Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Θόδωρος Κολοκοτρώνης-Η μάχη στο Βαλτέτσι



 
Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε « Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό, και εκάμαμε την Επανάσταση".
(Μέρος του λόγου που εκφώνησε ο Κολοκοτρώνης στην Πνύκα).


Σαν σήμερα 4 Φλεβάρη του 1843 "έφυγε" απ' τη ζωή μια μεγάλη ηγετική μορφή της ελληνικής επανάστασης του 1821, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, ο γνωστός Γέρος του Μοριά.
Η ηγετική αυτή μορφή έδωσε πολλές και σπουδαίες μάχες για την απελευθέρωση του λαού μας. Μία ιστορική μάχη ήταν αυτή του Βαλτετσίου(12 Μαίου 1821), της οποίας η νικηφόρος έκβαση γέμισε θάρρος και αυτοπεποίθηση και αποτέλεσε προπομπό για την μετέπειτα απελευθέρωση της Τριπολιτσάς.
 
Η μάχη στο Βαλτέτσι
 
Μια από τις πιο γνωστές και αποφασιστικές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα του 21 ήταν η μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τριπολιτσά. Η μάχη αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας της πόλης. Ενώ οι Έλληνες πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο και στην Τρίπολη, ο Χουρσίτ πασάς, που πολεμάει τον Αλή στα Γιάννενα, ανησυχεί για την έκβαση της εξέγερσης, όπως και για τα χαρέμια του και τους θησαυρούς του στην Τρίπολη. Γι΄ αυτό στέλνει ισχυρό στράτευμα με τον Γκιοσέ Μεχμέτ γισ να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα. Ο Γκιοσέ Μεχμέτ χωρίζει το στρατό του σε δυο τμήματα. Το ένα με τον ίδιο και τον Ομέρ Βριόνη πορεύεται για την Ανατολική Ελλάδα και το άλλο με τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά (ή Μουσταφά Μπέη) και 3.500 Αλβανούς για τη Δυτική Ελλάδα. για να συντρίψειτην επανάσταση στο Μοριά και να ενισχύσει την πολιορκημένη Τρίπολη.
Ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από τα Γιάννενα, και κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του. Περνάει τα επικίνδυνα περάσματα χωρίς απώλειες, φτάνει στο Αντίρριο και από εκεί ξεχύνεται στο Μοριά. Περνάει στην Πάτρα, πυρπολεί τη Βοστίτσα, παρακάμπτει τα Καλάβρυτα, φτάνει στην Κόρινθο, λύοντας την πολιορκία της Ακροκορίνθου και ενισχύοντας τη φρουρά της και περνάει γρήγορα στα Δερβενάκια. Από εκεί ξεχύνεται ορμητικά στον κόμπο του ’ργους, νικάει τους Έλληνες στον Ξεριά, λύνει την πολιορκία του ’ργους παραδίδοντας την περιοχή στη σφαγή και στην ερήμωση. Τελικά μπαίνει θριαμβευτικά στην πολιορκημένη Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου του 1821, όπου οι Τούρκοι τον υποδέχονται σαν σωτήρα. Ο Κολοκοτρώνης σκόπιμα αφήνει τον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη.
Από την Τρίπολη ο Κεχαγιάμπεης, αρχίζει αμέσως να σκορπάει υποσχέσεις, ταξίματα και αμνηστία, για να ξεγελάσει τους επαναστατημένους και να καταπνίξει το κίνημα. Το μόνο που καταφέρνει όμως είναι να εξαγοράσει με χρήματα τον ταχυδρόμο που πάει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στην Μπουμπουλίνα και σε άλλους οπλαρχηγούς που έχουν κυκλώσει το Ανάπλι. Ο ταχυδρόμος δίνει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει, και ύστερα τα πάει στην Μπουμπουλίνα στο Ανάπλι. Από εκεί παίρνει άλλα γράμματα της Μπουμπουλίνας για τον Κολοκοτρώνη, που κι αυτά τα δίνει στο γυρισμό στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει κι αυτά, κι έπειτα τα παραδίνει στον Κολοκοτρώνη. Ευτυχώς στα γράμματα φέρεται εξογκωμένος ο αριθμός των αντρών και των όπλων και η προδοσία κρατάει λίγο καιρό. Ο προδότης στη συνέχεια θα πιαστεί και θα εκτελεστεί.
Ο Κολοκοτρώνης, σαν αρχηγός των αρμάτων της Γορτυνίας, οργανώνει το στρατηγικό σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Χωρίζει το σώμα των Γορτυνίων σε δυο τμήματα. Το ένα με τον Πλαπούτα το στέλνει στην Πιάνα και το άλλο με τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο το στέλνει στο Χρυσοβίτσι. Ενισχύει και το στρατόπεδο του Λεβιδιού. Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούμενη πόλη ίδρύει στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι ,αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική σημασία της περιοχής, Διατάζει να οχυρωθούν τα τέσσερα στρατηγικά σημεία του στους γύρω λόφους με κλειστά και ισχυρά ταμπούρια και να εγκατασταθεί φρουρά.. Εκεί αρχίζου να συγκεντρώνονται οι περισσότερες οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ. Μαυρομιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς.
Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάμπεης, έχοντας σκοπό να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να αιφνιδιάσει τους συγκεντρωμένους αγωνιστές, επιτίθεται στο Βαλτέτσι επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000 ανδρών. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά. Οι Τούρκοι όμως κατέλαβαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη μερική διάλυση του στρατοπέδου, και μάλιστα κυρίευσαν μερικά ζώα του εφοδιασμού όπως και προμήθειες του ελληνικού σώματος. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυρομιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας με ισχυρό σώμα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, με αποτέλεσμα αυτοί να υποχωρήσουν. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα τουρκικά σώματα μέχρι τη Μάκρη.
Αμέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτείται γρήγορα κάτω από την άμεση επίβλεψη του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος ενισχύει και οργανώνει τις σκοπιές, την επιμελητεία και τα ταμπούρια και τοποθετεί φρουρά 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Βάζει επίσης φρουρά στην απάνω Χρέπα με τους Γιάννη και Παναγιώτη Πουρνάρα, καπεταναίους από την Πιάνα, και τον Παναγιώτη Περθεριώτη, για να ειδοποιήσουν με φωτιές, αν γίνει έξοδος των Τούρκων από την Τρίπολη. Το σύνθημα είναι: τρεις φωτιές, πηγαίνουν για τα Βέρβαινα, δυο φωτιές, για το Βαλτέτσι και μία, για το Λεβίδι. Έτσι με τις φωτιές και τις ντουφεκιές από ράχη σε ράχη θα ειδοποιηθούν όλα τα στρατόπεδα του Μοριά και θα τρέξουν σε βοήθεια. Στο Βαλτέτσι οργανώνεται τώρα προσεκτικά η άμυνα αφού καταφθάνουν στο προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώματα από τις γύρω περιοχές. Στο πρώτο ταμπούρι οχυρώνονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες. Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παν. Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Καλαμάτας, με τα παλικάρια τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Τουρκολέκας και παλιοί Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι. Στην εκκλησιά οχυρώνονται οι Μπουραίοι, ο Τσαλαφατίνος, ο Κυριάκος, πολλοί Τριπολιτσιώτες κ.ά.
Ο Αναγνωσταράς νικά τους Τούρκους στο Βαλτέτσι
Τη νύχτα στις 12 Μαΐου  ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από την Τρίπολη επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης 12.000 Τουρκαλβανών για να ξαναχτυπήσει τους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Το σχέδιό του είναι να πορευτεί στο Βαλτέτσι και να σκορπίσει τους Έλληνες, από εκεί να κατευθυνθεί στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη, επιβάλοντας έτσι τη κυριαρχία του σε όλο το Μοριά. Χώρισε τις δυνάμεις του σε πέντε τμήματα. Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη θέση Καλογερικό) και τις Αραχαμίτες, ένα έμεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που θα κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων και μια οπισθοφυλακή εφοδιασμένη με 4 κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή του Βαλτετσίου. Οι Έλληνες φρουροί της απάνω Χρέπας βλέπουν τα εχθρικά στρατεύματα κι αμέσως με δυο φωτιές ειδοποιούν στον Κολοκοτρώνη ότι οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι.
Το κυρίως τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή αποτελείται από Βουρδουνιώτες και Φαναριώτες και κινείται βιαστικά για να χτυπήσει τους Έλληνες, πριν έλθει βοήθεια από την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι. Ο Κεχαγιάμπεης από τον κάμπο παρακολουθεί τη μάχη επικεφαλής του 3.000 ιππέων.
Στο Βαλτέτσι βρίσκονται 2.300 Έλληνες που περιμένουν στις θέσεις τους. Γενικός αρχηγός, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης κρατάει με τον ανιψιό του τον προμαχώνα του Χωματοβουνιού. Σους άλλους προμαχώνες βρίσκονται οι Μητροπέτροβας, Ηλ. Μαυρομιχάλης, Κεφάλας, Ν. Φλέσσας κι άλλοι. Ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι, βλέπει τις φωτιές της απάνω Χρέπας κι αμέσως σημαίνει συναγερμό. Στέλνει ταχυδρόμους σε όλα τα στρατόπεδα και τα χωριά και καβαλαραίους στο Βαλτέτσι ειδοποιώντας πως οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Ειδοποιεί τον Πλαπούτα στην Πιάνα κι άλλους οπλαρχηγούς να βαδίσουν για το Βαλτέτσι. Και ο ίδιος με 800 άντρες κατευθύνεται προς τα εκεί. Στέλνει επίσης τον καβαλάρη Θοδωρή Καρδάρα με μια σημαία για να βγει στ' αγνάντια, να τον δουν οι κλεισμένοι στους προμαχώνες και να εμψυχωθούν.
Το τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή πλησιάζει τις θέσεις των Ελλώνων στο Βαλτέτσι και τους ζητά μάταια να παραδοθούν. Τότε ο Ρουμπής επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων και η μάχη αρχίζει. Ο Ρουμπής θα στείλει 14 σημαιοφόρους του για να καρφώσουν τις σημαίες στα ταμπούρια των Ελλήνων, χωρίς όμως επιτυχία, αφού όλοι σκοτώνονται από τα τουφέκια των Ελλήνων. Ο Ρουμπής αραιώνει το σώμα του και κυκλώνει τα ταμπούρια των Ελλήνων, κυριεύοντας τη βρύση και τα πηγάδια του χωριού. Οι Έλληνες αντιστέκονται με αποφασιστικότητα και σθένος. Ο Ρουμπής ρίχνει τότε όλες του τις δυνάμεις στη μάχη και αποκόπτει την επικοινωνία ανάμεσα στα ελληνικά ταμπούρια. Οι Έλληνες όμως κρατούν και ο Ρουμπής ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζητάει ενισχύσεις από τον Κεχαγιάμπεη. Τη στιγμή εκείνη καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι με 700 άνδρες και πλαγιοκοπεί με επιτυχία τους Τούρκους. Ο Ρουμπής βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά και είναι έτοιμος για υποχώρηση, αλλά την τελευταία στιγμή φθάνει η βοήθεια από τον Κεχαγιάμπεη. Ο Κολοκοτρώνης το αντιλαμβάνεται και μοιράζει τους άντρες του στα δύο. Οι μισοί χτυπούν τις ενισχύσεις και οι άλλοι μισοί τον ίδιο. Η μάχη είναι σκληρή, κι οι δυο πολεμούν με πείσμα.
Το απόγευμα φτάνουν ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, που από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε έγκαιρα,.ο Δεληγιάννης και ο Στ. Δημητρακόπουλος από την Πιάνα και το Διάσελο και μπαίνουν στη μάχη σφυροκοπώντας τους Τούρκους από μπροστά, από πίσω και από τα πλάγια. Οι κλεισμένοι στα ταμπούρια χαιρετίζουν με ομοβροντίες την άφιξη των συμπολεμιστών τους. Ο Κεχαγιάμπεης στέλνει και νέες ενισχύσεις στον Ρουμπή και οι Τούρκοι κάνουν νέα επίθεση στα ταμπούρια, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία. Πεισμωμένοι οι Τούρκοι ρίχνουν με τα κανόνια, αλλά πολλές οβίδες πέφτουν στο σώμα του Ρουμπή είτε από ανωμαλίες του εδάφους είτε από κακό χειρισμό.
Ο Κολοκοτρώνης, από την ψηλότερη ράχη (που από τότε λέγεται "του Κολοκοτρώνη το βουνό") αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων φωνάζοντας με τη βροντερή φωνή του, "Μπάρμπα - Μήτρο, βαστάτε γερά, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000. Έρχεται κι ο Πετρόμπεης μ' όλους τους Μανιάτες. Έρχεται κι ο Κανέλλος. Βαστάτε και σας φέρνουμε απ' όλα". Με το σούρουπο η μάχη συνεχίζεται πεισματικά και από τα δυο μέρη, χωρίς κανείς να αφήνει τις θέσεις του. Τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης με μερικούς ψυχωμένους άντρες θα φτάσει στα ταμπούρια για να ενισχύει τους αγωνιστές με τρόφιμα και πολεμοφόδια και να τους εμψυχώσει. Αφού δώσει τα εφόδια φεύγει πάλι νύχτα.
Τα χαράματα της επομένης καταφθάνουν και άλλες ελληνικές δυνάμεις και η μάχη ξαναρχίζει. Οι Τούρκοι ρίχνονται με μανία κατά των ταμπουριών, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία και αποκρούουν όλες τις τουρκικές επιθέσεις. Ο Ρουμπής κινδυνεύει. Από μπροστά τον χτυπούν οι Έλληνες που είναι στα ταμπούρια, από πίσω κι από τα πλάγια τον σφυροκοπούν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας κι άλλοι οπλαρχηγοί. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν και πάλι το πυροβολικό τους, αλλά αποτυγχάνουν.
Η μάχη αυτή κράτησε 23 ώρες. Ο Κεχαγιάμπεης βλέποντας ότι θα κυκλωθεί ο Ρουμπής και πληροφορούμενος ότι καταφθάνουν ελληνικές δυνάμεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, δίνει το σύνθημα της γενικής υποχώρησης. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβάνεται την υποχώρηση των Τούρκων και διατάζει γενική αντεπίθεση, φωνάζοτας: "Έλληνες, οι Τούρκοι θα φύγουν, ριχτείτε επάνω τους". Με την επίθεση των Ελλήνων μαχητών, η αρχική υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους Έλληνες κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πετώντας τα όπλα τους για να καθυστερήσουν τους Έλληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας το κυνηγητό των Τούρκων, βλέπει ότι πλησιάζουν στον κάμπο όπου οι Έλληνες κινδυνεύουν από το εχθρικό ιππικό, και φωνάζει δυνατά: "Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους για να 'χουμε να σκοτώσουμε κι άλλη μέρα". Οι Έλληνες πειθαρχούν και ανακόπτουν την επίθεση.
Μετά από 23 ώρες μάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες είχαν ελάχιστες - μόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυματίες - ενώ κυρίευσαν πολλά τουφέκια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Με τα τουφέκια αυτά οπλίζονται 4.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι άφησαν ακόμα 4 πεδινά κανόνια, πολλά πολεμοφόδια, πολλές σκηνές, άφθονα ρούχα και 18 σημαίες.
Η μάχη αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες νικηφόρες μάχες πού δόθηκαν στην περιοχή (Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών και Λεβιδίου), δυνάμωσε το ηθικό των επαναστατών και έμελε να προετοιμάσει την άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να μην ξαναβγούν από την πολιορκούμενη πόλη. Ο Κ. Δεληγιάννης, που έζησε τον καπνό της μάχης, γράφει: "Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ' ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας".
Η νίκη του Βαλτετσίου και η κατάληψη της Τριπολιτσάς πέρασε στη δημοτική μούσα με το τραγούδι:
"Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν' ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη".
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια".

Πηγή:http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/arcadia-hist/topics/vwd_justso.htm


 
 

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας

Το γεφύρι της Πλάκας, αυτό της ιστορικής και αρχιτεκτονικής σημασίας γεφύρι που, δυστυχώς, κατέρρευσε από τα ορμητικά νερά του ποταμού Άραχθου....

Το γεφύρι της Πλάκας είναι ένα πέτρινο τοξωτό γεφύρι που βρίσκεται στον Άραχθο ποταμό. Χρονολογείται από το 1866. Είναι μονότοξο, με άνοιγμα κάμαρας 40 μέτρα, ύψος 19 μέτρα και με άνοιγμα στην κορυφή 3,2 μέτρα. Ενώνει τους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας. Βρίσκεται στο Δήμο Πραμάντων και απέχει 50 χιλιόμετρα από τα Ιωάννινα. Θεωρείται το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι τωνΒαλκανίων.



Ιστορία

Το 1860 υπήρχε μια παλαιά γέφυρα η οποία καταστράφηκε. Το 1863 ξαναχτίστηκε από την αρχή από το μάστορα Γιωργή από την Κόνιτσα με χορηγία του επιχειρηματία Γιάννη Λούλη. Η γέφυρα αυτή γκρεμίστηκε σχεδόν την ημέρα των εγκαινίων της. Το 1866 ξαναχτίστηκε με κτίστη τον Κωνσταντίνο Μπέκα από τα Πράμαντα. Το κόστος του χτισίματος έφτασε τα 180.000 οθωμανικά γρόσια. Το ποσό καλύφθηκε και πάλι από το Λούλη και από συνδρομές κατοίκων από τις γύρω κοινότητες.Τη δεκαετία του 1880 ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη συγκεκριμένη περίοδο σταμάτησε να χρησιμοποιείται. Μετά το 1928 γίνανε διάφορες απόπειρες συντήρησης και παράλληλα δημιουργήθηκε νέος δρόμος που ένωνε τις κοινότητες. Κοντά στη γέφυρα υπογράφηκε το 1944 η συμφωνία Πλάκας-Μυρόφυλλου. Στη γέφυρα διασωζόταν κόγχη όπου οι τεχνίτες είχαν ζωγραφίσει τον προστάτη-άγιο της γέφυρας. Τα τελευταία χρόνια η γέφυρα λειτουργούσε ως αξιοθέατο της περιοχής. Κατέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου 2015 από ισχυρές βροχοπτώσεις.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

Η Βίκυ κουλουριασμένη πάνω σ’ ένα παγκάκι στο κατάστρωμα του πλοίου με βλέμμα ασάλευτο έφερε στο νου της στιγμή προς στιγμή τον εφιάλτη που έζησε με τον Πάρη  το προηγούμενο βράδυ και μια ανατριχίλα ένοιωσε να διαπερνά  το κορμί της.
«Πόσο θέλω να κοιμηθώ», ψιθύρισε  κι  έκλεισε τα μάτια παρακαλώντας τον Μορφέα να τη πάρει από την αβάσταχτη πραγματικότητα.
Οι φωνές των γλάρων, που σαν μικροί άγγελοι ακολουθούσαν τη ρότα του πλοίου, έφθαναν στη ταραγμένη της ψυχή σαν νανούρισμα, βυθίζοντάς την σιγά σιγά σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση γαλήνης που  αίφνης όμως ανατράπηκε καθώς μια δίνη την τράβηξε και την κατέβασε στους σκοτεινούς θαλάμους της ψυχής της.
Είδε  πως βρισκόταν   μέσα σε ένα άσπρο δωμάτιο και ένας φόβος  την κυρίευε από μια αόρατη απειλή προερχόμενη από τη  πόρτα του δωματίου που  ανοιγόκλεινε αδιάκοπα.
Ξαφνικά ένας σαλτιμπάγκος την έζωσε κρατώντας στο χέρι του ένα κλειδί. 
«Έλα να το πάρεις» της έλεγε γελώντας προκλητικά και μετά εξαφανιζόταν.
Εκείνη καθηλωμένη στη μέση του δωματίου έντρομη  κοιτούσε ολόγυρά της, ενώ στα αυτιά της  ηχούσε βασανιστικά  το ανοιγοκλείσιμο  της πόρτας.
Κάποια στιγμή ο σαλτιμπάγκος σκορπάει σαν χρυσόσκονη αφήνοντας  το κλειδί στο πάτωμα. Αμέσως έσκυψε και το πήρε στα τρεμάμενα χέρια της. Αφού κοίταξε ξανά ολόγυρά της να βεβαιωθεί πως στο δωμάτιο δεν υπήρχε κανείς, έτρεξε προς τη  πόρτα να βάλει το κλειδί. Μάταια όμως. Η κλειδαριά ως δια μαγείας εξαφανιζόταν. Όταν μετά από πολλές απεγνωσμένες προσπάθειες κατάφερε επιτέλους να βρει τη κλειδαριά, μια βαθιά φωνή αντηχούσε μέσα στο δωμάτιο λέγοντας : “Μη ξεχάσεις το κλειδί πάνω στη πόρτα”.
«Όχι, όχι δεν θα το ξεχάσω… » έλεγε και ξανάλεγε γεμάτη αγωνία,  βγαίνοντας σιγά σιγά από τον εφιάλτη.
«Ε! κοπελιά πάψε να παραμιλάς και ξύπνα επιτέλους» άκουσε έναν νεαρό άντρα πάνω από το κεφάλι της να  της λέει χτυπώντας την ελαφρά στον ώμο.
Λουσμένη στον ιδρώτα πετάγεται έντρομη,  νιώθοντας συνάμα τη καρδιά της να  χτυπάει τρελά.
«Τι συμβαίνει;» τον ρωτά βάζοντας το χέρι της αντήλιο.
«Έπαθε μια μικρή βλάβη το καράβι και αγκυροβολήσαμε. Πρέπει να κατέβεις. Είσαι η μοναδική επιβάτης του πλοίου που έχει ξεμείνει. Και ευτυχώς που σε πήρα είδηση αλλιώς θα  πήγαινες και συ για επισκευή»
«Γαμώτο! Γιατί μου το κάνετε αυτό;» του είπε και ανακάθισε στο παγκάκι
 «Μήπως θέλαμε να πάθει βλάβη το πλοίο βρε κοπέλα μου. Άντε σήκω τώρα και φύγε».
«Και για να έχουμε καλό ρώτημα πότε με το καλό ξανασαλπάρουμε;»
«Μάλλον με το αυριανό πλοίο της γραμμής. Αλλά για περισσότερες πληροφορίες ρώτα καλλίτερα στο λιμεναρχείο».
«Φτου γκαντεμιά» μουρμούρισε και κατέβηκε αμέσως ξεχνώντας μέσα στη σύγχυση της να  ρωτήσει  το όνομα του νησιού.
Με τη πρώτη ματιά το μέρος κάτι της θύμισε, αλλά δεν κάθισε να σκεφτεί περισσότερο. Το μόνο που ήθελε κείνη τη στιγμή ήταν να διώξει τη δίψα της.
 Σταμάτησε σε μια καντίνα ν’ αγοράσει ένα μπουκάλι κρύο νερό και ύστερα κατευθύνθηκε προς το λιμεναρχείο που ήταν λίγα βήματα πιο πέρα από το λιμάνι.
Στο μικρό δωμάτιο που κάθε άλλο έμοιαζε με λιμεναρχείο δεν υπήρχε κανείς.
«Άντε τώρα να περιμένω τον υπεύθυνο», μονολόγησε κάπως αγανακτισμένα  και κάθισε σε μια παλιά πλαστική πολυθρόνα που βρήκε πρόχειρη  μπροστά της.
Μη ξέροντας τι να κάνει άρχισε  να κοιτά  αφηρημένα τις μεγάλες αφίσες που κρέμονταν στους κιτρινισμένους τοίχους  απαθανάτιζοντας τις φυσικές ομορφιές του νησιού. Για ένα παράξενο λόγο το βλέμμα της καρφώθηκε  στην αφίσα με ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα από κάποια ερημική παραλία. Πλησίασε για να δει καλλίτερα. Άρχισε να ψηλαφίζει με τα ακροδάχτυλά της την αφίσα. Και μένει άφωνη καθώς μέσα στη  θολούρα της δεν είχε συνειδητοποιήσει πως η παραλία της αφίσας δεν είναι άλλη από τη Παραλία της Πευκιάς που πέρσι το καλοκαίρι είχε συναντήσει τον Λίνο τον ψαρά.
 «Δεν το πιστεύω», λέει φωναχτά στον εαυτόν της κι ένα ξαφνικό γελάκι φωτίζει το πρόσωπό της.
«Τι δεν πιστεύεις κοπελιά μου;» τη ρωτά ο υπεύθυνος που μόλις είχε μπει μέσα στο γραφείο.
«Πως βρίσκομαι σ΄ αυτό το νησί» του απαντά γυρνώντας προς το μέρος του.
«Και γιατί δεν το πιστεύεις; Δεν βρίσκεσαι δα και στη γη του πυρός» της  αποκρίθηκε εκείνος σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του με τη παλάμη του.
«Σωστά μιλάς αλλά να… μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είναι τίποτα τυχαίο στη ζωή» του λέει χαμογελώντας.
 «Γιατί το λες αυτό;»
«Που να σου εξηγώ τώρα… Άστο καλλίτερα»
 «Όπως θέλεις. Δεν επιμένω. Δεν μου λες σου αρέσει το νησί μας;»  τη ρωτά, έτοιμος για επίθεση σε περίπτωση που δεν άκουγε την απάντηση που ήθελε.
«Πολύ. Άλλωστε έχω ξανάρθει»
«Ωραία. Φαντάζομαι να έχεις δει το ηλιοβασίλεμα απ΄ αυτό το μέρος  και της δείχνει τη γνώριμη παραλία.
«Όχι» του απαντά  αυθόρμητα
«Α! χάνεις. Αν μείνεις μέρες κανονίζουμε να πάμε μαζί»
«Σ’ ευχαριστώ αλλά αύριο φεύγω. Αν δεν πάθει δηλαδή καμιά βλάβη  και το αυριανό πλοίο της γραμμής».
 «Κατάλαβα. Ήσουν και συ επιβάτης του πλοίου που έπαθε τη μικροβλάβη σήμερα. Μην ανησυχείς έχει πλοίο».
«Ωραία, τότε πρέπει αμέσως να πάω να βγάλω εισιτήριο από το πρακτορείο»
«Δεν χρειάζεται. Δεν φταις εσύ που χάλασε. Με το ίδιο εισιτήριο θα ταξιδέψεις κι αύριο. Λοιπόν τι λες πάμε να πιούμε μια μπυρίτσα εδώ λίγο πιο κάτω και να τα πούμε;» τη ρωτά χαϊδεύοντας το μουστάκι του.
 «Δεν μπορώ. Με περιμένουν κάποιοι φίλοι  που εντελώς συμπτωματικά παραθερίζουν εδώ» του αποκρίνεται   και ένοιωσε τη μύτη της να μεγαλώνει όπως του Πινόκιο.
«Καλά, αφού έχεις παρέα  δεν θα επιμείνω» της είπε και  τη συνόδευσε μέχρι τη πόρτα.

Βγαίνοντας έξω το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν  να τηλεφωνήσει στη φίλη της για να της εξιστορήσει την περιπέτειά της. Έβγαλε το κινητό από τη τσάντα της και άρχισε να σχηματίζει τον αριθμό αργά. Όμως σαν έφτασε στο τελευταίο νούμερο σταμάτησε Δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Ίσως με τα δικά της να χαλούσε τις όμορφες στιγμές που ενδεχομένως να ζούσε.
Κοίταξε τριγύρω της αφηρημένα. Η ζέστη ήταν δυνατή, σχεδόν αφόρητη. Κι όμως, το μόνο που επιθυμούσε κείνη τη στιγμή ήταν να  συναντήσει τον Λίνο. 
Αισθανόταν  εύθραυστη και αβοήθητη περισσότερο από ποτέ να κρατηθεί μέχρι το τέλος αυτής της εσωτερικής της περιπέτειας.
Αποφασιστικά  κατηφόρισε  τον κεντρικό  δρόμο  με τα μάτια καρφωμένα στην άσφαλτο που έβραζε  σαν το καμίνι. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασε  στο πρακτορείο. Ένα ξεχασμένο κτίσμα από ανθρώπους και πολιτισμό. Ο ιδρώτας  κυλούσε   από το πρόσωπο της ασταμάτητα  και το κεφάλι της  χτυπούσαν δυνατές σφυριές. Βρήκε αμέσως ένα σκιερό μέρος να ξαποστάσει. Γύρω δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Η μόνη τρελή ήταν αυτή και ένας  σκύλος που ανάσαινε σε ντο μινόρε.
Αναρωτήθηκε τι να κάνει ο Αντρίκος και με μιας ένοιωσε  νοσταλγία για  τον πιστό της φίλο.
«Εεε! Κοπελιά αν είσαι για τη παραλία της Πευκιάς  έμπα μέσα γιατί ξεκινάμε», άκουσε τον οδηγό του λεωφορείου να της λέει βάζοντας μπρος τη μηχανή.
Με μοναδική σβελτάδα ανέβηκε πάνω στο λεωφορείο.
«Μόνο εγώ πάω εκεί;» τον ρώτησε καθώς δεν είδε άλλον επιβάτη
 «Βλέπεις άλλον τρελό κοπέλα μου εκτός από σένα που να θέλει μεσημεριάτικα να πάει σ’ αυτό το κωλομέρος;», τη ρώτησε νευριασμένα.
Η Βίκυ σκέφτηκε προς στιγμή να του απαντήσει αναλόγως αλλά μετά το ξανασκέφτηκε λέγοντας στον εαυτόν της πως δεν αξίζει να συγχυστεί για κάποιον που τον έχει βαρέσει η ζέστη στο κεφάλι. Άλλωστε αρκετές συγχύσεις έχει περάσει μέσα σε τόσες λίγες ώρες. Φτάνει πια!  Γι αυτό λοιπόν απόμεινε σιωπηλή. Κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμά της κι άρχισε να απολαμβάνει  από τα πρώτα κιόλας λεπτά της διαδρομής τις φυσικές ομορφιές του νησιού.
Κάπου στα μισά του δρόμου και πάνω σε ανηφόρα το λεωφορείο άρχισε να αγκομαχιέται και μετά  να μένει επιτόπου.
 «Ωχ! Το λεωφορείο τα έπαιξε.  Μάλλον έχει πρόβλημα πάλι με  τα ηλεκτρολογικά» είπε ο οδηγός και χτύπησε το τιμόνι δυνατά από αγανάκτηση.
Τέτοια λέγε  οδηγέ ν΄ αρχίσει να  μουντζώνει και με τα δύο της χέρια όλους τους ανάδρομους πλανήτες. 
«Και τώρα τι κάνουμε»; τον ρωτάει. «Μη μου πεις να πάω με τα πόδια γιατί δεν θα το κάνω.» του λέει η Βίκυ.
«Θα πας  κοπελιά γιατί αυτό το σαράβαλο δεν παίρνει μπρος με τίποτα».
 «Κάτσε βρε άνθρωπε του θεού, είδες τι φταίει; Όχι. Πως  λες τότε ότι δεν θα πάρει μπρος;»
«Ξέρω τι σου λέω. Μ’ έχει ξαναφήσει σε αυτή εδώ την ανηφόρα πριν μέρες πάλι.»
«Μα καλά, τάμα το έχει  τ’ αθεόφοβο να μένει σε αυτή την ανηφόρα;»  ρωτάει η Βίκυ μέσα στη συμφορά.
Ο οδηγός ξεσπάει σε γέλια.
«Βρε άνθρωπε μου για γέλια είμαστε τώρα;  Ας κάνουμε κάτι σε παρακαλώ.»
«Εγώ ξέρω τι θα κάνω. Λίγο πιο κάτω έχω κάτι φιλαράκια. Θα πάω να πιω τη κρύα μου μπύρα και συ η  τρελή θα πας με τα ποδαράκια σου στη παραλία της Πευκιάς».
«Ασφαλώς  θα αστειεύεσαι» του λέει η Βίκυ πολύ σοβαρά  
«Καθόλου κοπελιά μου. Δεν φταίω εγώ αν αυτό τα έπαιξε. Και δεν νομίζω να έχεις και παράπονο, σε έφερα μέχρι τα μισά του δρόμου».
«Καλά, πας να με τρελάνεις;» τον ρωτά  χωρίς να ακούει πάνω στη σύγχυσή της το κινητό της που χτυπούσε.
«Ε! κοπελιά, το κινητό σου κουδουνίζει».
«Αστο να χτυπάει και λέγε τι  γίνεται με μένα»
«Σου είπα βρε κοπέλα μου, με τα ποδαράκια σου θα πας στη παραλία.»
«Βρε συ πάψε να παίζεις με τα νεύρα μου, και τράβα να δεις  τι συμβαίνει στο αναθεματισμένο σαράβαλο επιτέλους» ξεσπά η Βίκυ  βλέποντας την αναισθησία του.
 «Λοιπόν, εγώ θα κοιτάξω αλλά αν δεν πάρει μπρος θα φύγεις χωρίς υστερίες. Άντε  γιατί αρκετά με ζάλισες» της  λέει εκνευρισμένα και κατέβηκε.
Η Βίκυ δίνει τόπο στην οργή για δεύτερη φορά και δεν του ανταποδίδει τα ίσα. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να φτάσει κάποια στιγμή στον προορισμό της.
Στήθηκε λοιπόν όρθια μπροστά στη πόρτα του λεωφορείου και περίμενε υπομονετικά  μήπως και τα μαγικά χέρια του οδηγού  φτιάξουν την  βλάβη.
Τα λεπτά περνούσαν και η υπομονή της άρχισε να εξαντλείται.
Παίρνει το γλυκό της ύφος και τον πλησιάζει.
«Τι γίνεται; Να βοηθήσω σε κάτι;» τον ρωτάει δαγκώνοντας τα χείλη της μήπως και δεχτεί καμία νέα επίθεση.
«Ξέρω και εγώ; θα δείξει. Για τράβα και βάλε μπρος τη μηχανή.»
Εκείνη χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση υπακούει.
Ανεβαίνει σβέλτα στο λεωφορείο και κάθεται να βάλει μπροστά τη μηχανή.
Γυρνάει το κλειδί. Τίποτα. Γυρνάει πάλι. Τίποτα και αυτή τη φορά.
 «Σε παρακαλώ, λυπήσου με   πεισματάρικο σαραβαλάκι» άρχισε να το παρακαλεί η Βίκυ.
Από την αγωνία της, είχε στεγνώσει το στόμα της ενώ από το πρόσωπό της έτρεχε  ποτάμι ο ιδρώτας.
«Τάδες που δεν με πιστεύεις;»της είπε ο οδηγός, σαν ανέβηκε πάνω.    
«Άντε, πήγαινε τώρα και καλό περπάτημα»
Τι να κάνει και η Βίκυ, ξαναζαλώθηκε τη βαλίτσα της και κατέβηκε.
Ο ήλιος ακόμα έκαιγε. Κοίταξε την ώρα στο ρόλοι της. Ήταν πέντε και μισή. Απογοητευμένη κάθισε πάνω σε μια  πέτρα και άναψε τσιγάρο μέσα στον βαθύ προβληματισμό αν θα πάρει το δρόμο της επιστροφής ή τον δρόμο για τη παραλία της Πευκιάς.
Πικρογέλασε πιάνοντας τον εαυτόν της να έχει το ίδιο δίλημμα με κείνο του  Ηρακλή που δεν ήξερε ποιον δρόμο να ακολουθήσει. Αυτόν της αρετής ή τον άλλον της κακίας.
Μόνο που στη δική της περίπτωση δεν έμπαινε  θέμα αξιών αλλά θέμα ρίσκου.  Να πάει ή όχι κόντρα στη γκαντεμιά της. Και με το δίκιο της εδώ που τα λέμε. Δεν της είχαν  συμβεί και λίγα. Λες και η ατυχία  είχε βάλει πείσμα  να κάνει στη πλάτη της  αρμένικη επίσκεψη.
Ούφ! Τι να κάνω; αν δεν φρικάρω τώρα δεν θα φρικάρω ποτέ σκέφτηκε  και έπιασε το στομάχι της που γουργούριζε από την αφαγία.
Αμέσως θυμήθηκε πως έχει κάτι  καραμέλες από τον καιρό του κατά Λουκά. Ανοίγει τη τσάντα  της και με το χέρι της ψαχουλεύει όλα τα πιθανά σημεία να τις βρει. Πάνω στην ώρα που εντοπίζει μία μέσα στην επικρατούσα αταξία της τσάντα της, χτυπά το κινητό της.
«Θα είναι η Τζίνα» μονολόγησε και ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό της. Γεμάτη λαχτάρα και χωρίς να δει στη φωτισμένη οθόνη του κινητού της το νούμερο, αποδέχεται τη κλήση.
«Επιτέλους φιλενάδα, εδέησες να ανοίξεις το κινητό σου»  λέει σίγουρη  πως μιλούσε στη φίλη της.
Σιωπή ακούγεται από την άλλη πλευρά.
«Έλα Τζίνα,  μ’ ακούς;»
«Βίκυ, δεν είμαι η Τζίνα… αλλά ο Πάρης».
Μόλις συνειδητοποιεί ποιος είναι της ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
«Ε! Όλα τα περίμενα, αλλά αυτό πάει πολύ» του απαντά θυμωμένη, κι αμέσως κλείνει το τηλέφωνο.
Ο Πάρης όμως ακάθεκτος συνέχισε τις προσπάθειές του.
Η επιμονή του αυτή  είχε σαν αποτέλεσμα να κάνουν  τα νεύρα της Βίκυς τσατάλια, και το ποτήρι της υπομονής της να ξεχειλίσει.
«Έχει πολύ θράσος ο άνθρωπος. Φτάνει πια» λέει οργισμένη, και χωρίς δεύτερη σκέψη πετάει το κινητό σε κάτι κατσάβραχα .
«Πήγαινε να κάνεις κονέ με τα τζιτζίκια και να τραγουδήσετε αντάμα. Γελοίε!» φώναξε, και αποφασισμένη πήρε το δρόμο για τη παραλία της Πευκιάς, ρισκάροντας να πάει κόντρα στη γκαντεμιά της, αλλά κι ελπίζοντας συνάμα, σύμφωνα  με τον νόμο των πιθανοτήτων, πως η ατυχία είχε  κάνει επιτέλους τον κύκλο της.

Όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμο δεν πίστευε  πως τα είχε καταφέρει. Αγνάντεψε λίγο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της, κι έπειτα  πήρε το μονοπάτι που έβγαζε στη παραλία.
Φθάνοντας το γεμάτο αρμύρα αεράκι που την καλοδέχτηκε, την έκανε να νοιώσει αμέσως καλλίτερα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τη βαλίτσα της κάτω. Κάθισε πάνω στα υγρά βότσαλα. Με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά της περίμενε. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο  προς τη μεριά του μεγάλου βράχου ελπίζοντας να φανεί ο Λίνος.
«Ίσως να χάθηκε για πάντα στους βυθούς του»  μονολόγησε καθώς περνούσε η ώρα κι εκείνος δεν φαινόταν.
 Αισθάνθηκε τόση απογοήτευση, που ούτε τον ήλιο στη δύση του δεν είχε διάθεση να συντροφεύσει.
Όλα γύρω  ήταν  παράξενα ήσυχα.  Ξάπλωσε βάζοντας τα δύο της χέρια προσκεφάλι. Έκλεισε τα μάτια, κι αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη της ένα ξεχασμένο τραγούδι που είχε μελοποιήσει, πάνω σε στίχους της φίλης της:
Την  ώρα  που μιλάνε  τα κορμιά,
τα λόγια  χάνουνε  την όποια  τους ουσία,
σαν  φύλλα πέφτουνε  σωπαίνοντας  στη γη
χωρίς  ηχώ, χροιά και  σημασία.
Κι   αναζητώ  το κορμί σου,
μια  αφορμή, την δική σου,
σε  μια στάλα  ιδρώτα  τρελή να πνιγώ.
Κι αναζητώ  την ανάσα,
απ’  της  καρδιάς σου τα μπάσα,
από του  πόθου την δίνη
να  μην θέλω  να  βγω.
Την  ώρα   που  του  έρωτα  η σιγή
παράταξε  στρατιές  τις  λάγνες  λέξεις,
είδα  τον  χρόνο μου  σε  κίνηση αργή,
να  καταργεί  κλειδιά,  εγώ ,  και  σκέψεις.
Κι  αναζητώ  το  κορμί  σου,
μια  αφορμή,  την  δική  σου
σε  παραδείσου  λημέρια  να βγω.
Κι αναζητώ  την ανάσα
απ’ της  καρδιάς σου  τα μπάσα,
σε  μια  θάλασσα αγάπης  ναυαγός  να πνιγώ…

Η φωνή της πρώτη φορά  μετά από πολύ καιρό  έμοιαζε  να ταξιδεύει πέρα από τον αισθητό κόσμο, αγγίζοντας  εκείνη τη γραμμή του ορίζοντα που έβλεπε όταν ήταν μικρή στα όνειρά της.
Ξάφνου εκεί στην υπερκόσμια στιγμή της, η θάλασσα ανταριάζει κι ένα κύμα τη βρέχει μέχρι τα γόνατα. Η αίσθηση του νερού πάνω στο κορμί της ήταν τόσο ευεργετική που δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί  να δει τι προκάλεσε   τον αναπάντεχο μικροθυμό της.
Δεν περνούν λίγα λεπτά, όταν  από κάποια απόσταση ακούγεται σύρσιμο  βάρκας  πάνω στα βότσαλα. Ύστερα  κάποια βήματα να κατευθύνονται προς τη μεριά της. Ένας φόβος  διαπερνά όλο της το κορμί.. Δεν αντιδρά όμως. Με τεντωμένες τις κεραίες της συνεχίζει να παραμένει ασάλευτη και ακάλυπτη.
Τα βήματα  δεν άργησαν να σβήσουν  ακριβώς πάνω από το κεφάλι της.
Σιωπή!
Δεν θα ανοίξεις  τα μάτια, λέει  αποφασιστικά στον εαυτόν της, προκαλώντας τον έτσι να αναμετρηθεί με τον φόβο που δημιουργεί η αίσθηση του άγνωστου.
Η δοκιμασία κράτησε έως ότου ήχησε στα αυτιά της η γνώριμη φωνή του Λίνου που τη ρωτούσε τρυφερά: «Τα κοχύλια ζουν;»
«Πάντα» αποκρίθηκε εκείνη, και τότε μόνο άνοιξε τα μάτια της.
Ο Λίνος χαμογέλασε και κάθισε δίπλα της.
«Αερικό πως και από τα μέρη μας;»
«Μια παράξενη συγκυρία με έφερε» του απάντησε,  κι ανακάθισε καλλίτερα καρφώνοντας το βλέμμα της στον πύρινο δίσκο του ήλιου που ολοένα και πλάγιαζε στον ορίζοντα.
Η διφορούμενη απάντησή της τον έκανε  να θέλει να ρωτήσει πιο πολλά.
«Και ποιος άνεμος σε έφερε στη παραλία της Πευκιάς;»
«Ο άνεμος της επιθυμίας να σε ανταμώσω, έστω για μια στιγμή»
 «Έκανες όλη αυτή τη διαδρομή μόνο και μόνο για μένα;»
«Δεν σου φτάνει;» τον ρωτά με παράπονο
«Θα μου έφτανε αν ήταν έτσι πραγματικά. Αλλά δεν είναι. Όσο και να θέλεις να κρυφτείς δεν τα καταφέρνεις. Είμαι σίγουρος πως κάτι  σοβαρό σου συμβαίνει».
Η Βίκυ πικρογέλασε
«Λίνο, η αλήθεια είναι πως έφτασα μέχρι εδώ κάτω από παράξενες συνθήκες. Σε παρακαλώ όμως μη με ρωτήσεις τίποτα άλλο. Δέξου τη παρουσία μου απλά, χωρίς εξηγήσεις» του είπε ήρεμα και πέταξε  στη θάλασσα μερικά βότσαλα που είχε μαζέψει στη χούφτα της.
«Καλά. Ίσως και να έχεις δίκιο. Τα «γιατί» των «γιατί» πολλές φορές χάνουν  την ουσία».
Για λίγα λεπτά μένουν σιωπηλοί.
«Ξέρεις» σπάει πρώτη η Βίκυ τη σιωπή «αρκετές φορές περνούσες μπροστά μου σαν πνοή, φέρνοντας  στο νου μου κουβέντες σου γεμάτες αλήθεια. Τότε τις είχα προσπεράσει  αλλά κατόπιν τις βρήκα μπροστά μου»
«Αλήθεια;» τη ρώτησε σαν να μην τη πίστευε. «Θα μου πεις έστω και μία;»
Η Βίκυ μένει  για λίγο βυθισμένη στο κόσμο της.
«Γιατί χάθηκες τώρα;» τη ρωτά στρέφοντας το κεφάλι του προς τη μεριά της, «Μήπως θέλεις να μου  εκμυστηρευτείς αυτό που σου συμβαίνει  αλλά ψάχνεις να βρεις  τα λόγια εκείνα που θα το κάνουν πιο ανώδυνο;»
«Όχι…όχι» πετάγεται αμέσως.  «Πέρασε πια. Πες μου εσύ πως είσαι; Πως περνάς;»
«Καλά είμαι. Ανασαίνω όπως πάντα στους βυθούς μου»
«Έτσι νοιώθεις ελεύθερος;»
«Ναι Για μένα η θάλασσα είναι σαν μήτρα. Με αγκαλιάζει»
«Εμένα πάλι ο αέρας»
«Εμ! Αερικό δεν είσαι;»
«Αερικό που έχει πάψει να πετά εδώ και πολύ καιρό», λέει κι έμοιαζε  σαν να μιλούσε στον εαυτόν της.
«Πετάς αλλά όχι τόσο όσο θα ήθελες»
«Λίνο δεν πετώ»
«Δεν το πιστεύω για σένα»
«Μα…καλά δεν βλέπεις τα πήλινα πόδια μου, που με έχουν καθηλώσει και αδυνατώ να  τα σπάσω;»
«Έχεις δύναμη μέσα σου και  θα τα καταφέρεις. Όλα είναι θέμα χρόνου» της λέει ήρεμα.
«Αυτό το «πότε» δεν ξέρω και θυμώνω με τον εαυτόν μου. Δεν αντέχω άλλο να ζω  στην πραγματικόητα των «πρέπει». Πνίγομαι. Μου  κλέβουν τις ανάσες και  τα χρώματα που με αυτά  ζωγραφίζω τη ζωή μου».
«Αερικό, όσα χρώματα και αν σου  κλέψουν, έχεις τόσο πολλά που…»
 «Μη με παρηγορείς» τον διακόπτει αμέσως, «η παλέτα άδειασε γιατί  η  περιπέτεια που λέγεται ζωή ολοένα γίνεται  φτηνή,  γεμάτη εκπτώσεις. Ένας καθημερινός βιασμός από εκείνους, που επειδή δεν διαθέτουν δικούς τους οργασμούς,  αρπάζουν το δικό σου».
Ο Λίνος όση ώρα ξεσπούσε τον θυμό της έμενε σιωπηρός, νοιώθοντας συνάμα και μια τρυφεράδα να τον κατακλύζει, γι αυτό το ασφυκτικά ελεύθερο πλάσμα, που πάλευε με νύχια και με δόντια να βρει πάλι κείνη τη δύναμη που θα το κάνει να πετάξει.
«Χαίρομαι που δεν στρέφεις πια τον θυμό μέσα σου και τον ξεσπάς. Είναι καλό δείγμα»  λέει ο Λίνος μόλις εκείνη σταμάτησε.
«Ναι.. Καλό δείγμα δεν λέω. Αλλά έτσι πως έχω πάρει φόρα  θα  πληρώσει τον θυμό μου και αθώος κόσμος και δεν κάνει».
Ο Λίνος γελά.
«Γελάς ε; Δεν έχεις κι άδικο. Για γέλια είμαι.» του λέει κουνώντας το κεφάλι της.
«Δεν είσαι  για γέλια. Απλά είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει με σένα»
«Ποιο βρε Λίνο;»
«Να εκεί που φορτσάρεις και  μιλάς σοβαρά, πετάς κάτι κι αμέσως  αποφορτίζεις την ατμόσφαιρα. Αυτό μου αρέσει σε σένα.»
«Είναι η άμυνα μου. Ας κάνω κι αλλιώς.»
«Και όχι μόνο. Αυτό δείχνει πως δεν είσαι μονοσήμαντη, οι καθρέφτες σου πολλοί»
«Μόνο που οι πολλοί καθρέφτες μου είναι η αιτία  για το  ολοκληρωτικό μου μπέρδεμα».
«Όχι Αερικό. Είναι η αιτία  που είσαι μοναδική» της αντιγύρισε και της χάιδεψε  τα μαλλιά.
Η νύχτα σιγά σιγά άρχιζε να τους τυλίγει και το φεγγάρι είχε ήδη  ανατείλει.
«Αερικό, τι λες;  Δεν είναι ώρα να πηγαίνουμε;»
«Εσύ αν θέλεις μπορείς να φύγεις. Εγώ θα μείνω εδώ ώσπου να  πάρω το λεωφορείο για το λιμάνι».
«Δεν θα είσαι καλά να πιστεύεις πως θα σε αφήσω εδώ. Θα σε φιλοξενήσω στο γιατάκι μου, κι όταν έρθει η ώρα  θα σε πάω  με τη βάρκα στο λιμάνι».
Η Βίκυ αιφνιδιασμένη από τη πρόταση του, μένει για λίγα λεπτά σκεφτική.
Ο Λίνος βλέποντας τον δισταγμό της  δεν θέλει να τη πιέσει.
«Καλά, σε αφήνω να σκεφτείς και να αποφασίσεις. Θα πάω μέχρι τη βάρκα και θα περιμένω σινιάλο σου», της λέει και φεύγει.
Πριν προλάβει να απομακρυνθεί αρκετά η Βίκυ τον φωνάζει.
«Λίνο περίμενε, θα έρθω μαζί σου»  και σηκώνεται αποφασισμένη. Ο,τι είναι να ζήσει ας το ζήσει μέχρι το τέλος.

Το γιατάκι  του Λίνου ήταν κρυμμένο σε κάποιο όρμο πίσω από την παραλία της Πευκιάς.
Μια ξύλινη καλύβα που από τα πρώτα κιόλας λεπτά σε πηγαίνει σε αλλοτινούς καιρούς. Τότε που ακόμα οι άνθρωποι ζούσαν και λειτουργούσαν χωρίς τις παρεμβάσεις του πολιτισμού.
«Μου φαίνεται απίστευτο», είπε η Βίκυ έκπληκτη μόλις αντίκρισε  το λιτό μικρό χώρο της καλύβας να φωτίζεται  μόνο από το αχνό φως μιας  λάμπας που είχε ανάψει ο Λίνος λίγο πριν μπουν μέσα.
 «Ποιο;»  τη ρώτησε αφήνοντας τη λάμπα πάνω στο ξύλινο τραπέζι.
 «Πως αντιστέκεσαι σθεναρά σε αυτό που λέμε πολιτισμό» του απάντησε  η Βίκυ, ενώ δεν σταματούσε λεπτό να περιεργάζεται κάθε γωνιά του δωματίου.
 Ο Λίνος δεν σχολίασε τη κουβέντα της. Πήρε τα πράγματά της  και τα  ανέβασε στη μικρή σοφίτα που προφανώς εκεί  ήταν η κάμαρή του.
Η Βίκυ στάθηκε μπροστά από το ανοικτό παράθυρο, βλέποντας  το φεγγάρι ν΄αντιφεγγίζει στην ήρεμη θάλασσα.
«Επ! τι κάνεις εκεί; Ρομαντζάρεις;» τη ρωτά ο Λίνος που μόλις είχε  κατέβει.
 «Σκεφτόμουν» του λέει η Βίκυ συνεχίζοντας να κοιτά έξω από το ανοικτό παράθυρο.
«Μα καλά αυτό το μυαλουδάκι δεν σταματά καθόλου να σκέφτεται και να βασανίζεται; Τι σκεφτόσουν;»
«Πως θέλει μαγκιά αυτό που κάνεις» του είπε η Βίκυ.
 «Μαγκιά που ζω  έξω από τον πολιτισμό;»
«Όχι, που ζεις έξω από τη προκάτ ζωή.  Τα καθιερωμένα δηλαδή.»
«Αερικό μη φτιάχνεις μύθους.» 
«Γιατί το λες;» τον ρωτά γυρίζοντας προς τη μεριά του.
«Γιατί μπορεί αυτό που κάνω να μην είναι μαγκιά αλλά φόβος να βρίσκομαι εκεί έξω μαζί με σένα και με τον υπόλοιπο  κόσμο».
«Μήπως ο καθένας μας δεν κρύβει  ένα προσωπικό τόπο εξορίας, που μόλις ζορίζεται,  πάει εκεί και κουρνιάζει;» ρωτάει η Βίκυ κι αναστενάζει.
«Όχι όμως για πάντα. Κάποια στιγμή τολμά και βγαίνει έξω πάλι»
«Και θες να πεις πως εσύ   δεν…;»
«Σςς! Ας μη μιλήσουμε άλλο»  της είπε βάζοντας τη παλάμη του στα χείλη της. «Πήγαινε πάνω στη σοφίτα να ξεκουραστείς. Άφησε τον εαυτόν σου για λίγο  να αφουγκραστεί τους ήχους της νύχτας, κι εγώ θα μείνω εδώ να φτιάξω κάτι πρόχειρο να φας, γιατί είμαι σίγουρος πως πεθαίνεις της πείνας»
«Όχι Λίνο, μη μπαίνεις σε φασαρία. Εγώ απλά ήρθα να σε δω και να τα πούμε»
«Αερικό δεν θέλει μόνο  η ψυχή τροφή, αλλά  και το σώμα. Πήγαινε τώρα» της είπε τρυφερά, «και θα σε φωνάξω όταν είναι έτοιμο το φαγητό».
Η Βίκυ δεν επέμενε άλλο. Σιωπηλή ανέβηκε τη ξύλινη σκάλα. Φθάνοντας  στο τελευταίο σκαλοπάτι κοντοστάθηκε.
Μάλλον ονειρεύομαι, είπε στον εαυτόν της καθώς είδε τη σοφίτα να λούζεται  από το φως του φεγγαριού και απ’ το ανοικτό παράθυρο να μπαίνουν οι πνοές της νύχτας.
Μαγεμένη πλησίασε σχεδόν αθόρυβα τη γωνιά όπου αντίκρυ στο παράθυρο βρισκόταν καταγής το στρώμα, εκεί που ο Λίνος πέταγε στα όνειρά του, και κάθισε με τα γόνατα γέρνοντας το κορμό της πίσω. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στη ποδιά της, έπλεξε τα δάχτυλά της και σηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι προς τα πάνω, έκλεισε τα μάτια να πάρει όλη τη θετική ενέργεια που πλανιόταν γύρω της.
Έμεινε σε αυτή τη στάση αρκετά λεπτά.
Όταν αισθάνθηκε να έχει ελευθερώσει όλες της τις αισθήσεις, με ελαφρές κινήσεις ξάπλωσε πάνω στο στρώμα, ικανοποιημένη που ήταν και  πάλι ζωντανή.
Ο Λίνος μόλις τελείωσε το μαγείρεμα κι έστρωσε το τραπέζι, αλαφροπατώντας τα σκαλοπάτια ανέβηκε στη σοφίτα. Πλησίασε κοντά της και  γονάτισε προσεκτικά  στην άκρη του στρώματος. «Αερικό...», είπε σιγανά πάνω απ’ το κεφάλι της. Καθώς είδε να μη βγαίνει από τον βαθύ της ύπνο, σηκώθηκε κι αθόρυβα πλησίασε στο παράθυρο. Κάθισε στο περβάζι κι έχοντας  το βλέμμα του καρφωμένο πάνω στο γαληνεμένο και φεγγαροφώτιστο πρόσωπό της αφουγκραζόταν την ανάσα της. Χαμογέλασε πιάνοντας τη καρδιά του να φτερουγίζει το ίδιο τρελά με κείνου του έφηβου στο πρώτο του σκίρτημα.
«Γέρο Λίνο, παλάβωσες» μονολόγησε για  επαναφέρει τον εαυτόν του στη τάξη.
«Είσαι πολύ ώρα εδώ;» ακούει τη φωνή της Βίκυς να τον ρωτά και πετάγεται αμέσως.
«Όχι, Αερικό. Ήρθα να σου πω πως το φαγητό είναι έτοιμο» της είπε και σηκώθηκε να φύγει.
«Μη φεύγεις. Σε παρακαλώ γείρε δίπλα μου για λίγο», του είπε  χωρίς να σαλέψει.
Εκείνος υπάκουσε και έγειρε  διακριτικά δίπλα της.
«Σ΄ ευχαριστώ για την ανάσα που μου προσφέρεις» του είπε  αχνά
«Αερικό κάπου χρειάζεται να ξαποσταίνεις λίγο, και ν’ ακουμπάς σε ένα ακρόκλωνο».
«Εκεί έξω δεν υπάρχουν  ακρόκλωνα».
«Μην απελπίζεσαι»την παρηγόρησε ο Λίνος, κι ένα νέο κύμα τρυφερότητας τον κατέκλυσε για κείνη.
«Η ελπίδα είναι τροχοπέδη που  μας βάζει να περπατάμε σε λάθος μονοπάτια».
«Αυτών των άλλοθι;» τη ρωτά.
«Ναι. Αλλά ας μη μιλήσουμε άλλο γι αυτά. Σε λίγο φεύγω και θα πρέπει πάλι απ’ το τίποτα ν’ αντλώ τη δύναμή μου.  Κουράστηκα.  Σε παρακαλώ πάρε με μια αγκαλιά. Μόνο μία Δεν μου ξαναέτυχε άνθρωπος, που από το κορμί και τη ψυχή του, ν’ αναδύεται τέτοιο  άρωμα ζωής σαν το δικό σου».
«Αερικό μην παραδοθείς εκεί έξω και χάσεις τις πνοές, τους ήχους, και τα χρώματα σου. Μείνε αληθινή» της αποκρίθηκε  κι άνοιξε την αγκαλιά του.


Η Βίκυ στο μπαρ του πλοίου κοιτούσε γύρω αφηρημένα. Στο μυαλό της συνέχεια τριγυρνούσε η σκέψη της Τζίνας. Που να  είναι άραγε; σκέφτηκε και πήρε το ποτήρι με το ουίσκι της.
Κάθισε νευρικά σε ένα τραπεζάκι κι άναψε τσιγάρο. Ξαφνικά ένοιωσε κάποιον να την παρατηρεί. Ένας ξεροψημένος τουρίστας, που έμοιαζε Σκανδιναβός, τη κοιτούσε με το θολό, από αλκοόλ προφανώς,  βλέμμα  του. 
Αει σιχτίρ και συ ξανθόψειρα, σκέφτηκε κρατώντας με κόπο τη διάθεσή της να τον βρίσει.  
Εκείνος σηκώθηκε, και με το βήμα του «καταξιωμένου» εραστή τη πλησίασε. Στήριξε τις παλάμες του πάνω στο τραπέζι και της ψιθύρισε με σπασμένα αγγλικά: «Κερνάω ποτό».
«Άντε χάσου βλαμμένε» του απαντά σε άπταιστα ελληνικά, και παίρνοντας το ποτήρι της ανεβαίνει στο κατάστρωμα. Δεν είχε καμία διάθεση για καμάκι, παρ’ ότι ο τύπος ήταν άπαιχτο μανούλι.

Η αυγή δεν είχε ροδίσει ακόμα. Αγουροξυπνημένοι γλάροι φτερούγιζαν γύρω από το πλοίο αναζητώντας τροφή.
Κάποιοι φτωχοτουρίστες κοιμόντουσαν μέσα σε σλήπινγκ μπαγκς χυμένοι στους σιδερένιους πάγκους. Η Βίκυ κατευθύνθηκε κοντά στη πλώρη του καραβιού κι ακούμπησε τους αγκώνες της αγναντεύοντας το πέλαγος. Εκεί στην απόλυτη νιρβάνα της ένοιωσε ένα χέρι να την σκουντάει.
«Μου δανείζετε λίγο από το ποτό σας… κυρία μονοφαγού;»
Παραισθήσεις έχω σίγουρα παρ’ ότι  δεν έχω πιει πολύ.  Διάολε αυτή είναι η φωνή της Τζίνας, σκέφτεται και γυρνάει πίσω.
Σχεδόν άφωνη και με γουρλωμένα μάτια αντικρίζει τη Τζίνα σκεβρωμένη από το κρύο και με κόκκινα από την αϋπνία μάτια.
«Τώρα τα έχω δει όλα. Ή δεν τα έχω δει;» τη ρωτάει και αγκαλιάζονται.
Έμειναν έτσι αρκετά λεπτά απελευθερώνοντας τα παραπονεμένα τους δάκρυα.
«Τι γυρεύεις στο μεσοπέλαγο;» ρωτάει η Τζίνα
«Εγώ τι γυρεύω, ή εσύ;» της λέει η Βίκυ, και της δίνει το ποτό της.
Η Τζίνα το πίνει μονορούφι.
«Μήπως ήθελες και συ;» τη ρωτάει και χαμογελάει.
«Και να ήθελα πάει τώρα, μου το ήπιες παλιορουφήχτρα».
«Λοιπόν, πάμε να με κεράσεις άλλο ένα, γιατί είμαι στεγνή από ποτό κι από τσιγάρο» λέει, ενώ συγχρόνως σηκώνεται βαδίζοντας προς τη σκάλα.

Κατέβηκαν στο μπαρ και έπιασαν μια απόμερη θέση.
«Ποια ρωτάει πρώτη;» είπε ανυπόμονα η Τζίνα
«Εγώ, άλλωστε το δικαιούμαι» της αποκρίνεται η Βίκυ. «Λοιπόν  ποιος άνεμος σε έφερε στο πλοίο μου;»
«Θα σου απαντήσω με δύο λέξεις : Δημοσθένης Πάνδανος».
«Δεν το διανθίζεις λιγάκι γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα»
«Χα χα , διανθίζεις; Να στο κάνω explain δηλαδή;»
«Νομίζω πως ναι!»
Άρχισε λοιπόν η Τζίνα να της διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τη περιπέτειά της με τον Πάνδανο και την αυτοκτονία του. Η Βίκυ παράγγειλε νέο γύρο ποτών. Δεν πίστευε στα αυτιά της.
«Μήπως τα έπαιξες από το κρύο μάτια μου; Είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα; Αλήθεια  λες;»
«Όχι ψέματα λέω. Είπα ξαφνικά να κάνω ένα τούρ κατάστρωμα και να ψοφήσω από το κρύο, με την ελπίδα να σε συναντήσω και να σε φρικάρω. Εσύ τι λες ρε βλήμα είναι αστεία αυτά;»
«Τώρα που σε βλέπω σε αυτή την  (βρωμό)κατάσταση μάλλον σε πιστεύω» της λέει πιάνοντας τη μύτη της, και λύνεται στα γέλια
«Άμα τελειώσεις το γέλιο σου, πες μου και τη δική σου ιστορία να γελάσω και εγώ. Γιατί θα γελάσω είμαι σίγουρη. Λέγεε επιτέλους!» της λέει ανυπόμονα η Τζίνα.
Η Βίκυ σοβαρεύτηκε και άρχισε να της διηγείται όλα όσα συνέβησαν.
Η Τζίνα ενώ την άκουγε με προσοχ,ή όταν έφτασε στο επεισόδιο Φατσέα άρχισε να γελάει. «Συγνώμη Βικάκι αλλά… φάτσα η Φατσέα».
«Τζίνα σοβαρέψου σε παρακαλώ και άκουσε τη συνέχεια» της είπε η Βίκυ με τέτοιο ύφος που η Τζίνα αμέσως επανήλθε.
Η Βίκυ πίνει μια γουλιά από το ποτό της και με τρεμάμενη φωνή αφηγείται το επεισόδιο με τον Πάρη.
«Το καθίκι. Μιλάς σοβαρά;  Και δεν του έσπασες τα μούτρα;»
« Του τα κατέβασε με τα νύχια μου» της είπε η  Βίκυ
«Καλά του ξηγήθηκες, και;.. »
Η Βίκυ συνέχισε την αφήγηση της ως το τέλος. Η Τζίνα τη κοιτούσε έκπληκτη και δεν έβγαζε άχνα.
«Και νάμαι εδώ λοιπόν σώα και “φρενοβλαβής”, να πίνω ποτό με την ανισόρροπη φίλη μου»,  της λέει η Βίκυ και ανάβει τσιγάρο.
Στέκονται μερικά λεπτά  χωρίς να μιλούν. Κοιτάζει η μια την άλλη επικοινωνώντας με τον γνωστό τους κώδικα και… ξεσπούν σε γέλια.
«Ανάδρομοι οι πλανήτες Βικάκι»
«Και… κατά που πέφτουν να φάνε μούντζωμα!»
«Όπως καταλαβαίνεις καλή μου, η μετά Πάνδανον και Πάρη εποχή, μου φαίνεται “χλωμή”, ήτοι “ταμείο ανεργίας”»
«Ήδη έχω αποφασίσει τι θα κάνω. Δεν θέλω να υπηρετώ τη μουσική τέχνη κάτω από τέτοια παράνοια. Θα παραιτηθώ αύριο κιόλας»
«Χα χα! Είσαι παραιτημένη ήδη, δεν το έχεις καταλάβει βρε ούφο;»
«Αλήθεια. Για να έχουμε καλό ρώτημα, που είναι ο Αντρίκος;» την ρωτάει αλλάζοντας κουβέντα.
«Σπουδάζει σκυλάδικα στον κύριο Μάκη»
«Δεν το πιστεύω… πάει μου τον χάλασες»
«Θα τον ξαναφτιάξεις τώρα που θα είσαι άνεργη, μην ανησυχείς» της λέει η Τζίνα γελώντας με νόημα.

Έχει ήδη ξημερώσει και τα πρώτα φώτα από το λιμάνι του Πειραιά έχουν αρχίσει να φαίνονται.
Στο μπαρ άρχισε να σερβίρεται πρωινό, και η τηλεόραση παίζει τις πρώτες ειδήσεις της μέρας.
«Σςς! περίμενε να ακούσουμε», λέει ξαφνικά η Τζίνα στη Βίκυ.
 «Με οξύ αναπνευστικό επεισόδιο προσκομίσθηκε ο Φιντέλ Κάστρο σε νοσοκομείο της Αβάνας και η κατάστασή του θεωρείται κρίσιμη…»
«Ρε μαλάκα, λες να πεθάνει πριν προλάβουμε να πάμε Κούβα;» αναρωτιέται η Τζίνα.
«Πάει και ο τελευταίος των «μοικανών» γαμώτο!» λέει η Βίκυ πικραμένη.
«Πάμε Κούβα; Έτσι και αλλιώς απολυμένη είσαι»
«Ναι, αλλά εσύ  δεν είσαι απολυμένη»
«Μόλις έγινα. Βαρέθηκα έτσι και αλλιώς τις διορθώσεις»
«Αντέχεις τόσες  ώρες πτήση;» τη ρωτάει η Βίκυ που ξέρει πως φοβάται τα αεροπλάνα
«Αφού την  “πήδηξα” απ’ τον Πάνδανο, δεν φοβάμαι τίποτα πια!».
«Πάμε δηλαδή Κούβα;» είπαν ταυτόχρονα και οι δύο… «Φύγαμε!».



«Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη.. » λέει η Τζίνα  στη Βίκυ καθώς περιμένουν την αναγγελία της πτήσης τους για Κούβα.
«Λες, να γευτούμε τον έρωτα κάτω από τους ρυθμούς της σάλσα;» συμπληρώνει η Βίκυ.
«Εγώ λέω να γευτούμε καμιά  κουβανέζικη «σάλτσα», και άσε τους έρωτες ονειροπαρμένο»
«….. Από άγνοια ευφάνταστη τα έχει όλα παρατάξει πρώτο πλάνο…..» λέει η Βίκυ απαγγέλλοντας βαθυστόχαστα στίχους της  Κικής Δημουλά
«…..Απογοητεύσου ήσυχα. Ήρεμα δέξου να κοιτάς σταματημένο το ρολόι. Λογικά απελπίσου πως δεν είναι ξεκούρδιστο, ότι έτσι δουλεύει ο δικός σου χρόνος… Με αγάπη Τζίνα!»










































  











 









 


     



  










Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...