Αγαπημένη μου φίλη, η ζωή έχει πάντα μια θλιμμένη ιστορία, μπορεί και πιο πολλές, όμως αυτή η μία είναι που σε σημαδεύει, όπως εμένα αυτή του Χρήστου. Τον θυμάσαι καθόλου; Σου είχα μιλήσει γι' αυτόν όταν είχαμε βρεθεί μετά τον πόλεμο. Με τον Χρήστο ήμασταν δυο πολύ καλά φιλαράκια. Μέναμε και οι δύο στην ίδια γειτονιά, στο Παγκράτι, εκείνος σε μια μονοκατοικία πάνω στην πλατεία Βαρνάβα κι εγώ ένα στενό πιο κάτω. Όταν ο Δημήτρης ο αρραβωνιαστικός μου ήταν στρατιώτης, εκείνος ήταν που με συνόδευε στους διάφορους χορούς, στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Κάποια μέρα τον χειμώνα του 1942 ο Χρήστος δεν επιστρέφει απ' τη δουλειά του. Όλοι οι φίλοι του τρελαθήκαμε, μα περισσότερο η οικογένειά του. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Σίγουρα κάτι πολύ σοβαρό του είχε συμβεί. Αλλά τι; Οι γονείς του προσπάθησαν να βγάλουν μιαν άκρη ζητώντας κάποιες πληροφορίες από τους συναδέλφους του. Όμως, κι εκείνοι δεν γνώριζαν τίποτα. Έτσι οι μέρες και οι μήνες περνούσαν με τον Χρήστο να μη δίνει κανένα σημείο ζωής. Στο μεταξύ η οικογένειά μου κι εγώ είχαμε μετακομίσει για λόγους ασφαλείας στο σπίτι του πατέρα μου στο χωριό. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούμε. Ας όψονται οι συνθήκες.Όταν τέλειωσε ο πόλεμος προσπάθησα να έρθω σε επαφή με την οικογένεια του, δυστυχώς οι γονείς του είχαν πεθάνει και κάτι ξαδέλφια του είχαν σκορπιστεί κι αυτά στους τέσσερις ορίζοντες. Ώσπου πριν από δυο μέρες, αγαπημένη μου φιλενάδα, έμαθα τελικά τι είχε απογίνει. Ύστερα από 20 ολόκληρα χρόνια ναι, έμαθα όλη την ιστορία του Χρήστου. Το έμαθα εντελώς συμπτωματικά από μια ξαδέλφη του, τη Μάρθα, όταν κάποιο απόγευμα βρεθήκαμε και οι δύο να πίνουμε καφέ στο σπίτι μιας κοινής μας φίλης.Μόλις κατάλαβα ποια ήταν την πήρα αμέσως παράμερα και τη ρώτησα για εκείνον.Κλείσαμε ραντεβού να τα πούμε με την ησυχία μας την επομένη μέρα σε μια καφετέρια. Εκεί, η Μάρθα μου διηγήθηκε όλη την ιστορία του με κάθε λεπτομέρεια.
Τελικά ο Χρήστος τη μέρα εκείνη που επέστρεφε στο σπίτι του απ' την δουλειά, εκεί στην συμβολή Χαλκοκονδύλη και Ακαδημίας, για κακή του τύχη έπεσε πάνω στα Ες Ες. Του έκαναν έρευνα και επειδή δεν ήταν ικανοποιητικά τα στοιχεία του τον έπιασαν ως αντιστασιακό και τον μετέφεραν σε κάποια κρατητήρια. Πού; Τι να σου πω; Η Μάρθα δεν θυμόταν. Εκεί έμεινε περίπου ένα μήνα, χωρίς να έχει την δυνατότητα να ειδοποιήσει τους δικούς τους. Ώσπου ένα πρωί μαζί με άλλους τον βάζουν σ' ένα βαγόνι τρένου προς άγνωστη κατεύθυνση. Λίγο πριν μπει στο βαγόνι, σκέφτηκε να αφήσει κάποιο μήνυμα για τους δικούς του. Μάζεψε, λοιπόν, από κάτω, ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα, έβγαλε το χαρτί από μέσα και με το μολύβι που είχε στη τσέπη του σακακιού του έγραψε ότι τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί και ότι εκείνη τη μέρα επρόκειτο να τον στείλουν με τρένο κάπου, ίσως σε κάποιο στρατόπεδο εργασίας στη Γερμανία. Στο τέλος έγραψε τα στοιχεία του και μια παράκληση ότι όποιος το βρει να το πάει στην οικογένειά του. Έτσι πριν μπει μέσα στο βαγόνι,το άφησε σε μια γωνιά του σταθμού. Μετά από λίγες μέρες το μήνυμά του αυτό έφτασε στους δικούς του από κάποιον που το είχε βρει εντελώς τυχαία. Από κείνη τη μέρα άρχισε να τον ψάχνει η οικογένειά του μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν να μάθουν κάτι.
Και οι μήνες,τα χρόνια περνούσαν,ώσπου μια μέρα έλαβαν μια ειδοποίηση απ' τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό να πάνε στο παράρτημα του όπου εκεί θα τους περίμενε κάποιος, ο οποίος θα τους έλεγε τι ακριβώς είχε συμβεί με τον Χρήστο. Επειδή οι γονείς του είχαν πεθάνει, πήγαν να τον δουν μια θεία του με την κόρη της. Μη μακρηγορώ, ο Χρήστος, τελικά, ήταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγκεκριμένα στο Άουσβιτς και είχε πεθάνει από εντερικά. Το επιβεβαίωσε, ένας γιατρός που ήταν κι αυτός κρατούμενος στο στρατόπεδο και ο οποίος είχε γλιτώσει από κει μέσα.
Θα αναρωτιέσαι τώρα Ευθαλεία μου γιατί σου έγραψα όλη αυτή την ιστορία, ενώ θα μπορούσα να γεμίσω τις σελίδες αυτές με διάφορα νέα μου. Μα, για να σου πω ότι η ζωή απ' την μια στιγμή στην άλλη μπορεί να ανατρέψει τα πάντα, και εμείς να μην έχουμε προλάβει να πούμε όλα αυτά που νιώθουμε για κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, όπως εγώ που δεν πρόλαβα να πω στον Χρήστο πόσο πολύτιμος φίλος ήταν για μένα και να τον κλείσω έστω για μια φορά στην αγκαλιά μου.
Αχ, πόσο ανόητα όντα είμαστε,τελικά, εμείς οι άνθρωποι, και ανόητα και θνητά. Τι κοστίζει ένα “σ' αγαπώ”, μιαν αγκαλιά στην ώρα τους; Μου λες; Τίποτα.
Τρυφερά κι αγαπημένα
Ασημίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου