Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου...

Μια ζεστή μέρα του Ιούλη συντροφιά με τον ποιητή των τραγουδιών...





Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν’  ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Και τότε θα  ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων




Γι’  αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’  αυγά τους
Και τόνε κλαίνε κι αυτές
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι
Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.

Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!

Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Η όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.

Μόνο τα βόδια των Αχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.

Πετάτε τους νεκρούς είπ’  ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα  χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα  χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ  το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα  ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.




Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.
Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα  ‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς χρονογράφους.

O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να  ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς να  ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ’  Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

Πηγή υλικού
Νίκος Γκάτσος, Αμοργός, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1997

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Μπάλος, ένας χορός ελληνικής καταγωγής...!

Αποτέλεσμα εικόνας για μπαλος χορος
Χορέψετε χορέψετε
τα νιάτα να χαρείτε
γιατί σε τούτο τον ντουνιά
δε θα τα ξαναβρείτε

Δώσ’ τε του χορού να πάει
τούτη η γης θα μας εφάει
τούτη η γης θα μας εφάει
δώσ’ τε του χορού να πάει

Όσοι έχουνε καλή καρδιά
και τακτικά γλεντούνε
μονάχα αυτοί τον ψεύτικο
τον κόσμο θα χαρούνε

Τούτη η γης που την πατούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε
τούτη η γης που την πατούμε

Χορέψετε χορέψετε
παπούτσια μη λυπάστε
μα εκείνα ξεκουράζονται
τη νύχτα που κοιμάστε

Δώσ’ τε του χορού να πάει
τούτη η γης θα μας εφάει
τούτη η γης θα μας εφάει
δώσ’ τε του χορού να πάει

Μπάλος - Χορέψετε Χορέψετε

Ο Μπάλος είναι ένας χορός ελληνικής καταγωγής με πανάρχαια ελληνικά στοιχεία κι ένας από τους πιο γνωστούς ελληνικούς λαϊκούς νησιώτικους χορούς στην Ελλάδα. Η λέξη μπάλος στα λατινικά είναι δανεισμένη από την ελληνική γλώσσα, προερχόμενη από το ελληνικό ρήμα βαλλίζω.
Η μελωδία του μπάλου είναι γενικά χαρούμενη και λυρική το οποίο είναι χαρακτηριστικό της μουσικής των νησιών του Αιγαίου. Αυτός ο χορός χορεύεται συνήθως από ζευγάρια κι ενσωματώνει όλα τα στοιχεία του φλερτ.
Οι άνδρες παλιότερα δεν μπορούσαν να πλησιάσουν εύκολα τις γυναίκες και με τον μπάλο μπορούσαν να «φλερτάρουν» μαζί τους. Υπάρχουν διάφορες μορφές του μπάλου γύρω από τα νησιά. Η απλούστερη είναι εκείνη κατά την οποία ένα ζευγάρι περνά μέσα από μια σειρά από αυθόρμητες μορφές. Σε μιαν άλλη εκδοχή πολλά ζευγάρια χορεύουν ταυτόχρονα σαν μόνα τους επάνω στην πίστα. Μιαν άλλη εκδοχή είναι όταν εισάγεται κι ο Συρτός. Τέλος, στην πιο περίπλοκη μορφή του, όταν ένας αριθμός ζευγαριών κάνουν συγχρονισμένα διάφορες έντονες χορευτικές φιγούρες.
Ένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του μπάλου και στη Μικρά Ασία είναι το Τί σε μέλλει εσένανε ;
Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΤΙ ΣΕ ΜΕΛΕΙ ΕΣΕΝΑΝΕ, 1927, ΜΑΡΙΚΑ ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ


Μπάλος Νάξου Δόρα Στράτου 2013

Συρτός-Μπάλος, Πάρος (Χοροστάσι 2014)

Κυκλάδες - Μπάλλος (Πηδηχτός και Κύθνου)

Μπάλος - ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΜΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑ ΝΗΣΙΑ 2011

Πάριος-Μάουκας (Θα Πάρω Μια Ψαρόβαρκα) (ΤΑ ΝΗΣΙΩΤΙΚΑ 1982

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

8 Μάρτη- Πρωτοπόρες Γυναικείες μορφές




Είναι πολλές οι Πρωτοπόρες Γυναικείες μορφές που άρθρωσαν λόγο... ας σκύψουμε σε μερικές απ' αυτές να πάρουμε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσουμε το δικό μας δύσκολο δρόμο... 

