Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Κέιμενο του Ν. Καζαντζάκη για την Ρόζα Λούξεμπουργκ...

 Χθες, 15 Γενάρη, που ήταν η επέτειος της δολοφονίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ διάβασα στο tvxs ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη για κείνη, ένα συγκλονιστικό κείμενο που θέλω πολύ να το μοιραστώ μαζί σας....
Καλή μελέτη...

«“Τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!” Ηλίθιοι μπράβοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο κιόλας η επανάσταση θα ανυψωθεί με μια βροντή και με σαλπίσματα θα ανακοινώσει στον τρόμο σας: Ήμουν, Είμαι, Θα είμαι!». Ρόζα Λούξεμπουργκ.



Σαν σήμερα, στις 15 Ιανουαρίου του 1919, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μαρξίστρια και ηγετική μορφή των «Σπαρτακιστών», δολοφονείται από τα Freikorps, τις εθνικιστικές πολιτοφυλακές για την καταστολή της επανάστασης του Γενάρη στη Γερμανία.
Με αφορμή την επέτειο θανάτου της, το tvxs δημοσιεύει κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη για την Ρόζα Λούξεμπουργκ:
«Κίνησα το πρωί για τον Διόνυσο, στην Πεντέλη. Κρατούσα τα "Γράμματα" της Ρόζας Λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτω από τα πεύκα.
Γυάλιζε ο αέρα ακίνητος κι άστραφτε σαν ατσάλι· απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα, τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα σπίτια των ανθρώπων. Η Πεντέλη μπροστά μου, η μάνα, με τον ανοιχτό πληγωμένον κόρφο, που είχε γεννήσει τους Θεούς· ζερβά μου ο Πάρνης γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα· οι βελόνες των πεύκων, διχαλωτές, έσταζαν τον ήλιο.
Στο Διόνυσο, βρήκα ένα παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια να τον δω. Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ ανεβούμε από τα υπόγεια, να φωτίσουμε την Ελλάδα.
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κι ησύχασαν. Όταν τους συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από ευγένεια – φοβούμαι μήπως θυμηθούν και κοκκινίσουν. Μα σήμερα δεν μπόρεσα να ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρό ξενοδοχείο του Διονύσου, να ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος γλυκοκουβέντιαζε με πέντ’ έξι κοπέλες. Πώς πάχυνε! Τα μάτια του ήταν πρησμένα, τα μάγουλά του κρέμουνταν, το πηγούνι του αναπαύονταν απάνου στο διπλό προγούλι.
-Πώς πάχυνες! του είπα.
-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δεν μπορώ να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε:
-Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρεύτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.
Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.
Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.
Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου· ως άγγιζες το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε.
Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.
Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.
Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια: «Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ’ ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως μεόλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή…».
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.
Και παρακάτω γράφει:
«Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου· το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τί ωραίος που είναι, τί βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!»
«Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, «παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και ρωτάς: Προς τί όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.
Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».
Σε ένα άλλο γράμμα της περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
«Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση του παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία· έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.
Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου· ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στο πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»
Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.
Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα ήταν και μια ζωή γιομάτη Πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
«Σονίτσαα, Σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»
Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομον’η όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να μ’ επιβλέπουν την ‘ωρα που μιλω΄και να να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ότι βαθύτατα μ’ ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι».
Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραυγή: - Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της Γης.
Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει, απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, πειράχτηκα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: «Θα είναι υστερική· θα την πάντρευα να ησυχάσει». Κι εγώ γέλασα, θυμούμαι.
Φρίσσω λογιάζοντας πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος, χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα.
Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων. ΄
Τέτοια η κραυγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν’ ανοίγει το στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σ’ ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ’ ακούσουν· κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας: -Βοήθεια
Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι! Κι ύστερα σιωπή· ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε – μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.
Ανίλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης· αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. Ο νους μας είναι σαν το «Μικρό Σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
«Ο μικρός σκορπιός είπε: - Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του Θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου»!"

Πηγή: tvxs

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Νίκολα Τέσλα,ο επιστήμονας, ο οραματιστής...!

«Η ενέργεια βρίσκεται παντού και σε αφθονία. Εμείς όμως διψάμε. Μοιάζουμε με κάποιον που βρίσκεται πάνω σε μια βάρκα που πλέει μέσα σ’ ένα ποτάμι, αλλά πεθαίνει από τη δίψα, γιατί δε διαθέτει ένα ποτήρι για να πιει νερό».Νίκολα Τέσλα, ο επιστήμονας, ο οραματιστής, ο αθεράπευτα ανθρωπιστής, ο "πατέρας" της ελεύθερης ενέργειας...

Ο Νίκολα Τέσλα (σερβ. Никола Тесла), 10 Ιουλίου 1856 - 7 Ιανουαρίου 1943) ήταν εφευρέτης, μηχανολόγος και ηλεκτρολόγος μηχανικός, ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς στην ιστορία της επιστήμης.

Τα πρώτα χρόνια

 Γεννημένος στο Σμίλιαν στην περιοχή Λίκα της σημερινής Κροατίας, ανήκε στη Σερβική κοινότητα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και αργότερα έγινε Αμερικανός πολίτης. Πατέρας του ήταν ο ορθόδοξος ιερέας του χωριού Σμίλιαν (το όνομα του χωριού προέρχεται από τη σερβική λέξη για το φυτό Αμάραντος που είναι смиље / smilje [σμίλιε]) Μιλούτιν Τέσλα (1819-1879), μητέρα του ήταν η Γκεοργκίνα-Τζούκα Μάντιτς (1822-1892), κόρη ορθόδοξου ιερέα, ενώ και τα αδέρφια της ήταν μέλη του κλήρου της χώρας. Ο ένας ήταν ο Μητροπολίτης Νίκολα Μάντιτς και ο άλλος ο μοναχός Πέταρ Μάντιτς. Επίσης είχε έναν μεγαλύτερο κατά επτά χρόνια αδελφό, τον Ντάνε Τέσλα, ο οποίος έχασε τη ζωή του, όταν ο Νίκολα ήταν επτά ετών, πέφτοντας από το άλογο ενώ έκανε ιππασία. Ο Νίκολα από μικρή ηλικία εντυπωσιάστηκε από το φαινόμενο του ηλεκτρισμού όταν άρχισε να τρίβει το τρίχωμα των ζώων που είχαν στο πατρικό του. Από μικρός ήταν βιβλιόφιλος καθώς διάβαζε τα περιοδικά που δημοσίευε ποίηση ο πατέρας του και λάτρευε τον Ιούλιο Βέρν (1828-1905) και τον Εμίλ Ζολά (1840-1902).

Σπουδές

 Το 1863 μετακόμισε με τους γονείς του στο Γκόσπιτς όπου ο Νίκολα έλαβε τη βασική εκπαίδευση και έμαθε τη γερμανική γλώσσα. Το 1870 ο Νίκολα συνέχισε την εκπαίδευση του μέχρι το 1873 στο Real Gymnasium στην πόλη Ράκοβατς, κοντά στο Κάρλοβατς (σημερινό Κόρντουν) όπου και έμενε στο σπίτι της θείας του Στάνκα Μπράνκοβιτς. Εκεί ο καθηγητής του Μάρτιν Σέκουλιτς, μαζί με το συμμαθητή του Ιούλιους Μπαρτόκοβιτς, τον παρότρυναν να ασχοληθεί περισσότερο με τη μελέτη του ηλεκτρομαγνητισμού. Τελικά στις 26 του Ιουνίου του έτους 1873 αποφοίτησε με βαθμό «πολύ καλά» και επέστρεψε στη γενέτειρα του όπου προσβλήθηκε από χολέρα. Το 1875 θεραπευμένος από την αρρώστια ζήτησε και του δόθηκαν δύο υποτροφίες από τη διοίκηση της Βόινα Κράνα και από τη Στρατιωτική Περιφέρεια του Κάρλοβατς για την Ανώτατη Πολυτεχνική Σχολή του Γκρατς. Αξίζει να αναφέρουμε ότι άλλες τρεις παρόμοιες σχολές βρίσκονταν στη Βιέννη, στο Μπρνο και στην Πράγα. Στο Γκρατς ο Νίκολα έγινε μέλος της σερβικής εθνικιστικής φοιτητικής ομάδας "Σερμπάντια" η οποία του χρηματοδότησε διαλέξεις όπως τη «Περί Τριχοειδών Αγγείων» και «Περί Μυτών» ενώ επίσης τον βοηθούσαν να ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις. Το 1877 αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και δεν μπορούσε να καλύψει οικονομικά τις σπουδές του κι έτσι στράφηκε στην άσωτη ζωή. Το 1878 το πανεπιστήμιο τον έδιωξε από τους χώρους του χωρίς φυσικά να πάρει πτυχίο. Το 1879 ο Νίκολα επιστρέφει για το θάνατο του πατέρα του στη γενέθλια πόλη του αλλά δεν κάθεται για πολύ καθώς εγγράφεται στη φυσικομαθηματική σχολή της Πράγας. Αντιμετώπισε όμως πάλι οικονομικά προβλήματα και έτσι σε ηλικία 24 ετών έφυγε από την Πράγα χωρίς να αποκτήσει κάποιο πτυχίο, ενώ αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές για να αφοσιωθεί στην τεχνική εμπειρία.

Αρχή της σταδιοδρομίας του

Μετά τη Πράγα φεύγει για τη Βουδαπέστη όπου βρίσκει εργασία ως τεχνικός σχεδιαστής στο Κεντρικό Τηλεγραφικό Γραφείο της Ουγγαρίας. Οι ικανότητες του ξεχώρισαν και για αυτό σύντομα έγινε προϊστάμενος του τηλεφωνικού κέντρου της πόλης. Αργότερα η διεύθυνση του γραφείου τον στέλνει στο Παρίσι ως εξωτερικό συνεργάτη. Το 1883 του δόθηκε η ευκαιρία να αφήσει έκθαμβους τους πάντες στα γραφεία της εταιρείας Edison’s Club for Europe για την οποία εργαζόταν, όταν τον έστειλαν να διορθώσει τον ηλεκτρικό σταθμό του Στρασβούργου στον οποίο σημειώθηκε έκρηξη ακριβώς όταν τον επισκεπτόταν ο Γερμανός Κάιζερ Γουλιέλμος Α΄. Ο Τέσλα διόρθωσε τη βλάβη και το σταθμό με επιτυχία το 1884 οπότε ο Τσάρλς Μπάρτσελορ τον συμβούλεψε να επισκεφθεί τον Τόμας Άλβα Έντισον (1841-1931).

Ο Τέσλα στις Η.Π.Α.

Ο Τέσλα έφτασε στις Η.Π.Α. το 1884 με το πλοίο 'Saturnia στα 28 του χρόνια. Αμέσως συναντήθηκε με τον Έντισον, ο οποίος του ανέθεσε την πρώτη του δουλειά: Να επισκευάσει τη γεννήτρια του ατμοπλοίου "Όρεγκον". Οι σχέσεις των δυο ανδρών δεν ήταν ποτέ καλές διότι ο Έντισον ήταν άνθρωπος πρακτικός και βασιζόταν περισσότερο στην εργατικότητα και στις εμπειρίες του, πράγμα που ερχόταν σε αντίθεση με τον Τέσλα που ήταν ένας άνθρωπος με ιδανικά, διανοούμενος και πιο πολύ θεωρητικός. Ακόμα είχαν διαφωνίες στο αντικείμενο της εργασίας τους καθώς ο Έντισον ήταν υποστηρικτής της χρήσης του συνεχούς ρεύματος ενώ ο Νίκολα υποστήριζε τη χρήση του εναλλασσόμενου ρεύματος. Φήμες θέλουν τον Έντισον να είχε ενοχληθεί από την ενασχόληση του Τέσλα με μυστικιστικές θεωρίες και πειράματα. Γεγονός είναι πάντως ότι οι δρόμοι των δυο μεγάλων εφευρετών χωρίζουν κάπου στο 1886 και ο Τέσλα μετά από κάποιες αποτυχημένες επιχειρηματικές ενέργειες βρίσκει νέο χρηματοδότη για τα πειράματα του το 1887. Ο νέος χρηματοδότης ήταν ο διευθυντής της τηλεγραφικής εταιρείας Western Union Α. Μπράουν, ο οποίος του έστησε το εργαστήριο του, λίγα τετράγωνα πιο πάνω από το εργαστήριο του Έντισον, στην οδό Liberty στον αριθμό 89. Τον Οκτώβριο του 1887 η πατέντα του με το όνομα Πολυφασικό Σύστημα Τέσλα κατοχυρώθηκε στην Αμερικανική Επιτροπή Ευρεσιτεχνιών. Το 1888 ο Τέσλα έδωσε μια διάλεξη με θέμα «Το Νέο Σύστημα Κινητήρων και Μετασχηματισμών Εναλλασσόμενου Ρεύματος», στο Αμερικάνικο Ινστιτούτο Ηλεκτρομηχανικής, η οποία έδωσε το έναυσμα στον βιομήχανο Τζώρζ Γουέστινχαουζ (1846-1914) να συνεργαστεί μαζί του. Ο Έντισον με τον χρηματοδότη του Μόργκαν άνοιξαν μέτωπο δυσφήμισης εναντίον του Τέσλα και των χρηματοδοτών του Γουέστινχαουζ και Μπράουν και ειδικά όταν ο τελευταίος πούλησε στις φυλακές Σινγκ-Σινγκ το σχέδιο κατασκευής και λειτουργίας της ηλεκτρικής καρέκλας με εναλλασσόμενο ρεύμα του Τέσλα. Η διοίκηση συμφώνησε και το 1890 έπειτα από πολλές επαναλήψεις εκτέλεσαν τον πρώτο κατάδικο στην ηλεκτρική καρέκλα, τον Γουίλιαμ Κέμλερ. Στη συνέχεια ο Γουέστινχάουζ αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και δεν μπόρεσε να καταβάλει την αμοιβή του Τέσλα, ο οποίος όμως συνέχιζε να δουλεύει αφιλοκερδώς για αυτόν. Την ίδια στιγμή η εταιρεία του Μόργκαν, Thompson Huston άνθιζε και εξαγόρασε την General Electric του Έντισον, η οποία συνεχίζει να υφίσταται μέχρι σήμερα με την ίδια ονομασία.

