Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Η Γκουέρνικα και η ιστορία της...

Η Γκερνίκα (Guernica στα ισπανικά ή Γκουέρνικα, με λατινική απόδοση στα ελληνικά), είναι το διασημότερο ίσως έργο του Πάμπλο Πικάσο.


Περιγραφή

Αυτός ο τεράστιος καμβάς (3,54x7,82μ.)περιγράφει την απανθρωπιά, τη βιαιότητα και την απόγνωση του πολέμου. Ήταν παραγγελία της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας για τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937. Ο Πικάσο εμπνεύστηκε το έργο όταν, στις 26 Απριλίου της ίδιας χρονιάς, στα πλαίσια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, Γερμανοί πιλότοι της αεροπορίας των εθνικιστών βομβάρδισαν την κωμόπολη Γκερνίκα της Χώρας των Βάσκων. Στο βομβαρδισμό εκείνο σκοτώθηκαν 1.650 άνθρωποι και ισοπεδώθηκε το 70% της πόλης με 32 τόνους εκρηκτικά.

Συνθήκες έμπνευσης

Ο Πικάσσο πληροφορήθηκε τα γεγονότα από την εφημερίδα Le Soir, μόνο την 1η Μαΐου και το ολοκληρώνει στις 3 Ιουνίου του 1937.
Ο Πικάσο απέφυγε να ζωγραφίσει αεροπλάνα, βόμβες ή ερείπια. Οι δύο κυρίαρχες μορφές του έργου είναι ένας ταύρος και ένα πληγωμένο άλογο με διαμελισμένα κορμιά και τέσσερις γυναίκες που ουρλιάζουν κρατώντας νεκρά μωρά. Αρχικά ο Πικάσο πειραματίστηκε με χρώμα, αλλά τελικά κατέληξε στο άσπρο-μαύρο και αποχρώσεις του γκρι, καθώς θεώρησε ότι έτσι δίνει μεγαλύτερη ένταση στο θέμα. Πολλές φορές μετακίνησε φιγούρες και μορφές πριν καταλήξει στην οριστική τους θέση. «Η αφαίρεση του χρώματος και του αναγλύφου αποτελεί διακοπή της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο: όταν διακόπτεται,δεν υπάρχει πια η φύση ή η ζωή».
Η διαδικασία της ζωγραφικής του πίνακα αποτυπώθηκε σε μια σειρά φωτογραφιών από τη διασημότερη ερωμένη του Πικάσο, την Dora Maar, μια διακεκριμένη καλλιτέχνιδα. Συνολικά σαράντα πέντε σχέδια μας έχουν σωθεί τα οποία προετοιμάζουν την τελική Γκερνίκα[5]. Όταν πρωτοεμφανίστηκε ο πίνακας, οι αντιδράσεις ήταν μάλλον αρνητικές. Ο βάσκος τοιχογράφος Χοσέ Μαρία Ουτσενάι δήλωσε: «Για έργο τέχνης είναι ένα από τα φτωχότερα της παγκόσμιας παραγωγής. Πρόκειται για πορνογραφία 7x3». Γερμανικό έντυπο έγραψε ότι πρόκειται για «σύμφυρμα από ανθρώπινα μέλη που θα μπορούσε να είχε ζωγραφήσει τετράχρονος». Σταδιακά το γενικό αίσθημα άρχισε να μεταστρέφεται και το έργο περιόδευε για να ενισχύσει τον αγώνα των Δημοκρατικών. Η περιοδεία σταμάτησε όταν ο Φράνκο κατέλαβε την εξουσία το 1939 και, με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το έργο φυγαδεύτηκε στις ΗΠΑ, για να αποφευχθεί η καταστροφή του.
Η Γκερνίκα έμεινε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια και ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην Ισπανία προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία. Το 1974 υπήρξε συμβάν βανδαλισμού του έργου με κόκκινη μπογιά, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σφαγή του Μάι Λάι στο Βιετνάμ. Το 1981 η Γκερνίκα επιστράφηκε στην Ισπανία και εκτέθηκε αρχικά στο Casón del Buen Retiro και κατόπιν στο Μουσείο ντελ Πράδο, προστατευμένη με αλεξίσφαιρο τζάμι και οπλισμένους φρουρούς, για το φόβο νέου βανδαλισμού. Το 1992 ο πίνακας μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, του οποίου έγινε το διασημότερο και σπουδαιότερο έκθεμα.
Τα τελευταία χρόνια ακούγεται συχνά η πρόταση να μεταφερθεί στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, το οποίο βρίσκεται λίγα μόλις χιλιόμετρα από την κωμόπολη Γκερνίκα, πράγμα με το οποίο δε συμφωνεί ούτε η ισπανική κυβέρνηση, ούτε η διοίκηση του Μουσείου Τέχνης Βασίλισσα Σοφία.

