Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Η ωραιότερη λέξη της ελληνικής γλώσσας....













Η ωραιότερη λέξης της ελληνικής γλώσσας!
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
«Ποία είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;» αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998) πριν από περίπου 80 χρόνια και ξεκινούσε ένα όμορφο δημοσιογραφικό παιχνίδι, δημοσιεύοντας τις απόψεις των σπουδαιότερων λογοτεχνών, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών της εποχής· μιας εποχής κατά την οποία κυρίως ο κόσμος των Τεχνών και των Γραμμάτων ερωτοτροπούσε με τη γλώσσα μας, επηρεασμένος σαφώς από την εθνική πολιτική και τον αστικό εκσυγχρονισμό της σχολικής γνώσης που διαμόρφωνε τη νέα ελληνική γλώσσα.
Νομοσχέδια και γλωσσο-εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από το 1913 και εντεύθεν, καθώς και το νεοφιλελληνικό γλωσσικό κίνημα που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό –κυρίως στη Γαλλία με αιχμή την ίδρυση του Ινστιτούτου της Σορβόνης (1920) από τον Hubert Pernot (1870-1946)– έδιναν νέες διαστάσεις στην ευρεία κατανόηση και διάδοση του ελληνικού πνεύματος τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη.
Την ώρα που το παιχνίδι αυτό παιζόταν στον Τύπο της Γαλλίας, στην Ελλάδα ο Π. Χάρης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στον τόπο μας ακόμη και η καθημερινή γλώσσα χώριζε τους ανθρώπους σε στρατόπεδα, καλούσε τους διανοούμενους να απαντήσουν. Έτσι, ο Κωστής Παλαμάς απάντησε ότι η ωραιότερη λέξη είναι ο «δημοτικισμός», ο Γρηγόρης Ξενόπουλος έβρισκε γοητεία στη λέξη «αισιοδοξία», ο Σπύρος Μελάς χωρίς δισταγμό έβρισκε πιο ελκυστική τη λέξη «ελευθερία» και ο στιλίστας Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξήρε την ομορφιά της λέξης «μοναξιά». Ο ζωγράφος και καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Ουμβέρτος Αργυρός επέλεγε τη λέξη «χάρμα» διότι, όπως υποστήριζε, δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα και στα πέντε γράμματά της κλείνει ό,τι χίλιες άλλες λέξεις μαζί.
Ο Σωτήρης Σκίπης ανέσυρε τη λέξη «απέθαντος» από τα βυζαντινά κείμενα, διαχωρίζοντάς την από τη λέξη «αθάνατος», και ο Παντελής Χορν δήλωσε παντοτινή προτίμηση στη λέξη «νειάτα». Ο αλησμόνητος Αθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, παρά τα χρόνια του, προτιμούσε τη λέξη «ιμερτή», δηλαδή την αγαπητή, την ποθητή. Ο θεατράνθρωπος Νικόλαος Λάσκαρις τη «ζάχαρη», ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος τη λέξη «χίμαιρα», ο ζωγράφος Παύλος Μαθιόπουλος το «φως» και ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος τη λέξη «ουσία». Ο Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Κ. Αποστολίδης), προφανώς επηρεασμένος από τον τόπο του (Σκόπελο), αγαπούσε τη λέξη «θάλασσα». Οι ζωγράφοι αποκάλυπταν τις ευαισθησίες τους: Ο Δημήτριος Γερανιώτης ήθελε την «αρμονία», ο Κωνσταντίνος Παρθένης την «καλημέρα» και ο Δημήτριος Μπισκίνης το «όνειρο».
Ως προς τις γυναίκες που κυριαρχούσαν στην πνευματική ζωή η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη ήθελε «πίστη», ενώ η 25χρονη ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία έμελλε να δολοφονηθεί άδικα στα Δεκεμβριανά του 1944, δήλωνε πως «η λέξις που περικλείει τα περισσότερα πράγματα, τα πάντα θα έλεγα, είναι η λέξις «ΖΩΗ»»! Η ιατρός και συγγραφέας Άννα Κατσίγρα ήθελε «χαρά» και η καθηγήτρια του Ελληνικού Ωδείου Αύρα Θεοδωροπούλου αναζητούσε την «καλοσύνη». Ενδιαφέρουσες όμως ήταν και οι απαντήσεις των πολιτικών του 1933: Ο στρατιωτικός και Πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάς προτιμούσε το «εμπρός», ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τη λέξη «μάννα» και ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης τη λέξη «φιλότιμο» διότι εκφράζει έναν ολόκληρο ηθικό κόσμο και δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα του κόσμου. Ο αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος Ιωάννης Σοφιανόπουλος πρότασσε την «ανατολή» και ο ιδρυτής του ίδιου κόμματος Αλέξανδρος Μυλωνάς τη λέξη «πόνος».
Αισιοδοξία, ελευθερία, μοναξιά, νειάτα, ιμερτή, θάλασσα, αρμονία, καλημέρα, όνειρο, πίστη και ζωή είναι λέξεις με τις οποίες πορευόταν η Ελλάδα πριν από ογδόντα χρόνια. Ατένιζε την έξοδο από την οικονομική κρίση, έπαιζε με τη ζωντανή ελληνική γλώσσα και επέτρεπε στην παγκόσμια κοινότητα να βαφτίζεται στα νάματά της.
Πηγή:mikros-romios.gr

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Οι μουσικοί του δρόμου...

 Οι μουσικοί του δρόμου πίσω από τα στερεότυπα
Παπαντωνίου Κ.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 30/12/2012





Κάπου ανάμεσα στις πολυτελείς βιτρίνες της Ερμού και το διψασμένο για κατανάλωση πλήθος, ανακαλύπτεις τον λόγο που όσο τη διασχίζεις, αισθάνεσαι πρωταγωνιστής σε φιλμ. Ένα soundtrack που γράφεται εκείνη τη στιγμή από τους μουσικούς του δρόμου. Άλλοτε σε μελαγχολεί και άλλοτε σου δίνει μια σπρωξιά για να συνεχίσεις κεφάτα τη μέρα σου. Το βράδυ πάλι, όταν τα ρολά είναι κατεβασμένα και δεν κυκλοφορεί ψυχή, ακούς κάποιον να γρατζουνά μια κιθάρα με ρεπερτόριο από το «Wish you were here» των Pink Floyd μέχρι τα μπλουζ του Howlin Wolf, ερωτεύεσαι τις δοξαριές του τσέλου, χάνεσαι στις παρτιτούρες ενός πιανίστα παρακάτω. Η ψυχή του δρόμου μένει πάντα ζωντανή. Ακόμα κι όταν βρέχει θα δει κανείς στημένα αναλόγια. Κάπως στριμωγμένα κάτω από τα υπόστεγα, αλλά πάντα υπάρχει παρουσία. "Είμαστε κάπως παρεξηγημένοι. Υπάρχουν πολλοί που δεν έχουν σε ιδιαίτερη υπόληψη αυτό που κάνουμε. Πέρα όμως από την ανάγκη για χρήματα που έχουν κάποιοι, για τους περισσότερους είναι επιλογή. Είναι κάτι που μας αρέσει", λέει ο Άγγελος Κυπριανός, γνωστός ως Remi και ένας από τους πολλούς μουσικούς του δρόμου.

"Ξεκίνησα να παίζω στον δρόμο, όταν ήμουν στον στρατό. Χρειαζόμουν χρήματα και βρήκα αυτό τον τρόπο. Από την πρώτη στιγμή όμως, μ' άρεσε. Όσο περνούσε ο καιρός δενόμουν όλο και πιο πολύ με αυτή τη διαδικασία". Ο ίδιος προτιμά να παίζει το πρωί. Άλλωστε "υπάρχει αλληλεγγύη. Ένας κώδικας του δρόμου που μεταφράζεται σε αμοιβαία συνεννόηση και σεβασμό. Κανονίζουμε κάποια ωράρια, ούτως ώστε να μην δημιουργείται μπέρδεμα και να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Δεν πάμε να παίξουμε όλοι μαζί στα ίδια σημεία, τις ίδιες ώρες. Θα προκαλούνταν πανικός".
Η συνεχής συναναστροφή με τον κόσμο του έχει αφήσει μοιρασμένες εντυπώσεις. "Υπάρχουν φορές που ο κόσμος κοντοστέκεται, δείχνει ενδιαφέρον, αλλά και πολλές που μοιάζει υπνωτισμένος. Ίσως λόγω των όσων συμβαίνουν".
Η υπόθεση του να βγει κάποιος στον δρόμο εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει δύσκολη. Η πραγματικότητα όμως είναι κάπως διαφορετική. Πέρα από τα φυσικά εμπόδια (καιρικές συνθήκες, δυσκολίες κάποιες φορές στο στήσιμο των οργάνων), υπάρχει και η... ΕΛ.ΑΣ. "Δεν μας συμπαθεί ιδιαιτέρως. Θυμάμαι κάποια στιγμή που έρχεται προς το μέρος μου ένας αστυνομικός και τον βλέπω να σιγοτραγουδά τους στίχους ενός κομματιού μου. Μου ζητάει να τα μαζέψω. Οφείλω να ομολογήσω πως ένιωσα... περίεργα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να εξοργιστώ".


"Στην Ελλάδα η αστυνομία μάς διώχνει, στη Νορβηγία μάς βοηθά"

Στο εξωτερικό η αντιμετώπιση είναι διαφορετική. "Στη Νορβηγία οι αστυνομικοί όχι μόνο δεν μας έδιωχναν, αλλά μας έλεγαν πού μπορούσαμε να βγάλουμε περισσότερα χρήματα! Στην Ολλανδία μπορούσαμε να παίξουμε ελεύθερα, αλλά μόνο σε πλατείες. Στη Γαλλία πάλι δίνεται σχετικό επίδομα, που σε βοηθά αρκετά". Φυσικά υπάρχουν και... χειρότερα παραδείγματα από αυτό της Ελλάδας. "Στην Αγγλία ο κόσμος είναι αρκετά ψυχρός. Επίσης είναι αρκετά δύσκολο να παίξεις. Ας πούμε, για να τραγουδήσεις στο μετρό, χρειάζεται να περάσεις από οντισιόν. Και μιλάμε για μια λίστα αναμονής κοντά στα δυο χρόνια!" Ποιοι είναι όμως αυτοί που κρύβονται πίσω από τους μουσικούς του δρόμου; "Μπορεί να είναι μουσικοί μέχρι κάποιους πιτσιρικάδες που ψάχνουν χαρτζιλίκι. Μπορεί να είναι άνθρωποι που απλώς ψάχνουν να βρουν μια διέξοδο, αλλά και άνθρωποι που το βλέπουν σαν μια αγαπημένη συνήθεια που δεν υποκαθιστά κάτι". Η διαφορετική τους καταγωγή και κουλτούρα έχει συμβάλει καταλυτικά στο να ενώσουν πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς. "Το 30% μόνο είναι Έλληνες. Συναντά κανείς ανθρώπους από διάφορες χώρες. Γι' αυτό τον λόγο και μπορείς να ακούσεις ρεμπέτικα, folk αγγλόφωνη μουσική, instrumental συνθέσεις, ρέγκε, ακόμα και κλασική μουσική".
Ο Remi θέλησε να κλείσει με μια διήγηση. Ένα περιστατικό που τον σημάδεψε και δεν ξεχνά, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει. "Μια μέρα στη Νορβηγία, έβρεχε καταρρακτωδώς. Παίζαμε κάτω από ένα υπόστεγο. Δεν πέρναγε καθόλου κόσμος. Αραιά και πού μόνο. Κάποια στιγμή βλέπω απέναντι ένα κοριτσάκι 10 χρονών. Μας κοίταγε αρκετή ώρα. Είχε γίνει μούσκεμα. Κάποια στιγμή όμως, ήρθε και μου άφησε στη θήκη της κιθάρας μια μπλε καρδιά σε αυτοκόλλητο. Αυτή την καρδιά την κρατώ ακόμα. Την έχω κολλημένη στην κιθάρα μου από τότε. Κάποια στιγμή θέλω όλες τις ιστορίες που έχω μαζέψει από τον δρόμο να τις κάνω βιβλίο"

"Από τις... κλωτσιές σε μια γλυκιά αγκαλιά"

Βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού και η κρίση τον... έσπρωξε στο κενό. Εν μία νυκτί έχασε τη δουλειά του. Η ζωή του Φώτη Μπασούκου άλλαξε δραματικά. Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που άρχισαν να πλήττουν την οικογένεια του, γέννησαν συγκρούσεις και οδήγησαν στη διάλυσή της. "Θυμήθηκα όμως το... πιάνο. Αυτό μου έδωσε ελπίδα. Είχα σπουδάσει, πήρα πτυχία, αλλά ποτέ μου δεν δούλεψα ως μουσικός. Πάντα χρειαζόμουν άμεσα το μεροκάματο...", λέει αρχικά και ρωτά ευγενικά αν μ' ενοχλεί να παίζει παράλληλα.
Είχε στήσει το αρμόνιό του κοντά στον ηλεκτρικό σταθμό του Νέου Ηρακλείου. "Κάθε λεπτό για μένα είναι σημαντικό", εξηγεί και προσθέτει πως "δεν βγάζω πολλά λεφτά, αλλά είναι απαραίτητα. Έχω δύο παιδιά, σπουδάζουν και προσπαθώ να βοηθάω όσο μπορώ".
Ο κ. Φώτης είναι 56 ετών. Άλλαξε πολλά επαγγέλματα και ήλπιζε πως στο ξενοδοχείο που εργαζόταν τελευταία είχε βρει το λιμάνι του. "Ήμουν κοντά στη σύνταξη. Ήλπιζα ότι θα ξεκουραστώ. Από τη άλλη, σκέφτομαι βέβαια ότι και αυτοί που δικαούνται σύνταξη δεν την παίρνουν". Παρά τις δυσκολίες, οι οποίες "είναι πολλές, είτε λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, είτε λόγω του θορύβου, είτε επειδή η αστυνομία θέλει να φύγω από το σημείο που παίζω, το απολαμβάνω". Και το εννοούσε. Κάθε του λέξη δεν έβγαινε με πικρία. "Σημασία έχει να είσαι καλά στην υγεία σου. Τα υπόλοιπα παλεύονται". Κάτι που επίσης τον κάνει να χαμογελά είναι "η ανταπόκριση του κόσμου. Είχα μάθει να τρώω... κλωτσιές και παρατηρήσεις όταν ήμουν υπάλληλος σε διάφορες εταιρείες. Νόμιζα πως έτσι ήταν η ζωή. Τώρα καταλαβαίνω πως είναι πολύ πιο όμορφη. Δεν το κάνω μόνο για τα λεφτά. Με γεμίζει". Όσον αφορά το τι του αρέσει να παίζει, σχολίασε "λατρεύω τα μπλουζ. Ο δάσκαλος που είχα, μου έλεγε 'αν θες να πεθάνεις φτωχός μάθε μπλουζ'. Μπορεί να χει και δίκιο. Αλλά τι σημασία έχει;".

"Για το... χαρτζιλίκι"


Ακόμη είναι πιτσιρικάδες. Ο Σωτήρης κι ο Λευτέρης δεν έχουν την ανάγκη να καλύψουν τα προς το ζην. Ψάχνουν όμως ένα χαρτζιλίκι. "Λίγα χρήματα, ίσα για τα τσιγάρα μας", λέει ο Σωτήρης και συνεχίζει να σιγοπαίζει έναν παλιό τζουρά. Μας διακόπτει ένα τσιγγανάκι. Συνηθίζει να τους κρατά παρέα. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε το ακορντεόν του. "Μου το πήρε η δημοτικιά!", λέει φωναχτά με παράπονο. Τους ρωτάμε αν και οι ίδιοι έχουν ανάλογα προβλήματα, "δεν μας δίνουν και λεφτά, αλλά είναι ευγενικοί μαζί μας", απαντούν. Κάτι παραπάνω από ευγενική είναι η αντιμετώπιση του κόσμου. "Τους αρέσει που παίζουμε ρεμπέτικα. Θυμούνται τα παλιά", σχολιάζει ο Λευτέρης και προσθέτει "μας λένε ωραία λόγια. Είναι και οι εποχές τώρα που συμβάλλουν σε μία νέα στροφή προς το ρεμπέτικο".
Οι ίδιοι θεωρούν πως η μουσική στον δρόμο δεν γίνεται από "ευχαρίστηση. Γίνεται από ανάγκη. Σίγουρα είναι πιο ωραίο να παίζεις όσο θες, να βγάζεις λεφτά και να είσαι αυτόνομος. Όμως αν θες πραγματικά να το ευχαριστηθείς, πας σε μέρη πιο ερημικά. Τουλάχιστον αυτό κάνουμε εμείς". Θεωρούν πως κάποιος μπορεί να ζήσει ως μουσικός του δρόμου. "Τις καλές μέρες μπορεί να βγάλει ο καθένας μας 10 ευρώ την ώρα. Αν κάποιος το κάνει τακτικά, ζει αξιοπρεπέστατα". Αυτός είναι και ένας λόγος που "οι Έλληνες έχουν αυξηθεί. Βρίσκουν μια λύση να βγάλουν κάποια χρήματα. Όχι μόνο όσοι απολύθηκαν, αλλά και άνθρωποι που θέλουν κάτι έξτρα ή, όπως εμείς, ένα χαρτζιλίκι".


"Δεν είναι ζητιανιά"

Σε άλλες χώρες η μουσική στον δρόμο χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης. Στην Ελλάδα παρομοιάζεται με... επαιτεία. "Εμάς μας αρέσει απλώς να παίζουμε. Δεν απαιτούμε από τον κόσμο να μας δώσει χρήματα. Τώρα αν κρίνει ο ίδιος ότι θέλει να αφήσει κάτι, θα είναι χαρά μας. Όπως θα είναι μεγάλη μας χαρά αν χαμογελάσει κάποιος και δείξει ότι του αρέσει αυτό που ακούει", σχολιάζει ο Φώτης. Εδώ και τρία χρόνια κάνει... busking, όπως λέγονται οι τέχνες που γίνονται σε δημόσιους χώρους. Συνηθίζεται, όσοι επιλέγουν να κάνουν street perfomance να αφήνουν μπροστά τους είτε κάποιο άδειο καπέλο είτε κάποια άδεια θήκη κιθάρας. Αν ο κόσμος θεωρεί ότι αξίζει τον κόπο και μπορεί, αφήνει κάποια χρήματα. Δεν πρόκειται όμως για "ζητιανιά. Κάνουμε κάτι δημιουργικό".
Ο Φώτης ξεκίνησε να παίζει πριν τρία χρόνια, κατόπιν παρακίνησης ενός φίλου του από το Εκουαδόρ. "Στη συνέχεια, η παρέα μεγάλωσε. Είμαστε πέντε-έξι άτομα που παίζουμε μαζί. Δεν είναι όλοι Έλληνες. Υπάρχουν και φίλοι μας που είναι από Ισπανία". Τους αρέσει να παίζουν από παραδοσιακά, μέχρι ρέγκε. Μια σύνθεση μουσικών επιρροών, που μετουσιώνονται σε ένα απολαυστικό αποτέλεσμα. Ο κόσμος το απολαμβάνει, οι μπελάδες με την αστυνομία έχουν λιγοστέψει. "Το χαμόγελο του κόσμου μάς δίνει ευχαρίστηση. Μπορείς να βγάλεις κάποιο χαρτζιλίκι από αυτό που κάνεις, όμως το ζουμί βρίσκεται αλλού. Το ζητούμενο για μας είναι να εξελισσόμαστε. Δεν θέλουμε να καταντήσουμε γραφικοί. Σε λίγες μέρες θα αρχίσουμε να δοκιμάζουμε και ένα νέο πρότζεκτ με ντραμς". Πού θα τους βρείτε; Συνήθως στην Ακρόπολη, την Ερμού. Τα δυναμικά πνευστά που χρησιμοποιούν θα σας κατευθύνουν εκεί που πρέπει...
Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μας χωρίς τους μουσικούς του δρόμου ρωτάω τον Remi. "Σίγουρα πιο ήσυχη", μου απαντά και προσθέτει, "φοβάμαι όμως ότι η σιωπή δεν μας κάνει καλό. Ειδικά τώρα... Ο κόσμος πρέπει να αγαπά τη φωνή και να μην την καταχωνιάζει μέσα του. Να μην καταπιέζεται. Να κάνει την ανάγκη, την οργή, την απογοήτευσή του κραυγή. Αν είναι μελωδική, ακόμα καλύτερα".
Πηγή:Αυγή

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Τα παλιά καφενεία και στέκια της Αθήνας...



Μια νοσταλγική ...βόλτα στα ιστορικά καφενεία και στέκια των λογοτεχνών στην παλιά Αθήνα....Καλή περιήγηση....






Ιστορικά καφενεία της Αθήνας: Τα στέκια των λογοτεχνών
Με την καθιέρωση της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεαρού Βασιλείου της Ελλάδος μαζί με τον νεοκλασικισμό θα εισαχθεί από την Ευρώπη και η μόδα των καφενείων. Σύντομα τα ευρωπαϊκού τύπου καφενεία θα αντικαταστήσουν τους τουρκικούς καφενέδες και θα παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην νεώτερη αθηναϊκή ιστορία.Τα πρώτα ευρωπαϊκά καφενεία θα κάνουν την εμφάνιση τους αρχικά στην οδό Αιόλου, όπου και το καφενείον "Η Ωραία Ελλάς" των σχολικών μας βιβλίων. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου αλλά και μεταπολεμικά την σκυτάλη θα πάρουν τα βουλεβάρτα της Αθήνας,  τα οποία θα κοσμήσουν με την παρουσία τους καφενεία που θα εξελιχθούν σε κοσμικά και λογοτεχνικά στέκια. Από τα θρυλικά αυτά στέκια σήμερα ελάχιστα επιβιώνουν, καθώς τα περισσότερα έκλεισαν και τα κτήρια που τα στέγαζαν κατεδαφίστηκαν, όμως τα έργα των θαμώνων τους συνεχίσουν να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Κοσμικά Καφεζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου

Καφενείο του Γιαννάκη, αρχές 20ου αι (Σκίτσο: Κατερίνα Συνοδινού)
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα το βουλεβάρτο της Πανεπιστημίου φιλοξενούσε πλήθος εστιατορίων, καφενείων και ζαχαροπλαστείων όπως το «Πανελλήνιον», το «Ηνωμένα Βουστάσια» και το ζαχαροπλαστείο του «Πετρίτση», το οποίο απαθανάτισε σε πίνακα του ο Παύλος Μαθιόπουλος. Τόσο κατά το Μεσοπόλεμο όσο και κατά τις δεκαετίας του ‘50 και του ’60, η κοσμική Αθήνα θα συνεχίσει να συγκεντρώνεται στα πολυτελή εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου όπως το «Ιντεάλ», και το «Piccadilly», του οποίου την κόκκινη φωτεινή επιγραφή από νέον είχαν αποκαθηλώσει οι φοιτητές σε διαδήλωση για το Κυπριακό, μετονομάζοντας το σε «Κύπρος». Άλλα γνωστά ζαχαροπλαστεία ήταν το «Ρωσικόν» στην Πανεπιστημίου και το «Πέτρογραδ» στην Σταδίου (αρ. 29) τα οποία είχαν ανοίξει κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου από ρώσους πρόσφυγες. Το Πέτρογραδ άνοιξε το 1935 από τον πατέρα του γνωστού συνθέτη και πιανίστα Νίκυ Γιάκοβλεφ, και τους
 τοίχους του διακοσμούσαν έργα Ελλήνων αλλά και ξένων ζωγ-
ράφων. Έκλεισε το 1969 όταν το κτήριο όπου στεγαζόταν (ιδιοκτησίας ΤΣΑΥ) κατεδαφίσθηκε.

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στο τραγούδι του «The Fucking Fifties» (μια άριστη τοπογραφία της αστικής Πανεπιστημίου του 1950) αναφέρει μαζί με το «Ρωσικόν» και το «Ζαχαροπλαστείο του Τσίτα». Ο «Τσίτας» ιδρύθηκε το 1888 στην οδό Σταδίου και το 1906 μετακομίζει στην Πανεπιστημίου (αρ. 43). Τόσο κατά τον Μεσοπόλεμο, όσο και κατά τη δεκαετία του 1950, ο «Τσίτας» απασχολούσε συνολικά 180 άτομα, ενώ ο εξοπλισμός που διέθετε (μηχανές εσπρέσο, αποχυμωτές, ζυμωτήρια) ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Ανάμεσα στις πρωτοπορίες του Τσίτα ήταν και τα τσιπς, τα οποία πωλούνταν σε τεράστιες σακούλες. Ο «Τσίτας» έκλεισε μετά την παρακμή του που ακολούθησε η έντονη φημολογία για την ανεύρεση από την Υγειονομική Υπηρεσία ενός τρωκτικού μέσα σε μία κατσαρόλα με σιρόπι. Την μοίρα του Τσίτα θα ακολουθήσουν τα περισσότερα παλιά αθηναϊκά καφεζαχαροπλαστεία που θα κλείσουν το ένα μετά το άλλο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με πολλά από τα κτήρια που τα στέγαζαν να κατεδαφίζονται. 

Λογοτεχνικά Καφενεία, από το Πανεπιστήμιο μέχρι την πλατεία Συντάγματος



«Στα γυμνά μαρμαρένια τραπέζια του τ' ανήσυχα νιάτα σχεδιάζανε την πορεία τους»1

Το καφενείο «Μαύρος Γάτος» βρισκόταν στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού, δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, και σε χώρο ημιυπόγειο.  Ιδρύθηκε το 1917 από τον Κερκυραίο Ιωάννη Σπαταλά, αδελφό του ποιητή Γεράσιμου Σπαταλά (1887-1971) και ονομάσθηκε έτσι από το αντίστοιχο φιλολογικό καφενείο του Παρισιού το «Chat Noir». Το καφενείο έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την περίοδο 1918-1919 και ταυτίστηκε με τον αθηναϊκό μποεμισμό, καθώς εκεί σχεδιάζονταν εκδόσεις, γίνονταν παρουσιάσεις βιβλίων, καλλιτεχνικές και πολιτικές ζυμώσεις. Ο «Μαύρος Γάτος» άρχισε να αστυνομεύεται, καθώς εκεί συναντιόταν  τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών», για να κλείσει οριστικά. Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Τέλλος Άγρας, Δημοσθένης Βουτυράς, Φώτος Γιοφύλλης, Κλέων Παράσχος, Λάμπρος Πορφύρας, Σωτήρης Σκίπης, Δ. Ταγκόπουλος, Ρώμος Φιλύρας, Κώστας Βάρναλης, και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης.


«Βρήκαμε την ευκαιρία σε ένα χώρο ουδέτερο, χωρίς καμία ατμόσφαιρα, να καθόμαστε και με την συζήτηση να δημιουργούμε ατμόσφαιρα»2

Οι Αδελφοί Λουμίδη άνοιξαν το γνωστό «Πατάρι του Λουμίδη»  το 1938 ως συμπλήρωμα του καφεκοπτείου που βρίσκονταν στο ισόγειο του κτηρίου, στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου, δίπλα στην στοά Νικολούδη. Σύντομα το πατάρι συγκέντρωσε τον καλλιτεχνικό, τον λογοτεχνικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας, αφού βρισκόταν σε επίκαιρη θέση, κοντά σε γραφεία εφημερίδων, θέατρα και δίπλα ακριβώς στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας».  Στο πατάρι, τα τραπέζια ήταν διατεταγμένα σε σχήμα πι (στα αριστερά κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι, ενώ οι συγγραφείς μαζεύονταν στο βάθος). Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις, Μίλτος Σαχτούρης, Μιχάλης Κατσαρός, Μικης Θεοδωράκης, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης,  Ανδρέας Εμπειρίκος, Ελένη  Βακαλό, Τάκης Σινόπουλος κ.α.


«Το πεζοδρόμιο έμοιαζε σαν παρτέρι µε λουλούδια, έτσι όπως τα στόλιζε το πολύχρωμο πλήθος των κομψών γυναικών που έπαιρναν τα ορεκτικό τους»3

Το καφεζαχαροπλαστείο «Ζοναρ’ς» στεγάζεται στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, έργο των αρχιτεκτόνων Βασίλη Κασσάνδρα και Λεωνίδα Μπόνη που ολοκληρώθηκε το 1938 και συνδυάζει Art Deco και κλασικιστικά στοιχεία. Απόρροια της πρόσφατης ανακαίνισης του μεγάρου ήταν και η επαναλειτουργία του καφενείου Ζόναρ’ς, το οποίο είχε παύσει τα λειτουργία του στις αρχές του 2000 (είχε ήδη αρχίσει να χάνει την αίγλη του μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη του Κάρολου Ζωναρά το 1968). Ο Ζωναράς, Έλληνας της Αμερικής, επιστρέφει στην Ελλάδα για να ανοίξει στο 1934 το «Ζόναρ’ς»  το οποίο στεγάστηκε αρχικά στη γωνία Πανεπιστημίου και Κριεζώτου, για να μεταφερθεί το 1940 στο ισόγειο του Μεγάρου του ΜΤΣ. Το «Ζόναρ’ς», ένα από τα πολυτελέστερα καφενεία της πρωτεύουσας, ήταν γνωστό για τα γλυκά του, όπως το παγωτό «Σικάγο» που λέγεται ότι δημιουργήθηκε εκεί. Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γεώργιος Ράλλης,  Φρέντυ Γερμανός κ.α. Γνωστές προσωπικότητες που επισκέφθηκαν την Αθήνα όπως ο Άντονι Κουίν, η Σοφία Λόρεν και ο Χόρχε Λούις Μπόρχες δεν παρέλειψαν να το επισκεφθούν.  



Δίπλα στο «Ζόναρ’ς», στεγάστηκε το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα. Οι θεσσαλονικείς αδελφοί Φλόκα, επιχειρηματίες σοκολάτας, άνοιξαν το 1938 το πρώτο τους ζαχαροπλαστείο στην Αθήνα στην οδό Κοραή, στο μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, ενώ το 1940 θα ανοίξουν το δεύτερο κατάστημά τους στο μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Ο Φλόκας όπως και το διπλανό του «Ζόναρ’ς», θα σταματήσουν τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου για να ξανανοίξουν μεταπολεμικά, το 1952. Λίγο πριν αναστείλει της λειτουργία του Γερμανοί στρατιώτες φωτογραφίζονται να πίνουν στα τραπεζάκια του. Σύντομα ο Φλόκας άνοιξε υποκαταστήματα στη Φωκίωνος Νέγρη, στη Βασιλίσσης Σοφίας και αλλού, απευθυνόμενος πάντοτε στην μεγαλοαστική τάξη. Το κατάστημα στο μέγαρο του ΜΤΣ Έκλεισε το 1987. Στου Φλόκα σύχναζαν το τότε πρωθυπουργικό ζεύγος Κωνσταντίνος και Αμαλία Καραμανλή,  ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος έβρισκε το γειτονικό «Ζόναρ’ς» «άσχημα φωτισμένο και επιπλωμένο πρόστυχα», ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις κ.ά. Ειδικά οι δυο τελευταίο είχαν και δικό τους, ξεχωριστό τραπέζι στο πατάρι.



«Τασία - έναν καφέ παρακαλώ»4

Ο γνώστης του καφέ Ευάγγελος Σαραβάνος, μετά από χρόνια στη Βραζιλία και στην Αλεξάνδρεια, αποφάσισε να ανοίξει καφενείο και στην Αθήνα. Το «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου είχε ως σήμα κατατεθέν την εξαιρετικής ποιότητας καφέ (εδώ πρωτοήπιαν οι Αθηναίοι espresso), και τα εξαιρετικά γλυκά. Το Μπραζίλιαν κατά τις δεκαετίας του ’50 και του ’60 παραγκωνίζει  σταδιακά άλλα λογοτεχνικά στέκια, όπως το «Πατάρι του Λουμίδη». Στην καθιέρωση του «Μπραζίλιαν» ως λογοτεχνικού στεκιού συνέβαλε και η γειτνίασή του με το βιβλιοπωλείο «Πυρσός». Την ακμή του Μπραζίλιαν ανέκοψε η δικτατορία του 1967, καθώς αρκετοί από τους επιφανείς θαμώνες του είτε μετακόμισαν στο εξωτερικό είτε απλώς σταμάτησαν να το επισκέπτονταιΣυχνός θαμώνας του Μπραζίλιαν ήταν  ο Κώστας Ταχτσής, το ποίημα του οποίου «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», εικονογραφημένο από τον Γιάννη Τσαρούχη,  κοσμεί τον τοίχο του σημερινού Μπραζίλιαν στον αριθμό 10 της οδού  Βαλαωρίτου, όπου μεταφέρθηκε το 2007. Το σημερινό Μπραζίλιαν διατηρεί στους τοίχους του τις 45 φωτογραφίες του Αλέκου Φασιανού, στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει πολλούς από τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες που σύχναζαν εδώ, όπως τους περιγράφει ο Κώστας Ταχτσής:



 "Το 48-49, μια σταλιά μαγαζάκι ήταν – είναι ακόμα – μα ανάμεσα στους θαμώνες που συνωθούντο στα λίγα τετραγωνικά του μέτρα ήταν και καμιά δεκαριά άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας άλλος, θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άνετα την πνευματική Ελλάδα, με όλα της τα ελαττώματα αλλά και με όλες της τις αρετές: ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις και άλλοι, που περιττεύει να αναφέρω."


«Όταν η ποίηση χάνει ένα από τα καταφύγιά της, σημαίνει ότι όλα πάνε στραβά σε µια πόλη»5

Το θρυλικό ουζερί του Απότσου ξεκίνησε τη λειτουργία του το  1897 και αρχικά βρισκόταν στην οδό Σταδίου 5Α, Το  1969 μεταφέρθηκε στην οδό Βουκουρεστίου για να καταλήξει το 1971 στη στοά επί της οδού  Πανεπιστημίου 10. Την πολυετή του ιστορία πρόδιδαν οι τοίχοι του, τους οποίους  διακοσμούσαν προπολεμικές διαφημίσεις ευρωπαϊκών και ελληνικών ποτών. Στους επώνυμους θαμώνες του συγκαταλέγονταν οι Μιλιτιάδης Μαλακάσης, Ζαχαρίας  Παπαντωνίου, Δημοσθένης Βουτυράς, Γ. Κατσίµπαλης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης κ.ά. Από τον «Απότσο» ξεπήδησαν και πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, με γνωστότερο όλων το «Τετράδιο», του οποίου τα στοιχεία επικοινωνίας ήταν ταυτόσημα με του ουζερί.


Κοσμικά Καφεζαχαροπλαστεία γύρω από την πλατεία Συντάγματος


 «Εις το καφενείον τούτον είχον ζωηρόν τον αντίκτυπον όλαι αι πολιτικαί μεταβολαί της παρελθούσης τριακονταετίας» 6

Στο Μέγαρο Γιαννόπουλου, στην αρχή της οδού Καραγιώργη Σερβίας, μέχρι το 1888 στεγαζόταν το ομώνυμο καφενείο το οποίο υπήρξε στέκι λογοτεχνών, όπως του Παλαμά, του Δροσίνη και του Ροΐδη. Αργότερα το μέγαρο του Γιαννόπουλου φιλοξένησε ην πρώτη μορφή του θρυλικού «Ζαχαράτου». Το καφενείο του Ζαχαράτου ωστόσο, γρήγορα μεταφέρθηκε στην απέναντι γωνία, στην οικία Βούρου. Ιδιοκτήτης του ήταν ο επιχειρηματίας Σπύρος Ζαχαράτος, ο οποίος διατηρούσε καφενεία και στην Πλατεία Ομονοίας. Το καφενείο επισκεπτόταν καθημερινά και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, κατά το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1901. Το Καφενείο του«Ζαχαράτου, λόγω της γειτνίασης με το Παλάτι και την Βουλή, έγινε γρήγορα στέκι στρατιωτικών, πολιτικών και δημοσιογράφων. Ήταν τέτοια η σημασία του στην  πολιτική ζωή της Αθήνας, που στον Γεώργιο Παπανδρέου χρεώνεται η φράση ότι «το Καφενείον του Ζαχαράτου είναι το δεύτερο και ίσως πιο ελεύθερο κοινοβούλιο από το πραγματικό». Το οριστικό του τέλος θα έρθει την δεκαετία του 1960, μαζί με την κατεδάφιση του μεγάρου που το στέγαζε.


«Μέσα εις το θολωμένον από τους καπνούς καφενείον οι Κωνσταντινουπολίτες και Μικρασιάται φοιτηταί, ροφούν τον καφέ των»7

Το καφενείο «της Ανατολής», ιδιοκτησίας Βασίλη Βασιλείου, ήταν το μοναδικό που υπήρχε στον τότε «Κήπο των Μουσών», τη σημερινή Πλατεία Συντάγματος. Συχνός θαμώνας του «Καφενείου της Ανατολής» ήταν ένας τραμβαγέρης, ο Γιώργος Ζαβορίτης. Όντες δυσαρεστημένοι και οι δυο από τη δουλειά τους, Βασιλείου και Ζαβορίτης αποφασίζουν να αλλάξουν επάγγελμα. Έτσι ο Ζαβορίτης άνοιξε το περίφημο καφεζαχαροπλαστείο του το οποίο ήταν ιδιαίτερα πολυτελές και στεγαζόταν στο ισόγειο της οικίας Κορομηλά, με το χαρακτηριστικό αέτωμα,  έργο του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Το 1897 το καφενείο μετονομάστηκε αγγλοπρεπώς σε «HighLife» και επιβίωσε μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε και έκλεισε λόγω κατεδάφισης του κτηρίου. Όσο για τον Βασίλη Βασιλείου, το μοναδικό που είναι γνωστό, είναι ότι πέθανε σε βαθιά γεράματα, σαν σταθμάρχης στο σταθμό του Θησείου. Τόσο το Καφενείο του Ζαβορίτη, όσο και το γειτονικό καφενείο του Ζαχαράτου, γέμιζαν το χώρο της πλατείας Συντάγματος με τραπεζάκια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

« Η τελεία απομίμησις των ηθών του μεγάλου Ευρωπαϊκού κόσμου..»8

εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 14/2/1907
Τα δύο καφεζαχαροπλαστεία  του «Γιαννάκη» (Πανεπιστημίου 5),  το οποίο άνοιξε το 1905 και το «Maison Dorée» (Πανεπιστημίου 2) που θα ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα ήταν κατά τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτης σημείο συνάντησης«όλων των αθηναίων σνομπ». Ο Λαπαθιώτης μάλιστα ισχυρίζονταν ότι περνώντας από τα δύο καφενεία αναγκάζονταν να βγάζει το καπέλο του για να χαιρετήσει τόσο συχνά, ώστε αυτό κατέληγε να φθείρεται στις άκρες. Απόρροια ακριβώς αυτής της κοσμικότητας, ήταν η διασταύρωση που τα φιλοξενούσε να πάρει το όνομα «Δαρδανέλια», τοπωνύμιο που διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι τον πόλεμο. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο καφεζαχαροπλαστείων θα τα οδηγήσει στο κυνήγι της καινοτομίας, σε αυτό το κλίμα πρωτοεμφανίστηκαν στον «Γιαννάκη» τα καλαμάκια, για τα αναψυκτικάΆντρο Βενιζελικών, ο «Γιαννάκης» έπεσε πολλές θύμα βανδαλισμών από βασιλόφρονες, οι Βενιζελικοί θα ανταποδώσουν, καταστρέφοντας το «Ντορέ», στο οποίο μαζευόντουσαν οι υποστηρικτές του παλατιού. Τακτικοί θαμώνες των Δαρδανελίων ήταν οι λογοτέχνες Ναπολέων Λαπαθιώτης και Ρώμος Φιλύρας, ο οποίος έπεφτε θύμα των πειραγμάτων των θαμώνων λόγω της εκκεντρικότητάς του.  


Λογοτεχνικά καφενεία του Κολωνακίου


«Από το φως το ανέσπερον του νέον λουσμένοι»9

Το «Βυζάντιον» της Πλατείας Κολωνακίου, άρχισε να προσελκύει λογοτέχνες κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, λόγω της σταδιακής παρακμής άλλων φιλολογικών στεκιών, όπως του «Λουμίδη», και ακολουθώντας την μετακίνηση της αθηναϊκής εστίασης προς την Πλατεία Συντάγματος και το Κολωνάκι κατά τα χρόνια εκείνα. Ανάμεσα στους θαμώνες του, εκτός από τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Γκάτσο, του ζωγράφους Φασιανό και Ακριθάκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, συναντούσε κανείς τον κύκλο των Ελλήνων σουρεαλιστών, με προεξέχοντα τον Νάνο Βαλαωρίτη, αλλά και τον ίδιο τον Αντρέ Μπρετόν, αν τύχαινε να βρεθεί στην Αθήνα. Η ατμόσφαιρα του Βυζαντίου, με την φτωχική και λιτή του σάλα και τον τετραπέρατο σερβιτόρο Μπάμπη, αποτυπώνεται στην τελευταία ποιητική συλλογή του Κώστα Ταχτσή, που είχε τίτλο «Καφενείον το Βυζάντιον», αλλά και σε ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη.

«Έκαστος εξ όλων είχε την προτιμωμένη εξοχήν του και το ευνοούμενον καφενείον του»10

Τη φήμη του, το καφενεδάκι της Δεξαμενής, ιδιοκτησίας του Μπάρμπα Γιάννη (δήμαρχου μάλιστα του Αγκιστρίου)  την χρωστάει κυρίως στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο οποίος υπήρξε τακτικός του θαμώνας κατά τα τελευταία χρόνια της διαμονής του στην Αθήνα, στις αρχές του 20ουαιώνα. Ο Παπαδιαμάντης, που απέφευγε τους λογοτεχνικούς κύκλους και προτιμούσε τα λαϊκά καφενεία του Ψυρρή, γνώρισε το καφενείο της Δεξαμενής το 1906 από τον Γιάννη Βλαχογιάννη, και από τότε το επισκεπτόταν καθημερινά, συνήθιζε δε να κάθεται απομονωμένος στην πίσω πλευρά του καφενείου, γράφοντας, μεταφράζοντας ή ρεμβάζοντας. Στο καφενείο της Δεξαμενής έχουν τραβηχτεί και οι μόνες δύο γνωστές φωτογραφίες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από τον Παύλο Νιρβάνα. Άλλοι γνωστοί του θαμώνες, στα μετέπειτα χρόνια,  ήταν οι Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης, Μάρκος Αυγέρης, αλλά αργότερα και ποιητές της γενιάς του Τριάντα, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο αδριάντας του οποίου, φιλοτεχνημένος από τον Γιάννη Παππά, βρίσκεται στην Πλατεία της Δεξαμενής από το 1997. Το καφενείο εικάζεται ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στο σημερινό Δημοτικό Αναψυκτήριο, που ξανάνοιξε πρόσφατα μετά από σιωπή χρόνων.

Βιβλιογραφία

Θανάσης Γιοχάλας και Τόνια Καφετζάκη «Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2012 
Κωνσταντίνος Π. ΚαβάφηςΠρώτο ταξίδι στην Ελλάδα, Ροές, Αθήνα 2002 
Γιάννης Καιροφύλλας, Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1995 
Βασίλης Κολώνας, Το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Πειραιώς, Αθήνα 2006 
Πάνος Κουτρουμπούσης, Μπραζίλιαν, μέρος του αφιερώματος «30 λόγοι που αγαπάμε την Αθήναεφημερίδα Lifo, 29/11/2007 
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου: απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1986 
Αλέξανδρος Παπαγεωργίου – Βενετάς, Η Αθήνα του Μεσοπολέμου μέσα από τις μέρες του Γιώργου Σεφέρη, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2007 
Γιάννης Παπακώστας, Φιλολογικά Καφενεία και Στέκια της Αθήνας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1988 
Τίνα Μανδηλαρά, Οι λογοτεχνικές παρέες πέριξ του Ζώναρ’ς, εφημερίδα Lifo, 28/3/2013 
Δώρα Μέντη, Η Αθήνα από τον 19ο αιώνα στον 21ο αιώνα: μια λογοτεχνική περιδιάβαση από την παλιά ως την σημερινή εικόνα της πόλης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2009
Ματούλα Σκαλτσά, Στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής,  Με το άρωμα του Καφέ, αφιέρωμα του ένθετου «7 Ημέρες» της εφημερίδας Καθημερινή, 15/2/1998 
Ελευθέριος Σκιαδάς, Πώς καθιερώθηκαν τα «καλαμάκια» των αναψυκτικών στην Αθήνα, άρθρο στον ιστότοπο «Μικρός Ρωμιός», Αθήνα 2013 
Άρτεμις ΣκουμπουρδήΚαφενεία της Παλιάς Αθήνας, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 2001 
Κώστας Ταχτσής, Από τη Χαμηλή Σκοπιά, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1992, σελ 84 
Μάχη Τράτσα, Η Αθήνα βρίσκει πάλι το βουλεβάρτο της, εφημερίδα Το Βήμα, 3/3/2013
Ο Μποστ και τα Σουρί - Γλασέ, ανάρτηση στον ιστότοπο atheofobos.blogspot.com, 14/2/2013 



1 από το βιβλίο του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Αστροφεγγιά, η ιστορία μιας εφηβείας, 1945

2 από συνέντυξη του Μάνου Χατζιδάκι για τα φιλολογικά καφενεία της γενιάς του

3 περιγραφή του πεζοδρομίου των Ζόναρ'ς - Φλόκα από το «Χωρίς ταυτότητα» του Γιάννη Μαρή

4 στίχος από το ποίημα του Κώστα Ταχτσή «Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν»

5 από τον «Αποχαιρετισμό στο Καφενείο» του Μισέλ Ντεόν

6 από άρθρο του Ιωάννη Κονδυλάκη για το καφενείου του Ζαχαράτου, Εφημερίδα Εμπρός, 1906

7 απόσπασμα του Γ.Βώκου από το εικονογραφημένο λεύκωμα «Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896»

8 περιγραφή του Μιχαήλ Μητσάκη για τα καφενεία των «Δαρδανελλίων»

9 στίχος από το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη «Ω ξειν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις οτι τήδε κείμεθα...»

10 από το διήγημα «Εξοχικόν Κρούσμα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
  

Κείμενο : Γιώργος Θάνος - Νικόλας Νικολαϊδης  / Ομάδα Άστυ, Φεβρουάριος 2014
omadaasty.blogspot.gr

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Εκφράσεις από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα


 


Εκφράσεις και ήθη από την αρχαιότητα ως σήμερα

Το 80% των παροιμιών μας θα τολμούσαμε να πούμε ότι προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, όπως υποστηρίζει με έμφαση η φιλόλογος και συγγραφέας Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου.
Όπως λέει ο Πλούταρχος, τον 1ο αιώνα μ.Χ., σχολιάζοντας τον λόγο του Αρχία «ες αύριον τα σπουδαία»: «ο μεν ουν λόγος, ως παροιμία, μέχρι νυν διασώζεται παρά τοις Έλλησι…». Από τότε έχουν περάσει 2.000 χρόνια και ο λόγος είναι ζωντανός.
Απτά παραδείγματα διά του λόγου το αληθές:
Ο Ιωάννης Στοβαίος (5ος αιώνας μ.Χ.) δεν απέχει καθόλου από το ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη: «μία χελιδών έαρ ου ποιεί».
Ο Ησίοδος (700-800 π.Χ.) σε μεγάλο βάθος χρόνου υποστηρίζει : «γείτονες άζωστοι έκιον» δηλαδή «άζωστος τρέχει ο γείτονας και ο συγγενής ζωσμένος», όταν χρειαστεί να ζητήσουμε βοήθεια.
Επίσης από τον Ησίοδο προέρχεται το «ει κακά τις σπείραι• κακά κέρδεα αμήσειεν» (ό,τι σπείρεις θα θερίσεις).

Ο Πίνδαρος: «κρέσσων οικτιρμού φθόνος» (κάλλιο να σε ζηλεύουνε παρά να σε λυπούνται).
Ιδιαιτέρως τα λόγια του Ομήρου, του μεγάλου αυτού ποιητή, είναι πολύ συχνά κοντά στα δικά μας:
«ουκ αν… ανά στόμ’ έχων» (μην πιάνης στο στόμα σου),
«μη μοι σύγχει» (μη με συγχύζεις),
«λύεται γούνατα» (λύονται τα γόνατα),
«τον δε λίπε ψυχή» (λιποψύχησε),
«τότε μοι χάνοι ευρεία χθων» (ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί).
Ακόμη:
Διογένης
: «αποσκότισόν με» (μη με σκοτίζεις)
Πλάτων
: (Συμπόσιο) «τέμνοντες ώσπερ … ταις θριξίν» (στην τρίχα)
Μένανδρος
: «κακόν μεν αλλ’ αναγκαίον κακόν» (αναγκαίον κακόν)
Ευριπίδης
: (Μήδεια) «άνω ποταμών ιερών χωριούσι πηγαί» (άνω ποταμών)
Σοφοκλής
, (Φιλοκτήτης) «έσχατ’ εσχάτων» (έσχατος εσχάτων),
Λουκιανός
: «άγει σε και φέρει της ρινός έλκων» (σε σέρνει απ’ τη μύτη»,
«γάλα ορνίθων» (του πουλιού το γάλα),
«τριχολογείν και τρίχας αναλέγεσθαι» (ασχολούμαι με τρίχες»,
«πέμπειν ες κόρακας» (… στον κόρακα), και
«ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος) τονίζει στον βαρκάρη του Αχέροντα ο Μένιππος του Λουκιανού.
Είναι γεμάτη η αρχαία ελληνική γραμματεία από πολλές ίδιες χαρακτηριστικές εκφράσεις, συνήθειες και προλήψεις
Αριστοφάνης
: «άπτεσθαι ξύλου» (κτύπα ξύλο)
Αισχύλος
(Επτά επί Θήβας): «τριχός ορθίας πλόκαμος ίσταται» (σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής)
Αριστοφάνης
(Εκκλησιάζουσες): «μα τω Θεώ»
Αθήναιος
: «ώστε υπτίους υπό του γέλωτος καταπεσείν» (έπεσαν ανάσκελα από τα γέλια)
Πολύβιος
«εαυτούς εξεθεάτρισαν» (έγιναν θέατρο)
Αισχύλος
(Αγαμέμνων): «τον πάθει μάθος» (ο παθός μαθός)
Ευριπίδης
(Ιππόλυτος): «Κακόν πέλαγος εισορώ» (πελάγωσα)
Μ.Μ.

Από: ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ (Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου) 
Πηγή:texnografia.blogspot.gr

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Οι «Μεταρρυθμίσεις» του Γεωργίου Σουρή

Οι «Μεταρρυθμίσεις» του Γεωργίου Σουρή για τη λύση των… προβλημάτων





Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Η σάτιρα ως απάντηση στις διατάξεις του Μπαϊρακτάρη.
Από τις πλέον επιτυχημένες έμμετρες σάτιρες του Γεωργίου Σουρή που προκάλεσαν ποικίλες συζητήσεις ήταν οι περίφημες «Μεταρρυθμίσεις», τις οποίες δημοσίευσε το 1886. Συγκεκριμένα πρότεινε να γίνουν δέκα νέες νομοθετικές ρυθμίσεις ώστε να αντιμετωπισθούν τα μείζονα προβλήματα της ελληνικής και αθηναϊκής κοινωνίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούσαν τους κλέφτες των δημόσιων ταμείων, τους βουλευτές, τις καταπατήσεις οικοπέδων, τους κλεφτοκοτάδες, την καθημερινή βία, την ανατολίτικη συνήθεια πολλοί να εκπληρώνουν τις φυσικές ανάγκες τους στο δρόμο και τα καφενεία όπου… σκότωναν τις ώρες τους οι Aθηναίοι. Στην πραγματικότητα ο Γ. Σουρής απαντούσε με τον τρόπο αυτό στις αυστηρές αστυνομικές διατάξεις που είχε εκδώσει ο περίφημος Μπαϊρακτάρης, αναφέροντας σειρά παραπτωμάτων άξιων επιβολής ποινών.
Πρότεινε λοιπόν πρώτα απ’ όλα να επιβάλλονται πρόστιμα δύο δραχμών για όποιον ραχάτευε στους καφενέδες τρεις ώρες, αλλά μια δραχμή λιγότερο για εκείνους που χάζευαν στα καφενεία τέσσερις ώρες. «Μα όποιος την ημέρα του στον καφενέ σκοτώνει / του πρέπει να πληρώνεται και όχι να πληρώνει» κατέληγε το εξάστιχο σαρκάζοντας το πλήθος των αέργων που ξημεροβραδιαζόταν στα καφενεία. Στη συνέχεια ασχολιόταν με την εκτεταμένη συνήθεια των Νεοέλληνων να ουρούν ή ακόμη και να αφοδεύουν στους δρόμους. Πρότεινε λοιπόν «όστις ουρήση αναιδώς αντίκρυ παραθύρων, / ή στο Πανεπιστήμιον ή στην Ακαδημίαν, / αυτός να συλλαμβάνεται υπό τριών κλητήρων / κι ευθύς να περιτέμνεται εις την Αστυνομίαν»! Και για εκείνους που τολμούσαν να αποπατήσουν στην οδό Ερμού ζητούσε να εξαναγκάζονται στη συνέχεια να κάνουν το ίδιο φανερά και στην οδό Αιόλου.

Ήταν η εποχή κατά την οποία το ρουσφέτι γνώριζε μεγάλες δόξες και οι βουλευτές ήταν απασχολημένοι με τις ανάγκες των ψηφοφόρων τους. Τους ήθελε λοιπόν ο Σουρής να μετατρέπονται σε… τετράποδα για να μπορούν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους: «Οφείλει κάθε βουλευτής των νεωτέρων χρόνων / να έχει πόδια τέσσερα και όχι δύο μόνον, / γιατί ποτέ δεν ημπορεί και ούτε θα μπορέσει / στων ψηφοφόρων της δουλειές με δυό να επαρκέσει». Λίγους μήνες νωρίτερα είχε ξεσπάσει σκάνδαλο με καταχραστές δημοσίου χρήματος στο Κεντρικό Ταμείο. Έτσι, μέσω του «Ρωμηού» του ο Σουρής κατέθετε την πρόταση αν ενδιαφερόταν να διοριζόταν και κανένας κλέφτης στο Κεντρικό Ταμείο, διότι εκείνος λόγω του παρελθόντος του ίσως και να μην άπλωνε το χέρι, σε αντίθεση με εκείνους που δεν είχαν σουφρώσει μέχρι τότε και σίγουρα θα το έκαναν. Γράφει: «Αν κλέπτης τις στο Κεντρικόν υπούργημα γυρέψη, / ευθύς να διορίζεται επόπτης του παρά, / γιατί εκείνος πούκλεψε μπορεί και να μην κλέψη, αλλ΄ όποιος δεν εσούφρωσε, θα κλέψη μια φορά»!
Για το φαινόμενο των κλεφτοκοτάδων, ακόμη και μέσα στην Αθήνα που αφθονούσαν τα κοτέτσια, οι οδηγίες ήταν απλές: «Αν συνεργία πειρασμού κατέβη στο μυαλό σου, / και ορεχθής την όρνιθα του φίλου γείτονός σου, / προτού για τούτο είδησι, ο γείτονάς σου πάρη, / του παίρνεις και τον κόκκορα για να γενούν ζευγάρι». Δεν άφησε ασχολίαστο όμως και το γεγονός ότι ελλείψει δικτύων αποχέτευσης πολλές νοικοκυρές συνήθιζαν να πετούν τα βρωμόνερα στους δρόμους έχοντας πολλές φορές και τα σχετικά… θύματα: «Εάν εις τον εξώστη σου σου έλθη να ρεμβάσης / και θέλεις κάτι τι να βρης για να διασκεδάσης, / μίαν λεκάνην κένωσε νερού εκ του εξώστου / και δρόσισε την κεφαλήν γνωστού σου ή άγνώστου». Τέλος, συνιστούσε σε όλους να παρακολουθούν τα ελεύθερα οικόπεδα της γειτονιάς τους και μόλις έβρισκαν ευκαιρία να έκαναν πράξεις νομής ώστε να τα κατοχυρώνουν ως δικά τους: «Με άλλους λόγους δηλαδή να κατορθώσης όπως / γίνη ταχέως κτήμα σου του γείτονος ο τόπος»!
Πηγή:mikros-romios.gr

 

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...