Χθες, λοιπόν, στο τηλεφώνημα που του έκανα ήμουν λακωνική. «Αύριο, στις 10 το πρωί, στο καφενέ του Κύρ Μιχάλη» του είχα πει και πριν προλάβει να ρωτήσει κάτι το είχα ήδη κλείσει.
Τον είδα να με περιμένει καθισμένος σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στην τζαμαρία και με σκυφτό το κεφάλι να παίζει νευρικά με τα κλειδιά του.
Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κόσμος στο καφενέ, μόνο ο κυρ Μιχάλης ήταν και εμείς. Καλημέρισα τον καφετζή και μετά κατευθύνθηκα αμέσως προς τη μεριά όπου βρισκόταν ο Πάνος.
«Καλημέρα» του είπα γλυκά και κάθισα απέναντί του.
Εκείνος χωρίς να ανταποδώσει, σήκωσε το κεφάλι του, και κοιτώντας με ίσια στα μάτια, μου πρόσφερε ένα μικρό χρυσό λουλουδάκι, που είχε κρυμμένο κάτω από μια εφημερίδα. Ήταν μια Sempreviva. Ξέρεις εκείνο που φυτρώνει μόνο στα Κύθηρα. Τι κρίμα να μην το έχει δει ο Van Gogh...Τέλος πάντων, δεν σου κρύβω,πώς μου έκανε εντύπωση πού το βρήκε και τον ρώτησα. «Όποιος θέλει ψάχνει και βρίσκει Λυδία» μου είπε με νόημα. «Ξέρεις τι σημαίνει το όνομά του;» με ρώτησε μετά. «Ναι, Ζωντανό για πάντα» του αποκρίθηκα. «Όπως η αγάπη μου για σένα… Ζωντανή για πάντα» μου είπε. Πικρογέλασα λέγοντας του ότι αυτές είναι μεγάλες κουβέντες που δεν πρέπει να τις ξεστομίζουμε τόσο εύκολα. Εκείνος μου είπε ότι το εννοούσε. Τότε τον ρώτησα γιατί δεν με εμπιστευόταν,γιατί με αδικούσε και με αμφισβητούσε συνέχεια. Ξέρεις τι γύρισε και μου είπε;Ότι εγώ ξέρω να παίζω πολλούς ρόλους, ένεκα ηθοποιός, ενώ εκείνος δεν ξέρει. Πήγα να του απαντήσω ότι εκείνος παίζει με τα νεύρα μου αλλά προτίμησα να εστιάσω την κουβέντα στην σχέση μας. Του είπα λοιπόν ότι το τελευταίο διάστημα έχουμε απομακρυνθεί και ειλικρινά δεν ξέρω γιατί, γι’ αυτό, τον παρακάλεσα να πάρει τον χρόνο του, να πάρω κι εγώ τον δικό μου, να βρεθούμε με τον εαυτό μας, να μιλήσουμε μαζί του, να δούμε τι φταίει, τι μας φταίει, και ποιος ξέρει, ίσως συστηθούμε πάλι, κτίζοντας την σχέση μας αυτή τη φορά πάνω σε άλλη βάση, αυτή του αμοιβαίου σεβασμού,και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και εκτίμησης. Γιατί σημασία δεν έχει μόνο να αγαπάμε αλλά και το πώς αγαπάμε.
Τον είδα να ανταριάζει. «Τέλειωσες;»
«Ναι, δεν έχω κάτι άλλο να πω».
«Λοιπόν, άκου Λυδία για να ξεμπερδεύουμε…» άρχισε να μου λέει με ύφος σαν να του είχα κηρύξει τον πόλεμο, «…εγώ δεν έχω μάθει να αναλύω όπως εσύ, ούτε και με νοιάζει να μάθω, εγώ ξέρω μόνο να νοιώθω, πράγμα άγνωστο για σένα. Όλα τα άλλα που μου λες, να μείνουμε λίγο μόνοι να σκεφτούμε είναι κουραφέξαλα, μη σου πω ένας ωραίος τρόπος για να μην μου πεις κατάμουτρα: Πάνο, ως εδώ ήταν, το διαλύουμε, γιατί εγώ τώρα είμαι κάπου αλλού, γιατί γουστάρω, βρε αδελφέ, να είμαι με κάποιον άλλον.Όπως κατάλαβες, δεν είμαι κανένας βλάκας ή κανένας ηλίθιος να μην πάρω χαμπάρι ότι μου φοράς κέρατο. Φαίνεται από μακριά. Μωρέ, κάτι ήξεραν όταν μου έλεγαν να μην μπλέξω με θεατρίνα και μάλιστα με θεατρίνα ξοφλημένη. Κάτι ήξεραν, τελικά».
Χριστίνα μου, για μερικά λεπτά έμεινα να τον κοιτώ αποσβολωμένη,με βλέμμα απορημένο και κατάπληκτο. Δεν ήταν δυνατόν να μην είχε καταλάβει τίποτα απ’ αυτά που του είχα πει. Μάλλον τόση ώρα μιλούσα απέναντι στον τοίχο. Πήγα να του πω ότι δεν τον αναγνώριζα και ότι για μια ακόμη φορά με αδικούσε και με αμφισβητούσε κάνοντας τη μια μικρότητα μετά την άλλη,αλλά προτίμησα να μην του το πω,δεν είχε πια κανένα νόημα. Δυστυχώς, ο Πάνος που είχα μπροστά μου δεν ήταν εκείνος που είχα γνωρίσει και αγαπήσει, ήταν κάποιος άλλος που δεν θα ήθελα στιγμή να είμαι μαζί του. Σηκώθηκα αμέσως. Δεν άντεχα άλλο να μένω εκεί, πνιγόμουν.
Με ρώτησε πού πάω, γιατί φεύγω,και μετά συνέχισε με μια διαπίστωσή του, ότι έτσι κάνω πάντα, όταν τα βρίσκω σκούρα.
Χωρίς να του αποκριθώ, πήγα κοντά του και άφησα δίπλα στο πακέτο με τσιγάρα του το Sempreviva. «Αντίο Πάνο …» του είπα με σπασμένη φωνή, «…να προσέχεις…!»
«Πας στον καλό σου ε;» άκουσα να μου λέει όλος κακία, καθώς έκλεινα την πόρτα πίσω μου.
Ήθελα πολύ να γυρίσω να του πω ότι πηγαίνω στο ραντεβού με τη ζωή μου αλλά δεν το έκανα. Ήμουν σίγουρη πώς δεν θα καταλάβαινε τι εννοούσα...
Έτσι Χριστίνα μου, έκλεισε το κεφάλαιο Πάνος στη ζωή μου...
Τι να γίνει; Έτσι είναι ζωή... ελπίζω, αγαπημένη μου Χριστίνα,κάποια στιγμή να έρθει εκείνη η ώρα που όλα θα φωτιστούν ξανά, όπως λέει και η αγαπημένη μου Μελίνα Τανάγρη στο “Βαλσάκι” της...
“Έρχεται
πάντα μια στιγμή
που
όλα φωτίζονται ξανά,
πισωγυρνάς,τα
ίδια βλέπεις,
μ’
άλλα μάτια τα κοιτάς”.
Σε φιλώ,
Λυδία.