Η κορύφωση της δόξας και η προσπάθεια χαρακτηρισμού του ως τρελού

Το διάστημα 1890-1891 ο Τέσλα έδωσε δεκάδες διαλέξεις για το εναλλασσόμενο ρεύμα και τη χρήση του. Το 1891 ο Τέσλα εφηύρε το πηνίο που φέρει το όνομά του. Το 1892 ο Τέσλα έλαβε μήνυμα ότι η μητέρα του πεθαίνει οπότε βρήκε ευκαιρία να δώσει σειρά διαλέξεων στο Λονδίνο και να γνωριστεί με τη βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας και ύστερα στο Παρίσι. Στη συνέχεια πήγε να επισκεφθεί την ετοιμοθάνατη μητέρα του και μετά πήγε στο Βελιγράδι όπου τον βράβευσε ο βασιλιάς και η Σερβική Βασιλική Ακαδημία. Το 1892 έως το 1903 ο Τέσλα αγωνιζόταν να αποδείξει ότι η εκπομπή και λήψη ραδιοκυμάτων ήταν δική του εφεύρεση καθώς στηριζόταν σε 13 δικές του πατέντες και όχι του Ιταλού Μαρκόνι. Τελικά ο Τέσλα δικαιώθηκε το 1940, ενώ αναγνωρίστηκε ως ο εφευρέτης του ραδιοφώνου το 1955. Παράλληλα τη νύχτα της 1η Μαΐου του έτους 1893 στη Διεθνή Έκθεση του Σικάγο, ο Γκρόβερ Κλήβελαντ, ο 24ος πρόεδρος των Η.Π.Α., φωταγώγησε την πόλη του Σικάγου με λάμπες που λειτουργούσαν με εναλλασσόμενο ρεύμα. Στο περίπτερο του Τέσλα και του Γουέστινχαουζ στην έκθεση επικρατούσε πανηγυρικό κλίμα. Το 1895 ο Ρέντγκεν με τη βοήθεια του Τέσλα μπορούσε να παινευτεί ότι εφεύρε τις ακτίνες Χ και έτσι η φήμη του Τέσλα εκτοξεύτηκε. Κατόπιν δήλωσε ότι είχε καταγωγή από εξωγήινους πολιτισμούς, πράγμα που συνάδει με τη σημερινή θεωρία της πανσπερμίας του σύμπαντος. Το 1898 ισχυρίστηκε, δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας μια συσκευή τηλεγεωδυναμικής, ότι ήταν υπεύθυνος για μικρό σεισμό που συνέβη στη Νέα Υόρκη. Σήμερα γνωρίζουμε πως η πρόκληση σεισμών με ηλεκτρομαγνητικούς παλμούς (EMP ή ΗΜΠ) είναι όντως εφικτή. Εκείνη την περίοδο, η φήμη του Τέσλα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλου εφευρέτη ή επιστήμονα στη λαϊκή συνείδηση, αλλά λόγω της εκκεντρικότητάς του και των περίεργων και θεωρούμενων ως εξωφρενικών ισχυρισμών του για τις δυνατότητες της επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης να βοηθήσουν την εκτόξευση του ανθρώπινου πολιτισμού σε άλλη κλίμακα, τελικά εξοστρακίστηκε σαν τρελός επιστήμονας. Από το 1898 έως το 1903 ο Τέσλα άλλαξε αρκετούς χρηματοδότες ενώ είχε αποτραβηχτεί σε πειράματα για τη λεγόμενη «ελεύθερη ενέργεια» στο Κολοράντο Σπρίνγκς και στο Λονγκ Άιλαντ, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πολλά και τα οποία διακόπηκαν εντελώς ξαφνικά λόγω παύσης χρηματοδότησης όταν αποκάλυψε στο χρηματοδότη του J. P. Morgan ότι η ελεύθερη ενέργεια θα μοιραζόταν δωρεάν. Έως το 1910 ο Τέσλα είχε ξεχαστεί ή παραγκωνιστεί λόγω των νέων εφευρέσεων και θεωριών των αδερφών Ράιτ, των Κιουρί και του Αϊνστάιν και της εμμονής του Νικολά να θεωρεί τον εαυτό του και τις εφευρέσεις του υπαίτιους για την έκρηξη στη Τουγκούσκα. Από το 1915 έως το 1917 κέρδισε πολλές διακρίσεις από διάφορες ακαδημίες αλλά έχασε την ευκαιρία να προταθεί για Νόμπελ φυσικής από τον Έντισον. Το 1916 νέα κόντρα ξεκίνησε στους κόλπους των φυσικών από τους οπαδούς της θεωρίας του Τέσλα, κυματική θεωρία, εναντίον των οπαδών της θεωρίας του Αϊνστάιν, ατομική θεωρία. Από το 1918 έως το 1922 κατοχύρωσε διάφορες πατέντες και ευρεσιτεχνίες για τη μηχανική των υγρών οι οποίες αγοράστηκαν από διάφορες εταιρίες για να τις εμπορευματοποιήσουν.

Το 1924 ο Τέσλα ισχυρίστηκε ότι είχε εφεύρει την περιβόητη «ακτίνα θανάτου», ένα υπερόπλο ικανό να καταστρέψει μεγάλες εκτάσεις δηλαδή έως και 10.000 αεροπλάνα σε απόσταση 200 μιλίων, ενώ επίσης ισχυρίστηκε ότι αυτό ήταν υπεύθυνο για την έκρηξη στην Τουγκούσκα, φυσικά οι δημοσιογράφοι και ο επιστημονικός κόσμος τον περιγέλασαν ενώ μέχρι σήμερα οι μελετητές εντάσσουν αυτή την εφεύρεση στο τομέα των ανεξήγητων φαινομένων και γεγονότων. Σήμερα η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης μέρους των θεωριών και ανακαλύψεων του Τέσλα γίνεται με συστήματα όπως το Haarp. Το 1926, όταν έγινε 70 χρονών, τα πανεπιστήμια του Βελιγραδίου και του Ζάγκρεμπ τον εξέλεξαν ως επίτιμο διδάκτορα.

Το τέλος του Τέσλα

Από το 1936 έως το θάνατο του το FBI παρακολουθούσε τις συνομιλίες και τις κινήσεις του Τέσλα φοβούμενοι ότι είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με την σταλινική Σοβιετική Ένωση. Το 1937 ένα αμάξι χτύπησε τον Τέσλα σπάζοντάς του αρκετά πλευρά και κλονίζοντας σοβαρά την υγεία του. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Νίκολα Τέσλα είχε να αρρωστήσει από τα 30 του χρόνια, όπως δήλωνε ο ίδιος, ο οποίος πίστευε ότι για αυτό “φταίνε” τα πειράματα του. Το κράτος της Γιουγκοσλαβίας, μετά το ατύχημα του, του έβγαλε ισόβια σύνταξη. 

Το 1941, με την επέκταση του ναζισμού στην Ευρώπη και τον αναβρασμό του παγκοσμίου πολέμου, ο Τέσλα ήθελε να κατασκευάσει ένα «νέο» υπερόπλο για να σώσει την πατρίδα του. Τελικά πέθανε το 1943 στις 7 του Γενάρη αλλά τον βρήκαν νεκρό δυο μέρες μετά γιατί είχε κρεμάσει, όπως έκανε πάντα, στην πόρτα του δωματίου του την επιγραφή «ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ, ΕΡΓΑΖΟΜΑΙ».

Υστεροφημία

Ο Τέσλα είναι κυρίως γνωστός για τις επαναστατικές του συνεισφορές στους κλάδους του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ανακαλύψεις και η θεωρητική εργασία του αποτέλεσαν τη βάση για την εφαρμογή του σημερινού συστήματος εναλλασσόμενου ρεύματος. Εφευρέσεις όπως τα πολυφασικά συστήματα διανομής ισχύος και ο κινητήρας εναλλασσόμενου ρεύματος συνετέλεσαν στην εκδήλωση της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης. Η μονάδα της έντασης του μαγνητικού πεδίου στο SI, το Τέσλα, ονομάστηκε προς τιμή του στο Γενικό Συνέδριο Μέτρων και Σταθμών του Παρισιού το 1960. Εκτός από τη δουλειά του στον ηλεκτρομαγνητισμό και τα συστήματα ισχύος, ο Τέσλα λέγεται ότι έχει συνεισφορές και στη θεμελίωση της ρομποτικής, του τηλεχειρισμού, στην ανάπτυξη του ραντάρ και της επιστήμης υπολογιστών, όπως και στην επέκταση της βαλλιστικής, της πυρηνικής και θεωρητικής φυσικής. Το 1943 το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών τον αναγνώρισε σαν τον εφευρέτη της ασύρματης επικοινωνίας. Ο Τέσλα ισχυριζόταν, μέσα σε όλες τις άλλες θεωρίες του, ότι το 2035 η μόλυνση του νερού θα είναι πολύ χαμηλή, τα ποσοστά παραγωγής δημητριακών πολύ υψηλά, αναδάσωση όλων των καμένων και άνυδρων περιοχών και εκμετάλλευση των πηγών ενέργειας με τρόπο φιλικό για το περιβάλλον . Σύγχρονοι μελετητές του έργου του τον έχουν αποκαλέσει «τον άνθρωπο που εφηύρε τον Εικοστό Αιώνα» και «προστάτη άγιο του σύγχρονου ηλεκτρισμού».

Πηγή:Βικιπαίδεια


 

 


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ευγένιος Σπαθάρης,ο δάσκαλος του Θεάτρου Σκιών

Ευγένιος Σπαθάρης, ο δάσκαλος, ο σπουδαιότερος δημιουργός του Θεάτρου Σκιών και γνήσιος εμψυχωτής του λαϊκού ήρωα, Καραγκιόζη...

 

Ο Ευγένιος Σπαθάρης (2 Ιανουαρίου 1924 - 9 Μαΐου 2009) του Σωτηρίου ήταν καλλιτέχνης του ελληνικού θεάτρου σκιών, ένας από τους πιο σημαντικούς καραγκιοζοπαίχτες και ζωγράφος.

Βιογραφία:

Γεννήθηκε στην Κηφισιά στις 2 Ιανουαρίου 1924. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και ιδιαίτερα με τους ήρωες του θεάτρου σκιών, από τους πρωτοπόρους του οποίου ήταν ο πατέρας του, Σωτήρης Σπαθάρης, ο οποίος απεβίωσε το 1974. Το γεγονός αυτό τον εξοικείωσε με το καλλιτεχνικό αυτό είδος και ξεκίνησε να δίνει ο ίδιος παραστάσεις, αρχικά στη διάρκεια της κατοχής, σε θέατρα της Αθήνας, σε πρεσβείες, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη κ.α.. Από τότε, έδωσε πληθώρα παραστάσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες του εξωτερικού, συμμετέχοντας σε διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια ειδικά για το θέατρο σκιών. Παρουσίασε πολλά έργα με ήρωα τον Καραγκιόζη, τόσο ως άψυχο υλικό (φιγούρες ηρώων), όσο και σε έμψυχη (ζωντανή) παράσταση με ηθοποιούς, στο Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος, στο «Ελληνικό Χορόδραμα», στο Θέατρο Χατζώκου (Θεσσαλονίκη), στο Θέατρο Συντεχνίας κ.α. με τις παραστάσεις «Το ταξίδι», «Το καταραμένο φίδι», «Ο δικτάτορας», «Ο Αλέκος με τα κυδώνια» κ.ά.
Το 1970 κυκλοφόρησε 13 εικονογραφημένα τεύχη (των 2 δρχ. έκαστο) με μαυρόασπρες φιγούρες και έγχρωμο εξώφυλλο. Ενώ το 1979 παρουσιάστηκε από τις εκδόσεις Νεφέλη το επιτυχημένο βιβλίο του «Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων» με εφτά έργα και εφτά περιλήψεις (τα τέσσερα δικά του και τα τρία του πατέρα του Σωτήρη). Από το 1962 κυκλοφόρησαν 10 έργα του σε δίσκους 45 στροφών από την His Master's Voice, ενώ ακολούθησαν άλλοι 2 δίσκοι 33 στροφών από τη Μinos-EMI αρχές της δεκαετίας του '80, και άλλες έξι παραστάσεις σε 6 αντίστοιχα CD από τη Legend το 2002.
 Το 1950 ο Ευγένιος πραγματοποιεί την πρώτη του συμμετοχή σε κινηματογραφική ταινία, στο Πικρό Ψωμί του Γρηγόρη Γρηγορίου. Έπαιξε έργα του στην κρατική τηλεόραση από το 1966 μέχρι το 1992. Κάποια από τα έργα του αυτά κυκλοφορούσαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '90 σε βιντεοκασέτες, ενώ τις ημέρες του θανάτου του ξεκίνησε συμπτωματικά η κυκλοφορία τους σε DVD.
Διακρίσεις:
 Ο Ευγένιος Σπαθάρης ήταν μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, του Ινστιτούτου Παγκοσμίου Θεάτρου (της ΟΥΝΕΣΚΟ). Έκανε περιοδείες σε πολλές χώρες λαμβάνοντας μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και συνέδρια όπως: Παρίσι, Λιέγη, Ρώμη, Κάιρο, Λονδίνο, Κοπεγχάγη. Αλλά και ως ζωγράφος έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις ατομικές και ομαδικές στην Αθήνα, Ζυρίχη, Παρίσι και Νέα Υόρκη.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Ρώμης (1962), με το Α' Μετάλλιο του Πρίγκιπα του Μοντ, το Α' Βραβείο Πολωνίας (1978), το Α' Μετάλλιο Τοσκανίνι (Ιταλία) το 1978 κ.α. Τέλος, το 2007 τιμήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού για τη μεγάλη του προσφορά στο καλλιτεχνικό αυτό είδος, για το οποίο του αναγνωρίστηκε ο τίτλος του μεγάλου δασκάλου.
Το 1991 ιδρύθηκε το Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου, το οποίο λειτουργεί συστηματικά από το 1996, με στόχο την προβολή του θεάτρου σκιών και του καραγκιόζη.
 Στις 6 Μαΐου του 2009 και ενώ βρισκόταν στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από σκάλες, με αποτέλεσμα να υποστεί πολλά κατάγματα και να δημιουργηθεί σοβαρό αιμάτωμα στον εγκέφαλο, με την κατάστασή του να χαρακτηριστεί ως κρίσιμη.Τελικά, στις 9 Μαΐου, ύστερα από τρεις ημέρες νοσηλείας απεβίωσε, σε ηλικία 85 ετών. Η σορός του εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών και η κηδεία έγινε στις 13 Μαΐου του 2009, στο Μαρούσι, με δημόσια δαπάνη.

Πηγή:Βικιπαίδεια

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Όταν η κρίση χτυπάει τα παλιά σινεμά...!

Όταν έμαθα ότι το "Πτι Παλαί" αυτό το κινηματογραφικό παλατάκι στη γωνιά της Ριζάρη έριξε τίτλους τέλους, δεν το κρύβω, στεναχωρήθηκα πολύ. Μην πω, ότι βούρκωσα κιόλας. Θυμήθηκα τα κυριακάτικα απογέυματα που χωνόμουν στην αίθουσα του και ξεχνιόμουν, ταξίδευα μέσα από τις ταινίες, τις ποιοτικές ταινίες που πρόβαλε. Δυστυχώς, η κρίση έκανε για μια άλλη φορά το...θαύμα της. Ένα ακόμη στέκι, μια ακόμα ανάσα πολιτισμού  την έσβησε... αφήνοντας  πίσω μόνο τη μαρκίζα να γράφει "Πτι Παλαί"... έτσι  για να θυμίζει ότι κάποτε υπήρχαν άλλες εποχές άλλες μελωδίες....Πόσο λυπάμαι...!

