Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Πώς να ξεχάσω-Μιχάλης Γκανάς- ΠΟΙΗΜΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ#ποίηση #poetry #poe...


Απ’ τη ζωή μου δε θα βγεις ποτέ, ζωή δική μου και ζωή μου δυο φορές. Χαρά στη λύπη μου και λύπη στις χαρές, πώς να ξεχάσω , πώς να ξεχάσω... Τα μεγάλα μάτια που με χάιδεψαν… τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν… και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα… σε βαθύ πηγάδι θα το πω , πόσο σ’ αγαπώ. Απ’ το κορμί μου δε θα βγεις ποτέ, δικό μου σώμα και κορμί μου δυο φορές. Χαρά στον πόνο μου και τραύμα στις χαρές, πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω...

Το ποίημα αυτό το έχει μελοποιήσει μοναδικά ο μέγας Μίκης Θεοδωράκης σε ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία του Γιάννη Πάριου...



Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Η Εριέττα ποτέ δεν πίστεψε ότι ο παππούς της αυτοκτόνησεΤο ξύλινο βήμα τ...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Ιούνη η Εριέττα ξύ­πνησε λουσμένη στον ιδρώτα και μ' ένα βάρος στο στή­θος. Το όνειρο που είχε δει πρώτη φορά λίγες ημέρες μετά το θάνατο του παππού της, είχε έρθει πάλι να ταράξει τον ύπνο της. Ένα σκοτεινό όνειρο που τη βύθιζε αργά και βασανιστικά στη δίνη ενός φόβου, κι ύστερα σ' έναν πραγματικό εφιάλτη, ό­ταν προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπο του ανθρώπου που την απειλούσε.

Για έναν παράξενο λόγο το όνειρο αυτό το είχε συνδέσει με τον ξαφνικό και κάτω από παράξενες συνθήκες θάνατο του παππού της. Κι αυτό, γιατί απ' την πρώτη κιόλας στιγμή είχε πεισθεί ότι ο θάνατος του δεν ήταν αυτοκτονία, αλλά δολοφο­νία, και μάλιστα μια στυγνή δολοφονία που έπρεπε όμως να φανεί ως αυτοκτονία. Τον παππού της τον γνώριζε καλά, πάρα πολύ καλά. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο ο μύστης και λάτρης αυτός της ζωής. Ήταν ενάντια στον χαρακτήρα και τη φιλοσο­φία του. Όμως όσο και να το βροντοφώναζε κανείς δεν την πί­στευε. Όλοι τη θεωρούσαν τρελή και περισσότερο απ' όλους ο Ηλίας Μάντακας, ο αστυνομικός διευθυντής, ο οποίος κάθε φο­ρά που την έβλεπε να μπαίνει στο γραφείο του να του ζητήσει να ερευνήσει σε βάθος τα αίτια του θανάτου του παππού της, εκείνος πάντα έβρισκε μια δικαιολογία να την ξεφορτωθεί. Ώσ­που μια μέρα η Εριέττα δεν άντεξε και ξέσπασε. «Αρκετά κύριε Μάντακα, αρκετά πια. Είστε λειτουργός της έννομης τάξης και οφείλετε να με ακούσετε. Λοιπόν, για μια ακόμη φορά σας ζητώ να ψάξετε σε βάθος τα αίτια του θανάτου του παππού μου».

«Εριέττα δεν θα το ξαναπώ» γύρισε και της είπε εκείνος φανερά εκνευρισμένος, «ο Βάϊος Λοϊζος αυτοκτόνησε και καλό θα είναι κάποια στιγμή να το συνειδητοποιήσεις».

«Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ κύριε Μάντακα» φώναξε εκείνη χτυπώντας τη γροθιά της πάνω στο γραφείο του, «τ' α­κούτε, ποτέ!» συμπλήρωσε κι έφυγε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της.

Ο μόνος της σύμμαχος, κρυφός της σύμμαχος ήταν ο φίλος του παππού της, ο Περικλής Δανέζης. «Κορίτσι μου σε κατα­λαβαίνω» της έλεγε, «κι εγώ δεν πιστεύω ότι ο φίλος μου αυτο­κτόνησε. Σου δίνω τον λόγο μου ότι θα φέρω τα πάνω κάτω για να βρούμε την άκρη στο μυστήριο που έχει τυλίξει τον θάνατό του».

Δυστυχώς δεν πρόλαβε, μετά από λίγο καιρό πέθανε κι εκείνος.

Έκανε να ανασηκωθεί, μάταια όμως, η καρδιά της ακόμα χτυπούσε τρελά, το ίδιο και τα μηνίγγια της.

Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες έχοντας το βλέμμα καρφω­μένο πάνω στη δρύινη ντουλάπα, όπου ήταν κρεμασμένο το φό­ρεμα της, εκείνο που είχε φορέσει στην κηδεία του παππού της. Ένα μακρύ μαύρο κλασικό φόρεμα που έσπαγε κάπως η μαυρί­λα του με κάτι άσπρα κουμπάκια στη μεριά του μπούστου. Από κείνη την ημέρα δεν το είχε φορέσει άλλη φορά,το είχε κατα­χωνιάσει κάπου στο βάθος της ντουλάπας της μαζί με κάποιες παλιές ξεχασμένες ρόμπες της.«Παππού μου, γλυκέ μου παπ­πού» είπε κι αναστέναξε βαθιά. Σήμερα ήταν το ετήσιο μνημό­συνο. Αλήθεια, πόσο της έλειπε η παρουσία του, η αύρα του;

Έκανε μια δεύτερη προσπάθεια να σηκωθεί βάζοντας αυτή τη φορά δύναμη και στα δυο της χέρια. Ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού, κοίταξε για λίγο αφηρημένα τριγύρω της, κι ύσ­τερα πήρε τις πατερίτσες που βρίσκονταν δίπλα στο κομοδίνο της και κατευθύνθηκε με βήματα αργά μέχρι το παράθυρο και τ' άνοιξε διάπλατα να μπει ο ήλιος.

«Ευλογημένος τόπος» μονολόγησε καθώς είδε ν' απλώνεται μπροστά της σαν ζωγραφικός πίνακας όλο το νησί.

Το σπίτι των Λοϊζων βρισκόταν στην πλαγιά του λόφου της Αυγής. Πέτρα – πέτρα χτισμένο έμοιαζε με αρχοντική φιγούρα τυλιγμένη με το πέπλο της μυστηριακής ευλογίας των θεών, που αντάμωνε σε σταυροδρόμι τη μυστική ομορφιά των αντιθέσεων μαζί με τους απρόβλεπτους ήχους των καιρών.

Πέρα απ' το γενετήσιο δέσιμο με το σπίτι και τον τόπο αυτό, αφού εκεί για πρώτη φορά είχε αντικρίσει το φως της μέρας, ε­κεί αγγίξει χώμα και νερό, η Εριέττα είχε συνάμα και μια σχέση πέρα του αισθητού κόσμου λόγω της καλλιτεχνικής της φύσης. Ζωγράφος και κείνη όπως η μητέρα της εμπνεόταν τα θέματά της άλλες φορές απ' τα αστρικά της ταξίδια, όταν καθισμένη ώ­ρες ατέλειωτες τις έναστρες νύχτες μπροστά απ' το τηλεσκόπιο, που είχε τοποθετήσει ο Βάϊος Λοϊζος πάνω στο λόφο της Αυγής, παρατηρούσε το στερέωμα, άλλες πάλι απ' την επαφή της με τη φύση, κι άλλες απ' τις καθημερινές σκηνές της ζωής με τις ανθ­ρώπινες μορφές πάντα σε κίνηση.

Είχε ένα μοναδικό τρόπο ν' απεικονίζει πάνω στο μουσαμά τον άρρηκτο δεσμό του ανθρώπου με το σύμπαν και μια θαυμα­στή ικανότητα να αιχμαλωτίζει την ουσία της φευγαλέας στιγ­μής με ζωντανά παλμώδη χρώματα.

Από πολύ νωρίς ήρθε αντιμέτωπη με την άφεγγη πλευρά της ζωής. Συγκεκριμένα στα έξι της χρόνια, όταν έχασε και τους δυο της γονείς σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το σοκ που υπέστη ήταν τόσο δυνατό που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε χάσει τη μιλιά της. Κι ίσως να μη μιλούσε ποτέ ξανά αν δεν βρίσκονταν δίπλα της ο παππούς της ο Βάϊος και η γιαγιά της η Φιλομήλα, οι μοναδικοί κηδεμόνες της. Και οι δύο έδωσαν μεγάλη μάχη μέχρι να τη δουν και πάλι να μιλάει.

Σαν τέλειωσε το λύκειο έδωσε αμέσως εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου και πέρασε απ' τις πρώτες. Λίγες μέρες με­τά την ορκωμοσία της μια χαρμόσυνη είδηση ήρθε ν’ αλλάξει τη ζωή της. Η αίτηση που είχε κάνει για μεταπτυχιακό στην Ακαδη­μία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας είχε γίνει δεκτή. Η χαρά της δεν περιγραφόταν. Το όνειρό της να πάει μια μέρα στη πόλη των Σάντρο Μποτιτσέλι, Τζιότο ντι Μποντόνε και Μικελάντζελο ντι Λουντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι, γινόταν πια πραγματικό­τητα.

Στην Ακαδημία παρακολουθεί με επιτυχία ένα διετές πρό­γραμμα σπουδών πάνω στη ζωγραφική της αναγέννησης, συμ­μετέχοντας παράλληλα σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις. Σε μία απ' αυτές κάνει την εμφάνισή του ένας Φλωρεντινός γλύπτης, ο Μαρτσέλο Ντονέτι. Είχε έρθει εκεί ως επίσημος προσκεκλημέ­νος να δει τα έργα των σπουδαστών. Η Εριέττα με το που αντί­κρισε τα μαύρα υγρά του μάτια, τον ερωτεύτηκε αμέσως. Κι ή­ταν η πρώτη φορά που σκίρτηζε η καρδούλα της, η πρώτη φορά που αντάμωνε με τον έρωτα. Αλλά και ο Μαρτσέλο Ντονέτι δεν έμεινε αδιάφορος απ' την απέριττη φυσική της χάρη. Μόλις την αντίκρισε υποκλίθηκε αμέσως μπροστά της και της είπε: «1Tuo per sempre».Αυτό ήταν. Το ίδιο κιόλας βράδυ ξεκίνησε το ταξίδι του έρωτά τους, εκεί πάνω στη Ponte delle Grazie, στην πιο ό­μορφη γέφυρα της πόλης, που φαίνεται μερικές φορές να λά­μπει στην δύση του ηλίου. Η Εριέττα παρέμεινε στη Φλωρεντία και σπούδασε άλλα δύο χρόνια. Μόλις τελείωσε επέστρεψε μαζί με τον Μαρτσέλο στο νησί, όπου και έγινε ο γάμος τους. Μετά απ' ένα χρόνο γεννήθηκε η κόρη τους, η Άλμπα Λοϊζου-Ντονέτι. Χωρίς δεύτερη σκέψη η Εριέττα αφιερώθηκε στο μεγάλωμά της. Πολλές φορές ο Μαρτσέλο την παρότρυνε ν' ασχοληθεί με τη ζωγραφική, όμως εκείνη ήταν αμετακίνητη στην απόφασή της αυτή, λέγοντάς του κάθε φορά ότι η ζωγραφική μπορεί να περιμένει, η ζωή όμως ενός παιδιού ποτέ.

Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια ουσιαστικής συντροφικής ζωής. Όλο αυτό το διάστημα η σχέση τους ούτε μια φορά δεν είχε σκιαστεί από σύννεφα. Το αντίθετο κυλούσε μέσα στην αρ­μονία και τη δημιουργία. Η Εριέττα χαιρόταν και καμάρωνε ό­ποτε ο Μαρτσέλο έκθετε τα έργα του, ακολουθώντας τον μαζί με την κόρη τους σ' όλες τις εκθέσεις του, όπου κι αν γίνονταν αυτές. Και κείνος όμως, φανατικός θαυμαστής της τέχνης της, στιγμή δεν σταματούσε να την παροτρύνει να κάνει κάποια έκ­θεση. Ώσπου μια μέρα, συγκεκριμένα τη μέρα των γενεθλίων της Άλμπα – γινόταν τριών χρονών τότε – η Εριέττα τού ανα­κοίνωσε την απόφασή της: «Ξέρεις Μαρτσέλο, μιας και η Άλμπα μας δεν είναι πια μωρό, σκέφτομαι μετά τις γιορτές των Χρι­στουγέννων να βάλλω μπροστά την πρώτη μου έκθεση, εδώ στο νησί». Ο Μαρτσέλο μόνο που δεν πέταξε απ' τη χαρά του.

Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια για κείνους.

Ήταν Δεκέμβρης μήνας, συγκεκριμένα μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα. Η Εριέττα και ο Μαρτσέλο βρίσκονταν στη Φλωρεντία να περάσουν εκεί τις γιορτές στο πατρικό του σπίτι, σε μια έπαυλη λίγα χιλιόμετρα έξω απ' την πόλη. Εκείνο το από­γευμα τίποτα το κακό δεν προμηνούσε όταν επέστρεφαν στο σπίτι μετά από μια κοντινή ημερήσια εκδρομή σε κάποιο χωριό, ευτυχώς, χωρίς τη μικρή Άλμπα. Ο δρόμος ήταν ολισθηρός λόγω του πάγου. Ο Μαρτσέλο οδηγούσε προσεκτικά. Κάποια στιγμή ένα αυτοκίνητο απ' το αντίθετο ρεύμα έχασε τον έλεγχό του και συγκρούστηκε με το δικό τους. Ο Μαρτσέλο σκοτώθηκε επί τό­που, ενώ εκείνη τραυματίστηκε βαριά, πέφτοντας για τρεις ολό­κληρους μήνες σε κώμα. Όταν συνήλθε και έμαθε τον χαμό του αγαπημένου της Μαρτσέλο και τον ακρωτηριασμό του δεξιού της ποδιού κατέρρευσε ψυχικά, αρχίζοντας να βιώνει την πιο δύσκολη και ζόρικη περίοδο της ζωής της, εκείνη της βαριάς με­λαγχολίας. Χωρίς καμιά διάθεση για ζωή, επέστρεψε στο νησί. Ακόμα και η παρουσία της κόρης της δεν της έδινε κανένα νόη­μα, καμιά ελπίδα. Ώρες ατέλειωτες καθόταν πάνω στο λόφο της Αυγής και μαραζωμένη κοίταζε με βλέμμα απλανές τον ορίζο­ντα.

«Πάει σάλεψε εντελώς η εγγόνα του γέρο Βάϊου» ακουγό­ταν σε διάφορα πηγαδάκια να λένε κάποιοι χαιρέκακοι συντο­πίτες της. «Θα τα καταφέρει, είναι δυνατή ψυχή όπως ο παπ­πούς της» έλεγαν κάποιοι άλλοι με θαυμασμό καθώς την έβλε­παν, τις ελάχιστες φορές που κατέβαινε στη χώρα, να προσπα­θεί να διασχίσει την πλατεία χωρίς να σέρνει το ξύλινο πόδι της.

Ο Βάϊος Λοϊζος ήταν απελπισμένος. Το ίδιο και η γιαγιά Φι­λομήλα, η οποία παρά τη βεβαρημένη υγεία της είχε αναλάβει μαζί με τη Μηλιώ, την ψυχοκόρη, τη φροντίδα της μικρής Άλ­μπα. Δεν ήξεραν τι να κάνουν για να την επαναφέρουν στη ζωή.

Ώσπου μια μέρα έρχεται η ανέλπιστη είδηση να δώσει και πάλι φτερά στην Εριέττα. Ο Δήμαρχος της πόλης της Φλωρε­ντίας την καλούσε με επίσημη πρόσκληση να παρευρεθεί στα εγκαίνια της νέας πτέρυγας του Παλάτσο ντελ Μπαρτζέλο, του εθνικού μουσείου γλυπτικής, που επρόκειτο να της δώσουν το όνομα Μαρτσέλο Ντονέτι. Στην αρχή έφερε αντιρρήσεις, στο τέ­λος όμως πείσθηκε και πήγε.

Η βραδιά των εγκαινίων ήταν για κείνη πλημμυρισμένη από ανάμικτα συναισθήματα. Μνήμες και εικόνες έρχονταν στο μυα­λό της απ' τη συντροφική ζωή με τον Μαρτσέλο. Λίγο πριν το τέ­λος της εκδήλωσης μια μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη την περί­μενε.Δίπλα ακριβώς απ' τη νέα πτέρυγα που είχαν δώσει το όνο­μα του αγαπημένου της Μαρτσέλο, είχαν εκθέσει μερικούς απ' τους πίνακές της. Όλα είχαν κανονισθεί με τη βοήθεια του παπ­πού της. Από τη σαστισμάρα και τη συγκίνηση ούτε μια λέξη δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει. Μόνο λίγο πριν φύγει βρήκε το κου­ράγιο και είπε ένα ευχαριστώ, κι αυτό ξέπνοο.

Ωστόσο το αναπάντεχο αυτό γεγονός εκεί στη Φλωρεντία, παρά τις απανωτές συγκινησιακές του φορτίσεις,επέδρασε θετι­κά πάνω στην ψυχολογία της.Αυτό φάνηκε από την επόμενη μέ­ρα, όταν επιστρέφοντας στο νησί, κάθισε αμέσως μπροστά απ' το καβαλέτο της να ζωγραφίσει.

Μια νέα και δημιουργική περίοδος είχε ήδη αρχίσει για εκείνη.

Στην αρχή τα έργα της, λόγω της πρωτοπορίας και της πρω­τοτυπίας τους, δεν είχαν καμία απήχηση στο φιλότεχνο κοινό του νησιού με αποτέλεσμα, εκτός κάποιων φίλων και συγγενών, να μην πατάει κανείς το πόδι του στις εκθέσεις της. Σ' αυτό βέ­βαια είχε συμβάλλει σημαντικά και το τοπικό κοινωνικό κατε­στημένο, το οποίο στιγμή δεν έχανε να απαξιώνει και να σαμπο­τάρει την τέχνη της. Λες και κάτι να φοβόταν απ' την ανατρεπτι­κή καλλιτεχνική της φύση.

Παρ' όλα αυτά, η Εριέττα στιγμή δεν το έβαλε κάτω. Συ­νέχισε να δημιουργεί και να εκθέτει στο νησί τις ζωγραφιές της, μέχρι τη μέρα που έγινε το μεγάλο μπαμ! Συγκεκριμένα όταν έκανε την εμφάνισή του σε μια έκθεσή της ένας γκαλερίστας, ονομαστός της Αθήνας,ο οποίος μόλις είδε τα έργα της ενθου­σιάστηκε τόσο πολύ που της πρότεινε αμέσως συνεργασία. Αυτό ήταν. Η Εριέττα μετά από λίγο διάστημα έκανε την πρώτη της έκθεση στην πρωτεύουσα. Τα έργα της άρχισαν ν' αποσπούν τις καλλίτερες κριτικές ακόμα και απ' τον πιο δύστροπο κριτικό τέχνης. Από κει και πέρα όλα πήραν το δρόμο τους.Η μια έκθε­ση διαδεχόταν την άλλη, όχι μόνο στην Ελλάδα,αλλά και στο ε­ξωτερικό. Χαμός γινόταν κάθε φορά που παρουσίαζε δουλειά της.Το έργο της πια είχε αναγνωριστεί και πάρει τη θέση ανάμε­σα στα καλλίτερα των μεγάλων σύγχρονων ζωγράφων,προς δυ­σάρεστη έκπληξη της καθεστηκυίας τάξης του νησιού, η οποία βλέποντας την επιτυχία της άλλαξε τροπάρι, και από εκεί που απαξίωνε την τέχνη της άρχισε να φημολογεί ότι δεν ήταν καλά στα μυαλά της και ότι στο παρελθόν είχε νοσηλευτεί σε ψυχια­τρική κλινική. Δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ την είχαν βγάλει τρελή, με πρώτο και καλύτερο τον Σαράντη Πλουμπή, τον με­γάλο οικονομικό παράγοντα του νησιού και ιδιοκτήτη του το­πικού ραδιοσταθμού και της τοπικής εφημερίδας,ο οποίος εκτός των άλλων διαλαλούσε κι από πάνω ότι ήταν άθεη και αντίχρι­στη όπως ο παππούς της, μήπως προκαλέσει το θρησκευτικό συναίσθημα που είχε βαθιές τις ρίζες του στο λαό του νησιού.

Ο Σαράντης Πλουμπής ήξερε πολύ καλά να κάνει τη δου­λειά του. Τόσα χρόνια δίπλα στον πολιτικάντη πατέρα του είχε μάθει πια το παιχνίδι της ίντριγκας και της λασπολογίας.

Ωστόσο η Εριέττα δεν αντιδρούσε. Τον άφηνε να εκτίθεται και να γίνεται περίγελος.

«Εριέττα, ο Πλουμπής είναι ερωτευμένος μαζί σου» της είπε με βεβαιότητα μια μέρα η φίλη της η Νίκη, «και επειδή είσαι το άπιαστο για κείνο, κάνει ο,τιδήποτε να σε προκαλέσει».

«Νίκη έχεις τρελαθεί τελείως;Τον ξέρω από μικρό παιδί. Έ­να κακομαθημένο χωρίς αισθήματα σκατόπαιδο ήταν, που όταν δεν γινόταν το δικό του πείσμωνε, βγάζοντας κακίες,κι όχι μόνο. Ξέχασες πώς τυραννούσε τα ζώα; Αυτό και μόνο λέει πολλά. Ε­κείνο το έρμο σκυλάκι της κυράς Ντονίνα, το θυμάσαι; Ε,αυτός το ξέκανε. Είναι δυνατόν λοιπόν μεγαλώνοντας να έχει αλλάξει; Όχι βέβαια. Η πορεία και η στάση ζωής του όλα αυτά τα χρόνια μάς επιβεβαιώνουν το αντίθετο» της είχε αντιγυρίσει εκνευρι­σμένα.

«Έρι, επίτρεψέ μου να τον ξέρω καλύτερα από σένα. Είμαι πεπεισμένη ότι η χολή όλη αυτή που βγάζει για σένα, στην ουσία είναι ένας υποβόσκων ερωτισμός».

«Νίκη δεν έχω καμία όρεξη να αναλύσω τον ψυχικό του κό­σμο. Αυτή είναι δουλειά των ψυχαναλυτών» της είχε πει κοφτά κλείνοντας έτσι την αναφορά της σε κείνον μια και καλή.

Η Νίκη Δανέζη δούλευε πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα του και τον ήξερε απ'την καλή και την ανάπο­δη. Κυρίως τη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες, όταν αυτές δεν ήταν του χεριού του. Μήπως ήταν τυχαία η φήμη του βίαιου εραστή; Όχι, φυσικά. Ωστόσο, κανείς δεν τολμούσε να βγάλει τ' άπλυτά του στη φόρα. Ήταν ο...Μπερλουσκόνι του νησιού. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να τα βάλει μαζί του; Κανείς. Τα τσιράκια και οι κόλακές του, δυνατή ζώνη ασφαλείας του, κάθε στιγμή έδιναν δυναμικά το παρόν τους, κλείνοντας έτσι πολλά στόματα.Οι μόνες φανερά και ουσιαστικά αντίπαλες οι­κογένειες ήταν αυτές του Βάϊου Λοϊζου και του Περικλή Δανέζη. Αυτές ήταν το σαράκι που κατέτρωγε την καρδιά κείνου και του πατέρα του. Γι' αυτό φρόντιζαν να κρατούν οικονομικά και πολι­τικά στο χέρι τους σχεδόν όλο το νησί.

«Περικλή σου υπογράφω ότι δεν θ' αργήσει να έρθει κείνη η στιγμή, που τ' άπλυτα της οικογένειας Πλουμπή θα δουν το φως της μέρας» έλεγε συχνά στον φίλο του ο πάντα διορατικός Βάϊος Λοϊζος.

Ο Βάϊος Λοϊζος ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Από παλιά κι αρχοντική οικογένεια του νησιού, σε αντίθεση με κείνη των Πλουμπήδων, έφυγε στα δέκα οχτώ του χρόνια για την πρωτεύ­ουσα να σπουδάσει νομικά. Όταν ήχησαν τα τύμπανα του δεύ­τερου παγκόσμιου πολέμου, ο Βάϊος ήταν ήδη τελειόφοιτος τη Νομικής Σχολής. Συνειδητοποιημένος δημοκράτης και πατριώ­της όπως ήταν, τάχθηκε αμέσως στις γραμμές του ΕΛ.Α.Σ. και κατέβηκε στο νησί όπου βρισκόταν κάτω απ' τη γερμανική κα­τοχή. Εκεί δημιουργεί την αντάρτικη ομάδα του με καπετάνιο τον ίδιο και υπαρχηγό τον Περικλή Δανέζη.

Ένα ηλιόλουστο πρωινό, αρχές του καλοκαιριού του '44, οι καμπάνες των εκκλησιών του νησιού άρχισαν να ηχούν χαρμό­συνα. Ο Βάϊος Λοϊζος και η αντάρτικη ομάδα του, ύστερα από πολλές και σκληρές μάχες, είχε απελευθερώσει το νησί απ' τους κατακτητές, πετώντας τους κυριολεκτικά στη θάλασσα. Κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους και τα σοκάκια ζητωκραυγάζοντας για κείνους και τα παλικάρια τους.

Δυστυχώς όμως η χαρά της λευτεριάς δεν κράτησε πολύ. Ας όψονται οι καρεκλοκένταυροι και βολεμένοι ...πατριώτες, με πρώτο και καλύτερο τον παππού του Σαράντη Πλουμπή, που είχαν συνεργαστεί με τον κατακτητή. Αφού πέταξαν τα μύρια όσα ψέματα για την αντάρτικη ομάδα, βάζοντας τη ρετσινιά του προδότη στα πρόσωπα του Βάϊου και του Περικλή, τους έστει­λαν να κάνουν διακοπές στα ξερονήσια παρέα με τις νεροφίδες. Μετά από τρία χρόνια βαριάς εξορίας, μια κρύα νύχτα του χει­μώνα επιστρέφουν στο νησί, έχοντας απ' την πατρίδα μοναδικό παράσημο τη βεβαρημένη τους υγεία.

Όμως ο Βάϊος Λοϊζος στιγμή δεν παρέδωσε τα όπλα. Λάτρης και βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κατέ­κτησε τη μοναδική γνώση να παλεύει δημιουργικά. Ασκούσε τη μάχιμη δικηγορία, το λειτούργημα όπως την αποκαλούσε, προσ­φέροντας τις γνώσεις και τη βοήθειά του αφιλοκερδώς σε κάθε αδικημένο και κατατρεγμένο. Σαν ανήσυχο και καλλιτεχνικό πνεύμα που ήταν, τις ελεύθερες ώρες του ασχολιόταν με την ξυλογλυπτική και την κατασκευή περιστερώνων. Μια τέχνη που είχε μάθει απ' τον παππού του, τον Μίνωα. Ο δικός του περι­στερώνας ήταν χτισμένος λίγα μέτρα πιο κάτω απ' το λόφο της Αυγής. Ένα λιθόκτιστο διώροφο και ορθογώνιο οικοδόμημα. Το κάτω πάτωμα, τα παλιά χρόνια, χρησίμευε σαν αποθήκη των γεωργικών εργαλείων και στη φύλαξη των αγροτικών προϊό­ντων. Με μια ξύλινη σκάλα και από μια καταπακτή μπορούσε κανείς ν' ανεβεί στο κυρίως περιστερώνα. Οι τοίχοι του εσωτερι­κά είχε μικρά τετράγωνα ανοίγματα, που αποτελούσαν τις φω­λιές των περιστεριών, μέσα στις οποίες γεννούσαν και κλωσού­σαν τα αυγά τους. Εκείνο όμως που τον ομόρφυνε, δίνοντάς του ζωντάνια, ήταν τα λεπτοδουλεμένα διακοσμητικά σχέδια, που κάλυπταν τις επιφάνειες των εξωτερικών τοίχων,πλην του βορι­νού. Όταν κάποτε ρωτήθηκε από κάποιο πρωτευουσιάνο φίλο του, για να δικαιολογήσει την τόσο πλούσια και αισθητική δια­κόσμηση του περιστερώνα, απάντησε ότι το σπίτι του δεν είχε ανάγκη από στολίδια, γιατί μέσα σ' αυτό υπήρχαν άνθρωποι που ανέπνεαν και ζούσαν. Αλλά ένα οικοδόμημα όπως ο περιστερώ­νας με λίγες μονάχα τρύπες στους τοίχους, θα ήταν σίγουρα νε­κρό κι άψυχο χωρίς κάποια διακόσμηση.

Εκτός από την περιποίηση του περιστερώνα τού άρεσε να κάθεται με τις ώρες και να μελετάει το πέταγμα και τις αντιδρά­σεις των περιστεριών. Δίνοντάς τους αρχαία ελληνικά ονόματα, τα είχε εκπαιδεύσει να πετούν και μάλιστα σε μεγάλες αποστά­σεις. Ο Ερμής και ο Φοίβος ήταν τα αγαπημένα του. Όχι ότι δεν ήταν και τ' άλλα, αυτά όμως τα δύο ήταν τα μοναδικά που ήξε­ραν πολύ καλά τον ρόλο του ταχυδρόμου.Με μιαν άσπρη κλω­στή έδενε μηνύματα στα ποδαράκια τους και τα άφηνε να πε­τάξουν.Η ομορφότερη στιγμή ήταν όταν τα περίμενε να φανούν και να δει αν κάποιος είχε πάρει τα μηνύματά του. Αυτό ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που στη συνέχεια το έμα­θε και στην Εριέττα.

Αυτός ήταν λοιπόν ο Βάϊος Λοϊζος. Μια εξαιρετικά ενδιαφέ­ρουσα μορφή, που έκλεινε μέσα του μια πύρινη και συνάμα παι­δική ψυχή.

«Καλημέρα» φώναξε από ψηλά, ενώ η μυρωδιά του αχνι­στού καφέ γαργάλισε ηδονικά τη μύτη της.

Στον κήπο και γύρω απ' το μεγάλο πέτρινο τραπέζι έπαιρναν πρωϊνό η φίλη της, η Νίκη και η Μηλιώ, η ψυχοκόρη.

«Καλημέρα Έρι μου» ανταπέδωσε και η Νίκη.«Έρχομαι πά­νω να σε βοηθήσω».

«Έρχομαι κι εγώ» είπε και η Μηλιώ αφήνοντας στη μέση έ­να λαχταριστό σμυρναίικο κουλουράκι.

Οι δύο γυναίκες μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα τη στιγμή που η Εριέττα προσπαθούσε να ξεκρεμάσει το φόρεμά της απ' τη ντουλάπα.

«Άστο σε μένα» είπε η Νίκη και της το κατέβασε.

«Μάμα μετά το μνημόσυνο του νόνου θα πάμε στον περι­στερώνα να γράψουμε μηνυματάκια στα πόδια των περιστε­ριών;»

«Θα πάμε Άλμπα μου, μην ανησυχείς, θα πάμε…» της υπο­σχέθηκε αμέσως η Εριέττα. Δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι. Ή­ξερε πόσο άρεσε και κείνης το παιχνίδι αυτό.

Έβαλε το ξύλινο πόδι της, φόρεσε το φόρεμά της, κι ύστερα κάθισε μπροστά στην τουαλέτα της να χτενιστεί. «Αλήθεια, πότε πέρασε κιόλας ένας χρόνος;Αλήθεια, πότε;»είπε με πίκρα καθώς χτένιζε τα μακριά ολόμαυρα μαλλιά της.

«Κι όμως Έρι μου πέρασε, όσο κι αν φαίνεται σ' όλους μας απίστευτο, πέρασε» είπε η Νίκη αναστενάζοντας.

«Ευτυχώς που η γιαγιά Φιλομήλα έφυγε πριν από κείνον.Με τίποτα δεν θα άντεχε τον αποτρόπαιο αυτό θάνατό του. Κατα­λαβαίνεις τι εννοώ Νίκη, έτσι δεν είναι;»

Η Νίκη έκανε πως δεν άκουσε την τελευταία της κουβέντα.

«Νίκη, κάτι σε ρώτησα, γιατί δεν μου απαντάς;» είπε φανε­ρά ενοχλημένη η Εριέττα.

«Ναι…, σε καταλαβαίνω» αποκρίθηκε εκείνη με ύφος σαν να ήθελε να την ξεφορτωθεί.

«Κι όμως, το ύφος σου δεν δείχνει κάτι τέτοιο» είπε και τα μάτια της αμέσως βούρκωσαν.

«Μα τι είναι αυτά που λες Έρι μου;Φυσικά και σε πιστεύω

«Όχι, δεν με πιστεύεις, όπως δεν με πιστεύει και ο Λουκής, ο αδελφός σου».

«Τώρα νομίζω πως μας αδικείς» προσπάθησε να δικαιολο­γηθεί η Νίκη.

«Εγώ σας αδικώ ή εσείς, που ούτε λίγο ούτε πολύ με έχετε βγάλει τρελή, επειδή ακόμα πιστεύω ότι ο θάνατος του παππού μου δεν ήταν αυτοκτονία αλλά δολοφονία;»

«Χριστός και Παναγία» φώναξε η Μηλιώ και σταυροκοπή­θηκε, «ζουρλαθήκατε, μωρέ, και οι δυό σας; Κουβέντα είναι αυ­τή που ανοίξατε πρωϊνιάτικα και μάλιστα μπροστά στο παιδί;»

Η Εριέττα και η Νίκη κοιτάχτηκαν. Η Μηλιώ είχε δίκιο. Την κουβέντα αυτή θα μπορούσαν να την είχαν ανοίξει όταν θα ήταν μόνες τους.

Ωστόσο η συμπεριφορά αυτή της Μηλιώς απέναντι στην Εριέττα δεν άρεσε καθόλου στην Άλμπα. «Μηλιώ σε παρακαλώ μη μιλάς έτσι στη μάμα μου»της είπε θυμωμένα η μικρή κι έτρε­ξε αμέσως κοντά στη Εριέττα. «Μάμα, άσε τη Μηλιώ να λέει. Εγώ σε καταλαβαίνω και σε πιστεύω, μη μου στεναχωριέσαι» της είπε τρυφερά και την αγκάλιασε.

«Ορίστε» γύρισε και είπε νευριασμένη η Μηλιώ, «ικανο­ποιήθηκες τώρα;»

Η Εριέττα χωρίς να πει άλλη κουβέντα, συνέχισε να χτενίζει τα μαλλιά της σκεφτική.

«Είμαι έτοιμη» είπε κάποια στιγμή,«μπορούμε να πηγαί­νουμε τώρα».










1Δικός σου για πάντα

ΦΩΤΟ...ΛΟΓΙΟ