Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Λιλή Ζωγράφου... η ζωή περνά από μέσα μου...


















Η Λιλή Ζωγράφου είναι μια συγγραφέας που αγαπώ, κι αυτό γιατί δεν μάσησε ποτέ τα λόγια της, γιατί τόλμησε να γράψει για ζωές που έγιναν ρημάδι, για μυστικά, για λάθη, για γυναίκες χωρίς μιλιά, για βασιλόπουλα που ντε και καλά ήθελαν να μας σερβίρουν και τελικά δεν υπήρχαν ανάμεσά μας,  γιατί όρθωσε το μπόι της προκαλώντας με το δοκίμιό της “Αντιγνώση, τα δεκανίκια του καπιταλισμού”. […] Οι μάζες φοβούνται τη λευτεριά. Απεγνωσμένα ψάχνουν (όταν όλα έχουν καταρρεύσει) για έναν καινούργιο θεό ή τον εκπρόσωπό του που θα τους την στερήσει, αλλά που στην πραγματικότητα θα τις απαλλάξει από την ευθύνη του εαυτού τους. 
Μια συγγραφέας που έλεγε: Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Που έγραφε:
«Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη»
Και συμπλήρωνε: «Όχι όχι, εγώ δε θέλω ν' αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν' αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα 'ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον...».

Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.



Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Το έργο είναι ένας ύμνος στον έρωτα και την ελευθερία και ταυτόχρονα ένα δριμύ κατηγορώ στην καταπίεση. Υπόθεση: Τέσσερις γενιές γυναικών ζουν κάτω από τη σκιά της πατριαρχικής καταπίεσης σε μια αγροτική περιοχή της Κρήτης, όταν οι γονείς πεθαίνουν, η μεγαλύτερη κόρη, αναλαμβάνει τον ρόλο του εξουσιαστή, προσπαθώντας να ελέγξει της ζωές και την τύχη των αδερφών της, όμως μια εξ αυτών θα επαναστατήσει αναζητώντας τον έρωτα και την ανεξαρτησία.

(Απόσπασμα)

Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά που ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν — κατ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης — ν’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω. Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ο γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι η κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».
Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον η Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας που ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ο παλιός οικογενειακός τους γιατρός που σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τι να περιμένεις απ’ αυτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί η αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ο πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο απ’ όπου έφυγε πριν λίγο ο γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία που ξεστόμισε. Ποια ήταν η Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία που τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και που διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε η Ασπασία πως ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενούδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τι έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε η μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ’ από τ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.
Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε η μάνα τους, «ο πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκρυζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενούδος;
Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τους ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του — καθώς του άναβαν το καντήλι — και τους ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερές του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πως δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.
Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη που αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα που δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πως οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τους κακόμοιρους τους ζωντανούς και πως η ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενούδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά….

(1994) Η αγάπη άργησε μια μέρα,
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
πηγή: https://www.hallofpeople.com/








Η Συβαρίτισσα



Στη “Συβαρίτισσα” η Λιλή Ζωγράφου βγάζει τον καλύτερό της εαυτό. Χωρίς να ξεφεύγει από την προσφιλή της θεματολογία, εδώ κατορθώνει να μας χαρίσει ένα πραγματικά μεγάλο έργο. Για μας ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα.
Πρόκειται για ένα πλήρες μυθιστόρημα. Διαβάζοντάς το κάποιος, θα αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει λέξη από αυτό. Και διαθέτει τα πάντα: τραγικότητα, κοινωνικό σχόλιο, χιούμορ, ιστορικές αναφορές και ολίγον έρωτα.
Ως συνήθως η συγγραφέας δε χαρίζεται στους ήρωές της. Τους βάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υποφέρουν: άλλος από πάθος, άλλος από έρωτα, άλλος από μοναξιά, άλλος απ’ τη ζωή, κι άλλος απ’ τους εσωτερικούς του δαίμονες. Είναι άνθρωποι απλοί, που δε ζητούν παρά μόνο να υπάρχουν. άλλοι υποταγμένοι στη μοίρα τους κι άλλοι αποφασισμένοι να την αλλάξουν.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Ελένη Κούρκαπα, κόρη του τρομερού Μιχαήλ, τουλάχιστον όπως θέλει να τον παρουσιάζει η μάνα της, η Ισμήνη, μια γυναίκα που κάνει τον όρο μέγαιρα να φαντάζει μικρός, ασήμαντος. Η Ελένη, λοιπόν, είναι το δέκα το καλό. Ένας από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες που δημιούργησε - ή μήπως απλά περίεγραψε; - ποτέ η Λ. Ζ. Τη βλέπουμε να γεννιέται, να μεγαλώνει, να ζει τον πόνο, να επαναστατεί, να ακουμπά το θάνατο και να βρίσκει τη ζωή. Η ζωή της ένα μικρό έπος, με τα τραγικά και τα ωραία της, με τον πόνο και τις χαρές της, παρασύρει τον αναγνώστη. Άλλοτε έχοντας το ρόλο της αφηγήτριας κι άλλοτε της πρωταγωνίστριας κινεί με μαεστρία τα νήματα, δίνοντας αέρα στα πανιά του μύθου. Κι η συγγραφέας, νιώθοντας πολύ αγάπη γι’ αυτή την ηρωίδα της, της χαρίζει χωρίς φειδώ τις σκέψεις της, καθώς και μερικές ατάκες πρώτης τάξης.
Ν’ αρχίσουμε ν’ αντιγράφουμε; - Ν’ αρχίσουμε. “Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”, “Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει. Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική. Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού. Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”, “Έτσι κι αλλιώς, η Εκκλησία ‘παίζει’ σε όλα τα έργα του μεταπολέμου τον Δράκουλα ρουφώντας το αίμα της πολιτείας και την ανεξαρτησία των κυβερνήσεων”, “Όλοι οι Έλληνες σώζετε την Ελλάδα μ’ έναν φαλλό στο χέρι”, “Γιατί πρέπει να ζω σύμφωνα με τους μύθους που φτιάξατε; Έναν μύθο πανομοιότυπο, σαν κατάδικος στη στολή του, τον ονομάσατε γάμο και τέρμα”, “Ό,τι δεν είσαι, δε θα μπορέσω ποτέ να σ’ το χαρίσω. Είμαι άφθονη λες! Γιατί σπαταλιέμαι. Είναι ο νόμος της γης. Δώσ’ τα όλα για να ξαναγίνεις”, “…Όποιος ψάχνει για θεούς ψοφάει για αφεντικά”, “Ο κάθε λεύτερος είναι μόνος. Όσο περισσότερο μεθάς από τη δύναμή σου και προεκτείνεις την ελευθερία σου, τόσο μεγαλώνεις και την έκταση της μοναξιάς σου”, “Κάθε μέρα γίνεται ο άνθρωπος, κάθε καινούρια μέρα μας γκρεμίζει, μας ανοικοδομεί, μας ισοπεδώνει… Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη -αν δεν πρόκειται για σταθερότητα σκοπιμότητας-, μόνο η βλακεία κρατά τους ανθρώπους αμετάλλαγους σαν αμεταχείριστα τσουκάλια, που δε χρησιμοποιήθηκαν ούτε γι’ αυτό που φτιάχτηκαν, που δεν κάθισαν τον πήλινο πισινό τους στη φωτιά να εκτελέσουν τον προορισμό τους, γιατί τρέμουνε μην καούν και καμαρώνουν πως διαφύλαξαν την ακεραιότητά τους και δε βλέπουν πως ξεφλουδάνε και μαδούν όσο γερνούνε και πως φυτρώνουν τσουκνίδες στην αμεταχείριστη τρύπα τους”.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά δε θα ήταν σωστό, αφού όλη η χαρά στην ανάγνωση ενός μυθιστορήματος κρύβεται στην ανακάλυψη των κρυφών του χάρων. Δεν αντέχουμε όμως στον πειρασμό να σας μεταφέρουμε ένα από τα “τοπία” του βιβλίου:
Οι στενοί δρόμοι άδειοι από γυναίκες και οι αυλές γεμάτες παρθένες που κεντούσαν την προσδοκία ναρκωμένες από το νοτιά να μοσκοβολά ολοχρονίς νεραντζάνθους και λεμονιάς λουλούδια ολόγυρα στο λιβάδι με τις ασβεστωμένες πεζούλες
Οι θηλυκές περιποιούνται με πάθος όλο το χρόνο τις βιόλες και τα κρίνα στους κήπους ή σε ντενεκέδες που τους εξασφάλιζαν το νόμιμο πρόσχημα να βγουν στους δρόμους τη Μεγάλη Πέμπτη φορτωμένες τ’ άνθη τους για να στολίσουν τους επιτάφιους
Και ξαναγυρίζαν στα κεντήματα και τη βελόνα που τρυπούσε κοντά κοντά το ατλάζι ή το βελούδο σκορπώντας σε κάθε της βουτιά μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα στο δέρμα
Οι κεντητές προσδοκίες χώριζαν πάντα μ’ ένα θαλασσί ποτάμι κάποιον ροδομάγουλο νεαρό από μια χλωμή κοπέλα
Το κεντητό ποτάμι μόνο ένα περιστέρι χωρούσε να το διασχίσει, κρατώντας στο ράμφος του ένα άσπρο ραβασάκι, συνήθως πιο μεγάλο απ’ το κορμάκι του, να χωράει την κεντητή επίκληση, “Σε αναμένω”
Όσο περνούν τα χρόνια, οι μπάντες γίνονται μεγαλύτερες, πολύπλοκες και μακροπρόθεσμες σε προσδοκίες, με φράσεις πεισματικής αισιοδοξίας, “Έχει ο θεός”, στη διάψευση κάποιας χαμένης ελπίδας, ή “Κι αυτό θα περάσει”
Αλλά μόνο τα χρόνια περνούσαν
Οι κοπέλες μεστώνανε με αρρωστημένα όνειρα που τυραννούσαν τον ύπνο τους ανάκατα με μυρωδιές βασιλικού και την μπόχα των βρακιών τους
Βρακιά πάνινα δεμένα ψηλά στους γοφούς ανέβαζαν τις αναθυμιάσεις τους στους σπασμούς των ονειρώξεων και σκλήραιναν οι τρυφερές γραμμές των νεανικών προσώπων
Οι νέες ωρίμαζαν γρήγορα και τα χαρακτηριστικά τους αγρίευαν όμοια με των μανάδων τους, καθώς άκουαν απελπισμένες τη ζωή να παρελαύνει χωρίς να τη βιώνουν.
Ααχ, τα παλιά καλά χρόνια!”

Είπατε τίποτα; Όχι, ε; Πάντως, αν το πάρετε απόφαση να ασχοληθείτε κάπως με τη Λ. Ζ., η “Συβαρίτισσα” είναι το βιβλίο της που πρέπει ν’ αφήσετε για το τέλος. Αν θέλετε απλά να τη γνωρίσετε, τότε, διαβάστε την όταν σας “καπνίσει”. Εμείς, απλά, επιμένουμε ότι είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστόρηματα…







΄
Συβαρίτισσα

Στίχοι: Μιλτιάδης Πασχαλίδης Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης Το τραγούδι είναι αφιερωμενο στη Λίλη Ζωγράφο

Σε γνώρισα κάποια βραδιά παραμονές του Κλήδονα σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω ήμουν παιδί στα δεκαεννιά τα χείλη μου ξεκλείδωνα να πίνω να φιλώ και να ρωτάω Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής κ ι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια να ξέρεις, θα χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα





Η Λιλή Ζωγράφου (17 Ιουνίου 1922 2 Οκτωβρίου 1998) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή διηγημάτων Αγάπη, για την οποία απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 17 Ιουνίου του 1922, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Κατάγεται απο την Νεάπολη Λασιθίου. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας «Ανόρθωση», με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Η Λιλή Ζωγράφου φοίτησε στο «Λύκειο Κοραής» και στο «Καθολικό Γυμνάσιο Ουρσουλινών» της Νάξου[εκκρεμεί παραπομπή]. Σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ενώ ήταν έγκυος, φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση και γέννησε στην φυλακή την θυγατέρα της, μετέπειτα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη (1943–2003). Μετά την απελευθέρωση, εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες, ταξιδεύοντας παράλληλα πολύ στην Ευρώπη και στις Ανατολικές χώρες. Την περίοδο 19531954 έζησε στο Παρίσι.
Δημοσίευσε μικρά έργα της σε λογοτεχνικά περιοδικά και πρωτοεμφανίστηκε στην βιβλιογραφία το 1949 με την συλλογή από νουβέλες με τίτλο «Αγάπη». 'Έγινε ευρύτερα γνωστή 10 χρόνια αργότερα, με το βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη, «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός». Kατά τη διάρκεια της δικτατορίας (19671974) δημοσίευε στο δεκαπενθήμερο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ – που απευθυνόταν σε καλλιεργημένες γυναίκες της μέσης τάξης – άρθρα με ανατρεπτικό και πολιτικά τολμηρό περιεχόμενο που έκρυβαν τον κίνδυνο να εξοργίσουν την στρατιωτική εξουσία. Εξέφρασε έτσι τις δυνάμεις της νεολαίας που επρόκειτο αργότερα να κάνουν τη δική τους εξέγερση. Τα άρθρα εκείνα έμπασαν στον Τύπο της εποχής ένα καινούργιο ρεύμα ελευθερίας και ανανεώσεως και έγιναν σημεία αναφοράς και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον – όχι μόνον για τις γυναίκες αναγνώστριες του περιοδικού, που είδε την κυκλοφορία του να απογειώνεται. Έδινε τότε διαλέξεις και οι αίθουσες ήταν κατάμεστες από νέο κυρίως κόσμο. Το 1971 έγραψε και το βιβλίο της για τον Ελύτη, «Ο ηλιοπότης Ελύτης», το οποίο είχε δώσει στον ίδιο να το διαβάσει πριν αυτό δημοσιευτεί. Ο Ελύτης δεν το ενέκρινε και την απέτρεψε –σχεδόν της απαγόρευσε– να το δημοσιεύσει. Εκείνη όχι απλώς το δημοσίευσε, αλλά και σε δημόσιες διαλέξεις της φανέρωσε, με πολλή στενοχώρια, την αποδοκιμασία του ποιητή για το βιβλίο της. Ο Οδυσσέας Ελύτης –που αργότερα βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας– ίσως ήταν ευαίσθητος να μην «παρερμηνεύεται» η ποίησή του, αλλά και η Ζωγράφου υπερασπίστηκε το δικαίωμά της να γράφει αυτά που είδε στην ποίησή του.
Αυτή η πνευματική ελευθερία, η εγρήγορση και η έντιμη μαχητικότητα είναι χαρακτηριστική της Ζωγράφου σε όλα όσα έκανε και έγραψε, ακόμη και στα «λάθη» της. Δημοσίευσε 24 βιβλία (μυθιστορήματα, νουβέλες και δοκίμια) που έχουν κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις. Έγραψε σημαντικά δοκίμια για Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Επιπλέον, το μυθιστόρημά της «Η αγάπη άργησε μια μέρα» (1994) διασκευάστηκε για την ελληνική τηλεόραση. Ο λόγος της υπήρξε αντισυμβατικός και χαρακτηρίστηκε ως η σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου