Αγαπημένη μου φίλη, αλήθεια, από πότε έχουμε να τα πούμε γραπτά; Πρέπει να είναι πολύ καιρός. Έτσι δεν είναι; Αν θυμάμαι καλά, το τελευταίο μου γράμμα θα πρέπει να στο είχα γράψει αρχές Απρίλη. Τώρα έχουμε μισά Νοέμβρη. Πω, πω πως περνάει ο καιρός έτσι, πώς μας παρασέρνει, μερικές φορές, στη δίνη του. Τέλος πάντων...
Εσύ, πώς είσαι αγαπημένη μου; Θα κάνεις καμιά έκθεση με έργα σου αυτό τον καιρό; Αχ! Πόσο έχω νοσταλγήσει το Παρίσι και πόσο έχω επιθυμήσει κι εσένα. Μού λείπουν οι βόλτες μας στον Σηκουάνα και στην Μονμάρτη, οι επισκέψεις μας στα διάφορα events, οι εκθέσεις ζωγραφικής, οι θεατρικές παραστάσεις. Αλήθεια τι κάνει ο Αντρέ; Παίζει κάπου τώρα;. Εγώ αν και είχα πρόταση να παίξω στην παράσταση “Η τρελή του Σαγιώ”, δεν δέχτηκα. Τώρα, θα αναρωτιέσαι το “γιατί”, κι είναι λογικό. Λοιπόν, ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή.
Όλα ξεκίνησαν πριν από μερικούς μήνες, το βράδυ της πρεμιέρας του έργου του Τσέχωφ “Θείος Βάνιας”. Νομίζω σου είχα γράψει σε κάποιο γράμμα μου ότι θα ανεβάζαμε το συγκεκριμένο έργο κι ότι θα υποδυόμουν τη Σόνια. Αλλά μη σε ζαλίζω τώρα με λεπτομέρειες...
Λοιπόν, ήταν λίγα λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση, όταν δέχτηκα στο καμαρίνι μου μια ανθοδέσμη με μια κάρτα. Ήταν απ' τον Παύλο. Συγκινημένη την πήρα στα χέρια μου κι άνοιξα τον φάκελλο σίγουρη ότι θα μου έγραφε καλή επιτυχία και ότι θα με καμάρωνε καθισμένος στις πρώτες θέσεις να παίζω. Όμως τίποτα απ' όλα αυτά που σκέφτηκα δεν ίσχυαν. Ο Παύλος σ΄εκείνη την κάρτα, τελικά, έγραφε ότι δεν πρέπει πια να είμαστε μαζί βρίσκοντας έναν πολύ ωραίο, ποιητικό τρόπο θα έλεγα για να μου το πει. Μ' ένα απόσπασμα απ' το “Αλεξανδρινό Κουαρτέτο” του Ντάρρελ. Αξίζει να στο γράψω:
“...η σχέση μας αυτή δεν μπορεί να πάει μακρύτερα, γιατί έχουμε ήδη εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές της στην φαντασία μας, και εκείνο που στο τέλος θ' ανακαλύψουμε, πίσω απ' τα μουντά χρώματα της ηδυπάθειας, θα είναι μια φιλία τόσο βαθειά που θα γίνουμε σκλάβοι της για πάντα. Ήταν η ερωτοτροπία δύο πνευμάτων πρώϊμα εξαντλημένων από την πείρα και που φαινόταν πολύ πιο επικίνδυνη από έναν έρωτα βασισμένο στην σεξουαλική έλξη...” Για μερικά λεπτά έμεινα να το κοιτώ και να το ξανακοιτώ, να το διαβάζω και να το ξαναδιαβάζω. Δεν είναι δυνατόν έλεγα συνέχεια στον εαυτόν μου, δεν είναι δυνατόν. Κι όμως, ήταν.
Εκείνο το βράδυ, ήμουν η καλύτερη Σόνια απ' ό,τι είπαν κριτικοί και συνάδελφοι. Δεν ξέρω αν ήμουν η καλύτερη, το μόνο που ξέρω ήταν πως έπαιξα με την ίδια ψυχική δύναμη τότε που είχα μάθει για το χαμό της μητέρας μου.Το ίδιο είχε συμβεί,όταν το θλιβερό μαντάτο είχε έρθει λίγο πριν βγω στη σκηνή να παίξω.
Μετά την παράσταση δεν έμεινα να το γιορτάσουμε με τους συναδέλφους, προτίμησα να φύγω και να πάω σπίτι. Άνοιξα μια μπουκάλα κρασί και παρέα με τον... “Ντάρρελ” τα ήπιαμε μέχρι το πρωί. Τον Παύλο δεν τον αναζήτησα, δεν είχε νόημα ούτε να ζητήσω εξηγήσεις, ούτε και να του πω ότι περίμενα το παιδί μας. Ναι, όπως το ακούς...το διαβάζεις θέλω να πω, το παιδί μας. Η ανόητη ήθελα να του το ανακοινώσω εκείνο το βράδυ της πρεμιέρας...
Το επόμενο διάστημα για μένα ήταν πολύ ζόρικο. Έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις για τη ζωή μου. Και τις πήρα.
Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί και να φύγω απ' την Ελλάδα, γιατί δεν θα ήθελα με τίποτα να μεγαλώσει σε μια κοινωνία άκρως συντηρητική, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να το λιθοβολήσει. Όσο για τον Παύλο, δεν θα μάθει ποτέ ότι έχει κάπου ένα παιδί. Ας μείνει με την ιδέα ότι αυτό που είχαμε εμείς οι δύο κάποτε δεν θα μπορούσε να πάει μακρύτερα...
Αγαπημένη μου Ζορζέτ,
Η ζωή για μια ακόμη φορά με προ(σ)κάλεσε σ' ένα νέο ξεκίνημα, κι εγώ έπρεπε να ανταποκριθώ σ' αυτήν την πρό(σ)κληση της.
Στο τέλος του μήνα πετώ για Παρίσι.Καλή αντάμωση...!
Σε φιλώ,
Μαρίνα