 Καλλιρρόη Παρρέν
Η Καλλιρρόη Παρρέν (Ρέθυμνο, 1861 – Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 1940), το γένος Σιγανού, ήταν δημοσιογράφος λογία και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1867). Αρχικά φοιτά στο σχολείο Σουρμελή και στην συνέχεια στην Γαλλική σχολή των Καλογραιών στον Πειραιά . Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Έχοντας την υποστήριξη του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος την ενθάρρυνε στους αγώνες της, αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας όταν το 1888 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.
Η Καλλιρρόη Παρρέν αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή τότε συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891 και 1896) στο πρώτο των οποίων είχε προεδρεύσει ο φιλόσοφος Ζυλ Σιμόν. Το 1893 αντιπροσώπευσε τις Ελληνίδες στο Διεθνές Συνέδριο του Σικάγου και το ίδιο έτος μετά την επιστροφή της ίδρυσε την "Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών" προς βοήθεια περισσότερο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των απόρων γυναικών. Ίδρυσε επίσης πολλά κοινωφελή ιδρύματα και οργανώσεις όπως τη "Σχολή της Κυριακής, απόρων γυναικών και κορασίδων" (1890), την οποία και έθεσε υπό την προστασία (αιγίδα) και προεδρεία της Βασίλισσας Όλγας, το "Άσυλο Ανιάτων Γυναικών" μαζί με την Ναταλία Σούτσου το (1896), το "Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης" και την "Ένωση των Ελληνίδων" υπό την διεύθυνση της Αικατερίνης Λασκαρίδου, και δύο χρόνια μετά τον "Πατριωτικό Σύνδεσμο" (1898), ενώ δεν έπαψε και τις κινήσεις υπέρ της παροχής ίσων ευκαιριών συμμετοχής στην εκπαίδευση και την πολιτική ζωή της χώρας, στις γυναίκες, που όλες δυστυχώς από τις κρατούσες τότε κυβερνήσεις ατύχησαν.
Επίσης, πάθος της για την αναγέννηση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, την οδήγησε το 1911 να δημιουργήσει το «Λύκειον των Ελληνίδων», το οποίο ξεκίνησε κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, την καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση παραδοσιακών χορών, ενώ η δράση του είναι γνωστή μέχρι και σήμερα, αριθμώντας σε Ελλάδα και εξωτερικό πολλά μέλη.
Μετά από δικά της διαβήματα, η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, όταν πλέον αυτό είχε γενικευθεί στην Ευρώπη. Επίσης, η Παρρέν ήταν η πρώτη που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, ήδη από τη δεκαετία του 1890, που όμως καμία κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε, ούτε του Βενιζέλου, ούτε του Παπαναστασίου, μέχρι που κατέληξε να γίνει πραγματικότητα μετά από 70 χρόνια.
Τελικά το 1949 οι Ελληνίδες μετά από πολλούς αγώνες και πιέσεις αποκτούν το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις δημοτικές εκλογές, το οποίο είχαν μόνον οι εγγράμματες άνω των 30 ετών, απόφαση η οποία επεκτάθηκε το 1952 και για τις βουλευτικές εκλογές. Η Ελένη Σκούρα, εκλέχθηκε το 1953 σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη με τον συνδυασμό «Ελληνικός Συναγερμός» που μαζί με την Βιργινία Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»), υπήρξαν οι δύο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα στην Ελλάδα. Η πρώτη Ελληνίδα που κατέλαβε υπουργικό αξίωμα, ήταν η Λίνα Τσαλδάρη, σύζυγος του πολιτικού Παναγή Τσαλδάρη. Εκλέχθηκε βουλευτής στις εκλογές του 1956 και του 1958 και διατέλεσε υπουργός κοινωνικής πρόνοιας για την περίοδο 1956-1958.
Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραψε επίσης πολλά άρθρα, δοκίμια, τα μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήματα, όπως: "Ιστορία της γυναικός" (1889), "Η μάγισσα" (1901), "Το νέον συμβόλαιον" (1901), "Η νέα γυναίκα", "Η Χειραφετημένη" (1915) και "Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή"
52 χρόνια μετά το θάνατό της, στις 6 Ιουνίου 1992, η Καλλιρρόη Παρρέν τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, αριστερά της εισόδου προ των μεγάλων μαυσωλείων.
Πηγή: Βικιπαίδεια


Τάσος Λειβαδίτης, «Γυναίκες»
(απόσπασμα από το «Καντάτα 1960»)
“…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…”
(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, Κέδρος)

 Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου
 Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (το όνομά της παραδίδεται επίσης ως Μουτσάν ή Μουτσά, Ζάκυνθος 1801-1832) ήταν μία από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς. Το γνωστότερο έργο της είναι η Αυτοβιογραφία της, ενώ από τα υπόλοιπα έργα της (θεατρικά έργα και ποιήματα) έχουν σωθεί ελάχιστα.
Βιος
Οι γονείς της,Φραγκίσκος Μουτζάν και Αγγελική Σιγούρου, προέρχονταν από δύο από τις παλιότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Ζακύνθου. Η Μουτζάν από μικρή είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μάθηση και τα γράμματα και παρόλο που η εκπαίδευσή της ήταν περιορισμένη (είχε κατ’ οίκον δασκάλους τρεις κληρικούς), η ίδια με προσωπική μελέτη απέκτησε γνώσεις της αρχαίας ελληνικής, της ιταλικής και της γαλλικής γλώσσας. Παράλληλα επιδιδόταν στο γράψιμο ποιημάτων, θεατρικών έργων στα ελληνικά και τα ιταλικά και μεταφράσεων από την αρχαία ελληνική γραμματεία και επιθυμία της ήταν να μην παντρευτεί, αλλά να αφοσιωθεί στην μελέτη και την συγγραφή. Εξαιτίας των αντιρρήσεων της οικογένειάς της αντιπρότεινε να κλειστεί σε μοναστήρι ή να αποσυρθεί σε μία κατοικία της οικογένειας στην ύπαιθρο, όμως και αυτές οι επιθυμίες της δεν γίνονταν δεκτές από τους δικούς της. Μπροστά στην προοπτική να παραμείνει ανύπαντρη και να κατοικεί με τους γονείς της χωρίς να έχει το δικαίωμα να βγαίνει από το σπίτι, αποφάσισε να φύγει κρυφά από το νησί, αλλά μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα επέστρεψε χωρίς να την αντιληφθεί κάποιο μέλος της οικογένειάς της και τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και δεχτεί την επιθυμία των δικών της να παντρευτεί. Η ανεύρεση γαμπρού στην Ζάκυνθο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και γι’ αυτόν τον λόγο ο θείος της πρότεινε να ταξιδέψουν στην Ιταλία όπου θα ήταν πιο εύκολο να βρεθεί σύζυγος για την Ελισάβετ και την αδερφή της, που ήταν και αυτή σε ηλικία γάμου, όμως το ταξίδι δεν έγινε εξαιτίας μιας ασθένειας του πατέρα της. Εν τω μεταξύ βρέθηκε υποψήφιος σύζυγος, ο Νικόλαος Μαρτινέγκος, ο οποίος όμως καθυστερούσε την επισημοποίηση της γαμήλιας συμφωνίας με συνεχείς διαπραγματεύσεις για το ύψος της προίκας, αλλά τελικά ο γάμος τελέστηκε μετά από 16 μήνες, το καλοκαίρι του 1831. Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου πέθανε στις 9 Νοεμβρίου του 1832, δύο εβδομάδες μετά την γέννηση του γιου της.
Έργο
  Η Ελισάβετ Μουτζάν, εκτός από την αυτοβιογραφία που είναι το πιο γνωστό και αξιόλογο κείμενό της, έγραψε πάνω από 15 θεατρικά έργα, στην ελληνική και την ιταλική, μετέφρασε αρχαία κείμενα και συνέθεσε κάποια ποιήματα. Η Αυτοβιογραφία της εκδόθηκε από τον γιο της Ελισαβέτιο το 1881, με κάποιες περικοπές, σε έναν τόμο μαζί με δικά του ποιήματα. Η αξία του έργου έγκειται κυρίως στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιείται. Από τα άλλα έργα της έχουν σωθεί ελάχιστα, μία κωμωδία με τίτλο Φιλάργυρος, κάποια ιταλικά κείμενα, 20 επιστολές, ο πρόλογος μιας πραγματείας «Περί Οικονομίας», τα ποιήματα Ωδή εις το πάθος του Ιησού Χριστού και Εις την Θεοτόκον και αποσπάσματα μεταφράσεων από τον Προμηθέα Δεσμώτη, την Οδύσσεια και τις Ικέτιδες.
Πηγή:Βικιπαίδεια


Μελίνα Μερκούρη | «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος»
Γιάννης Ρίτσος
(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη
γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει
φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.
Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις
ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η
Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):
Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να’ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.

Μαριέτα Γιαννοπούλου-Μινώτου
Διάδοχος της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου, η Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτου: Και το δικό της αρχείο, μαζί με τη βιβλιοθήκη - που υπήρξε πνευματικό της φυτώριο - και πλήθος καλλιτεχνικοί θησαυροί που στεγάζονταν στο πατρικό της σπίτι - μαζί μ' ένα τμήμα δική της ανέκδοτης δουλιάς χάθηκαν επίσης στους σεισμούς του '53. Ομως αυτή ήταν πιο τυχερή: Είχε ήδη μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος του αρχείου της και της δουλιάς της στην Αθήνα...
Τεράστια η πνευματική προσφορά σε όγκο και σε ποιότητα της Μαριέττας Γιαννοπούλου - Μινώτου, όχι μόνο για τον επτανησιακό, αλλά πλατύτερα για τον νεοελληνικό πολιτισμό. Οχι μόνο τίμησε την τραγική συμπατριώτισσά της, αλλά πρόβαλε με την πένα, το λόγο και τις εκδόσεις την επτανησιακή λογοτεχνία και τέχνη, καθώς και το λαϊκό πολιτισμό του νησιού της. Σπουδαία λαογράφος, πεζογράφος, ιστοριοδίφης, μεταφράστρια και εκδότρια, πήρε μέρος στο γυναικείο κίνημα της εποχής της και ανέδειξε στα ιστορικά της κείμενα το ρόλο του επαναστατικού λαϊκού στοιχείου. Ομως, παρόλο που τιμήθηκε από διάσημους ποιητές όσο ζούσε - της αφιέρωσαν ποιήματά τους ανάμεσα σε άλλους ο Παλαμάς, ο Μαλακάσης, ο Σημηριώτης - σε συνέχεια η προσφορά και το έργο της ξεχάστηκαν - ή μάλλον αγνοήθηκαν. Για πρώτη φορά, σαράντα χρόνια μετά το θάνατό της, κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα στη μνήμη της από τα  «Επτανησιακά φύλλα» που εκδίδει ο ακούραστος Ζακυνθινός ερευνητής και λογοτέχνης Διονύσης Σέρρας: Τετρακόσιες σελίδες με έρευνα σε πλήθος αρχεία, φωτογραφίες, σπάνια κείμενα και αναφορές στο έργο της από σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες. Συμπαραστάτες σ' αυτή την απόδοση χρέους προς τη σπουδαία Ζακύνθια ιστορικό και συγγραφέα, ο γιος τής Μαριέττας, αρχαιολόγος και φιλόλογος Διονύσης - Αγγελος Μινώτος και η σύζυγός του, ιστορικός και πρώην επιμελήτρια του Ιστορικού Εθνολογικού Μουσείου Μαρία Λαδά - Μινώτου...
Επαναστατημένη σκέψη
Οι γονείς της Μαριέττας δεν την εμπόδισαν να μορφωθεί όσο ήθελε, όπως έκαναν οι γονείς της Μαρτινέγκου. Αντίθετα, από τα δέκα της χρόνια είχε κοντά της σαν δάσκαλο τον Κερκυραίο λόγιο και ιστοριοδίφη Σπύρο Δε-Βιαζη που της δίδαξε ιταλική, αγγλική και γαλλική φιλολογία και τη στήριξε σε συνέχεια στην αντίθεσή της με το ζακυνθινό κοινωνικό κατεστημένο. Με δική του προτροπή στέλνει το 1910 το πρώτο της κείμενο στη «Διάπλαση των Παίδων» που το δημοσιεύει. Το 1917 πεθαίνει ο πατέρας της Ευστάθιος Γιαννόπουλος. Το 1921 η Μαριέττα εκδίδει το φεμινιστικό περιοδικό «Εύα Νικήτρια» στη Ζάκυνθο, σαν όργανο του Παραρτήματος Λυκείου Ελληνίδων. Το διευθύνει μέχρι το 1923 που κλείνει, για οικονομικούς λόγους, έχοντας προκαλέσει πολλές αντιδράσεις. «Ηταν, έγραφε η ίδια, η καλύτερη ανάμνηση, γιατί ήταν το πρώτο ξέσπασμα της επαναστατημένης σκέψης μου στο στενό περιβάλλον της επαρχίας με τους αρτηριοσκληρωτικούς διανοούμενους, που κάθε άλλο παρά καλόβλεπαν την πετυχημένη εμφάνισή μου στη λογοτεχνία». Κι αυτό ήταν φυσικό: «Οταν μια εικοσάχρονη, γύρω στα 1920 ασχολείται με την "ποιητική τέχνην του Οράτιου", με τις "Γυναίκες εις την Ιταλικήν Αναγέννησιν" και εκδίδει το περιοδικό "Εύα Νικήτρια" αντιμετωπίζεται, ακόμα και από την πολιτισμένη κοινωνία της Ζακύνθου, σαν φέρελπις μεν νέα, αλλά και σαν... επαναστάτρια» παρατηρεί στο αφιέρωμα των «Επτανησιακών φύλλων» ο λογοτέχνης και ιστορικός Νικίας Λούντζης.
Πραγματικά, πολλοί θα ήθελαν τη νέα γυναίκα να περιορίζεται στα οικιακά της καθήκοντα, ή στην πιο... ακραία περίπτωση να «λάμπει» σαν καλλιεργημένη οικοδέσποινα έχοντας κάποιο πνευματικό σαλόνι και εμπνέοντας άντρες διανοούμενους. Και βέβαια η νεαρή γυναίκα θα μπορούσε να περιοριστεί σε μια ανέμελη, άνετη ζωή. Ομως εκείνη προτίμησε να δημιουργήσει δικό της έργο, να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Και εργάστηκε σκληρά σ' όλη της τη ζωή, πληρώνοντας το τίμημα...
Για τον πολιτισμό
Το 1925 παντρεύεται το Ζακυνθινό Σπύρο Μινώτο, νομικό και λόγιο. Μαζί θα ταξιδέψουν στην Ιταλία, όπου η Μαριέττα γνωρίζεται με πνευματικούς ανθρώπους που θα γίνουν αργότερα συνεργάτες της. Μαζί με το σύζυγό της πρωτοστατούν στην οργάνωση των γιορτών για τα 100χρονα από το θάνατο του Ούγου Φόσκολου και την έκδοση του «Λευκώματος για τον Φόσκολο». Τον ίδιο χρόνο, το 1927, αρχίζει στη Ζάκυνθο η έκδοση του «Μηνιαίου φιλολογικού και καλλιτεχνικού» περιοδικού «Ιόνιος Ανθολογία» που διευθύνει η Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτου με υπεύθυνο έκδοσης και σύνταξης της ύλης τον σύντροφό της. Το 1930-'31 το ζευγάρι, μαζί και η «Ιόνιος Ανθολογία» μετακομίζουν στην Αθήνα. Η Μαριέττα έχει την πρωτοβουλία να αγοραστεί οικόπεδο για την ανέγερση στη Ζάκυνθο «Πάνθεου των ενδόξων Ζακυνθινών». Δωρίζει η ίδια χρήματα γι' αυτό το σκοπό, που όμως σε συνέχεια θα ναυαγήσει... Το 1931 γεννιέται και ο γιος τους Διονύσιος - Αγγελος. Θα τον βαφτίσει ο Αγγελος Σικελιανός, αφιερώνοντάς του το ποίημα «Το βρέφος». Το 1933 δημοσιεύεται η μελέτη της Μαριέττας για το «Ρεμπελιό των Ποπολάρων» και το 1934 τα «Τα τραγούδια από τη Ζάκυνθο» καθώς και η εργασία της για τις «Ομιλίες» (το λαϊκό Ζακυνθινό Θέατρο).
Ομως, το 1935 τη διεύθυνση της «Ιονίου Ανθολογίας» αναλαμβάνει ο Σπύρος Μινώτος. Το ζευγάρι βρίσκεται σε διάσταση και το 1936 θα πάρουν διαζύγιο. Η Μαριέττα δε θα σταματήσει να εργάζεται και να ερευνά αναζητώντας αδημοσίευτα, πρωτότυπα στοιχεία για τον επτανησιακό πολιτισμό. Συνεργάζεται με πλήθος περιοδικά, εφημερίδες, έχει αλληλογραφία και φιλικούς δεσμούς με μια πλειάδα πνευματικών ανθρώπων που υπήρξαν σύγχρονοί της (στα «Επτανησιακά φύλλα» δημοσιεύεται μέρος της αλληλογραφίας της με τους Κωστή Παλαμά, Γιάννη Ψυχάρη, Λεωνίδα Χ/Ζώη, Νίκο Κρανιδιώτη, κ.ά. Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος στάθηκε συμπαραστάτης σ' όλες τις προσπάθειές της).
Το 1951 γίνεται μέλος της Ενωσης Διανοουμένων Γυναικών Ελλάδας. Το 1952 χάνει τη μητέρα της και ίσως για πρώτη φορά η μαχητική Μαριέττα Γιαννοπούλου χάνει μαζί και το κουράγιο της και «νιώθει τα χρόνια να τη βαραίνουν», όπως εξομολογείται στο γιο της. Την αίσθηση της καταστροφής έρχονται να συμπληρώσουν οι σεισμοί με τον αφανισμό του σπιτιού της στη Ζάκυνθο και το χαμό του αρχείου της και της βιβλιοθήκης της.
Το 1956 εκδηλώνεται ο καρκίνος που θα την οδηγήσει στο θάνατο τον Απρίλη του 1962, σε ηλικία 62 χρόνων. Μέχρι το τέλος εργαζόταν, έδινε διαλέξεις, έγραφε...
Κοντά στο λαό
Παρά τις συντηρητικές καταβολές της η Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτου στάθηκε, με το λόγο και τα δημοσιεύματά της, κοντά στο λαό. Δεν περιορίστηκε στα κεκτημένα της τάξης της ούτε χρησιμοποίησε το φύλο της σαν άλλοθι. Φανατική οπαδός της δημοτικής σε δύσκολες εποχές διατραγωδεί στις επιστολές της προς τον Ψυχάρη την πολεμική που της έκαναν. Γύρισε βουνά και κάμπους αποθησαυρίζοντας τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες - από αγρότισσες - που χωρίς τη δική της συμβολή σήμερα θα είχαν χαθεί. Συνέτεινε στη διάδοση και ανάπτυξη του επτανησιακού πολιτισμού που φοβόταν - από τότε - ότι κινδύνευε να νεκρώσει. Γράφοντας για την Αγγλοκρατία στα Επτάνησα αναδεικνύει την αντιλαϊκή και απάνθρωπη στάση των αριστοκρατών, των «καταχθόνιων» που ήταν πουλημένοι στους ξένους και προσπαθούσαν να καταπνίξουν την επαναστατική διάθεση των συμπατριωτών τους, για να μη σηκώσουν κεφάλι ενάντια στη δική τους κυριαρχία. Στο «Ρεμπελιό των Ποπολάρων» - η πρώτη κοινωνική επανάσταση που έγινε στην Ελλάδα - καταγγέλλει την καταπίεση του λαού από το αρχοντολόι, που κατέληξε σε επανάσταση το 1628. Οι χωρικοί δανείζονταν για να ξεπληρώσουν υπέρογκα ποσά στους άρχοντες ή σάπιζαν στη φυλακή...
Για τον Ιάκωβο Λεοπάρντι, για τον οποίο έγραψε πολλά έργα, αναφέρει: «Είναι ο μεγάλος ποιητής του παγκόσμιου πόνου, ο μεγάλος σοσιαλιστής».
«Ο Φόσκολος, γράφει, απογοητεύεται για την εποχή του που παρασημοφορεί τραγουδιστές ευνούχους, είναι πεσιμιστής γιατί ο κόσμος δεν είναι γίγαντας, όπως τον θέλει η ελληνική φαντασία του... ένας πεσιμισμός αλλιώτικος, όχι σαν τον αρρωστημένο εκείνων, που κλαίνε αδιάκοπα για τη ζωή και ζητούν αδιάλλαχτα ως μόνη λύση το θάνατο...».
Αφοσιώνεται στη μελέτη για τον Κάλβο και το Σολωμό και τονίζει ότι η μάνα του τελευταίου λαϊκής καταγωγής, «με τα ελληνικά της νανουρίσματα και τα δημοτικά που του έλεγε, του φύτεψε τις ρίζες της γλώσσας του λαού από τα πρώτα βήματα της ζωής του». Για τον Σολωμό γράφει και θεατρικό έργο που επρόκειτο να γίνει σενάριο για τον κινηματογράφο αλλά τελικά ματαιώθηκε. (Το 1963 μετά το θάνατό της θα εκδοθεί από το γιο της).
Υμνος στη γυναίκα
Στα γραπτά της θα υμνήσει τη γυναικεία εργασία που τότε πολλοί την κατέκριναν, δίνοντας έμφαση στη βιοποριστική δουλιά των απλών γυναικών. Στα κείμενά της προβάλλει την ιστορία των γυναικών, κάνει ομιλίες για τη μητέρα του Φόσκολου, την Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου. Το 1951 δημοσιεύει στο περιοδικό «Αλκυονίδες» εργασία της για τη Μαρτινέγκου. (Το 1956 θα ακολουθήσει ο λογοτέχνης και μελετητής Κ.(Κονίδης) Πορφύρης, από τους πρωτεργάτες της προοδευτικής, αριστερής «Επιθεώρησης Τέχνης» που με έξοδά του θα εκδώσει για δεύτερη φορά μετά από 75 χρόνια την αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου, με δική του εισαγωγή, σχόλια και ιστορικές σημειώσεις). Η Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτου γράφει βιβλίο για την «Ισαβέλλα Θεοτόκη - η μεγάλη εμπνεύστρια» (1959). (Η Κερκυραία λόγια έκανε το σπίτι της ορμητήριο κατά των Αυστριακών κατακτητών).
Υπογράφει σαν «Επτανήσια» και «Χειραφετημένη» και παίρνει μέρος με κείμενό της στο πρώτο γυναικείο συνέδριο που έγινε το 1921 στην Ελλάδα, ενώ το 1929 παρακολουθεί το συνέδριο για την ειρήνη και το 1930 τις δεύτερες Δελφικές γιορτές. Μετά από πρότασή της οργανώνεται στην Αθήνα, το 1930, στην Ενωση Συντακτών η πρώτη εβδομάδα ελληνικού βιβλίου.
Σ' όλη της τη ζωή αγωνίστηκε με συνέπεια για τα δικαιώματα των γυναικών. Αντίστοιχη η απήχηση και στα έργα της. Μερικοί ενδεικτικοί τίτλοι: «Οι χωρικές μας» (1921), «Ο Βαλαωρίτης φεμινιστής» (1925), «Κριτική για την επαναστάτρια» του Ι. Κοντού (1954), «Οι γυναίκες της Κύπρου σαν ηρωίδες» (1955) κ.ά.
Πάνω από σαράντα χρόνια πνευματική διαδρομή, άγνωστη στη νέα γενιά, αλλά και στο γυναικείο κίνημα του οποίου υπήρξε πρωτοπόρος. Ευτυχώς η συνονόματη ερευνήτρια εγγονή της έχει αρχίσει την καταγραφή και παρουσίαση του αρχείου της. Χρειάζεται όμως, όπως τονίζει και ο Διον. Σέρρας, να εκδοθούν τα έργα της, να συγκεντρωθούν τα διάσπαρτα δημοσιεύματά της, να γίνει ανατύπωση του προοδευτικού περιοδικού «Εύα Νικήτρια», να εκδοθούν τα ζακυνθινά παραμύθια της, να παρουσιαστεί το άπαιχτο θεατρικό της έργο «Διονύσιος Σολωμός», να δοθεί το όνομά της σε ένα δρόμο της Ζακύνθου και να μελετηθεί -επιτέλους - το σύνολο του έργου της, ακόμα και η προσφορά της στο γυναικείο κίνημα...
Πηγές: «Περίπλους», τεύχος 51, αφιέρωμα στην Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου. «Επτανησιακά φύλλα»: Αφιέρωμα στη Μαριέττα Γιαννοπούλου - Μινώτού, τόμος ΚΒ, 3-4.
Ριζοσπάστης



Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...