





"Η Βιττόρια με το που αντίκρισε τον Ανδρέα αμέσως η καρδιά της πετάρισε. Είχε να νιώσει έτσι από τότε με τον Κλαούντιο. Ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε ότι θα της συνέβαινε ξανά. Ίσως γιατί εδώ και αρκετά χρόνια είχε ξεχάσει τη γυναίκα Βιτόρια κλεισμένη εκεί κάπου στη Ρώμη, συγκεκριμένα σε εκείνο το μικρό διαμέρισμα να ζει και να ξαναζεί τη στιγμή που ο Κλαούντιο άνοιξε την πόρτα και έφυγε για να περπατήσει στους δικούς του δρόμους. Όσο κι αν πονούσε δεν έκανε καμιά κίνηση να τον σταματήσει, τον άφησε να φύγει, να πετάξει μακριά της..."