Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Εξοχική Λαμπρή, διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Αποτέλεσμα εικόνας για αλέξανδρος παπαδιαμάντης


Επειδή διανύουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα, τι πιο όμορφο να ανατρέξουμε στα κείμενα του "αγίου των ελληνικών γραμμάτων" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. 




Εξοχική Λαμπρή, διήγημα γραμμένο το 1890....


Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες*, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον* καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.
Ὅλα αὐτὰ διότι τὸ μὲν ταχύπλουν, αὐτὸ τὸ προκομμένον πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἐκτελεῖ δῆθεν τὴν συγκοινωνίαν μεταξὺ τῶν ἀτυχῶν νήσων καὶ τῆς ἀπέναντι ἀξένου ἀκτῆς, σχεδὸν τακτικῶς δὶς τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ τὶς δύο ἀλλαξοκαιριές, τὸ φθινόπωρον καὶ τὸ ἔαρ, βυθίζεται, καὶ συνήθως χάνεται αὔτανδρον· εἶτα γίνεται νέα δημοπρασία, καὶ εὑρίσκεται τολμητίας τις πτωχὸς κυβερνήτης, ὅστις δὲν σωφρονίζεται ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ προκατόχου του, ἀναλαμβάνων ἑκάστοτε τὸ κινδυνωδέστατον ἔργον· καὶ τὴν φορὰν ταύτην, τὸ ταχύπλουν, λήγοντος τοῦ Μαρτίου, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ χειμῶνος γενομένου, εἶχε βυθισθῆ· ὁ δὲ παπα-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾽ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους, ἤτοι κατὰ πᾶσαν τεσσαρακοστήν, εἰς τὰς ἀντικρὺ ἐκτεινομένας ἀκτάς, ὅπως ἐξομολογήσῃ καὶ καταρτίσῃ πνευματικῶς τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους δουλοπαροίκους, τοὺς «κουκκουβίνους ἢ κουκκοσκιάχτες»*, ὅπως τοὺς ὠνόμαζον, σπεύδων, κατὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστήν, νὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως εἰς τὴν μονήν του ὅπως ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα· ἀλλὰ κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος, τὸ ταχύπλουν εἶχε βυθισθῆ, ὡς εἴπομεν, ἡ συγκοινωνία ἐκόπη ἐπί τινας ἡμέρας, καὶ οὕτως ὁ παπα-Βαγγέλης ἔμεινεν ἀκουσίως, ἠναγκασμένος νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα πέραν τῆς πολυκυμάντου καὶ βορειοπλήκτου θαλάσσης, τὸ δὲ μικρὸν ποίμνιόν του, οἱ γείτονες τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου, οἱ χωρικοὶ τῶν Καλυβιῶν, ἐκινδύνευον νὰ μείνωσιν ἀλειτούργητοι.
Τινὲς εἶπον γνώμην νὰ παραλάβωσι τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα των καὶ νὰ κατέλθωσιν εἰς τὴν πολίχνην, ὅπως ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν καὶ λειτουργηθῶσιν· ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅστις ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰ Καλύβια, καὶ ἤθελε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα ὅπως αὐτὸς ἐνόει, ὁ Φταμηνίτης, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσῃ τὴν γυναῖκά του εἰς τὰ ὄμματα τοῦ πλήθους, καὶ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, χωρικὸς ὅστις «τὰ ἤξευρεν ἀπ᾽ ἔξω ὅλα τὰ γράμματα τῆς Λαμπρῆς», ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναγνώσῃ τίποτε «ἀπὸ μέσα», καὶ ἐπεθύμει νὰ ψάλῃ τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε», ― οἱ τρεῖς οὗτοι ἐπέμειναν, καὶ πολλοὶ ἠσπάσθησαν τὴν γνώμην των, ὅτι ἔπρεπεν ἐκ παντὸς τρόπου νὰ πείσωσιν ἕνα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐφημερίων ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια νὰ τοὺς λειτουργήσῃ.
Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως, ἦτο ὁ παπα-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτο «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μέ τινας τῶν ἐξωμεριτῶν, καὶ τοὺς κατεδέχετο. Ἦτο ὀλίγον τσάμης, καθὼς ἔλεγαν. Δὲν ἔτρεφε προλήψεις. Ἠκούετο μάλιστα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἱερεὺς οὗτος εἶχε καὶ τὴν συνήθειαν «ν᾽ ἀποσώνῃ* τὰ παιδιὰ» εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, τῶν ἐνοριτισσῶν του. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἔλεγον οἱ ἀστεῖοι ἢ οἱ φθονεροί, καὶ μόνον οἱ ἀνόητοι τὸ ἐπίστευον. Ὁ ἐφημέριος οὗτος, ὡς οἱ πλεῖστοι τοῦ γνησίου ἑλληνικοῦ κλήρου, πλὴν μικροῦ ἐλευθεριασμοῦ, ἦτο κατὰ τὰ ἄλλα ἄμεμπτος.
Τοῦτο ναί, ἀληθεύει, ἀλλ᾽ οἱ ἔγγαμοι ἱερεῖς, πενόμενοι καὶ δυσπραγοῦντες, ἐπιτακτικὴν ἔχοντες ἀνάγκην νὰ θρέψωσι τὰ τέκνα των, φαίνονται ὡς πλεονέκται, καὶ καταντῶσι νὰ μὴ τρέφωσι πλέον ἐμπιστοσύνην οὐδ᾽ εἰς αὐτοὺς τοὺς συλλειτουργούς των. Τοῦτο ἔπασχε καὶ ὁ παπα-Κυριάκος, ὅστις ἐπεθύμει μὲν νὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τοὺς χωρικούς, διότι ἦτο ἀνοιχτόκαρδος καὶ ἤθελε νὰ χαρῇ καὶ αὐτὸς ὀλίγην Ἀνάστασιν καὶ ὀλίγην ἄνοιξιν, ἀλλ᾽ ἐδυσπίστει εἰς τὸν συνεφημέριόν του, καὶ ἔπειτα δὲν ἤθελε νὰ ἀφήσῃ τὴν ἐνορίαν μὲ ἕνα μόνον ἱερέα τοιαύτην ἡμέραν. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ παπα-Θεοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ συνεφημέριός του, τὸν παρεκίνησε νὰ ὑπάγῃ, εἰπὼν ὅτι καλὸν ἦτο νὰ μὴ χάσωσι καὶ τὸ εἰσόδημα τῶν Καλυβιῶν, αἰνιττόμενος ὅτι τά τε ἐκ τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ ἔσοδα καὶ τὰ τῆς ἐξοχικῆς παροικίας, ἀμφότερα ἐξ ἴσου θὰ τὰ ἐμοιράζοντο.
Τοῦτο δὲν ἔπεισε τὸν παπα-Κυριάκον, τῷ ἐνέπνευσε μάλιστα πλείονας ὑποψίας· ἀλλ᾽ ὅτε ἠρώτησε τὴν γνώμην τοῦ συλλειτουργοῦ του, ἦτο ἤδη κατὰ τὰ ἐννέα δέκατα ἀποφασισμένος νὰ ὑπάγῃ· ἔπειτα ὑπεχρέωσε τὸν υἱόν του Ζάχον, μορφάζοντα καὶ μεμψιμοιροῦντα, νὰ παραμείνῃ ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῷ κατάσκοπος εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα, νὰ παραλάβῃ τὸ μερίδιον τῶν προσφορῶν καὶ συλλειτουργικῶν, καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὅτε θὰ ἀνέτελλεν ἤδη ἡ ἡμέρα, ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια παρ᾽ αὐτῷ.
*  *  *
Ἡ Πούλια ἦτο ἤδη ὑψηλά, «τέσσαρες ὧρες νὰ φέξῃ», καὶ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, ἀφοῦ ἐξύπνισε τὸν ἱερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον ἐκ στερεοῦ ξύλου καρυᾶς καὶ πλῆκτρον, περιήρχετο τὰ Καλύβια θορυβωδῶς κρούων ὅπως ἐξεγείρῃ τοὺς χωρικούς.
Εἰσῆλθον εἰς τὸ μικρὸν ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου. Εἷς μετὰ τὸν ἄλλον προσήρχοντο οἱ χωρικοὶ μὲ τὰς χωρικάς των καὶ μὲ τὰ καλά των ἐνδύματα.
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητόν.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ τὰ λέγῃ ὅλα ἀπ᾽ ἔξω, τὴν προκαταρκτικὴν προσευχὴν καὶ τὸν Κανόνα, τὸ Κύματι θαλάσσης.
Ὁ παπα-Κυριάκος προέκυψεν εἰς τὰ βημόθυρα, ψάλλων τὸ Δεῦτε λάβετε φῶς.
Ἤναψαν τὰς λαμπάδας κ᾽ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾽ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν. Γλυκεῖαν καὶ κατανυκτικὴν Ἀνάστασιν ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, τῶνὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐωδῶν θάμνων, καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς, «neige odorante du printemps»*.
Ψαλέντος τοῦ Χριστὸς ἀνέστη, εἰσῆλθον πάντες εἰς τὸν ναόν. Θὰ ἦσαν τὸ πολὺ ἑβδομήκοντα ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παῖδες.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα, ὁ δὲ ἱερεύς, ἅμα ἀντιψάλλων αὐτῷ ἐξ ἀνάγκης ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ βήματος, ἡτοιμάζετο «νὰ πάρῃ καιρόν»*, καὶ ἀφοῦ τελέσῃ τὸν ἀσπασμόν, νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν λειτουργίαν.
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, εἰσῆλθεν ἢ μᾶλλον εἰσώρμησεν εἰς τὸ ναΐδιον, ἀκολουθούμενος ὑπὸ δύο ἄλλων ὁμηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παῖς, ὑψηλὸς ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ἀσθμαίνων καὶ ἐν ἐξάψει. Ἦτο ὁ Ζάχος, ὁ υἱὸς τοῦ παπα-Κυριάκου.
Εἰσέβαλε πνευστιῶν εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς τὸν ἱερέα. Ἡ φωνή του ἠκούετο ἀπὸ τοῦ χοροῦ, ἀλλ᾽ αἱ λέξεις δὲν διεκρίνοντο.
Ἰδοὺ τί ἔλεγεν ἐν τούτοις·
―  Παπά, παπά!…
(Τὰ παπαδόπουλα ἐκάλουν συνήθως παπὰ τὸν πατέρα των.)
―  Παπά, παπά!… ὁ παπα-Σφοντύλας… ἀπ᾽ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργιές… ἀπ᾽ τ᾽ ἁι-βῆμα ἡ πεθερά του… κ᾽ ἡ παπαδιά… κουβαλοῦν… ἀπ᾽ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργιές… τοὺς εἶδα… ἀπ᾽ τὴν ὀξώπορτα… τὶς λειτουργιές… ἀπ᾽ τ᾽ ἁι-βῆμα… κ᾽ ἡ πεθερά του… κ᾽ ἡ παπαδιά…
Μόνος ὁ παπα-Κυριάκος ἦτο ἱκανὸς νὰ βγάλῃ νόημα ἀπὸ τὰ ἀσυνάρτητα ταῦτα καὶ ἀσθματικὰ τοῦ υἱοῦ του. Ἰδοὺ δὲ πῶς ἐξήγησε τὰ λεγόμενα· «Ὁ παπα-Θοδωρὴς ὁ Σφοντύλας, ὁ σύντροφός του εἰς τὴν ἐνορίαν, ἔκλεπτε τὰς προσφοράς, μεταβιβάζων αὐτὰς διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἱεροῦ βήματος εἰς χεῖρας τῆς συζύγου καὶ τῆς πενθερᾶς του».
Ἴσως τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀληθές, ὅσον ὁ Ζάχος ἤθελε νὰ τὸ παραστήσῃ. Διότι οὗτος, ἀγαπῶν ὡς ὅλοι οἱ νέοι τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν διασκέδασιν, μετὰ δυσκολίας εἶχεν ὑπακούσει εἰς τὸ πατρικὸν κέλευσμα, ὅπως μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀφορμὴν θὰ ἐζήτει διὰ νὰ τὸ στρίψῃ καὶ μεταβῇ εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομὴν εἰς τὰ Καλύβια, ἀφοῦ μάλιστα εὐκόλως εὕρισκε συνοδοιπόρους ὁμήλικας.
Ἀλλ᾽ ὁ παπα-Κυριάκος δὲν ἐσυλλογίσθη τίποτε. Ἐξήφθη ἀμέσως, ἠγανάκτησε, δὲν ἐκρατήθη. Ἥμαρτεν. Ἀντὶ δὲ νὰ καταφέρῃ σφοδρὸν ράπισμα κατὰ τῆς παρειᾶς τοῦ υἱοῦ του, καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ἥσυχος τὸ καθῆκον του… ἀπέβαλεν εὐθὺς τὸ ἐπιτραχήλιον, ἐξεδύθη τὸ φαιλόνιον, καὶ διασχίσας τὸν ναὸν ἐξῆλθεν, ἀποφεύγων τὸ βλέμμα τῆς πρεσβυτέρας του, ἥτις τὸν ἔβλεπεν ἔντρομος.
Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς κάτι ὑπώπτευσεν ἐκ τῶν κινημάτων τούτων, καὶ ἐξῆλθε κατόπιν του.
Εἰς πεντήκοντα δὲ βημάτων ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ ναοῦ, μεταξὺ τριῶν δένδρων καὶ δύο φρακτῶν, ὁ ἑπόμενος διάλογος συνήφθη·
―  Παπά, παπά, ποῦ πᾷς;
―  Θὰ ᾽ρθῶ βλογημένε, τώρα, ἀμέσως πίσω.
Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Ἀλλὰ τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι εἶχεν ἀπόφασιν νὰ καταβῇ εἰς τὴν πόλιν καὶ ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν κλοπὴν ἀπὸ τὸν συνεφημέριόν του! Εἰς τὸ βάθος δὲ τῆς συνειδήσεώς του ἔλεγεν ὅτι εἶχε καιρὸν νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, καὶ τελέσῃ τὴν λειτουργίαν.
―  Ποῦ πᾷς; ἐπέμενεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός.
῍Ας διαβάζῃ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, κ᾽ ἔφθασα.
Ἐλησμόνει ὅτι ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀναγνώσῃ ἄλλα ἢ ὅσα ἀπὸ στήθους ἐγνώριζεν.
― Ἀφήνω καὶ τὴν παπαδιά μου, ἐδῶ, βλογημένε, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Κυριάκος, ἀμηχανῶν τί νὰ εἴπῃ· σᾶς ἀφήνω τὴν παπαδιά μου!
Καὶ λέγων ἔτρεχεν.
Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς ἐπανῆλθε κατηφὴς ἐντὸς τοῦ ναοῦ.
―  Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ, ἐψιθύρισε.
*  *  *
Μεγίστη ἀπορία ἐπεκράτει ἐν τῷ παρεκκλησίῳ. Οἱ χωρικοὶ ἐκοίταζον ἐρωτηματικῶς ἀλλήλους. Ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο.
Αἱ γυναῖκες ἠρώτων τὴν παπαδιὰ νὰ εἴπῃ αὐταῖς τί τρέχει· ἀλλ᾽ αὕτη ἦτο ἡ ὀλιγώτερον πάντων τῶν ἄλλων γνωρίζουσα.
Ἐν τούτοις ὁ ἱερεὺς ἔτρεχεν, ἔτρεχεν. Ὁ ψυχρὸς ἀὴρ ἐδρόσισεν ὀλίγον τὸ μέτωπόν του.
―  Καὶ πῶς νὰ θρέψω ἐγὼ τόσα παιδιά, ἔλεγεν, ὀκτώ, μὲ συμπάθειο, κ᾽ ἡ παπαδιὰ ἐννιά, κ᾽ ἐγὼ δέκα! Ὁ ἕνας νὰ σὲ κλέφτῃ ἀπ᾽ ἐδῶ, κι ὁ ἄλλος ἀπ᾽ ἐκεῖ!…
Πεντακόσια βήματα ἀπὸ τοῦ ναοῦ, ὁ δρόμος ἐκατηφόριζε, καὶ κατήρχετό τις εἰς ὡραίαν κοιλάδα. Εἷς νερόμυλος εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς κλιτύος ἐκείνης, παρὰ τὴν ὁδόν.
Ἀκούσας ὁ ἱερεὺς τὸν ἡδὺν μορμυρισμὸν τοῦ ρύακος, αἰσθανθεὶς ἐπὶ τοῦ προσώπου του τὴν δρόσον, ἐλησμόνησεν ὅτι εἶχε νὰ λειτουργήσῃ (πῶς καὶ ποῦ νὰ λειτουργήσῃ;) καὶ ἔκυψε νὰ πίῃ ὕδωρ. Ἀλλὰ τὸ χεῖλός του δὲν εἶχε βραχῆ ἀκόμη, καὶ αἴφνης ἐνθυμήθη, ἀνένηψεν.
Ἐγὼ ἔχω νὰ λειτουργήσω, εἶπε, καὶ πίνω νερό;…
Καὶ δὲν ἔπιε.
Τότε ἦλθεν εἰς αἴσθησιν.
―  Τί κάμνω ἐγώ, εἶπε, ποῦ πάω;
Καὶ ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ·
Ἥμαρτον, Κύριε, εἶπεν, ἥμαρτον! μὴ μὲ συνερισθῇς.
Ἐπανέλαβε δέ:
Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν… συγχωρήσῃ… κ᾽ ἐκεῖνον κ᾽ ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου.
ᾘσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.
Ὦ Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα.
Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήσῃ.
―  Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό, εἶπε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω! Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!… «Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!…» Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν, ὅπου μετ᾽ ἀγαλλιάσεως οἱ χωρικοὶ τὸν εἶδον.
Ἐτέλεσε τὴν ἱερὰν μυσταγωγίαν, καὶ μετέδωκεν εἰς τοὺς πιστούς, φροντίσας νὰ καταλύσῃ διὰ στόματος αὐτῶν ὅλον τὸ ἅγιον ποτήριον. Αὐτὸς δὲν ἐκοινώνησεν, ἐπιφυλαττόμενος νὰ τὸ εἴπῃ εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ πρόθυμος νὰ δεχθῇ τὸν κανόνα.
*  *  *
Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Β´ Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους, παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.
Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.
Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλῶνας τῶν δένδρων, καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεια-Κρατήρας, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες, καὶ ζηλεύῃ ὁ σύζυγός της.
Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθώ, δεκαπεντοῦτις κόρη ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε λέγουσα· «Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾽ ἄστρα… Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»
Τὸ βέβαιον ἦτο ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾽ ἐπὶ κάλλει οὔτε ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾽ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾽ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.
Ὁ παπα-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαγχροινήν, ἀγαθωτάτην, ἥτις ἐν ἀθῳότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾽ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλῃ οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στριφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.
Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπαρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνῃ ὡς οὐδεὶς ἄλλος τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικώτατα δι᾽ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.
Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπαρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἑπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς·
―  Χριστὸς Ἀνέστη! ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας!
Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον, εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν·
―  Γειά μας! καλὴ γειά! διάφορο! καλὴ καρδιά! Παπά μ᾽, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾽! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπά σ᾽ καὶ τὰ παιδάκια σ᾽! Ξάδερφε Θοδωρή! νὰ ζήσῃς, νὰ τς χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾽ νὰ τρέξῃς καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Συμπεθέρα Κρατήρα! Νὰ χαίρεσαι, μ᾽ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνιψιὲ Γιώργη! Τίμια στέφανα! στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε. Κουμπάρα Κυπαρισσού! μὲ μιὰ καλὴ νύφη, νὰ ζήσῃς, νὰ χαρῇς! ἐβίβα ὅλοι! Τέ-περ-τε*! Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Σμπεθέρα Ξαθή! καλὴ λευθεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα μὲ τὸ καλό!
Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξεν ἡ πόσις.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ, κατ᾽ ἄλλον ὅμως στενώτερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναῖκά του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾽ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν·
―  Μπρόμ!
―  Πιὲ κὶ δό μ᾽!
―  Μὲ κρασί!
―  Καλῶς τ᾽ν ἀγάπη μ᾽ τὴ χρυσῆ!
Καὶ πιὼν αὐτός, μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθήν, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.
Εἶτα ἤρχισαν τὰ ᾄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾽ ὁ ἰδιορρυθμότερος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπαρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς ταχτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῷα, πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτῶνα μὲ ἀνοικτὰς χειρῖδας, βραχεῖαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια*. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμῃ Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτοκάρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπαρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιὲς»* ἢ «χαλκοδέρες»*. Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτο ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπαρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε, ― νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!…
Ὁ μπαρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη κατ᾽ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς·
Κ᾽στὸ - μπρὲ - Κ᾽στὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θ α ν ά τ ω ν,
θάνατον μ π α τ ή σ α ς,
κ᾽ ἔ ν τ ο ι ς - ἔ ν τ ο ι ς μνήμασι,
ζωὴν π α μ μ α κ ά ρ ι σ τ ε!
Καὶ ὅμως, μεθ᾽ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδείς ποτε ἔψαλεν ἱερὸν ᾆσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην· «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν…»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!
*  *  *
Περὶ τὴν δείλην εἶχεν ἀρχίσει ὁ χορός, χορὸς κλέφτικος (διότι αἱ γυναῖκες ἐπεφυλάττοντο διὰ τὴν Δευτέραν καὶ τὴν Τρίτην ὅπως χορεύσωσι τὸν συρτὸν καὶ τὴν καμάρα), καὶ ὁ παπα-Κυριάκος, μετὰ τῆς παπαδιᾶς καὶ τοῦ Ζάχου, ὅστις ἐγλύτωσε τὸ ξύλο χάριν τῆς ἡμέρας (διότι ὁ πατήρ του εἶχε θυμώσει εἶτα κατ᾽ αὐτοῦ, ὡς γενομένου αἰτίου τῆς χασμωδίας ἐκείνης), ἀποχαιρετίσαντες τὴν συντροφιάν, κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.
Ὁ παπα-Κυριάκος ἔδωκε πλῆρες εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸ ἀπὸ τῆς ἐξοχῆς μερίδιον, καὶ οὔτε κατεδέχθη νὰ κάμῃ λόγον περὶ τῆς ὑποτιθεμένης κλοπῆς.
Ἐν τούτοις ὁ παπα-Θοδωρὴς οἴκοθεν τῷ εἶπεν ὅτι τὸ ἐκ τῆς ἐνορίας μερίδιόν του εὑρίσκετο ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, τοῦ παπα-Θοδωρῆ. Ἔκρινε καλόν, εἶπε, νὰ μετακομίσῃ διὰ τῆς ἐξωθύρας τοῦ ἁγ. βήματος οἴκαδε καὶ τὰ δύο μερίδια, διὰ νὰ μὴ βλέπουν τινὲς τῶν ἄγαν ἐπιπολαίων καὶ γλωσσαλγῶσιν ὅτι οἱ ἱερεῖς ἔχουν δῆθεν πολλὰ εἰσοδήματα. «Ὁ κόσμος ξιππάζεται, εἶπεν, ἅμα μᾶς ἰδῇ μιὰ καλὴ μέρα νὰ πάρουμε τίποτε λειτουργιές, καὶ δὲν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καὶ μῆνες παρέρχονται ἄγονοι!»
Ἐντεῦθεν ἡ παρανόησις τοῦ Ζάχου.
πηγή:www.papadiamantis.org

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Ποιήματα Ελλήνων ποιητών για τα Χριστούγεννα



 







Ανατρέχοντας στα κιτάπια της ελληνικής ποίησης ιδού μερικά ποιήματα, πραγματικά διαμάντια, που έχουν γραφτεί από αγαπημένους ποιητές μας για τα Χριστούγεννα...

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”


Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ,

“ΞΗΜΕΡΩΝΑΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ”

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,

τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύραπου ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες .Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν

κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ,

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ”

Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι, 

γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι,
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά, 
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου, 

λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται, 
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση, 
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ,

“ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ” (1927)

Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.  Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου — στανάχωρο, και κάμαρά μου, — χαμηλή! 
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί. 
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω. 
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή, 
ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.
Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πεύκος ο βαθύς, 
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς, 
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου. 
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής, 
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!
Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά, 
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά, 
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει, 
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά 
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό 
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό 
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι, 
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ, 
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.
(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).
Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς, 
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς· 
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι· 
καν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς — 
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;
Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές, 
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες· 
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο 
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!— 
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί; 
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει! 
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει! 
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή – βραδύ, 
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
…………………………………………………………….
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί; 
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική; 
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις. 
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή, 
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό, 
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό, 
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης. 
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό. 
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ, 
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακούω, πουλάκι μου ζεστό, 
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι 
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ 
που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής, 
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις. 
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν. 
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής. 
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά. 
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά! 
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…— 
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά 
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!




ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ,

“ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1948” (1952)

Σημαία 
ακόμη 
τα δίκανα στημένα στους δρόμους 
τα μαγικά σύρματα 
τα σταυρωτά 
και τα σπίρτα καμένα 
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη 
του μικρού Χριστού 
το αίμα το αίμα το αίμα 
εφιαλτικές γυναίκες 
με τρυφερά κέρινα 
χέρια 
απεγνωσμένα 
βόσκουν 
στην παγωνιά 
καταραμένα πρόβατα 
με το σταυρό 
στα χέρια 
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς 
το τόπι 
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς 
το τόπι του θανάτου.


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, “ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ” (1956, γραμμενο στη Μακρόνησο το 1950)


Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας – ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει – αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.

Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
 Μακρόνησος 1950

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, “ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΣΑΛΠΙΓΓΑ” (1969)

Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγγενα – στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.
Να την κάνεις αγάπη.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, “Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ” (1971)(αποσπασμα)

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος

λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα ‘ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος
κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί!




Κάλαντα Χριστουγέννων Δυτικής Θράκης με τον Χρόνη Αηδονίδη και τη Νεκταρία Καραντζή. Δίσκος: "Εστουδιαντίνα

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Μάχη Λεοντίου14-15 Ιούλη 1943 - Όρκος Ανταρτών του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ


Η σημαντική μάχη του Λεοντίου Αχαϊας που δόθηκε στις 14 και 15 Ιουλίου του 1943 ανάμεσα στις αντάρτικες ελληνικές δυνάμεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής. Ένα από τα ηγετικά πρόσωπα της μάχης ήταν και ο παππούς μου ο συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος, ο καπετάν Ανδρίτσος.






Μάχη του Λεοντίου
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος - Εθνική Αντίσταση
Χρονολογία
1943
Τόπος
Λεόντιο
Έκβαση
Νίκη των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός
Ιταλικός κατοχικός στρατός, (ιταλ. Regio Esercito italiano)




Ηγετικά πρόσωπα
  • συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος
  • καπετάνιος Παντελής Λάσκας (Πελοπίδας)
  • πολιτικός Γιάννης Μιχαλόπουλος (Ωρίων)
  • ταγματάρχης Εμίλιο Γκασπάρο  




Δυνάμεις
60 αντάρτες του ΕΛΑΣ,
40-80 αντάρτες από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ
160




Απώλειες
4νεκροί
20 νεκροί, 17 τραυματίες, 92 αιχμάλωτοι





Ο ύμνος του ΕΛΑΣ




Η μάχη του Λεοντίου Αχαΐας έλαβε χώρα στις 14 και 15 Ιουλίου 1943 ανάμεσα στις αντάρτικες ελληνικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ και σε ιταλικές δυνάμεις κατοχής, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η μάχη έληξε με την ολοκληρωτική εξολόθρευση του εχθρικού ιταλικού τάγματος. Αποτέλεσμα της μάχης ήταν η ραγδαία αύξηση του αριθμού των ανταρτών του ΕΛΑΣ μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, καθώς και διατύπωση κατηγοριών των Ιταλικών αρχών έναντι των Γερμανικών.
Ευρύτερο πλαίσιο
Η δύναμη του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο είχε αυξηθεί με την αποστολή από την Στερεά Ελλάδα 62 εμπειροπόλεμων στελεχών που αναβάθμισαν την επιχειρησιακή ικανότητα του τοπικού ΕΛΑΣ, ενώ οι Ιταλικές κατοχικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταπολεμήσουν το αντάρτικο με την δημιουργία ειδικών ευέλικτων δυνάμεων "Contrabande"
Η εξέλιξη των γεγονότων
Στις αρχές του 1943 έφθασε στην Πελοπόννησο το 3ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Πιεμόντε, τμήμα της οποίας αποτελούσε το 3ο επίλεκτο τάγμα με διοικητή τον ταγματάρχη Εμίλιο Γκασπάρο (ο οποίος αυτοαποκαλούνταν "ανταρτοφάγος" επειδή είχε καταφέρει πλήγματα στο αντάρτικο της Γιουγκοσλαβίας) που είχε αποστολή την εκκαθάριση της ορεινής Αχαΐαςαπό τα αντάρτικα τμήματα του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων οι Ιταλοί, αφού ξεκίνησαν από την περιοχή του Αιγίου, έκαψαν τα χωριά Αγία Παρασκευή και Μικρόνι, λεηλάτησαν την Γκρέκα και την Αράχοβα και κατευθύνονταν προς το Λεόντιο.

Η μάχη

Στις 14 Ιουλίου 1943 το 2ο Ανεξάρτητο Τάγμα Αιγιαλείας του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον καπετάν Μίχο (Δημήτρης Μίχος), ενήμερο για τις κινήσεις των Ιταλών, έστησε ενέδρα στο ιταλικό τάγμα. Ο καπετάν Μίχος βρισκόταν στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ στα Δεμέστιχα και συντόνιζε τις προετοιμασίες για το κτύπημα των εχθρικών δυνάμεων έχοντας υπό τις διαταγές του τις μονάδες του καπετάν Ανδρίτσου (συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος), καπετάν Πελοπίδα (Παντελής Λάσκας) και καπετάν Ωρίωνα (Γιάννης Μιχαλόπουλος). Ο Βλάσης Ανδρικόπουλος ορίστηκε επικεφαλής της επιχείρησης και της κύριας ομάδας των ανταρτών τοποθετημένης στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα. Ο Μίχος κάλεσε έγκαιρα ενισχύσεις από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αιγιαλείας που έστειλε δύναμη 40 ανδρών με επικεφαλής τον υπολοχαγό Γιάννη Ράλλη (Λύρα). Μετά την αναγνώριση του ιταλικού τάγματος λήφθηκε η απόφαση για αιφνιδιαστικό χτύπημα με βαρύ πολυβόλο της φάλαγγας των Ιταλών από τη θέση του ξωκλησιού του Αγίου Κωνσταντίνου. Το ιταλικό τάγμα, το οποίο κινούνταν στο δρόμο που συνδέει τους Λαπαναγούς με το Λεόντιο (Γουρζούμισα), δέχτηκε τα εύστοχα πυρά του πολυβόλου που χειρίζοταν η ομάδα του καπετάν Ωρίωνα κι έχασε τουλάχιστον δέκα υποζύγια μεταγωγικά που έπεσαν σε χαράδρα, στερώντας του το βαρύ οπλισμό και τον ασύρματο που αχρηστεύθηκε. Στη διάρκεια της μέρας η μάχη από κλασική ενέδρα ανταρτοπόλεμου εξελίχθηκε σε μάχη παράταξης μειώνοντας τα πλεονεκτήματα των επιτιθεμένων Ελλήνων ανταρτών. Παρά την υπεροπλία τους οι Ιταλοί κατά τη διάρκεια της νύχτας περικυκλώθηκαν σταδιακά και συντρίφθηκαν μετά από σκληρές μάχες με τους αντάρτες, τους κατοίκους του Λεοντίου και της γύρω περιοχής.

Αποτελέσματα

Οι απώλειες των Ιταλών ήταν τουλάχιστον 20 νεκροί, 17 τραυματίες, 92 αιχμάλωτοι, ανάμεσα στους τελευταίους ο Γκασπάρο και τέσσερις ακόμη αξιωματικοί, καθώς και πολλά λάφυρα σε βαρύ και ελαφρό οπλισμό. Ομάδα περίπου 30 Ιταλών στρατιωτών διέφυγε προς Αίγιο. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ανήλθαν σε 4 νεκρούς. Ο συλληφθείς Γκασπάρο και δύο ακόμη αξιωματικοί εκτελέστηκαν από ανταρτοδικείο (με πρόεδρευοντα τον συνταγματάρχη Βλάση Ανδρικόπουλο) ως ένοχοι για την καταστροφή ελληνικών χωριών και εκτελέσεις Ελλήνων πολιτών, οι υπόλοιποι Ιταλοί αιχμάλωτοι αφέθησαν ελεύθεροι. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που σκοτώθηκαν ήταν οι: "Καραϊσκάκης"(αντάρτικο ψευδώνυμο) από τη Στυλιά Δωρίδος, Μπαλάσκας Κωνσταντίνος από τους Πετσάκους, Τριανταφυλλόπουλος Γεώργιος από το Λεόντιο και ο Φιλιππακόπουλος Γιάννης από την Κουνινά.

Σημασία

Η μάχη αυτή φανέρωσε την ισχύ και την ικανότητα του ΕΛΑΣ να καταβάλλει ισχυρές κατοχικές δυνάμεις (μεγέθους τάγματος) που δρούσαν απομονωμένες σε ορεινό ανάγλυφο, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του ανταρτοπόλεμου αλλά και μην αποφεύγοντας τη διεξαγωγή μάχης σε παράταξη, στη δε μάχη του Λεοντίου εξουδετερώθηκε πλήρως η εχθρική δύναμη . Η νίκη αυτή προστέθηκε σε μια μακρά σειρά επιτυχιών των ανταρτών κατά των ιταλικών δυνάμεων κατοχής που τόνωσε το ηθικό των ανταρτών κι ενίσχυσε τις εμπειρίες τους. Με τα λάφυρα της μάχης αυτά ενισχύθηκε αποφασιστικά η μαχητική ικανότητα του ΕΛΑΣ της βόρειας Πελοποννήσου. Ο ΕΛΑΣ μετά από αυτή τη μάχη προσέλκυσε εκατοντάδες νεαρούς αντάρτες. Από την απέναντι πλευρά ο Μάριο Μαργκινόττι διοικητής του 8ού σώματος στρατού κατηγόρησε τον Χέλμουτ Φέλμυ επειδή δεν κυνήγησε τους άνταρτες.

Ιταλικά αντίποινα

Σχεδόν δύο μήνες μετά στις αρχές του Σεπτέμβρη οι φασιστικές ιταλικές αρχές ξεκίνησαν την επιχείρηση "Χιονίστρα" κατά του ΕΛΑΣ. Έτσι στις 8-9 του Σεπτέμβρη του 1943 έφθασε στην περιοχή μία φάλαγγα τουλάχιστον χιλίων Ιταλών στρατιωτών καθοδηγούμενοι από τους απελευθερωθέντες Ιταλούς αιχμαλώτους της μάχης του Λεοντίου, καίγοντας τα σπίτια των Λαπαναγών και στη συνέχεια του Λεοντίου, εκτελώντας στο διάβα τους όσους κατοίκους των χωριών δεν είχαν κρυφτεί στα βουνά της περιοχής (ανάμεσά τους και τουλάχιστον δέκα χωρικούς του Λεοντίου). Το βράδυ της 9ης του μήνα έφθασε η είδηση ότι ήδη στις 8 Σεπτέμβρη η Ιταλία συνθηκολόγησε άνευ όρων και οι Ιταλοί στρατιωτικοί ζήτησαν από την ηγεσία του ΕΛΑΣ να δεχτεί την παράδοσή τους και παραδόθηκαν με τον οπλισμό τους στις τοπικές αντάρτικες μονάδες.
Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


12ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ (Από το βιβλίο του Ηλία Παπαστεριόπουλου “Ο Μωρηάς στα όπλα” Εθνική Αντίσταση 1941-1944
Ο πυρήνας του 12ου Συντάγματος είχε δημιουργηθεί στη Ρακίτα. Στρατιωτικός Διοικητής του ορίστηκε ο Συνταγματάρχης Βλάσης Ανδρικόπουλος, Πολιτικός ο Γιώργης Σουλελές και Καπετάνιος ο Λαμπέτης. Επειδή όμως και στην Ηλεία, που υπάγονταν στην περιοχή του, υπήρχαν σκόρπιες ελασίτικες ομάδες, το Σύνταγμα τράβηξε προς τα εκεί για να εντάξει και τις ομάδες αυτές στη δύναμή του και να ολοκληρώσει την συγκρότησή του. Στο δρόμο του δίνει τις δύο μάχες της Ερυμανθείας και τη μάχη της Χαλανδρίτσας πετυχαίνοντας δύο περίλαμπρες νίκες.
Μετά τη μάχη της Ερυμανθείας οι υπό τον Συνταγματάρχη Ανδρικόπουλο και τον Ωρίωνα, πυρήνες του 12ου Συντάγματος συγκεντρώθηκαν στη Προστοβίτσα και ύστερα από ανάπαυση μιας μέρας ξεκίνησαν για το Σιμόπουλου (Ηλείας) με δρομολόγιο Ρένεση – Σκούρα – Μπουκοβίνα – Χαλαμπρέζα – Σιμόπουλου.
Εκεί είχαν ειδοποιηθεί και συγκεντρωθεί όλες οι ομάδες Ηλείας. Στις 2 Αυγούστου 1943 έγινε η επίσημη συνάντηση που γιορτάστηκε με σεμνότητα και μ' ενθουσιασμό. Η γιορτή αυτή θα παραμείνει αξέχαστη στη μνήμη των πρωτοπόρων του 12ου Συντάγματος. Εψάλη αγιασμός κι έγινε η πρώτη ορκωμοσία των ανταρτών. Η δεύτερη έγινε το Φεβρουάριο 1944 όταν το Σύνταγμα βρισκόταν στη Βλασία Καλαβρύτων.
Τι ωρκίσθηκαν οι νέοι αρματωλοί; Ψάχνοντας τα αρχεία του 12ου Συντάγματος βρήκα δύο κείμενα όρκου. Το ένα συνοδεύεται με σχετική διαταγή της ΙΙΙ Μεραρχίας που φέρει ημερομηνία 28.11.44. Συνεπώς δεν ωρκίσθηκαν μ' αυτόν τον όρκο οι πρωτοπόροι του 12ου. Το άλλο κείμενο δεν έχει ημερομηνία. Μιλάει όμως για τον “αρχιπροδότη Τσολάκογλου”, ένδειξη ότι έχει συνταχθεί προτού ακόμα αναφανεί στο Πρωθυπουργικό στερέωμα της Ελλαδος το άστρον του κουίσλιγκ Ράλλη.
Δίνουμε και τα δύο κείμενα:
Όρκος του Αντάρτη
Εγώ παιδί ου εργαζόμενου Ελληνικού λαού, συναισθανόμενος την κρισιμότητα των συνθηκών που διέρχεται η πατρίδα μου και τους κινδύνους που την απειλούν εφ' ένός, αφ' ετέρου δε ότι μόνον η πραγματοποίηση των σκοπών του ΕΑΜ είναι δυνατόν να καταστήση την Ελλάδα πραγματικά ελεύθερη, ανεξάρτητη και ευημερούσα χώρα, κατατάσσομαι σήμερα εθελοντής στις γραμμές του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ).
Ορκίζομαι
  1. Ότι θα αγωνισθώ με όλα τα μέσα και με κάθε θυσία διαθέτοντας και την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για τηνπραγματοποίηση των σκοπών του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου δηλαδή για το γρήγορο διώξιμο από τη χώρα μας των φασιστών τυράννων Γερμανοιταλών και την επιβολή στη χώρα μας ενός πραγματικού Λαοκρατικού Δημοκρατικού καθεστώτος ελευθεριών και πολιτισμού που θα προκύπτει από την ελεύθερη εκδήλωση της θελήσεως του λαού μας.
  2. Ότι δεν θα προβώ σε καμμία πράξη που θα αντίκειται στα συμφέροντα του Ελληνικού λαού και θα εκθέτει το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στα μάτια του.
  3. Θα πειθαρχώ απολύτως στις αποφάσεις της ομάδος μου και των ανωτέρων καθοδηγητικών οργάνων χωρίς αντιδράσεις και δολιότητες και με πλήρη ανιδιοτέλεια.
  4. Ότι δεν θα αποχωρήσω από τους συναγωνιστές μου της ομάδος μου και δεν θα αποχωρήσω από τον ΕΛΑΣ προτού πραγματοποιηθούν οι σκοποί του ΕΑΜ, τους οποίους σκοπούς συμμερίζομαι απολύτως και τάσσω ως σκοπούς και αυτής ταύτης της υπάρξεώς μου.
  5. Ότι θα πατάξω κάθε εχθρό του λαού, κάθε συνεργάτη των επιδρομέων, κάθε επιλήσμονα των καθηκόντων του Έλληνα, που θα θελήση, εκμεταλλεύομενος τον αγώνα ενάντια στους τυράννους και το διώξιμό τους, να σηκώση το ταπεινό του ανάστημα εναντίον των ελευθεριών του λαού μας και να επιβάλη αντιδραστικές, αντιλαϊκές λύσεις στο εσωτερικό Ελληνικό πρόβλημα, βασιζόμενος σε πραξικοπηματικές ενέργειες, δικτατορικών συμμοριτικών οργανώσεων.
  6. Ότι θα πατάξω αυστηρά κάθε άτακτο στοιχείο που τρομοκρατεί και ληστεύει τον Ελληνικό λαό και ιδίως της υπαίθρου, εκμεταλλευόμενο την σύγχυση και αταξία που έσπειραν στη χώρα μας η εισβολή των ληστρικών ορδών του Χιτλερικού συστήματος και η δημιουργία της ψευτοκυρβερνήσεως του αρχιπροδότη Τσολάκογλου.
Αποδέχομαι εκ των προτέρων και χωρία καμμιά επιφύλαξη την επιβολή σε μένα της εσχάτης των ποινών – θάνατο – και τον παντοτινό στιγματισμό μου σε περίπτωση, που θα φανώ επίορκος και κατά συνέπεια εχθρός του αγώνα για τη ζωή, την τιμή, και την ελευθερία του Ελληνικού λαού.
Αυτός είναι ο ασφαλώς, πρώτος αντάρτικος όρκος γεμάτος ωραίες και ψηλές έννοιες με πηγαίο ενθουσιασμό. Πιο κάτω δίνουμε τον δεύτερο και επισημότερο όρκο μαζί με τη σχετική διαταγή της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου.
Διαταγή
Αποστέλλομεν συνημμένως το κείμενο του όρκου, τον οποίον θα δώσουν άπαντες οι άνδρες ανεξαιρέτως και τα στελέχη. Εκδώσατε τας δέουσας διαταγάς εις τας υφ' υμάς μονάδας και τμήματα δια την ορκομωσίαν των ανδρών ήτις δέον να συντελεσθή το αργότερον 15 ημέρας μετά την λήψιν της παρούσης οπότε θα αναφέρετε το πέρας της ορκομωσίας. Να καταβληθή προσπάθεια ώστε να ορκισθύν απαξάπαντες οι άνδρες. Η ορκομωσία θα λάβη πανηγυρικόν χαρακτήρα και επιβλητικόν και τα εις κατωκημένους τόπους διαμένοντα τμήματα θα ορκισθούν εις τα εκκλησίας και με συμμετοχήν εις την τελετήν και των κατοίκων. Η ορκομωσία των αξιωματικών θα γίνη ιδιαιτέρως. Κατά την ορκομωσίαν των τμημάτων θα παρευρίσκοντο οι στρατιωτικός Αρχηγός και ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, της αμέσως ανωτέρας μονάδος ή τμήματος. Προς τη ορκομωσίας θα γίνη ανάλυσις του όρκου και μετά ταύτην θα ερωτηθούν οι υπό ορκομωσίαν αν συμφωνούν με το περιεχόμενο του όρκου και μετά ταύτην θα επακολουθήση η δόσις του όρκου. Οι τυχόν νεοκατατασσόμενοι θα ορκίζωνται την ημέραν της κατατάξεώς των.
Σ.Δ.27.1.1944
Η ΙΙΙ Μεραρχία
Αλέξανδρος – Παπούας – Λασάνης
Επακολουθεί ο όρκος που το πλήρες κείμενο του έχει ως εξής:
Ορκίζομαι στον Ελληνικό Λαό και στη συνείδησή του ότι θα αγωνισθώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου δια την πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδος από τον ξενικό ζυγό. Ότι θα αγωνισθώ για την περιφρούρηση των συμφερόντων του Ελληνικού Λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των ελευθεριών και όλων των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Για το σκοπό αυτό θα εκτελώ εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου οργάνων και θα αποφύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζει σαν άτομο και σαν αγωνιστή.





Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...