Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

"Θλιμμένη ιστορία" απ' το βιβλίο μου "Ραντεβού μ΄ένα γράμμα-μικρές ιστορ...



Αγαπημένη μου φίλη, η ζωή έχει πάντα μια θλιμμένη ι­στορία, μπορεί και πιο πολ­λές, όμως αυτή η μία είναι που σε σημαδεύει, όπως εμένα αυτή του Χρήστου. Τον θυμάσαι καθόλου; Σου είχα μιλήσει γι' αυτόν όταν είχαμε βρεθεί μετά τον πόλεμο. Με τον Χρήστο ήμασταν δυο πολύ καλά φι­λαράκια. Μέναμε και οι δύο στην ίδια γειτο­νιά, στο Παγκράτι, εκείνος σε μια μονο­κατοικία πάνω στην πλατεία Βαρνάβα κι εγώ ένα στενό πιο κάτω. Όταν ο Δημήτρης ο αρ­ραβωνιαστικός μου ήταν στρατιώτης, εκείνος ήταν που με συνόδευε στους διάφορους χο­ρούς, στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Κάποια μέρα τον χειμώνα του 1942 ο Χρή­στος δεν επιστρέφει απ' τη δουλειά του. Όλοι οι φίλοι του τρελαθήκαμε, μα περισσότερο η οικογένειά του. Δεν ξέραμε τι να υποθέσου­με. Σίγουρα κάτι πολύ σοβαρό του είχε συμ­βεί. Αλλά τι; Οι γονείς του προσπάθησαν να βγάλουν μιαν άκρη ζητώντας κάποιες πλη­ροφορίες από τους συναδέλφους του. Όμως, κι εκείνοι δεν γνώριζαν τίποτα. Έτσι οι μέρες και οι μήνες περνούσαν με τον Χρήστο να μη δίνει κανένα σημείο ζωής. Στο μεταξύ η οικογένειά μου κι εγώ είχαμε μετακομίσει για λόγους ασφαλείας στο σπίτι του πατέρα μου στο χωριό. Το αποτέλεσμα ήταν να χα­θούμε. Ας όψονται οι συνθήκες.Όταν τέλειω­σε ο πόλεμος προσπάθησα να έρθω σε επα­φή με την οικογένεια του, δυστυχώς οι γο­νείς του είχαν πεθάνει και κάτι ξαδέλφια του είχαν σκορπιστεί κι αυτά στους τέσσερις ορί­ζοντες. Ώσπου πριν από δυο μέρες, αγαπη­μένη μου φιλενάδα, έμαθα τελικά τι είχε απογίνει. Ύστερα από 20 ολόκληρα χρόνια ναι, έμαθα όλη την ιστορία του Χρήστου. Το έμαθα εντελώς συμπτωματικά από μια ξα­δέλφη του, τη Μάρθα, όταν κάποιο απόγευ­μα βρεθήκαμε και οι δύο να πίνουμε καφέ στο σπίτι μιας κοινής μας φίλης.Μόλις κατά­λαβα ποια ήταν την πήρα αμέσως παράμερα και τη ρώτησα για εκείνον.Κλείσαμε ραντε­βού να τα πούμε με την ησυχία μας την επο­μένη μέρα σε μια καφετέρια. Εκεί, η Μάρθα μου διηγήθηκε όλη την ιστορία του με κάθε λεπτομέρεια.

Τελικά ο Χρήστος τη μέρα εκείνη που επέστρεφε στο σπίτι του απ' την δουλειά, ε­κεί στην συμβολή Χαλκοκονδύλη και Ακα­δημίας, για κακή του τύχη έπεσε πάνω στα Ες Ες. Του έκαναν έρευνα και επειδή δεν ήταν ικανοποιητικά τα στοιχεία του τον έπια­σαν ως αντιστασιακό και τον μετέφεραν σε κάποια κρατητήρια. Πού; Τι να σου πω; Η Μάρθα δεν θυμόταν. Εκεί έμεινε περίπου ένα μήνα, χωρίς να έχει την δυνατότητα να ειδοποιήσει τους δικούς τους. Ώσπου ένα πρωί μαζί με άλλους τον βάζουν σ' ένα βαγό­νι τρένου προς άγνωστη κατεύθυνση. Λίγο πριν μπει στο βαγόνι, σκέφτηκε να αφήσει κάποιο μήνυμα για τους δικούς του. Μάζε­ψε, λοιπόν, από κάτω, ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα, έβγαλε το χαρτί από μέσα και με το μολύβι που είχε στη τσέπη του σακακιού του έγραψε ότι τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί και ότι εκείνη τη μέρα επρόκειτο να τον στεί­λουν με τρένο κάπου, ίσως σε κάποιο στρα­τόπεδο εργασίας στη Γερμανία. Στο τέλος έγραψε τα στοιχεία του και μια παράκληση ότι όποιος το βρει να το πάει στην οικογένειά του. Έτσι πριν μπει μέσα στο βαγόνι,το άφη­σε σε μια γωνιά του σταθμού. Μετά από λίγες μέρες το μήνυμά του αυτό έφτασε στους δικούς του από κάποιον που το είχε βρει εντελώς τυχαία. Από κείνη τη μέρα άρ­χισε να τον ψάχνει η οικογένειά του μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν να μάθουν κάτι.

Και οι μήνες,τα χρόνια περνούσαν,ώσπου μια μέρα έλαβαν μια ειδοποίηση απ' τον Ελ­ληνικό Ερυθρό Σταυρό να πάνε στο παράρ­τημα του όπου εκεί θα τους περίμενε κά­ποιος, ο οποίος θα τους έλεγε τι ακριβώς εί­χε συμβεί με τον Χρήστο. Επειδή οι γονείς του είχαν πεθάνει, πήγαν να τον δουν μια θεία του με την κόρη της. Μη μακρηγορώ, ο Χρήστος, τελικά, ήταν σε στρατόπεδο συγκέ­ντρωσης, συγκεκριμένα στο Άουσβιτς και εί­χε πεθάνει από εντερικά. Το επιβεβαίωσε, έ­νας γιατρός που ήταν κι αυτός κρατούμενος στο στρατόπεδο και ο οποίος είχε γλιτώσει από κει μέσα.

Θα αναρωτιέσαι τώρα Ευθαλεία μου γιατί σου έγραψα όλη αυτή την ιστορία, ενώ θα μπορούσα να γεμίσω τις σελίδες αυτές με διάφορα νέα μου. Μα, για να σου πω ότι η ζωή απ' την μια στιγμή στην άλλη μπορεί να ανατρέψει τα πάντα, και εμείς να μην έχου­με προλάβει να πούμε όλα αυτά που νιώ­θουμε για κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, όπως εγώ που δεν πρόλαβα να πω στον Χρή­στο πόσο πολύτιμος φίλος ήταν για μένα και να τον κλείσω έστω για μια φορά στην αγκα­λιά μου.

Αχ, πόσο ανόητα όντα είμαστε,τελικά, ε­μείς οι άνθρωποι, και ανόητα και θνητά. Τι κοστίζει ένα “σ' αγαπώ”, μιαν αγκαλιά στην ώρα τους; Μου λες; Τίποτα.

Τρυφερά κι αγαπημένα

Ασημίνα





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...