Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΌΡΤΑ-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Μπαίνοντας στο σπίτι η πρώτη της δουλειά ήταν να δει αν η Τζίνα είχε αφήσει κάποιο σημείωμα.
Άρχισε λοιπόν να ψάχνει σε όλα τα πιθανά σημεία όπως στη κουζίνα, πάνω στον μαύρο πίνακα, στη πόρτα του ψυγείου, κι ύστερα στην κρεβατοκάμαρα της πάνω στα μαξιλάρια, στη μικρή βιβλιοθήκη, στο κομοδίνο. Τίποτα. Γεμάτη ανησυχία  τρέχει στο σαλόνι. Τίποτα κι εκεί. Η άσχημη ψυχολογική της κατάσταση δεν ήθελε και πολύ να της βάλει τη μαύρη σκέψη πως κάποιο σοβαρό συμβάν ανάγκασε τη φίλη της να φύγει με τη ψυχή στα πόδια. Γιατί η Τζίνα ποτέ από τότε που μένουν μαζί δεν έχει φύγει χωρίς μια ειδοποίηση έστω ένα μικρό μήνυμα στο κινητό της.
Πίνει μονορούφι ένα σφηνάκι Tio Pepe, που είχε τόση ανάγκη, και επιστρέφει στη κρεβατοκάμαρα, ενώ ξωπίσω της τρέχει κι ο Αντρίκος, που μέχρι κείνη τη στιγμή  δεν είχε σταματήσει λεπτό να την ακολουθεί, λες και έτσι ήθελε να δείξει τη συμπαράστασή του στην αγωνία της.  Αποκαμωμένη πέφτει με τα ρούχα στο κρεβάτι  εκτοξεύοντας συνάμα  τα πέδιλά της στον αέρα
«Αχ! Αντρέα μου, η θεία Βίκυ είναι στα μαύρα της. Σκατά πάνε όλα» του λέει γυρίζοντας το βλέμμα της προς τη μεριά του. «Βρε, εγώ σου λέω τον πόνο μου και συ με γράφεις;» Αντέδρασε αμέσως  μόλις τον είδε να  τρώει μετά μανίας ένα μαξιλάρι . «Αλλά τι περιμένω; Αρσενικό  δεν είσαι  και του λόγου σου; Σκύλος μεν, αλλά αρσενικό» συμπλήρωσε τραβώντας το απότομα από το γεμάτο σάλια στόμα του.
Αφού έμεινε για λίγο να κοιτά το ταβάνι κάτω από το βάρος της απογοήτευσης, σηκώθηκε και έσυρε τα βήματα της προς το μπάνιο. Άνοιξε με μηχανικές κινήσεις τη βρύση της μπανιέρας, πήρε από τη μικρή εταζέρα που είναι κρεμασμένη στον τοίχο το γαλάκτωμα και το μπαμπάκι, και κάθισε  πάνω στο κλειστό καπάκι της τουαλέτας να ξεβάψει το πρόσωπο της. Τελειώνοντας και κει που ήταν έτοιμη να πετάξει τη μαύρη περιβολή της, το βλέμμα της καρφώνεται στον καθρέφτη .
 Ε! Είμαι εντελώς ούφο, τα βάζει αμέσως  με τον εαυτόν της που δεν είχε σκεφτεί να ψάξει και στο μπάνιο αν είχε αφήσει η φίλη της  κάποιο μήνυμα.   Γιατί η πάντα απρόβλεπτη Τζίνα είχε φροντίσει να της γράψει πάνω στο καθρέφτη με κόκκινο κραγιόν, πως πάει να συναντήσει τον Χρήστο της, τον “ψυχεδέλικ” όπως τον αποκαλεί η Βίκυ, θέλοντας να δώσει έμφαση στον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του. Και βέβαια είναι απορίας άξιον πως η φίλη της ακόμα δεν έχει πάθει ασφυξία έτσι στριμωγμένη στον μικροκοσμό του. Αλλά έτσι όπως πάει  δεν θα αργήσει  να έρθει εκείνη η μέρα που θα ζητάει   επειγόντως μια lexotanil pie.
Το μπάνιο ήταν πραγματικά σωτήριο για να χαλαρώσουν τα νεύρα της. Τυλιγμένη στ’ άσπρο της μπουρνούζι, και με τη πετσέτα τυρμπάν στα υγρά μαλλιά της πηγαίνει στο σαλόνι να ξαπλώσει στον καναπέ. Προς μεγάλη της έκπληξη ήταν  πιασμένος από τον  Αντρίκο. Βάζει στο πικ-απ να παίζει ένα δίσκο με νυχτερινά  του Σοπέν, κι εκεί που  είναι έτοιμη να διεκδικήσει μια θέση στον καναπέ, βλέπει  το πράσινο φωτάκι του αυτόματου τηλεφωνητή ν’ αναβοσβήνει. Πατάει το κουμπάκι!
Έλα Βίκυ μου, ξέχασες τη μάνα σου εντελώς σήμερα!
«Μάνα, μ’ έφαγαν  οι γκόμενοι.»
Τζίνα, που είσαι παιδί μου, δεν τηλεφώνησες καθόλου σήμερα.
«Κυρία Ματίνα, πριν λίγο την έψαχνα και εγώ»
«..όλα απόψε μιλούν και παρακαλούν να γυρίσεις φωνάζουν….και όσα ζήσαμε χθες σαν παλιές μουσικές νοιώθω να μ΄ αγκαλιάζουν…»
Με μιας νοιώθει ένα πετάρισμα στη καρδιά. Χωρίς να χάσει χρόνο ξαναγυρίζει τη κασέτα στο σημείο που άρχιζε το τελευταίο απρόσμενο μήνυμα. Με κομμένη την ανάσα το ακούει για δεύτερη φορά, και σωριάζεται κυριολεκτικά στη πολυθρόνα καθώς συνειδητοποιεί πως το μήνυμα είναι από τον Θάνο. Τελικά αυτά που δεν έχουν κάνει τον κύκλο τους στη ζωή, όσο κι αν εσύ νομίζεις  πως έχουν κλείσει, σε ανύποπτο χρόνο εμφανίζονται πάλι μπροστά σου για να σε προκαλέσουν… 

      »..Ήταν η τελευταία μέρα του καλοκαιριού όταν  ο Θάνος και η Βίκυ καθισμένοι ο ένας αντίκρυ του άλλου σε κάποιο κουτούκι της Καισαριανής, έγραψαν τον επίλογο του ταξιδιού τους. Και ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια συντροφικής ζωής, που η Βίκυ ένοιωσε πως η σιωπή που είχε πέσει ανάμεσά τους κάτι κακό προμηνούσε.
«Τι όμορφα που μυρίζει το χώμα μετά το ξαφνικό απογευματινό μπουρίνι», είπε και ήπιε λίγο κρασί για να βρέξει τα  ξεραμένα χείλη της..
«Ναι μπαίνουμε σιγά  σιγά στο φθινόπωρο» είπε εκείνος αχνά.
«Χθες μόλις μου είπες πως θα έρθεις από Θεσσαλονίκη, ξέροντας πως δεν θα ήθελες να χάσεις τη παράσταση “Χοηφόρες” στο Ηρώδειο, πήγα και έβγαλα εισιτήρια. Λένε πως είναι πολύ καλή παράσταση” είπε η Βίκυ για να δώσει μια χαρούμενη νότα στο βαρύ  κλίμα που επικρατούσε από τη πρώτη στιγμή που είχαν συναντηθεί.
Κι όμως εκείνος  εξακολουθούσε να συντηρεί το ίδιο κλίμα.
«Έχεις κάτι;» τον ρώτησε καθώς τον είδε χαμένο στις σκέψεις του.
 «Όχι, απλά είμαι λίγο κουρασμένος από το ταξίδι.»της αποκρίθηκε μαζεύοντας  αφηρημένα  με τα ακροδάχτυλά του κάτι  ψιχουλάκια που είχαν ξεχαστεί πάνω στο τραπέζι.
Η Βίκυ δεν πείσθηκε και ξαναρώτησε «Μόνο αυτό συμβαίνει;» και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. 
«Βίκυ μη ξεχάσεις ποτέ, πως εμείς οι δύο δοξάσαμε τον έρωτα» είπε και της έδωσε ένα βιβλίο που μόλις είχε βγάλει από τη τσάντα του.
Με  απίστευτη ηρεμία το πήρε στα χέρια της κι ανοίγοντας τη πρώτη του σελίδα, διάβασε προσεκτικά το απόσπασμα που της είχε αφιερώσει από το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λ. Ντάρρελ
«Τι ωραία που είναι να σου σερβίρουν το τέλος με  λόγια ποιητικά», είπε η Βίκυ σηκώνοντας το βλέμμα της πάνω του.
«Δεν θα μπορούσα να σου φερθώ κάπως διαφορετικά. Μέρες βασανιζόμουν να βρω τον τρόπο  για  να κάνω όσο το δυνατόν πιο  ανώδυνο, γλυκό και ποιητικό το τέλος αυτού του ταξιδιού μας». Αποκρίθηκε ο Θάνος και έπαιξε νευρικά με το πακέτο τα τσιγάρα του.
«Με τη πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι, μουσκέψανε τα λόγια που είχαν γεννήσει αστροφεγγιές», μόλις που μπόρεσε να ψελλίσει   η Βίκυ  τα λόγια  από το γνωστό  ποίημα του Ελύτη.
«Βίκυ η ζωή συνεχίζεται, και  σαν μια νέα   Σκάρλετ Ο΄ Χάρα  θα δεις να  ξημερώνει και για σένα  μια καινούργια μέρα», ήταν  τα  τελευταία γεμάτα παρηγοριά λόγια του για να χαθεί ύστερα  για πάντα…«
 
Και να  που απόψε  μπαίνει στη ψυχή της σαν κατεργάρης μουσαφίρης.
Η Βίκυ από κείνο το βράδυ δεν τον ενόχλησε ποτέ. Έκλεισε με αξιοπρέπεια  τα  φτερά της, και καθισμένη στη γωνιά της ακόμα αναζητά έναν ουρανό για να πετάξει.
Γέρνει το κεφάλι της  πίσω και παραδίνεται σε ένα λυτρωτικό βουβό κλάμα. Από  μικρό παιδί όταν πονούσε πάντα έκλαιγε βουβά. Έτρεχε στο  ξύλινο σπιτάκι του κήπου που εκεί ήταν κλεισμένος όλος  ο κόσμος της. Μια μικρή εταζέρα με πολλά βρεγμένα μπαμπακάκια με φακές και φασόλια, ένα τετράδιο με αποξηραμένα λουλούδια, ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα παπούτσια παλιά της μάνας της, μία τσάντα που είχε φτιάξει όπως όπως από τσουβάλι, μια στοίβα από  χιλιοδιαβασμένα κλασικά εικονογραφημένα και το μαντολίνο της. Όταν την αντιλαμβανόταν  η μάνα της, σκούπιζε γρήγορα τα δάκρυα της, άλλαζε  χροιά στη φωνή της και σαν να μη συνέβαινε τίποτα, φορούσε πάλι τη μάσκα του χαμόγελου και άρχιζε τα αστεία και τα πειράγματα. Έπρεπε να φανεί δυνατή μόλις ένα τόσο δα κοριτσάκι που χωρίς να το καταλαβαίνει ωρίμαζε πρόωρα.
Το ρολόι πάνω απ΄ το τζάκι χτύπησε μεσάνυχτα.
Τινάζεται σαν ελατήριο μαζί της και ο Αντρίκος που μέχρι εκείνη τη στιγμή κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου.
«Αντρίκο η θεία Βίκυ δεν έχει όρεξη για παιχνίδια και βόλτα.. Τράβα στη βεράντα να κάνεις τσίσα». Ο τετράποδος φίλος της την κοίταξε  με τα απορημένα του ματάκια, και το δίχως άλλο   υπάκουσε.
Πετά από τα βρεγμένα της μαλλιά τη πετσέτα και στέκεται μπροστά στο κομό. Με δισταγμό ανοίγει το συρτάρι που εκεί μέσα κρύβονται θαμμένες μικρές αναφορές του Θάνου δεμένες με άσπρη κορδέλα. Ένα βιβλίο με ποιήματα, γράμματα, ένα ματσάκι γιασεμί, ένα πακέτο με δύο τσιγάρα από τη μάρκα του και μια φωτογραφία. Κρατώντας τα σαν ιερά κειμήλια κάθεται στον καναπέ και αρχίζει  να τα ξεδιπλώνει  δειλά  δειλά.
«Τι κάνεις εκεί;» ακούγεται η φωνή της Τζίνας που μόλις είχε μπει στο σπίτι χωρίς να την πάρει είδηση.
Η Βίκυ πετάγεται και με νευρικές κινήσεις τα μαζεύει όπως όπως.
«Τίποτα  τίποτα. Έλα κάθισε και πες μου τι έγινε. Πως πέρασες;».
Όμως η Τζίνα  δεν πείθεται. Ρίχνει διακριτικά το βλέμμα της πάνω στο τραπεζάκι και κάθεται δίπλα της.
«Είναι σίγουρο πως κάτι σου συμβαίνει. Κι αλήθεια, τι είναι όλα αυτά στο τραπέζι;»
«Ό,τι απόμεινε από το παρελθόν μου. Δες τα», απαντά η Βίκυ.
Η Τζίνα τα παίρνει στα χέρια της και με αργές κινήσεις αρχίζει να τα κοιτά ένα  ένα.
«Βίκυ ποτέ δεν θέλησες να  μου μιλήσεις με λεπτομέρειες για τον Θάνο και τι συνέβη που χωρίσατε», της λέει η Τζίνα δείχνοντας  τη φωτογραφία.
«Το ξέρω».
«Μήπως ήρθε η ώρα να το κάνεις;» ρωτά η Τζίνα.
«Μάλλον έχεις όρεξη βραδιάτικα για λεξοτανίλ pie και μάλιστα διπλή δόση. Γιατί κι εσύ απ’ ό,τι βλέπω δεν είσαι καλλίτερα. Τα μάτια σου είναι κατακόκκινα».
«Βρε χαζό άσε με εμένα», αποκρίνεται η Τζίνα  και πάει στη κουζίνα επιστρέφοντας σε λίγα  λεπτά με δύο ποτήρια ουίσκυ.
«Πιες μια γουλιά να συνέρθεις», λέει και κάθεται κατάχαμα απέναντι της.
«Μμμ! Αύριο και για τις δύο τροφική δηλητηρίαση μου μυρίζεται. Κι όχι τίποτε άλλο, έχω να παραδώσω και το αφιέρωμα του Μανόλο», λέει η Βίκυ και σκάει ένα χαμόγελο.
  «Ε, και; Δεν το δικαιούμαστε γαμώτο μετά από τόσα χρόνια δουλειάς;» ρωτά η Τζίνα αγανακτισμένα.
«Σίγουρα, αλλά έχουν πέσει μαζεμένες και αν μας υποπτευθούν θα μας στείλουν στον αγύριστο».
 «Βρε βλαμμένο, άσε  αυτά και λέγε επιτέλους» λέει η Τζίνα και της δίνει τσιγάρο.
Η Βίκυ πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της, αρχίζει να μιλά  για τη μεγάλη γοητεία που άσκησε πάνω της ο Θάνος  σαν άντρας αλλά και σαν προσωπικότητα από τη πρώτη στιγμή που τον αντάμωσε.
«Δηλαδή κεραυνοβόλος έρως;»
«Ναι αλλά πιστεύω πως έπαιξε ρόλο  και  η χρονική στιγμή καθώς και ο τόπος που ανταμωθήκαμε».
«Αχα! Λες για  κείνο το μέρος που ακόμα και σήμερα όταν είσαι βαρεμένη   πας και κάθεσαι ώρες ατέλειωτες και ρεμβάζεις».
 «Ναι, σε αυτό το μέρος» αποκρίνεται η Βίκυ με μια νοσταλγική γλύκα στη φωνή της.
 «Έλα τώρα. Πάψε να πετάς και συνέχισε».
 «Με τον Θάνο λοιπόν, είχαμε κοινές απόψεις για τη ζωή και τον έρωτα.  Αυτό πίστευα γιατί αυτό μου έδειχνε με έναν μοναδικό τρόπο πειθούς. Όμως στο τέλος αποδείχθηκε πως δεν ήταν άλλο παρά μαέστρος της τακτικής του: «Μέσα σε όλα, αλλά από απ’ έξω».
«Μαφία ο Θανούλης!», λέει η Τζίνα.
«Μικρόψυχος θα έλεγα Αυτός ο χαρακτηρισμός του πάει γάντι».
«Γιατί το λές;»
«Γιατί δεν είχε το σθένος να πετάξει το προσωπείο του και να με αντιμετωπίσει».
«Τελικά τι ήταν αυτό που επί της ουσίας μεσολάβησε να χωρίσετε;»
«Να σου πω την αλήθεια. Εκείνο το βράδυ που μου σερβίρισε τόσο ποιητικά τον χωρισμό μας, είχα πιστέψει, πως απλά αυτό το ταξίδι που είχαμε ξεκινήσει μαζί, για κείνον είχε φτάσει στο τέλος του. Όσο κι αν στεναχωρήθηκα το δέχτηκα. Όλα έχουν μια αρχή, μέση, και τέλος, είπα στον εαυτόν μου. Αυτό μου έδωσε να καταλάβω».
«Όμως δεν ήταν έτσι».
«Όχι φυσικά. Μετά από καιρό όταν τυχαία συνάντησα κάποιον κοινό φίλο και μου είπε, πως ο Θάνος μετά από μία εβδομάδα του χωρισμού μας τέλεσε τους γάμους του, με τη γυναίκα που ήδη είχε σχέση παράλληλη με μένα, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, και μάλιστα εσπευσμένα γιατί περίμεναν και παιδί, έπεσα στο απόλυτο κενό. Ποιος ο Θάνος που άκουγε τη λέξη “γάμος” και έβγαζε σπυράκια».
«Σκέτο άδειασμα», μονολόγησε η Τζίνα
«Και να σκεφτείς πως ένα βράδυ, λίγες μέρες πριν φύγει για Θεσσαλονίκη για να πάει να επανδρώσει το νέο υποκατάστημα της εταιρείας του, μου είχε προτείνει να κάνουμε παιδί. Θυμάμαι σαν τώρα τα λόγια του: “Έτσι κι αλλιώς δεν γουστάρουμε γάμους και συμβατικότητες, όμως τίποτα δεν μας εμποδίζει να κάνουμε παιδί. Τι λες το προγραμματίζουμε μόλις γυρίσω από τη Θεσσαλονίκη;”», λέει η Βίκυ και  κομπιάζει από τον λυγμό  που  την έπνιγε.
«Τελικά αποδείχτηκε ένας κομφορμίστας του κερατά», λέει με αγανάκτηση η Τζίνα.
«Ναι, που άδικα ξοδευόταν  να δείχνει, ότι ανήκε σ΄ αυτούς τους λίγους εκλεκτούς, που ζούνε μέσα σε συνθήκες αυτοεξορίας και εγκλεισμού, αποδοκιμάζοντας τον αχό των πολλών. Και να σου πω την αλήθεια, αυτή η προδοσία του κυρίως με πλήγωσε, κι όχι τόσο ο έρωτάς του για κάποια άλλη γυναίκα, πράγμα που θεωρώ ανθρώπινο, και που μπορεί να συμβεί στον καθένα μας».
«Προσπαθώ να καταλάβω  πως ένοιωσες».
«Όπως νοιώθει, αν μπορεί να νοιώθει, μια άχρωμη κουλουριασμένη μάζα πάνω σε ένα κρεβάτι, με βλέμμα απλανές, ώρες ατέλειωτες που με το καιρό  μάθαινε να κολυμπά στα βαθιά νερά της λήθης».
Η Τζίνα πάει κοντά της και την αγκαλιάζει.
«Συγνώμη φιλενάδα που επέμενα να μου πεις για τον Θάνο».
«Όχι Τζίνα. Η επιμονή σου αυτή μου έκανε πολύ καλό. Γιατί πέταξα επιτέλους  απ΄ τα μάτια μου το πέπλο της λήθης, κι αντιμετώπισα την αλήθεια που αρνιόμουν να δω».
«Ένα όμως μου κάνει εντύπωση σε σένα  φιλενάδα».
«Τι;»
«Μετά από τη τόσο οδυνηρή ιστορία σου με τον Θάνο, πως εξακολουθείς να θεωρείς τον έρωτα ζωοδότη;»
«Μα Τζίνα μου, είναι  δυνατόν να μην είναι ζωοδότης ο έρωτας, όταν  σου χαρίζει τη πνοή της ζωής. Τη δύναμη εκείνη να δημιουργήσεις. Την αισιοδοξία που, σαν θωρείς τον ήλιο να φεύγει, να μη νοιώθεις πως πάει  στη δύση του, αλλά πάει ν’ ανταμωθεί με τη νύχτα, να πλαγιάσει κοντά της και κάτω απ’ την αστροφεγγιά να δοξάσουν το αντάμωμά τους αυτό;»
«Ρε Βίκυ, πάψε να  πετάς και επιτέλους συνειδητοποίησε πως αυτό το φτερωτό τερατάκι που εσύ το λες ζωοδότη δεν είναι  παρά σκέτη αρρώστια».
«Αρρώστια δεν είναι ο έρωτας, αλλά το “λίγο” των ανθρώπων. Αυτό είναι η αιτία  που τον ευτελίζει και τον κακοποιεί».
«Ή το “πολύ”, που στο τέλος αποδεικνύεται πως στην ουσία του ήταν “λίγο”. Πάντως  φιλενάδα, ό,τι και να πούμε για τον έρωτα, το δια ταύτα είναι, πως στο τέλος ο καθένας μας πέφτει σε κατάθλιψη».
«Αυτό γίνεται  γιατί  αν και  βλέπουμε το “λίγο” των ανθρώπων,  δεν αποστρέφουμε το βλέμμα μας από πάνω του. Αυτή είναι και η μεγάλη παγίδα που στήνεται  από εμάς για εμάς».
«Τέλος πάντων. Το θέμα του έρωτα είναι ανεξάντλητο», λέει η Τζίνα και πίνει μια γουλιά από το ποτό της.
«Και πάντα επίκαιρο» συμπληρώνει με νόημα η Βίκυ κάνοντας αμέσως την φίλη της να τσιμπήσει.
«Μη μου πεις πως έχουμε «έκτακτο» ανακοινωθέν;»
Η Βίκυ κουνάει καταφατικά το κεφάλι της.  «Πάτησε το κουμπάκι του τηλεφωνητή και άκουσε το τελευταίο μήνυμα».
Η Τζίνα υπακούει.
Μέσα στη σιωπή της νύχτας, ακούγεται πάλι η βαθιά φωνή του Θάνου.
«Μη μου πεις πως είναι ο Θάνος;» γυρίζει και την ρωτά έκπληκτη.
«Αυτός είναι» απαντά η Βίκυ.
«Ε! Είναι μαλάκας ο άνθρωπος», ξεσπά αμέσως η Τζίνα «βέβαια πέρασαν οι γλύκες του γάμου και αφού βουλιάξαμε στη καθημερινότητα είπαμε να κάνουμε ένα ψι πι στη Βίκυ. Παράτα τον. Αδιαφόρησε γιατί θα σου κόψω τα πόδια τ’ ακούς;» λέει θυμωμένη και ανάβει αμέσως τσιγάρο.
«Μην ανησυχείς είμαι δυνατή. Και  αν κάποια στιγμή  τον συναπαντήσω, ξέρω πια να τον αντιμετωπίσω», καθησυχάζει η Βίκυ  τη φίλη  της.
«Βρε χαζό απόψε σε έκανε κουρέλι, και δηλώνεις πως ξέρεις να τον αντιμετωπίσεις;»
«Απόψε ήταν κι άλλα μαζεμένα, γι αυτό και δεν αντιμετώπισα ψύχραιμα αυτό το γεγονός».
«Α! κατάλαβα. Φιάσκο η συνάντησή σου με τον πομφόλυγα».
«Φιάσκο; Δεν θα πει τίποτα. Αλλά τον  έσφαξα με μετάξι».
«Δεν αμφιβάλω. Καλά του έκανες. Γιατί κάποια στιγμή πρέπει να μπαίνει και ένα φρένο στην αυθάδεια όπως λες και συ».
«Δεν νομίζεις πως αρκετά μονοπώλησα τη κουβέντα απόψε με τα του Θάνου;  Έλα πες μου τι έγινε με τον Χρήστο;»
«Μία από τα ίδια. Το άτομο δεν αλλάζει.» λέει η Τζίνα κι αναστενάζει δείχνοντας πως δεν είχε καμιά διάθεση να συζητήσει το θέμα. 
Πέφτει σιωπή. Το μόνο που ακούγεται είναι το γρατζούνισμα από τη βελόνα του πικ απ, και η ανάσα του Αντρίκου που κοιμάται μακάρια δίπλα στα πόδια της Τζίνας.
«Φιλενάδα τι λες πάμε να τη πέσουμε;» σπάει τη σιωπή η Τζίνα και σηκώνεται.
«Είναι αδύνατον να πάω για ύπνο. Το μόνο που επιθυμώ τώρα είναι...»
«Να χτυπήσεις λιπαρό», τη διακόπτει  η Τζίνα με σιγουριά πως αυτό επιθυμούσε η φίλη της.
«Όχι. Να τραγουδήσω θέλω».
«Μέσα στην άγρια νύχτα; Μα καλά πως σου ήρθε τώρα αυτή η διάθεση;»
«Ε! μου ήρθε. Είναι και αυτός ένας τρόπος εκτόνωσης όταν βρίσκομαι   στα πρόθυρα της αποδιοργάνωσης».
«Μπορώ να σου χαλάσω χατίρι; Ας τραγουδήσουμε λοιπόν», λέει η Τζίνα χαμογελαστά και κάθεται κοντά της κάνοντας νόημα στον Αντρίκο να ανεβεί  στον καναπέ..
Η Βίκυ παίρνει τη κιθάρα στην αγκαλιά της και αρχίζει να παίζει  την εισαγωγή από ένα παλιό και ξεχασμένο τραγούδι που είχε φτιάξει πάνω σε στίχους  της Τζίνας.
    «Αλήθεια το θυμάσαι;» ρωτά η Βίκυ
Η Τζίνα γνέφει καταφατικά και το δίχως άλλο άρχισε να το σιγοτραγουδά μαζί της.

«Ένα χάδι σου ζητούσα, ένα χάδι
κι εσύ έφευγες δειλέ μεσ’ το σκοτάδι,
σαν φονιάς που κάποιο θύμα αναζητούσε
και μαχαίρι φονικό, κρυφά κρατούσε…

Χίλιες νύχτες και ακόμα σ’ αγαπώ,
όμως πήρα απ’ την πόρτα τα κλειδιά μου.
Χίλιες νύχτες κι η τρελή.. σ’ αναζητώ.
αλλά…έμαθα να ορίζω την καρδιά μου….»
     Τραγουδούσαν, κι ήταν σαν ν΄ άκουγες αγγέλους κάποιου χαμένου παράδεισου, που άνοιξαν για λίγο τα μουδιασμένα τους φτερά, για  να  πετάξουν μέσα νύχτα που όλο και βάθαινε.

Το άλλο πρωί  η Βίκυ έφτασε στο περιοδικό αργά. Δεν είχε καμία όρεξη να δουλέψει αλλά ήταν η τελευταία μέρα προθεσμία που της είχε δώσει ο εκδότης για να παραδώσει το αφιέρωμα του φλαμεγκίστα Μανόλο.
Με αργές κινήσεις άνοιξε το κομπιούτερ κι έφερε μπροστά της το κείμενο. Όμως ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί. Έσβηνε, έγραφε και πάλι απ’ την αρχή.
Χθες βράδυ τελικά δεν έκλεισε μάτι. Όταν η Τζίνα πήγε για ύπνο κάθισε στη βεράντα καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο μέχρι που χάραξε. Κι η αιτία της ξαγρύπνιας της  αυτή τη φορά  δεν ήταν  η συναισθηματική της φόρτιση αλλά ο θυμός της που χόρευε προκλητικά μπροστά της σαν διαβολάκος, και κρατώντας τον πορφυρό του μανδύα της έλεγε:  “Ήρθε η ώρα να με αντιμετωπίσεις”.
Πόσο δίκιο είχε ο Λίνος ο ψαράς. Αυτός ο παράξενα όμορφος άνθρωπος με το φευγάτο αλλά και τόσο γαλήνιο βλέμμα, ήταν ο μόνος που είχε αφουγκραστεί τον θυμό της. Τον είχε ανταμώσει  σε μια ερημική παραλία κάποιου αιγαιοπελαγίτικου νησιού το περσινό καλοκαίρι στις διακοπές της.
Πάντα και λίγο πριν πέσει ο ήλιος, ερχόταν στη παραλία κι έφτιαχνε τα δίχτυα του. Ύστερα έμπαινε στη βάρκα του “Βανιώ”, έτσι την είχε βαφτίσει, και ξανοιγόταν μεσοπέλαγα. Της άρεσε να τον ακολουθεί με το βλέμμα της μέχρι που χανόταν.
Κάποιο απόγευμα την πλησίασε. Γονάτισε μπροστά της κι ανοίγοντας  τις χούφτες του της πρόσφερε κοχύλια.
Για σένα τα μάζεψα” της είπε και κάθισε δίπλα της.
Σ΄ευχαριστώ” του αποκρίθηκε  σαν παιδούλα που της είχαν δώσει το ομορφότερο δώρο.
Με λένε Λίνο
Εμένα....”
Αερικό”  της είπε πριν προλάβει καλά – καλά να πει το όνομά της. “Ένα παιδί αερικό” πρόσθεσε και την κοίταξε.
Η Βίκυ αναρίγησε. Μόνο η γιαγιά της την αποκαλούσε έτσι όταν ήταν μικρή.
Μόνη σε δύσκολα μονοπάτια” συνέχισε εκείνος χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της. “Ακροβατείς ανάμεσα στη ζωή και σ΄ένα ξέφρενο καλπασμό ψυχής. Μοιάζεις σαν να πατάς σ’ενος βράχου τη μύτη. Αχ! Πόσο θυμό κρύβεις μέσα σου”.
Βαθύ θυμό. Γι αυτό, και φεύγω” του αποκρίθηκε 
Πρέπει κάποτε να βρεθείς αντιμέτωπη μ’ αυτόν”.
Είναι θέμα χρόνου. Τώρα ξεσπώ με σιωπή
Χμ! Η σιωπή κουβαλά πολλούς ήχους. Κάνει πάντα πιο πολύ κρότο” της είπε και σηκώθηκε. “Ας πηγαίνω τώρα Αερικό. Ν΄ ανασαίνεις”.
Από κείνο το απόγευμα αντάμωναν πάντα στο ίδιο μέρος και την ίδια ώρα.
“Τα κοχύλια ζουν;” ήταν η πρώτη του κουβέντα σαν την έβλεπε.
Πάντα” απαντούσε εκείνη και κάθονταν μέχρι που έδυε ο ήλιος.
Οι μέρες κύλησαν γρήγορα. Οι διακοπές της Βίκυ έφτασαν στο τέλος τους.
Λίνο, αύριο φεύγω. Πάρε το τηλέφωνό μου και όποτε θελήσεις να ξέρεις πως το Αερικό θα είναι εκεί” του είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει τη συγκίνησή της και τη μελαγχολία της που δεν θα τον ξανάβλεπε.
Είναι χαρά, Αερικό, να μιλάει κάποιος μαζί σου. Αποπνέεις αλήθεια, ταξίδι”.
“Νοερό ταξίδι, Λίνο;”
Πραγματικό ταξίδι. Οι εικόνες σου είναι εικόνες ζωής. Είσαι καλό κοχύλι. Χρωματιστό. Γι΄ αυτό μην αφήνεις ν’ ακροβατούν πάνω στη πλάτη σου κένταυροι, σκυλιά, ανθρωπάκια και ν’ ανασαίνεις ανάμεσα στην ηδονή και την οδύνη. Δεν αξίζει να αιμορραγείς για χάρη κανενός” ήταν οι τελευταίες του κουβέντες.
Από τότε δεν τον ξαναείδε, ούτε κι εκείνος την αναζήτησε.

«Πω πω! Άργησα» μονολόγησε όταν είδε την ώρα Ρίχνει μια τελευταία ματιά στο κείμενο και δίνει αμέσως εντολή για εκτύπωση. Το βάζει σ’ ένα φάκελο κι ύστερα πατάει γκάζι για τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Ιωάννου. Στο προθάλαμο φρενάρει. Η Φαίη έλειπε. Σίγουρα σε κάποιο άλλο γραφείο θα είναι και θα κουτσομπολεύει ως συνήθως, σκέφτεται και χτυπάει τη πόρτα. Δεν παίρνει απάντηση. Μισανοίγει και φωνάζει το όνομά του.
Ξαφνικά απ΄ το βάθος του γραφείου ακούει μια αντρική φωνή να της λέει να περάσει μέσα.
Προβάλει το κεφάλι της απ’ την πόρτα να δει. Ένας άντρας με γυρισμένη τη πλάτη στεκόταν όρθιος μπροστά απ’ τη βιβλιοθήκη.
«Συγνώμη, αλλά ψάχνω τον κ. Ιωάννου», λέει η Βίκυ ευγενικά..
«Απουσιάζει αυτή τη στιγμή», την ενημερώνει εκείνος εξακολουθώντας να έχει γυρισμένη τη πλάτη.
«Καλά δεν πειράζει. Θα έρθω αργότερα».
«Μπορείτε να τον περιμένετε», της αποκρίνεται και γυρίζει προς τη μεριά της.
«Εσείς, ποιος είστε;» τον ρωτά κάπως αμήχανα.
«Δεν με θυμάστε;»
«Όχι» του απαντά
«Κι όμως, εγώ σας θυμάμαι έστω κι αν έχουμε συναντηθεί μόνο μία φορά κυρία Στεργιάδη».
Η Βίκυ ένοιωσε άβολα που δεν μπορούσε ακόμα να θυμηθεί.
Ο άντρας τη πλησίασε χαμογελώντας. «Είμαι ο Πάρης, ο γιος του κ. Ιωάννου».
«Ω! συγχωρέστε με», του λέει κοκκινίζοντας ελαφρά. «Μάλλον θα πρέπει ν’ αρχίσω ν’ ανησυχώ για το μνημονικό μου».
«Δεν φταίει το μνημονικό σας, αλλά ο χρόνος που δεν μ’ έχει αγαπήσει φαίνεται όπως εσάς. Πάντα δροσερή και νέα» της λέει κοιτώντας την με θαυμασμό.
Η Βίκυ κάτι  καλό πήγε να πει και για κείνον, αλλά σταμάτησε. Ποτέ δεν ήταν καλή στην ανταπόδοση φιλοφρονήσεων, όταν μάλιστα αυτές επιβάλλονταν από τους καλούς τρόπους συμπεριφοράς.
«Ο πατέρας μου έχει μια συνεργασία με τον Παύλο», της λέει κι ανάβει τσιγάρο.
«Τότε, ας φύγω. Δεν θέλω να σας ενοχλώ».
«Κάθε άλλο. Θα χαρώ πολύ να τα πούμε αν φυσικά δεν έχετε αφήσει πίσω σας κάποια δουλειά».
Η Βίκυ χαμογελάει. «Πάντα έχω, αλλά ας περιμένει λίγο».
Κάθονται στο σαλόνι ο ένας αντίκρυ στον άλλον χωρίς να μιλούν.
Η Βίκυ παίζει αμήχανα με τον φάκελλο και ο Πάρης φυλλομετράει άσκοπα το βιβλίο που πριν λίγο είχε πάρει απ΄ την βιβλιοθήκη.
«Λοιπόν κυρία Στεργιάδη;» σπάει ο Πάρης τη σιωπή «Ελπίζω να χαρήκατε που θα συνεργαστούμε».
«Θα συνεργαστούμε;» ρωτά έκπληκτη.
«Δεν το γνωρίζετε;»
«Όχι», του απαντά κοφτά.
«Φαίνεται πως τα νέα φτάνουν αργά σε σας» .
«Είστε μουσικολόγος;» τον ρωτά προσπερνώντας το σχόλιό του.
«Καμία σχέση. Το κύριο επάγγελμά μου είναι δημοσιογράφος, αλλά ποτέ δεν το άσκησα».
 Η αλήθεια είναι πως η Βίκυ το μόνο που ήξερε για τον Πάρη ήταν πως ζούσε με την οικογένειά του στο Λονδίνο, κι εργαζόταν σε κάποια εταιρεία. Τη μια και μοναδική φορά που είχαν συναντηθεί πριν χρόνια στο περιοδικό είχαν ανταλλάξει λίγες τυπικές κουβέντες, και μάλιστα όρθιοι στο γραφείο του Παύλου, που είναι και κολλητός του φίλος. Τώρα τελευταία είχε πάρει το αυτί της  να λένε στο περιοδικό πως ο γάμος του είχε χτυπήσει φαλιμέντο και επρόκειτο να εγκατασταθεί στην Ελλάδα μόνιμα.
Ο Πάρης την κοίταξε με βλέμμα ερευνητικό. «Πρόκειται ν’ αντικαταστήσω την αρχισυντάκτρια» της ανακοινώνει με επίσημο ύφος.
«Τη Μάγκυ;» ρωτά φανερά ξαφνιασμένη.
«Ναι. Αποχωρεί από το περιοδικό. Ούτε κι αυτό το γνωρίζατε;»
«Όχι» του απαντά, κι ένοιωσε άσχημα για την άγνοιά της.
«Προέβαλε λόγους προσωπικούς», συνέχισε ο Πάρης. «Ο πατέρας μου στην αρχή αντέδρασε για την παραίτησή της αλλά στο τέλος την αποδέχτηκε».
«Μάλιστα...», ψελλίζει η Βίκυ μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει  από την οργή που με μιας ένοιωσε, σαν σκέφτηκε πως για μια ακόμη φορά ένας φαύλος-Παύλος, ήταν η αιτία να ανατραπεί αρνητικά η ζωή μιας γυναίκας. Γιατί ήταν σίγουρη πως η αιτία να παραιτηθεί η Μάγκυ ήταν αυτός ο αχρείος.
«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πηγαίνω», του λέει.
«Όπως νομίζετε. Αλλά θα ήθελα κάποια στιγμή να βρισκόμασταν ξανά».
«Φυσικά. Θέλετε στο γραφείο μου ή στο γραφείο σας;»
Ο Πάρης σκάει ένα χαμόγελο με νόημα. «Σε κανένα από τα δύο. Τι θα λέγατε αν σας πρότεινα να βγαίναμε απόψε το βράδυ και να σφραγίσουμε τη συνεργασία μας πίνοντας ποτό;»
Αν και η πρότασή του θα έπρεπε σαν γυναίκα να την κολακέψει, παρ’ όλα αυτά ήχησε στ’ αυτιά της σαν ξεκούρδιστη καμπάνα, ενώ ταυτόχρονα το ένστικτό της έδινε αρνητικά σήματα.
«Σας ευχαριστώ, αλλά δεν μπορώ», του αρνήθηκε ευγενικά και αποχώρησε.
     Μπαίνοντας στο γραφείο της, ένοιωσε αμέσως σαν  θηρίο στο κλουβί. Χωρίς δεύτερη σκέψη μαζεύει γρήγορα  γρήγορα τα πράγματά της, και  φεύγει θέλοντας να αφήσει για λίγο πίσω της κάθε έγνοια.
«Κυρία Βίκυ, νωρίς  φεύγετε σήμερα», της λέει ο κυρ Μιχάλης ο θυρωρός του μεγάρου καθώς την είδε φουριόζα να περνάει από μπροστά του.
«Θέλω να αδράξω τη μέρα», του αποκρίθηκε και τον χαιρέτισε κουνώντας τη παλάμη  της.
Βγαίνοντας έξω ένοιωσε αμέσως καλλίτερα. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι της  να δει ένα κομμάτι ουρανού ανάμεσα από τα γκριζόμαυρα  κτίρια, κι έπιασε τον εαυτόν της, να έχει καιρό πολύ να περιπλανηθεί μέσα στη πολύβουη πόλη  παρατηρώντας πράγματα  που καθημερινά προσπερνάει, καθώς σκυφτή και με το βλέμμα καρφωμένο κάτω, τραβά προς το δρόμο του ανέλεους.
 Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της, στην ιδέα και μόνο, πως θα ξέφευγε έστω και για λίγο  από τα καθιερωμένα.
Στάθηκε  στη διασταύρωση περιμένοντας  το φανάρι ν’ ανάψει πράσινο. Ξαφνικά  πίσω της μια παλιά γνώριμη αντρική φωνή είπε  το όνομά της. Με μιας τη διαπέρασε ένα ρεύμα απ’ την κορφή ως τα νύχια, αναγκάζοντάς την να μείνει ακίνητη στη θέση της.
Δεν είναι δυνατόν,  τώρα ή μετά να καταρρεύσω; Βαστάτε ποδαράκια μου... μόλις που ψελλίζει και παίρνει μια βαθιά ανάσα για ανακτήσει το χαμένο της κουράγιο.
«Τόσο κακή έκπληξη είμαι λοιπόν και δεν με χαιρετάς;» τη ρωτά ο άντρας που την είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, και  που δεν ήταν άλλος  από τον Θάνο.
«Ούτε ραντεβού να είχαμε», λέει   η Βίκυ γυρίζοντας προς τη μεριά του χωρίς να κρύψει  τη ταραχή της.
«Αλήθεια είναι όταν  λένε πως τα μεγάλα πνεύματα συναντούνται πόσο μάλλον τα δικά μας», λέει εκείνος χαριτολογώντας.
«Μα καλά πως με βρήκες;»
«Η καλή τύχη φρόντισε γι αυτό. Εκεί που ήμουν έτοιμος να μπω στο μέγαρο και να έρθω να σε βρω, ξαφνικά είδα   τη φιγούρα σου  στο φανάρι. Όμως θα καθόμαστε πολύ ώρα εδώ; Δεν πάμε  κάπου να τα πούμε;» της προτείνει και τη πιάνει από  το μπράτσο».
«Ξέρεις τον τελευταίο άνθρωπο που περίμενα να δω ήσουν εσύ»
«Το καταλαβαίνω, αλλά μη μου στερήσεις σε παρακαλώ τη συντροφιά σου έστω και για λίγο».
Η Βίκυ δέχεται αν και ξέρει πως τη λεξοτανίλ pie σίγουρα δεν θα τη αποφύγει. Τελικά η στιγμή που θέλησε να αδράξει τη μέρα της αποδείχθηκε πως δεν ήταν κάτω από την εύνοια της τύχης.
Κατηφόρισαν τον γεμάτο κίνηση δρόμο. Στο πρώτο εστιατόριο που βρήκαν μπροστά τους μπήκαν μέσα.
«Τι θα  παραγγείλουμε;» τη ρώτησε παρατηρώντας γύρω του.
«Δεν πεινώ. Έφαγα κάτι πρόχειρο στο περιοδικό και μου έκοψε την όρεξη».
Τρομάρα της  θέλει να το παίξει και άνετη, δεν λέει καλλίτερα πως με τέτοιο  κόμπο στο στομάχι της ούτε αέρας κοπανιστός δεν κατεβαίνει.
«Όπως θέλεις, αλλά εγώ  ψοφάω στη πείνα. Ήρθα σήμερα με τη πρωινή πτήση και μέχρι αυτή την ώρα είμαι με καφέδες και τσιγάρα»,  της είπε και παράγγειλε  μια ποικιλία κρεάτων και τυριών μαζί με ένα  μπουκάλι λευκό κρασί για κείνον, και ένα καφέ για τη Βίκυ.
Κοίτα αναισθησία, σκεφτόταν  η Βίκυ όση ώρα τον έβλεπε να κατεβάζει αμάσητα κομμάτια από κρύο κρέας και τυρί, ενώ στο ενδιάμεσο δεν παρέλειπε με το στόμα μπουκωμένο να της μιλά  για τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη, τη δουλειά του που ήταν τόσο ευχαριστημένος, και φυσικά για την κόρη του που σαν κλασικός χαζομπαμπάς έσταζε το στόμα του μέλι.
«Να! δες την κούκλα μου» λέει  και δείχνει τη φωτογραφία της κόρης του που είχε βγάλει από το πορτοφόλι του.
«Μμ! Είναι πραγματικά  όμορφη»
«Είδες πόσο μου μοιάζει;» της λέει με περηφάνια, «δικό μου παιδί και μόνο».
«Δεν θα το έλεγα. Περισσότερο μοιάζει στη κυρία που τη κρατά αγκαλιά.  Προφανώς είναι η σύζυγός σου», σχολιάζει πικρόχολα η Βίκυ.
«Ναι», της απαντά ξερά και παίρνει τη φωτογραφία από τα χέρια της.
«Δεν έχεις άλλες να μου δείξεις για να την θαυμάσω και σ’ άλλες στιγμές της;»
«Βρε Βίκυ, δεν μεταφέρω μαζί μου τα άλμπουμ», απάντησε χαριτολογώντας.
Αφού καταβρόχθισε στη κυριολεξία όλο το περιεχόμενο του πιάτου ξεκίνησε τις ερωτήσεις.
«Πως πάει η δουλειά;»
«Μια χαρά.  Από το νέο χρόνο θα κάνω και άλλα  επαγγελματικά ταξίδια κυρίως σε χώρες της Ανατολής».
«Πολλές φορές διαβάζω κριτικές και κείμενά σου στο περιοδικό και ύστερα πάω και αγοράζω τα συγκεκριμένα cd.»
«Ελπίζω να μην σε έχει απογοητεύσει κανένα με αποτέλεσμα να με σιχτιρίζεις μετά».
«Όχι κάθε άλλο. Μάλιστα είναι φορές που τ’ ακούω μαζί με τη κόρη μου και εκείνη ενθουσιάζεται»
«Χαίρομαι που συμβάλλω έστω κι έτσι στην μουσική της παιδεία»
«Ας τα αφήσουμε τώρα όμως αυτά. Ελπίζω σήμερα να σε αιφνιδίασα ευχάριστα, γιατί αν δεν είναι έτσι καλλίτερα να φύγω»
«Μείνε. Άλλωστε απ’ ό,τι είδες, το εγκεφαλικό επεισόδιο το γλίτωσα»
«Πάντα με το χιούμορ σου” της λέει και σκάει στα γέλια.
«Ναι,  ομολογώ πως το χιούμορ είναι σωτήριο»
«Όμως  για πες μου μόνο επαγγελματικά νέα  υπάρχουν;» τη ρωτά με πονηρό ύφος.
«Τέσσερις γάμοι αλλά χωρίς  κηδεία».
«Βίκυ, η πλάκα έχει και κάποιο όριο», της λέει κάπως ενοχλημένα 
«Εμ! Αν σου έλεγα πως η μετά Θάνο  εποχή φέρνει κάτι της εποχής των παγετώνων, θα με έβρισκες υπερβολική» του αποκρίνεται και ανάβει τσιγάρο.
«Σε πλήγωσα ε;»
«Ψιλοπράγματα»  του απαντά  με ειρωνικό κάπως ύφος
«Βίκυ δεν σου κρύβω πως αναπολώ όλα όσα ζήσαμε. Να ξέρεις πως  μου λείπεις».
 Η κουβέντα του αυτή τη χτύπησε σαν κεραυνός.
«Κάτσε βρε Θάνο γιατί το εγκεφαλικό μπορεί να το γλίτωσα, τον ζουρλομανδύα έτσι όπως το πας δεν τον γλιτώνω. Έπρεπε να μου τηλεφωνήσεις πριν έρθεις  να ρίξω μια ώρα αερόμπικ στη ψυχούλα μου έτσι για να βρίσκεται σε φόρμα»
«Άσε  βρε Βίκυ.  Μ’ έχεις πάρει εντελώς στο χαβαλέ  δεν σε αναγνωρίζω πια».
«Δεν  ήξερα Θάνο πως θα έπρεπε να σε πάρω και στα σοβαρά.  Άλλωστε προς τι  να αναπολείς το παρελθόν από τη στιγμή που είσαι κοινωνικά και συναισθηματικά καλυμμένος στο παρόν. Βλέπεις εμένα να λέω κουβέντα που ….;»
«Αχα!» τη διακόπτει, «άρα είσαι καλυμμένη»
«Προτρέχεις Θάνο. Αυτό κατάλαβες;» τον ρωτά με παραπονιάρικο ύφος, «γαμώτο δεν βλέπεις ότι  μπάζω από παντού;»
Ο Θάνος σκύβει  το κεφάλι και ανάβει ένα τσιγάρο από τα δικά της.
«Βίκυ αξίζεις. Αξίζεις πολλά» της λέει χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του.
«Κόφτο βρε Θάνο. Μπούχτισα να μου λένε τέτοια και μετά  να με βάζουν στα αζήτητα», του αποκρίνεται προσπαθώντας να  συγκρατήσει την οργή της.
Ο Θάνος καταλαβαίνοντας πως την είχε ζορίσει πολύ  αλλάζει θέμα.
 «Αύριο το πρωί φεύγω. Τι θα έλεγες απόψε να πίναμε κρασάκι  σε κάποιο κουτούκι από κείνα που πηγαίναμε;»
«Εξακολουθείς να είσαι αδιόρθωτος  και θρασύς  συνάμα.   Τι θέλεις από μένα επιτέλους;», τον ρωτά έτοιμη να εκραγεί.
«Θέλω να είσαι καλά, και κάποια μέρα να φτιάξεις τη ζωή σου, γιατί στην χαντάκωσα και λυπάμαι πολύ γι αυτό».
«Δεν πιστεύω στα αυτιά μου γαμώτο. Με συμπονιέται κιόλας ο μεγαλόψυχος. Μια χαρά είμαι θέλεις τίποτα άλλο;»
«Κακό είναι που θέλω να είμαστε φίλοι, να βλεπόμαστε και να πίνουμε ένα κρασάκι όταν έρχομαι Αθήνα;»
 «Φιλαράκια εμείς;  Στέκεις στα λογικά σου;»
«Γιατί όχι;»
«Και τότε το χθεσινό μήνυμα στον τηλεφωνητή μου  τι στο διάολο ήταν; Φιλικό κι αυτό;»
«Είχα ανάγκη να σε ακούσω» της λέει βάζοντας όλη τη τρυφεράδα στη φωνή του  «μου λείπεις όπως σου είπα».
«Μη με  υποτιμάς γαμώτο, γιατί θα τα πάρω στο κρανίο και θα βγω εκτός εαυτού αν συνεχίσεις».
«Ποτέ μου δεν σε υποτίμησα. Ξεχνάς πως μαζί δοξάσαμε τον έρωτα;»
«Και τώρα ήρθε η ώρα να δοξάσουμε τη φιλία; Εδώ απέδειξες πως δεν ήσουν άξιος να δοξάσεις τον έρωτα πόσο μάλλον  τη φιλία», του αποκρίνεται και σηκώνεται να φύγει.
«Μείνε σε παρακαλώ» της λέει, και για την σταματήσει την αρπάζει απ΄ το χέρι.
«Δεν μπορώ να κάνω άλλα push ups» του λέει τραβώντας απότομα το χέρι της «τα έπαιξε το αναπνευστικό μου σύστημα, κι είναι κρίμα να πάω στο τέλος  από ασφυξία».
Ο Θάνος για να βουλώσει κάθε σχισμή, και να αποτρέψει τη φυγή της επιστρατεύει την πονηράδα του.
«Θέλω να είμαστε και πάλι μαζί» της ανακοινώνει με σοβαρό ύφος, «τα παρατάω όλα για χάρη σου»
«Σ’ ευχαριστώ για τη θυσία σου, αλλά όσο κι αν μπάζω από παντού, δεν θα πάρω. Κι αυτό γιατί  έπαψα να σ’ εκτιμώ, πρώτον  γιατί  μου χρύσωσες το χάπι του χωρισμού με ποιηματάκια και ποιοτικές τρίχες για να αποφύγεις περίτεχνα την αποκάλυψη του πραγματικού σου εαυτού, και δεύτερον γιατί  επιδιώκεις να μπεις στη ζωή μου και πάλι σαν κατεργάρης για να με αδειάσεις  ακόμη  μια φορά  Ε! Αυτό και αν λέγεται αυθάδεια Θανούλη»,  ξεσπά επιτέλους τον θυμό της.
«Βρε Βίκυ ένα λάθος έκανα, πρέπει να το λουστώ για χρόνια;
«Καθείς πληρώνει το τίμημα των επιλογών του, μη το ξεχνάς»
     «Μα θέλω να επανορθώσω και να είμαστε όπως παλιά»
«Δεν είσαι παρά ένα «πεθαμένο λικέρ» για μένα», ήταν τα τελευταία της λόγια  και έφυγε αφήνοντας τον μετέωρο.

«Βαρέθηκα, βαρέθηκα αντί να κάνω βήματα μπρος όλο και πηγαίνω πίσω» είπε θυμωμένα στον εαυτόν της  όταν μπήκε στο σπίτι πετώντας  από πάνω της ρούχα και παπούτσια, αφού δεν μπορούσε να πετάξει ό,τι  βάρυνε μέσα της. Το ένα παπούτσι βρέθηκε στο κομοδίνο και τ΄ άλλο στο κρεβάτι.
«Φτου! μη με ματιάσω. Κοίτα κατάντια! Μμ! Δεν είμαι και άσχημη όταν θυμώνω. Ωχ! Να και μια καινούργια ρυτιδούλα. Να μη με ξεχνάς και συ χρόνε, όπως δε με ξεχνά και το παρελθόν» μονολόγησε σαν κοιτάχθηκε στον καθρέπτη.
«Τι μονολογείς νευριασμένα φιλενάδα;» ακούει τη Τζίνα να τη ρωτάει από το δωμάτιο της. Μάλλον την είχε ξυπνήσει από τον θόρυβο.
«Συγνώμη Τζινάκι που σε ξύπνησα» της φωνάζει. «Δεν έχω κάτι. Ξανακοιμήσου» συμπληρώνει και πάει στη κουζίνα.
Με αγωνία ανοίγει το ψυγείο  να δει  αν υπάρχει στοκ παγωτάκι.
«Ευτυχώς», λέει  αναστενάζοντας  και  παίρνει ένα κουτάλι της σούπας.  Αλλά τη στιγμή  που ήταν  έτοιμη  να βάλει τη πρώτη κουταλιά στο στόμα η Τζίνα την αιφνιδιάζει.
«Μπα! Τι κάνουμε εκεί; Μήπως έχουμε έκτακτο δελτίο θυέλλης;» τη ρωτά η φίλη της παίρνοντας ταυτόχρονα το παγωτό από τα χέρια της.
«Ναι, κι επειδή ο τυφώνας σιμούν σάρωσε πάλι, είπα να στραμπουλίσω λιπαρό» απαντά, και της  το αρπάζει σαν το μικρό παιδί που του έχουν πάρει το αγαπημένο του παιχνίδι.
«Η Βίκυ σε νέες περιπέτειες;» τη ρωτά η φίλη της και την αγκαλιάζει.
«Η Βίκυ στα πρόθυρα νευρικής κρίσης».
«Βρε φιλενάδα ασκήσεις αντοχής έκανες πάλι;»
«Αποκαθήλωση του  Θάνου» της λέει και ξεφεύγοντας  από την αγκαλιά της ανοίγει το παράθυρο, και πετάει με δύναμη το παγωτό στον ακάλυπτο.
 Μετά πηγαίνει στο σαλόνι. Η Τζίνα την ακολουθεί.
«Λέγε, βρε τυφώνα, τι πας να κάνεις;», τη ρωτά ανήσυχη καθώς την είδε να παίρνει το τηλέφωνο.
«Να γίνω κατίνα ρε γαμώτο. Έστω μια φορά να δοκιμάσω πως είναι να τους χαλάς την  έξωθεν καλή μαρτυρία».
 «Θα τηλεφωνήσεις στη  γυναίκα του; Σταμάτα σε παρακαλώ» την αποτρέπει αμέσως η Τζίνα.
«Γιατί; Γουστάρω εκτός από κατίνα να γίνω και κακιά.  Λίγοι είναι κείνοι που έχουν αδειάσει πάνω μου την κακία και την κατινιά τους; Ε! Δεν μπορεί για να το κάνουν θα είναι μεγάλη ηδονή», της λέει και σχηματίζει τον αριθμό του σπιτιού του Θάνου που είχε αποθηκευτεί στη μνήμη του τηλεφωνητή.
Όμως πριν αρχίσει καλά καλά να καλεί, αφήνει αποκαμωμένη το ακουστικό πάλι στη θέση του.
 «Αχ! φιλενάδα, πρέπει να  έχεις στα γονίδιά σου τη κατινιά και εγώ γαμώτο μου δεν έχω τέτοια γονίδια».
«Έλα μάτια μου, ξέσπασε αν θέλεις» της λέει η φίλη της, «όμως θα πρέπει να καταλάβεις  πως δεν αξίζει να πονάς για κανέναν».

«Ρε συ δεν πονάω πια. Ο θυμός ήταν που έκρυβα τόσα χρόνια μέσα μου και που ξέσπασε επιτέλους. Φιλενάδα πάμε γι άλλα».


Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Ευγένιος Σπαθάρης

Ευγένιος Σπαθάρης, ο "πατέρας" του καραγκιόζη, ο γνήσιος τροβαδούρος της λαϊκής μας παράδοσης που σαν σήμερα 2 Γενάρη του 1924 είδε το φως της μέρας...


Ευγένιος Σπαθάρης- Ειρήνη του Αριστοφάνη, επεισόδιο 1ο
Ευγένιος Σπαθάρης- Ειρήνη του Αριστοφάνη, επεισόδιο 2ο

Ο Ευγένιος Σπαθάρης (2 Ιανουαρίου 1924 - 9 Μαΐου 2009) του Σωτηρίου ήταν καλλιτέχνης του ελληνικού θεάτρου σκιών, ένας από τους πιο σημαντικούς καραγκιοζοπαίχτες και ζωγράφος.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στην Κηφισιά στις 2 Ιανουαρίου 1924. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και ιδιαίτερα με τους ήρωες του θεάτρου σκιών, από τους πρωτοπόρους του οποίου ήταν ο πατέρας του, Σωτήρης Σπαθάρης, ο οποίος απεβίωσε το 1974. Το γεγονός αυτό τον εξοικείωσε με το καλλιτεχνικό αυτό είδος και ξεκίνησε να δίνει ο ίδιος παραστάσεις, αρχικά στη διάρκεια της κατοχής, σε θέατρα της Αθήνας, σε πρεσβείες, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη κ.α.. Από τότε, έδωσε πληθώρα παραστάσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες του εξωτερικού, συμμετέχοντας σε διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια ειδικά για το θέατρο σκιών. Παρουσίασε πολλά έργα με ήρωα τον Καραγκιόζη, τόσο ως άψυχο υλικό (φιγούρες ηρώων), όσο και σε έμψυχη (ζωντανή) παράσταση με ηθοποιούς, στο Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος, στο «Ελληνικό Χορόδραμα», στο Θέατρο Χατζώκου (Θεσσαλονίκη), στο Θέατρο Συντεχνίας κ.α. με τις παραστάσεις «Το ταξίδι», «Το καταραμένο φίδι», «Ο δικτάτορας», «Ο Αλέκος με τα κυδώνια» κ.ά.
Το 1970 κυκλοφόρησε 13 εικονογραφημένα τεύχη (των 2 δρχ. έκαστο) με μαυρόασπρες φιγούρες και έγχρωμο εξώφυλλο. Ενώ το 1979 παρουσιάστηκε από τις εκδόσεις Νεφέλη το επιτυχημένο βιβλίο του «Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων» με εφτά έργα και εφτά περιλήψεις (τα τέσσερα δικά του και τα τρία του πατέρα του Σωτήρη). Από το 1962 κυκλοφόρησαν 10 έργα του σε δίσκους 45 στροφών από την His Master's Voice, ενώ ακολούθησαν άλλοι 2 δίσκοι 33 στροφών από τηΜinos-EMI αρχές της δεκαετίας του '80, και άλλες έξι παραστάσεις σε 6 αντίστοιχα CD από τη Legend το 2002.
Το 1950 ο Ευγένιος πραγματοποιεί την πρώτη του συμμετοχή σε κινηματογραφική ταινία, στο Πικρό Ψωμί του Γρηγόρη Γρηγορίου. Έπαιξε έργα του στην κρατική τηλεόραση από το 1966 μέχρι το 1992. Κάποια από τα έργα του αυτά κυκλοφορούσαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '90 σε βιντεοκασέτες, ενώ τις ημέρες του θανάτου του ξεκίνησε συμπτωματικά η κυκλοφορία τους σε DVD.

Διακρίσεις

Ο Ευγένιος Σπαθάρης ήταν μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και του Ινστιτούτου Παγκοσμίου Θεάτρου της UNESCO. Έκανε περιοδείες σε πολλές χώρες λαμβάνοντας μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και συνέδρια όπως: Παρίσι, Λιέγη, Ρώμη, Κάιρο, Λονδίνο, Κοπεγχάγη. Αλλά και ως ζωγράφος έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις ατομικές και ομαδικές στην Αθήνα, Ζυρίχη, Παρίσι και Νέα Υόρκη.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Ρώμης (1962), με το Α' Μετάλλιο του Πρίγκιπα του Μοντ, το Α' Βραβείο Πολωνίας (1978), το Α' Μετάλλιο Τοσκανίνι (Ιταλία) το 1978 κ.α. Τέλος, το 2007 τιμήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού για τη μεγάλη του προσφορά στο καλλιτεχνικό αυτό είδος, για το οποίο του αναγνωρίστηκε ο τίτλος του μεγάλου δασκάλου.
Το 1991 ιδρύθηκε το Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου, το οποίο λειτουργεί συστηματικά από το 1996, με στόχο την προβολή του θεάτρου σκιών και του καραγκιόζη.

Θάνατος

Στις 6 Μαΐου του 2009 και ενώ βρισκόταν στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από σκάλες, με αποτέλεσμα να υποστεί πολλά κατάγματα και να δημιουργηθεί σοβαρό αιμάτωμα στον εγκέφαλο, με την κατάστασή του να χαρακτηριστεί ως κρίσιμη.Τελικά, στις 9 Μαΐου, ύστερα από τρεις ημέρες νοσηλείας απεβίωσε, σε ηλικία 85 ετών. Η σορός του εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών και η κηδεία έγινε στις 13 Μαΐου του 2009, στο Μαρούσι, με δημόσια δαπάνη
Βιογραφία από την ΒΙΚΕΠΑΙΔΕΙΑ



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

«Ο καιρός αίθριος, 2-3 μποφόρ νοτιοανατολικοί άνεμοι θα πνέουν στο Αιγαίο και η   θερμοκρασία στην Αθήνα σήμερα  θα κυμαίνεται από 30 έως 32  βαθμούς Κελσίου « ακούγεται η φωνή του εκφωνητή από το τρανζίστορ.
«Καλώς όρισες καύσωνα» μονολόγησε   η Βίκυ  και συνέχισε  να γράφει πυρετωδώς στο κομπιούτερ.


Παιδί ακόμα η Βίκυ, όταν άκουγε τον θείο Τάκη, αδερφό της μητέρας της, να παίζει κιθάρα και μαντολίνο μαγευόταν.
Καθόταν με τις ώρες δίπλα του και παρατηρούσε με ενδιαφέρον τα δάκτυλά του πάνω στις  χορδές.
«Θείε,  πως το κάνεις αυτό;» τον ρωτούσε.
«Με τη ψυχή Βικούλα» της απαντούσε εκείνος, και συνέχιζε το σεργιάνι του στους μουσικούς τόπους του Αλμπένιθ και του Γρανάδος.
Όλα αυτά τα μουσικά ακούσματα σιγά σιγά  άρχισαν να μιλούν στη παιδική της ψυχή,  ξυπνώντας της πρωτόγνωρα συναισθήματα που ήθελαν να εκφραστούν.
«Θέλω να μάθω μουσική, να παίζω σαν τον θείο» δήλωνε  στη μητέρα της με  ύφος ώριμου ανθρώπου.
«Βικούλα μου, ένας παιδιάστικος ενθουσιασμός είναι που θα σου περάσει» απαντούσε εκείνη.
Μόνο ο θείος Τάκης είχε δει ξεκάθαρα τι σήμαινε πραγματικά η μουσική στη μικρή ανιψιά του.
«Αγγελική σαν ειδικός,  βλέπω πως η  Βίκυ έχει κλίση στη μουσική και έφεση να μάθει» της είπε μια μέρα.
«Τάκη, ξέρω τη κόρη μου πολύ καλά. Ένα πείσμα είναι που θα της περάσει» του αντιγύρισε εκείνη.
«Λυπάμαι, αλλά έχεις πλήρη άγνοια. Το παιδί σου κρύβει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα του που θέλει να τον εξωτερικεύσει με τη μουσική. Γι αυτό πρέπει να το δεις  σοβαρά και να του δώσεις την ευκαιρία. Να είσαι σίγουρη πως η Βίκυ δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τη μουσική».
Μετά από λίγο καιρό, η Βίκυ πιασμένη από το χέρι του θείου της ανέβαινε με καμάρι τα σκαλοπάτια του ωδείου της πόλης τους, κρατώντας  το μαντολίνο που της είχε χαρίσει στη γιορτή της.
 Ο μαγικός κόσμος της μουσικής άνοιγε τις πόρτες του διάπλατα μπροστά της.
Όταν τελείωσε τις μουσικές της σπουδές, ξέροντας  πως ο δρόμος δεν θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, ρίχτηκε με τα μούτρα να ψάχνει για δουλειά. Ύστερα από πολλές περιπέτειες, προσλήφθηκε σαν μουσικολόγος, στο μουσικό περιοδικό «Ντο Ρε Μι», αναλαμβάνοντας τη στήλη της κλασικής μουσικής. Για την πληρέστερη μάλιστα ενημέρωση και εμπλουτισμό των μουσικών της γνώσεων, συμμετείχε στην δημοσιογραφική ομάδα του περιοδικού, που πραγματοποιούσε οδοιπορικά κυρίως στις χώρες της Μεσογείου με αποτέλεσμα να συλλέξει ένα πλούσιο μουσικό υλικό, που της επέτρεψε αργότερα να έχει τη στήλη της παραδοσιακής μουσικής  των μεσογειακών λαών.
«Επιτέλους, τέλειωσε και αυτό» είπε με ικανοποίηση στον εαυτόν της καθώς έβαζε τελεία και παύλα στη κριτική της για το cd ενός νεοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη.
Ήπιε μια γουλιά καφέ και σηκώθηκε. Τέντωσε τα χέρια της ψηλά να ξεμουδιάσει κι ύστερα στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κοιτώντας το αδιάκοπο πήγαινε έλα του ανθρώπινου πλήθους. Από το τρανζίστορ τώρα η  φωνή του εκφωνητή  έβαζε  τον ακροατή με απλά λόγια στο βαθύτερο  νόημα  της  όπερας “Ντον Τζιοβάνι” του Μότσαρτ.
Με το άκουσμα και μόνο  αυτού του ερωτικού ονόματος  η Βίκυ ταράζεται και ένα κύμα από ανάμικτα συναισθήματα την κατακλύζει.
«Ντον Τζιοβάνι» ψιθυρίζει και μια γλυκόπικρη έκφραση νοσταλγίας διαγράφεται στο πρόσωπό της. Γέρνει το κεφάλι της στο παράθυρο και αφήνει τη σκέψη της να γυρίσει χρόνια πίσω τότε που στη θαλασσόβρεχτη Βενετία είχε   παρακολουθήσει  την όπερα αυτή στο λυρικό θέατρο La Fenice πριν καεί ολοσχερώς. 
       

     »Ήταν αρχές  Δεκέμβρη. Το περιοδικό “Ντο ρε μι”  θέλοντας να εκπλήξει όμορφα το αναγνωστικό του κοινό στη πρωτοχρονιάτικη έκδοση, ανέθεσε στη Βίκυ να καλύψει ανάμεσα στα άλλα μουσικά δρώμενα που λάμβαναν χώρα κείνο το διάστημα στη Βενετία, και το ανέβασμα της συγκεκριμένης όπερας του Μότσαρτ από κάποιον μεγάλο μπάσο λυρικό καλλιτέχνη στον ομώνυμο ρόλο.
Η βραδιά  της πρεμιέρας αν και ήταν βροχερή, δεν πτόησε τη προσέλευση του φιλόμουσου κοινού. Η Βίκυ έφθασε στο θέατρο μισή ώρα νωρίτερα. Πέρασε διακριτικά μπροστά απ΄ τον κόσμο  που περίμενε ουρά έξω  απ΄ το  ταμείο μήπως  ακυρωθεί κάποιο εισιτήριο και μπήκε μέσα έχοντας στο πρόσωπο το χαμόγελο της ικανοποίησης που το περιοδικό  είχε εξασφαλίσει το δικό της, σχεδόν ένα μήνα πριν. Κάθισε αναπαυτικά στη βελούδινη πολυθρόνα ψηλά στο θεωρείο, κι άρχισε να περιεργάζεται τον ανεκτίμητης ιστορικής αξίας χώρο, στον οποίο κάποτε είχαν δοθεί οι πρεμιέρες της Τραβιάτα και του Ριγκολέττο. Κάποια στιγμή κοίταξε την ώρα στο ρολόι της.  «Σ’ ένα λεπτό αρχίζει» μονολόγησε και έβγαλε από τη τσάντα το σημειωματάριό της.  Λίγο πριν  σβήσουν τα φώτα και το τρίτο κτύπημα σημάνει την έναρξη της παράστασης, ένας άντρας με την αγωνία της καθυστέρησης ζωγραφισμένη στο πρόσωπο  κάνει την εμφάνισή του στο θεωρείο. “Συγνώμη, σινιόρα” της λέει στα ιταλικά και κάθεται δίπλα της. Αν και  η  ξαφνική  παρουσία του την αναστάτωσε, εκείνη χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι της με κατανόηση. Μάζεψε τη πτυχή του φορέματός της  που ακουμπούσε ελαφρά στην άκρη του καθίσματος του, και γύρισε το βλέμμα της αλλού.
   Τα φώτα σιγά σιγά χαμήλωσαν. Με το άνοιγμα της σκηνής  και με τις πρώτες συγχορδίες, άρχισε να διαχέεται στην αίθουσα μια ακατανίκητη δύναμη  τραβώντας τον ακροατή σ΄ ένα όμορφο και αιθέριο κόσμο που  δικαιολογημένα όλο το θέατρο στο φινάλε ξέσπασε  σε ζωηρά και παρατεταμένα χειροκροτήματα
 «Μπράβο! Μπράβο!» εκδήλωνε όρθιος τον ενθουσιασμό του και ο άγνωστος άντρας δίπλα στη Βίκυ ρίχνοντας της κάπου κάπου  και περίεργες ματιές, καθώς την έβλεπε σκυμμένη πάνω στο σημειωματάριό της να γράφει διαρκώς. “Η όπερα κάθε άλλης όπερας” ακούστηκε δυνατά από  κάποιον άλλον φανατικό  του είδους. Πραγματικά όσο και αν φαινόταν η έκφραση αυτή υπερβολική, ήταν ίσως η μόνη που θα μπορούσε να περιγράψει τη δύναμη και την αξία της μουσικής αυτής πανδαισίας.
Η Βίκυ αποχώρησε τελευταία από την αίθουσα. Έτσι κάνει πάντα.  Της αρέσει να μένει μόνη και για λίγα λεπτά να αφουγκράζεται τη μυστηριακή μοναχικότητα που κρύβει ο θεατρικός χώρος μετά από κάθε παράσταση. 
Όταν βγήκε έξω ένα κύμα παγωνιάς διαπέρασε το κορμί της ενώ η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Τύλιξε δύο φορές το κασκόλ γύρω απ΄ το λαιμό της, και στάθηκε σε μιαν άκρη κάπως άκεφη σαν σκέφτηκε πως ένα  ακόμα  μονότονο  βράδυ τη περίμενε στο ξενοδοχείο. Τόσες μέρες  στη Γαληνοτάτη δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να τρέχει όλη μέρα  από το ένα μέρος στο άλλο, να καλύπτει κάθε μουσική εκδήλωση, και το βράδυ να κλείνεται  στο δωμάτιο της έχοντας μοναδική παρέα ένα μπουκάλι κρασί και σκόρπια χειρόγραφα σε κάθε απίθανη γωνιά.
Βλέποντας πως δεν είχε άλλη επιλογή,  άνοιξε την ομπρέλα και ξεκίνησε για το ξενοδοχείο. Διέσχισε  τη Κάμπο Σαν Φαντίν, κι ύστερα έστριψε  δεξιά στο Κάλε Λάργκα ΧΧΙΙ Μάρτσο. Σ΄ όλη τη διαδρομή μια σιωπή την ακολουθούσε που μερικές φορές έσπαγε από τα βήματα κάποιου άλλου που αντηχούσαν πάνω στο λιθόστρωτο μαζί με τα δικά της. Στη κάμπο Σαν Μοϊζέ, σταμάτησε  να πάρει μια ανάσα παρατηρώντας συνάμα και τη παράδοξη μπαρόκ πρόσοψη της εκκλησίας με τη σκαλιστή καμήλα.  Μια νεανική παρέα που λίγο πιο πέρα κανόνιζε κάτω από τον ρυθμό της βροχής τη βραδινή της έξοδο, αμέσως της έδωσε την  ιδέα να σφραγίσει ευχάριστα τη βραδιά της στο Φλοριάν  μια και ήταν στο δρόμο της.
Στο παραδοσιακό στέκι που πάνω από δύο αιώνες φιλοξενεί κόσμο και κοσμάκη όπως ήταν αναμενόμενο δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα. Για μια στιγμή σκέφτηκε να φύγει, όμως η ανάγκη της  να ξεφύγει απ το ίδιο μοτίβο  στο τέλος υπερίσχυσε. Άνοιξε τη πόρτα  αποφασιστικά και αφού προσπέρασε το γκαρσόνι που στεκόταν σαν στήλη άλατος στην είσοδο, προχώρησε στο διάδρομο κοιτώντας  τριγύρω της για κάποιο άδειο τραπέζι. Εκεί που ήταν  απογοητευμένη κι έτοιμη πια να φύγει, απ΄ το βάθος της αίθουσας και στη μεριά με τους καπνιστές  βλέπει τον άγνωστο άντρα που καθόταν δίπλα της στο θέατρο, όρθιο, να της κάνει νόημα να πάει κοντά του. Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκε προς τη μεριά του.
Μπουόνα σέρα Σινιόρε και σας ευχαριστώ πολύ” είπε η Βίκυ στα ιταλικά μόλις τον πλησίασε.
Καλησπέρα Κυρία μου” ανταπέδωσε κι εκείνος αλλά σε άπταιστα ελληνικά και συνέχισε “μην με ευχαριστείτε. Σας έβλεπα τόση ώρα που ψάχνατε και θεώρησα καλό να σας προσκαλέσω να πιούμε ένα ποτό μαζί”.
Η Βίκυ έμεινε μερικά δευτερόλεπτα σαστισμένη.
Μα... τι πάθατε;” τη ρώτησε κάπως ανήσυχα. “Ω! Συγγνώμη. Μάλλον φταίει που  ακόμα δεν έχω συστηθεί. Νικόλας Αργυρίου” και της άπλωσε το χέρι του.
Χαίρω πολύ. Βίκυ Στεργιάδη,  ομολογώ πως με εκπλήσσετε”.
Προφανώς δεν με έχετε θυμηθεί ακόμα. Παρακολουθήσαμε μαζί την όπερα”.
Φυσικά και σας θυμάμαι, αλλά εκείνο που δεν έχω καταλάβει ακόμα είναι από που συμπεράνατε πως είμαι Ελληνίδα”.
Είναι απλό. Ήμουν λαθραναγνώστης σας όση ώρα ήσασταν σκυμμένη πάνω στο σημειωματάριό σας και γράφατε” είπε χαμογελώντας και της τράβηξε τη καρέκλα να καθίσει.
Έπρεπε να το είχα φανταστεί αφού καθόμασταν δίπλα
Η αλήθεια είναι πως ήθελα να σας μιλήσω αλλά έπειτα σκέφτηκα πως θα ήταν αγένεια να διακόψω τον ειρμό σας”.
Ο πληθυντικός αριθμός δεν άργησε από το πρώτο κιόλας ποτό, να δώσει τη σκυτάλη στον ενικό, και σαν δύο παλιοί γνώριμοι που είχαν χαθεί καιρό να κουβεντιάζουν για τη ζωή και τα ενδιαφέροντά τους.
Ο Νικόλας Αργυρίου γύρω στα σαράντα. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζούσε και δούλευε στο Μιλάνο. Με τη πρώτη ματιά έδινε την εντύπωση του  μπον βιβέρ, που ήξερε να γεύεται κάθε στιγμή τη ζωή του. Μετά από έναν γάμο αποτυχημένο, κι ένα διαζύγιο επιτυχημένο, είχε εγκαταλείψει για πάντα τη σκέψη ενός δεύτερου γάμου, κι αυτό όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί  δεν ήταν σίγουρος αν θα είχε εξασφαλισμένη τη επιτυχία ενός δεύτερου διαζυγίου.
Ωραία άποψη” του είπε η Βίκυ και γέλασε.
Γι αυτό κάνω τη ζωή μου. Λατρεύω τα ταξίδια, τη κλασική μουσική και σχεδόν ποτέ δεν χάνω παράσταση όπως την αποψινή. Για μένα η μουσική είναι η ύψιστη μορφή τέχνης”.
Χωρίς τη μουσική η ζωή θα ήταν λάθος,  όπως είχε πει ο Νίτσε” συμπλήρωσε η Βίκυ.
Για τη ζωή χωρίς τον έρωτα τι έχει να πει  η Βίκυ;” ρώτησε κοιτάζοντάς την κατ΄ ευθείαν στα μάτια.
Δεν θα ήταν ζωή”.
Η ώρα ήταν περασμένη μεσάνυχτα και η Βίκυ  με τον Νικόλα  αγκαλιασμένοι περπατούσαν στα σοκάκια της πόλης κάτω από την ίδια ομπρέλα   Η ερωτική τους ιστορία ήδη είχε ξεκινήσει. Εκείνος παρέτεινε για λίγες ακόμα μέρες τη παραμονή του στη Βενετία για να βρίσκεται κοντά της, και κατόπιν επέστρεψε στο Μιλάνο, υποσχόμενος να περάσει  τις γιορτές  μαζί της στην πατρίδα.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ώρα 8.30 το βράδυ, όταν η άφιξη της πτήσης από Μιλάνο για Αθήνα είχε ήδη ανακοινωθεί στον φωτεινό πίνακα.  Η Βίκυ ακριβώς μπροστά από την έξοδο της αποβίβασης των επιβατών, περίμενε γεμάτη αγωνία και λαχτάρα τον ερχομό του. Όμως τα λεπτά περνούσαν και ο Νικόλας δεν έλεγε να φανεί. “Δεν είναι δυνατόν να μην έρθει” μονολογούσε συνέχεια, ενώ τα φίδια είχαν αρχίσει ήδη να τη ζώνουν.  Όταν κι ο τελευταίος επιβάτης, κάπου ογδόντα ετών και υποβασταζόμενος από τη νοσοκόμα του, έκανε την εμφάνισή του, η γη κυριολεκτικά έφυγε κάτω από τα πόδια της. Πήγε να ρωτήσει στις πληροφορίες για κείνον και φυσικά η απάντηση της υπαλλήλου ήταν: “Δεν είχαμε κυρία μου επιβάτη με τέτοιο όνομα”.
Παρέα με το απόλυτο κενό επέστρεψε σπίτι. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να του τηλεφωνήσει, να μάθει τι απόγινε, αλλά προτίμησε να  σιωπήσει και να κοιμηθεί αγκαλιά με μια άδεια μπουκάλα κρασί κάτω από το φως των κεριών.

«Στιγμές, μόνο στιγμές είναι η ζωή μας» μονολόγησε χωρίς να έχει αντιληφθεί τόση ώρα που ονειροβατούσε τη Φαίη, τη γραμματέα του εκδότη που στεκόταν αρκετά λεπτά στην μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου της και τη φώναζε.
«Άσε τις αμπελοφιλοσοφίες και τρέχα που σε θέλει το αφεντικό».
«Τι συμβαίνει βρε Φαίη;» τη ρωτά θορυβημένη.
«Αα... πόσες φορές θα στο πω. Σε θέλει το αφεντικό. Είναι επείγον παιδάκι μου Γι αυτό ξεκούνα  Έχει και νεύρα» της αποκρίνεται   και εξαφανίζεται.
     Στα «ιδιαίτερα διαμερίσματα» του εκδότη, που σε πιάνει ψυχοπλάκωμα βλέποντας τους τοίχους φίσκα με πίνακες ζωγραφικής, τις λάμπες λιμόζ, τα χιλιάδες μπιμπλώ, τα βαριά χαλιά χειμώνα – καλοκαίρι  και τις κουρτίνες από καφέ βελούδο, την περίμεναν καθισμένοι στο οβάλ ξύλινο γραφείο συνεδριάσεων, εκτός από τον  Ιωάννου ο γνωστός και μη εξαιρετέος  “λακές” του Παύλος. Τίτλο που πήρε επάξια από την κατανάλωση κουβάδων σάλιου, καθώς και η «κυρία επί των τιμών», επί των δημοσίων σχέσεων δηλαδή, Κική Φατσέα.
«Βίκυ τι κριτική είναι  αυτή που έγραψες;» τη ρωτά ο Ιωάννου με το άγριο ύφος του, που προφανώς κουβαλά εκ γενετής.
«Γιατί; Τι έχει;» τον ρωτά με απορία.
«Aκούτε;  Πάει να με τρελάνει» λέει στρεφόμενος στα δύο του τσιράκια.
Η Φατσέα για να δείξει πόσο πολύ συμφωνεί μαζί του κούνησε τόσο έντονα  το κεφάλι της, που η κρεπαρισμένη και ποτισμένη από σκληρή λακ φράτζα της, παραλίγο να κατεδαφιστεί  πάνω στο οβάλ γραφείο. Ο δε  Παύλος,  έσφιξε τόσο τα χείλη του, που εξαφανίστηκαν από το γεμάτο γωνίες πρόσωπό του. 
«Δεν θα μου κλείσεις το περιοδικό με τις απόψεις σου» συνεχίζει ακάθεκτος ο Ιωάννου. «Θέλω αμέσως να την αλλάξεις»λέει, και πετάει το κείμενό της πάνω στο τραπέζι.
«Δεν πρόκειται να την αλλάξω» του λέει αποφασιστικά κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
«Θα δώσω τη δουλειά στον Παύλο αν συνεχίσεις να εμμένεις σε αυτή την άποψη».
«Δώστε τη όπου θέλετε. Δεν πρόκειται να πάρω πίσω αυτά που έχω γράψει. Το περιοδικό απευθύνεται σ΄ ένα ποιοτικό μουσικό αναγνωστικό κοινό που σέβομαι. Αν εσείς δεν μπορείτε να το καταλάβετε, δικό σας πρόβλημα».
 Ο Ιωάννου αλλάζει χρώματα, όμως δεν αντιδρά γιατί στο βάθος ξέρει  πως η Βίκυ έχει  δίκιο.
«Τελικά θα το αναλάβω εγώ;» ρωτά ο Παύλος με αγωνία μήπως και πάρει έστω και μία  φορά δουλειά της Βίκυς.
«Όχι» του απαντά κοφτά ο Ιωάννου, «θα το συζητήσω κατ’ ιδίαν με την κυρία Στεργιάδου».
Όταν  αποχώρησε ο Παύλος με τη Φατσέα, ο εκδότης  με ύφος μεγιστάνα αφού άναψε  και τράβηξε μια ρουφηξιά από το κουβανέζικο πούρο του,  άρχισε να της μιλά για κάποιον Ελληνικής καταγωγής, απ’ την Καρδίτσα, φλαμεγκίστα καλλιτέχνη, που με δική του πρωτοβουλία τον κάλεσε στην Ελλάδα να δώσει μια σειρά συναυλιών με ευθύνη του περιοδικού.
«Για ποιον λέτε;»
«Ζει χρόνια στη Σεβίλλη της Ισπανίας».
«Είμαι σίγουρη πως αναφέρεστε στον Μανόλο Τάρες».
«Α, τον ξέρεις;» τη ρωτά.
«Φυσικά. Χρόνια παρακολουθώ τη δουλειά του, και ομολογώ πως είναι ένας από τους καλλίτερους εκπροσώπους του είδους».
Ο Ιωάννου στραβομουτσουνιάζει γιατί ήθελε μόνο εκείνος να τον γνωρίζει.
«Τέλος πάντων. Σου αναθέτω να γράψεις ένα αφιέρωμά στον Τάρες. Θα ήθελα να σου τονίσω ότι το συγκεκριμένο αφιέρωμα έχει πολλή σημασία για μένα προσωπικά. Φρόντισε λοιπόν να βάλεις τα δυνατά σου».
«Με μεγάλη μου χαρά κύριε Ιωάννου, γιατί δεν σας κρύβω ότι θαυμάζω απεριόριστα τον Τάρες»είπε η Βίκυ ευγενικά, και έφυγε ενθουσιασμένη γιατί ένα αφιέρωμα στον Μανόλο Τάρες ήταν πάντα μέσα στις επιθυμίες της.   
Πηγαίνοντας προς το γραφείο της, κι ενώ στο μυαλό της ήδη έχει αρχίσει να οργανώνει την δουλειά σχετικά με τον Μανόλο, βλέπει την Μάγκυ, την αρχισυντάκτρια του περιοδικού, με τον Παύλο  στο διάδρομο να διαπληκτίζονται χαμηλόφωνα.
Χωρίς να χάσει χρόνο η Βίκυ τους πλησιάζει, και προσπαθώντας να προλάβει  κάποιο πιθανό παρατράγουδο, παρεμβαίνει.
«Σας παρακαλώ, πηγαίνετε κάπου αλλού να λύσετε τις διαφορές σας»
«Παύλο, έχει δίκιο η Βίκυ. Έλα σε παρακαλώ στο γραφείο μου», του λέει κοκκινίζοντας από ντροπή.
«Μάγκυ, επιτέλους παράτα με» της λέει θυμωμένα και τη σπρώχνει τόσο βίαια, που εκείνη χάνοντας την ισορροπία της χτυπάει στον τοίχο.
Η Βίκυ στη θέα αυτής της σκηνής εξοργίζεται και τα μάτια της πετούν φλόγες.
Ο Παύλος μόλις  αντικρίζει το αγριεμένο βλέμμα της, βάζοντας  την ουρά κάτω απ΄τα σκέλια γίνεται μπουχός.
«Μάγκυ είσαι καλά; Χτύπησες κάπου;» τη ρωτάει με αγωνία.
«Όχι. Μην ανησυχείς» της απαντά ξέπνοα.
«Ευτυχώς γιατί τρόμαξα. Έλα λίγο στο γραφείο μου να  ηρεμήσεις αν θέλεις» της προτείνει.
Η Μάγκυ σοκαρισμένη δέχεται γνέφοντας καταφατικά.
Κάθονται στο σαλόνι του γραφείου και η Βίκυ της προσφέρει ένα τσιγάρο.
«Βίκυ, σ’ ευχαριστώ. Αν δεν ήσουν εσύ δεν ξέρω τι θα είχε γίνει» είπε τραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά καπνό.
«Μη με ευχαριστείς…» 
       Πέφτει σιωπή. Η Μάγκυ χαμένη στις σκέψεις της καπνίζει  νευρικά, ενώ η Βίκυ παρατηρεί με την άκρη του ματιού της το γεμάτο θλίψη κι απόγνωση πρόσωπό της. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε έτσι Όσα χρόνια την ξέρει ποτέ μα ποτέ δεν είχε δείξει μιαν ανθρώπινη πλευρά. Πάντα άκαμπτη, αγέρωχη και στεγανοποιημένη. Λες και ήταν φτιαγμένη από μέταλλο. Εξ ου και το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία» που της είχαν βγάλει μέσα στο περιοδικό.
«Όλα ξεκίνησαν πριν λίγους μήνες» σπάει τη σιωπή η Μάγκυ «όταν  ο Παύλος άρχισε να με φλερτάρει. Αν και έκανα δυνατές προσπάθειες να μην ενδώσω, στο τέλος αφέθηκα. Εγώ που μια ζωή υπερασπιζόμουν την «ευτυχία» του γάμου  μου».
Η Βίκυ πικρογέλασε ακούγοντας με πόση πεποίθηση αναφερόταν στην  «ευτυχία» του γάμου της.
«Και τι  σε έχει φέρει σ’  αυτή την κατάσταση; Αν θέλεις μου λες ασφαλώς»
«Ο Παύλος…» της λέει και δάκρυα γεμίζουν το βλέμμα της.
 Κατάλαβα! Πάλι αυτό το κουμάσι σκέφτεται η Βίκυ με αγανάκτηση. Από το προσωπικό του ναυάγιο και μετά λες και έχει βάλει στόχο να αδειάζει κάθε γυναίκα. Αλλά μήπως έτσι δεν κάνουν οι περισσότεροι μετά από κάθε προσωπική τους ήττα;. Γιατί λοιπόν ο Παύλος να αποτελεί εξαίρεση;
«Καταλαβαίνεις….» συνέχισε η Μάγκυ χωρίς να την κοιτάζει στα μάτια.
«Γυναίκα είμαι κι εγώ. Και πίστεψέ με στην προκειμένη περίπτωση μπορώ να σε καταλάβω περισσότερο….» αποκρίνεται η Βίκυ με πικρό χαμόγελο.
«Εκείνο που με φέρνει σε δυσκολότερη θέση, είναι η ενοχή που νοιώθω απέναντι στο γάμο μου. Τον Γρηγόρη όσο και ακούγεται αντιφατικό, τον αγαπώ»

       Η Βίκυ έχει ακούσει κατά κόρον από παντρεμένους την ατάκα  που λίγα λεπτά πριν ξεστόμισε  η Μάγκυ με στόμφο. «Αγαπώ» λένε και είναι να κλαίει κανείς από τα  γέλια, αν σκεφτεί πως στο όνομα της «Αγάπης» απατούν.  Μήπως «Αγάπη ίσον Απάτη» τελικά; Ή μήπως πίσω από το τσιτάτο αυτό κρύβεται περίτεχνα  το “λαστιχάκι” της συνείδησης;
Η Μάγκυ  με κατεβασμένο το κεφάλι πλέκει νευρικά τα δάχτυλά της.
«Ντρέπεσαι ή φοβάσαι για ό,τι νοιώθεις;» τη ρωτά αιφνιδιάζοντας την.
«Φοβάμαι ακόμα και  να ξεστομίσω τι νοιώθω» αποκρίνεται μέσα από τα δόντια η Μάγκυ.
Φοβάται. Λες κι ο έρωτας είναι μίασμα που όταν τον ανταμώνουμε πρέπει να τον προσπερνάμε, κι όταν τον νοιώθουμε να μας κατατρώγουν οι ενοχές. Τελικά  καλά κάνει ο  φτερωτός θεός που όταν δεν τον έχεις νοιώσει, ή καλλίτερα δεν του έχεις επιτρέψει να περάσει από τη πανοπλία σου, αργά ή γρήγορα, με μοναδική μαεστρία, χτυπάει “ανελέητα”το μεταλλικό σου περίβλημα, το φτιαγμένο από κοινωνικές δομές, κώδικες κι ετοιμοπαράδοτες αρετές. Βάζει «ο άτιμος» τη πύρινη φορεσιά του και αφού βρει σχισμάδα σιγά σιγά το λιώνει. Το ρευστοποιεί μέχρι να σε μεταμορφώσει. Όπως τώρα τη Μάγκυ που λίγο καιρό πριν, ζούσε  σαν πεταλούδα σε πανοπλία. 
«Μάγκυ, μπορεί αυτό που βιώνεις  να μην είναι τυχαίο».
«Ίσως να έχεις δίκιο. Μια ζωή είχα μάθει να λειτουργώ σε κουτάκια. Να βάζω σε δεύτερη μοίρα όλα όσα θα με έκαναν να νοιώθω ανθρώπινα. Ποτέ δεν έπρεπε να έχω αδυναμίες. «Έπρεπε» να είμαι άτρωτη. Πάντα η πρώτη. Επαγγελματικά και κοινωνικά καταξιωμένη. Δεν έχουν άδικο που με φωνάζουν  «Σιδηρά Κυρία».
«Μήπως λοιπόν ήρθε η στιγμή να δεις αλλιώς τη ζωή σου;»
«Ναι αλλά δεν ξέρω πως. Δεν το έμαθα ποτέ μου».
      Η Βίκυ πικρογέλασε. Τι να έλεγε; Έτσι κι αλλιώς η Μάγκυ δεν θα καταλάβαινε τίποτα από ένα σκόρπιο και εναλλασσόμενο ερωτικό τοπίο, όπως αυτό την Βίκυς.
     «Έχεις φίλες;» τη ρωτά η Βίκυ αλλάζοντας θέμα.
«Κανείς δεν χωρούσε  στον μικρόκοσμο μου» αποκρίθηκε με πίκρα.
Η Βίκυ με μιας ένοιωσε πόσο  τυχερή ήταν που είχε τη Τζίνα.
«Όποτε με χρειαστείς, να ξέρεις πως θα είμαι παρούσα» της απάντησε χαμογελώντας με φιλική διάθεση η Βίκυ. «Λοιπόν τα παρατάμε όλα στην αταξία τους και φύγαμε. Έξω μας περιμένει  ένα υπέροχο απόγευμα.  Κερνάω μπύρες στη πλατεία»…

Το βράδυ η Βίκυ που γύρισε  στο σπίτι κουδούνι από τη μπυροκατάνυξη βρήκε τη Τζίνα να κάθεται στη βεράντα διαβάζοντας  ένα βιβλίο που μήνες τώρα πιλατεύει.
«Που γύρναγες ρεμάλι;» τη ρωτά  αφήνοντας το βιβλίο της πάνω στο τραπεζάκι.
«Άστα. Έπινα  μπυρόνια  με τη Μάγκι» της απαντά και πετάει τα παπούτσια της.
«Με τη Μάγκι; Πως σου προέκυψε η “ Σιδηρά;”» 
«Τζινάκι δεν θα το πιστέψεις  τη “χτύπησε” ο έρωτας.»
«Ποια; Έλα ρε, θα με τρελάνεις».
«Όχι, αλήθεια σου λέω. Το  «φτερωτό τερατάκι» όπως το λες, έκανε το θαύμα του».
Η Τζίνα χαμογελά ρίχνοντας  την ατάκα της: «Την έστειλε εντελώς; Γκόλ δηλαδή η γυναίκα;»
     «Ζωοδότης είναι ο έρωτας, βρε Τζίνα».
«Ζωοκόφτης είναι θα έλεγα, και «ζωοχέστης του κερατά» το ισοπέδωσε με το γνωστό της τρόπο η Τζίνα.
«Βρε αθεόφοβη δεν παίζεσαι. Τέλος πάντων. Το πιο τρελό όμως δεν στο είπα. Ποιο νομίζεις ότι είναι  το «σκοτεινό» αντικείμενο του πόθου της;»
 «Ποιο; Δεν πάει πουθενά το μυαλό μου. Λέγε ..» της λέει και κάθεται πιο αναπαυτικά στον μπαμπουδένιο καναπέ
«Ο Παύλος» την αιφνιδιάζει η Βίκυ κοιτώντας την στα μάτια.
Με το άκουσμα του ονόματος η Τζίνα έμεινε κόκαλο.
«Ποιος;  Ε, τώρα  τα έχω ακούσει όλα. Αυτό το καθίκι;»
 «Ναι, μ’ αυτόν. Αν και  κατά τη γνώμη μου τα «καθίκια» είναι μόνο η αφορμή. Γιατί κάποιοι άνθρωποι  θεωρούν τη ζωή τους «ντουλάπα εν τάξει» και αγνοούν πως μια στιγμούλα αδυναμίας αρκεί να ανακατωθούν όλα. Τι να πω πια. Το  θλιβερό είναι πως έχουμε πήξει από «Μάγκι», και «Παύλους», στρούκτουρες του “δήθεν” και νανοφυείς της ζωής.
«Στρούτκτουρες; χαχα; Πάλι τη ναφθαλίνη άνοιξες; Πες καμία φρέσκια είδηση να ξεμιζεριάσουμε» γέλασε η Τζίνα.
Η Βίκυ παίρνει σοβαρό ύφος.
«Αύριο έρχεται καύσωνας» της ανακοινώνει και μαζεύει τα μπατζάκια του παντελονιού της μέχρι τα γόνατα.
«Δηλαδή θέλεις πότισμα;»αποκρίνεται  η Τζίνα και σηκώνεται χωρίς καθυστέρηση.
Ανοίγει τη βρύση και παίρνοντας το λάστιχο αρχίζει να τη καταβρέχει. Η Βίκυ σε μια μακάρια θέση το απολαμβάνει ενώ ο Αντρίκος  πλατσουρίζει  κουνώντας την ουρά του όλος χαρά.
«Τζίνα μη σταματάς. Μετά από τόση  μπυροκατάνυξη, το «πότισμα» είναι σωτήριο. Όχι τίποτε άλλο, να έρθει και το μυαλό μου  στα σέστα του».
«Ποιο μυαλό ρε ούφο. Έχεις μυαλό;» της λέει και κλείνει τη βρύση.
«Έλα κάτσε να σου πω νέα. Λοιπόν, ο Ιωάννου μου ανάθεσε  μια «μυστική αποστολή». Να γράψω ένα αφιέρωμα για το Μανόλο Τάρες».
«Ποιος είναι ο (Κα)τάρες; Χα,χα»
«Ένα μανούλι. Έλληνας από την Καρδίτσα, που ζει χρόνια στη Σεβίλλη, φλαμεγκίστας»
«Α! κατάλαβα. Κάτι σαν να λέμε Μανόλο ντε (Κα)Τάρες δηλαδή! Ή μάλλον Μανόλο Ντε Καρδίτσα».
Η Βίκυ με το άκουσμα “Ντε Καρδίτσα που σαν ουρά κρέμασε η φίλη της στο όνομα του Μανόλο, αρχίζει να χτυπιέται από τα γέλια, ενώ η Τζινα την ακολουθεί. Οι γείτονες από τα απέναντι μπαλκόνια θορυβημένοι από την νυχτερινή ηχορύπανση άρχισαν τη γκρίνια.
     «Ωχ! Θεέ μου έκανα καινούργια πλεμόνια να είσαι καλά»  λέει η Βίκυ στη φίλη της όταν σταμάτησαν επιτέλους το γέλιο.
       «Δεν πας να αλλάξεις τώρα;» την  παρακινεί τρυφερά η Τζίνα «μη  κρυώσεις».
«Σιγά βρε μη και κρυώσω με τόση αλκοόλη στα σωθικά μου. Δεν μου λες, εσύ τι έχεις και τόριξες στο διάβασμα απόψε;» τη ρωτά η Βίκυ.
«Τίποτα μωρέ βαριεστημάρα. Δεν υπάρχει τίποτα καινούριο, όπως, ένα μήνυμα στο κινητό ας πούμε»
«Η αλήθεια είναι πως οι Πλανήτες είναι «ανάδρομοι». Κοιμούνται του καλού καιρού αυτό το διάστημα» συμπληρώνει  η Βίκυ κατεβάζοντας τα βρεγμένα της μπατζάκια. «Λοιπόν φιλενάδα θέλω να ζουζουνίσω λίγο. Αλλά με ποιόν μου λες;» ρωτά η Βίκυ αναστενάζοντας.
«Με τον “πομφόλυγα”. πετάγεται η Τζίνα ως γνωστό πειραχτήρι. «Στείλε του  ένα μηνυματάκι για να γελάσουμε»
«Ναι γιατί δεν γελάσαμε καθόλου απόψε. Αλλά μια και το ανέφερες, ο Άλκης δεν είναι καθόλου κακή ιδέα.» συμφωνεί και κοιτάζει την ώρα στο ρολόι της. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα.
       Με δεινή ταχύτητα του γράφει μια σοροπιασμένη καληνύχτα και χωρίς δεύτερη σκέψη μη και το μετανιώσει, πατάει το μαγικό  κουμπί της αποστολής.
       Δεν περνάει ούτε λεπτό και το κινητό δίνει σήμα.
«Μα ...καλά πότε πρόλαβε ο αθεόφοβος;» αναρωτιέται η Βίκυ.
«Δες τι σου γράφει και άσε τις πολλές κουβέντες» της λέει η Τζίνα και της δίνει το κινητό.
«Γιασεμάκι, σου στέλνω τη καληνύχτα μου φαντάζοντας το χαμογελό σου!”
«Γιασεμάκι;  Άλα  τρυφεράδες ο πομφόλυγας» λέει η Τζίνα.
Δεν περνάνε δευτερόλεπτα και η Βίκυ δέχεται το ένα μήνυμα μετά το άλλο.
«Τι το ήθελα τρομάρα μου; Είπαμε να ξυπνήσουν  οι Πλανήτες αλλά όχι κι έτσι»
«Να ζουζουνίσεις δεν ήθελες; Απόλαυσέ το τώρα» λέει η Τζίνα.
«Μα εγώ μια καληνύχτα ήθελα  του πω, όχι  να πιάσω στασίδι σε ολονυχτία».
«Όπως βλέπεις όμως αυτός ψάχνεται. Κράτα τον standby και πάμε για ύπνο. Άντριου; Νάνι time!».




Οι μέρες περνούσαν και ο χορός των μηνυμάτων Βίκυς και «πομφόλυγος» καλά κρατούσε. Ώσπου η Βίκυ καιγόμενη από περιέργεια και μόνο, ζήτησε να τον συναντήσει, παρά τις αντιρρήσεις της Τζίνας που θεωρούσε αυτή τη συνάντηση «άνευ ουσίας».
  
      Ο τόπος της συνάντησή τους ήταν μια υπαίθρια καφετέρια σε κάποια  ερημική γειτονιά της Αθήνας. Ο Αλκης ντυμένος στ΄ άσπρα και ακουμπισμένος στη λαχανί του Πόρσε, την περίμενε  με υφάκι ακαταμάχητου εραστή.
«Καλησπέρα Άλκη» του είπε αμέσως μόλις τον είδε και ευγενικά άπλωσε  το χέρι της να τον χαιρετίσει.
 «Καλησπέρα» της ανταπέδωσε, κι αφήνοντας το χέρι της μετέωρο πέρασε πρώτος τη ξύλινη πόρτα της καφετέριας.
«Αντε να χαθείς ανάγωγε» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της .
Διαβαίνοντας το πορτόνι του μπάρ η Βίκυ αντίκρισε έναν  υπαίθριο χώρο  ζωσμένο με κάθε λογής πρασινάδα στρωμένο με χαλικάκι. Στο μέσον του υπήρχε ένα καλοφτιαγμένο ξύλινο κιόσκι, ενώ τα τραπεζάκια ήταν αραιά τοποθετημένα. Το ένα και μοναδικό γκαρσόνι, μόλις βλέπει τον Άλκη  σπεύδει αμέσως κοντά του, και παίρνοντας  ύφος νταλκαβούκη του λέει: «Κύριε Άλκη  καλησπέρα. Δυστυχώς η θέση σας είναι πιασμένη. Υπάρχει όμως  εκεί στο βάθος ένα καλό» συμπληρώνει κλείνοντας του το μάτι πονηρά.
 «Εντάξει Τζίμυ» λέει ο Άλκης και προχωράει κάνοντας νόημα στη Βίκυ να τον ακολουθήσει.
Κάθισε απέναντι της έχοντας όλη τη «θέα» μπροστά του.
«Βικάκι σου αρέσει εδώ;» τη ρωτά ακουμπώντας με φαινομενικά άνετες κινήσεις πάνω στο τραπέζι το κινητό, και το πακέτο με τα τσιγάρα του.
 «Συμπαθητικά είναι. Φαντάζομαι πως είναι το στέκι σου» λέει η Βίκυ.
 «Το στέκι μου;» επαναλαμβάνει εκείνος και ξεσπά  σε γέλια.
«Είπα κάτι  αστείο;»  τον ρωτά με απορία.
«Δεν καταλαβαίνεις; Θέλω να είμαι μακριά από αδιάκριτα βλέμματα.»
«Κατάλαβα» απαντά κοιτάζοντας ολόγυρά της.
Ο Άλκης βρίσκει  ευκαιρία να την εξερευνήσει με το βλέμμα του.
«Λοιπόν είσαι  όπως σε φανταζόμουν. Καλή ομολογώ».
 «Να παραγγείλουμε;» ρωτά η Βίκυ προσπερνώντας έντεχνα  το αναμενόμενο σχόλιο της για τη δική του εμφάνισή. «Ουίσκι με πάγο», είπε ενώ ήδη είχε αρχίσει να διαισθάνεται πως το ρίσκο της να συναντήσει τον Άλκη και μάλιστα σε αυτό το μέρος ήταν μεγάλο της λάθος.
«Λοιπόν  τι χαμπάρια Βικάκι;» τη  ρωτά  και πίνει μια γουλιά από το ποτό του.
 «Καλά. Τα δικά σου;» ρωτά με τη σειρά της προσπαθώντας να κρύψει  την ενόχλησή της  που  την αποκαλούσε  συνέχεια “Βικάκι”. Γιατί εκείνο που εισέπραττε  από όλο αυτό δεν ήταν μια χαϊδευτική διάθεση, αλλά επίδειξη ισχύος.
 «Πολύ δουλειά  κι είμαι όλο άγχος. Δουλεύω δουλεύω και το σπίτι δεν με βλέπει. Ας αφήσουμε όμως αυτά. Πες μου, έχεις σκεφτεί που θα πας διακοπές;» 
«Δεν ξέρω ακόμα. Δεν προγραμματίζω. Εσύ;» τον ρωτά .
«Λίγες μέρες Μύκονο με τους φίλους μου για κραιπάλη, και μετά με την σύζυγο και τα παιδιά στο εξοχικό».
«Παιδια; Μα καλά εσύ μου μίλησες για παιδί».
      «Βρε το Βικάκι! Που κάναμε μαύρα μάτια για να το δούμε» λέει ο Άλκης αλλάζοντας κουβέντα. «Για πες μου, γιατί κράτησες χαρακτήρα και  δεν μου έστειλες  μήνυμα αμέσως μόλις σου έδωσα το κινητό μου;»
«Η αλήθεια είναι ότι δίστασα».
«Δίστασες; Γιατί;».
 «Δεν ήθελα να σε φέρω  σε δύσκολη θέση. Λόγω συζύγου εννοώ»
Ο Άλκης ξεσπά σε γέλια.
 «Σώπα ρε Βικάκι, η σύζυγος τρώει κέρατο εδώ και χρόνια. Βέβαια την αγαπώ γι αυτό και τις παρέχω τα πάντα. Δεν της λείπει τίποτα. Τα ταξίδια της, τις ανέσεις της. Με λίγα λόγια της χρυσώνω το χάπι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Το γουστάρει άλλωστε»
«Να τρώει κέρατο;» ρωτά η Βίκυ με δήθεν αφέλεια.
«Χα! Χα! Καλόοο!  Όχι βρε. Γουστάρει να έχει έναν άντρα που την αγαπάει, παρέχοντας της τα πάντα» απαντά ο Άλκης, και ακουμπώντας τους αγκώνες  του πάνω στο τραπέζι, με φωνή σαν εκείνες που ακούγονται στα ρόζ τηλέφωνα της ψιθυρίζει: «Μωράκι μου, εδώ δεν ήρθαμε να μιλάμε  για τη γυναίκα μου αλλά να την βρούμε μεταξύ μας.  Εγώ δεν χορταίνω αμαρτία. Μόνο με άντρα δεν έχω πάει. Όλα τα άλλα τα έχω δοκιμάσει. Πως τα   πας από  σεξ αλήθεια;»
Η Βίκυ μετά βίας κρατιέται να μην τον βρίσει, και μετρά μέχρι το δέκα.
 «Τις προτιμήσεις σου γύρω από το σεξ μου τις έχεις αναπτύξει και μάλιστα πολύ παραστατικά. Μην αρχίζεις λοιπόν πάλι τα ίδια. Όσο για μένα νομίζω πως μέσες άκρες θα έπρεπε να έχεις καταλάβει τι άνθρωπος είμαι», του  αποκρίνεται  προσπαθώντας να ρίξει στο κενό κάθε διάθεσή του να τη πάρει μονότερμα.
«Και δεν μου λες  Βικάκι, δεν έβαλες κουλούρα γιατί  ήταν επιλογή σου; Ή πραγματικά δεν σου έτυχε» τη ρωτά και τραβήχτηκε πάλι πίσω στη καρέκλα του.
Πόσο είχε βαρεθεί να της κάνουν αυτή την ερώτηση και πάντα να είναι υποχρεωμένη να απαντά.
 «Αφού σου έχω πει την άποψή μου περί γάμου και νομίζω πως ήμουν ξεκάθαρη»
«Μάλιστα. Με λίγα λόγια θέλεις να το παίξεις διαφορετική από τις άλλες,  γι αυτό και δεν τύλιξες κανένα σε λαδόκολλα» σχολιάζει ο Άλκης  ειρωνικά.
 Η κουβέντα του αυτή ήταν η σταγόνα να ξεχειλίσει το ποτήρι της υπομονής της.
Κάποια στιγμή ο ήχος  από κάποιο μήνυμα στο κινητό του σπάει τη σιωπή που είχε πέσει ανάμεσά τους.
«Μισό έχω μήνυμα. Από γκόμενα είναι», λέει με σιγουριά, και αμέσως πατάει το κουμπί. Μένει για λίγο σκεφτικός και ύστερα με κείνο το χιλιοφορεμένο  ύφος του κατακτητή  που έχει βαρεθεί να απορρίπτει προτάσεις λέει: «Μ’ έχει φάει να βγούμε απόψε».
 «Και γιατί δεν πάς; Δεν παρεξηγούμαι. Προηγείται ο νταλκάς». Αποκρίνεται η Βίκυ ενώ κατά βάθος ήταν σχεδόν βέβαιη πως το μήνυμα ήταν από κάποιο φίλο που  τον είχε βάλει να του το στείλει.
«Χα! Χα! Βικάκι, έγραψες πάλι. Ας την να περιμένει μωρέ. Να καψουρεύεται» λέει και βγάζει  επιτέλους τα γυαλιά ηλίου, που αν και βράδυ, φορούσε από τη πρώτη στιγμή της συνάντησής τους.
Η αντιπάθεια της Βίκυς για τον Άλκη, ενισχύθηκε περισσότερο καθώς αντίκρισε το γεμάτο αλαζονεία βλέμμα του.
«Δεν έχω δίκιο; Όσο πιο φτυμένες σας έχουμε, τόσο κάθεστε».
Η Βίκυ μετράει μέχρι το είκοσι για να μη χάσει τον έλεγχο της και χειροδικήσει, ενώ εκείνος τη ρωτάει αν θέλει να πιουν κι άλλο ποτό.
«Ναι» του απαντά, και του σκάει ένα χαμόγελο.
 Όταν ήρθε ο δεύτερος γύρος ποτών και έμειναν πάλι μόνοι, η Βίκυ  αποφασισμένη να βγει πια στην αντεπίθεση τον ρωτά:. «Λοιπόν Αλκη, έτσι συμπεριφέρεσαι πάντα στις γυναίκες;» 
«Α! δεν ξέρεις πόσο πιάνει»
«Πες μου σε παρακαλώ για ποιο λόγο είμαι απόψε εδώ  μαζί σου;» τον ρωτά
«Γιατί «γουστάρεις».Δεν σε απογοήτευσα νομίζω. Δεν συμφωνείς;» απαντά προκλητικά.
Ε! Αυτό ήταν. Η στιγμή να βάλει φρένο στην αλαζονεία του, είχε έρθει αναμφίβολα.
«Αλκη, δεν με απογοήτευσες γιατί απλά δεν με γοήτευσες» του λέει με ήρεμο ύφος.
Λέγοντας το στερνό αντίο στη φαινομενική του αυτοπεποίθηση, ο Αλκης σχεδόν τραυλίζοντας από θυμό τη ρωτάει: «Τώρα  θέλεις να μου τη σπάσεις έτσι δεν είναι;»
 «Τόση ώρα σε αφήνω να πιστεύεις πως είσαι κυρίαρχος στο όχι και τόσο κομψό παιχνίδι σου.  Μπορεί να  σ’ έχουν μάθει να είσαι το κέντρο της γης χαϊδεύοντας τα αφτιά σου. Όμως δεν λογάριασες καλά. Υπερτίμησες τον εαυτόν σου με αποτέλεσμα να αυθαδιάσεις κιόλας. Λοιπόν,  για να μην μακρηγορώ, σου λέω, πως αν βρίσκομαι αυτή τη στιγμή μαζί σου είναι από σκέτη περιέργεια και μόνο. Επιτέλους να δω τελικά ποιος ήταν  εκείνος που περίτεχνα κρυβόταν πίσω από τα «ιλαρά»  μηνυματάκια του.
«Και τι  είδες;»
«Αντέχεις να ακούσεις;»
Ο Άλκης αλλάζει χίλια χρώματα ενώ οι κόρες των ματιών του είχαν αρχίσει να διαστέλλονται απ’ το θυμό.
«Θέλω», λέει σχεδόν υστερικά.
«Είδα, πως πας «σετάκι» με τη λαχανί σου Πόρσε» ξεστομίζει η Βίκυ ατάραχα.
«Ε! φτάνει. Είσαι μια ηλίθια ανοργασμικιά γεροντοκόρη» φωνάζει  χάνοντας τον αυτοέλεγχό του, και με σπασμωδικές κινήσεις εξαφανίστηκε χωρίς να πληρώσει ούτε το λογαριασμό.
Η Βίκυ οργίστηκε που έχασε τον χρόνο της με τον πομφόλυγα. Την έφαγε η περιέργεια να δει τι σόι φρούτο είναι λες και δεν είχε δείγματα πως ήταν μάπα το καρπούζι. «Φάτην τώρα ηλίθια. «Είχε δίκιο η Τζίνα» μονολογεί. Πίνει μονορούφι  το ποτό της και κάνει νεύμα στο γκαρσόνι για τον λογαριασμό, αλλά εκείνος προς μεγάλη της έκπληξη  έρχεται κρατώντας στα χέρια του δύο ποτήρια με ουίσκι.
«Κούκλα κερνάει η φωλίτσα!» λέει ξελιγωμένα και κάθεται απρόσκλητος.
Γυρίζει και του ρίχνει βλέμμα θανατηφόρο.
«Άντε στην υγειά μας» συνεχίζει  με το ίδιο ύφος το γκαρσόνι.
Από τα μάτια της αισθάνεται  να βγαίνουν σπίθες, και προ των πυλών να παραμονεύει  το εγκεφαλικό.
«Δεν κατάλαβα;» τον ρωτά σε θέση μάχης.
«Έλα που δεν καταλαβαίνεις»της λέει και της κλείνει πονηρά το τσιμπλιάρικο μάτι του.
Βλέποντας αυτό το γλοιώδες υποκείμενο, με το βρωμομούστακο και τα κίτρινα δόντια να της τη πέφτει, οι φλεβίτσες στους κροτάφους της άρχισαν να χορεύουν  τρελό χορό και  το αίμα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι. 
Αλήθεια από πού να αντλούν  αυτοί οι  τύποι τόση αυτοπεποίθηση;
«Τι είπες ρε βλάκα;» φωνάζει η Βίκυ, και με απίστευτη σβελτάδα σηκώνεται όρθια. Πιάνει το ποτήρι, και ρίχνει στη μούρη του όλο το περιεχόμενο, ξεσπώντας επιτέλους πάνω στον επίδοξο «εραστή» τον συσσωρευμένο της θυμό.
      Ήταν τόσο αστεία η όλη φάση, που τα  ζευγαράκια από τα γύρω τραπέζια αφήνοντας στην άκρη για λίγο το σορόπιασμα έπεσαν σε ακράτητα γέλια, ενώ η Βίκυ φοβούμενη την αντίδρασή του, πήρε τη τσάντα της και βγήκε έξω τρέχοντας.
Η καρδιά της έκανε ρεκόρ σφυγμών. Κοντοστάθηκε σε μια κολόνα της ΔΕΗ θορυβημένη από τον κόμπο που έσφιγγε  το στήθος της.
«Βίκυ, άσε τις βλακείες ούτε ένα δάκρυ για τυχάρπαστους» μονολογεί.
Μετρά ως το δέκα. Αν  και δεν μέτρησε  απόψε.
Παίρνει βαθιές ανάσες. Συνέρχεται. Κοιτά δεξιά και αριστερά. Η περιοχή είναι ερημική. Πως φεύγει τώρα;. Τηλεφωνά στο σπίτι. Η Τζίνα έλειπε. Την καλεί στο κινητό της. Κλειστό κι αυτό.
“Τι να κάνω τώρα;” αναρωτιέται.  Αναμφισβήτητα σε αυτό το δύσκολο ερώτημα που έθεσε στον εαυτόν της  η απάντηση  δεν ήταν άλλη από: “όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια”.
Αχ! μωρέ Βίκυ πως τα κατάφερες πάλι. Είπε στον εαυτόν της και ξεκίνησε με μόνη συντροφιά το φεγγάρι.

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...