Μια μικρή ιστορική αναδρομή στους πρώτους κινηματογράφους στην Αθήνα.... 

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ-ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΘΕΡΙΝΑ

Οι πρώτοι χώροι στους οποίους παρουσιάζεται αμιγές κινηματογραφικό θέαμα είναι οι αθηναϊκές πλατείες. Αυτοί είναι φορητοί κινηματογράφοι που στήνονται στις πλατείες μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες και συνήθως για περιορισμένες προβολές αφού κινούνται από την Αθήνα στην επαρχία.  
Σαν οι  πρώτοι σταθεροί θερινοί κινηματογράφοι στην Αθήνα μπορούν να θεωρηθούν αυτοί που στήθηκαν στα καφενεία της πλατείας Συντάγματος και του Ζαππείου και λειτούργησαν για πάνω από δέκα χρόνια. Το 1904 βασικά ξεκίνησαν οι συστηματικές προβολές και στα δύο αυτά σημεία που συγκέντρωναν έτσι κι αλλιώς  τον περισσότερο κόσμο της πρωτεύουσας.
Όπως αναφέρει το Εμπρός (11 Μαΐου) τριάντα κινηματογράφοι ετοιμάζονται να στηθούν το καλοκαίρι του 1907 σε διάφορες συνοικίες των Αθηνών. Και φυσικά τα θερινά θέατρα συνεχίζουν κι αυτά να περιλαμβάνουν κινηματογράφο σαν μια ξεχωριστή ατραξιόν.
ΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΟΝΤΑΙ
Το 1910 είναι μια σημαντική χρονιά για τον κινηματογράφο της πρωτεύουσας. Η μεγάλη ζήτηση που έχει ο κινηματογράφος σπρώχνει επιχειρηματίες να κάνουν σοβαρές επενδύσεις στη νέα τέχνη.
Το 1913 χτίστηκε το πρώτο χτίριο ειδικά για κινηματογράφο από τον μικρασιάτη επιχειρηματία και πρωτοπόρο κινηματογραφικό επιχειρηματία Ε Μαυροδημάκη. « Ήταν το «Παλλάς» που κατόπιν εγκρεμίσθη και εκτίσθη στο ίδιο οικόπεδο το μέγαρον Εφεσίου».
Το 1913 άνοιξε το «Νέον», Πατησίων 8, όπου το κατάστημα του Μαρούση.
Το 1913, ανοίγει το ΡΟΖΙΚΛΑΙΡ στην οδό Πατησίων 12 από τον Π. Φλεγκενάιμερ. Του έδωσε αυτό το όνομα κάνοντας μια σύνθεση  από τα ονόματα  που είχαν δυο κόρες του: Ρόζα και Κλαίρη.
Το 1920, σύμφωνα με τον «Οδηγό της Ελλάδος» λειτουργούν οι παρακάτω κινηματογράφοι:
Χειμερινοί: Απόλλων (Σταδίου 20) Διευθ. Γ Αναστασιάδης, «Αττικόν» (Σταδίου 25) Διευθ. Κ. Εμπέογλου, «Παλλάς» (Σταδίου 24) Διευθ. Κ. Εμπέογλου, «Σπλέντιτ» (Σταδίου 22) Διευθ. Κ. Εμπέογλου, «Πάνθεον» (Πανεπιστημίου) Διευθ. Τ. Μάντακας, «Ροζικλαίρ» (Πατησίων) Διευθ. Κ. Καράς. Θερινοί: Ζαππείου, Καφεθυστιατόριο με ορχήστρα, δύο στην Πλατεία  Συντάγματος-Καφενείο Ζαχαράτου και Καφενείο Περιπτέρου, «Μουλέν Ρούζ» Αλυσσίδα-τέρμα Πατησίων με ορχήστρα και εστιατόριο.
Στην μόδα του κινηματογράφου υποτάσσεται το θέατρο Κοτοπούλη στην πλατεία Ομονοίας.
Στην μόδα του κινηματογράφου υποτάσσεται το θέατρο Κοτοπούλη στην πλατεία Ομονοίας.
Το 1928 οι 5 κινηματογράφοι του 1913 έγιναν 16 χειμερινοί και 12 θερινοί.  Το 1938 οι χειμερινοί στην Αθήνα είναι 26 και οι θερινοί πάνω από 60.
Τη δεκαετία 1930-40 δημιουργούνται οι μεγαλύτεροι και πολυτελέστεροι κινηματογράφοι της χώρας. Είναι η εποχή που χτίζονται το Παλλάς και το Ρεξ στην Αθήνα. Ποτέ άλλοτε δεν φτιάχτηκαν όμοιά τους. Την μεταπολεμική περίοδο, απλώς πολλαπλασιάζονται χωρίς ποτέ να φτάσουν την μεγαλοπρέπεια των προγενέστερων.
Παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβρη του 1939 συγκεκριμένα, λειτουργούν στην Ελλάδα 280 κινηματογράφοι, αριθμός σχεδόν διπλάσιος από αυτόν του 1935 (150 αίθουσες). Το ένα τρίτο από αυτούς βρίσκεται στην πρωτεύουσα. Η Αθήνα διαθέτει εννέα κινηματογράφους πρώτης προβολής, εικοσιπέντε δεύτερης ή συνοικιακούς και 65 θερινούς.
ΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, το πιο ενδιαφέρον κινηματογραφικό θέαμα για τους ανθρώπους στις πόλεις, γίνονται τα πολεμικά επίκαιρα. Στην Αθήνα είναι δυο οι αίθουσες που προβάλουν αποκλειστικά πολεμικά επίκαιρα, ελληνικά και αγγλικά, το Σινεάκ και το Άστυ.
Αλλά έρχεται η στιγμή που το μέτωπο καταρρέει. Στις 9 Απριλίου 1940 οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Μία από τις πρώτες διαταγές που εξέδωσαν  ήταν να ανοίξουν οι κινηματογράφοι για να δείξουν ότι η ζωή συνεχίζεται ειρηνικά κάτω από τη δική τους υψηλή προστασία. Την προηγούμενη περίοδο λόγω του φόβου των συναγερμών οι κινηματογράφοι υπολειτουργούσαν, ανοίγοντας σε ακατάστατες ώρες.
Η διαφορά που υπάρχει τώρα με την προηγούμενη περίοδο είναι ότι επιτάσσονται ορισμένοι κινηματογράφοι και διατίθενται για τη ψυχαγωγία των στρατιωτών τους. Στη Θεσσαλονίκη, τα Διονύσια  μετατρέπονται σε Soldaten Kino, το Πατέ σε Germania Kino και το Παλλάς σε Frontbuhne. Τα Ηλύσια  «παραχωρούνται» στους Ιταλούς. Στην Αθήνα, το Αττικόν  μετατρέπεται σε Soldaten Kino Victoria, το Απόλλων  σε Kino Apollo, ενώ  οι άλλοι κινηματογράφοι υποχρεώνονται να αναγράφουν τους τίτλους των έργων εκτός από ελληνικά, στα γερμανικά και ιταλικά. Το μέτρο αυτό επεκτείνεται σε όλη την Ελλάδα.
Με την είσοδο των Γερμανών δεν σημειώνεται καμία άλλη αλλαγή στη λειτουργία των κινηματογράφων πέρα από την απαγόρευση ταινιών που προέρχονται από εχθρικές προς τον Άξονα ταινίες, την υποχρεωτική προβολή γερμανικών προπαγανδιστικών επικαίρων και τις ώρες προβολής που προσαρμόζονται στις απαγορεύσεις της κυκλοφορίας και τις ανάγκες εξοικονόμησης ηλεκτρικής ενέργειας.

Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΝΘΗΣΗ
Με τη λήξη της γερμανικής κατοχής δημιουργείται το πρωτοφανές φαινόμενο της μαζικής προσέλευσης στους κινηματογράφους της πρωτεύουσας. Αλλά αυτό δεν είναι ένα ευκαιριακό φαινόμενο, η αντίδραση ίσως στην στερημένη ζωή της κατοχής, αλλά έχει διάρκεια. Και το 1966 το περιοδικό Εικόνες χαρακτηρίζει την Αθήνα σαν την «πιο ιδιότυπη κινηματογραφόπληκτη πρωτεύουσα της υφηλίου» με τις «50 αίθουσες πρώτης προβολής και το τακτικό επταήμερο των 12 καινούργιων ταινιών»
ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '90
(από μια έρευνα του ΕΚΚΕ για την
Κατάσταση του συστήματος διανομής στην Ελλάδα
"Η συνολική εικόνα, πάντως, για την κατανομή των κινηματογραφικών αιθουσών στην Ελλάδα έχει ως εξής: Ο αριθμός των αιθουσών / οθονών ανέρχεται σε 443. Αυτές ανήκουν σε 382 κινηματογραφικές μονάδες / επιχειρήσεις. Από τις 443 αίθουσες, οι 203 είναι χειμερινές, οι 53 ετήσιας λειτουργίας και οι 186 θερινές. Αν και στο λεκανοπέδιο συγκεντρώνεται περίπου το 35% το συνολικού πληθυσμού της χώρας, το αντίστοιχο ποσοστό των κινηματογραφικών αιθουσών / οθονών ξεπερνά το 52%. Οι τρεις περιφέρειες με το μικρότερο αριθμό αιθουσών είναι η Δυτική Μακεδονία με 0,7%, τα Ιόνια Νησιά με 1,1% και το Βόρειο Αιγαίο με 1,3%, ενώ υπάρχει ένας νομός εντός των ορίων του οποίου δεν υφίσταται κινηματογραφική αίθουσα: πρόκειται για τον νομό Φλωρίνης".

47 διατηρητέοι θερινοί κινηματογράφοι
Το 1997 ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, Κώστας Λαλιώτης, με απόφασή του χαρακτήρισε διατηρητέα τη χρήση 47 θερινών κινηματογράφων που βρίσκονται εντός του λεκανοπεδίου Αττικής:
ΑΙΓΛΗ (Ζάππειο) ΒΟΞ (Εξάρχεια) ΘΗΣΕΙΟ ΠΑΛΛΑΣ (Παγκράτι) ΣΙΝΕ ΠΑΡΙ (Πλάκα) ΑΝΕΣΙΣ (Αμπελόκηποι) ΑΕΛΛΩ (Κυψέλη) ΕΛΛΗΝΙΣ (Αμπελόκηποι) ΕΚΡΑΝ (Εξάρχεια) ΛΙΛΑ (Πατήσια) ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΕΪ (Κυψέλη) ΡΙΒΙΕΡΑ (Εξάρχεια) ΗΛΕΚΤΡΑ (Πατήσια) ΑΘΗΝΑΙΑ (Κολωνάκι) ΑΜΟΡΕ (Πολύγωνο) ΜΕΤΡΟΠΟΛ (Αθήνα) ΤΡΙΑΝΟΝ (Κυψέλη) ΝΑΝΑ (Δάφνη) ΝΕΑ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ (Αθήνα) ΜΙΤΣΙ (Κουκάκι) ΑΤΗΕΝΕ (Κυψέλη) ΔΙΑΝΑ (Κυψέλη) ΣΤΕΛΛΑ (Κυψέλη) ΡΑΝΙΑ (Πατήσια) ΜΟΝ ΡΕΠΟ (Αγ. Νικόλαος Αχαρνών) ΔΕΞΑΜΕΝΗ (Κολωνάκι) ΛΑΟΥΡΑ (Παγκράτι) ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ (Κηφισιά) ΧΛΟΗ (Κηφισιά) ΦΙΛΟΘΕΗ, ΦΑΝΤΑΖΙΟ (Πειραιάς) ΑΜΥΝΤΑΣ (Υμηττός) ΔΙΑΝΑ (Παλ. Φάληρο) ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ (Αγ. Παρασκευή) ΚΑΡΜΕΝ (Αθήνα) ΤΙΤΑΝ (Αιγάλεω) ΦΛΕΡΥ (Καλλιθέα) ΠΟΛΕΝΑ (Ανω Πατήσια) ΑΚΤΗ (Βουλιαγμένη) ΨΥΧΙΚΟ ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ (Ηλιούπολη) ΚΑΤΕΡΙΝΑ (Χαϊδάρι) ΑΣΤΡΟΝ (Μάνδρα) ΑΜΙΚΟ (Χαλάνδρι) ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (Χαλάνδρι) ΑΘΗΝΑ (Χαλάνδρι) ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (Χαλάνδρι)
Πηγή:www.cinefilip.gr

 

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Ο Μπρέχτ "μιλάει" στα παιδιά...!

Δύο ποιήματα του μεγάλου Μπρέχτ που "μιλάνε" στα παιδιά...




1.Εγκώμιο στη μάθηση
Μάθαινε και τ’ απλούστερα!
Γι’ αυτούς
που ο καιρός τους ήρθε
ποτέ δεν είναι πολύ αργά!
Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει,  μα συ
να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί!
Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο!
Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή!
Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα!
Μάθαινε, εξηντάχρονε!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Ψάξε για σχολείο, άστεγε!
Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε!
Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο.
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!
Μην αφεθείς να πείθεσαι
μάθε να βλέπεις συ ο ίδιος!
Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος
καθόλου δεν το ξέρεις.
Έλεγξε το λογαριασμό
εσύ Θα τον πληρώσεις.
Ψάξε με τα δάχτυλα κάθε σημάδι
Ρώτα: πώς βρέθηκε αυτό εδώ.
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.»

2.Aκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε
Aκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.
Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε
μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας
σε πέτρα.. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπορείς να μείνεις.
Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.

Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά
Η μάθηση θα ‘τανε υποχρέωσή σου.
Αυτό θέλω να τους πω
Αναρωτιέμαι: γιατί να συζητάω μαζί τους;
ψωνίζουνε τη γνώση για να την πουλήσουν.
θέλουν να μάθουνε πού υπάρχει γνώση φτηνή
που να μπορούνε ακριβά να την πουλήσουν. Γιατί
να ενδιαφερθούνε να γνωρίσουν ό,τι
ενάντια στην αγοραπωλησία μιλάει;
Θέλουνε να νικήσουν.
Στη νίκη ενάντια τίποτα δε θέλουνε να ξέρουν.
Δε Θέλουνε άλλοι να τους καταπιέζουν,
Θέλουνε να καταπιέζουνε οι ίδιοι.
Δε θέλουνε την πρόοδο.
Θέλουνε την υπεροχή.
Πειθαρχούνε σ’ όποιον
τους υπόσχεται πως θα μπορούνε να διατάζουν.
Θυσιάζονται
για να μπορέσει να μείνει όρθιος ο βωμός της θυσίας.
Τι να τους πω, σκέφτηκα. Αυτό
θέλω να τους πω, αποφάσισα.»


Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ, ο ποιητής του υπερρεαλισμού και του αγώνα...

ο ποιητής που αποδοκιμάζει με το έργο του ο,τιδήποτε ταπεινώνει την ανθρώπινη ύπαρξη...

ο ποιητής που τραγουδά στα ποιήματά του τη ζωή, τη χαρά, τον έρωτα...




Ο Πωλ Ελυάρ (πραγματικό όνομα Eugène Grindel, 14 Δεκεμβρίου 1895  - 18 Νοεμβρίου 1952) ήταν Γάλλος ποιητής που δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού
Βιογραφία
 Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια. Στο διάστημα 1907-1911  γράφτηκε στη Σχολή Κολμπέρ όπου πραγματοποίησε σπουδές, ωστόσο σε ηλικία περίπου 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τις διακόψει. Για δύο χρόνια, διέμεινε σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914  κατατάχθηκε στον στρατό. Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά, με την οποία απέκτησε και μία κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα, ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938. Κατά τη διαρκεια του Β΄παγκοσμίου πολέμου  πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.
Έργα
Κύριες συλλογές
  • Capitale de la Douleur (1935)
  • L' amour la poesie (1929)
  • La vie immediate (1932)
  • La Rose publique (1934)
  • Les Yeux fertilles (1935)
  • Le Phenix (1951)
Πηγή:Βικιπαίδεια



ΑΘΗΝΑ

Έλληνε λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτά σου για την λευτεριά και την δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου

Βασιλιά λαέ δε σε απειλεί ο θάνατος
Στον έρωτά σου είσαι όμοιος είσαι αγαθός
Και το κορμί σου και η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας  βάζοντας τον δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα

Και την ελπίδα όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δε βολεύεται
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ
Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του λαού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας και η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί και η λευτεριά

Η λευτεριά όμορφη με την ηλιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλα
Πιο δυνατό απ' τον πόνο και απ' τους εχθρούς μας όλους
9 Δεκέμβρη 1944
Πηγή:en-texnon.blogspot.gr


Ο Πωλ Ελυάρ στην Ελεύθερη Ελλάδα

«Θα πολεμήσουμε γι’ αυτή τη μικρή ελιά
Καταμεσής στον κάμπο,
Γι’ αυτήν την πέτρα, που δροσίζει η πρωινή πάχνη.
Θα πολεμήσουμε για το χαμόγελο του κοριτσιού
Καταμεσής στην άνοιξη.
Θα πολεμήσουμε για τα χαρούμενα παιδικά παιχνίδια,
Στις γαλανές ακρογιαλιές,
Για την καυτερή άμμο, γι’ αυτόν το σβώλο
απ’ το παχύ ματωμένο πατρικό χώμα.
Θα πολεμήσουμε…»

Η Ελλάδα του Πωλ Ελυάρ

«Τα χέρια των ηρώων και των θυμάτων/ έχουνε σφίξει τα δικά μου χέρια./ Η φωνή τους έχει πλάσει τη φωνή μου./ Μέσα σ’ έναν αδελφικό καθρέφτη/ και τα χέρια μου σφίγγουν τα χέρια/ των ανθρώπων που αύριο θα γεννηθούνε. Και πού τους μοιάζουν τόσο/ που πιστεύω τον εαυτό μου αιώνιο». Αυτό έγραφε ένας από τους κορυφαίους Γάλλους ποιητές του 20ού αιώνα, ο κομμουνιστής Πωλ Ελυάρ, σε ένα ποίημά του, το οποίο σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Μελετήματα» («Κέδρος»).

Πηγή:mauroflight.wordpress.com

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Ρήγας Φεραίος, ο μεγάλος στοχαστής και επαναστάτης...

"Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;..."

Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος (1757-24 Ιουνίου 1798) ήταν Έλληνας  συγγραφέας, πολιτικός στοχαστής και επαναστάτης. Θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο ίδιος υπέγραφε ως «Ρήγας Βελεστινλής» ή «Ρήγας ο Θεσσαλός» και ουδέποτε «Φεραίος», κάτι που ίσως να είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων. Γεννήθηκε στο Βελεστίνο, τις αρχαίες Φερές, το 1757, από εύπορη οικογένεια. Από τη νεανική του ζωή τα μόνα γνωστά είναι αυτά που ίδιος αναγράφει στην Επιπεδογραφία της Φεράς νυν λεγομένης Βελεστίνος, που είναι στο 4ο φύλλο της δωδεκάφυλλης "Χάρτας της Ελλάδος", που είναι και ένα ύμνος στη γενέτειρά του. Το όνομα του πατέρα του ήταν "Κυρίτζης¨,όπως φαίνεταοι στο αυτόγραφο ΄του Ρήγα σε βιβλίο αρχαίοι γεωγράφοι του 1571, που είναι στην Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, συνηθισμένο όνομα στην περιοχή του Βελεστίνου, που διατηρείται μέχρι σήμερα. Είναι ντόπιο, γηγενής και δεν είχε βλάχικη καταγωγή, όπως αυτό διαπιστώνεται από το γεγονός ότι το ξακουστό Βλαχοχώρι της Πίνδου, Περιβόλι, δεν το αναγράφει στη Χάρτα του, αν κανείς κοιτάξειτη Χάρτα του Ρήγα. Αν κατάγονταν από εκεί, αν οι γονείς του ήταν από εκεί, ή αν οι παππούδες του ήταν από εκεί θα ανέγραφε στη Χάρτα του το Περιβόλι. Ο Ρήγας δεν το αναγράφει διότι ούτε καν το γνώριζε. Το γεγονός αυτό πρέπει να προσεχθεί, όπως το τονίζει και ο μεγάλος ιστορικός του Ρήγας, ο Βλάχος Λέανδρος Βρανούσης. Η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και είχε ένα αδελφό με το όνομα Κώστας. Δεν υπάρχουν έγγραφα για την ύπαρξη αδελφής του. Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ αναφέρει πως είχε και ένα αδελφό, τον Κωστή, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε στην επανάσταση του 1821. Η οικογένεια του υπήρξε από τα θύματα της τουρκικής μανίας. Από αυτούς διασώθηκαν μόνο η μητέρα του με τον αδερφό του και μεταφέρθηκαν στη Βλαχία, όπου συντηρούνταν από τον Ρήγα. 
Δύο ιδιαίτερες αναφορές
·        «Κι επειδή ο ταπεινός εκείνος γόνος των ραγιάδων της Θεσσαλίας ούτε προφήτης εγεννήθηκε, ούτε αναχωρητής και ιεραπόστολος υπήρξε (απ΄αυτούς που οδεύουν προς το μαρτύριο για να εξασφαλίσουν τη μακαριότητα του παραδείσου), ούτε πολέμαρχος αξιώθηκε να γίνει, αλλά μονάχα οραματιστής και κήρυκας του Ξεσηκωμού, γι΄αυτό δεν απομένει να μελετηθεί παρά ο πνευματικός άνθρωπος, με τις ανησυχίες και τις αναζητήσεις του, με τις συγγραφικές του επιδόσεις και τους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς, ο κατηχητής του Γένους, ο πολιτικός νους που πήγε να μετουσιώσει τη θεωρία σε πράξη»
  • «Η επιστημονική έρευνα για τον Ρήγα, που άρχισε μόλις το 1891, όταν ήρθαν στο φως τα πρώτα σχετικά έγγραφα, διέλυσε κάποιους ποιητικούς θρύλους, αλλά μας έφερε πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα και εδραίωσε τον Ρήγα Φεραίο ή Ρήγα Βελεστινλή στο πρώτο βάθρο της προεπαναστατικής περιόδου για την αφύπνιση του Έθνους και την Εθνεγερσία  , όπου τον τοποθέτησε η Παράδοση».

Βίος και επανάσταση
Τα νεανικά χρόνια του Ρήγα Φεραίου είναι βυθισμένα στην αχλη του θρύλου και είναι δύσκολο να ανιχνευθούν τα πραγματικά γεγονότα, όπως και ένα μεγάλο μέρος από τις δραστηριότητές του αργότερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα άτομα με τα οποία συνεργαζόταν συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, αλλά και οι περισσότερες από τις προκηρύξεις του καταστράφηκαν. Αργότερα η ανάγκη δημιουργίας εθνικών ηρώων του υπόδουλου έθνους, σε συνδυασμό με την έλλειψη σχετικής ιστοριογραφίας ανήγαγε πολλούς θρύλους περί του προσώπου του. Οι βασικότερες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του παρέχει ο Χριστόφορος Περραιβός που υπήρξε συνεργάτης του και συναγωνιστής.Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό τα πρώτα του γράμματα λέγεται ότι τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και κατόπιν στη Ζαγορά. Καθώς διψούσε για μάθηση, ο πατέρας του τον έστειλε στα Αμπελάκια για περαιτέρω μόρφωση. Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο, επειδή του είχε συμπεριφερθεί δεσποτικά, και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα των αρματολών του θείου του, Σπύρου Ζήρα. Αργότερα βρίσκεται στο Άγιο Όρος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά με τον οποίο και ανέπτυξε στενή φιλία. Στην ίδια μονή συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του τον μοναχό Νικόδημο, ο οποίος του είχε παραχωρήσει τα κλειδιά της βιβλιοθήκης της φημισμένης Αθωνιάδας Σχολής για να εμπλουτίσει τς γνώσεις του. Στο Άγιο Όρος έμεινε πολύ λίγο. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη  , μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη (1726-1806) μέγα διερμηνέα του Σουλτάνου και παππού του μετέπειτα αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας, επίσης Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828). Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική, στην Ιταλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, αδερφό του παππού της Μαντώς Μαυρογένους και ταξίδεψε για τοΒουκουρέστι έδρα της ηγεμονίας, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790) ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του. Στη Βιέννη ταξίδεψε μαζί με τον Αυστριακό βαρώνο Ελληνικής καταγωγής Χριστόδουλο Λάνγκενφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς. Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο και την Χάρτα που φιλοτεχνήθηκε από τον Αυστριακό λιθογράφο Φρανσουά Μίλλερ, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων, το Σχολείον των ντελικάτων Εραστών, το  Φυσικής απάνθισμα, το Ηθικός Τρίπους, Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας,Τα Δίκαια του ανθρώπου, καθώς και το Νέος Ανάχαρσις. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της «Χάρτας», ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα. Δύο έτη αργότερα, ο Άνθιμος Γαζής επιμελήθηκε μιας νέας έκδοσης της Χάρτας, μικροτέρων διαστάσεων (1,04 x 1,02 μ), με τον τίτλο Πίναξ Γεωγραφικός της Ελλάδος, χωρίς όμως να αναφέρει το όνομα του Ρήγα για να αποφύγει την αυστροουγγρική λογοκρισία.
Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ο Ρήγας προετοίμαζε και την αναχώρησή του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσής του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα. Το 1792  η υπογραφή της Ρωσοτουρκικής συνθήκης ειρήνης στο Ιάσιο οδηγεί τις ελπίδες του Ρήγα για απελευθέρωση των Ελλήνων από τη Γαλλία και τον Βοναπάρτη. Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα ούτως ή άλλως είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνωμοτικός πυρήνας αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διέγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Το πιθανότερο και επικρατέστερο σενάριο που επικρατεί μέχρι σήμερα για τη σύλληψη του Ρήγα έχει να κάνει σχέση με τη τελευταία φάση προετοιμασίας του που συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων και είναι το εξής. Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας μαζί με τον αφοσιωμένο του φίλο Χριστόφορο Περραιβό και να τα προωθήσει στην Ελλάδα. Η επιστολή, όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντωνίου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία και συγκεκριμένα στον βαρόνο Πιττόνι, διοικητή της αστυνομίας στη Τεργέστη. Ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε το κυβερνήτη της πόλης Κόντε Πομπήιο Μπριγκίντο κι αυτός τον διέταξε να τον συλλάβει. Ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797  μαζί με τον Περραιβό. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν και οδηγήθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου. Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών,γιατρός από τα Ιωάννινα), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από την Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 χρονών, αδερφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη), με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαϊου 1798  στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Nebojša (Небојша), παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη. Για τον ακριβή γεωγραφικό εντοπισμό-τοποθεσία του αγάλματος του Ρήγα στο Βελιγράδι, καθώς και της οδού Riga od Fere (Ρήγας Φεραίος στα Σέρβικα). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα πολλοί έκανα έκκληση, στο σουλτάνο Σελίμ Γ΄, για την απελευθέρωση του. Ανάμεσα σε αυτούς ο φίλος του Ρήγα, Οσμάν Πασβανόγλου, ηγεμόνας του Βιδινίου και ο Αλή Πασάς αλλά μάταια.
Χαρακτηρισμοί για το έργο του Θούριος
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ μερικές χαρακτηριστικές απόψεις για το ξεχωριστό αυτό έργο του Ρήγα.
  • Ο Γάλλος ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ (François Pouqeville) είχε γράψει: «...Οι Έλληνες πολεμούσαν έχοντας στα χείλη τους τις τρομερές στροφές του Ρήγα...»
  • Ο αγωνιστής του 1821,δικαστής και ιστορικός Γεώργιος Τερτσέτης,το χαρακτήρισε ως <<Το ιερότερο άσμα της φυλής μας>>
  • Ο συγγραφέας Δημήτριος Φωτιάδης, είχε γράψει ότι: «Όσοι από τους Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι δεν βρήκαν το θάνατο στη μάχη παρά πέσανε στα χέρια των τυράννων, τραγουδάγανε το Θούριο όταν τους οδηγούσαν να τους σφάξουν...»
  • Ο ιστορικός Ιωάννης Κορδάτος τον ονόμασε «Παμβαλκανικό εμβατήριο».
  • Ενώ τέλος για τον ίδιο τον Ρήγα, ο θρυλικός Γέρος του Μωριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, είχε πει: «Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του άγιο.»
Πηγή: Βικιπαίδεια


Ο Θούριος



Ως πότε παληκάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, 
για την πικρή σκλαβιά;
 
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, 
κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.
 
Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
 
Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
 
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.
 
Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
 
Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.
 
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.
 
Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια  προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.
 
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
 
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι, υπό τον στρατηγόν.
 
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.
 
Τέλος του όρκου
 
Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
 
Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.
 
Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
 
Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
 
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.
 
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
 
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.
 
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.
 
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.
 
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.
 
Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
 
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
 
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
 
Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
 
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
 
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
 
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
 
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
 
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.
 
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια 
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.
 
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
 
Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.



 
 




Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...