλάς σε παρακαλώ. Άσε με να δοκιμάσω κι άμα καώ κάηκα, θα με σβήσεις
έγκαιρα φιλενάδα έτσι δεν είναι;»
Αναστέναξε
βαθιά και την αγκάλιασε.
«Ρε τρελό
άτομο εντάξει. Ξέρω πως δεν θα σε πείσω. Άντε
πόνα αφού το θές. Συναίσθημα είναι κι αυτό, εγώ μαζί σου είμαι…Μακάρι να
κάνω λάθος….Τι θα γίνει θα σε απολαύσω με φόρεμα;»
Η Τζίνα
σηκώνεται με ύφος μικρής κυρίας και με αργές
κινήσεις βγάζει από την χάρτινη τσάντα το αριστούργημα της..
«Ουάου τέλειο!
Πολύ ωραίο μεγάλη. Μπράβο ρε γούστο το αναρχικό. Εύγε!» φωνάζει η Βίκυ και
χειροκροτεί.
Γελάνε, κι ενώ
ο Αντρέας τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω κάτω στο σαλόνι για να τον
προσέξουν, ξαφνικά πέφτει από τη Βίκυ η
ερώτηση που της κόβει τα πόδια.
«Παπούτσια;
Δεν πιστεύω να το βάλεις με μποτάκια;»
«Φτού γαμώ την γκαντεμιά μου. Αυτό ούτε που το
σκέφτηκα…»
Κοιτάζει το
ρολόι της. Ούτε για αστείο. Μόλις που προλαβαίνει να κάνει ένα μπάνιο και η
Βίκυ φοράει δυό νούμερα πιο πάνω από αυτήν.
Τέλος τα όνειρα.
Τζίνα δεν πέφτουμε. Ένα κολλητό παντελόνι και
μπλουζάκι μακό. Άλλωστε πρέπει να με
γνωρίσει όπως είμαι. Δεν θα αλλάξω και το στυλ μου για έναν κύριο Χρήστο. Είπε στον εαυτό της.
Η Βίκυ την
συμπονέθηκε αλλά με την εικόνα στη σκέψη της
«σεξυ φόρεμα και μποτάκια» πέφτει κάτω από τα γέλια….
«Συγνώμη
φιλενάδα.. χαχαχαχα.. Συγνώμη αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ…χαχαχα».
«Δεν είμαι
μάτια μου εγώ για Μαξ Μάρα ..» μονολόγησε η Τζίνα και πήγε
να κάνει μπάνιο.
Το ραντεβού
τους είναι μπροστά από το Δημοτικό θέατρο στον Πειραιά. Έχουν δώσει πλήρη
περιγραφή αλλά το ένστικτό της δεν της αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Ο πειρατής
της στέκεται στη γωνία κρατώντας ένα
κόκκινο τριαντάφυλλο. Είναι
όμορφη φυσιογνωμία. Φοράει τζήν και
λευκό μπλουζάκι. Τζίνα γλίτωσες το καρναβάλι, καλά που δεν φοράς ίδιο
νούμερο παπούτσια με τη Βίκυ, σκέφτεται και αναστενάζει ανακουφισμένη….
Τον πλησιάζει
με αυτοπεποίθηση.
«Γεια σου
Χρήστο» λέει με σταθερή φωνή και απλώνει το χέρι της. Εκείνος της χαμογελά
γλυκά, της προσφέρει το άνθος και σκύβει
δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο…
«Γεια σου
Τζινα, είσαι πολύ γλυκιά» της λέει και
εξακολουθεί να την κοιτάζει στα μάτια.
Της προτείνει
να πάνε κάπου με το αυτοκίνητο του. Παραβλέπει την συμβουλή της Βίκυς να μην
μπει σε αυτοκίνητο, και δέχεται την πρόσκληση.
«Λοιπόν Τζίνα
που θέλεις να πάμε;» της λέει μες την ευγένεια.
«Όπου θέλεις»
του απαντά παραδομένη στη γοητεία του….