Ιστορικό επεισόδιο

Λέγεται πως όταν οι Γερμανοί εισήλθαν στο Παρίσι κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην προσπάθειά τους να βρουν καλλιτεχνικούς θησαυρούς και να τους κατασχέσουν, ένας Γερμανός Αξιωματικός έδειξε σε φωτογραφία τον πίνακα «Γκερνίκα» στον ίδιο τον Πικάσο που είχε προσαχθεί ρωτώντας τον: -Αυτόν τον πίνακα εσείς τον κάνατε; Κι εκείνος απήντησε με θάρρος: Όχι, Εσείς!
Πηγή:Βικιπαίδεια
Μια μαρτυρία από  την φρίκη της Guernica
Ήταν Απρίλιος του 1937 όταν τα γερμανικά βομβαρδιστικά εμφανίστηκαν στον Ισπανικό ουρανό, πάνω από την Γκουέρνικα. Μέσα σε λίγη ώρα πάνω από 1.500 άνθρωποι σκοτώθηκαν, η πόλη ισοπεδώθηκε και  ταυτόχρονα μετατράπηκε σε ένα σύμβολο της θηριωδίας του πολέμου.
 Η επίθεση πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου, μεταξύ των δυνάμεων του δικτάτορα Φράνκο και των δημοκρατικών δυνάμεων. Ο ισπανικός βορράς των Βάσκων αποτελούσε πεδίο σθεναρής αντίστασης ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις και η κατάληψη της πόλης Μπιλμπάο είχε χαρακτηριστεί στρατηγικής σημασίας.

Στα σχέδια του Φράνκο βρισκόταν και η μικρή κωμόπολη, με μόλις 5.000 κατοίκους, Γκουέρνικα. Οι δικτατορικές εθνικιστικές δυνάμεις υποστηρίζονταν και από τη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ κυρίως μέσω τη Luftwaffe.

Για την Luftwaffe η επίθεση στη Γκουέρνικα αποτελούσε και μία ευκαιρία για τελειοποίηση των αεροπορικών επιθέσεων, λίγο πριν την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων Hermann Goering κατά τη διάρκεια της δίκης του μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανέφερε: «Ο ισπανικός εμφύλιος μας έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε νέες τακτικές για τις αεροπορικές επιθέσεις μας, αλλά και να αποκτήσουμε τις απαραίτητες εμπειρίες».

Η επίθεση στην Γκουέρνικα ήταν μία δοκιμή για τις ναζιστικές δυνάμεις και ονομάστηκε «Επιχείρηση Έκπληξη». Ο βομβαρδισμός πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου, 1937, από τις 16:30 έως τις 19:00 και στην επιχείρηση συμμετείχαν 20 γερμανικά μαχητικά και 3 ιταλικά.

Ένας από τους πρώτους ανταποκριτές του εμφυλίου πολέμου που φτάνει στην κατεστραμμένη πόλη μετά τον βομβαρδισμό ήταν ο Noel Monk, της London Daily Express:

«Ήμασταν περίπου δεκαοκτώ μίλια ανατολικά της Γκουέρνικα όταν ο Άντον σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και άρχισε να φωνάζει. Έδειξε μπροστά και η ανάσα μου κόπηκε αντικρίζοντας την εικόνα. Πάνω από την κορυφή των λόφων εμφανίστηκε ένα σμήνος αεροπλάνων. Περίπου δώδεκα βομβαρδιστικά πετούσαν ψηλά στον ουρανό και χαμηλότερα συνοδευόντουσαν από έξι μαχητικά Heinkel 52. Τα βομβαρδιστικά πετούσαν προς την Γκουέρνικα, ενώ τα μαχητικά πέταξαν χαμηλά πάνω από το αυτοκίνητό μας.

Ο Άντον και εγώ πηδήξαμε σε μία τρύπα, που είχε δημιουργηθεί από βομβαρδισμό, η οποία ήταν γεμάτη με νερό και λάσπη. Κοιτάξαμε βιαστικά τα μαχητικά και μετά κατεβάσαμε τα κεφάλια μας. Δεν σηκώσαμε το βλέμμα μας μέχρι να φύγουν τα Heinkel. Μας φάνηκαν ώρες, αλλά ήταν μόλις 20 λεπτά. Τα μαχητικά πυροβολούσαν στο δρόμο όσο πετούσαν από πάνω μας. Άρχισα να τρέμω από τον φόβο μου.

Όταν τα Heinkel αποχώρησαν μαζί με τον Άντον τρέξαμε στο αυτοκίνητό. Σε μικρή απόσταση ένα στρατιωτικό όχημα είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να μεταφέρουμε τους δύο νεκρούς στην άκρη του δρόμου. Έτρεμα ολόκληρος ήταν η πρώτη φορά που είχα φοβηθεί τόσο. Ο ουρανός είχε γίνει κόκκινος από τις φωτιές στην Γκουέρνικα»

Ο Noel Monk και ο συνάδελφός του πλησίασαν με το αυτοκίνητό τους στην Γκουέρνικα σε τέτοιο σημείο, όπου άκουγαν τους ήχους από τον βομβαρδισμό. Συνέχισαν την πορεία τους για την Μπιλμπάο, όπου ο Monk ολοκλήρωσε το κείμενό του για την εφημερίδα και γευμάτισε.

Η μαρτυρία του συνεχίζεται από το σημείο που το γεύμα τους διακόπτεται από την είδηση για τον βομβαρδισμό της Γκουέρνικα.

«Ένα υπάλληλος της κυβέρνησης με δάκρυα στα μάτια μπήκε μέσα στην τραπεζαρία και φώναξε: Η Γκουέρνικα καταστράφηκε. Οι Γερμανοί βομβάρδιζαν και βομβάρδιζαν και βομβάρδιζαν.

Η ώρα ήταν περίπου 21.30 και ο στρατηγός Roberts χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι, 'καταραμένα γουρούνια'. Πέντε λεπτά αργότερα κατευθυνόμασταν προς την Γκουέρνικα. Ήμασταν περίπου σε απόσταση δέκα μιλίων από την κωμόπολη όταν είδα τον κόκκινο ουρανό από τις φλόγες. Πλησιάζοντας στην Γκουέρνικα έβλεπα παιδιά, γυναίκες και άνδρες στην άκρη του δρόμου να κάθονται σαστισμένοι. Εκεί ήταν και ένας ιερέας. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και πήγα προς το μέρος του.

Τι συνέβη; τον ρώτησα Το πρόσωπο του ήταν μαυρισμένο, τα ρούχα του σκισμένα και δεν μπορούσε να μιλήσει, απλά μου έδειχνε τις φωτιές, περίπου 4 μίλια μακριά. Μετά ψιθύρισε: ‘Aviones. . . bombas. . . mucho, mucho’.

Ήμουν ο πρώτος ανταποκριτής που έφτασε στην Γκουέρνικα και βοήθησα ορισμένους στρατιώτες να μαζέψουν απανθρακωμένα πτώματα. Μερικοί στρατιώτες έκλαιγαν με λυγμούς σαν μικρά παιδιά. Υπήρχαν παντού φωτιές και καπνοί και η μυρωδιά από την καμένη σάρκα ήταν ανυπόφορη. Σπίτια κατέρρεαν.

Στην κεντρική πλατεία, που περιβαλλόταν από ένα τοίχο φωτιάς, βρισκόντουσαν περίπου 100 άνθρωποι. Ένας θρήνος είχε απλωθεί σε όλη την περιοχή. Ένας άνδρας που μιλούσε αγγλικά μου είπε: ‘Στις τέσσερις, πριν ακόμα κλείσει η αγορά, ήρθαν πολλά αεροπλάνα. Πέταξαν βόμβες. Κάποια πετούσαν χαμηλά και πυροβολούσαν στο δρόμο. Ο πατέρας Aroriategui προσευχόταν μαζί με άλλους ανθρώπους στην πλατεία ενώ οι βόμβες έπεφταν’.

Τα μόνα που δεν είχαν καταρρεύσει ήταν η εκκλησία, ένα ιερό δένδρο, σύμβολο των Βάσκων, και ένα μικρό εργοστάσιο πυρομαχικών λίγο έξω από την πόλη. Στην πόλη δεν υπήρχαν αντιαεροπορικά. Ήταν μία επιδρομή φωτιάς.
Ένα θέαμα που με έχει στοιχειώσει ήταν τα απανθρακωμένα πτώματα πολλών γυναικών και παιδιών που τα είχαν μαζέψει στην αποθήκη ενός σπιτιού».
Πηγή:tvxs
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου