Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Ιστορικά κτίρια της Αθήνας...

Άραγε πόσοι από εμάς  ξέρουμε την ιστορία των κτιρίων αυτής της πόλης όταν την περπατούμε; Ποια  ιστορία κρύβει το Μέγαρο Αθηγένους; Τι στεγάζει σήμερα η οικία του Ελεύθερου Βενιζέλου; Η οικία Κλεάνθη μήπως φιλοξένησε   το πρώτο πανεπιστήμιο της Αθήνας; Καλή ξενάγηση!





Το Μέγαρο Αθηνογένους (αγγλ. Athinogenis Mansion), ένα από τα επιβλητικότερα κτήρια της αθηναϊκής αστικής τάξης στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α', βρίσκεται στην οδό Σταδίου αριθ. 50 στο κέντρο της Αθήνας, δεύτερο κτήριο μετά το παρακείμενο Παλαιό Βασιλικό Τυπογραφείο.
Ανήκε στην οικογένεια Αθηνογένους, παλιά αθηναϊκή οικογένεια συγγενική ως προς αυτήν του Στέφανου Σκουλούδη. Ο τελευταίος είχε παντρευτεί την Μαρία Αθηνογένη, αδελφή του Γεώργιου Αθηνογένη, πατέρα των Ιωάννη και Στέφανο Αθηνογένη, οι οποίοι και ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι του Στέφανου Σκουλούδη. Το Μέγαρο Αθηνογένους οικοδομήθηκε ανάμεσα στα έτη 1875-1880, σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Πιάτ (Piat), όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Κ. Μπίρης στο έργο του "Αι Αθήναι" (1966). Ο Πιάτ είχε έρθει στην Αθήνα το 1869 προκειμένου να συνεργαστεί με τον συμπατριώτη του επιχειρηματία Σολέ (Chollet), ο οποίος το 1870 είχε συμβληθεί με το ελληνικό Δημόσιο για τη διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, έργο όμως που τελικά δεν υλοποιήθηκε.
Ο Πιάτ παρέμεινε και εργάστηκε στην Αθήνα κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, χτίζοντας πολλά αρχοντικά της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης. Μεταξύ αυτών, αν και υπάρχει διχογνωμία σ' αυτό, ήταν το Μέγαρο Σκουλούδη στην Πλατεία Συντάγματος, κατεδαφισμένο από τη δεκαετία του '30, δίπλα στη "Μεγάλη Βρετανία", όπου βρίσκεται σήμερα το πρώην ξενοδοχείο "Κινγκ Τζωρτζ" (King George), καθώς και το Μέγαρο Βούρου στο Σύνταγμα (κατεδαφισμένο από το 1960), όπου στεγαζόταν για χρόνια το ιστορικό καφενείο του "Ζαχαράτου" και βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο "Athens Plaza", που χτίστηκαν και τα δύο συγχρόνως το 1873.
Εντούτοις, ο καθηγητής του ΕΜΠ Μάνος Μπίρης δέχεται στο βιβλίο του "Μισός αιώνας αθηναϊκής αρχιτεκτονικής" (1987), ότι τόσο το Μέγαρο Αθηνογένους όσο και τα μέγαρα του Σκουλούδη και του Βούρου στο Σύνταγμα ήταν έργα του Γάλλου αρχιτέκτονα Εζέν Τρουμπ (Eugene Troumpe), που εργαζόταν κι αυτός εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.
Το Μέγαρο Αθηνογένους εκφράζει αρχιτεκτονικά τη μετάβαση από την προηγούμενη φάση του κλασικισμού σε εκλεκτικιστικές μορφές και γαλλικές επιρροές νεο-μπαρόκ, συμβαδίζοντας με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις της εποχής. Η μνημειακή πρόσοψη του κτηρίου συνδυάζει τη νεοκλασική σύνθεση με τις ιωνικές παραστάδες με στοιχεία γαλλικού νεο-μπαρόκ.
Το Μέγαρο Αθηνογένους στέγασε στα τέλη του 19ου αιώνα την πρώτη Οθωμανική Τράπεζα στην Ελλάδα. Σήμερα, το μέγαρο αυτό, με ζωή 130 και πλέον χρόνων, ερειπωμένο και μισοκαμένο από την πυρκαγιά του Μαΐου του 2004, έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.
Η Οικία Ελευθερίου Βενιζέλου, όπου στεγάζεται σήμερα η Βρετανική Πρεσβεία, βρίσκεται στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και της οδού Λουκιανού 2 στην Αθήνα, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Πτωχοκομείου και απέναντι από το κτιριακό συγκρότημα του Βυζαντινού Μουσείου.

Το Μέγαρο Βενιζέλου

Η νεοκλασική κατοικία του Ελευθερίου Βενιζέλου (1863 ή 1864 - 1936) οικοδομήθηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου μεταξύ των ετών 1930 – 1932 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά (1862 – 1937) και για λογαριασμό της Έλενας Σκυλίτση, προοριζόμενη για κατοικία του συζύγου της Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος δεν διέθετε μέχρι τότε ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα.
Η οικία Βενιζέλου χρησιμοποιήθηκε για μερικά μόνο χρόνια και συνδέθηκε με αρνητικά γεγονότα για τον Έλληνα πολιτικό, όπως η απώλεια των εκλογών του 1932, η απόπειρα δολοφονίας του το 1933, το αποτυχημένο κίνημα του 1935 και με αποκορύφωμα την αυτοεξορία του στη Γαλλία, όπου και απεβίωσε στις 18 Μαρτίου 1936.
Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Έλενα Σκυλίτση πώλησε την κατοικία τους στη Βρετανική κυβέρνηση και έκτοτε στέγασε εκεί τη Βρετανική Πρεσβεία. Από τη δεκαετία του 1960 στεγάζει την πρεσβευτική κατοικία, ενώ η πρεσβεία εγκαταστάθηκε σε παρακείμενο νεόδμητο κτήριο.

Ο Άγιος Νικόλαος του Πτωχοκομείου

Με την πρώην κατοικία του Ελευθερίου Βενιζέλου συνορεύει ο Ναός του Αγίου Νικολάου του Πτωχοκομείου, που βρίσκεται στη γωνία της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και της οδού Πλουτάρχου, ο οποίος είχε οικοδομηθεί το 1876 στον περίβολο του Πτωχοκομείου των Αθηνών, το κτήριο του οποίου δεν υφίσταται σήμερα.
Ο ναός ανεγέρθηκε σε νεοβυζαντινό ρυθμό από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο (1810 - 1878). Πρόκειται για εκκλησία του τύπου σταυροειδούς μετά τρούλου, με εμφανή βυζαντινά μορφολογικά στοιχεία, που αναβιώνουν τη ναοδομία της βυζαντινής παράδοσης.




Το ξενοδοχείο Βύρων
Το Ξενοδοχείο «Βύρων» είναι ένα από τα παλαιότερα και πιο ιστορικά ξενοδοχεία της Αθήνας. Βρίσκεται στη γωνία της οδού Αιόλου 38 με την πλατεία της Αγίας Ειρήνης. Με ιστορία 170 ετών, λειτούργησε ως ξενοδοχείο αρχικά με την επωνυμία «Η Ανατολή» και από τα τέλη του 19ου αιώνα ως «Βύρων».
Το ξενοδοχείο «Βύρων» οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1833 και 1839 και η αρχιτεκτονική του, όπως σημειώνει σε άρθρο της η Μάρω Καρδαμίτση – Αδάμη, «εκφράζει μια πρώιμη νεοκλασική άποψη με έμφαση στη δωρικότητα και την απλότητα».
Ήταν το πιο αριστοκρατικό ξενοδοχείο της εποχής, ενώ οι δεξιώσεις που δίνονταν σ’ αυτό αποτελούσαν μεγάλο κοσμικό γεγονός της αθηναϊκής κοινωνίας. Υποστηρίζεται ότι φιλοξένησε το Λόρδο Βύρωνα, αλλά πιθανόν και τον Όθωνα, όταν είχαν έρθει στην Αθήνα. Για ένα διάστημα, μεταξύ των ετών 1839 και 1842, είχε στεγάσει το αστρονομικό και μετεωρολογικό παρατηρητήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό τον αστρονόμο και καθηγητή των φυσικομαθηματικών Γεώργιο Βούρη (1802 – 1860).
Στο ισόγειο του ξενοδοχείου στεγάστηκαν κατά διαστήματα διάφορα εμπορικά καταστήματα, όπως σήμερα τα εμπορικά ενδυμάτων και φυτοφαρμάκων. Το 1987 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο ιστορικό μνημείο.




Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου, μετέπειτα ανάκτορο του 'Οθωνα, στην Αθήνα, Πλατεία Κλαυθμώνος
Το Αρχοντικό Δεκόζη Βούρου βρίσκεται εκεί που λειτουργεί σήμερα το "Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών" στην Οδό Παπαρρηγοπούλου αριθ. 7 στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Το αρχοντικό αυτό ανήκε στο μεγαλέμπορο από τη Χίο Σταμάτιο Δεκόζη Βούρο (Χίος 1792 - Αθήνα 1881), του οποίου ο πατέρας Κοζής Βούρος σκοτώθηκε από τους Τούρκους κατά τις φοβερές σφαγές της Χίου το 1822.
Ο Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος, φυγάδας από τη Χίο, εγκαταστάθηκε πρώτα στη Βιέννη και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, συνεχίζοντας τις εμπορικές δραστηριότητες του πατέρα του. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, ο Βούρος αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Από το 1832 έφυγε από τηνΚωνσταντινούπολη, όπου διέμενε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, ιδρύοντας τραπεζικό οίκο και ασχολούμενος με οικονομικές επιχειρήσεις.
Στην Αθήνα, πρωταρχικό μέλημα του Βούρου ήταν η οικοδόμηση του σπιτιού του. Εκείνη την εποχή το οικιστικό σχέδιο της Αθήνας ήταν τελείως αδιαμόρφωτο. Πολύ σύντομα όμως η πόλη θα αλλάξει μορφή και η ανοικοδόμηση της ερειπωμένης πόλης θα ξεκινήσει με αρχοντικά και σπίτια που άρχισαν να χτίζουν Ευρωπαίοι και Έλληνες ομογενείς που επέστρεφαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Στα 1834 αρχίζει και η διάνοιξη της οδού Σταδίου.
