Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

8 Μάρτη- Πρωτοπόρες Γυναικείες μορφές




Είναι πολλές οι Πρωτοπόρες Γυναικείες μορφές που άρθρωσαν λόγο... ας σκύψουμε σε μερικές απ' αυτές να πάρουμε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσουμε το δικό μας δύσκολο δρόμο... 

 Καλλιρρόη Παρρέν
Η Καλλιρρόη Παρρέν (Ρέθυμνο, 1861 – Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 1940), το γένος Σιγανού, ήταν δημοσιογράφος λογία και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1867). Αρχικά φοιτά στο σχολείο Σουρμελή και στην συνέχεια στην Γαλλική σχολή των Καλογραιών στον Πειραιά . Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Έχοντας την υποστήριξη του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος την ενθάρρυνε στους αγώνες της, αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας όταν το 1888 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.
Η Καλλιρρόη Παρρέν αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή τότε συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891 και 1896) στο πρώτο των οποίων είχε προεδρεύσει ο φιλόσοφος Ζυλ Σιμόν. Το 1893 αντιπροσώπευσε τις Ελληνίδες στο Διεθνές Συνέδριο του Σικάγου και το ίδιο έτος μετά την επιστροφή της ίδρυσε την "Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών" προς βοήθεια περισσότερο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των απόρων γυναικών. Ίδρυσε επίσης πολλά κοινωφελή ιδρύματα και οργανώσεις όπως τη "Σχολή της Κυριακής, απόρων γυναικών και κορασίδων" (1890), την οποία και έθεσε υπό την προστασία (αιγίδα) και προεδρεία της Βασίλισσας Όλγας, το "Άσυλο Ανιάτων Γυναικών" μαζί με την Ναταλία Σούτσου το (1896), το "Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης" και την "Ένωση των Ελληνίδων" υπό την διεύθυνση της Αικατερίνης Λασκαρίδου, και δύο χρόνια μετά τον "Πατριωτικό Σύνδεσμο" (1898), ενώ δεν έπαψε και τις κινήσεις υπέρ της παροχής ίσων ευκαιριών συμμετοχής στην εκπαίδευση και την πολιτική ζωή της χώρας, στις γυναίκες, που όλες δυστυχώς από τις κρατούσες τότε κυβερνήσεις ατύχησαν.
Επίσης, πάθος της για την αναγέννηση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, την οδήγησε το 1911 να δημιουργήσει το «Λύκειον των Ελληνίδων», το οποίο ξεκίνησε κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, την καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση παραδοσιακών χορών, ενώ η δράση του είναι γνωστή μέχρι και σήμερα, αριθμώντας σε Ελλάδα και εξωτερικό πολλά μέλη.
Μετά από δικά της διαβήματα, η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, όταν πλέον αυτό είχε γενικευθεί στην Ευρώπη. Επίσης, η Παρρέν ήταν η πρώτη που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, ήδη από τη δεκαετία του 1890, που όμως καμία κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε, ούτε του Βενιζέλου, ούτε του Παπαναστασίου, μέχρι που κατέληξε να γίνει πραγματικότητα μετά από 70 χρόνια.
Τελικά το 1949 οι Ελληνίδες μετά από πολλούς αγώνες και πιέσεις αποκτούν το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις δημοτικές εκλογές, το οποίο είχαν μόνον οι εγγράμματες άνω των 30 ετών, απόφαση η οποία επεκτάθηκε το 1952 και για τις βουλευτικές εκλογές. Η Ελένη Σκούρα, εκλέχθηκε το 1953 σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη με τον συνδυασμό «Ελληνικός Συναγερμός» που μαζί με την Βιργινία Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»), υπήρξαν οι δύο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα στην Ελλάδα. Η πρώτη Ελληνίδα που κατέλαβε υπουργικό αξίωμα, ήταν η Λίνα Τσαλδάρη, σύζυγος του πολιτικού Παναγή Τσαλδάρη. Εκλέχθηκε βουλευτής στις εκλογές του 1956 και του 1958 και διατέλεσε υπουργός κοινωνικής πρόνοιας για την περίοδο 1956-1958.
Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραψε επίσης πολλά άρθρα, δοκίμια, τα μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήματα, όπως: "Ιστορία της γυναικός" (1889), "Η μάγισσα" (1901), "Το νέον συμβόλαιον" (1901), "Η νέα γυναίκα", "Η Χειραφετημένη" (1915) και "Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή"
52 χρόνια μετά το θάνατό της, στις 6 Ιουνίου 1992, η Καλλιρρόη Παρρέν τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, αριστερά της εισόδου προ των μεγάλων μαυσωλείων.
Πηγή: Βικιπαίδεια


Τάσος Λειβαδίτης, «Γυναίκες»
(απόσπασμα από το «Καντάτα 1960»)
“…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…”
(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, Κέδρος)

 Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου
 Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (το όνομά της παραδίδεται επίσης ως Μουτσάν ή Μουτσά, Ζάκυνθος 1801-1832) ήταν μία από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς. Το γνωστότερο έργο της είναι η Αυτοβιογραφία της, ενώ από τα υπόλοιπα έργα της (θεατρικά έργα και ποιήματα) έχουν σωθεί ελάχιστα.
Βιος
Οι γονείς της,Φραγκίσκος Μουτζάν και Αγγελική Σιγούρου, προέρχονταν από δύο από τις παλιότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Ζακύνθου. Η Μουτζάν από μικρή είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μάθηση και τα γράμματα και παρόλο που η εκπαίδευσή της ήταν περιορισμένη (είχε κατ’ οίκον δασκάλους τρεις κληρικούς), η ίδια με προσωπική μελέτη απέκτησε γνώσεις της αρχαίας ελληνικής, της ιταλικής και της γαλλικής γλώσσας. Παράλληλα επιδιδόταν στο γράψιμο ποιημάτων, θεατρικών έργων στα ελληνικά και τα ιταλικά και μεταφράσεων από την αρχαία ελληνική γραμματεία και επιθυμία της ήταν να μην παντρευτεί, αλλά να αφοσιωθεί στην μελέτη και την συγγραφή. Εξαιτίας των αντιρρήσεων της οικογένειάς της αντιπρότεινε να κλειστεί σε μοναστήρι ή να αποσυρθεί σε μία κατοικία της οικογένειας στην ύπαιθρο, όμως και αυτές οι επιθυμίες της δεν γίνονταν δεκτές από τους δικούς της. Μπροστά στην προοπτική να παραμείνει ανύπαντρη και να κατοικεί με τους γονείς της χωρίς να έχει το δικαίωμα να βγαίνει από το σπίτι, αποφάσισε να φύγει κρυφά από το νησί, αλλά μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα επέστρεψε χωρίς να την αντιληφθεί κάποιο μέλος της οικογένειάς της και τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και δεχτεί την επιθυμία των δικών της να παντρευτεί. Η ανεύρεση γαμπρού στην Ζάκυνθο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και γι’ αυτόν τον λόγο ο θείος της πρότεινε να ταξιδέψουν στην Ιταλία όπου θα ήταν πιο εύκολο να βρεθεί σύζυγος για την Ελισάβετ και την αδερφή της, που ήταν και αυτή σε ηλικία γάμου, όμως το ταξίδι δεν έγινε εξαιτίας μιας ασθένειας του πατέρα της. Εν τω μεταξύ βρέθηκε υποψήφιος σύζυγος, ο Νικόλαος Μαρτινέγκος, ο οποίος όμως καθυστερούσε την επισημοποίηση της γαμήλιας συμφωνίας με συνεχείς διαπραγματεύσεις για το ύψος της προίκας, αλλά τελικά ο γάμος τελέστηκε μετά από 16 μήνες, το καλοκαίρι του 1831. Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου πέθανε στις 9 Νοεμβρίου του 1832, δύο εβδομάδες μετά την γέννηση του γιου της.
Έργο
  Η Ελισάβετ Μουτζάν, εκτός από την αυτοβιογραφία που είναι το πιο γνωστό και αξιόλογο κείμενό της, έγραψε πάνω από 15 θεατρικά έργα, στην ελληνική και την ιταλική, μετέφρασε αρχαία κείμενα και συνέθεσε κάποια ποιήματα. Η Αυτοβιογραφία της εκδόθηκε από τον γιο της Ελισαβέτιο το 1881, με κάποιες περικοπές, σε έναν τόμο μαζί με δικά του ποιήματα. Η αξία του έργου έγκειται κυρίως στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιείται. Από τα άλλα έργα της έχουν σωθεί ελάχιστα, μία κωμωδία με τίτλο Φιλάργυρος, κάποια ιταλικά κείμενα, 20 επιστολές, ο πρόλογος μιας πραγματείας «Περί Οικονομίας», τα ποιήματα Ωδή εις το πάθος του Ιησού Χριστού και Εις την Θεοτόκον και αποσπάσματα μεταφράσεων από τον Προμηθέα Δεσμώτη, την Οδύσσεια και τις Ικέτιδες.
Πηγή:Βικιπαίδεια


Μελίνα Μερκούρη | «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος»
Γιάννης Ρίτσος
(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη
γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει
φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.
Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις
ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η
Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):
Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να’ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.

Μαριέτα Γιαννοπούλου-Μινώτου
Διάδοχος της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου, η Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτου: Και το δικό της αρχείο, μαζί με τη βιβλιοθήκη - που υπήρξε πνευματικό της φυτώριο - και πλήθος καλλιτεχνικοί θησαυροί που στεγάζονταν στο πατρικό της σπίτι - μαζί μ' ένα τμήμα δική της ανέκδοτης δουλιάς χάθηκαν επίσης στους σεισμούς του '53. Ομως αυτή ήταν πιο τυχερή: Είχε ήδη μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος του αρχείου της και της δουλιάς της στην Αθήνα...
Τεράστια η πνευματική προσφορά σε όγκο και σε ποιότητα της Μαριέττας Γιαννοπούλου - Μινώτου, όχι μόνο για τον επτανησιακό, αλλά πλατύτερα για τον νεοελληνικό πολιτισμό. Οχι μόνο τίμησε την τραγική συμπατριώτισσά της, αλλά πρόβαλε με την πένα, το λόγο και τις εκδόσεις την επτανησιακή λογοτεχνία και τέχνη, καθώς και το λαϊκό πολιτισμό του νησιού της. Σπουδαία λαογράφος, πεζογράφος, ιστοριοδίφης, μεταφράστρια και εκδότρια, πήρε μέρος στο γυναικείο κίνημα της εποχής της και ανέδειξε στα ιστορικά της κείμενα το ρόλο του επαναστατικού λαϊκού στοιχείου. Ομως, παρόλο που τιμήθηκε από διάσημους ποιητές όσο ζούσε - της αφιέρωσαν ποιήματά τους ανάμεσα σε άλλους ο Παλαμάς, ο Μαλακάσης, ο Σημηριώτης - σε συνέχεια η προσφορά και το έργο της ξεχάστηκαν - ή μάλλον αγνοήθηκαν. Για πρώτη φορά, σαράντα χρόνια μετά το θάνατό της, κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα στη μνήμη της από τα  «Επτανησιακά φύλλα» που εκδίδει ο ακούραστος Ζακυνθινός ερευνητής και λογοτέχνης Διονύσης Σέρρας: Τετρακόσιες σελίδες με έρευνα σε πλήθος αρχεία, φωτογραφίες, σπάνια κείμενα και αναφορές στο έργο της από σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες. Συμπαραστάτες σ' αυτή την απόδοση χρέους προς τη σπουδαία Ζακύνθια ιστορικό και συγγραφέα, ο γιος τής Μαριέττας, αρχαιολόγος και φιλόλογος Διονύσης - Αγγελος Μινώτος και η σύζυγός του, ιστορικός και πρώην επιμελήτρια του Ιστορικού Εθνολογικού Μουσείου Μαρία Λαδά - Μινώτου...
Επαναστατημένη σκέψη
Οι γονείς της Μαριέττας δεν την εμπόδισαν να μορφωθεί όσο ήθελε, όπως έκαναν οι γονείς της Μαρτινέγκου. Αντίθετα, από τα δέκα της χρόνια είχε κοντά της σαν δάσκαλο τον Κερκυραίο λόγιο και ιστοριοδίφη Σπύρο Δε-Βιαζη που της δίδαξε ιταλική, αγγλική και γαλλική φιλολογία και τη στήριξε σε συνέχεια στην αντίθεσή της με το ζακυνθινό κοινωνικό κατεστημένο. Με δική του προτροπή στέλνει το 1910 το πρώτο της κείμενο στη «Διάπλαση των Παίδων» που το δημοσιεύει. Το 1917 πεθαίνει ο πατέρας της Ευστάθιος Γιαννόπουλος. Το 1921 η Μαριέττα εκδίδει το φεμινιστικό περιοδικό «Εύα Νικήτρια» στη Ζάκυνθο, σαν όργανο του Παραρτήματος Λυκείου Ελληνίδων. Το διευθύνει μέχρι το 1923 που κλείνει, για οικονομικούς λόγους, έχοντας προκαλέσει πολλές αντιδράσεις. «Ηταν, έγραφε η ίδια, η καλύτερη ανάμνηση, γιατί ήταν το πρώτο ξέσπασμα της επαναστατημένης σκέψης μου στο στενό περιβάλλον της επαρχίας με τους αρτηριοσκληρωτικούς διανοούμενους, που κάθε άλλο παρά καλόβλεπαν την πετυχημένη εμφάνισή μου στη λογοτεχνία». Κι αυτό ήταν φυσικό: «Οταν μια εικοσάχρονη, γύρω στα 1920 ασχολείται με την "ποιητική τέχνην του Οράτιου", με τις "Γυναίκες εις την Ιταλικήν Αναγέννησιν" και εκδίδει το περιοδικό "Εύα Νικήτρια" αντιμετωπίζεται, ακόμα και από την πολιτισμένη κοινωνία της Ζακύνθου, σαν φέρελπις μεν νέα, αλλά και σαν... επαναστάτρια» παρατηρεί στο αφιέρωμα των «Επτανησιακών φύλλων» ο λογοτέχνης και ιστορικός Νικίας Λούντζης.
Πραγματικά, πολλοί θα ήθελαν τη νέα γυναίκα να περιορίζεται στα οικιακά της καθήκοντα, ή στην πιο... ακραία περίπτωση να «λάμπει» σαν καλλιεργημένη οικοδέσποινα έχοντας κάποιο πνευματικό σαλόνι και εμπνέοντας άντρες διανοούμενους. Και βέβαια η νεαρή γυναίκα θα μπορούσε να περιοριστεί σε μια ανέμελη, άνετη ζωή. Ομως εκείνη προτίμησε να δημιουργήσει δικό της έργο, να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Και εργάστηκε σκληρά σ' όλη της τη ζωή, πληρώνοντας το τίμημα...
Για τον πολιτισμό
Το 1925 παντρεύεται το Ζακυνθινό Σπύρο Μινώτο, νομικό και λόγιο. Μαζί θα ταξιδέψουν στην Ιταλία, όπου η Μαριέττα γνωρίζεται με πνευματικούς ανθρώπους που θα γίνουν αργότερα συνεργάτες της. Μαζί με το σύζυγό της πρωτοστατούν στην οργάνωση των γιορτών για τα 100χρονα από το θάνατο του Ούγου Φόσκολου και την έκδοση του «Λευκώματος για τον Φόσκολο». Τον ίδιο χρόνο, το 1927, αρχίζει στη Ζάκυνθο η έκδοση του «Μηνιαίου φιλολογικού και καλλιτεχνικού» περιοδικού «Ιόνιος Ανθολογία» που διευθύνει η Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτου με υπεύθυνο έκδοσης και σύνταξης της ύλης τον σύντροφό της. Το 1930-'31 το ζευγάρι, μαζί και η «Ιόνιος Ανθολογία» μετακομίζουν στην Αθήνα. Η Μαριέττα έχει την πρωτοβουλία να αγοραστεί οικόπεδο για την ανέγερση στη Ζάκυνθο «Πάνθεου των ενδόξων Ζακυνθινών». Δωρίζει η ίδια χρήματα γι' αυτό το σκοπό, που όμως σε συνέχεια θα ναυαγήσει... Το 1931 γεννιέται και ο γιος τους Διονύσιος - Αγγελος. Θα τον βαφτίσει ο Αγγελος Σικελιανός, αφιερώνοντάς του το ποίημα «Το βρέφος». Το 1933 δημοσιεύεται η μελέτη της Μαριέττας για το «Ρεμπελιό των Ποπολάρων» και το 1934 τα «Τα τραγούδια από τη Ζάκυνθο» καθώς και η εργασία της για τις «Ομιλίες» (το λαϊκό Ζακυνθινό Θέατρο).
Ομως, το 1935 τη διεύθυνση της «Ιονίου Ανθολογίας» αναλαμβάνει ο Σπύρος Μινώτος. Το ζευγάρι βρίσκεται σε διάσταση και το 1936 θα πάρουν διαζύγιο. Η Μαριέττα δε θα σταματήσει να εργάζεται και να ερευνά αναζητώντας αδημοσίευτα, πρωτότυπα στοιχεία για τον επτανησιακό πολιτισμό. Συνεργάζεται με πλήθος περιοδικά, εφημερίδες, έχει αλληλογραφία και φιλικούς δεσμούς με μια πλειάδα πνευματικών ανθρώπων που υπήρξαν σύγχρονοί της (στα «Επτανησιακά φύλλα» δημοσιεύεται μέρος της αλληλογραφίας της με τους Κωστή Παλαμά, Γιάννη Ψυχάρη, Λεωνίδα Χ/Ζώη, Νίκο Κρανιδιώτη, κ.ά. Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος στάθηκε συμπαραστάτης σ' όλες τις προσπάθειές της).
Το 1951 γίνεται μέλος της Ενωσης Διανοουμένων Γυναικών Ελλάδας. Το 1952 χάνει τη μητέρα της και ίσως για πρώτη φορά η μαχητική Μαριέττα Γιαννοπούλου χάνει μαζί και το κουράγιο της και «νιώθει τα χρόνια να τη βαραίνουν», όπως εξομολογείται στο γιο της. Την αίσθηση της καταστροφής έρχονται να συμπληρώσουν οι σεισμοί με τον αφανισμό του σπιτιού της στη Ζάκυνθο και το χαμό του αρχείου της και της βιβλιοθήκης της.
Το 1956 εκδηλώνεται ο καρκίνος που θα την οδηγήσει στο θάνατο τον Απρίλη του 1962, σε ηλικία 62 χρόνων. Μέχρι το τέλος εργαζόταν, έδινε διαλέξεις, έγραφε...
Κοντά στο λαό
Παρά τις συντηρητικές καταβολές της η Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτου στάθηκε, με το λόγο και τα δημοσιεύματά της, κοντά στο λαό. Δεν περιορίστηκε στα κεκτημένα της τάξης της ούτε χρησιμοποίησε το φύλο της σαν άλλοθι. Φανατική οπαδός της δημοτικής σε δύσκολες εποχές διατραγωδεί στις επιστολές της προς τον Ψυχάρη την πολεμική που της έκαναν. Γύρισε βουνά και κάμπους αποθησαυρίζοντας τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες - από αγρότισσες - που χωρίς τη δική της συμβολή σήμερα θα είχαν χαθεί. Συνέτεινε στη διάδοση και ανάπτυξη του επτανησιακού πολιτισμού που φοβόταν - από τότε - ότι κινδύνευε να νεκρώσει. Γράφοντας για την Αγγλοκρατία στα Επτάνησα αναδεικνύει την αντιλαϊκή και απάνθρωπη στάση των αριστοκρατών, των «καταχθόνιων» που ήταν πουλημένοι στους ξένους και προσπαθούσαν να καταπνίξουν την επαναστατική διάθεση των συμπατριωτών τους, για να μη σηκώσουν κεφάλι ενάντια στη δική τους κυριαρχία. Στο «Ρεμπελιό των Ποπολάρων» - η πρώτη κοινωνική επανάσταση που έγινε στην Ελλάδα - καταγγέλλει την καταπίεση του λαού από το αρχοντολόι, που κατέληξε σε επανάσταση το 1628. Οι χωρικοί δανείζονταν για να ξεπληρώσουν υπέρογκα ποσά στους άρχοντες ή σάπιζαν στη φυλακή...
Για τον Ιάκωβο Λεοπάρντι, για τον οποίο έγραψε πολλά έργα, αναφέρει: «Είναι ο μεγάλος ποιητής του παγκόσμιου πόνου, ο μεγάλος σοσιαλιστής».
«Ο Φόσκολος, γράφει, απογοητεύεται για την εποχή του που παρασημοφορεί τραγουδιστές ευνούχους, είναι πεσιμιστής γιατί ο κόσμος δεν είναι γίγαντας, όπως τον θέλει η ελληνική φαντασία του... ένας πεσιμισμός αλλιώτικος, όχι σαν τον αρρωστημένο εκείνων, που κλαίνε αδιάκοπα για τη ζωή και ζητούν αδιάλλαχτα ως μόνη λύση το θάνατο...».
Αφοσιώνεται στη μελέτη για τον Κάλβο και το Σολωμό και τονίζει ότι η μάνα του τελευταίου λαϊκής καταγωγής, «με τα ελληνικά της νανουρίσματα και τα δημοτικά που του έλεγε, του φύτεψε τις ρίζες της γλώσσας του λαού από τα πρώτα βήματα της ζωής του». Για τον Σολωμό γράφει και θεατρικό έργο που επρόκειτο να γίνει σενάριο για τον κινηματογράφο αλλά τελικά ματαιώθηκε. (Το 1963 μετά το θάνατό της θα εκδοθεί από το γιο της).
Υμνος στη γυναίκα
Στα γραπτά της θα υμνήσει τη γυναικεία εργασία που τότε πολλοί την κατέκριναν, δίνοντας έμφαση στη βιοποριστική δουλιά των απλών γυναικών. Στα κείμενά της προβάλλει την ιστορία των γυναικών, κάνει ομιλίες για τη μητέρα του Φόσκολου, την Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου. Το 1951 δημοσιεύει στο περιοδικό «Αλκυονίδες» εργασία της για τη Μαρτινέγκου. (Το 1956 θα ακολουθήσει ο λογοτέχνης και μελετητής Κ.(Κονίδης) Πορφύρης, από τους πρωτεργάτες της προοδευτικής, αριστερής «Επιθεώρησης Τέχνης» που με έξοδά του θα εκδώσει για δεύτερη φορά μετά από 75 χρόνια την αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου, με δική του εισαγωγή, σχόλια και ιστορικές σημειώσεις). Η Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτου γράφει βιβλίο για την «Ισαβέλλα Θεοτόκη - η μεγάλη εμπνεύστρια» (1959). (Η Κερκυραία λόγια έκανε το σπίτι της ορμητήριο κατά των Αυστριακών κατακτητών).
Υπογράφει σαν «Επτανήσια» και «Χειραφετημένη» και παίρνει μέρος με κείμενό της στο πρώτο γυναικείο συνέδριο που έγινε το 1921 στην Ελλάδα, ενώ το 1929 παρακολουθεί το συνέδριο για την ειρήνη και το 1930 τις δεύτερες Δελφικές γιορτές. Μετά από πρότασή της οργανώνεται στην Αθήνα, το 1930, στην Ενωση Συντακτών η πρώτη εβδομάδα ελληνικού βιβλίου.
Σ' όλη της τη ζωή αγωνίστηκε με συνέπεια για τα δικαιώματα των γυναικών. Αντίστοιχη η απήχηση και στα έργα της. Μερικοί ενδεικτικοί τίτλοι: «Οι χωρικές μας» (1921), «Ο Βαλαωρίτης φεμινιστής» (1925), «Κριτική για την επαναστάτρια» του Ι. Κοντού (1954), «Οι γυναίκες της Κύπρου σαν ηρωίδες» (1955) κ.ά.
Πάνω από σαράντα χρόνια πνευματική διαδρομή, άγνωστη στη νέα γενιά, αλλά και στο γυναικείο κίνημα του οποίου υπήρξε πρωτοπόρος. Ευτυχώς η συνονόματη ερευνήτρια εγγονή της έχει αρχίσει την καταγραφή και παρουσίαση του αρχείου της. Χρειάζεται όμως, όπως τονίζει και ο Διον. Σέρρας, να εκδοθούν τα έργα της, να συγκεντρωθούν τα διάσπαρτα δημοσιεύματά της, να γίνει ανατύπωση του προοδευτικού περιοδικού «Εύα Νικήτρια», να εκδοθούν τα ζακυνθινά παραμύθια της, να παρουσιαστεί το άπαιχτο θεατρικό της έργο «Διονύσιος Σολωμός», να δοθεί το όνομά της σε ένα δρόμο της Ζακύνθου και να μελετηθεί -επιτέλους - το σύνολο του έργου της, ακόμα και η προσφορά της στο γυναικείο κίνημα...
Πηγές: «Περίπλους», τεύχος 51, αφιέρωμα στην Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου. «Επτανησιακά φύλλα»: Αφιέρωμα στη Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτού, τόμος ΚΒ, 3-4.
Ριζοσπάστης



Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Ο Μάρτης και τα χελιδονίσματα...!

"Aν κάνει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης πέντε - δέκα, να δεις το κοντοκρίθαρο πώς στρίβει το μουστάκι, να δεις και τις αρχόντισσες πώς ψιλοκλεισιρίζουν, να δεις και τη φτωχολογιά πώς ψιλοκοσκινάει"...






Μάρτης, ο πρώτος μήνας της άνοιξης...
Οι μητέρες δένουν ακόμα και σήμερα στα χέρια των παιδιών τους ένα βραχιόλι από πολύχρωμες κλωστές, που το λένε «μάρτη», για να μην τα «μαυρίσει» ο ήλιος. Είναι ένα μαγικό προφύλαγμα για τη νέα εποχική περίοδο. Το περίδεμα αυτό το φορούσαν τα παιδιά ως τη Ανάσταση ή ώσπου να πρώτο δουν χελιδόνι.
Το μήνα αυτό τα παιδιά έφτιαχναν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας, το οποίο στόλιζαν με ζουμπούλια. Έπειτα το γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σ' όλο το χωριό τραγουδώντας τραγούδια για τον ερχομό των χελιδονιών. Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά λεφτά, λάδι, κρασί, αλεύρι, σιτάρι. Τα λεφτά καθώς και τα προϊόντα αυτά τα αφιέρωναν τα παιδιά στην εκκλησία.

 Είναι σημαντικό ότι το έθιμο αυτό επιβιώνει από τους αρχαίους Έλληνες και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας όπως στη Μακεδονία, Θράκη, Δωδεκάνησα. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χελιδονίσματα» τα ανοιξιάτικα κάλαντα.

Το τέλος του Χειμώνα και τον ερχομό των χελιδονιών γιόρταζαν τα παιδιά από την αρχαιότητα με τα "χελιδονίσματα". Ο συγγραφέας Αθηναίος (2ος αιώνας μ.Χ.) έχει διασώσει ένα "χελιδόνισμα" που τραγουδούσαν τα παιδιά στη Ρόδο. Κρατώντας ένα ομοίωμα χελιδονιού, τριγύριζαν στην πόλη και ζητούσαν φιλέματα.

Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, το "ελληνικό" έθιμο της χελιδόνας θεωρήθηκε ειδωλολατρικό και στην αρχή απαγορεύτηκε από την εκκλησία. Παρ' όλα αυτά όμως τα παιδιά συνέχιζαν να τραγουδούν τον ερχομό της Άνοιξης και έτσι το έθιμο διατηρήθηκε όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα. Σε κάθε μεριά της Ελλάδας, την 1η του Μαρτη τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους για να καλωσορίσουν τα χελιδόνια τους, τους αγγελιοφόρους της Άνοιξης. Κρατούσαν στα χέρια τους ένα ξύλινο χελιδόνι και του κρεμούσαν στο λαιμό κουδουνάκια . Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα "χελιδονίσματα" ενώ τα κουδουνάκια συνόδευαν το τραγούδι τους.
Ήρθε ήρθε χελιδόνα
ήρθε και άλλη μεληδόνα
κάθισε και λάλησε
και γλυκά κελάηδησε:

Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,
και Φλεβάρη φοβερέ
κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις
καλοκαίρι θα μυρίσεις
Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις
πάλιν άνοιξη θ' ανθίσεις.
Σε άλλα μερη λένε:
«Του Μάρτη χελιδονίσματα»

Χελιδόνα έρχεται
από μαύρη θάλασσα
θάλασσα επέρασε
τη φωλιά δε ξέχασε
εν δυο, εν δυο.
Μάρτη, Μάρτη βροχερέ
και Απρίλη δροσερέ
τα πουλάκια κελαηδούν
τα δεντράκια φύλλα ανθούν
τα πουλάκια αυγά γεννούν
κι αρχινούν να τα κλωσούν.



Μαθαίνω για τα Χελιδονίσματα

Χαρακτηριστικό είναι ένα άλλο ανοιξιάτικο έθιμο της βροχής, που σχετίζεται με την ανησυχία του αγροτικού κόσμου για τη βροχή και γίνεται συνήθως λίγο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μαζεύονταν λοιπόν παιδιά μέχρι δεκαοκτώ χρονών και ορίζονταν με κλήρωση ένα από αυτά που το έντυναν με χόρτα.

Έπειτα έπαιρναν ένα παγούρι και ένα ποτήρι και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Στο κάθε έριχναν στο ντυμένο με χόρτα παιδί ένα ποτήρι νερό, το οποίο κουνιόταν με αποτέλεσμα να στάζει κάτω το νερό. Κάθε φορά έλεγαν την παρακάτω προσευχή:
«να βρέξει αγαπημένε Θεέ να μεγαλώσουν τα σπαρτά».


Πηγή: www.paidika.gr
Τα κάλαντα της Άνοιξης

και τα τραγούδια του Μάρτη...!





Ο Μάρτης Μάρτης μίλησε-Παντελής Θαλασσινός
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Ο Μάρτης, Μάρτης μίλησε και είπε πως θα αργήσει
έχει ακόμα δυο βροχές και μία να χιονίσει.
Ένα δεντράκι τ' άκουσε και πήγε να λυγίσει
του είπα να' χει υπομονή, το φόβο να νικήσει.

Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο.
πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα' ρθει ευλογημένο...

Ο Μάρτης χείλη έσκασε, στον ήλιο να γελάσει
είπε θ' αργήσει, μα θα' ρθεί ο κόσμος να χαλάσει.
Θα βάλει τ' Ανοιξιάτικα να ομορφύνει η πλάση,
στα μπλε και στα κατάλευκα θα βγει να παρελάσει.

Ό,τι αργεί κι ό,τι στη Γη είναι βαθιά κρυμμένο,
πάλι στο φως θα βαφτιστεί και θα' ρθει ευλογημένο.
..


Μάρτη μου καλέ μου μήνα
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Βασίλης Κουμπής

Είχα γράμμα του πως θα `ρθει
με τα σύννεφα του Μάρτη
και τα χελιδόνια
να κρεμάσει στο κατάρτι
τον καημό μου τον αντάρτη
που με πνίγει χρόνια.

Μάρτη μου καλέ μου μήνα
έλα πιο νωρίς
για ν' ανθίσουνε τα κρίνα
κρίνα της Λαμπρής.

Καλημέρα καλησπέρα
πέρασε και τούτ' η μέρα
μία μένει ακόμα
κι αύριο μόλις ροδίσει
θα `ρθει για να με ξυπνήσει
με φιλιά στο στόμα



Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη
Πουλόπουλος Γιάννης
Μουσική/Στίχοι: Γλέζος Γιάννης/Τζεφρώνης Διονύσης

Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη
το τρενάκι της ψυχής μου ξεκινάει
και στης νιότης με γυρίζει τα λημέρια
στα μεγάλα τα ζεστά μου καλοκαίρια

Τα γλυκά μου βασανάκια τ ανοιξιάτικα
μου ραγίζουν την καρδούλα κυριακάτικα

Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη
χελιδόνι η καρδιά μου και πετάει
και θυμάμαι κάτι αγάπες περασμένες
γελαστές και τρυφερές και πονεμένες





Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Άγγελος Σικελιανός, ο μέγας λυρικός μας ποιητής...


Η Λευτεριά είναι Γνώση, η γνώση Αγάπη και πια απ’ τη Γνώση τούτη δεν είν’ άλλη…
«ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ»





Ο Άγγελος Σικελιανός (14 Μαρτίου 1884  19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.

Βιογραφία

Ο Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά του καθηγητή γαλλικών Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Στεφανίτση. Οι ρίζες της οικογένειάς του εντοπίζονταν στην Κεφαλονιά και τη Βενετία.[1] Αποφοίτησε από το τετρατάξιο γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε ΌμηροΠίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, ΠλάτωναΑισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Το 1902, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια.
Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού η γνωριμία του το 1905 με την Αμερικανή Εύα Πάλμερ - η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία - την οποία νυμφεύθηκε το 1907 στο Μπαρ Χάρμπορ του Μέιν των ΗΠΑ. Το ζεύγος εγκαταστάθηκε το επόμενο έτος στην Αθήνα. Εκείνη την περίοδο ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος, η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο-σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ταυτόχρονα, το ίδιο έτος γεννήθηκε και ο γιος του Γλαύκος. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ο Σικελιανός θα επιστρατευτεί και θα συμμετάσχει ως απλός στρατιώτης στο μέτωπο της Ηπείρου.
Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης, που καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη ΖωήΗ Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ακολουθούν ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, της περιόδου 1917 - 1920, καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων .Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή. Το 1939 του απονεμήθηκε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο του 1938 για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το 1940, παντρεύτηκε την Άννα Καραμάνη, με τη συγκατάθεση τόσο της Εύας Πάλμερ όσο και του πρώην συζύγου της Καραμάνη.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου του 1943.
Tο 1943-1945 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου.
Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας:
·         Το 1946, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Anders Österling 
·         Το 1947, προτεινόμενος από τον Νίκο Βέη, που την ίδια χρονιά είχε προτείνει και τον Νίκο Καζαντζάκη με την σκέψη πως θα έπρεπε να βραβευτούν από κοινού
·         Το 1948, προτεινόμενος από μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Γραμμάτων, Ιστορίας και Αρχαιοτήτων της Σουηδίας Axel W Persson  και το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα και δημοσιογράφο Elin Wägner Την χρονιά εκείνη, ο Anders Österling, ο οποίος είχε προτείνει τον Σικελιανό το 1946, πρότεινε να μοιραστεί το βραβείο μαζί με τον νικητή εκείνης της χρονιάς Τ.Σ. Έλιοτ, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε.
·         Το 1949, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, συγγραφέα Sigfrid Siwertz
·         Το 1950, προτεινόμενος με δύο προτάσεις. Μια, με μοναδικό υποψήφιο τον ίδιο, από την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών  και μια, σε συνδυασμό ξανά με τον Καζαντζάκη, από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα Hjalmar Gullberg.
Ο Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια ημιπληγία  Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου που του προκάλεσε σημαντικές διαταραχές και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Βιογραφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


 O Άγγελος Σικελιανός απαγγέλει την Ιερά Οδό

Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα
ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου
μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει.
Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει
ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν
περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο
ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει
σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.
Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα
σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε
ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια
γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα
ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.
Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος
κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα
μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα
π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν
ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,
σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας
ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα
αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.
Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο
τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.
Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,
καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες
συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.
Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω
νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο
τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να
χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία
τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε
στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.
Ἡ μία,
(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,
μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο
τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω
μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη
ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν
ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,
αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,
μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,
γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της
πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.
Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,
σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο
μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο
ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα
τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα
τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα
στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!
Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη
ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα
῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας
στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο
ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες
φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια
τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,
νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της
γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται
ζωηρά.
K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,
ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες
στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·
ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.
Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία
τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,
δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα
μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα
δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες
ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.
Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.
Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,
καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος
κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.
Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,
καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου
μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι
τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια
τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.
K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:
«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα
ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,
κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,
θὰ γιορτάσουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια
πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος
νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,
καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα
βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε
πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη
ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,
ἕνα μούρμουρο,
κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:
«Θὰ ῾ρτει.»

Άγγελος Σικελιανός - "Παλαμάς!"

Παλαμᾶς (28 Φεβρουαρίου 1943)


Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!
Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνα βουνὸ
μὲ δάφνες ἂν ὑψώσουμε ὡς τὸ Πήλιο κι ὣς τὴν Ὄσσα,
κι ἂν τὸ πυργώσουμε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
ποιὸν κλεῖ, τί κι ἂν τὸ πεῖ ἡ δικιά μου γλώσσα;

Μὰ ἐσὺ Λαέ, ποὺ τὴ φτωχή σου τὴ μιλιά,
Ἥρωας τὴν πῆρε καὶ τὴν ὕψωσε ὡς τ᾿ ἀστέρια,
μεράσου τώρα τὴ θεϊκὴ φεγγοβολιὰ
τῆς τέλειας δόξας του, ἀνασήκωσ᾿ τον στὰ χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι ἀπάνω ἀπὸ μᾶς
ποὺ τὸν ὑμνοῦμε μὲ καρδιὰ ἀναμμένη,
πὲς μ᾿ ἕνα μόνο ἀνασασμόν: «Ὁ Παλαμᾶς!»,
ν᾿ ἀντιβογκήσει τ᾿ ὄνομά του ἡ οἰκουμένη!

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνας λαός,
σηκώνοντας τὰ μάτια του τὴ βλέπει…
κι ἀκέριος φλέγεται ὡς μὲ τ᾿ ἄδυτο ὁ Ναός,
κι ἀπὸ ψηλὰ νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.

Τί πάνωθέ μας, ὅπου ὁ ἄρρητος παλμὸς
τῆς αἰωνιότητας, ἀστράφτει αὐτὴν τὴν ὥρα
Ὀρφέας, Ἡράκλειτος, Αἰσχύλος, Σολωμὸς
τὴν ἅγια δέχονται ψυχὴ τὴν τροπαιοφόρα,

ποὺ ἀφοῦ τὸ ἔργο της θεμέλιωσε βαθιὰ
στὴ γῆν αὐτὴν μὲ μίαν ἰσόθεη Σκέψη,
τὸν τρισμακάριο τώρα πάει ψηλὰ τὸν Ἴακχο
μὲ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς γιὰ νὰ χορέψει.

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οἱ σημαῖες οἱ φοβερὲς
τῆς Λευτεριᾶς ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!





ᾨδὴ στὸ Μακρυγιάννη

Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε
Ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο, τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου σου
στὸν ἥλιο Μακρυγιάννη.

Κι᾿ ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή
Ἀπ᾿ τὴ μιά, τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,
καὶ δὲ θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω,
μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε».
Κι᾿ ἀπ᾿ τὴ δεύτερη πλευρά, γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι
τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου καὶ δὲ μὲ πῆρε,
ποὺ γιὰ τοῦτο τὸ θάνατο καταφρονῶ,
κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω».
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴν τὴ σπάθα
καὶ τέτοια διάβασε ἐπάνω της βαγγέλια.




 Ομπροs βοηθατε - Μ.Φαραντουρη - Πνευματικο Εμβατηριο

Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τὶ, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,
κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.
Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,
σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,
σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.
Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.
Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,
ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου.



Άγγελος Σικελιανός - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΙΙ (Andante mosso ) Μίκης Θεοδωράκης

Ερμηνεία: Λεωνίδας Καβράκος

Γιγάντιες σκέψεις, σὰ νέφη πύρινα ἢ νησιὰ πορφυρωμένα
σὲ μυθικὸν ἡλιοβασίλεμα, ἄναβαν στὸ νοῦ μου,
τὶ ὅλη μου καίονταν μονομιᾶς ἡ ζωὴ στὴν ἔγνοια
τῆς καινούργιας λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα. γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα:

Τοῦτο εἶναι τὸ φῶς τῆς νεκρικῆς πυρᾶς μου...

Δαυλὸς τῆς Ἱστορίας Σου, ἔκραξα εἶμαι, καὶ νά,
ἂς καεῖ σὰν δάδα τὸ ἔρμο μου κουφάρι, μὲ τὴν δάδα τούτην,
ὀρθὸς πορεύοντας, ὡς μὲ τὴν ὕστερη ὥρα,
ὅλες νὰ φέξουν τέλος οἱ γωνιὲς τῆς οἰκουμένης,
ν᾿ ἀνοίξω δρόμο στὴν ψυχή, στὸ πνεῦμα, στὸ κορμί Σου, Ἑλλάδα.

Εἶπα, καὶ ἐβάδισα
κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου συκώτι στὸν Καύκασό Σου,
καὶ τὸ κάθε πάτημά μου ἦταν τὸ πρῶτο,
κι ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο,
τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου,
τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκονταυε στὰ πτώματά Σου,
γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνεῦμα καθρεφτιζόταν,
σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἱματά Σου.

Ἐκεῖ, σὲ τέτοιον ἄλικο καθρέφτη. Ἑλλάδα, καθρέφτη ἀπύθμενο,
καθρέφτη τῆς ἀβύσσου, τῆς Λευτεριᾶς Σου καὶ τῆς δίψας Σου,
εἶδα τὸν ἑαυτό μου βαρὺ ἀπὸ κοκκινόχωμα πηλὸ πλασμένο,
καινούργιο Ἀδὰμ τῆς πιὸ καινούργιας Πλάσης
ὅπου νὰ πλάσουνε γιὰ Σένα μέλλει. Ἑλλάδα.

Πνευματικὸ Ἐμβατήριο

Στίχοι: Ἄγγελος Σικελιανός. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Α´ ἐκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη & Ἀντώνης Καλογιάννης (ντουέτο)


Σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι,
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας λευτεριᾶς σου, Ἑλλάδα,
μοῦ ἀναλαμπάδιασε ἄξαφνα ἡ ψυχὴ σὰν νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα, ἢ ὡς νἆχα, τ᾿ ἅγιο κελὶ
Τοῦ Ἡράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἔχαλκευσε τοὺς λογισμούς του
καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἄρματα στῆς Ἔφεσος τὸ Ναό...

Γιγάντιες σκέψεις, σὰ νέφη πύρινα ἢ νησιὰ πορφυρωμένα
σὲ μυθικὸν ἡλιοβασίλεμα, ἄναβαν στὸ νοῦ μου,
τὶ ὅλη μου καίονταν μονομιᾶς ἡ ζωὴ στὴν ἔγνοια
τῆς καινούργιας λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα. γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα:

Τοῦτο εἶναι τὸ φῶς τῆς νεκρικῆς πυρᾶς μου...
Δαυλὸς τῆς Ἱστορίας Σου, ἔκραξα εἶμαι, καὶ νά,
ἂς καεῖ σὰν δάδα τὸ ἔρμο μου κουφάρι, μὲ τὴν δάδα τούτην,
ὀρθὸς πορεύοντας, ὡς μὲ τὴν ὕστερη ὥρα,
ὅλες νὰ φέξουν τέλος οἱ γωνιὲς τῆς οἰκουμένης,
ν᾿ ἀνοίξω δρόμο στὴν ψυχή, στὸ πνεῦμα, στὸ κορμί Σου, Ἑλλάδα.

Εἶπα, καὶ ἐβάδισα
κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου συκώτι στὸν Καύκασό Σου,
καὶ τὸ κάθε πάτημά μου ἦταν τὸ πρῶτο,
κι ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο,
τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου,
τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκονταυε στὰ πτώματά Σου,
γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνεῦμα καθρεφτιζόταν,
σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἱματά Σου.

Ἐκεῖ, σὲ τέτοιον ἄλικο καθρέφτη. Ἑλλάδα, καθρέφτη ἀπύθμενο,
καθρέφτη τῆς ἀβύσσου, τῆς Λευτεριᾶς Σου καὶ τῆς δίψας Σου,
εἶδα τὸν ἑαυτό μου βαρὺ ἀπὸ κοκκινόχωμα πηλὸ πλασμένο,
καινούργιο Ἀδὰμ τῆς πιὸ καινούργιας Πλάσης
ὅπου νὰ πλάσουνε γιὰ Σένα μέλλει. Ἑλλάδα.

Κι εἶπα:
Τὸ ξέρω, ναὶ ποὺ κι οἱ Θεοί Σου,
οἱ Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατὶ τοὺς θάψαμε βαθειὰ βαθειά, νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.
Καὶ τὸ θεμέλιο διπλὸ στέριωσε κι᾿ ἐτριπλοστεριωσε
ὅλο μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω...
κι᾿ ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ τὸ τάμα
τοῦ νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ Σένα, Ἑλλάδα,
μέρες καὶ νύχτες τόσα ἀδέλφια σφάχτηκαν ἀνάμεσά τους,
ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα...

Μοίρα, κι ἡ Μοίρα Σου ὡς τὰ τρίσβαθα
δική μου κι᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἀγάπη, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη δημιουργὸ Ἀγάπη
νὰ ποὺ ἡ ψυχή μου ἐσκλήρυνεν,
ἐσκλήρυνε καὶ μπαίνει ἀκέρια πιὰ μέσα στὴ λάσπη
καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα Σου, νὰ πλάσῃ τὴ νέα καρδιὰ
ποὺ χρειάζεται στὸ νιό Σου ἀγώνα, Ἑλλάδα.
Τὴ νέα καρδιὰ ποὺ κιόλας ἔκλεισα στὰ στήθη
καὶ κράζω σήμερα μ᾿ αὐτὴ πρὸς τοὺς συντρόφους ὅλους.

Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τί, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,
κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.
Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,
σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,
σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.
Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.
Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,
ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου.

Ὀμπρὸς οἱ δημιουργοί.. Τὴν ἀχθοφόρα ὁρμή Σας,
στυλῶστε μὲ κεφάλια καὶ μὲ πόδια, μὴ βουλιάξει ὁ ἥλιος.
Βοηθᾶτε με κι ἐμένανε ἀδελφοί, νὰ μὴ βουλιάξω ἀντάμα..
Τί πιὰ εἶν᾿ ἀπάνω μου καὶ μέσα μου καὶ γύρα.
Τί πιὰ γυρίζω σ᾿ ἕναν ἅγιον Ἴλιγγο μαζί του...
Χίλια καπούλια ταῦροι τοῦ κρατᾶν τὴ βάση, δικέφαλος ἀητός·
κι ἀπάνω μου τινάζει τὶς φτεροῦγες του καὶ βογγάει ὁ σάλαγός του,
στὴν κεφαλή μου πλάι καὶ μέσα στὴν ψυχή μου.
καὶ τὸ μακριὰ καὶ τὸ σιμὰ γιὰ μένα πιὰ εἶν᾿ ἕνα...
Πρωτάκουστες βαρεῖες μὲ ζώνουν Ἁρμονίες,
ὀμπρός, σύντροφοι, βοηθᾶτε νὰ σηκωθεῖ νὰ γίνει ὁ ἥλιος πνεῦμα.

Σιμώνει ὁ νέος ὁ Λόγος π᾿ ὅλα θὰ τὰ βάψῃ,
στὴ νέα του φλόγα. νοῦ καὶ σῶμα. ἀτόφιο ἀτσάλι...
Ἡ γῆ μας ἀρκετὰ λιπάστηκε ἀπὸ σάρκα ἀνθρώπου...
παχιὰ καὶ καρπερά, νὰ μὴν ἀφήσουνε τὰ σώματά μας
νὰ ξεραθοῦν ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τοῦτο λουτρὸ τοῦ αἵμα του πιὸ πλούσιο,
πιὸ βαθὺ κι ἀπ᾿ ὅποιο πρωτοβρόχι.
Αὔριο νὰ βγεῖ ὁ καθένας μας μὲ δώδεκα ζευγάρια βόδια
τὴ γῆ αὐτὴ νὰ ὀργώσει τὴν αἱματοποτισμενη...
Ν᾿ ἀνθίσῃ ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένῃ,
καὶ ἡ Ἄμπελός μας νὰ ἁπλωθεῖ ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης...

Ἔτσι, σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας Λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα
ἀναψυχώθηκε ἄξαφνα τρανὴ ἡ κραυγή μου, ὡς νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα ἢ ὡς νἆχα τ᾿ ἅγιο κελὶ
τοῦ Ἠράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἐχάλκευε τοὺς στοχασμούς του
καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἄρματα στῆς Ἔφεσος τὸ ναὸ
ὡς Σᾶς ἔκραζα σύντροφοι.



Τὸ Πανανθρώπινο Ἐμβατήριο τῆς Ἑλλάδας

Ὀμπρός! Μὲ ὀρθή, μεσούρανη
τῆς Λευτεριᾶς τὴ δᾴδα,
ἀνοίγεις δρόμο, Ἑλλάδα,
στὸν Ἄνθρωπον ... Ὀμπρός!

Ὁρμᾶνε πρῶτοι οἱ Ἕλληνες
κι ὅλοι οἱ λαοὶ σιμά Σου
-μεγάλο τ᾿ ὄνομά Σου-
βροντοφωνᾶν: «Ὀμπρός,

» ὀμπρός, νὰ γίνουμε ὁ τρανὸς
στρατὸς ποὺ θὰ νικήσει,
σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
τὸ μαῦρο φίδι ὀμπρός,

» ὀμπρός, κ᾿ ἡ Ἑλλάδα σκώθηκε
καὶ διασκορπάει τὰ σκότη!
Ἀνάστα, ἡ Ἀνθρωπότη,
Κι ἀκλούθα την ... Ὀμπρός!»




Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Οι μάχες του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση της Πάτρας από τους Γερμανούς

Οι μάχες του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση της Πάτρας από τους Γερμανούς από το βιβλίο του Ηλία Παπαστεριόπουλου "Ο ΜΩΡΗΑΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ "




Από τις 2 Οκτωβρίου 1944 αρχίζουν οι επικές μάχες για την απελευθέρωση της Πάτρας.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ (2-1-44). 
Η  διάταξη των εχθρικών δυνάμεων μέσα στην Πάτρα ήσαν η ακόλουθη. Οι Γερμανοί θέλοντας να υποστηρίξουν την επιβίβαση των δυνάμεών τους στα πλοιάριά τους και την φυγή τους προς την Στερεά κατείχαν την γραμμή Δασύλλιο, Φρούριο, Πλατεία Αγίου Γεωργίου, Ψηλά Αλώνια, Σκαγιοπούλειο/ Όπλα διαθέσιμα: λίγα ελαφρά πυροβόλα στο Δασύλλιο και φρούριο, λίγους όλμους, πολυβόλα, αυτόματα και όπλα. Άντρες 350.
Από την πλευρά των ανταρτών και των συμμάχων η κατάσταση είχε ως εξής: Τα τμήματα κρούσεως  Ανθ/γού Λάκη Αποστολόπουλου και καπετάνιου Γιάννη Γαλανόπουλου- Ανέστη άντρες 120 περίπου με ελαφρό οπλισμό, θα εισέδυαν στις εχθρικές θέσεις από τον τομέα Σκαγιοπουλείου μέχρι φρουρίου. Το ΙΙ τάγμα (δύναμη 500 άντρες με ελαφρύ οπλισμό και όλμους) θα επετίθετο στο τομέα από φρούριο, Δασύλλιο και θα επιτηρούσε την παραλία Πατρών Ρίου για να εμποδίσει αποχώρηση του εχθρού. Οι άγγλοι, με τη μοναδική τους μάχιμη δύναμη 200 αντρών, περιωρίσθηκαν στον δημόσιο δρόμο Ιτιές-Πάτρα και Οβριά-Πάτρα. Μπορεί εντούτοις να λεχθή ότι η παρουσία των αγγλικών τμημάτων ήταν περισσότερο συμβολική κι αποσκοπούσε στην απόκτηση τίτλων που θα προσπαθούσαν να τους προβάλουν για να επιτύχουν πολιτικά κέρδη και δικαιώματα κατοχής.
Στις 9 και 30 το πρωί της 2-10-44 αρχίζει η μάχη, από τα τμήματα κρούσεως Λάκη- Ανέστη. \Σκληρός αγώνας διεξάγεται γύρω από τις οχυρές γερμανικές θέσεις του Σκαγιοπουλείου που αλλάξει διαδοχικά κυρίους. Τελικά κατελήφθη από τους αντάρτες. Οι Γερμανοί υπεχώρησαν ύστερα από μάχη, από οικήματα πίσω από τα σχολεία του Βούδ, και τον Παντοκράτορα. Μετά την κατάληψη του τελευταίου, τα αντάρτικα τμήματα άφησαν ελεύθερους τους πολιτικούς κρατημένους των φυλακών Μαργαρίτη, που από στιγμή σε στιγμή περίμεναν το εκτελεστικό απόσπασμα. Τα αντάρτικα τμήματα μέχρι τις 5 το απόγευμα της 2-10-44 κατείχαν τις θέσεις Σκαγιοπουλείου - Βούδ - οδός Νικήτα - οδός Ηλείας - Ομόνοια - Παντοκράτωρ.
Μερά τις 5 το απόγευμα οι Γερμανοί επιχείρησαν αντεπίθεση χωρίς αποτέλεσμα. Στο χρονικό αυτό διάστημα οι άγγλοι με το πυροβολικό τους χτυπούσαν τις εχθρικές θέσεις στο Φρούριο και στο Δασύλλιο. Εξακριβωμένες εχθρικές απώλειες από τη δράση των ανταρτών 8 Γερμανοί νεκροί, Αντάρτικες απώλειες 4 τραυματίες από τους οποίους ο ένας βαρειά τραυματισμένος ο λογία Γ. Ράμος του Δημητρίου από τα Στύλια Φθιώτιδος που υπέκυψε στα τραύματά του.

Ιδού πώς περιγράφουν οι εφημερίδες της εποχής τα ιστορικά αυτά γεγονότα: "Νεολόγος" Πατρών της 5-10-44:Εν τω μεταξύ τα πρώτα τμήματα του ΕΛΑΣ εισήρχοντο εις την πόλιν υπό τας ενθουσιώδεις επευφημίας του Λαού ο οποίος παρά την αγωνίαν του, εύρε τρόπον να ανοίξει τα παράθυρα των οικιών του και να εξέλθη εις τας θύρας για να εκφράσει τα αισθήματα του, και κατελάμβανον διάφορα επίκαιρα σημεία...
"Ελεύθερη Αχαϊα" Πατρών της 5-10-44, Αφήγηση βαθμοφόρου που πήρε μέρος στις μάχες: "...Οι σκληρές μάχες αρχίζουν μετά τις 5 το απόγευμα. Οι Γερμανοί προβάλλουν λυσσώδη αντίσταση, χτυπάνε ασταμάτητα. Όμως ο ανθ/γός Ρήγας τους χτυπάει εύστοχα και θαρραλέα από τις ταράτσες των σχολείων Βούδ. Η αποφασιστική αντίσταση του Ρήγα αναγκάζει τους Γερμανούς να συμπτυχθούν από την οδό Παναχαϊκού. Για να μετριάσουν την επιχυτίχα μας και να μη μας αφήσουν να προελάσωμε με γοργό ρυθμό, αρχίζουν καταιγιστικά πυρά πυροβολισμού, όλλων, πολυβόλων, και κάθε είδους όπλων...

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ. Τρίτη (3-10-44). Στις 3-10-44 οι μάχες για την απελευθέρωση των Πατρών συνεχίζονται. Κύρια προσπάθεια των ανταρτών είναι η κατάληψη του Δασύλλιου. Όλο το πρωί τα αντάρτικα τμήματα περιωρίσθηκαν σε παρενοχλητικές βολές. Το απόγευμα εκδηλώνεται η επίθεση σε όλο το μήκος της παρατάξεων. Οι αντάρτικες ομάδες περισφίγγουν τα Ψηλαλώνια και εξουδετερώνουν τις εστίες αντιστάσεως. Στο σημείο αυτό ο ηρωϊσμός των ανταρτών δεν περιγράφεται. Με ακράτητη αποφασιστικότητα σκαρφαλώνουν στις μάντρες του θερινού κινηματογράφου "Ζενίθ" και καταλαμβάνουν το αντικειμενικό τους σημείο. Στην οδό Γερμανού ομάδες από αντάρτες ακολουθούμενοι από μικρή ομάδα άγγλων, μάχονται σκληρά. Οι Γερμανοί έχουν οχυρωθεί στην πλατεία Αγίου Γεωργίου και αμύνονται επίμονα. Στο δεξιό η ομάδα του Ρήγα σκαρφαλώνει στο Κάστρο και τοποθετεί τα αυτόματα της στο επάνω μέρος στις σκάλες Αγίου Νικολάου. Έτσι ελέγχεται μεγάλο μέρος της κάτω πόλεως. Παράλληλα δεξιότερα τμήματα από αντάρτες κατελάμβαναν τον ασύρματο στο Δασύλλιο. 
Την νύκτα η επίθεση γίνεται σφοδρότερη, ενώ οι Γερμανοί βάλλουν εναντίον των ανταρτών με καταιγιστικά πυρά όλων των όπλων, και από όλα τα σημεία. Μια σφοδρή και συνδυασμένη επίθεση ισχυρών ανταρτικών δυνάμεων που προστατεύονταν από μερικά ελαφρά μηχανοκίνητα των άγγλων ανέτρεψε και εξουδετέρωσε την εστία αντιστάσεως των Γερμανών στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Οι Γερμανοί δεν μπορούν πλέον να κρατήσουν άμυνα στην κάτω πόλη, γιατί την ελέγχουν τα αντάρτικα αυτόματα όπλα. Όταν μάλιστα οι αντάρτες ετοποθέτησαν ένα οπλοπολυβόλο στο καμπαναριό της εκκλησίας Παντάνασσα η θέση των Γερμανών της παραλίας έγινε πιο επικίνδυνη. Στο μεταξύ ο εχθρός είχε αρχίσει κανονική και συστηματική υποχώρηση με πλοιάρια. Αργά την νύκτα οι αντάρτες ρίχνουν στη μάχη και νέας δυνάμεις αποτελούμενες από άντρες του λόχου διοικήσεως της 8ης Ταξιαρχίας και της υποδειγματικής ομάδος ΕΠΟΝ του 12ου Συντάγματος. 
Οι Γερμανοί συνεχώς υποχωρούντες απεβίβασαν τα υπολείμματά τους στα πλοιάρια τους και το πρωί στις 4 Οκτωβρίου 1944, ημέρα Τετάρτη, εξεκένωσαν την πόλη.
Η Πάτρα είναι ελευθερη!...

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...