Δεν είναι
ιδιαίτερα όμορφος, έχει όμως αυτό το «κάτι». Αυτό που λέμε γοητεία. Έχει αρσενικό στυλ και κάθε του
κίνηση αναδύει μια πιπεράτη θεσπέσια μυρωδιά.
«Τζίνα αν δεν σου αρέσω μπορείς να το πεις.
Δεν υπάρχει πρόβλημα μπορώ να γυρίσω
πίσω. Τα ραντεβού στα τυφλά έχουν πάντα αυτό το ρίσκο. Είμαι έτοιμος για μια
απόρριψη. Μπορούμε να μείνουμε απλά φίλοι εντάξει;» της λέει ενώ βάζει μουσική
και χαμογελάει.
Τι είναι
αυτά που λες μωρό μου; Σε πάω με χίλια, σκέφτεται αλλα παράλληλα της
έρχονται τα λόγια της Βίκυς στο μυαλό. Νάτη η πρώτη ανασφάλεια. Τζίνα κόφτο,
άσε την ψυχανάλυση.
«Το ίδιο
ισχύει και για σένα Χρήστο. Εγώ πάντως είμαι οκ!»
Αντί για
απάντηση απλώνει το χέρι του και το σφίγγει πάνω στο δικό της.. Είναι έτοιμη να
λιποθυμήσει. Από φόβο; Από πόθο; Δεν ξέρει. Αυτά είναι ξένα συναισθήματα για
την Τζίνα…
«Λοιπόν τι θα
έλεγες για ένα ποτάκι;»
«Καλή ιδέα ..»
του απαντά μπλοκαρισμένη ακόμα από τα συναισθήματα της.
Φτάνουν σ΄ ένα
μπαράκι στην Καστέλλα. Ο χώρος φωτίζεται μόνο με κεριά ενώ η θάλασσα απλώνεται πιάτο μπρος τα
μάτια τους. Η μουσική διακριτική και απαλή. Δεν θέλεις να μιλάς, μόνο αγγίγματα
θέλεις. Χώρος για να ερωτευτείς, και … να πονέσεις αργότερα.
Δεν είπανε
πολλά. Μιλούσαν οι καρδιές, οι ανάγκες,το αλκοόλ; Δεν ξέρω τι από όλα.
Ξέρω μόνο ότι
ήπιανε αρκετά και η ανατολή τους βρήκε
μέσα στο αυτοκίνητο πάνω σε ένα λόφο όπου
κάνανε έρωτα φυγής. Έναν έρωτα
που η Τζίνα δεν θα ξεχάσει ποτέ, γιατί για πρώτη φορά αισθάνθηκε να είναι δύο
στο ταξίδι αυτό. Ήταν στιγμές, μόνο στιγμές και το ξέρανε χωρίς να τους νοιάζει
η επομένη μέρα. Χωριστήκανε χωρίς λόγια.
Το κινητό της
Τζίνας είχε δεκαπέντε αναπάντητες κλήσεις και τρια μυνήματα. Συγνώμη φιλενάδα, το ξέρω ότι
ανησύχησες ελπίζω να με καταλάβεις.
Βάζοντας το
κλειδί στην πόρτα κοντοστάθηκε γεμάτη
τύψεις που έκανε αυτή την ανοησία και δεν πήρε ένα τηλέφωνο τη Βίκυ για να μην
ανησυχεί. Τζίνα είσαι γαιδούρι πρέπει
να το παραδεχτείς.
Μπήκε πατώντας
στις μύτες αλλά η Βίκυ ήταν ξύπνια και καθόταν στον καναπέ…..
«Είσαι καλά;
Δόξα το θεό» της λέει αναστενάζοντας ανακουφισμένη….
Μέσα σε
δευτερόλεπτα όμως γίνεται έξαλλη.«Είσαι τελείως αναίσθητη Τζίνα; Ένα τηλέφωνο
θα σου ήταν ιδιαίτερα δύσκολο; Δεν ήξερες
ότι θα τρελαθώ από αγωνία; Που ήσουνα γαμώτο. Ξημέρωσε το ξέρεις;»
«Ό,τι και να
πεις δίκιο έχεις».. της απαντά και δεν τολμά να δευτερώσει κουβέντα…
Η Βίκυ μένει
για λίγα λεπτά σιωπηλή και ανάβει ένα τσιγάρο .
Η Τζίνα κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Το σκηνικό
της θυμίζει συμπεριφορές της εφηβείας
της όταν γυρνούσε αργά στο σπίτι και την περίμενε ξάγρυπνη η μαμά της. Εκείνη
γεμάτη τύψεις περίμενε να την συγχωρέσει, και να φιλήσει το παλιόπαιδο της, που ευτυχώς
ήταν καλά…Ένα παλιόπαιδο που πάντα έδινε
την υπόσχεση ότι «δεν θα ξαναγίνει». Υπόσχεση που ασφαλώς ποτέ δεν κρατούσε..
Μούτρα της
κρατούσε ακόμα και ο Αντρέας που είχε εισπράξει το κλίμα έχοντας πάρει θέση με
το μέρος της Βίκυς….
Η Βίκυ κοιτάζει με την άκρη του ματιού της το
έτοιμο να βάλει τα κλάματα βλέμμα της Τζίνας και της σκάει το πρώτο χαμόγελο…..
«Πέρασες
τουλάχιστον καλά βρέ ουφο;» Της λέει
χαμογελώντας πλατειά, κι
αγκαλιαστήκανε σφιχτά.
«Συγνώμη, δεν
θα ξαναγίνει, είμαι απαράδεκτη….. φίλοι;»
«Μπορώ να
κάνω και
αλλιώς βρε τρελλαμένο;» ….
Η Τζίνα έκανε
ένα ζεστό μπάνιο, κι η Βίκυ έφτιαξε καφέ που τον ήπιαν καθισμένες στις μπαμπού
πολυθρόνες της βεράντας συζητώντας επί της «ημερησίας διατάξεως» όπως είπε η
Βίκυ, που είχε ένα και μοναδικό θέμα, τον Χρήστο.
«Τζίνα δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι για σένα.
Μακάρι… μακάρι όλα να πάνε καλά» λέει η Βίκυ μ’ ένα αναγνωρίσιμο κράτημα στη
φωνή της. Την φοβίζει ο ενθουσιασμός της φίλης της, αλλά δεν θεωρεί ότι είναι η
κατάλληλη στιγμή για να το συζητήσουν.
Η επόμενη μέρα στο γραφείο είναι
εξοντωτική. Τα μάτια της Τζίνας κλείνουν
και το μυαλό της ταξιδεύει. Το κινητό της δεν έχει χτυπήσει ούτε μία φορά. Ούτε ένα
μήνυμα Αυτό ήταν λοιπόν! Τόσο λίγο κρατάνε τα όμορφα. Τελικά Τζίνα άρχισες
να αφήνεις χαραμάδες. Η ζωή είπαμε σε θέλει μπετόν. Λίγο να λασκάρεις και σε
φάγανε. Η αδυναμία σε κάνει φυτό. Το ξέρεις καλά ότι είσαι ευάλωτη
συναισθηματικά, και πως τα αρσενικά αντιλαμβάνονται αυτή την αδυναμία. Μα την
αλήθεια δεν μπορώ να το καταλάβω, λίγο μια σταλίτσα να γίνεις ο εαυτός σου και
να αφεθείς, χραπ σε αρπάζουν και σε χτυπούν σαν νάσουν σάκος του μπόξ. Οκ.
Φίλε, μπετόν θέλεις; Πάρτο!
Χωρίς δεύτερη
σκέψη κλείνει το κινητό της. Δεν περιμένει τίποτα άρα είναι free. Εμπρός δουλειά Τζίνα. Η καλλίτερη
θεραπεία….
Ρίχτηκε με τα μούτρα στα χαρτιά της. Τα έβαλε
με τη Μαρία που δεν της έφταιξε τίποτα
το κοριτσάκι, τα έβαλε και με τους συντάκτες, και με τον εαυτό της τα έβαλε που
έκανε σαν υστερική γριά. Το κινητό όμως δεν το άνοιξε…..
«Τζίνα έχεις
κάτι;»τη ρώτησε η Βίκυ που την είδε μουτρωμένη
να διαβάζει μικυ μάους ξαπλωμένη
στον καναπέ.
«Όχι τίποτα»
απαντά ελπίζοντας ότι θα την ξαναρωτήσει.
«Έλα άσε τα
παιδιαρίσματα και πες μου. Ο Χρήστος;
Αα…και γιατί είχες κλειστό το
κινητό σου σήμερα; Τρείς φορές πήρα, και το τηλέφωνο του γραφείου σου ήταν
συνέχεια κατειλημμένο»
«Καλά. Αυτό
είναι μπουρδελο, δεν είναι τηλέφωνο γραφείου» Απομονώνει έντεχνα την απάντηση.
«Τζίνα άλλο σε
ρώτησα»..
«Το είχα
κλείσει γιατί δεν χτυπούσε και μου
έσπασε τα νεύρα»
«Συνήθως
όταν χτυπάει μας τα σπάει, ή κάνω λάθος;»
«Εντάξει. Δεν με πήρε ούτε για μια καλημέρα…»
της λέει και βουρκώνει…..
«Καλά, είσαι
τελείως χαζό. Άνοιξε το τηλέφωνο και άσε τα σπαστικά. Κοίτα την αλήθεια στα
μάτια και μην εθελοτυφλείς. Αν τέλειωσε τέλειωσε, καλλίτερα να το ξέρεις παρά
να το υποψιάζεσαι», είπε αυστηρά παίρνοντας το κινητό της στα χέρια της
ζητώντας παράλληλα το pin
χωρίς να αφήσει περιθώρια αντίρρησης..
Τελικά είχε
τρία μηνύματα. Ήταν από τον Χρήστο….
Το χαμόγελο
επανέρχεται στα χείλη της,
«Τι να σου πω
τώρα φιλενάδα. Δεν γλιτώνεις με τίποτα το lexotanil pie.» λέει γελώντας η Βίκυ, και μπαίνει
στο μπάνιο…
Η Τζίνα δεν
χάνει στιγμή και του τηλεφωνεί….
«Έλα τι
κάνεις; Συγνώμη αλλά μου τελείωσε η μπαταρία, και δεν είχα φορτιστή στο
γραφείο. Τώρα μόλις είδα τα μηνύματα σου»
«Δεν πειράζει
καλή μου, κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο έχει συμβεί» της απαντά τρυφερά και την
πιάνει μονότερμα.
«Άσε
προβλήματα με την πρώην μου, θέλει διατροφή, τα ακίνητα, όλη την οικοσκευή, και
αρνείται να με αφήσει να βλέπω τα παιδιά. Η πεθερά μου ήρθε σπίτι και απαίτησε να φύγω εκείνη τη
στιγμή …»
«Και πως
βρέθηκες στο σπίτι;» ρωτά πειραγμένη κατά βάθος η Τζίνα
«Πήγα να πάρω κάτι πράγματα, κάθισα να πιω και
ένα καφέ με την Λένα, να δω και τα παιδιά…. Και μπήκε ξαφνικά η πεθερά μου και
έγινε το σώσε….. η Λένα άρχισε να βρίζει…»
Τον διακόπτει γιατί το δικό της κινητό έγραφε
και δεν είχε και καμία όρεξη να ακούσει τι έκανε η Λένα και η πεθερά του. Άλλα
πράγματα ήθελε να ακούσει. Να πούνε για χτες, για το αύριο του χτες, κι όχι για
την πεθερά του…..
Το
καταλαβαίνει και το μαζεύει όπως όπως «Μην σε ζαλίζω με τα δικά μου. Πέρασες
όμορφα χθες καλή μου; Εγώ πολύ. Θα ήθελες να ξαναβρεθούμε;»
«Φυσικά και
θέλω» του απάντησε θεωρώντας χαζή την ερώτηση, και αυτονόητη την απάντηση.
Η Βίκυ εν τω μεταξύ είχε βγει από το μπάνιο
και παρακολουθούσε τη συζήτηση τρίβοντας μηχανικά με την πετσέτα τα βρεγμένα
μαλλιά της.
«Ξέρεις δεν
σκοπεύω να υποχωρήσω ούτε πιθαμή. Ακούς εκεί να μου πάρει όλα τα πράγματα. Να
δεις που θα αλλάξει κλειδαριές. Αυτό δεν θα το δεχτώ έτσι απλά. Θα γίνει χαμός», συνέχισε μη μπορώντας
να απαρνηθεί το χούι του ο πειρατής.
Την ξενέρωσε
εντελώς, αλλά η ανάμνηση της χτεσινής
βραδιάς την έκανε να τον ακούει
χωρίς να αντιδρά.
«Πότε θα
βρεθούμε» τον ρώτησε για να βάλει φρένο στην φλυαρία του και μάλιστα από το
κινητό της».
«Θα σε πάρω
αύριο καλή μου εντάξει; Θέλω να ξέρεις όμως ότι εγώ είμαι σε μια περίεργη «φάση». Μην περιμένεις από μένα
πολλά πράγματα»
«Να
περιμένω τι δηλαδή;» απαντά αν και ήξερε
καλά τι εννοούσε.
«Να, να μην
επενδύσεις συναισθηματικά επάνω μου. Δεν ξέρω μπορεί και να το δω διαφορετικά
αργότερα, αλλά δεν σου υπόσχομαι τίποτα…»
Την έπιασε
ταραχή, αλλά δεν τον άφησε να καταλάβει τίποτα.
«Δεν
υπογράφουμε συμβόλαια μάτια μου. Το ίδιο ισχύει και για μένα άλλωστε. Δεν θέλω
σοβαρή σχέση. Με τίποτα». Του απαντά ο εγωισμός της
«Οκ τα λέμε
αύριο φιλιά».
«Φιλιά» του
ανταπαντά με το πρώτο αγκάθι ήδη καρφωμένο στην καρδιά της.
Μερικές φορές
τα πράγματα είναι ολοφάνερα μπροστά σου. Σου μιλάνε αλλά εσύ αρνείσαι να τα
ακούσεις. Ίσως είναι μια εσωτερική ανάγκη να ζεις σε ψευδαισθήσεις. Μπορεί και
επειδή το συναίσθημα που νομίζεις ότι είναι έρωτας, τη στιγμή που το έχεις
ανάγκη, φωνάζει τόσο δυνατά, που σκεπάζει την φωνή της λογικής. Υγιές δεν
είναι. Ανθρώπινο όμως είναι εντελώς…
Η Βίκυ
διακόπτει τη σκέψη της παρατηρώντας ανήσυχη το κατσουφιασμένο της ύφος, και την
νευρικότητα της καθώς αναζητά τα τσιγάρα της.
«Τι σου είπε
ρε και συννέφιασες;»
«Να μην
επενδύσω πάνω του συναισθηματικά γιατί είναι σε “φάση”».
«Α, χα! Κι εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις; Επενδύσεις σε
καμένο χαρτί;»
«Δεν ξέρω τι
έχω πάθει. Τον θέλω. Θα το παλέψω και όπου βγει»
«Δεν θα βγει
αυτό στο υπογράφω. Ένα ωραίο πρωί θα βρεθείς μπροστά σε ένα καθρέφτη και θα
μουντζώνεσαι για τον χρόνο και την ψυχή που σπατάλησες μαζί του. Θυμήσου Τζίνα
αυτή την κουβέντα μου. Δεν θα σου πω τίποτε άλλο».
«Φτιάχνουμε μακαρονάδα;» λέει η Τζίνα για να
κόψει την κουβέντα ενοχλημένη από τις αλήθειες που ακούει.
«Αντρέα
κουζίνα γρήγορα…»
Βράσανε νερό
και ρίξανε το σπαγγέτι. Κάποια στιγμή η Τζίνα παίρνει από την κατσαρόλα ένα
μακαρόνι και το κολλάει στον τοίχο…..
«Ξέρεις το
κόλπο να δεις αν είναι έτοιμα;», ρωτά και αρχίζει να γελάει….
«Σιγά μην δεν
το ξέρω» απαντάει η Βίκυ και πετάει άλλο ένα το οποίο κολλάει πάνω στο τζάμι. Ο
Αντρέας πηδάει να το πιάσει κάνοντας τα τζάμια
ελεεινά. Σε λίγα λεπτά η κουζίνα γίνεται σε μαύρο χάλι από τα κολλημένα
μακαρόνια, γελάσανε και παίξανε σαν παιδιά.
«Τζίνα κοίτα με τρόπο απέναντι στο ρετιρέ ..
Με τρόπο είπα ούφο…»
«Αμάν τι
παιδί!! Λουκουμάκι συριανό φιλενάδα. Και
μας κοιτάει ….»
«Ναι μωρή σε
κοιτάει, αλλά εσύ έχεις την «ψυχεδέλεια»
στο μυαλό σου βλαμμένο..»
Φάγανε όσα
μακαρόνια είχαν απομείνει στην κατσαρόλα, κάνανε και μια γενναία φασίνα στην
κουζίνα, ήπιανε και ένα μπουκάλι μαδέϊρα που είχε φέρει από την Πορτογαλία η Βίκυ και νοιώσανε αρκετά καλύτερα….
H γνωριμία της Τζίνας με τον Χρήστο
φάνηκε από την αρχή ότι θα ήταν θυελλώδης,
Ο Χρήστος ήταν
ένας γοητευτικός άντρας. Άτομο ανασφαλές και εγωίσταρος του κερατά συγχρόνως.
Διέθετε μια φυσική ευγένεια που σκλάβωνε. Η φωνή του ζεστή με sexy χροιά. Τα
μάτια του βαθυπράσινα, και το βλέμμα του αλαζονικό. Ένας νάρκισσος δηλαδή που
έχει παρεξηγήσει την έννοια αυτονομία
και ελευθερία στη σχέση. Τόσο αντιφατικό άτομο νομίζω ότι δεν
συναντάς εύκολα στη ζωή σου. Εκεί
που βρίσκεσαι μαζί του στους ουρανούς σε πάει στην κόλαση. Με ένα δικό του
τρόπο σε γειώνει. Σε προσγειώνει τόσο ανώμαλα που δεν προλαβαίνεις να
καταλάβεις τι έγινε. Άντρας
πρόκληση για γυναίκες ετοιμοπόλεμες …….
Η Τζίνα δεν είχε δοκιμάσει ποτέ τις αντοχές
της με άτομα σαν τον Χρήστο. Οι μέχρι τώρα άντρες που είχε συναναστραφεί
ερωτικά ήταν μάλλον του χεριού της γι αυτό και τους βαριόταν.
Σχετικό δηλαδή το «του χεριού της» γιατί
τελικά ένα παπάβουλο είναι που λέει και
η φίλη της. Η υπερβολική ευαισθησία, και ο παθολογικός της αυτοσεβασμός πάντα
γινόταν το όπλο τους για να αντιστέκονται στην αυτάρκεια της. Δεν αντιδρούσε
ποτέ άσχημα όταν ανακάλυπτε μπαμπέσικες συμπεριφορές. Την απογοήτευση και την
αξιοπρέπεια της έπαιρνε μόνο όταν αποχωρούσε από κάθε σχέση. Αυτό ακριβώς
συνέβη και με τον Μίλτο με τον οποίο δεν είχε μιλήσει από τη μέρα που έφυγε από
το σπίτι. Το ρόλο του συνομιλητή είχε αναλάβει η δικηγόρος του, η οποία τη
πίεσε ασφυκτικά να παραιτηθεί απ’ τα περιουσιακά στοιχεία. Λες και το μόνο
πράγμα που άφησε πίσω της ήταν αυτά.