Το αρχοντικό Δεκόζη Βούρου είναι από τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν στην Αθήνα στα 1833/34. Τα σχέδια του αρχοντικού εκπονήθηκαν από τους Γερμανούς αρχιτέκτονες Λύντερς (G. Lueders) και Χόφερ (J. Hoffer) και αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Η περιοχή της πλατείας Κλαυθμώνος, όπου χτίστηκε το αρχοντικό, ήταν τότε τελείως ασχημάτιστη. Το αρχοντικό, όταν περατώθηκε η κατασκευή του, ήταν το πιο αξιόλογο κτίσμα που υπήρχε στην κατεστραμμένη πόλη.
Το αρχοντικό του Δεκόζη Βούρου είναι ένα απλό διώροφο κτίριο με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της κλασικιστικής αθηναϊκής κατασκευής. Εξωτερικά έχει κεραμωτή στέγη, μια μαρμάρινη βάση και το μπαλκόνι με τα λεπτοδουλεμένα φουρούσια.

Εγχάρακτη επιγραφή στην είσοδο του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, Πλατεία Κλαυθμώνος
Στα 1836, ο βασιλιάς Όθων, επιστρέφοντας από το Μόναχο μετά το γάμο του με την Αμαλία, χρησιμοποίησε ως προσωρινή κατοικία τη "Μεγάλη Οικία" Βούρου στην τότε οδό Νομισματοκοπείου και ήδη Παπαρρηγοπούλου αριθ. 7 και τη διπλανή οικία του Γ. Αφθονίδη (που δεν υπάρχει σήμερα), συνδέοντας μεταξύ τους με στοά τα δύο αυτά αρχοντικά. Ο Όθων και η Αμαλία έμειναν σ' αυτό το "Παλιό Παλάτι", όπως το αποκαλούσαν αργότερα οι Αθηναίοι, από το 1836 μέχρι το 1843. Διαμόρφωσαν μάλιστα και ένα κήπο μπροστά στο παλάτι, από τον οποίο προήλθε ο σημερινός κήπος της Πλατείας Κλαυθμώνος.
Η βασιλική αυτή κατοικία μεταφέρθηκε το 1843 στο νεόχτιστο τότε κτίριο των Ανακτόρων, έργο του Γερμανού αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Γκαίρτνερ (Friedrich Gaertner), όπου στεγάζεται σήμερα η Βουλή των Ελλήνων.
Το 1859, ο Σταμάτιος Δεκόζης Βούρος έχτισε δίπλα στο σπίτι του, στον αριθ. 5 της οδού Παπαρρηγοπούλου, ένα δεύτερο αρχοντικό, για κατοικία του γιου του Κωνσταντίνου Βούρου, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γεράσιμου Μεταξά, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Σήμερα, το αρχοντικό του Δεκόζη Βούρου στεγάζει από το 1980 το "Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών", που ίδρυσε ο Λάμπρος Ευταξίας, δισέγγονος του Σταματίου Δεκόζη Βούρου.
Το Μέγαρο Καντακουζηνού, κτίσμα της οθωνικής εποχής, που οικοδομήθηκε στα 1883-35 και διατηρείται μέχρι σήμερα στη συνοικία του Μεταξουργείου στην Αθήνα, ανήκε στο Φαναριώτη πρίγκιπα Γεώργιο Καντακουζηνό.
Με την προοπτική ότι η ανάπτυξη του κέντρου της Αθήνας θα γινόταν γύρω από την περιοχή του Κεραμεικού, όπου ο διάσημος Έλληνας αρχιτέκτων Σταμάτης Κλεάνθης σχεδίαζε να γίνουν τα βασιλικά ανάκτορα και το διοικητικό κέντρο της πόλης, ο πρίγκιπας Καντακουζηνός αγόρασε στην περιοχή που λεγόταν Χρισμένο Λιθάρι, το σημερινό Μεταξουργείο, ένα μεγάλο οικόπεδο, όπου θα έχτιζε ένα συγκρότημα που θα περιελάμβανε την κατοικία του και ένα μεγάλο γωνιακό κτίριο με εμπορικά καταστήματα στο ισόγειο, κατά τα πρότυπα των μεγάλων πόλεων της Ευρώπης.
Την οικοδόμηση του Μεγάρου Καντακουζηνού ανέλαβε ο Δανός αρχιτέκτων Κρίστιαν Χάνσεν (Christian Hansen, 1803 - 1883). Ο Χάνσεν είχε φθάσει στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1833 με υποτροφία της πατρίδας του και αναζητώντας δουλειά ανέλαβε την ανέγερση του οικοδομικού συγκροτήματος του πρίγκιπα Καντακουζηνού.
Σε ένα γράμμα που έστειλε ο Χάνσεν από την Αθήνα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας στις 8 Ιουλίου 1834, γράφει για το οικοδόμημα του Καντακουζηνού:
    Ήμουνα πολύ τυχερός που βρήκα δουλειά, αφού η υποτροφία μου του δεύτερου εξαμήνου έχει καθυστερήσει. Έτσι έκανα τα σχέδια ενός μεγάλου γωνιακού κτιρίου με καταστήματα στο ισόγειο και κοιτώνες στον όροφο. Αυτό τον καιρό έχω την επίβλεψη αυτής της οικοδομής.    
Οι παρεμβάσεις όμως του Καντακουζηνού στα αρχιτεκτονικά σχέδια του Χάνσεν δημιούργησαν τριβές στις σχέσεις τους. Ο Χάνσεν δεν δέχτηκε να αλλάξει τα αρχικά σχέδιά του και τελικά παραιτήθηκε. Σε άλλη πάλι επιστολή του προς την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας, με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 1835, ο Χάνσεν γράφει:
    Δυστυχώς έχω απογοητευτεί από ένα μέρος της δουλειάς μου. Θα γνωρίζετε ότι άρχισα να κτίζω μια οικοδομή με καταστήματα στο ισόγειο κι επάνω σοφίτες - mezzanin - για να μένουν οι έμποροι. Τη δουλειά αυτή μου είχε αναθέσει ένας πρίγκιπας από τη Βλαχία. Για κακή μου τύχη όμως ο πρίγκιπας αυτός χρησιμοποίησε τους χειρότερους εργάτες που θα μπορούσε να βρει, με αποτέλεσμα η όλη εργασία να μην είναι ικανοποιητική. Επιπλέον θέλει να προσθέσει έναν όροφο, κι έτσι θα καταστραφεί όλη μου η δουλειά. Του εξήγησα τότε πως εγώ δεν πρόκειται να βάλω το όνομά μου σ' ένα τέτοιο σχέδιο και συγχρόνως δήλωσα την παραίτησή μου από κάθε οικοδομική εργασία.    
Μετά την παραίτηση του Χάνσεν, η οικοδόμηση του κτιρίου εγκαταλείφθηκε. Το 1840, το μισοτελειωμένο μέγαρο-εμπορικό κέντρο του Καντακουζηνού αγοράστηκε από την αγγλική εταιρεία "Αύγουστος Μπρούμε και Σία", με σκοπό να λειτουργήσει ως εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων. Το εργοστάσιο εξοπλίστηκε με τα αναγκαία μηχανήματα, αλλά σύντομα σταμάτησε τη λειτουργία του, αφού η αγγλική εταιρεία κήρυξε πτώχευση.
Στα 1854, το συγκρότημα Καντακουζηνού, που περικλειόταν από τις οδούς Μεγάλου Αλεξάνδρου, Μυλλέρου και Γιατράκου, αγοράστηκε από τη "Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος", που ανήκε στον Αθανάσιο Δουρούτη (1816 - 1901), Ηπειρώτη στην καταγωγή και διακεκριμένη προσωπικότητα της κοινωνίας της Αθήνας. Εκεί λειτούργησε μέχρι το 1875 το πρώτο ατμοκίνητο "μεταξοκλωστήριο" στην Ελλάδα.
Από το εργοστάσιο αυτό, ένα από τα πρώτα δείγματα της δουλειάς του Χάνσεν στην Ελλάδα, πήρε το όνομά της και η σημερινή συνοικία του Μεταξουργείου.
Η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ, ένα από τα πιο ιστορικά κτίρια της Αθήνας, κτισμένη κάτω από την Ακρόπολη στην καρδιά της Πλάκας, επί της οδού Θόλου. Από το 1837 μέχρι το 1842, στέγασε το πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας, του «Οθώνειο Πανεπιστημίου», το σημερινό Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο για την ιστορία του πανεπιστήμιου.
Το σπίτι κατοικήθηκε από τον Μακεδόνα αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη και τον Βαυαρό συνάδελφο και συνεργάτη τουΕδουάρδο Σάουμπερτ. Η γραφική οικία των Κλεάνθη - Σάουμπερτ, με την ιδιότυπη αρχιτεκτονική της, κτισμένη σε ρυθμό αθηναϊκού σπιτιού της εποχής με ρομαντικά στοιχεία, με τις τζαμαρίες και τις ταράτσες της, τα κολονέτα και την αυλή της, ξεχωρίζει και επιβάλλεται με το μέγεθος και το ύψος της στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Το κτίριο αυτό αποτελεί ιστορικά και αρχιτεκτονικά ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της Αθήνας.
Η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ "υπήρξε το ενδιαίτημα των ξένων αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων που παρεπιδημούσαν τότε στην Αθήνα, όπως των αρχιτεκτόνων Λύντερς και Χριστιανού Χάνσεν, του αρχαιολόγου Λουδοβίκου Ρος και άλλων".

Ιστορία

Το 1828, ο Κλεάνθης μαζί με τον Σάουμπερτ, με παρότρυνση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ήρθαν στην Ελλάδα για την ανέγερση νέων κτιρίων. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Λούντβιχ Ρος, ερχόμενος να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, γράφει στις "Αναμνήσεις" του:

    Ο μελλοντικός καλός μου φίλος Σάουμπερτ από το Μπρεσλάου, ένας μαθητής του Σίνκελ, ήταν στην ίδια Σχολή με τον Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη, που ήρθε από την Ιταλία στην Ελλάδα απ' το 1828 κιόλας. Σε λίγο κατέφθασε και ο αρχιτέκτων Λύντερς απ' τη Λειψία   
Οι δυο αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι Κλεάνθης και Σάουμπερτ, όταν έφθασαν στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1831 για τη σύνταξη του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου των Αθηνών, αγοράζουν από την Τουρκάλα Σαντέ Χανούμ ένα μεγάλο οικόπεδο ψηλά στο "Ριζόκαστρο" με ερειπωμένη παλιότερη κατοικία. Ήταν ένα παλιό σπίτι, ίσως παλαιότερο κι από τον ΙΗ' αιώνα. Οι δυο αρχιτέκτονες και συνεργάτες, δίχως να γκρεμίσουν το ερειπωμένο σπίτι που υπήρχε, το επισκεύασαν και το επέκτειναν, χρησιμοποιώντας το ως κατοικία και γραφείο τους.
Ο Λούντβιχ Ρος γράφει: "Ο Σάουμπερτ είχε κιόλας αγοράσει στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης μερικά τούρκικα ερείπια και τα αναστήλωσε. Ζούσε σ' ένα απ' αυτά μαζί με τον Κλεάνθη. Το σπίτι αργότερα, στα 1837, χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση του πρώτου Πανεπιστημίου του Όθωνα".
Επιγραφή Οικίας Κλεάνθη (Παλιό Πανεπιστήμιο)
Το 1837, οι δυο αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ νοίκιασαν τη μεγάλη αυτή κατοικία τους στο Δημόσιο για να στεγασθεί εκεί το "πρώτο Ελληνικό Πανεπιστήμιο". Έγινε το πρώτο Πανεπιστήμιο της μετεπαναστατικής Αθήνας από το 1837 μέχρι το 1842, με την ονομασία "Οθώνειον Πανεπιστήμιον".
Ο Λούντβιχ (Λουδοβίκος) Ρος περιγράφει με περισσή ενάργεια στις "Αναμνήσεις" του τα σχετικά με την ίδρυση, τους εορτασμούς, τους πανηγυρικούς λόγους που εκφωνήθηκαν και το κλίμα που επικρατούσε κατά την ημέρα των εγκαινίων του Πανεπιστημίου:
    Εκείνο που έλειπε τώρα ήταν ένα κατάλληλο κτίριο. Ελλείψει αυτού νοικιάστηκε το σπίτι του φίλου μου Σάουμπερτ. Ήταν ανάμεσα στο ύψωμα του Πάνα και της Αγραύλου. Η μεγαλύτερη του αίθουσα, με ευρεία θέα της πόλης και της πεδιάδας και παραπέρα ως την Πάρνηθα... Αλλά χωρίς μια πανηγυρική θρησκευτική τελετή το πράγμα δεν μπορούσε να γίνει. Ο ιδρυτής του Πανεπιστημίου, που είχε δώσει το βασιλικό του όνομα, καθόρισε την ημέρα των εγκαινίων... Έτσι έγιναν τα εγκαίνια του Πανεπιστημίου του "Όθωνος". Το Πανεπιστήμιο αυτό το εγκαινίασα εγώ από απόψεως μαθημάτων, δίνοντας μια διάλεξη μερικές μέρες αργότερα - 22 Απριλίου/10 Μαΐου 1837...Έκανα μια διάλεξη με θέμα τον Αριστοφάνη, μιλώντας για τα έργα του "Αχαρνής" και "Ιππής", με 30 περίπου ακροατές.    
Ο Χρ. Εμ. Αγγελομάτης αποκαλεί το "Παλιό Πανεπιστήμιο", όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ, ως "το καταφύγιο της επιστήμης στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνος" και δίνει μια περιγραφή από την πρώτη ημέρα που άρχισε η λειτουργία του στα 1837:
    Άνθρωποι από κάθε γωνιά του ελληνισμού, φουστανελάδες με ροζιασμένα χέρια, αγωνιστές που στο πέρασμά τους νόμιζες πως σκόρπιζε η μυρουδιά της μπαρούτης, εφτανησιώτες με τις βελάδες και τα ψηλά τους καπέλλα, βρακάδες με ρούχα τριμένα από τη φτώχεια, σκαρφάλωναν στην πλαγιά του Ριζόκαστρου να ιδούν το θαύμα πραγματοποιημένο...'Ανθρωποι που είχαν φθάσει σε ηλικία τέτοια που θα λέγονταν σήμερα "ώριμοι άντρες" με γένεια ολόγυρα στα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα, παλληκάρια με λιγδωμένες μπροστέλες, παιδιά ακόμα, παίρνουν με ευλαβική σιγή θέση στις αίθουσες κι ακούνε την παράδοση... Άκουαν το μάθημα με τα μάτια θαμπωμένα.    
Το 1856, ο Κλεάνθης πούλησε το σπίτι της οδού Θόλου σε ιδιώτη από την Κρήτη, ενώ στα 1868 χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση προσφύγων από το νησί. Στη συνέχεια, απαλλοτριώνεται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και το 1963 κηρύσσεται διατηρητέο. Τελικά, το Πανεπιστήμιο Αθηνών αποκτά οριστικά την ιδιοκτησία του τον Απρίλιο του 1967. Σήμερα στεγάζει ένα πολιτιστικό κέντρο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων στην οδό Ακαδημίας, έχουν τοποθετηθεί (1973) προτομές από μάρμαρο του Σταμάτη Κλεάνθη και του Εδουάρδου Σάουμπερτ, φιλοτεχνημένες από το γλύπτη Φάνη Σακελλαρίου (1916 - 2000).
Το νεοκλασικό Αρχοντικό του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, σημαντικής προσωπικότητας της πολιτικής ζωής της χώρας, είχε χτιστεί στα μέσα του 19ου αιώνα. Βρίσκεται στην πλατεία που έχει σήμερα το όνομά του, την Πλατεία Κουμουνδούρου (νυν Πλατεία Ελευθερίας), στο σύνορο που χωρίζει την παλιά πόλη της Τουρκοκρατίας από τη νεότερη της οθωνικής εποχής.
Το Αρχοντικό του Κουμουνδούρου ήταν κέντρο κοινωνικής επαφής της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της Αθήνας, γνωστό για τις πολιτικές συναθροίσεις, αλλά και τις περιβόητες δεξιώσεις και τις χοροεσπερίδες.
Απέναντι από το Μέγαρο του Κουμουνδούρου, στην οδό Κραναού αριθ. 5, είναι και το αρχοντικό που χτίστηκε το 1840 από τον Γεώργιο Αργυρόπουλο, γόνο βυζαντινής οικογένειας, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έως το 1973, το μέγαρο του Κουμουνδούρου στέγασε το 9ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησαν αξιόλογα πρόσωπα της δημόσιας και πνευματικής ζωής της χώρας. Ανάμεσά τους ο Δημήτριος Κόρσος, καθηγητής του Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Σταμάτιος Πατάπης, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Σταύρος Πάνος, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, ο Δημήτριος Σφήκας, Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ο Ευάγγελος Φλωράτος, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και άλλοι.
Το ιστορικό αρχοντικό του Κουμουνδούρου κατεδαφίστηκε το 1978. Μερικοί τοίχοι του υπάρχουν ακόμα, σαν απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Στο σπίτι αυτό της Πλατείας Κουμουνδούρου πέθανε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος στις 26 Φεβρουαρίου 1883 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Μια χαρακτηριστική προσωπογραφία του Κουμουνδούρου έχει φιλοτεχνηθεί από τον Κεφαλλονίτη ζωγράφο Σπύρο Βικάτο, που βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Το Αρχοντικό Λογοθέτη, κτίσμα της Τουρκοκρατίας, βρίσκεται στο Μοναστηράκι της Αθήνας, απέναντι από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, στην Οδό Άρεως 14. Μια καμάρα της πύλης του αρχοντικού, μια βρύση, ένα λίθινο εξωτερικό κλιμακοστάσιο, που οδηγούσε στο ανώγειο του σπιτιού και μια αυλή, περιτριγυρισμένη από μεταγενέστερα κτίσματα, είναι ό,τι απέμεινε σήμερα από αυτό το αθηναικό αρχοντικό της Τουρκοκρατίας. Μέσα στην αυλή της παλιάς οικίας του Λογοθέτη βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου, που ανήκε στην οικογένεια.
Το Αρχοντικό του Λογοθέτη βρισκόταν απέναντι στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα στην Οδό Άρεως - η οποία τότε λεγόταν "πλατέα ρούγα του Κάτω Συντριβανιού". Εκεί ήταν το θορυβώδες παζάρι της οθωμανικής Αθήνας, όπου, εκτός από μαγαζιά και καφενέδες, υπήρχαν και ιδιωτικές κατοικίες.
Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους (1852 - 1942) αναφέρει στο βιβλίο του "Αι Παλαιαί Αθήναι" (1922) τα εξής: "Ο Προφήτης Ελισσαίος τέλος σώζεται και λειτουργείται κανονικώς. Είναι μάλιστα δημοφιλέστατος εις τας γυναικείας ομάδας και πάντοτε φωτίζει και προστατεύει τα ωραία απομεινάρια του αρχοντικού των Λογοθετών, εις ό περιεκλείετο".
Αλλά και ο αρχαιολόγος και ιστορικός της τέχνης Μανόλης Χατζηδάκης γράφει σ' ένα άρθρο του στο περιοδικό "Καλλιτεχνικά Νέα" (1943):
"'Ομως η μικρή αυτή εκκλησία παρουσιάζει και ενδιαφέρον ιστορικό και αρχαιολογικό αξιόλογο, γιατί, μαζί με το μνημειώδες κλιμακοστάσιο που συνέχεται μ' αυτήν, αποτελεί ένα από τα λίγα παλαιά αθηναϊκά λείψανα. Είναι ό,τι μένει από το μεγάλο αρχοντικό της σημαντικής αθηναικής οικογένειας Χωματιανού Λογοθέτου... Μα και το κτίριο το ίδιο ήταν ένα έξοχο δείγμα της τέχνης των Αθηναίων μαστόρων στον καιρό της Τουρκοκρατίας".
Ο Νικόλαος Λογοθέτης καταγόταν από τη Τζιά και νέος βρισκόταν στη δούλεψη του αρχιναυάρχου του οθωμανικού στόλου Τζανούμ Χότζα, τον οποίο ακολουθούσε στις εκστρατείες του. 'Οταν έπεσε στη δυσμένεια του ναυάρχου, κατέφυγε στην Αθήνα κρυπτόμενος στο μοναστήρι της Πεντέλης. Πανούργος στο χαρακτήρα του και δολοπλόκος, πέτυχε τη συγχώρεση του Τζανούμ Χότζα, παίρνοντας μαζί του μέρος στην άλωση της βενετοκρατούμενης Τήνου. Αργότερα, ήρθε και κατοίκησε στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Βερνάρδου Καπετανάκη, που είχε το κονσουλάτο (προξενείο) της Μεγάλης Βρεττανίας. Κατάφερε τελικά να γίνει και ο ίδιος κόνσολος της Βρετανίας.
Τους ξένους περιηγητές στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, είχε απασχολήσει αρκετά η ασθένεια, ο θάνατος και η κηδεία της θυγατέρας του Αθηναίου άρχοντα Νικολάου Λογοθέτη, γύρω στο 1805. Ο Καμπούρογλους περιγράφει, με περισσή συγκίνηση, το όλο περιστατικό (βλ. Αι Παλαιαί Αθήναι, 1922).
Στα νεότερα χρόνια, στην εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, δίπλα στα ερείπια του αρχοντικού Λογοθέτη, έψαλλαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Στο ναό εκκλησιάζονταν επίσης οι λόγιοι Θ. Βελιανίτης, Παύλος Νιρβάνας, Γ. Τσακόπουλος, Γιάννης Βλαχογιάννης και άλλοι πολλοί θαυμαστές του Παπαδιαμάντη.
Το Μέγαρο Πρόκες - 'Οστεν βρίσκεται στην οδό Φειδίου 3 στην Αθήνα, λίγα κτίρια μετά το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, όπου εγκαταστάθηκε στα νεότερα χρόνια το "Ελληνικόν Ωδείον".
ο Άντον Πρόκες - Όστεν (Anton Prokesch - Osten, 1795 - 1876) ήταν ο πρώτος πρεσβευτής της Αυστρίας στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Ήταν γεννημένος στο Γκρατς της Αυστρίας, από μικροαστική οικογένεια. Υπήρξε ο μόνος εκπρόσωπος των Μεγάλων Δυνάμεων που λάτρευε την Ελλάδα και ως διπλωμάτης και ιστορικός επηρέασε σημαντικά την πολιτική πορεία του νέου ελληνικού βασιλείου.
Ο Πρόκες - 'Οστεν ήταν ενθουσιώδης φιλέλληνας. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, είχε γνωρίσει προσωπικά τους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και τους πολιτικούς της εποχής του, καθώς και το βασιλιά Όθωνα. Τα ημερολόγιά του και τα ταξιδιωτικά απομνημονεύματά του από την Ελλάδα αποτελούν πολύτιμη πηγή της νεοελληνικής ιστορίας. Στα 1867 - 1868 δημοσίευσε σε έξι τόμους το έργο Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων και η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, βασισμένο σε διπλωματικά έγγραφα και προσωπικές εμπειρίες. Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1876 στη Βιέννη και τάφηκε στο Κοιμητήριο του Αγίου Λεονάρδου στο Γκρατς.
Ο Δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν μας δίνει στο "Οδοιπορικό" του από την Ελλάδα μια λεπτομερή προσωπογραφία του Πρόκες - 'Οστεν:
"Ο πιο ενδιαφέρων απ' τους διπλωμάτες της Αθηναϊκής Αυλής ήταν ένας πρώην Αυστριακός υπουργός, ο Πρόκες - Όστεν... Ο Άντον Πρόκες γεννήθηκε στο μικρό κτήμα του πατέρα του στο Γκρατς... Η θάλασσα του άνοιξε την όρεξη για ταξίδια, κι αφού ενδιαφερόταν πάντα τόσο πολύ για τον ελληνικό λαό, πήγε στην Ελλάδα... Μετά την απελευθέρωση των Ελλήνων κάλεσαν τον Πρόκες πίσω στη Βιέννη]. Ο αυτοκράτορας του έδωσε έναν τίτλο ευγενείας και πρόσθεσε στο όνομά του το Όστεν (Osten), μια που τα κατορθώματά του στην Ανατολή του χάρισαν αυτή τη διάκριση".
Στις 29 Ιουλίου 1833, ο Πρόκες - Όστεν διορίζεται πρεσβευτής της Αυστρίας στην ελευθερωμένη Ελλάδα. Και μένει σ' αυτήν ως τους πρώτους μήνες του 1849, οπότε μεταφέρθηκε στο Βερολίνο. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1834, αφού είχε φθάσει στην Ελλάδα, σημείωνε στο ημερολόγιό του:

Εγώ, εγώ που θα έδινα την ψυχή μου για την ανάσταση της Ελλάδας, ελπίζω λίγα από από τον λαό αυτόν...Αλλά γνωρίζω πως ο δρόμος για τη βελτίωση περνάει από την ανεξαρτησία, και μόνο μεσ' απ' αυτήν.
Και όταν φθάνει στην Αθήνα, η εμφάνιση της πόλης, όπως σημειώνει, τον απογοητεύει:
"Η Αθήνα δεν είναι παρά ένας σωρός βρώμικα συντρίμμια, αραδιασμένα γύρω από μερικά μεγαλόπρεπα κατάλοιπα, που διακόπτονται από καμιά εκατοπενηνταριά προχειροχτισμένα σπίτια."
Όταν όμως συναντήθηκε αργότερα με το βασιλιά Όθωνα, απευθύνθηκε σ' αυτόν με τα παρακάτω λόγια:
"Βλέπω τη Μεγαλειότητά σας να κατοικεί ανάμεσα σ' ερείπια, θαυμάσια κάποτε, μα πρόσφατα φτωχικά...Η μεγαλειότητά σας όμως καλείται να χρησιμοποιήσει το κατάλληλο υλικό που υπάρχει στον ελληνικό λαό για να ανοικοδομήσει τη νέα χώρα και να εξαλείψει τα θλιβερά ίχνη των βάρβαρων εποχών."
Το μέγαρο του Πρόκες - Όστεν στην ελληνική πρωτεύουσα, που στέγαζε και την αυστριακή πρεσβεία, ήταν ένα γνωστό σαλόνι της εποχής που συγκέντρωνε με πρωτοβουλία του την κοινωνική, πολιτική και καλλιτεχνική αφρόκρεμα της νεοσύστατης πρωτεύουσας. Για το μέγαρο του Πρόκες - Όστεν υπάρχει μια γλαφυρότατη περιγραφή από τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν:
"Ένα από τα κτίρια στην άκρη της Αθήνας προς την Πάρνηθα είναι μια απλή, γεμάτη αρχοντιά βίλα... νομίζεις, βλέποντας την καλογυαλισμένη σκάλα με το χαλί από πάνω ως κάτω, πως βρίσκεσαι σ' έναν εξοχικό πύργο κοντά στην αυτοκρατορική πόλη του Δούναβη. Όταν μπεις μέσα στα καλόγουστα δωμάτια, θα δεις σύγχρονες rococo κουνιστές καρέκλες, θαυμάσιους καθρέπτες και ζωγραφιές...Βρισκόμαστε στο σπίτι του Πρόκες - Όστεν και της καλλιεργημένης και πανέξυπνης γυναίκας του. Τίποτε δεν θυμίζει εδώ πως η Αθήνα γεννιέται τώρα. Εδώ μέσα η Αθήνα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Νεάπολη, τη Βιέννη και την Κοπεγχάγη."
Σχετικά με τα νέα κτίρια της Αθήνας, υπάρχει μια ανακοίνωση της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης (1837), όπου αναφέρεται στο μέγαρο του Πρόκες - Όστεν, ως "ένα από τα στολίδια της Αθήνας".
Το μέγαρο του Πρόκες - Όστεν υπάρχει σήμερα ερειπωμένο στην οδό Φειδίου 3 και στέγαζε παλαιότερα το Ελληνικό Ωδείο. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης Π. Κ. Ενεπεκίδης, "ο σημερινός θεατής του είναι αδύνατο να φαντασθεί πόση ελληνική ιστορία και πόση μουσική έζησε εκεί μέσα".
Η Οικία Χατζηκυριάκου, αξιόλογο δείγμα αθηναϊκής κατοικίας της οθωνικής εποχής, βρίσκεται στην οδό Μάρκου Αυρηλίου αριθ. 1 στην Πλάκα, στο λιθόστρωτο πεζόδρομο απέναντι από τους "Αέρηδες".
Το κτήριο οικοδομήθηκε το 1843, όπως αναγράφεται και στη σιδεριά του μπαλκονιού του, και ήταν κατοικία του Ιωάννη Χ. Χατζηκυριάκου. Ο Ιωάννης Χατζηκυριάκος ήταν Σμυρναίος βαμβακέμπορος, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του Μαρία (Μαριγώ) Δημητροπούλου από την Τρίπολη ίδρυσαν το 1889 το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων στον Πειραιά, που λειτουργεί μέχρι σήμερα με την επωνυμία "Χατζηκυριάκειο 'Ιδρυμα Παιδικής Προστασίας". Το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο θεμελιώθηκε το 1883 από τη βασίλισσα Όλγα και αποπερατώθηκε το 1897, ενώ ο Χατζηκυριάκος ζούσε ακόμη. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν το 1903, οπότε άρχισε και η λειτουργία του.
Η διώροφη αυτή κατοικία, με την τοξωτή είσοδο, το ξύλινο μπαλκόνι, την κεραμοσκεπή και τα περσιδωτά παράθυρα, δίχως εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία, αποτελεί εξαιρετικό δείγμα ιδιωτικής κατοικίας στα πρώτα χρόνια της απελευθερωμένης Αθήνας. Διατηρεί τον ιστορικό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και το ρυθμολογικό ύφος της πλακιώτικης κατοικίας στα χρόνια του Όθωνα.
Η Οικία Χατζηκυριάκου έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης με αξιόλογα αρχιτεκτονικής μορφής στοιχεία και ιστορικό διατηρητέο μνημείο των νεότερων χρόνων. Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε στα πιο πρόσφατα χρόνια ως εργαστήριο και κατοικία του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου μέχρι το θάνατό του, το 1937.
Πηγή: Βικιπαίδεια


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου