Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

25 Φλεβάρη 1822 κατάργηση της δουλείας στην Ελλάδα...!

Η ζωή χωρίς ελευθερία είναι σαν σώμα χωρίς ψυχή. 

  Χαλίλ Γκιμπράν, 1883-1931, Λιβανοαμερικανός ποιητής & φιλόσοφος

Στα  Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, που εναπόκεινται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής σώζεται ένα  μεγάλης ιστορικής και ανθρωπιστικής αξίας έγγραφο. Έχει αριθμό αρχείου 151, έχει εκδοθεί στην Κόρινθο στις 25 Φεβρουαρίου 1825 και έχει την υπογραφή του Αρχιγραμματέα της Επικρατείας, Μινίστρο των Εξωτερικών Υποθέσεων και Πρόεδρο του Συμβουλίου των Μινίστρων Θεόδωρο Νέγρη.

          Το έγγραφο αυτό με την μεγάλη ιστορική αξία  απευθύνεται προς τον Μινίστρον του Πολέμου Νότη Μπότσαρη και αναφέρει:

  «Γνωστοποιείται κατ’ επιταγήν της Διοικήσεως προς το Μινιστέριον του Πολέμου, ότι, επειδή η Διοίκησις αρχήν θεμελιώδη έχει την κατάργησιν της δουλείας:
          Α΄. Είναι απηγορευμένον άχρις εκδόσεων ειδικού νόμου να πωλώνται και ν’ αγοράζωνται, καθ’ όλην την ελληνικήν επικράτειαν, άνθρωποι εκατέρωθεν των γενών παντός έθνους.
          Β΄. Αν τυχόν ευρίσκωνται ή ακολούθως ευρεθώσιν αργυρώνητοι , από αυτήν την ώραν είναι ελεύθεροι και από τους ιδίους δεσπότας ακαταζήτητοι.    
          Το Μινιστέριον του Πολέμου να ενεργήσει ταύτην την επιταγήν, εφ’ όσον ανήκει των αυτώ Μινιστερίω.
          Εν Κορίνθω τη κε΄ Φεβρουαρίου 1822».


H δουλεία υπήρξε αρχαίος και διαπολιτισμικός θεσμός που νομιμοποιούσε την μετατροπή του ανθρώπου σε ιδιοκτησία. Απαγορεύτηκε σταδιακά για οικονομικούς και ηθικούς λόγους στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η δουλεία συνεπαγόταν όχι μόνον τον κοινωνικό θάνατο του ατόμου, αλλά του αφαιρούσε αυτή καθαυτή την ανθρώπινη υπόσταση και το υποβίβαζε στο εξής σε αντικείμενο προς ιδιοκτησία και χρήση (ιδιώτη ή κράτους). Σε κατάσταση δουλείας ζούσε κατά καιρούς και περιοχές το 20%- 40% του πληθυσμού των κοινωνιών, ενώ υπήρξαν και κοινωνίες με πολύ υψηλότερο ποσοστό δούλων.
 Ετυμολογία
Η λέξη δουλεία προέρχεται από το επίθετο δούλος, που προήλθε από την αρχαιότερη λέξη δόελος ή αλλού δόερος(οι οποίες προφέρονταν ασυναίρετες) και που πιθανόν με τη σειρά τους προήλθαν από το ρήμα δέω (δένω). Αρχικά, δούλος χαρακτηριζόταν ο εκ γενετής σκλάβος, δηλαδή εκείνος που γεννιόταν από γονιό σκλάβο, σε αντιδιαστολή –τότε- προς τον ανδράποδο, δηλαδή εκείνον που υποδουλωνόταν σε πόλεμο. Εκείνος που οι γονείς του ήταν και οι δύο δούλοι, ονομαζόταν αμφίδουλος.
Η σκλαβιά και οι σκλάβοι
  Η λέξη σκλαβιά που χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο, όπως και οι λέξεις για τη δουλεία σε άλλες γλώσσες, π.χ. slavery, enslavage και Sklaverei, προήλθαν από τη βυζαντινή λέξη Σκλαβηνός<Σλαβηνός<Σλάβος<Σλαύος. Πιθανόν σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, αλλά όχι όλους, οι Βυζαντινοί να έδωσαν σε ορισμένες εθνότητες τον χαρακτηρισμό Σλάβοι, επειδή τα ονόματά τους είχαν συνήθως την κατάληξη –σλαβ (π.χ. Στανισλάβ). Στη συνέχεια, η λέξη «σκλαβηνός» και «σκλάβος» πιθανολογείται ότι έγινε συνώνυμο του δούλου, επειδή πολλοί Σλάβοι υποδουλώθηκαν από γερμανικές φυλές, αλλά κυρίως επειδή οι μουσουλμάνοι της ιβηρικής Χερσονήσου χρησιμοποιούσαν αυτή τη λέξη (αραβ. Ṣaqālibah) για να διακρίνουν τους Ευρωπαίους δούλους τους από τους υπόλοιπους, όπως αργότερα οι Αμερικανοί ονόμαζαν τους Αφρικανούς δούλους τους, νέγρους.
Μορφές δουλείας
Η κυρίαρχη μορφή δουλείας ήταν συνήθως για τους μεν άνδρες η εξαναγκαστική εργασία μέχρι φυσικής εξόντωσης, για τις δε γυναίκες η σεξουαλική εκμετάλλευση. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, χρησιμοποιούνταν συνήθως για σκληρή εργασία ή, σπανιότερα, για υποχρεωτική ενσωμάτωση στον κυρίαρχο πληθυσμό, αλλάζοντας θρήσκευμα και εθνικότητα. Επίσης, όταν έφταναν στην εφηβεία ή και νωρίτερα, τα κορίτσια άρχιζαν να χρησιμοποιούνται ως σεξουαλικά αντικείμενα και τα αγόρια μετά τα 13-14 λογαριάζονταν συνήθως ως ενήλικες δούλοι. Τα αγόρια σε κάποιους πολιτισμούς γίνονταν ευνούχοι ή αφομοιώνονταν σε στρατιωτικές υπηρεσίες, εφόσον είχαν ασπασθεί το θρήσκευμα, την ιδεολογία και την εθνικότητα της κυρίαρχης ομάδας.
Το φαινόμενο ήταν πιο ανεπτυγμένο στις κοινωνίες που είτε επειδή είχαν σχετικά χαμηλό πληθυσμό είτε για άλλους λόγους χρειάζονταν περισσότερο και φθηνότερο εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη της οικονομίας τους.
Η δουλεία εξακολουθεί να παρατηρείται και σήμερα με διάφορες μορφές, κυρίως σε βάρος γυναικών (εξαναγκαστική πορνεία), παιδιών (επαιτεία, κακοποίηση, εργασία) και σπανιότερα ανδρών (εκμετάλλευση αιχμαλώτων πολέμου σε μερικά αφρικανικά κράτη
Ορισμένοι θεωρούν ότι μορφή δουλείας αποτελεί σήμερα και η δουλειά σε οποιαδήποτε χώρα στηρίζει την οικονομία της στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, λόγω της a priori εκμετάλλευσης της υπεραξίας των εργαζομένων, ενώ πολλοί ταυτίζουν τη δουλεία και με άλλες σκληρές, όμως σχετικά ηπιότερες μορφές εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο –π.χ. της δουλοπαροικίας. Μορφή δουλείας συνιστά κατά κάποιους και η σύγχρονη ποινή της προσωποκράτησης για οφειλές όπως και τα καταναγκαστικά έργα, στα οποία αρκετές χώρες υποβάλουν τους καταδίκους τους. Γενικά, ως δουλεία μπορεί -με την ευρύτερη έννοια της χρήσης των ατόμων- να θεωρηθούν όλες οι διάδοχες καταστάσεις οικονομικής εκμετάλλευσης και υποβιβασμού κοινωνικών ομάδων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι η κυριολεκτική χρήση του όρου δουλεία προϋποθέτει τη νόμιμη ή εθιμική αφαίρεση της ιδιότητας του υποκειμένου και την μετατροπή του ατόμου σε αντικείμενο (res) του νόμου.
Ιστορία της δουλείας
Η δουλεία παρατηρήθηκε ως «εθιμικό δίκαιο» σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου από τους προϊστορικούς χρόνους, όχι όμως και στις πρωτόγονες κοινωνίες, γιατί σε αυτές αρχικά δεν υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση ή τάξεις. Ως φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε συστηματικά μόνον όταν ο άνθρωπος άρχισε να αποκτά μόνιμη εγκατάσταση και να καλλιεργεί τη γη ή να αναπτύσσει τέχνες. Η δουλεία πήγασε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και αγροτικού δυναμικού, αλλά εξυπηρετούσε, παράλληλα, και άλλες ανάγκες. Συνήθως εφαρμοζόταν ως άγραφο «πολεμικό δίκαιο» και ήταν η μοίρα των ηττημένων αλλοεθνών, όμως συχνά εφαρμοζόταν και σε βάρος ατόμων της ίδιας φυλής για αδικήματα που σήμερα θα ενέπιπταν στο ποινικό ή αστικό δίκαιο, όπως της κλοπής ή των χρεών.
Η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρείτο επί δεκάδες αιώνες μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση, κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν συνήθως οι υγιείς και αρτιμελείς αιχμάλωτοι πολέμου, καθώς και οι αστικοί ή αγροτικοί πληθυσμοί που αυτοί υπερασπίζονταν. Μετά την υποδούλωσή τους, αντιμετωπίζονταν ως οικόσιτα ζώα ή αντικείμενα και παράλληλα ως εχθροί. Η τελευταία ιδιότητα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη μεταχείρισή τους, γιατί νομιμοποιούσε τη σκληρή εργασία μέχρι θανάτου ή την ατίμωση των γυναικών –ήταν «ζωντανοί εχθροί» που τους είχε χαριστεί η ζωή και αυτή ανήκε πλέον ισοβίως στον κυρίαρχο. Επιπλέον, ως εχθροί θα έπρεπε να εξοντωθούν σωματικά και ηθικά. Τα παιδιά τους αντιμετωπίζονταν επίσης ως «παιδιά του εχθρού» και ως εν δυνάμει απειλή εκτός και αν ενσωματώνονταν πλήρως στην κυρίαρχη κοινωνία.
Η προδιαγεγραμμένη μοίρα των ηττημένων έκανε πολλούς πολεμιστές και αμάχους να αυτοκτονούν προτού συλληφθούν αιχμάλωτοι. Αν ζούσαν, στο εξής δεν θα είχαν το δικαίωμα να φύγουν από το σπίτι ή το αγρόκτημα του αφέντη τους, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά (αν έκαναν, ανήκαν κι αυτά στον κύριό τους ως έμψυχα αντικείμενα ή ως άψυχα περιουσιακά στοιχεία), δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν οτιδήποτε, να διεκδικήσουν νερό, φαγητό ή ιατρική περίθαλψη, να αποκτήσουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο οι ίδιοι, να αμυνθούν σε περίπτωση επίθεσης, να δηλώσουν ότι δεν αναγνωρίζουν αφέντη, να εκφράσουν οποιαδήποτε προσωπική άποψη πολιτική ή θρησκευτική και να αναζητήσουν προστασία σε περίπτωση που τους βασάνιζε εκείνος που νεμόταν κυριολεκτικά την κυριότητά τους.
Στον απόλυτο εξευτελισμό οδηγούνταν πιο εύκολα όσοι και όσες ανήκαν σε άλλη φυλή ή θρησκεία, ως αποτέλεσμα του ρατσισμού, αλλά και του γεγονότος ότι ειδικά οι ξένοι με διαφορετικό χρώμα ή χαρακτηριστικά, ξεχώριζαν εύκολα και ήταν αδύνατον να περάσουν απαρατήρητοι σε περίπτωση που δραπέτευαν. Η μοναδική τους επιλογή ήταν η υποταγή, γιατί οι διάφορες κοινωνίες νομιμοποιούσαν ανέκαθεν την δουλεία με διάφορες θεωρίες φυσικής κατωτερότητας ορισμένων κοινωνικών ομάδων.
Στη Βίβλο γίνονται πολλές αναφορές στη δουλεία, όπως και στη μαζική δουλεία, δηλαδή την αιχμαλωσία των Εβραίων στην Αίγυπτο. Στον Κώδικα του Χαμουραμπί που συντάχθηκε στη Μεσοποταμία το 1780 π.Χ. υπήρχαν πάνω από 30 νομικά άρθρα που ρύθμιζαν τα θέματα της δουλείας, όπως π.χ. το πρόστιμο που κατέβαλε όποιος ελεύθερος πολίτης σκότωνε το δούλο ή τη δούλα κάποιου άλλου, τι πλήρωνε αν η δούλα ήταν έγκυος, την τιμωρία όποιου έδινε άσυλο σε δραπέτη δούλο, την τιμωρία του δούλου που αμφισβητούσε τον αφέντη του κλπ.
Να σημειωθεί πάντως ότι στις αρχαίες αλλά και μεσαιωνικές κοινωνίες, το πρόστιμο δεν είχε την ελαφρότητα της σημερινής έννοιας, αλλά αποτελούσε τη βασική ποινή για πολλά εγκλήματα, όχι μόνον εις βάρος δούλων αλλά και ελευθέρων. Αν, για παράδειγμα, στο βασίλειο των Λογγοβάρδων κάποιος σκότωνε ελεύθερο πολίτη πλήρωνε 300 solidi και αν σκότωνε ημιελεύθερο πλήρωνε 150: η ανθρώπινη ζωή εκτιμάτο σε χρήμα ούτως ή άλλως. Επίσης, οι περισσότερες κοινωνίες δεν έκριναν ειδικά κατά την αρχαιότητα σκόπιμο να διαθέτουν μεγάλες φυλακές για ποινικά αδικήματα (οι περισσότερες δεν είχαν ούτε καν μικρές) και θεωρούσαν παράλογο να συντηρούν στρατόπεδα αιχμαλώτων. Κατά συνέπεια, οι νικητές ενός πολέμου είχαν για την εποχή τους μόνον δύο λογικές επιλογές μετά την οριστικοποίηση της ήττας των αντιπάλων τους: είτε να τους εκτελέσουν είτε να τους υποδουλώσουν.
Πολλές φορές πάντως, εφαρμοζόταν μεταξύ των εμπολέμων και το έθιμο της ανταλλαγής δούλων, που ήταν αντίστοιχο της σύγχρονης ανταλλαγής αιχμαλώτων. Σε σπάνιες περιπτώσεις, παρατηρείτο και το φαινόμενο της ελευθέρωσης αιχμαλώτων ή δούλων από τη γενναιοδωρία του νικητή ή από σκοπιμότητα.
Σε μερικές περιοχές του κόσμου, η δουλεία πήγασε και από τον κανιβαλισμό που ασκούσαν ορισμένες φυλές και οι οποίες έβλεπαν τους άλλους ανθρώπους ως λεία. Όταν οι ηττημένοι ήταν πολλοί, κρατούνταν ως δούλοι μέχρι να έρθει η ώρα να καταναλωθούν ως τροφή ή να χρησιμοποιηθούν σε ανθρωποθυσίες.
Η δουλεία ήταν συχνά το αποτέλεσμα του πολέμου, αλλά και πολλές φορές η αιτία του. Στην Αφρική, για παράδειγμα, η δουλεία πήγασε από την ανάγκη κάποιων φυλών να υπερτερούν αριθμητικά. Βασικό κίνητρο για πόλεμο και αρπαγή ανθρώπων από άλλες κοινότητες ήταν δηλαδή η ενίσχυση της φυλής του νικητή –οι δούλοι προστίθεντο δηλαδή στην κυρίαρχη κοινότητα και ειδικά οι γυναίκες και τα παιδιά ενσωματώνονταν σε αυτήν πολύ γρήγορα ή και αυτομάτως. Αυτό διάρκεσε στην αφρικανική ήπειρο μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων και των Ασιατών (κυρίως Αράβων) εμπόρων και την έναρξη του συστηματικού δουλεμπορίου, όπου πλέον ο δούλος αποτελούσε ξένο σώμα στην κοινωνία των λευκών και αντικείμενο προς χρήση.
Καθώς οι οικονομίες πάντως στηρίζονταν όλο και περισσότερο στην φτηνή παροχή εργατικού δυναμικού και η ανάπτυξή τους εξαρτιόταν από την εργασία των δούλων, όλο και συχνότερα ξεκινούσαν πόλεμοι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, με αποκλειστικό στόχο την υποδούλωση ενός ανίσχυρου λαού ή φυλής και την αρπαγή του μικρού πληθυσμού της για να υπαχθεί στο εργατικό δυναμικό του νικητή.
Σε διάφορους πολιτισμούς, πάντως, δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν πάρα πολλοί άνθρωποι και με συγκριτικά ειρηνικά μέσα ή πάντως σε καιρό ειρήνης. Σε αυτό το χαμηλό κοινωνικό status έπεφταν εκείνοι που όφειλαν χρήματα τα οποία δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν (και αντιμετωπίζονταν ως κλέφτες) ή όσοι υπέπιπταν σε διάφορα σοβαρά για την εποχή αδικήματα. Έπρεπε τότε ουσιαστικά να πουλήσουν τον εαυτό τους ή να διαπραγματευτούν την προσωπική ελευθερία τους πουλώντας τη γυναίκα ή τα παιδιά τους. Ο δούλος μπορούσε να τιμωρηθεί σε όποιον βαθμό ενέκρινε ο ιδιοκτήτης ή αφέντης του. Μερικές φορές οι δούλοι ελευθερώνονταν αν κάποιος εξαγόραζε την ελευθερία τους, αλλά αυτό ήταν σπάνιο.
Μερικές φορές επίσης οι άνθρωποι ενοικιάζονταν, με την έννοια ότι συμφωνούσαν για οικονομικούς λόγους να μείνουν δούλοι για 3 ή 5 χρόνια, κάτι που εκφραζόταν και με κλάσματα , δηλαδή συμφωνείτο κάποιος να ανήκει στον κύριό του κατά το ¼, γεγονός που σήμαινε ότι έπρεπε να δουλεύει για εκείνον 3 μήνες το χρόνο. Με το σύστημα του «δανεισμού» των εαυτών τους μετανάστευσαν στην Αμερική πολλοί Ευρωπαίοι κατά την αποίκισή της, αφού πήγαν εκεί ως δουλοπάροικοι με συμφωνία 4ετους εργασίας για τους «δεσπότες» τους –ήταν η πληρωμή του εισιτηρίου για το διατλαντικό ταξίδι.
Στην αρχαιότητα και στο Μεσαίωνα πάντως, οι άνθρωποι υποδουλώνονταν ισοβίως, γιατί μόνον οι συγγενείς είχαν την πολυτέλεια να γίνονται δούλοι για περιορισμένο ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη Μεσοποταμία  επιτρεπόταν να κρατήσει κάποιος ως δούλο τον αδελφό του μόνον για 5 ή 6 χρόνια, ακόμα και αν του όφειλε χρήματα.
Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα
Η δουλεία ήταν ευρέως διαδεδομένη σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου του κινεζικού, του ιαπωνικού, του πολυνησιακού, του ινδικού, των λαών της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής όπως και πολλών λαών της Ευρώπης, περιλαμβανομένου του ελληνικού και του ρωμαϊκού. Ιδιαίτερη έμφαση όμως δίνεται συχνά στη δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα, όχι επειδή ήταν σκληρότερη, αλλά επειδή η διεθνής κοινότητα και πολλοί Έλληνες θεωρούν αυτονόητο ότι μια χώρα που διέθετε ανεπτυγμένο πολιτισμό και γέννησε τη δημοκρατία, δεν θα έπρεπε να ανέχεται τη δουλεία.
Ένας βασικός λόγος για την μεροληπτική εστίαση πολλών ξένων ιστορικών στην αρχαιοελληνική δουλεία είναι ότι έμμεσα αυτή νομιμοποιούσε τις ακρότητες στο δουλεμπόριο της αποικιοκρατίας, δηλαδή κατά την εφαρμογή της δουλείας από το λαό στον οποίο οι ίδιοι ανήκαν. Η ύπαρξη της δουλείας στην κοιτίδα της δημοκρατίας παρείχε τρόπον τινά άλλοθι ή πάντως «ελαφρυντικά» στο δουλεμπόριο πολύ μεταγενέστερων λαών.
Εντούτοις, η ελληνική κοινωνία των κλασικών χρόνων ήταν κατά 30 αιώνες αρχαιότερη και λειτουργούσε μέσα σε ένα γενικότερο διεθνές πλαίσιο αποδοχής της δουλείας ως «πολεμικού δικαίου». Σημαντικό ρόλο δηλαδή στο ζήτημα της ελληνικής ή ρωμαϊκής δουλείας δεν έπαιζε μόνον η αξία που οι συγκεκριμένες κοινωνίες προσέδιδαν στην ανθρώπινη ζωή με βάση το δικό τους πολιτισμικό επίπεδο αλλά και η γενική/διεθνής αντίληψη για το ίδιο θέμα. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι παραγωγικές ανάγκες, οι οποίες εντέλει δεν καλύφθηκαν πιο ηθικά ούτε από τις σχετικά νεότερες κοινωνίες. Η νομοθεσία του Σόλωνα το 590 π.Χ. που απαγόρευε τους πολίτες να δανείζονται με ενέχυρο τον εαυτό τους ήταν εξάλλου πρωτοποριακή για την εποχή της, αφού εξάλλου μέχρι και σήμερα τα ανεξόφλητα δάνεια μπορούν να οδηγήσουν κάποιον στη στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του –σε φυλάκιση.
Τέλος, στην αθηναϊκή –και σε όποια- δουλεία, ρόλο έπαιζε και η αντίληψη που επικρατούσε για το πολιτισμικό επίπεδο της εθνότητας ή φυλής του δούλου, γιατί καθόριζε αν στο εξής αυτός θα αντιμετωπιζόταν ισότιμα ή υποδεέστερα. Το γεγονός ότι μέχρι και το 1935 μ.Χ. υπήρχαν προηγμένοι, δημοκρατικοί λαοί που επισήμως θεωρούσαν ορισμένες φυλές «ζωώδεις» ή «εγκληματικές» και «στυγνές» σε σύγκριση με τη δική τους, γεγονός που οδήγησε σε ακραίες μορφές όχι μόνον εκμετάλλευσης και ρατσισμού, αλλά και σε γενοκτονίες, δείχνει ότι ακόμα και τον 20ό αιώνα ήταν δύσκολο να στερήσει κάποιος τις ενέργειές του από το θεωρητικό άλλοθι της «ανώτερης φυλής». Επίσης, ο ανεπίσημος και ημιεπίσημος ρατσισμός σε πολλές χώρες του κόσμου μέχρι σήμερα αποδεικνύει ότι ακόμα και στον 21ο αιώνα, πολλοί εξακολουθούν να θεωρούν ως κριτήριο κοινωνικού status την φυλή ή την εθνότητα ή την θρησκευτική ομάδα στην οποία κάποιος ανήκει.
Η ρωμαϊκή δουλεία
Στην Ευρώπη και ειδικά στη Μεσόγειο, η κατάσταση μεταβλήθηκε όταν άρχισε να εξαπλώνεται ο Χριστιανισμός και η φιλοσοφία των Στωικών, αλλά είναι άγνωστο αν τον καθοριστικό ρόλο τον έπαιξαν πιο πεζά γεγονότα, όπως αυτή καθαυτή η αχανής έκταση, η δομή και η οικονομία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και, αργότερα, οι επιδημίες και οι συχνοί λιμοί στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η εισροή δούλων ήταν τόσο μεγάλη, που ένας μέσος Ρωμαίος διέθετε πάνω από 10 σκλάβους και οι πλούσιοι 400. Η παρουσία τους όμως δεν ήταν απλώς αριθμητικά έντονη, αλλά και ουσιαστική: μέσα σε τόσο πλούσια «λάφυρα» ανθρώπινης υπόστασης, ανευρίσκονταν πια και πολλοί δούλοι με δυσεύρετα προσόντα και ειδικότητες, όπως γιατροί, δάσκαλοι, λογιστές κλπ. Αυτοί αξιοποιούνταν στον τομέα τους παραμένοντας δούλοι, αλλά είχαν κοινωνική επιρροή, παρότι ανήκαν στην κατώτατη τάξη των σκλάβων.
Οι Ρωμαίοι στήριξαν βαθμιαία σε αυτούς ουσιαστικά όλη την οικονομία και την αλυσίδα της παραγωγής τους στη διατροφή και άλλους ζωτικούς τομείς. Έτσι εξαρτούνταν απόλυτα από την απόδοση της τάξης των σκλάβων. Στην αρχαία Ρώμη, οι δούλοι μπορούσαν να ανήκουν σε ιδιώτες ή στο κράτος. Στον ιδιωτικό τομέα, οι δούλοι μπορούσαν να ήταν υπηρέτες, ερωμένες, καθαρίστριες, μονομάχοι, εργάτες, γιατροί, βιοτεχνίες, παιδαγωγοί, κομμωτές, αγρότες, ιπποκόμοι κ.λπ. Στον κρατικό τομέα ήταν επίσης αγρότες, συντηρητές, εργάτες στην οδοποιία, μεταφορείς, εργάτες του «δήμου» (π.χ. οδοκαθαριστές), μεταλλωρύχοι κλπ. Έτσι, αν και οι δούλοι δεν ανήκαν σε κοινά έθνη και δύσκολα εξεγείρονταν, κατείχαν θέσεις-κλειδιά για την οικονομία. Κάθε εξέγερσή τους παρέλυε την οικονομία και άφηνε χωρίς τροφοδοσία και παροχές όχι μόνον τους φτωχούς Ρωμαίους, αλλά και τα πλούσια αστικά κέντρα. Αν και αριθμούνται κυρίως τρεις μεγάλες εξεγέρσεις σκλάβων στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με γνωστότερη εκείνην του 73 π.Χ. στην οποία ηγείτο ο Σπάρτακος, αυτές ήταν συχνότερες και είχαν πάντα συνέπειες.
Σταδιακά, η ρωμαϊκή νομοθεσία άρχισε για τους προαναφερόμενους λόγους να γίνεται αυστηρότερη προς τους δουλοκτήτες και πιο ανθρώπινη με τους δούλους. Ενώ για παράδειγμα μέχρι το 50 μ.Χ. ο δούλος που αρρώσταινε δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει τη βοήθεια γιατρού και οι περισσότεροι αφέντες πετούσαν κυριολεκτικά στο δρόμο τον άρρωστο ή γέρο σκλάβο, επί Κλαυδίου νομοθετήθηκε ότι αν ο αφέντης αφήσει το δούλο του αφρόντιστο και αυτός αναρρώσει, θα θεωρείται στο εξής αυτομάτως ελεύθερος. Επίσης απαγορεύθηκε να δίνονται δούλοι ως βορά των άγριων ζώων. Ενώ έως τότε όλοι προσέφεραν τις γυναίκες δούλες ως σεξουαλικά αντικείμενα στους συγγενείς και φίλους τους, νομοθετήθηκε ότι τα παιδιά της γυναίκας δούλας που έμενε έγκυος, θα έπρεπε στο εξής να προστατεύονται. Το 150 μ.Χ., ο Αντωνίνος Πίος έδωσε στους δούλους το δικαίωμα να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη όταν τους βασάνιζε ο αφέντης τους. Την εποχή του Διοκλητιανού και περίπου το 300 μ.Χ. εκδόθηκε νόμος που όριζε ότι ο αφέντης που σκότωνε δούλο χωρίς σοβαρή αφορμή, θεωρείτο πια εγκληματίας –μέχρι τότε η αφαίρεση ζωής δούλου ήταν απλό πταίσμα που συνεπαγόταν πρόστιμο ή αντιμετωπιζόταν και ως καθαρά οικογενειακή υπόθεση που δεν απασχολούσε καν την δικαιοσύνη. Επίσης επί Διοκλητιανού ή ίσως και λίγο νωρίτερα, απαγορεύθηκε να πουλά κάποιος το παιδί του ως δούλο και οι πιστωτές δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν την οφειλή τους σε δουλεία.
Το κατά πόσον τηρούνταν όλοι αυτοί οι κατά καιρούς οριζόμενοι νέοι νόμοι, είναι άγνωστο, αλλά οπωσδήποτε η νομοθετική πρόνοια αποτελούσε πρόοδο σε σύγκριση με τον κοινωνικό θάνατο που συνεπαγόταν έως τότε η δουλεία.
Δουλοπάροικοι
Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει, οι περισσότεροι δούλοι της μετατράπηκαν με αυτοκρατορικά διατάγματα σε απελεύθερους χωρικούς. Τότε άρχισε να αναπτύσσεται η τάξη των δουλοπάροικων που αποτέλεσε στη Δύση αργότερα τον βασικό κορμό του αγροτικού δυναμικού της φεουδαρχίας. Οι περισσότεροι από αυτούς απελευθερώθηκαν μερικά, δηλαδή ήταν «υπόχρεοι» και όχι απόλυτα ελεύθεροι.
Οι ακτήμονες χωρικοί και όσοι είχαν μικρά αγροκτήματα δεν χάρηκαν για πολύ αυτή την περιορισμένη ελευθερία τους. Καθώς στις περισσότερες περιοχές της διαλυμένης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν υπήρχε κεντρική εξουσία, άρχισαν να στρέφονται για προστασία ή διακίνηση της παραγωγής τους στους μεγάλους γαιοκτήμονες, οι οποίοι και συντηρούσαν μικρούς στρατούς. Σταδιακά οι περισσότεροι μπήκαν «στη δούλεψη» των γαιοκτημόνων και σε αντάλλαγμα της στρατιωτικής προστασίας που αυτοί τους παρείχαν (από επιδρομές ληστών ή από οργανωμένους στρατούς άλλων γαιοκτημόνων ή, από εισβολές γερμανικών φύλων), αυτοί δέχτηκαν στην αρχή να δίνουν στον μεγαλογαιοκτήμονα μέρος της παραγωγής τους ή προσωπική εργασία.
Βαθμιαία, αναγκάστηκαν να δεχτούν πιο ανελεύθερους όρους, όπως το να παντρεύονται με άτομα μόνον από την ίδια περιοχή και να μην εγκαταλείπουν το κτήμα χωρίς την άδεια του κυρίου τους ή segnieur. Αυτή η εξάρτηση σταδιακά τους μετέβαλε και πάλι σε δούλους, μόνον που τώρα οι όροι δεν ήταν τόσο επαχθείς όσο 200 χρόνια πριν. Εντούτοις, έπαψαν να είναι ελεύθεροι απέναντι στον νόμο και ανέλαβαν βαριές δεσμεύσεις. Οι περισσότεροι δέθηκαν με τη γη του μεγαλογαιοκτήμονα με συμβόλαιο και αποδέχτηκαν να προσφέρουν πάνω από το μισό χρόνο τους στα κτήματά του. Όταν η δική τους σοδειά ήταν κακή, έπρεπε να παρέχουν άλλες υπηρεσίες στον γαιοκτήμονα. Είχαν όμως το δικαίωμα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη αν βιαοπραγούσε ο «προστάτης κύριός τους» ή αν βίαζε τη σύζυγο ή την κόρη τους.
Η τήρηση της νομοθεσίας αμφισβητείται και η αυθαιρεσία οργίαζε, όμως νομικά ο δουλοπάροικος ήταν πια υποκείμενο και όχι αντικείμενο του νόμου.
14ος αιώνας
Οι δούλοι συνέχιζαν πάντως να υπάρχουν και εξακολουθούσαν να θεωρούνται περιουσιακά στοιχεία. Μεγάλη εισροή δούλων σημειώθηκε το 14ο αιώνα εξαιτίας του Μαύρου Θάνατου, δηλαδή της επιδημίας πανώλης του 1350. Η πείνα -που ήταν αποτέλεσμα κακών σοδειών και άλλων παραγόντων, όπως της υπερκαλλιέργειας- το 1315 όπως και η μεγάλη επιδημία πανώλης λίγες δεκαετίες μετά, αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της Ευρώπης. Αυτή η τραγική κατάσταση είχε σαν αποτέλεσμα να μείνουν ακατοίκητες μεγάλες εκτάσεις και να δημιουργηθεί ανάγκη για εργατικά χέρια, οπότε οι όροι διαπραγμάτευσης με τους χωρικούς που είχαν επιβιώσει άλλαξαν ριζικά προς το καλύτερο για τους αγρότες. Όμως αυξήθηκε η ανάγκη για «φτηνό εργατικό δυναμικό» και τότε το δουλεμπόριο γνώρισε νέα ακμή. Οι δούλοι έφταναν στην Ευρώπη από την Ασία και την Αφρική.
Η πανώλη και διάφορες επιδημίες υψηλής νοσηρότητας συνέχισαν πάντως να επανεμφανίζονται σχεδόν σταθερά κάθε 20-30 χρόνια και σάρωναν την Ευρώπη, γιατί δεν είχε βελτιωθεί καθόλου το υγειονομικό τοπίο. Έτσι ο αγροτικός και αστικός πληθυσμός κατά καιρούς μειωνόταν κατακόρυφα και η ανάγκη για νέους δούλους ανανεωνόταν διαρκώς.
Η δουλεία στο Βυζάντιο
Στο Βυζάντιο συνεχιζόταν όλα αυτά τα χρόνια η εφαρμογή ολοένα ηπιότερης πολιτικής προς τους δούλους που είχε ξεκινήσει στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Με διατάγματα του Ιουστινιανού και άλλων αυτοκρατόρων ο δούλος έπαψε να είναι νομικά τουλάχιστον πράγμα. Η πιο σημαντική Εισήγηση του Ιουστινιανού ήταν εκείνη που για πρώτη φορά όριζε με νόμο πως ο δούλος είναι άνθρωπος. Επίσης όριζε να δίνεται αυτομάτως το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη στους δούλους που ελευθερώνονταν ενώ μέχρι τότε οι κοινωνικές διακρίσεις συνεχίζονταν μέχρι και τους απογόνους τρίτης γενεάς του πρώην δούλου.
Παράλληλα, οι αυτοκράτορες δεν επιθυμούσαν να αναπτυχθεί η φεουδαρχία στο μέτρο που αυτή αναπτύχθηκε στη Δύση και προσπαθούσαν να στηρίζουν τους μικροκτηματίες, επειδή αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μην ισχυροποιηθούν οι γαιοκτήμονες και οι «ευγενείς» ή τιτλούχοι. Αυτές οι προσπάθειες δεν απέδιδαν πάντα καρπούς και σε πολλές περιοχές οι αγρότες ζούσαν σαν δούλοι. Αρκετά συχνά εξάλλου οι αυτοκράτορες υποχωρούσαν στις πιέσεις των γαιοκτημόνων και για να κρατήσουν ισορροπίες έκαναν υποχωρήσεις σκοπιμότητας εις βάρος των μικρών γαιοκτησιών ή των ακτημόνων. Σε γενικές γραμμές πάντως, πολιτική του κράτους ήταν να ελέγχει την εξουσία των μεγαλοκτηματιών –άρα να τους κρατά όσο μπορούσε πιο αποδυναμωμένους.
Εκτός από τους δουλοπάροικους που αν όχι τυπικά, πάντως ουσιαστικά αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αρκετοί συνέχιζαν να είναι και οι δούλοι που εισέρρεαν από τους πολέμους ή οι Βυζαντινοί που ζούσαν σαν δούλοι σε ξένα κράτη.
Οι Βυζαντινοί κρατούσαν και βιβλία («Βίβλο Αλλαγίων» όπως αναφέρεται), με τα στοιχεία των αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει όπως και των Βυζαντινών που είχαν αντιστρόφως συλληφθεί από τον εχθρό. Με βάση αυτά τα έγγραφα προχωρούσαν συχνά σε ανταλλαγή αιχμαλώτων [12] ή σε εξαγορά της ελευθερίας των Βυζαντινών δούλων με καταβολή λύτρων.
Οι κάτοικοι των ακριτικών περιοχών της αυτοκρατορίας έθαβαν πολύ συχνά την όποια περιουσία τους σε λάκκους και έβαζαν ένα σημάδι για το οποίο ενημέρωναν τους συγγενείς τους ή έμπιστα πρόσωπα, ώστε αν οι ίδιοι συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι (από εισβολείς ή κοινούς ληστές) να ξέθαβαν κάποιοι τα κοσμήματα ή τα χρήματα και να εξαγόραζαν την ελευθερία τους «για να μην καταντήσουν δούλοι». Οι Έλληνες του Πόντου είχαν μέχρι σχετικά πρόσφατα ως χειρότερη κατάρα τη φράση «αιχμάλωτος να γίνεσαι» , που δείχνει πόσο τους τρόμαζαν όσα συνεπαγόταν η δουλεία.
Οι περισσότεροι δουλέμποροι που δρούσαν στα λιμάνια (για να αγοράζουν σκλάβους από πειρατές) ή στις μεγάλες πόλεις, είχαν και ειδικότητα, ανάλογα με την πελατεία τους: άλλοι αγόραζαν μόνο παιδιά, άλλοι μόνο γυναίκες και άλλοι μόνον δυνατούς άντρες. Οι τιμές των σκλάβων ήταν ποικίλες. Ο Πλούταρχος αναφέρει συγκεκριμένα ότι ένα βόδι έκανε 1 δραχμή και ένας σκλάβος 4 δραχμές, ενώ ο Γεώργιος Φραντζής στα Χρονικά του αναφέρει ότι όταν τον υποδούλωσαν ζήτησαν από τον αυτοκράτορα για την απελευθέρωσή του 5.000 χρυσά νομίσματα. Όταν οι Νορμανδοί υποδούλωσαν τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, ζήτησαν για την απελευθέρωσή του από τον αυτοκράτορα 4.000 χρυσά.
Σε πολλές περιπτώσεις, όταν οι αιχμάλωτοι Βυζαντινοί πιάνονταν από Σαρακηνούς, πιέζονταν τόσο πολύ να αλλαξοπιστήσουν, που βγήκε η φράση «μου άλλαξες την πίστη». Σύμφωνα με τα ιερατικά έθιμα του Βυζαντίου, όσοι ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους απελευθερωμένοι αλλά είχαν στο μεταξύ αλλαξοπιστήσει, έπρεπε να απέχουν από την κοινωνία 8 χρόνια. Όμως αντίστοιχη μεταχείριση πρέπει να είχαν και οι δούλοι των Βυζαντινών, γιατί πολλά ιεραρχικά κείμενα προέτρεπαν τους Βυζαντινούς να βλέπουν τους δούλους τους σαν ανθρώπους.
Επειδή πάντως πιάνονταν πολλοί Βυζαντινοί αιχμάλωτοι, η Εκκλησία καθημερινά στη λειτουργία της είχε και προσευχή «υπέρ των αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών». Γίνονταν μάλιστα συχνά έρανοι από την εκκλησία ή τους συγγενείς του αιχμαλώτου για να συγκεντρωθεί το αναγκαίο για την εξαγορά του ποσό. Συνηθιζόταν μάλιστα στις διαθήκες τους (όπως και στη Δυτική Ευρώπη την ίδια εποχή) πολλοί να αφήνουν την περιουσία τους στην Εκκλησία ή στο κράτος, με την εντολή να δοθεί για εξαγορά αιχμαλώτων, επειδή αυτή η πράξη θεωρείτο θεάρεστη.
Πολλοί δανείζονταν για να ελευθερώσουν τους συγγενείς τους από τα εχθρικά στρατεύματα και επειδή οι τόκοι ήταν βαρείς, αναγκάζονταν να συμφωνήσουν με τον δανειστή να μείνουν δούλοι του, συνήθως για 4 χρόνια. Πιθανόν η τιμή εξαγοράς του αιχμαλώτου να ισοδυναμούσε με μισθούς δύο ετών και τα επιπλέον δύο χρόνια να ήταν οι τόκοι του δανείου.
15ος,16ος και 17ος αιώνας
Στο Βυζάντιο η κατάσταση των δούλων χειροτέρεψε όταν εμφανίστηκαν και σταδιακά κυριάρχησαν οι Οθωμανοί. Στην Οθωμανική αυτοκρατορία, οι δούλοι πολλαπλασιάστηκαν και οι συνθήκες ζωής για όλους τους υποταγμένους λαούς ήταν εξαιρετικά δύσκολες, ειδικά στον αγροτικό τομέα.
Την ίδια εποχή άρχισε στην Ευρώπη νέα εισαγωγή δούλων, αυτή τη φορά σωρηδόν από την Αφρική. Το γεγονός ότι ήταν μαύροι στο χρώμα επιδείνωνε τη θέση τους, επειδή ήταν δύσκολο να διαφύγουν –εντοπίζονταν γρήγορα. Επίσης η διαφορά στο χρώμα έκανε τους δεσπότες ή κυρίους να μην ταυτίζονται διόλου μαζί τους, να τους φέρονται πιο σκληρά και να μην τους ενσωματώνουν καθόλου στην κοινωνική ζωή με μικτούς γάμους ή υιοθεσίες. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που δημιούργησαν εμπορικό σταθμό για δούλους στην Αφρική, συγκεκριμένα στην Γκάνα, ήταν οι Πορτογάλοι. Οι σκλάβοι φορτώνονταν σε πλοία για την Ευρώπη και μετά για την Αμερική, Συνήθως το 20% από αυτούς πέθαινε στη διάρκεια του ταξιδιού.
Μετά την εξολόθρευση του γηγενούς πληθυσμού της Αμερικανικής ηπείρου από ασθένειες που έφεραν οι εισβολείς Ευρωπαίοι, η ζήτηση σε εργατικά χέρια καλύφθηκε από Αφρικανούς σκλάβους. Έτσι, ξεκίνησε η πιο μακροχρόνια και ευρείας κλίμακας εκμετάλλευση της αναγκαστικής εργασίας στην ανθρώπινη ιστορία. Υπολογίζεται ότι από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα μεταφέρθηκαν στην βόρεια Αμερική, κεντρική Αμερική και νότια Αμερική πάνω από 20.000.000 Αφρικανοί.
Οι δούλοι ως περιουσιακό στοιχείο
Οι δούλοι άλλοτε θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως κινητή περιουσία και άλλοτε ως ακίνητη. Στην πρώτη περίπτωση πουλιούνταν στην αγορά. Η τιμή τους παρουσίαζε διακυμάνσεις όπως του σιταριού ή άλλων εμπορικών αγαθών, ανάλογα με τη σχέση προσφοράς και ζήτησης. Σε περιόδους με αφθονία δούλων (μετά από πολέμους) η τιμή έπεφτε. Σε εποχές μεγάλης ζήτησης (τους μήνες που απαιτείτο πιο εντατική δουλειά στους αγρούς) η τιμή ανέβαινε. Όταν οι μισθοί ή τα μεροκάματα των ντόπιων ανέβαιναν, η ζήτηση για σκλάβους αύξανε και η τιμή τους ανέβαινε επίσης.
Μερικές φορές, η εξασφάλιση καλύτερου βιοτικού επιπέδου των ντόπιων πυροδοτούσε επεκτατικούς πολέμους για «ανθρώπινα λάφυρα», δηλαδή εξεύρεση φτηνών δούλων ώστε να πέσει η τιμή τους στην αγορά και να βγάζουν περισσότερο κέρδος οι δουλοκτήτες. Υπήρξαν και αντίστροφες φάσεις όμως, όπου οι εξαιρετικά χαμηλοί μισθοί των ντόπιων και η φτώχεια καθιστούσε τους δούλους άχρηστους έως ασύμφορους, και τότε οι γαιοκτήμονες και οι βιοτέχνες στρέφονταν στους ελεύθερους επαγγελματίες που δέχονταν να τους δουλέψουν πολύ φτηνά και τους οποίους δεν χρειαζόταν ούτε να τους αγοράσουν (επενδύοντας κεφάλαιο αγοράς) ούτε στη συνέχεια να τους συντηρήσουν.
Η τιμή των δούλων εξαρτιόταν πέρα από τις τάσεις της οικονομίας και από την ειδικότητά τους, το φύλο, την ηλικία, την ομορφιά, την κατάσταση της υγείας τους και την πειθήνια τους. Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 350 μ.Χ., ένας γερός σκλάβος στοίχιζε ένα σόλδιο, την εποχή που οι στρατιώτες έπαιρναν όλο το χρόνο ως μισθό 2 έως 3 σόλδια (solidi, χρυσά νομίσματα της εποχής). Ήταν κατά συνέπεια ακριβό απόκτημα ο αποδοτικός δούλος. Σε αυτή την υψηλή τιμή ίσως είχε συμβάλει το γεγονός ότι είχαν απελευθερωθεί πολλοί δούλοι και είχαν μετατραπεί σε «δούλους με υποχρέωση», δηλαδή κάτι ανάμεσα σε ελεύθερο πολίτη και δουλοπάροικο. Έτσι οι δούλοι σπάνιζαν και αυτό επηρέαζε και την τιμή τους.
Τριακόσια χρόνια αργότερα ο Προκόπιος αναφέρει αγορά σκλάβου στην τιμή ενός προβάτου –κάτι που δεν ήταν φτηνό για την εποχή εκείνη, αλλά δεν αντιστοιχούσε τους μισθούς έξη μηνών ενός στρατιώτη –η τιμή δηλαδή είχε πέσει αισθητά. Λίγο αργότερα, το 725, στην Ιταλία, αναφέρεται πώληση αγοριού στην τιμή ενός αλόγου και μεταγενέστερα αναφέρεται ως τιμή πώλησης ένα βόδι: δηλαδή οι σκλάβοι ακρίβυναν. Την ίδια εποχή (περίπου 650 μ.Χ.) αναφέρεται ότι ένα μικρό κορίτσι σκλάβα αγοράστηκε 30 σόλδια (solidi), όσο έκαναν τότε 13 πρόβατα ή 3 φοράδες, που ήταν την εποχή εκείνη πολύτιμα και ακριβά αποκτήματα –άρα η τιμή των δούλων είχε ανεβεί κι άλλο. Ένα άλλο κορίτσι 20 ετών μάλιστα πουλήθηκε τότε 250 σόλδια –η τιμή της γυναίκες ανέβαινε από την ηλικία των 20 μέχρι τα 40 και ανάλογα με την ομορφιά της.
Ξέρουμε επίσης ότι μετά το Μαύρο Θάνατο, η τιμή αγοράς σκλάβου αλλά και οι μισθοί των ελεύθερων εργατών ανέβηκαν σε όλη την Ευρώπη και στο Βυζάντιο κατά 100%-150%, επειδή η επιδημία είχε προκαλέσει μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών.
Διακυμάνσεις στην τιμή συνεχίστηκαν να παρουσιάζονται και όταν η δουλεία αναζωπυρώθηκε με Αφρικανούς σκλάβους προς την Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία. Το 1750 στις ΗΠΑ οι σκλάβοι κόστιζαν γύρω στα 120 δολάρια, την εποχή που το άλογο πουλιόταν 50 δολάρια και ο σανός κόστιζε 4 δολάρια ο τόνος. Η τιμή τους άρχισε να ανεβαίνει για διάφορους λόγους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η αυξημένη ζήτηση στην παγκόσμια αγορά για ρύζι και το 1800 η τιμή τους είχε φτάσει τα 1.000-1.500 δολάρια.
Ως ακίνητη περιουσία, οι δούλοι αναφέρονται σε πολλά πωλητήρια γης, δηλαδή μεταβιβάζονταν μαζί με το αγρόκτημα του δεσπότη τους. Συχνά αναφέρονται και σε διαθήκες, μεταξύ άλλων αντικειμένων και ζώων που κληροδοτούσε κάποιος στους απογόνους του ή που χάριζε στην εκκλησία και στο κράτος. , οπότε οι δούλοι δεν έβρισκαν την ελευθερία τους ούτε καν μετά το θάνατο του κυρίου τους. Στην Αρχαία Αίγυπτο και σε ασιατικές περιοχές, όταν πέθαινε ο κύριός τους, τους υποχρέωναν να αυτοκτονήσουν, ώστε να τον υπηρετούν «και εις την μετά θάνατον ζωήν». Μερικές φορές τους εξόντωναν και στην αρχαία Ρώμη, ώστε να μην ελευθερώνονται και παρακινούν σε εξεγέρσεις τους άλλους σκλάβους.
Κατάργηση της δουλείας
  Κινήσεις για την κατάργηση της δουλείας σημειώθηκαν κατά το 18ο αιώνα. Το σύνταγμα των ΗΠΑ, που εκπονήθηκε το 1788, προέβλεπε την απελευθέρωση των δούλων μέσα σε μια περίοδο 20 χρόνων. Ωστόσο, η δουλεία συνέχισε να υφίσταται στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Βρετανία, η Γαλλία και τα περισσότερα από τα νέα ανεξάρτητα έθνη της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής κατάργησαν τη δουλεία.
Η κατάσταση σήμερα
 
Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που απαγόρευσε στη νεότερη ιστορία τη δουλεία, αμέσως μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Το σύνταγμα του 1822, του 1823 όπως και του 1844 όριζαν ότι «εις την ελληνική επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικό έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».
Το σημερινό Σύνταγμα με το άρθρο 22, ορίζει ότι «οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται» και «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.»
Περιπτώσεις δουλείας πάντως παρατηρούνται και σήμερα στην Ελλάδα, όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αφορά κυρίως τα παιδιά που παρανόμως εξωθούνται στην επαιτεία και των γυναικών που εξωθούνται παρά τη θέλησή τους στην πορνεία. Ο σημερινός ορισμός της δουλείας έχει διαφοροποιηθεί ελαφρά από τον κλασικό και ως δουλεία ορίζεται «η πλήρης εξουσία και έλεγχος ενός ανθρώπου επάνω σε κάποιον άλλο με στόχο κυρίως την οικονομική ή και άλλης μορφής εκμετάλλευσή του». Με αυτή την έννοια ο δούλος δεν στερείται νόμιμα της ανθρώπινης υπόστασής του όπως την εποχή που η δουλεία ήταν νόμιμη, αλλά παραμένει δούλος γιατί χειραγωγείται απόλυτα
Επίσης συζητείται και το θέμα της προσωποκράτησης για οφειλές, γεγονός που στιγματίζεται από πολλούς νομικούς. Στην Ελλάδα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποφανθεί αρνητικά, θεωρώντας το μέτρο αντισυνταγματικό, γιατί «αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επάνω στην περιουσία του οφειλέτη, αλλά επί του ιδίου του προσώπου του οφειλέτη». Η προσωποκράτηση για οφειλές έχει απαγορευθεί στις περισσότερες χώρες στον κόσμο τόσο για ηθικούς λόγους, όσο και για πρακτικούς –ο έγκλειστος δεν είναι δυνατόν να εργασθεί για να αποπληρώσει την οφειλή του.
Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι σήμερα ζουν περίπου 27.000.000 άνθρωποι σε διάφορες χώρες ως δούλοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Το δυσάρεστο είναι ότι αυτή η σύγχρονη μορφή δουλείας περνά σχεδόν απαρατήρητη και ο βασικότερος λόγος είναι ο παράνομος χαρακτήρας της. Όσο δηλαδή η δουλεία ήταν νόμιμη, τηρούνταν αρχεία εμπορικά και όλες οι πράξεις ήταν εμφανείς. Τώρα που η δουλεία διενεργείται παράνομα, τηρείται απόλυτη μυστικότητα από όλους τους αυτουργούς –τις ομάδες που συλλαμβάνουν τους δούλους, τις ομάδες που τους μεταφέρουν στην αγορά και την αγορά που τους εκμεταλλεύεται.
Η σύγχρονη δουλεία επιβιώνει επειδή επίσης δεν στηρίζεται σε φυλετικά κριτήρια και θύματά της αποτελούν όλες οι ανθρώπινες ομάδες που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την κατάσταση της αδυναμίας, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας, ηλικίας ή φύλου. Επίσης, οι δούλοι δεν απασχολούνται σε συγκεκριμένη αγορά ή βιομηχανία ή σε ορισμένες έστω πόλεις, και έτσι δεν υπάρχουν σταθερές οδοί μεταφοράς ή σταθερές αγορές, ώστε να ιχνηλατηθούν και να διαλυθούν τα κέντρα διοργάνωσης του δουλεμπορίου.
Τέλος, ο μέσος πολίτης δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος ότι η δουλεία εφαρμόζεται πιθανόν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο πηγαίνει σχολείο το παιδί του ή εργάζεται ο ίδιος ούτε και αναγνωρίζει εύκολα τη δουλεία ως φαινόμενο. Συχνά την εκλαμβάνει ως ξεπεσμό του ατόμου με δική του πρωτοβουλία –δεν μπορεί π.χ. να διαχωρίσει εύκολα την πόρνη που επέλεξε και συνεχίζει να επιλέγει να ασκεί αυτό το επάγγελμα από εκείνην που εξαναγκάσθηκε να το επιλέξει όταν ήταν ανήλικη. Καθώς δηλαδή ο μέσος άνθρωπος θεωρεί κάποιες δραστηριότητες εξαιρετικά εξευτελιστικές, ομαδοποιεί τους ανθρώπους που τις ασκούν.
Εντούτοις, άπαξ και ένα άτομο προσπαθεί να διαφύγει από τον εξευτελισμό και δεν μπορεί, τότε είναι δούλος με την κλασική έννοια της λέξης. Αν επίσης έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες, τότε ακόμα κι αν δεν προσπαθεί συνειδητά να διαφύγει, και πάλι αποτελεί δούλο, γιατί δεν επέλεξε ποτέ ο ίδιος να χρησιμοποιηθεί. Αν πρόκειται για παιδί, ασφαλώς και δεν είχε επιλογή εξαρχής, οπότε και πάλι αποτελεί δούλο.
Πηγή:Βικιπαίδεια
 
 
 
 
 
 
 

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Μπρέχτ, Εγκώμιο στην αμφιβολία...

Ευλογημένη να’ ναι η αμφιβολία ! Σας συμβουλεύω
να τιμάτε χαρούμενα και προσεκτικά εκείνον
που το λόγο σας ξετάζει σαν κάλπικη μονέδα !
Άμποτε νά 'σαστε συνετοί και να μη
δίνετε το λόγο σας με σιγουριά πάρα πολλή.

Την ιστορία διαβάστε και θα δείτε
την ξέφρενη φυγή ανίκητων στρατών.
Παντού
κάστρα απάτητα κυριεύονται και
της Αρμάδας τα καράβια, που ήταν
αμέτρητα σαν έκανε πανιά, στο γυρισμό
εύκολα τα μετρούσες.
 

Έτσι μια μέρα στάθηκε ένας άνθρωπος στην απάτητη βουνοκορφή
κι ένα πλεούμενο έφτασε στην άκρη της
απέραντης θάλασσας
Α , όμορφο που ' ναι το κούνημα του κεφαλιού
για τις "ατράνταχτες αλήθειες!
Α , θαρρετή που ' ναι η φροντίδα του γιατρού
για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει !

Μα απ’ όλες τις αμφιβολίες ομορφότερη είναι σαν οι φοβισμένοι
αδύναμοι σηκώνουν το κεφάλι και
παύουν να πιστεύουν
στων τυράννων τους τη δύναμη!
Α , με πόσο κόπο καταχτήθηκε κείνο το σοφό αξίωμα!
Πόσες θυσίες κόστισε !
Πόσο δύσκολο στάθηκε να βρεθεί
πως τα πράγματα ήταν έτσι κι όχι αλλιώς!
Με στεναγμό ανακούφισης το ' γραψε ένας άνθρωπος μια μέρα
στης Γνώσης το βιβλίο .
Καιρό πολύ έμεινε χαραγμένο εκεί μέσα και γενιές ολόκληρες
ζήσανε μαζί του , το ' βλεπαν σαν αλήθεια αιώνια
κι όσοι το ξέρανε καταφρονούσαν όσους τ' αγνοούσαν.
Μα κάποτε , μια υποψία μπορεί να γεννηθεί , γιατί μια καινούρια
εμπειρία
τραντάζει το ατράνταχτο αξίωμα . Ξυπνάει η αμφιβολία.
Και μιαν άλλη μέρα ένας άλλος άνθρωπος στοχαστικά σβήνει
απ' το βιβλίο της Γνώσης
το αξίωμα με μια μονοκοντυλιά.
Ενώ διαταγές τον ξεκουφαίνουν , ενώ τον εξετάζουν
για τις φυσικές του ικανότητες γιατροί μουσάτοι , ενώ
τον επιθεωρούν
λαμπερά υποκείμενα με χρυσά γαλόνια , ενώ τον κατηχούνε
πανηγυριώτικοι παπάδες που του τριβελίζουνε τ' αυτιά μ' ένα
βιβλίο γραμμένο απ' το Θεό τον ίδιο
ενώ τον δασκαλεύουν
ανελέητοι δάσκαλοι , ο φτώχος ακούει να του λένε
πως ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος των κόσμων
και πως την τρύπα στη σκεπή της κάμαράς του
την έχει σχεδιάσει ο Θεός αυτοπροσώπως.
Αληθινά, του είναι δύσκολο πολύ
ν' αμφιβάλει για τον κόσμο τούτο.
Ιδρωκοπάει ο άνθρωπος χτίζοντας σπίτι όπου ποτέ του
δε θα κατοικήσει.
Μα δεν ιδρωκοπάει λιγότερο κι όποιος δικό του χτίζει σπίτι.
Να οι αστόχαστοι που ποτέ δεν αμφιβάλλουν.
Η χώνεψη τους είναι άψογη , και η κρίση τους αλάθευτη.
Δεν πιστεύουν στα γεγονότα , πιστεύουν μόνο στον εαυτό τους .
Αν χρειαστεί , πρέπει αυτούς τα γεγονότα να πιστέψουν.
Είναι απέραντα υπομονετικοί με τον εαυτό τους .
Τα επιχειρήματα τα ακούν με αυτί σπιούνου.
Στους αστόχαστους που ποτέ δεν αμφιβάλλουν
συνταιριάζουν οι στοχαστικοί που ποτέ δεν δρούνε.
Τούτοι αμφιβάλλουν όχι για να πάρουν μιαν απόφαση , αλλά
για να μην πάρουν απόφαση καμιά. Τα κεφάλια τους
τα χρησιμοποιούνε μόνο για να τα κουνάνε . Με σκοτισμένο
πρόσωπο
ειδοποιούν τους επιβάτες των καραβιών που βουλιάζουν,
πως το νερό είν' επικίνδυνο.
Κάτω απ' του δήμιου το μπαλτά
αναρωτιούνται αν δεν είναι άνθρωπος κι αυτός.
Μουρμουρίζουν σκεφτικά
πως " το θέμα δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα " , και
πηγαίνουνε να πέσουν.
Μοναδική τους δράση , ο δισταγμός.
Αγαπητή τους φράση : " Δεν είναι ακόμα ώριμο για συζήτηση".
Γι' αυτό , αν παινεύεις την αμφιβολία
μην παινέψεις
την αμφιβολία που καταντάει απελπισία!
Τι ωφελεί η αμφιβολία εκείνον
που δε μπορεί ν' αποφασίσει ;
Μπορεί να πράξει λάθος
όποιος δε γυρεύει πολλούς λόγους για να δράσει.
Μα όποιος π ά ρ α π ο λ λ ο ύ ς γυρεύει
μένει άπραγος την ώρα του κινδύνου.
Εσύ , που είσαι αρχηγός , μην ξεχνάς
πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει γι' άλλους
αρχηγούς !
Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς
ν' αμφιβάλλουνε κι εκείνοι !


Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Τζοκόντα, η ιστορία της, ο κρυμμένος κώδικας στα μάτια της...

Μόνα Λίζα (Ντα Βίντσι)

Η Μόνα Λίζα (γνωστή και ως Τζιοκόντα, ή Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο είναι προσωπογραφία που ζωγράφισε ο Ιταλός καλλιτέχνης Λεονάρντο ντα Βίντσι. Πρόκειται για ελαιογραφία σε ξύλο λεύκης, που ολοκληρώθηκε μέσα στη χρονική περίοδο 1503-1519. Αποτελεί ιδιοκτησία του Γαλλικού Κράτους, και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Ο πίνακας, διαστάσεων 77 εκ. × 53 εκ., απεικονίζει μία καθιστή γυναίκα, τη Λίζα ντελ Τζιοκόντο, η έκφραση του προσώπου της οποίας χαρακτηρίζεται συχνά ως αινιγματική.Η Μόνα Λίζα θεωρείται το πιο διάσημο έργο ζωγραφικής.
Ιστορικά στοιχεία
 Ο Λεονάρντο ξεκίνησε να ζωγραφίζει τη Μόνα Λίζα το έτος 1503 ή το 1504 στη Φλωρεντία της Ιταλίας.Σύμφωνα με τον σύγχρονο του Λεονάρντο, Τζόρτζιο Βαζάρι, "...αφότου ασχολήθηκε επί τέσσερα χρόνια με το έργο, το άφησε ημιτελές..." Είναι γνωστό πως αυτή ήταν μια συνήθης συμπεριφορά του Λεονάρντο ο οποίος, αργότερα, μετάνιωσε που "δεν ολοκλήρωσε ποτέ ούτε ένα έργο"Θεωρείται πως συνέχισε να ασχολείται με τη Μόνα Λίζα για τρία χρόνια αφότου εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και πως την τελείωσε λίγο πριν πεθάνει το 1519. Ο καλλιτέχνης μετέφερε τον πίνακα από την Ιταλία στη Γαλλία το 1516 όταν ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ τον προσκάλεσε να εργαστεί στο Clos Lucé κοντά στο βασιλικό κάστρο στην Αμπουάζ. Πιθανότατα μέσω των κληρονόμων του βοηθού του Λεονάρντο, Σαλάι, ο βασιλιάς αγόρασε τον πίνακα για 4.000 écu και τον τοποθέτησε στο παλάτι της Fontainebleau, όπου παρέμεινε έως ότου δόθηκε στον Λουδοβίκο ΙΔ΄. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ μετέφερε το έργο στο Παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λούβρου. Ο Ναπολέοντας τοποθέτησε το έργο στο δωμάτιό του, στο Παλάτι του Κεραμεικού. Αργότερα ο πίνακας επεστράφη στο Μουσείο του Λούβρου. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου (1870-1871) μεταφέρθηκε από το Λούβρο στο Brest Arsenal.
Το αντικείμενο του έργου
Ο πίνακας πήρε το όνομά του από τη Λίζα ντελ Τζιοκόντο που ήταν μέλος της οικογένειας Γκεραρντίνι από τη Φλωρεντία και την Τοσκάνη και σύζυγος του εύπορου έμπορου μεταξιού Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο. Ο πίνακας ήταν παραγγελία για το καινούριο τους σπίτι και για να γιορτάσουν τη γέννηση του δεύτερου γιου τους, Αντρέα. Η ταυτότητα της εικονιζόμενης γυναίκας αναγνωρίστηκε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης το 2005 από έναν ειδικό που ανακάλυψε ένα σημείωμα του 1503 το οποίο είχε γράψει ο Αγκοστίνο Βεσπούτσι.
Διάφορες εναλλακτικές απόψεις έχουν εκφραστεί σχετικά με το θέμα. Κάποιοι μελετητές θεωρούν πως η Λίζα ντελ Τζιοκόντο ήταν το αντικείμενο μιας άλλης προσωπογραφίας, και εντοπίζουν τουλάχιστον άλλους τέσσερις πίνακες στους οποίους αναφέρεται ο Βασσάρι αποκαλώντας τους Μόνα ΛίζαO Σίγκμουντ Φρόυντ πίστευε πως το περιώνυμο μειδίαμα της Μόνα Λίζα ήταν αποτέλεσμα ανάκλησης ανάμνησης της μητέρας του Λεονάρντο. Άλλες προτάσεις για την ταυτότητα της εικονιζόμενης γυναίκας είναι: η Isabella από τη Νάπολη,η Cecilia Gallerani, η Costanza d'Avalos, Δούκισσα της Francavilla‎, η Isabella d'Este, η Pacifica Brandano or Brandino, η Isabela Gualanda, η Caterina Sforza, και ο ίδιος ο Λεονάρντο.] Σήμερα οι απόψεις των ιστορικών της τέχνης συγκλίνουν στην ιδέα πως ο πίνακας απεικονίζει τη Λίζα ντελ Τζιοκόντο, που πάντα ήταν η παραδοσιακή άποψη.
Η κλοπή του πίνακα
Η φήμη του πίνακα αυξήθηκε όταν η Μόνα Λίζα κλάπηκε στις 21 Αυγούστου του 1911.Την επόμενη μέρα, ο Λουί Μπερού (Louis Béroud), ένας ζωγράφος, περπατώντας στο Λούβρο, πήγε στο Salon Carré όπου εκτίθονταν η Μόνα Λίζα επί πέντε χρόνια. Ωστόσο στο σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται ο πίνακας, υπήρχαν τέσσερις σιδερένιοι πάσσαλοι. Ο Μπερού ενημέρωσε τον υπεύθυνο της ασφάλειας εκείνου του τομέα, οι οποίος νόμιζε πως ο πίνακας φωτογραφιζόταν για εμπορικούς λόγους. Λίγες ώρες αργότερα, ο Μπερού μαζί με τον επικεφαλής της ασφάλειας του τομέα επικοινώνησαν με τον επικεφαλής του τομέα, και επιβεβαιώθηκε πως η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν με τους φωτογράφους. Το Λούβρο έκλεισε για μια εβδομάδα για να διευκολυνθεί η έρευνα για την κλοπή.
Ο Γάλλος ποιητής Γκιγιώμ Απολλιναίρ, θεωρήθηκε ύποπτος, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ο Απολλιναίρ προσπάθησε να εμπλέξει στην υπόθεση τον φίλο του, Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος επίσης ανακρίθηκε, αλλά αργότερα και οι δύο απαλλάχθηκαν των κατηγοριών. Εκείνη τη χρονική περίοδο επικράτησε η εντύπωση πως ο πίνακας είχε χαθεί οριστικά, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκε ο πραγματικός δράστης. Η Μόνα Λίζα είχε κλαπεί από τον Βιντσέντσο Περούτζια (Vincenzo Peruggia), υπάλληλο του Λούβρου, ο οποίος μπήκε στο μουσείο κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας, κρύφτηκε σε μία ντουλάπα και βγήκε από το μουσείο αφού αυτό είχε κλείσει, κρύβοντας τον πίνακα κάτω από το παλτό του.Ο Περούτζια ήταν ένας Ιταλός πατριώτης που πίστευε πως ο πίνακας του Λεονάρντο έπρεπε να επιστραφεί στην Ιταλία και να εκτίθεται σε ιταλικό μουσείο. Ένα από τα κίνητρα του Περούτζια πιθανόν να ήταν και το γεγονός ότι ένας φίλος του πουλούσε αντίγραφα του πίνακα, η αξία των οποίων θα αυξανόταν ραγδαία μετά την κλοπή του αυθεντικού. Αφού κράτησε τον πίνακα στο διαμέρισμά του για δύο χρόνια, τελικά συνελήφθη όταν προσπάθησε να τον πουλήσει στους διοικητές της πινακοθήκης Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Ο πίνακας εκτέθηκε σε διάφορα μέρη σε όλη την Ιταλία και επεστράφη στο Μουσείο του Λούβρου το 1913. Ο Περούτζια επικροτήθηκε στην Ιταλία για τον πατριωτισμό του και εξέτισε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για το έγκλημα που διέπραξε.
Το αντίγραφο του πίνακα στο Μουσείο ντελ Πράδο
 Το 2012 ανακοινώθηκε πως στο Μουσείο ντελ Πράδο υπάρχει πίνακας που είναι αντίγραφο της Μόνα Λίζα και δημιουργήθηκε την ίδια χρονική περίοδο με τον αυθεντικό πίνακα. Ο πίνακας παλαιότερα θεωρούνταν ως ένα από τα πολλά μεταγενέστερα αντίγραφα του αρχικού έργου, ωστόσο μετά από επεξεργασία προέκυψε πως πιθανότατα δημιουργήθηκε παράλληλα με τον πρωτότυπο. Ο δημιουργός του αντιγράφου δεν ήταν ο Λεονάρντο, αλλά πιθανότατα κάποιος μαθητής του, ίσως ο Φραντσέσκο Μέλτσι, που εργαζόταν στο ίδιο εργαστήριο με τον Ντα Βίντσι και ζωγράφισε το έργο την ίδια περίοδο που ο Ντα Βίντσι ζωγράφισε την Τζιοκόντα. Ο πίνακας απεικονίζει τη Μόνα Λίζα αρκετά νεότερη σε σχέση με την πρωτότυπη απεικόνισή της. Επίσης η εικονιζόμενη δεν παρουσιάζεται εξιδανικευμένη στο αντίγραφο το οποίο για αυτό το λόγο ίσως αποτελεί μια πιο ακριβή περιγραφή της συγκεκριμένης γυναίκας. Χαρακτηριστικό του δεύτερου πίνακα είναι πως ο δημιουργός του έχει σχεδιάσει και φρύδια στην εικονιζόμενη, κάτι που λείπει πλήρως από τον αρχικό πίνακα.
Η Μόνα Λίζα στο διάστημα
Υπό τον παραπάνω δημοσιογραφικό τίτλο ανακοινώθηκε η επιλογή της NASA να στείλει μέσω λέιζερ σε σεληνιακό δορυφόρο την εικόνα της Μόνα Λίζα. Πρόκειται για την πρώτη επίδειξη της νέας δυνατότητας αποστολής δεδομένων εικόνας από τη Γη μέσω οπτικής τεχνολογίας σε τόση μεγάλη απόσταση, περίπου 384.000 χλμ
Πηγή:Βικιπαίδεια

«Κρυμμένος κώδικας» στα μάτια της Μόνα Λίζα


Το μυθιστόρημα του Νταν Μπράουν «Κώδικας Ντα Βίντσι» μπορεί να μην απέχει τελικά και πολύ από την πραγματικότητα, καθώς ιστορικοί τέχνης ανακάλυψαν μικροσκοπικούς αριθμούς και γράμματα στα μάτια της αινιγματικής Μόνα Λίζα.
 Tο 500 ετών αριστούργημα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι αποτελεί μυστήριο αρκετό καιρό τώρα. Ακόμη και σήμερα, η πραγματική ταυτότητα της γυναίκας με το γοητευτικό χαμόγελο παραμένει αβέβαιη.
Μέλη της ιταλικής Εθνικής Επιτροπής Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποκάλυψαν πως μεγεθύνοντας υψηλής ανάλυσης φωτογραφίες των ματιών της Μόνα Λίζα, μπορούν να εντοπιστούν γράμματα και αριθμοί. «Στο γυμνό μάτι τα σύμβολα δεν είναι ορατά, αλλά με μεγεθυντικό φακό φαίνονται ξεκάθαρα», εξηγεί ο Σιλβάνο Βινσέντι, πρόεδρος της Επιτροπής.
Στο δεξί μάτι φαίνεται να αποτυπώνονται τα γράμματα LV, τα οποία μπορεί να αποτελούν τα αρχικά του ονόματος του καλλιτέχνη, ενώ στο αριστερό μάτι υπάρχουν σύμβολα, που δεν είναι όμως τόσο προσδιορίσιμα. «Είναι πολύ δύσκολο να τα καθορίσουμε καθαρά, αλλά φαίνεται να είναι τα γράμματα CE ή μπορεί να είναι το γράμμα B – πρέπει να θυμόμαστε ότι ο πίνακας είναι σχεδόν 500 ετών, συνεπώς δεν είναι τόσο ξεκάθαρος όσο όταν πρωτοζωγραφίστηκε».
Ο Βινσέντι, που ταξίδεψε στο Παρίσι για να εξετάσει τον πίνακα στο μουσείο του Λούβρου, εξηγεί ότι η έρευνα της υπόθεσης ξεκίνησε όταν ένα άλλο μέλος της Επιτροπής, ο Λουίτζι Βόρτζια ανακάλυψε ένα μουχλιασμένο βιβλίο σε ένα κατάστημα με αντίκες. Ο 50χρονος τόμος περιγράφει το πώς τα μάτια της Μόνα Λίζα είναι γεμάτα σύμβολα και σημάδια. «Βρισκόμαστε μόλις στην αρχή της έρευνας και ελπίζουμε να εισχωρήσουμε βαθύτερα στο μυστήριο και να αποκαλύψουμε περισσότερες λεπτομέρειες όσο νωρίτερα γίνεται», δήλωσε ο Βινσέντι.
«Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κανείς δεν έχει προσέξει στο παρελθόν αυτά τα σύμβολα και ήδη από την αρχή της έρευνας ήμασταν σίγουροι ότι δεν είναι τυχαία, αλλά ζωγραφίστηκαν από τον ίδιο τον καλλιτέχνη».
Ο Βινσέντι είναι μέλος της ομάδας που ζητά από τις γαλλικές αρχές την άδεια να εκταφιαστεί η σορός του Ντα Βίντσι, επιθυμώντας να εξετάσει το κρανίο του - αν υφίσταται ακόμη. Εάν υπάρχει, θέλει να προσπαθήσει να επαναδημιουργήσει το πρόσωπό του και να διαπιστώσει αν η Μόνα Λίζα αποτελεί αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη, όπως θεωρείται από πολλούς. Ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Ντα Βίντσι ήταν ομοφυλόφιλος και πως η αγάπη του για τους γρίφους τον οδήγησε να ζωγραφίσει τον εαυτό του ως γυναίκα.
Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι η Μόνα Λίζα είναι η Λίζα Γκεραρντίνι, η γυναίκα του Φλωρεντιανού εμπόρου ή ακόμη και η μητέρα του καλλιτέχνη.
«Ο Ντα Βίντσι έδινε ιδιαίτερη σημασία στη Μόνα Λίζα και γνωρίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του κουβαλούσε τον πίνακα μαζί του όπου πήγαινε. Ξέρουμε επίσης ότι ο Ντα Βίντσι ήταν πολύ εσωτεριστικός και χρησιμοποιούσε σύμβολα στα έργα του για να περνάει μηνύματα. Έχουμε εξετάσει και άλλους πίνακες χωρίς να βρούμε παρόμοια σύμβολα ή γράμματα».
«Το ερώτημα πλέον είναι τί σημαίνουν... Είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι το LV είναι η υπογραφή του, αλλά οι άλλοι αριθμοί και γράμματα; Ποιος ξέρει... μπορεί να είναι και ένα ερωτικό μήνυμα προς το πρόσωπο που απεικονίζεται στον πίνακα».
Πηγή:tvxs


Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Φλεβάρης, ο κουτσός και ο φλιάρης...

Φλεβάρης, ο κουτσός και ο φλιάρης...

Ονομασία του μήνα Φεβρουαρίου

Ετυμολογία μήνα: Ο Φεβρουάριος παράγεται από το λατινικό ρήμα februare, που σημαίνει καθαίρω, αγνίζω, αποβάλλω τα καθάρματα.
Ο Φεβρουάριος προστέθηκε στο Ρωμαϊκό έτος σαν ο τελευταίος μήνας από τον Πομπίλιο Νουμά. Είναι μήνας διαβατήριος και αποκαθαρκτικός. Το 153 π,χ. μεταφέρθηκε στη θέση που έχει σήμερα (δεύτερος μήνας του έτους), και σε αυτή τη θέση διατηρήθηκε και στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στη διάρκειά του οι Ρωμαίοι διοργάνωναν τελετές καθαρμών και εξαγνισμών.
Η λατινική λέξη februa σημαίνει καθάρσιος-καθαρκτικός και το ουδέτερο πληθυντικού februa, σήμαινε όχι μόνο καθαρτήριος, αλλά και συγκεκριμένα ειδική γιορτή που γίνονταν τον μήνα Φεβρουάριο.
Ο μήνας λοιπόν που περιλάμβανε τους καθαρμούς ονομάστηκε Februarious mensis και μετά από παράλειψη του mensis (μήνας) έμεινε η λέξη Φεβρουάριος.
Η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος αναφέρει ότι ο Φέβρουος ήταν ο θεός των νεκρών και η Φεβρούα ήταν η θεά που επόπτευε τους καθαρμούς και τους εξαγνισμούς.
Ο μήνας Φεβρουάριος ήταν αφιερωμένος λοιπόν από τους Ρωμαίους στον εξαγνισμό και επιπρόσθετα, επειδή ήταν πολύ βροχερός τον είχαν αφιερώσει στον Ποσειδώνα.
Ο Φεβρουάριος αντιστοιχούσε προς τον αττικό μήνα Ανθεστηριώνα.
Με την καθιέρωση του Ιουλιανού ημερολόγιου (46 π.χ.) περιορίστηκαν οι μέρες του μήνα αυτού από 30 που ήταν ως τότε σε 29, και την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου του αφαιρέθηκε μια ακόμη ημέρα, που προστέθηκε στον μήνα Αύγουστο προς τιμήν του Αυτοκράτορα.

Ονομασίες λαϊκές για το μήνα Φεβρουάριο

Για να συντονιστεί το ημερολόγιο των 365 ημερών προς το ηλιακό έτος, καθιερώθηκε η αύξηση των ημερών του Φεβρουαρίου κατά μια, κάθε τέσσερα χρόνια.
Ο λαός μας τον αποκάλεσε Κουτσοφλέβαρο, επειδή έχει 28 ημέρες και κάθε τέσσερα χρόνια 29. Κάθε τέσσερα χρόνια που έχουμε δίσεκτο έτος, ο λαός μας πιστεύει ότι είναι κακότυχο. Το δίσεκτο έτος  δεν πρέπει να φυτεύουν αμπέλια οι γεωργοί ούτε να γίνονται γάμοι ούτε να χτίζονται σπίτια.
Λέγεται επίσης ΦλιάρηςΛηψομήνας, Κουτσός, Κουτσούκης ή Μικρός (Κύπρος).
Στον πόντο τον Φεβρουάριο τον ονόμαζαν συνήθως Κούντουρος, γιατί έχει κοντή ουρά, αφού είναι λειψός σε σχέση με τους άλλους. Επίσης σε κάποια μέρη λεγόταν Κούτσουρος, διότι κατά κάποιο τρόπο είναι κουτσουρεμένος.
Οι δύο λέξεις Φεβρουάριος, Φλεβάρης δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους άσχετα αν συμπτωματικά ταιριάζουν τόσο ώστε η μια να προέρχεται από την άλλη.
Το ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ είναι ρωμαϊκό από τους Ρωμαίους θεούς Φεβρούα των καθαρμών και Φέβρουο των νεκρών.
Το ΦΛΕΒΑΡΗΣ βγαίνει από τη λαϊκή ελληνική παράδοση και έχει σχέση με τις φλέβες της γης. Ο λαός μας κατά τον Δ.Σ. Λουκάτο, παρετυμολόγησε τον μήνα και τον ονόμασε Φλεβάρη, επειδή «ανοίγει τις φλέβες του» και γεμίζει τη γη νερά.
Κατ' άλλους λέγεται Φλεβάρης, γιατί παγώνει τις φλέβες της γης. Στη Θράκη υπάρχει το ρήμα φλεβαρίζω= πλημμυρίζω, επειδή τα χωράφια «φλεβαρίζουν από τις βροχές
Λέγεται και τρυγητής γιατί στον αγροτικό βίο, ο Φλεβάρης είναι ο μήνας των αμπελιών. Τότε γίνεται το κλάδεμα, το καθάρισμα και το τσάπισμα των αμπελιών. Τότε βάζουν και καταβολάδες, δηλαδή φυτεύουν αμπέλια (εκτός και αν είναι δίσεχτος ο χρόνος). Για αυτό του το περιεχόμενο ο Φλεβάρης λέγεται όπου είναι ανεπτυγμένη η αμπελουργία και Κλαδευτής.
 Για τον άστατο καιρό, ο Φλεβάρης λέγεται επίσης και Μεθυσμένος, γιατί δεν ξέρει τι κάνει.

Γιορτές το μήνα Φεβρουάριο

Του Αγίου Τρύφωνα 1 Φεβρουαρίου. Ο άγιος Τρύφωνας θεωρείται φύλακας των αμπελιών.
Της Υπαπαντής 2 Φεβρουαρίου. Γιορτάζεται σε ανάμνηση της συναντήσεως του Συμεών με το παιδίον Ιησού (Λουκ., 2.25).
Τότε γίνονται προβλέψεις. «Ό,τι καιρό κάνει της Υπαπαντής, θα βαστάξει σαράντα ημέρες». Αν είναι καλός ο καιρός στις 2 Φεβρουαρίου, ο βαρύς χειμώνας θα διαρκέσει πολύ ακόμα. Από τις 2 Φλεβάρη σταματούν οι γιορτές και μαζί η αργία και η σχόλη.
Του Αγίου Συμεών 3 Φεβρουαρίου. Ο Άγιος τιμάται από τις εγκύους, που έλεγαν παρετυμολογώντας: «για να μη γεννηθεί το παιδί σημειωμένο».
Του Αγίου Χαραλάμπους 10 Φεβρουαρίου.
Πρώτη Κυριακή της Αποκριάς «Οι μεταμφιέσεις και οι παράδοξοι χοροί των μασκαράδων γίνονται για να ξυπνήσουν τα πνεύματα της βλαστήσεως» .
 H Καθαρά Δευτέρα eίναι μια πανάρχαιη γιορτή που σχετίζεται κυρίως με τις πομπές των Κατ' Αγρούς Διονυσίων αλλά και με ορισμένες Απολλώνιες ιδέες λατρευτικού περιεχομένου. Στις μέρες μας συνηθίζεται ο εορτασμός με ομαδική έξοδο στην εξοχή.
Αρχαίες γιορτές ήταν τα Ανθεστήρια, Χόες. Στην Αττική γιόρταζαν τα πρώτα άνθη της αμυγδαλιάς με διαγωνισμούς οινοποσίας. Άνοιγαν τους πίθους με το κρασί (πιθοίγια) και γέμιζαν τις κρασοκανάτες (χόες). Νικητής ήταν όποιος άδειαζε πρώτος τον χουν που χώραγε περισσότερο από δύο λίτρα.

Ο Άγιος Κασσιανός γιορτή στο μήνα Φεβρουάριο

Κάθε τέσσερα χρόνια που το έτος είναι δίσεκτο, την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου, δηλαδή στις 29 του μήνα, γιορτάζει ο Άγιος Κασσιανός. Η περίεργη αυτή γιορτή, έδωσε αφορμή για διάφορες λαϊκές ερμηνείες και περιπαίγματα.
Στη Μυτιλήνη, τη γιορτή του Αγίου Κασσιανού τη θεωρούν ως γιορτή των τεμπέληδων! Λένε μάλιστα: « του Κασσιανού γιορτάζουν οι οκνοί (οι τεμπέληδες)».
Η παράδοση από την Μυτιλήνη που εξηγεί τις παραπάνω εκφράσεις είναι οι εξής:
 Μια μέρα που ο Χριστός γύριζε με τους Αποστόλους, έκατσε σε ένα μέρος να ξεκουραστεί. Πάνε τότε όλοι οι Άγιοι κοντά, για να του γυρέψουν δουλειά. Πάει ο Άι- Νικόλας και του λέει:
_ Χριστέ μου για πες μου, τι να κάνω;
Λέει τότε ο Χριστός:
_ Πήγαινε να δεις ποια καράβια και καΐκια βολοδέρνουν και απέ να τα σώζεις.
Πάει ο Άι - Τρύφωνας και του λέει:
_ Εγώ τι θέλεις να κάνω;
_ Αμ' το κλαδευτήρι το'χεις στη μέση σου και κρέμεται, τι ρωτάς λοιπόν; Πήγαινε στα χωράφια και στα αμπέλια και κάνε τη δουλειά σου. Διώξε τις αρρώστιες απ' τα δέντρα κι όλα τα κακά!
Ένας ,ένας πήγαν όλοι οι Άγιοι στο Χριστό και ανέλαβαν τη δουλειά τους. Πίσω, πίσω πήγε και ο Άγιος Κασσιανός και λέει:
_ Εγώ Χριστέ μου, τι να κάνω;
Γέλασε τότε ο Χριστός, δε βάσταξε και του ‘πε:
_ Αμ' εσύ είσαι που είσαι οκνός! Φύλαγε λοιπόν το Φλεβάρη! Κι άμα δεις και τραβάει είκοσι εννιά, έμπα μέσα στο είκοσι εννιά και κάνε τη δουλειά σου. Πάλι, σα δεν έχει είκοσι εννιά , κάτσε απ' όξω.

Γεωργικές εργασίες το μήνα Φεβρουάριο

Φυτεύουν πατάτες.
Προετοιμάζουν τα χωράφια για να σπείρουν ανοιξιάτικα σιτηρά και
ενισχύουν τα φθινοπωρινά λιπαίνοντάς τα.
Κλαδεύουν αμπέλια και δέντρα.
Καθαρίζουν τα μαντριά.
Συντηρούν την κοπριά σε λάκκους.
Σβαρνίζουν τα χωράφια.

Πηγή:www.paidika.gr

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Κέιμενο του Ν. Καζαντζάκη για την Ρόζα Λούξεμπουργκ...

 Χθες, 15 Γενάρη, που ήταν η επέτειος της δολοφονίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ διάβασα στο tvxs ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη για κείνη, ένα συγκλονιστικό κείμενο που θέλω πολύ να το μοιραστώ μαζί σας....
Καλή μελέτη...

«“Τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!” Ηλίθιοι μπράβοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο κιόλας η επανάσταση θα ανυψωθεί με μια βροντή και με σαλπίσματα θα ανακοινώσει στον τρόμο σας: Ήμουν, Είμαι, Θα είμαι!». Ρόζα Λούξεμπουργκ.



Σαν σήμερα, στις 15 Ιανουαρίου του 1919, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μαρξίστρια και ηγετική μορφή των «Σπαρτακιστών», δολοφονείται από τα Freikorps, τις εθνικιστικές πολιτοφυλακές για την καταστολή της επανάστασης του Γενάρη στη Γερμανία.
Με αφορμή την επέτειο θανάτου της, το tvxs δημοσιεύει κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη για την Ρόζα Λούξεμπουργκ:
«Κίνησα το πρωί για τον Διόνυσο, στην Πεντέλη. Κρατούσα τα "Γράμματα" της Ρόζας Λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτω από τα πεύκα.
Γυάλιζε ο αέρα ακίνητος κι άστραφτε σαν ατσάλι· απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα, τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα σπίτια των ανθρώπων. Η Πεντέλη μπροστά μου, η μάνα, με τον ανοιχτό πληγωμένον κόρφο, που είχε γεννήσει τους Θεούς· ζερβά μου ο Πάρνης γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα· οι βελόνες των πεύκων, διχαλωτές, έσταζαν τον ήλιο.
Στο Διόνυσο, βρήκα ένα παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια να τον δω. Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ ανεβούμε από τα υπόγεια, να φωτίσουμε την Ελλάδα.
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κι ησύχασαν. Όταν τους συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από ευγένεια – φοβούμαι μήπως θυμηθούν και κοκκινίσουν. Μα σήμερα δεν μπόρεσα να ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρό ξενοδοχείο του Διονύσου, να ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος γλυκοκουβέντιαζε με πέντ’ έξι κοπέλες. Πώς πάχυνε! Τα μάτια του ήταν πρησμένα, τα μάγουλά του κρέμουνταν, το πηγούνι του αναπαύονταν απάνου στο διπλό προγούλι.
-Πώς πάχυνες! του είπα.
-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δεν μπορώ να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε:
-Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρεύτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.
Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.
Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.
Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου· ως άγγιζες το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε.
Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.
Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.
Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια: «Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ’ ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως μεόλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή…».
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.
Και παρακάτω γράφει:
«Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου· το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τί ωραίος που είναι, τί βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!»
«Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, «παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και ρωτάς: Προς τί όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.
Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».
Σε ένα άλλο γράμμα της περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
«Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση του παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία· έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.
Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου· ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στο πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»
Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.
Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα ήταν και μια ζωή γιομάτη Πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
«Σονίτσαα, Σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»
Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομον’η όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα ‘κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να μ’ επιβλέπουν την ‘ωρα που μιλω΄και να να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ότι βαθύτατα μ’ ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι».
Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραυγή: - Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της Γης.
Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει, απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, πειράχτηκα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: «Θα είναι υστερική· θα την πάντρευα να ησυχάσει». Κι εγώ γέλασα, θυμούμαι.
Φρίσσω λογιάζοντας πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος, χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα.
Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων. ΄
Τέτοια η κραυγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν’ ανοίγει το στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σ’ ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ’ ακούσουν· κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας: -Βοήθεια
Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι! Κι ύστερα σιωπή· ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε – μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.
Ανίλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης· αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. Ο νους μας είναι σαν το «Μικρό Σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
«Ο μικρός σκορπιός είπε: - Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του Θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου»!"

Πηγή: tvxs

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Νίκολα Τέσλα,ο επιστήμονας, ο οραματιστής...!

«Η ενέργεια βρίσκεται παντού και σε αφθονία. Εμείς όμως διψάμε. Μοιάζουμε με κάποιον που βρίσκεται πάνω σε μια βάρκα που πλέει μέσα σ’ ένα ποτάμι, αλλά πεθαίνει από τη δίψα, γιατί δε διαθέτει ένα ποτήρι για να πιει νερό».Νίκολα Τέσλα, ο επιστήμονας, ο οραματιστής, ο αθεράπευτα ανθρωπιστής, ο "πατέρας" της ελεύθερης ενέργειας...

Ο Νίκολα Τέσλα (σερβ. Никола Тесла), 10 Ιουλίου 1856 - 7 Ιανουαρίου 1943) ήταν εφευρέτης, μηχανολόγος και ηλεκτρολόγος μηχανικός, ένας από τους σημαντικότερους φυσικούς στην ιστορία της επιστήμης.

Τα πρώτα χρόνια

 Γεννημένος στο Σμίλιαν στην περιοχή Λίκα της σημερινής Κροατίας, ανήκε στη Σερβική κοινότητα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και αργότερα έγινε Αμερικανός πολίτης. Πατέρας του ήταν ο ορθόδοξος ιερέας του χωριού Σμίλιαν (το όνομα του χωριού προέρχεται από τη σερβική λέξη για το φυτό Αμάραντος που είναι смиље / smilje [σμίλιε]) Μιλούτιν Τέσλα (1819-1879), μητέρα του ήταν η Γκεοργκίνα-Τζούκα Μάντιτς (1822-1892), κόρη ορθόδοξου ιερέα, ενώ και τα αδέρφια της ήταν μέλη του κλήρου της χώρας. Ο ένας ήταν ο Μητροπολίτης Νίκολα Μάντιτς και ο άλλος ο μοναχός Πέταρ Μάντιτς. Επίσης είχε έναν μεγαλύτερο κατά επτά χρόνια αδελφό, τον Ντάνε Τέσλα, ο οποίος έχασε τη ζωή του, όταν ο Νίκολα ήταν επτά ετών, πέφτοντας από το άλογο ενώ έκανε ιππασία. Ο Νίκολα από μικρή ηλικία εντυπωσιάστηκε από το φαινόμενο του ηλεκτρισμού όταν άρχισε να τρίβει το τρίχωμα των ζώων που είχαν στο πατρικό του. Από μικρός ήταν βιβλιόφιλος καθώς διάβαζε τα περιοδικά που δημοσίευε ποίηση ο πατέρας του και λάτρευε τον Ιούλιο Βέρν (1828-1905) και τον Εμίλ Ζολά (1840-1902).

Σπουδές

 Το 1863 μετακόμισε με τους γονείς του στο Γκόσπιτς όπου ο Νίκολα έλαβε τη βασική εκπαίδευση και έμαθε τη γερμανική γλώσσα. Το 1870 ο Νίκολα συνέχισε την εκπαίδευση του μέχρι το 1873 στο Real Gymnasium στην πόλη Ράκοβατς, κοντά στο Κάρλοβατς (σημερινό Κόρντουν) όπου και έμενε στο σπίτι της θείας του Στάνκα Μπράνκοβιτς. Εκεί ο καθηγητής του Μάρτιν Σέκουλιτς, μαζί με το συμμαθητή του Ιούλιους Μπαρτόκοβιτς, τον παρότρυναν να ασχοληθεί περισσότερο με τη μελέτη του ηλεκτρομαγνητισμού. Τελικά στις 26 του Ιουνίου του έτους 1873 αποφοίτησε με βαθμό «πολύ καλά» και επέστρεψε στη γενέτειρα του όπου προσβλήθηκε από χολέρα. Το 1875 θεραπευμένος από την αρρώστια ζήτησε και του δόθηκαν δύο υποτροφίες από τη διοίκηση της Βόινα Κράνα και από τη Στρατιωτική Περιφέρεια του Κάρλοβατς για την Ανώτατη Πολυτεχνική Σχολή του Γκρατς. Αξίζει να αναφέρουμε ότι άλλες τρεις παρόμοιες σχολές βρίσκονταν στη Βιέννη, στο Μπρνο και στην Πράγα. Στο Γκρατς ο Νίκολα έγινε μέλος της σερβικής εθνικιστικής φοιτητικής ομάδας "Σερμπάντια" η οποία του χρηματοδότησε διαλέξεις όπως τη «Περί Τριχοειδών Αγγείων» και «Περί Μυτών» ενώ επίσης τον βοηθούσαν να ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις. Το 1877 αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και δεν μπορούσε να καλύψει οικονομικά τις σπουδές του κι έτσι στράφηκε στην άσωτη ζωή. Το 1878 το πανεπιστήμιο τον έδιωξε από τους χώρους του χωρίς φυσικά να πάρει πτυχίο. Το 1879 ο Νίκολα επιστρέφει για το θάνατο του πατέρα του στη γενέθλια πόλη του αλλά δεν κάθεται για πολύ καθώς εγγράφεται στη φυσικομαθηματική σχολή της Πράγας. Αντιμετώπισε όμως πάλι οικονομικά προβλήματα και έτσι σε ηλικία 24 ετών έφυγε από την Πράγα χωρίς να αποκτήσει κάποιο πτυχίο, ενώ αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές για να αφοσιωθεί στην τεχνική εμπειρία.

Αρχή της σταδιοδρομίας του

Μετά τη Πράγα φεύγει για τη Βουδαπέστη όπου βρίσκει εργασία ως τεχνικός σχεδιαστής στο Κεντρικό Τηλεγραφικό Γραφείο της Ουγγαρίας. Οι ικανότητες του ξεχώρισαν και για αυτό σύντομα έγινε προϊστάμενος του τηλεφωνικού κέντρου της πόλης. Αργότερα η διεύθυνση του γραφείου τον στέλνει στο Παρίσι ως εξωτερικό συνεργάτη. Το 1883 του δόθηκε η ευκαιρία να αφήσει έκθαμβους τους πάντες στα γραφεία της εταιρείας Edison’s Club for Europe για την οποία εργαζόταν, όταν τον έστειλαν να διορθώσει τον ηλεκτρικό σταθμό του Στρασβούργου στον οποίο σημειώθηκε έκρηξη ακριβώς όταν τον επισκεπτόταν ο Γερμανός Κάιζερ Γουλιέλμος Α΄. Ο Τέσλα διόρθωσε τη βλάβη και το σταθμό με επιτυχία το 1884 οπότε ο Τσάρλς Μπάρτσελορ τον συμβούλεψε να επισκεφθεί τον Τόμας Άλβα Έντισον (1841-1931).

Ο Τέσλα στις Η.Π.Α.

Ο Τέσλα έφτασε στις Η.Π.Α. το 1884 με το πλοίο 'Saturnia στα 28 του χρόνια. Αμέσως συναντήθηκε με τον Έντισον, ο οποίος του ανέθεσε την πρώτη του δουλειά: Να επισκευάσει τη γεννήτρια του ατμοπλοίου "Όρεγκον". Οι σχέσεις των δυο ανδρών δεν ήταν ποτέ καλές διότι ο Έντισον ήταν άνθρωπος πρακτικός και βασιζόταν περισσότερο στην εργατικότητα και στις εμπειρίες του, πράγμα που ερχόταν σε αντίθεση με τον Τέσλα που ήταν ένας άνθρωπος με ιδανικά, διανοούμενος και πιο πολύ θεωρητικός. Ακόμα είχαν διαφωνίες στο αντικείμενο της εργασίας τους καθώς ο Έντισον ήταν υποστηρικτής της χρήσης του συνεχούς ρεύματος ενώ ο Νίκολα υποστήριζε τη χρήση του εναλλασσόμενου ρεύματος. Φήμες θέλουν τον Έντισον να είχε ενοχληθεί από την ενασχόληση του Τέσλα με μυστικιστικές θεωρίες και πειράματα. Γεγονός είναι πάντως ότι οι δρόμοι των δυο μεγάλων εφευρετών χωρίζουν κάπου στο 1886 και ο Τέσλα μετά από κάποιες αποτυχημένες επιχειρηματικές ενέργειες βρίσκει νέο χρηματοδότη για τα πειράματα του το 1887. Ο νέος χρηματοδότης ήταν ο διευθυντής της τηλεγραφικής εταιρείας Western Union Α. Μπράουν, ο οποίος του έστησε το εργαστήριο του, λίγα τετράγωνα πιο πάνω από το εργαστήριο του Έντισον, στην οδό Liberty στον αριθμό 89. Τον Οκτώβριο του 1887 η πατέντα του με το όνομα Πολυφασικό Σύστημα Τέσλα κατοχυρώθηκε στην Αμερικανική Επιτροπή Ευρεσιτεχνιών. Το 1888 ο Τέσλα έδωσε μια διάλεξη με θέμα «Το Νέο Σύστημα Κινητήρων και Μετασχηματισμών Εναλλασσόμενου Ρεύματος», στο Αμερικάνικο Ινστιτούτο Ηλεκτρομηχανικής, η οποία έδωσε το έναυσμα στον βιομήχανο Τζώρζ Γουέστινχαουζ (1846-1914) να συνεργαστεί μαζί του. Ο Έντισον με τον χρηματοδότη του Μόργκαν άνοιξαν μέτωπο δυσφήμισης εναντίον του Τέσλα και των χρηματοδοτών του Γουέστινχαουζ και Μπράουν και ειδικά όταν ο τελευταίος πούλησε στις φυλακές Σινγκ-Σινγκ το σχέδιο κατασκευής και λειτουργίας της ηλεκτρικής καρέκλας με εναλλασσόμενο ρεύμα του Τέσλα. Η διοίκηση συμφώνησε και το 1890 έπειτα από πολλές επαναλήψεις εκτέλεσαν τον πρώτο κατάδικο στην ηλεκτρική καρέκλα, τον Γουίλιαμ Κέμλερ. Στη συνέχεια ο Γουέστινχάουζ αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και δεν μπόρεσε να καταβάλει την αμοιβή του Τέσλα, ο οποίος όμως συνέχιζε να δουλεύει αφιλοκερδώς για αυτόν. Την ίδια στιγμή η εταιρεία του Μόργκαν, Thompson Huston άνθιζε και εξαγόρασε την General Electric του Έντισον, η οποία συνεχίζει να υφίσταται μέχρι σήμερα με την ίδια ονομασία.

Η κορύφωση της δόξας και η προσπάθεια χαρακτηρισμού του ως τρελού

Το διάστημα 1890-1891 ο Τέσλα έδωσε δεκάδες διαλέξεις για το εναλλασσόμενο ρεύμα και τη χρήση του. Το 1891 ο Τέσλα εφηύρε το πηνίο που φέρει το όνομά του. Το 1892 ο Τέσλα έλαβε μήνυμα ότι η μητέρα του πεθαίνει οπότε βρήκε ευκαιρία να δώσει σειρά διαλέξεων στο Λονδίνο και να γνωριστεί με τη βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας και ύστερα στο Παρίσι. Στη συνέχεια πήγε να επισκεφθεί την ετοιμοθάνατη μητέρα του και μετά πήγε στο Βελιγράδι όπου τον βράβευσε ο βασιλιάς και η Σερβική Βασιλική Ακαδημία. Το 1892 έως το 1903 ο Τέσλα αγωνιζόταν να αποδείξει ότι η εκπομπή και λήψη ραδιοκυμάτων ήταν δική του εφεύρεση καθώς στηριζόταν σε 13 δικές του πατέντες και όχι του Ιταλού Μαρκόνι. Τελικά ο Τέσλα δικαιώθηκε το 1940, ενώ αναγνωρίστηκε ως ο εφευρέτης του ραδιοφώνου το 1955. Παράλληλα τη νύχτα της 1η Μαΐου του έτους 1893 στη Διεθνή Έκθεση του Σικάγο, ο Γκρόβερ Κλήβελαντ, ο 24ος πρόεδρος των Η.Π.Α., φωταγώγησε την πόλη του Σικάγου με λάμπες που λειτουργούσαν με εναλλασσόμενο ρεύμα. Στο περίπτερο του Τέσλα και του Γουέστινχαουζ στην έκθεση επικρατούσε πανηγυρικό κλίμα. Το 1895 ο Ρέντγκεν με τη βοήθεια του Τέσλα μπορούσε να παινευτεί ότι εφεύρε τις ακτίνες Χ και έτσι η φήμη του Τέσλα εκτοξεύτηκε. Κατόπιν δήλωσε ότι είχε καταγωγή από εξωγήινους πολιτισμούς, πράγμα που συνάδει με τη σημερινή θεωρία της πανσπερμίας του σύμπαντος. Το 1898 ισχυρίστηκε, δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας μια συσκευή τηλεγεωδυναμικής, ότι ήταν υπεύθυνος για μικρό σεισμό που συνέβη στη Νέα Υόρκη. Σήμερα γνωρίζουμε πως η πρόκληση σεισμών με ηλεκτρομαγνητικούς παλμούς (EMP ή ΗΜΠ) είναι όντως εφικτή. Εκείνη την περίοδο, η φήμη του Τέσλα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλου εφευρέτη ή επιστήμονα στη λαϊκή συνείδηση, αλλά λόγω της εκκεντρικότητάς του και των περίεργων και θεωρούμενων ως εξωφρενικών ισχυρισμών του για τις δυνατότητες της επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης να βοηθήσουν την εκτόξευση του ανθρώπινου πολιτισμού σε άλλη κλίμακα, τελικά εξοστρακίστηκε σαν τρελός επιστήμονας. Από το 1898 έως το 1903 ο Τέσλα άλλαξε αρκετούς χρηματοδότες ενώ είχε αποτραβηχτεί σε πειράματα για τη λεγόμενη «ελεύθερη ενέργεια» στο Κολοράντο Σπρίνγκς και στο Λονγκ Άιλαντ, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πολλά και τα οποία διακόπηκαν εντελώς ξαφνικά λόγω παύσης χρηματοδότησης όταν αποκάλυψε στο χρηματοδότη του J. P. Morgan ότι η ελεύθερη ενέργεια θα μοιραζόταν δωρεάν. Έως το 1910 ο Τέσλα είχε ξεχαστεί ή παραγκωνιστεί λόγω των νέων εφευρέσεων και θεωριών των αδερφών Ράιτ, των Κιουρί και του Αϊνστάιν και της εμμονής του Νικολά να θεωρεί τον εαυτό του και τις εφευρέσεις του υπαίτιους για την έκρηξη στη Τουγκούσκα. Από το 1915 έως το 1917 κέρδισε πολλές διακρίσεις από διάφορες ακαδημίες αλλά έχασε την ευκαιρία να προταθεί για Νόμπελ φυσικής από τον Έντισον. Το 1916 νέα κόντρα ξεκίνησε στους κόλπους των φυσικών από τους οπαδούς της θεωρίας του Τέσλα, κυματική θεωρία, εναντίον των οπαδών της θεωρίας του Αϊνστάιν, ατομική θεωρία. Από το 1918 έως το 1922 κατοχύρωσε διάφορες πατέντες και ευρεσιτεχνίες για τη μηχανική των υγρών οι οποίες αγοράστηκαν από διάφορες εταιρίες για να τις εμπορευματοποιήσουν.

Το 1924 ο Τέσλα ισχυρίστηκε ότι είχε εφεύρει την περιβόητη «ακτίνα θανάτου», ένα υπερόπλο ικανό να καταστρέψει μεγάλες εκτάσεις δηλαδή έως και 10.000 αεροπλάνα σε απόσταση 200 μιλίων, ενώ επίσης ισχυρίστηκε ότι αυτό ήταν υπεύθυνο για την έκρηξη στην Τουγκούσκα, φυσικά οι δημοσιογράφοι και ο επιστημονικός κόσμος τον περιγέλασαν ενώ μέχρι σήμερα οι μελετητές εντάσσουν αυτή την εφεύρεση στο τομέα των ανεξήγητων φαινομένων και γεγονότων. Σήμερα η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης μέρους των θεωριών και ανακαλύψεων του Τέσλα γίνεται με συστήματα όπως το Haarp. Το 1926, όταν έγινε 70 χρονών, τα πανεπιστήμια του Βελιγραδίου και του Ζάγκρεμπ τον εξέλεξαν ως επίτιμο διδάκτορα.

Το τέλος του Τέσλα

Από το 1936 έως το θάνατο του το FBI παρακολουθούσε τις συνομιλίες και τις κινήσεις του Τέσλα φοβούμενοι ότι είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με την σταλινική Σοβιετική Ένωση. Το 1937 ένα αμάξι χτύπησε τον Τέσλα σπάζοντάς του αρκετά πλευρά και κλονίζοντας σοβαρά την υγεία του. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Νίκολα Τέσλα είχε να αρρωστήσει από τα 30 του χρόνια, όπως δήλωνε ο ίδιος, ο οποίος πίστευε ότι για αυτό “φταίνε” τα πειράματα του. Το κράτος της Γιουγκοσλαβίας, μετά το ατύχημα του, του έβγαλε ισόβια σύνταξη. 

Το 1941, με την επέκταση του ναζισμού στην Ευρώπη και τον αναβρασμό του παγκοσμίου πολέμου, ο Τέσλα ήθελε να κατασκευάσει ένα «νέο» υπερόπλο για να σώσει την πατρίδα του. Τελικά πέθανε το 1943 στις 7 του Γενάρη αλλά τον βρήκαν νεκρό δυο μέρες μετά γιατί είχε κρεμάσει, όπως έκανε πάντα, στην πόρτα του δωματίου του την επιγραφή «ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ, ΕΡΓΑΖΟΜΑΙ».

Υστεροφημία

Ο Τέσλα είναι κυρίως γνωστός για τις επαναστατικές του συνεισφορές στους κλάδους του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ανακαλύψεις και η θεωρητική εργασία του αποτέλεσαν τη βάση για την εφαρμογή του σημερινού συστήματος εναλλασσόμενου ρεύματος. Εφευρέσεις όπως τα πολυφασικά συστήματα διανομής ισχύος και ο κινητήρας εναλλασσόμενου ρεύματος συνετέλεσαν στην εκδήλωση της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης. Η μονάδα της έντασης του μαγνητικού πεδίου στο SI, το Τέσλα, ονομάστηκε προς τιμή του στο Γενικό Συνέδριο Μέτρων και Σταθμών του Παρισιού το 1960. Εκτός από τη δουλειά του στον ηλεκτρομαγνητισμό και τα συστήματα ισχύος, ο Τέσλα λέγεται ότι έχει συνεισφορές και στη θεμελίωση της ρομποτικής, του τηλεχειρισμού, στην ανάπτυξη του ραντάρ και της επιστήμης υπολογιστών, όπως και στην επέκταση της βαλλιστικής, της πυρηνικής και θεωρητικής φυσικής. Το 1943 το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών τον αναγνώρισε σαν τον εφευρέτη της ασύρματης επικοινωνίας. Ο Τέσλα ισχυριζόταν, μέσα σε όλες τις άλλες θεωρίες του, ότι το 2035 η μόλυνση του νερού θα είναι πολύ χαμηλή, τα ποσοστά παραγωγής δημητριακών πολύ υψηλά, αναδάσωση όλων των καμένων και άνυδρων περιοχών και εκμετάλλευση των πηγών ενέργειας με τρόπο φιλικό για το περιβάλλον . Σύγχρονοι μελετητές του έργου του τον έχουν αποκαλέσει «τον άνθρωπο που εφηύρε τον Εικοστό Αιώνα» και «προστάτη άγιο του σύγχρονου ηλεκτρισμού».

Πηγή:Βικιπαίδεια


 

 


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ευγένιος Σπαθάρης,ο δάσκαλος του Θεάτρου Σκιών

Ευγένιος Σπαθάρης, ο δάσκαλος, ο σπουδαιότερος δημιουργός του Θεάτρου Σκιών και γνήσιος εμψυχωτής του λαϊκού ήρωα, Καραγκιόζη...

 

Ο Ευγένιος Σπαθάρης (2 Ιανουαρίου 1924 - 9 Μαΐου 2009) του Σωτηρίου ήταν καλλιτέχνης του ελληνικού θεάτρου σκιών, ένας από τους πιο σημαντικούς καραγκιοζοπαίχτες και ζωγράφος.

Βιογραφία:

Γεννήθηκε στην Κηφισιά στις 2 Ιανουαρίου 1924. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και ιδιαίτερα με τους ήρωες του θεάτρου σκιών, από τους πρωτοπόρους του οποίου ήταν ο πατέρας του, Σωτήρης Σπαθάρης, ο οποίος απεβίωσε το 1974. Το γεγονός αυτό τον εξοικείωσε με το καλλιτεχνικό αυτό είδος και ξεκίνησε να δίνει ο ίδιος παραστάσεις, αρχικά στη διάρκεια της κατοχής, σε θέατρα της Αθήνας, σε πρεσβείες, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη κ.α.. Από τότε, έδωσε πληθώρα παραστάσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες του εξωτερικού, συμμετέχοντας σε διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια ειδικά για το θέατρο σκιών. Παρουσίασε πολλά έργα με ήρωα τον Καραγκιόζη, τόσο ως άψυχο υλικό (φιγούρες ηρώων), όσο και σε έμψυχη (ζωντανή) παράσταση με ηθοποιούς, στο Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος, στο «Ελληνικό Χορόδραμα», στο Θέατρο Χατζώκου (Θεσσαλονίκη), στο Θέατρο Συντεχνίας κ.α. με τις παραστάσεις «Το ταξίδι», «Το καταραμένο φίδι», «Ο δικτάτορας», «Ο Αλέκος με τα κυδώνια» κ.ά.
Το 1970 κυκλοφόρησε 13 εικονογραφημένα τεύχη (των 2 δρχ. έκαστο) με μαυρόασπρες φιγούρες και έγχρωμο εξώφυλλο. Ενώ το 1979 παρουσιάστηκε από τις εκδόσεις Νεφέλη το επιτυχημένο βιβλίο του «Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων» με εφτά έργα και εφτά περιλήψεις (τα τέσσερα δικά του και τα τρία του πατέρα του Σωτήρη). Από το 1962 κυκλοφόρησαν 10 έργα του σε δίσκους 45 στροφών από την His Master's Voice, ενώ ακολούθησαν άλλοι 2 δίσκοι 33 στροφών από τη Μinos-EMI αρχές της δεκαετίας του '80, και άλλες έξι παραστάσεις σε 6 αντίστοιχα CD από τη Legend το 2002.
 Το 1950 ο Ευγένιος πραγματοποιεί την πρώτη του συμμετοχή σε κινηματογραφική ταινία, στο Πικρό Ψωμί του Γρηγόρη Γρηγορίου. Έπαιξε έργα του στην κρατική τηλεόραση από το 1966 μέχρι το 1992. Κάποια από τα έργα του αυτά κυκλοφορούσαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '90 σε βιντεοκασέτες, ενώ τις ημέρες του θανάτου του ξεκίνησε συμπτωματικά η κυκλοφορία τους σε DVD.
Διακρίσεις:
 Ο Ευγένιος Σπαθάρης ήταν μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, του Ινστιτούτου Παγκοσμίου Θεάτρου (της ΟΥΝΕΣΚΟ). Έκανε περιοδείες σε πολλές χώρες λαμβάνοντας μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και συνέδρια όπως: Παρίσι, Λιέγη, Ρώμη, Κάιρο, Λονδίνο, Κοπεγχάγη. Αλλά και ως ζωγράφος έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις ατομικές και ομαδικές στην Αθήνα, Ζυρίχη, Παρίσι και Νέα Υόρκη.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Ρώμης (1962), με το Α' Μετάλλιο του Πρίγκιπα του Μοντ, το Α' Βραβείο Πολωνίας (1978), το Α' Μετάλλιο Τοσκανίνι (Ιταλία) το 1978 κ.α. Τέλος, το 2007 τιμήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού για τη μεγάλη του προσφορά στο καλλιτεχνικό αυτό είδος, για το οποίο του αναγνωρίστηκε ο τίτλος του μεγάλου δασκάλου.
Το 1991 ιδρύθηκε το Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου, το οποίο λειτουργεί συστηματικά από το 1996, με στόχο την προβολή του θεάτρου σκιών και του καραγκιόζη.
 Στις 6 Μαΐου του 2009 και ενώ βρισκόταν στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από σκάλες, με αποτέλεσμα να υποστεί πολλά κατάγματα και να δημιουργηθεί σοβαρό αιμάτωμα στον εγκέφαλο, με την κατάστασή του να χαρακτηριστεί ως κρίσιμη.Τελικά, στις 9 Μαΐου, ύστερα από τρεις ημέρες νοσηλείας απεβίωσε, σε ηλικία 85 ετών. Η σορός του εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών και η κηδεία έγινε στις 13 Μαΐου του 2009, στο Μαρούσι, με δημόσια δαπάνη.

Πηγή:Βικιπαίδεια

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...