Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Παρουσίαση του βιβλίου μου Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής



Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής
Μυθιστόρημα
Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εσάς που μου ανοίξατε την αγκαλιά σας κείνο το απόγευμα του Φλεβάρη. Ελπίζω να αγαπήσετε τους ήρωές μου, όπως τους αγάπησα κι εγώ. Θα ήθελα να ξέρετε ότι η παρουσία σας μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω και να πω μετά από πολύ καιρό ότι τίποτα δεν πάει χαμένο. 
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στις αγαπημένες μου φίλες, Χαρινέλα Τουρνά και Μαίρη Τριβιζά, απ' τα χρόνια της αθωότητας και Γεωργία Σταυριανέα, απ' τα χρόνια εκείνα της πάλης, που μίλησαν για το βιβλίο μου, καθώς και  Άννα Χριστοδουλοπούλου, αγαπημένη φίλη κι αυτή, που διάβασε τόσο όμορφα ένα απόσπασμα απ' το βιβλίο, μα πάνω απ' όλα που αγκάλιασαν με τόση αγάπη το όνειρό μου. 
Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω τις ανιψιές μου Δανάη και Αθηνά και τα αδέλφια  μου Γεωργία και Απόστολο που άνοιξαν το σπιτικό τους για να χωρέσει η τόσο σημαντική στιγμή της ζωής μου. 


Χαιρετισμός της Γεωργίας Σταυριανέα...

Για την «Αυγή»…
Πολύ λυπάμαι που απόψε δεν μπορώ να είμαι κοντά σας δια ζώσης, όμως η καρδιά και η σκέψη μου είναι μαζί σας.
Λόγοι προσωπικοί με εμποδίζουν να είμαι ανάμεσά σας, αλλά πάντα υπάρχει τρόπος να δηλώσεις την αγάπη σου ακόμα και από απόσταση.
Ο λόγος που βρίσκεστε απόψε εδώ, δεν είναι απλά η παρουσίαση ενός βιβλίου. Είναι κάτι περισσότερο. Είναι η επιβεβαίωση ότι:  όποιος θέλει ΜΠΟΡΕΙ…
Δέκα χρόνια πριν, με την καλή μου φίλη τη Βάνα γεννήσαμε μια τρελή ιδέα και την κάναμε βιβλίο.
«Μη ξεχάσεις το κλειδί πάνω στην πόρτα» το βαφτίσαμε και μπήκαμε στο χορό της συγγραφής.
Μοιραστήκαμε χαρές και πίκρες, κακοήθειες και παινέματα για αυτό το βιβλίο που εμείς γράψαμε μόνο από «κέφι». Ήταν η πρώτη μας εμπειρία αλλά όχι πλέον η ….τελευταία γιατί, δύο χρόνια μετά ακολούθησε ο  «Ο χορός των Θεριστών», ένα επίσης σπουδαίο βιβλίο, όχι γιατί το λέμε εμείς… αλλά γιατί είναι!!!
Δεν ξέρω αν τα βιβλία πήγαν καλά ή κακά… Έτσι κι αλλιώς για  μας ήταν μόνο ένα όμορφο ταξίδι που ακόμα κρατάει…
Μπαίνοντας στο κύκλωμα του βιβλίου και των εκδοτών, ανακαλύψαμε πως δεν είχαμε καμία πιθανότητα να βαδίσουμε σε αυτή την «πραγματικότητα». Ήταν «μακράν» από τα δικά μας δεδομένα.
Παραδέχομαι πως προσωπικά παραιτήθηκα και απογοητεύτηκα.  Σχεδόν είχα αποσυρθεί.
Ήρθε όμως η Βάνα με το πείσμα της να μου δείξει και να μου αποδείξει  πως μπορούμε και χωρίς εκείνους!
Κρατάτε στα χέρια σας την απόδειξη. Τα λόγια είναι περιττά.
Το μήνυμα μας προς τους εκδότες είναι πως: εκείνοι χωρίς εμάς δεν ΜΠΟΡΟΥΝ, εμείς όμως χωρίς αυτούς ΜΠΟΡΟΥΜΕ.
Ένα ευχαριστώ στην αδελφή μου τη Βάνα που πάντα μου διδάσκει αισιοδοξία και δύναμη…
Εύχομαι ολόψυχα καλό δρόμο στο «Ξύλινο Βήμα της Αυγής».  «Βάνα… συνέχισε να περπατάς! Σ’ αγαπώ πολύ!»



Μαίρη Τριβιζά
Δημοσιογράφο
Παρουσίαση του μυθιστορήματος 
Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής της Βάνας Σμπαρούνη

Καλησπέρα σας,
Αρχικά θα ήθελα να  ευχαριστήσω την αγαπημένη μου φίλη Βάνα, για την μεγάλη χαρά και τιμή που μου κάνει να με εμπιστευτεί για την παρουσίαση του τρίτου κατά σειρά, αλλά αυτούσια  προσωπικού συγγραφικού  πονήματός  της.
Ας μου επιτραπεί  μία σύντομη αναφορά στο πρόσωπο της συγγραφέως , μιας χαρισματικά ήρεμης δύναμης,ενός πλάσματος δοτικού, μιας και είχα την τύχη να μοιραστώ μαζί της  εμπειρίες από τα ευαίσθητα μαθητικά μας  χρόνια, τα ανιδιοτελή, τα χρόνια  των έντονων εφηβικών ανησυχιών, αγωνίστρια  και δυναμική  αλλά
συνάμα μία αστείρευτη πηγή αισιοδοξίας  για τους γύρω της , με ευδιάκριτο το πηγαίο πνευματώδες  χιούμορ της, είναι ένας άνθρωπος  που  δεν κρύβεται  πίσω  από  εύσχημα  λόγια, παραμένοντας πάντα αληθινή.

Κάνοντας  χρήση  της  πρώτης επαγγελματικής  μου  ταυτότητας, αυτής  της  δημοσιογράφου,  θα  ήθελα να επισημάνω, ότι  μία από  τις  πιο  κοινότοπες  ερωτήσεις  που  κάνουν  οι  δημοσιογράφοι  στους  συγγραφείς , αφορά  σε αυτό  το  διαβόητο  αμάγαλμα  φαντασίας  και πραγματικότητας.  Η  αλήθεια  είναι  πως  στην
πραγματικότητα  ενός  συγγραφέα  -και όχι  μόνο την  «επαγγελματική» -φαντασία  και  πραγματικότητα διαπλέκονται  συχνά  με ένα  πολλές  φορές  αναπάντεχο  τρόπο.

«Όλα τα  μυθιστορήματα  είναι  μεταφορές της  πραγματικότητας», είχε πεί ο Τζόν  Φόουλς.

Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα ότι το να γράφεις βιβλία, δεν είναι μία απόδραση από την  πραγματικότητα, αλλά κυρίως  μία βουτιά στο κέντρο της.
Αληθινό δεν είναι εκείνο που συμβαίνει, αλλά και εκείνο που  «μπορεί» να συμβεί,  είτε στη ζωή , είτε στο μυαλό.
Και πολλές φορές εκείνα που διαδραματίζονται στο νού, τείνουν  να  αποδειχθούν  ακόμη  πιο  ερεθιστικά  και  πιο διδακτικά από  εκείνα  που  συμβαίνουν στην  ίδια τη ζωή.

Αυτό που πρέπει να  συγκρατήσετε στη  συγκεκριμμένη  διήγηση, είναι ότι  η  ουσία  του  βιβλίου, ο κινητήριος μοχλός της δράσης,  είναι η διαρκής  αναζήτηση  της  αλήθειας.

Ο βασικός  ήρωας –εν προκειμένω- η φιγούρα  της  ευαίσθητης  ζωγράφου, Εριέττας,  μετεωρίζεται  ανάμεσα σε 
σκοτεινούς  οικονομικούς  κύκλους,  ενός  συντηρητικού  νησιωτικού  τόπου, όπου  εντέχνως  διαστρεβλώνουν  τα πραγματικά  γεγονότα.  Εξαπολύουν  μύδρους  εναντίον  της, ενίοτε και  υπαινιγμούς  για  τη νοητική  της ακεραιότητα, έχοντας  φυσικά στόχο την  συγκάλυψη  των  δόλιων  συνεργών  και  την  τελική  παραπλάνηση της κοινής  γνώνης.

Ακούσια  μάρτυρας   η Εριέττα σε  ιντριγκαδόρικες  τακτικές,  προσπαθεί  απεγνωσμένα να  απαλλαγεί  από  το αδιέξοδο  που  της δημιουργεί  ο περίγυρός της,.
Ζώντας απομονωμένη, στο  λόφο της  Αυγής,  γίνεται  εύκολη  λεία  για  τους  επαγγελματίες  δολοπλόκους, οικονομικούς
προύχοντες  και εξουσιομανείς  παράγοντες  του τόπου  και όχι μόνο,  βιώνει  έντονες  συγκρουσιακές  ανατροπές,  ως την
καταλυτική  ώρα  της αποκάλυψης  της αποστομωτικής  αλήθειας  που αφορά  στον  θάνατο του παππού της.

Είναι χαρακτηριστική η στωϊκότητα  της  Εριέττας, που αν και  ζεί  μόνη  και χτυπημένη  από  τη μοίρα,  παραμένει εν τέλει ενεργά παρούσα  στη  νησιωτική  καθημερινότητα, αντιμετωπίζοντας  με άκρατο  δυναμισμό  και  αποφασιστικότητα  τους
υπαίτιους  μέχρι  τέλους.
λλωστε, όπως  αναφέρεται  και  στη  βάση  της  φιλοσοφίας  του  Μάρτιν Χάϊντεγκερ, η οντολογική σημασία του “Da Sein”,
είναι  «το να είσαι εκεί», ένας τρόπος ύπαρξης  που  είναι μεν  ευσυνείδητος,  διαρκώς  συνδεδεμένος με τον κόσμο, αλλά
συνάμα εμπεριέχει το παράδοξο , του να ζείς  με άλλα  ανθρώπινα  πλάσματα,  ενώ ουσιαστικά  είσαι  μόνος  με  τον εαυτό  σου.
Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης,  θα  διαπιστώσετε ότι δημιουργείται μία αμφίδρομη διαδικασία, όπως  άλλωστε
συμβαίνει σε κάθε ταξίδι. Από τη μία υπάρχει η  χαρά  της  εξερεύνησης,  καίριες  οι φιγούρες  του ντεντέκτιβ Μισέλ
Ντεκώ και του φραντσέζου  Θεοντό  Λυζιέν, που επιδίδονται  σε  έναν αδιάκοπο  αγώνα  αναζήτησης  των  ενόχων,μιάς  επίπονης  διακρίβωσης  των  λογικοφανών  αιωρούμενων  θέσφατων.
Από την άλλη  πάλι  υπάρχει  η  μαγεία  της  διαρκούς  επιστροφής  στην  αμφιλεγόμενη  μεν  πραγματικότητα,
βασιζόμενη  η  Εριέττα ενστικτωδώς  στην πεποίθηση, ότι  σύντομα  θα  προβάλλει  καθαρό  το  παρόν  ομιχλώδες τοπίο,
απαλλαγμένο  από τα  μιάσματα και  τους  διαφθορείς ,  έχοντας  αρωγούς  σ’αυτόν  τον  άνισο αγώνα,  την  κορούλα της
Αλμπα,  τη Στέλλα Αυγερινού, τον  αφοσιωμένο φίλο  της  Λουκή.
Η Βάνα  Σμπαρούνη  με  την  παρούσα αφήγησή  της  , είναι  προφανές  ότι  καθίσταται  περισσότερο  από  ποτέ επίκαιρη.
Οι  γλαφυρές  καταγραφές  της  καταδεικνύουν  την  αυτονόητη  και  σχεδόν  θεσμοθετημένη  ατιμωρησία  της
παραβατικότητας  των  εκβιασμών,  της αυθαιρεσίας  και  διαφθοράς,  που  οικοδομούν  εκείνο  το  υπόβαθρο  της
κοινωνικής  ψυχολογίας  που  καθιστά  «φυσική» , παθητικά  ανεκτή, αν  και  από  όλους  «μετά βδελυγμίας»
αποδοκιμασμένη,  την  αμνείστευση  ειδεχθών  κακουργημάτων.
Η ιδιαίτερη  αναφορά  και  το  συνεχές  ενδιαφέρον  σε  μία  αλυσιδωτή  επαλληλία  παραγόντων  που  «σκοτίζουν  τον
νου», τυφλώνουν  και μωραίνουν  τους  διαχειριστές  της  ζωής  των  εξουσιαζομένων  οδηγώντας  έτσι  στην  καταστροφή
της  έννοιας  της  κοινωνίας.
Αν και  η  διάσταση  της  κοινωνίας  του  νησιού  είναι  περιορισμένη,  εν  τούτοις  εθίζεται στην  ατιμωρησία των  εκάστοτε
ηγητόρων ,  επιτρέποντας  έτσι σε αυτήν τον  εξωφρενικό  παραλογισμό  και  το  σκάνδαλο, καταλύοντας  κάθε  έννοια
ευνομούμενης  πολιτείας.  Ας  ανατρέξουμε  στην  κατά  τα  άλλα  ευυπόληπτη  ομάδα,  πατέρας Πλουμπής,  Φώτης Μπαλτάς και  στους  αναμφίβολα  διαμορφωτές  της  κοινής γνώμης,  τα  Μ.Μ.Ε.
Μέσα λοιπόν  από  αυτήν  την  τόσο  ενδιαφέρουσα  διαδρομή  εναλλασσόμενων  τοπίων,  ευανάγνωστων  συναισθημάτων
και  χαρακτήρων , ακόμη  και  των  θρυμματισμένων  εικόνων,  ξεπηδάει  η  απερίγραπτη αύρα,  το  ανείπωτο , το  άρρητο  που  αναδύει  «το ξένο» και  γίνεται  αίφνης  τόσο οικείο,  ένα  βιβλίο  ανοικτό  στον   κόσμο.
Κι όπως  έλεγε  ο «γιος  Αυγουστίνος», ο κόσμος  είναι  ένα  βιβλίο  και  όσοι  δεν  έχουν  ταξιδέψει,  έχουν  διαβάσει  μόνο
μία σελίδα.

Σας αφήνω  λοιπόν,  να ανακαλύψετε την  συναρπαστική  διαδρομή  του  βιβλίου «Το  Ξύλινο Βήμα  της  Αυγής» της  Βάνας
Σμπαρούνη.


Βανιώ,

Σου  εύχομαι  καλοτάξιδο  το  βιβλίο  σου,  με την  υπόσχεση  ότι  η  δημιουργική  σου  έμπνευση  θα  συνεχίσει  να  μας  χαρίζει  ιστορίες  μεστές  από  ανομολόγητες  αλήθειες,  βάζοντας  το  προσωπικό  σου  λιθαράκι,  σε  ετούτο  τον 
αλλοτριωμένο  κόσμο.

« Αυτόν  που πρέπει και  οφείλουμε  να   αλλάξουμε  και  όχι  απλώς  να  ερμηνεύουμε», όπως  είπε  και  ο  Κάρλ  Μάρξ.

Σας  ευχαριστώ  θερμά.

 Χαρινέλα Τουρνά, Δρ Φιλοσοφικής

Μυθιστορηματικό Τοπίο
Οι συντεταγμένες της δυνητικής ή μιας από τις δυνητικές πραγματικότητες του χώρου είναι ένα νησί, το Λιθονήσι. Το λεπτομερειακό, σχεδόν φωτογραφικό σκηνικό χρησιμοποιείται όταν επιδιώκεται αίσθηση αληθοφάνειας ή ως καθοριστικός παράγοντας στη ζωή και δράση των χαρακτήρων. Το μυθιστορηματικό σκηνικό δημιουργεί αναμονές,  υποβάλλει σημασίες  και βοηθά τον αναγνώστη να αποκτήσει συνείδηση του όλου συμπλέγματος των αλληλοαντικρουόμενων αξιών: οι σκοτεινές ψυχικές καταστάσεις είναι ενσωματωμένες στο χώρο ή συνεπάγονται απ’ αυτόν προκαλώντας ανάλογα συναισθήματα στους χαρακτήρες. 
Η σχέση ανάμεσα στο γενικό μυθιστορηματικό σκηνικό, τη μικρή κοινωνία ενός νησιού, και στα επιμέρους σκηνικά, το σπίτι των Λοϊζων, το μύλο, το περιστερώνα, το νεκροταφείο, την πανσιόν κ.λπ. αποκαλύπτει την πλοκή και τη χαρακτηρολογία, αφού αμοιβαία συμπληρώνονται και αλληλοκαθορίζονται. Η αφαιρετική επεξεργασία των σκηνικών σε κάποιες περιπτώσεις διευρύνει το νόημα και αποδεσμεύεται από τα όρια που θέτει το συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο.
Τα δυναμικά επιμέρους σκηνικά λειτουργούν σαν ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας, αφού η περιγραφική μυθιστορηματική γραφή της Βάνας Σμπαρούνη μοιάζει να παρατηρεί τον εξωτερικό κόσμο μέσα από την αντίληψη και το ψυχισμό των χαρακτήρων, απλώνοντας ένα δίκτυ. Γενικά το μυθιστορηματικό σκηνικό του έργου Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής λειτουργεί μεταφορικά αφού δίνει την εντύπωση πως χρησιμοποιείται ως προβολή ή εξαντικειμένιση ψυχολογικών καταστάσεων των χαρακτήρων ή μιας διάχυτης πνευματικής κατάστασης.

Το σπίτι των Λοϊζων

          Βρισκόταν στην πλαγιά του λόφου της Αυγής, από τα παράθυρά του απλωνόταν σαν ζωγραφικός πίνακας όλο το νησί. «Πέτρα-πέτρα κτισμένο έμοιαζε με αρχοντική φιγούρα τυλιγμένη στο πέπλο της μυστηριακής ευλογίας των θεών, που αντάμωνε σε σταυροδρόμι τη μυστική ομορφιά των αντιθέσεων με τους απρόβλεπτους ήχους των καιρών». Ο λόφος συμβολίζει το αυγινό φως της ψυχής μας, τον φύλακα άγγελο κάθε ανθρώπου, που είναι η δική του ψυχική δύναμη.


Ο περιστερώνας και ο αλευρόμυλος
 
          Ο περιστερώνας κατασκευασμένος από τον Βάϊο Λοϊζο μια πύρινη και συνάμα παιδική ψυχή, ήταν χτισμένος λίγα μέτρα πιο κάτω από το λόφο της Αυγής. Ένα λιθόκτιστο διώροφο και ορθογώνιο οικοδόμημα. Εκείνο που τον ομόρφαινε ήταν τα λεπτοδουλεμένα διακοσμητικά σχέδια που κάλυπταν τις επιφάνειες των εξωτερικών τοίχων.  Φιλοξενούσε ταχυδρομικά περιστέρια, που θα διαδραματίσουν ρόλο σχεδόν ενός μυθιστορηματικού προσώπου, αφού κομίζουν μηνύματα από τη φυλακισμένη Αρετή
          Ο αλευρόμυλος. Η περιγραφή έχει κάτι από φιλμ- νουάρ: νύχτα ασέληνη και υγρή το ξαφνικό πέταγμα κάποιας νυχτερίδας θύμιζε σκηνή θρίλερ: πεζουλάκι μπροστά από την ξύλινη πόρτα του μύλου που τρίζει στον άνεμο… 

 Η πανσιόν και ο Φάρος

           
          Το μέρος που θα έμενε ο Μισέλ Ντεκό το διάστημα της παραμονής του στο νησί ήταν μια μικρή πανσιόν στην καρδιά της χώρας, η οποία ανήκε σε δύο ιδιόρρυθμες εβδομηντάχρονες ακόμα όμως κοτσανάτες δίδυμες αδελφές, στην Αριστέα και την Μερόπη. Το διώροφο αρχοντικό της οδού Ρόδων με τον ολόβλαστο κήπο μπροστά του είχε μεταμορφωθεί σε μια κουκλίστική πανσιόν με το όνομα Αγκάθα λόγω του ότι οι δίδυμες κυρίες ήταν φανατικές αναγνώστριες της γνωστής Βρετανίδας συγγραφέα αστυνομικών βιβλίων.
          Λιτή και υποβλητική η περιγραφή της Αρετής για το Φάρο του πατέρα της Χαρίτωνα και της μητέρας της,  της Ελισσώς που καταλήγει με την Εριέττα να λέει: «ας κρατήσουμε πάντα μέσα μας αναμμένη τη λάμπα κάποιου φάρου, να μη σβήνει ποτέ. Όταν θα έλθει η στιγμή εκείνη της μεγάλης ανατροπής, το φως του, το μακρινό, μα όχι ανωφέλευτο θα μας παρηγορήσει με κάποια λόγια του Ελύτη: θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μην σε βλέπουμε; 


 Το μοναστήρι του Αγίου Ρωμανού

Μοναστήρι του Αγίου Ρωμανού κτισμένο στις αρχές του 17ου αι. που «φάνταζε από μακριά σαν σκηνικό κινηματογραφικού έργου αλλοτινής εποχής» Ιδρύθηκε με αφορμή έναν εμποδισμένο έρωτα  από τη Λαβίνα Ζαφόλια και μετέπειτα μοναχή Παμφίλη που υπήρξε η κρυφή ελπίδα κάθε φτωχού και καταπιεσμένου εκείνης της εποχής, αλλά και μια άλλη πιο σύγχρονη ιστορία ρομαντικού έρωτα καταπνίχθηκε ανάμεσα στη ηγουμένισσα Θεοκλητεία, που ήταν η μοναδική γυναίκα που αρματώθηκε, στα 18 της και βγήκε στο βουνό με την αντάρτικη ομάδα του Βάϊου και  παππού της Εριέττας, μυστικό που θα αποκαλυφθεί δραματικά, καθώς το κουβάρι ξετυλίγεται σταδιακά, όπως αποστομωτικά θα πει η Άλμπα: «Η αλήθεια και η γνώση προστατεύουν τον άνθρωπο κι όχι η άγνοια» Η αλήθεια ζητάει να βγει στο φως παρά την αόρατη δύναμη που μας τυλίγει στον ιστό της.




Νεοκλασσικό, Νεκροταφείο και Καστροπολιτεία
 Ψηλοτάβανο νεοκλασικό της οδού Φρύνης, όπου μεγάλωσε η Στέλλα, ένας οίκος ανοχής
Το πρώτο νεκροταφείο των Ταξιαρχών στο οποίο ο λιτός και απέριττος τάφος του Βάϊου Λοϊζου, ο μόνος που βρισκόταν πάνω στο μικρό λόφο έχοντας αγνάντι ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού. Η επίσκεψη του Θεοντόρ την ώρα  που κανένα πουλί δεν πετούσε, ούτε κελαηδούσε, όταν όλα είχαν κουρνιάσει μέσα στα φυλλώματα των κυπαρισσιών και η συνάντησή του με τον Σωτήρη Ναυπλιώτη, πρωτοπαλίκαρο του Βάιου στο αντάρτικο θα ξετυλίξει το κουβάρι των γρίφων  και των ένοχων μυστικών.
Στην Απερετζίνα μια μικρή πανέμορφη καστροπολιτεία, που τα σπίτια της κατέληγαν σ’ ένα μικρό αγνάντι, όπου θα παιχθεί η τελική πράξη.






ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ή μεταμορφώσεις του εγώ ως υπαρξιακές επιλογές
          Φωτεινές περιοχές παροχής πληροφοριών εναλλάσσονται με σκοτεινούς θύλακες αβεβαιότητας ως ζυμώσεις του αναπάντεχου. Στο μυθιστόρημά της Βάνας Σμπαρούνη η έννοια του χρόνου χάνει την ευθύγραμμη πορεία της. Παρελθόν, παρόν, μέλλον, οι τρεις αυτοί χρονικοί άξονες συναιρούνται. Ο κόσμος για τη Βάνα Σμπαρούνη είναι απόρροια μιας αποσπασματικής συλλογής αναμνήσεων, ονείρων και εμπειριών που αντιλαμβάνονται τον κόσμο αποσπασματικά, σ’ ένα λαβύρινθο διασκορπισμένων νοημάτων.  Στους κόλπους αυτού του κόσμου, η φωνή του κλασικού αφηγητή διασπάται και μοιράζεται , διαχέεται σ’ όλους τους χαρακτήρες
          Στο επίπεδο της ίντριγκας, ο αφηγητής επιστρέφει στο νησί για μια ειδική αποστολή που θα τον οδηγήσει στα δύσβατα μονοπάτια αναζήτησης  της  δικής του ταυτότητας, Ό,τι αρχικά μοιάζει σαν θρίλερ με φόντο το μεταπολεμικό νησί αποκαλύπτεται να είναι σιγά σιγά μια οικογενειακή τραγωδία: άσβεστα προσωπικά μίση και έρωτες.  Ο βασικοί χαρακτήρες  της Β.Σ., φτιαγμένοι από κομμάτια γεγονότων που συνδέονται μεταξύ τους αλλά που κυρίως  περιβάλλονται από συμβολική άλω, η οποία σχηματίζει το ανάλογο “ηθικό” και διανοητικό πλαίσιο δράσης τους. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της σύνδεσης δίνεται η δυνατότητα της θεώρησης - με τον κώδικα συμβόλων της ψυχανάλυσης- με σκοπό την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δράσης στη βάση του γενετήσιου ενστίκτου.
          Η μυθοπλασία της Β. Σ. περιστρέφεται γύρω από το εγώ ως άλλος, ως οντολογική δυνατότητα. Η προσωπική ιστορία των βασικών ηρώων: Βάϊου Λοϊζου, Φώτη Μπαλτά με αποκορύφωση την εμπειρία του Β παγκοσμίου Πολέμου έχει συμβάλει στη δημιουργία του διώνυμου εγώ- άλλος, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της προβληματικής της συγγραφέα, όπου χαρακτηριστικό της γραφής της είναι η φρίκη αυτού του πολέμου με τις ακραίες εμπειρίες των συνθηκολογημένων και των άλλων των ιδαλγών: η υπαρξιακή ταυτότητα ως δυνατότητα να είσαι άλλος, ο ηθικός  η αν-ηθικος εαυτός σου

Οι Ιδαλγοί

 
          Βάιος Λοίζος δημοκράτης και πατριώτης, αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ, παππούς της Εριέττας, μύστης και λάτρης της ζωής με υπαρχηγό τον Περικλή Δανέζη έκαναν διακοπές στα ξερονήσια, μετά την ήττα της Αριστεράς. Λάτρης και βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κατέκτησε τη μοναδική γνώση να παλεύει δημιουργικά, μάχιμος δικηγόρος πρόσφερε τις γνώσεις αφιλοκερδώς σε κάθε αδικημένο και κατατρεγμένο. 
          Λουκής Δανέζης, έμπιστος φίλος, αιώνια ερωτευμένος με την Εριέττα, με έναν ξοφλημένο γάμο με υπνωμένα αισθήματα που χρόνια κρύβει μέσα του φέρνοντάς τον να αποζητάει απεγνωσμένα σχεδόν κάθε βράδυ διέξοδο στο τσιπουράδικο του καπετάν Μεμά, παλιού ναυτικού που οργώνοντας τις  θάλασσες είχε δει τους ουρανούς του κόσμου με την καρδιά και αφουγκραστεί τους ανθρώπους ανεπιτήδευτα: «Κάθε άνθρωπος έχει έλθει απ’ ένα αστέρι για να ζήσει στον κόσμο αυτό. Το δικό του αστέρι. Και εκεί επιστρέφει όταν πεθαίνει. Εκεί καταλαγιάζει η ψυχούλα του. Εκεί μόνο βρίσκει απάγκιο κι απαντοχή» είναι η δική του θεωρία για το παιχνίδι που λέγεται ζωή και θάνατος.  Ο καπετάν Μεμάς είναι εκείνος που θα εμψυχώσει την Αρετή με λόγια όπως: «έχε εμπιστοσύνη στη ζωή Αρετούλα. Μόνο αυτή ξέρει να μην καταπνίγει την αλήθεια. Να μην τη στραγγαλίζει. Αργά η γρήγορα θα την αποκαλύψει. Υπομονή χρειάζεται και εμπιστοσύνη» 

Αναμέτρηση με την αλήθεια και το δίκαιο

          Αρετή –Δεσμώτης: μια παράξενη και τραγική ιστορία, που πίσω της κρύβονται οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, το κυνήγι του χρήματος και το πάθος για εξουσία. Βγήκε από τη φυλακή, αφού πρώτα πλήρωσε ένα ποσό εγγύησης η Εριέττα, όταν γινόταν αντικείμενο χλεύης, όσο κι αν εξοργιζόταν,  ανταπέδιδε το πετροβόλημά τους με μια βροντερή σιωπή.
          Εριέττα- Αυγή: Θα αναμετρηθεί με το δίκαιο και την αλήθεια αλλά κυρίως με τον ίδιο της τον εαυτό, όταν θα κάνει την πλήρη στροφή προς τα μέσα της, για να βρει τη δύναμη να αναμετρηθεί με το φόβο, σε ένα δύσκολο και μοναχικό δρόμο, μέχρι να βγει στο ξάγναντο, στην εξιλέωση και στη δικαίωση. 

Πράσινη Αχτίδα
 
          Πρωταγωνιστεί επίσης μια έφηβη που ρωτά το αγόρι της «ξέρεις καθόλου για την πράσινη αχτίδα, και ποιος έχει γράψει γι’ αυτή;» Το αγόρι δεν ξέρει και ούτε μοιάζει να ενδιαφέρεται να μάθει. Το κορίτσι του εξηγεί: «Να, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, το τελευταίο πύρινό του μόριο εκπέμπει  μιαν πράσινη αχτίδα. Τυχερός όποιος τη δει έστω και μια φορά» Αναφορά στην τελευταία σκηνή ενός κινηματογραφικού έργου του Ερίκ Ρομέρ, όπου η ηρωίδα μόνη και απελπισμένη περίμενε σε κάποια παραλία να δει την πράσινη αχτίδα. Τελικά όλοι περιμένουμε να δούμε κάποια στιγμή κάτι το μοναδικό και σπάνιο, χωρίς ωστόσο ν’ αναρωτηθούμε ποτέ γιατί στο τέλος αυτό δεν μας φανερώνεται. Ίσως γιατί δεν έχουμε ψάξει μέσα μας να βρούμε το απλό εκείνο μυστικό που εκμυστηρεύτηκε η αλεπού λίγο πριν πει αντίο στον μικρό πρίγκιπα: Βλέπουμε μόνο με την καρδιά. Την ουσία δεν μπορούμε να την δούμε με τα μάτια



 Θηρευτές της αλήθειας

Θεοντόρ Λυζιέν, εκ πεποιθήσεως εργένης που παρά τα εξήντα χρόνια του διατηρεί ακόμη εκείνη τη στόφα του κοσμοπολίτη και τη γοητευτική αύρα του μπον βιβέρ, προβληματιζόταν αν ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο μόνο για να ζήσει και να φύγει ή να έχει και κάποιο προορισμό να επιτελέσει. Παρά τη σφαιρική του μόρφωση δεν είχε καταφέρει να απαντήσει. Δημιουργούσε μακροχρόνιες σχέσεις που κτίζονταν αργά και σταθερά, μέρα στη μέρα, που κρατούσαν στο χρόνο, προκαλούσαν έξαρση της σκέψης και της ψυχής και έβγαζαν κάθε φορά στην επιφάνεια άγνωστα κομμάτια όχι μόνο του δικού του εαυτού αλλά και του άλλου. Δεν ήταν στον χαρακτήρα του να χάνεται σε σκοτεινά, άγνωστα τούνελ του νου και της ψυχής, αναθρεμμένος να βλέπει τη ζωή υπό την οπτική του λογικισμού. …Μπορεί αυτή η πιπίλα να τον βοήθησε στην επαγγελματική του ζωή, όμως στην άλλη του ζωή, εκείνη που είχε να κάνει με τις εσωτερικές διαδρομές της ψυχής και του μυαλού του σχεδόν ποτέ δεν λειτούργησε. Στο μοναστήρι ένιωσε παράξενα σαν να είχε ξανάλθει και αμέσως δημιουργήθηκε μυστικός και γεμάτος έντονους κραδασμούς δίαυλος επικοινωνίας με την ηγουμένη. Η ζωή δεν είναι άλλο παρά ένας συνεχής αιφνιδιασμός ακυρώνοντας ακόμα κι αυτές τις ίδιες τις ερμηνείες των λέξεων. Έρχεται κάποια στιγμή που η βεβαιότητα εξαφανίζεται, λέει ο Θεοντόρ στον Μισέλ «μέχρι χθες είχα έναν εαυτό, ένα όνομα, ένα όνομα στην απόλυτη κατοχή μου, τώρα αναρωτιέμαι ποιος είμαι. Μέσα σε μια νύχτα έχασα μονομιάς όλες τις σταθερές μου και τη θρασύτητα να λέω ότι οι ερωτήσεις λιγοστεύουν μεγαλώνοντας»  και πικρογέλασε.

Φύλακες Άγγελοι
 
          Απέναντι στη Στέλλα Αυγερινού η Εριέττα τηρεί ανθρωπιστική στάση, χωρίς να υπολογίζει τους κινδύνους, γιατί ένιωθε ‘μια πρωτόγνωρη θλίψη για το πλάσμα αυτό, που έμοιαζε με ουρανό δίχως ανατολήΜια γυναίκα που αν και οι πληγές του σώματός της μέρα τη μέρα επουλώνονταν, οι άλλες εκείνες της ψυχής της έμειναν ακόμη σταθερά αφορμισμένες., ώσπου φυγαδεύτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Ρωμανού και φιλοξενήθηκε εκεί ζεστά από τις μοναχές. Έμοιαζε με κέρινη κούκλα, τόσο εύθραστη, που με το πρώτο άγγιγμα θα θρυμματιζόταν, ώσπου βγαίνει από τον κλειστό κόσμο της  σιγοτραγουδώντας ένα τρυφερό νανούρισμα: …Δύο άστρα για προσκέφαλο/τον ουρανό για στρώση/και το φεγγάρι αγγαλιά/το φως του να σου δώσει, /να κοιμηθείς και σ όνειρα/γλυκά να ταξιδέψεις,/ Στης νύχτας το απάντημα/Σαν άγγελος να τρέξεις…Από τη στιγμή της αποκάλυψης του μεγάλου μυστικού της δολοφονίας της μητέρας της από τον Ρένο Κονταξή, υπεράνω υποψίας μεγαλοεπιχειρηματία και γόνο καλής οικογένειας των βορείων προαστίων, η κλεψύδρα αναποδογύρισε και κυριεύτηκε από το αίσθημα της εκδίκησης, αποδείχτηκε πιο αδύναμη από τους αδίστακτους ισχυρούς και κατέληξε στη φυλακή. Ο έρωτας του Καστρινού θα την επαναφέρει στην πραγματικότητα, θα του διηγηθεί τα της εξέγερσης, το πώς έφτασε στο σπίτι της Εριέττας και τη διαφωνία της με την Αρετή που υποστήριζε ότι δεν θέλει μια ελευθερία που δεν μυρίζει αξιοπρέπεια, μια ελευθερία προσωρινή, αλλά επιθυμεί μια δικαιωμένη ελεύθερη ζωή 
          Άλμπα, η οποία με τη δύναμη της ηλικίας της φώτιζε τις δύσκολες στιγμές της καθημερινής  ζωής με νότες αισιοδοξίας. Λέει η μητέρα της : «(είδα) μέσα απ΄τα μάτια της ψυχής της Αλμπα που από την πρώτη στιγμή κιόλας έδειξαν μοναδικά την αθωότητα της Στέλλας. Όλοι οι άλλοι είναι απλώς το άλλοθι της όποιας καθεστηκυίας τάξης, για να γράφει ανενόχλητη στα παλιά της υποδήματα την αξιοπρέπεια οποιουδήποτε αρνείται συνειδητά να μπει στο κοπάδι της. Και απευθυνόμενη στον Λουκή που της λέει: αν σε άκουγε κανείς σίγουρα θα σου έβαζε την ταμπέλα της αναρχικής…του απαντά Να απαρνηθώ τον ανθρωπισμό και τη συνείδησή μου; Κοίτα γύρω σου, ο κόσμος γέμισε από ομαδικούς τάφους συνειδήσεων… Και ο Λουκής τρυφερά την αγκάλιασε: Θα μείνω εδώ κοντά σου πλάι σου να διαταράξουμε μαζί την κοινή ησυχία του βρώμικου αυτού κόσμου. 

Εταιρεία εγκλήματος που με την ανοχή της εξουσίας σκορπά ανενόχλητη φόβο και θάνατο.
 
          Η μαντάμ Στεφανί μια κοκότα πολυτελείας των Αθηνών, η οποία εκτός από φίλη του πατέρα Πλουμπή ήταν και μακρινή θεία του Κυριάκου Μωϋσιάδη διατηρούσε ένα μπορντέλ πολυτελείας που το είχε βαπτίσει πρακτορείο μοντέλων, στην πραγματικότητα αλλοδαπών, που τις προωθούσε στο εξωτερικό για μόντελιγκ δήθεν, μάλλον για να βγάζουν έξω από τη χώρα τα κλεμμένα λεφτά.  Σε αυτό το πρακτορείο εργάστηκε και η Στέλλα Αυγερινού για να εκδικηθεί τον πατέρα της
          Φώτης Μπαλτάς, εμπύημα, απόστημα της κοινωνίας.
          Μ.Μ. Ε Είχαν κατακλύσει τον χώρο της αστυνομίας μετά τον ξεσηκωμό των κρατουμένων, περιμένοντας σαν αρπακτικά με τα μαρκούτσια στο χέρι, έτοιμα να κατασπαράξουν, σαν σφήκες που μυρίστηκαν μέλι. Λίβελλος της συγγραφέα  κατά των δημοσιογράφων: υποτελών και εργαλείων των πλουσίων που βρίσκονται στην εξουσία, το ταλέντο τους ιδιοκτησία άλλων ανθρώπων, γίνονται έτσι μαριονέττες και διανοούμενες πόρνες, το αντίθετο από το quaere Verum που σημαίνει να ζητάς την αλήθεια. 


Οι αδίστακτοι
          Ηλίας Μάντακας λειτουργός έννομης τάξης, εμπλεκόμενος  με τους στυγνούς εγκληματίες της συμμορίας. Η κάθαρση θα αρχίσει με τη σύλληψή του.
          Ανέστης Μίχαλος χωροφύλακας, οσφυοκάμπτης, λακές, έρμαιο και άθυρμα στα χέρια του Σαράντη Πλουμπή. Μήπως τελικά αυτή δεν είναι κι η τύχη κάθε απαίδευτου ανθρώπου διερωτάται η συγγραφέας
          Γιώργης Πλουμπής που αναρριχήθηκε κοινωνικά και οικονομικά επί Χούντας, είχε το θράσος να αυτοβαπτιστεί αντιστασιακός και να διεκδικήσει έδρανο στη βουλή μετά την πτώση της δικτατορίας.
          Σαράντης Πλουμπής διαρρήκτης, βανδαλίζει, καταστρέφοντας τους πίνακες της Εριέττας, αλλά η άρρωστη ψυχή του τον οδηγεί σε μια άλλη αποτρόπαιη πράξη, στον αποκεφαλισμό των περιστεριών, στην αδίστακτη πράξη του αυτή η   Εριέττα και η Αρετή διατηρούν την ψυχραιμία τους.
 Ατμόσφαιρα μυστηρίου και υπαρξιακής αγωνίας
          Η Βάνα Σμπαρούνη χρησιμοποιεί την τεχνική της άμεσης έκθεσης, που, ενώ μοιάζει να είναι παραδοσιακή αφήγηση, αποδίδει στην ιστορία ταχύτητα και συγκέντρωση, βασίζεται στην αρχή της αφηγηματικής συντομίας, δηλαδή υποκαθιστά την αναλυτικότητα με μια συμπύκνωση γύρω από έναν άξονα ενός καθοριστικού γεγονότος:  της αναζήτησης της αλήθειας, το οποίο θα λειτουργήσει σαν ένα κατώφλι της ιστορίας, στη βάση του οποίου θα τονιστεί η πολυπλοκότητά της. Η περιβάλλουσα ατμόσφαιρα μυστηρίου που υποβάλλεται διαμορφώνει τις ανάλογες αναγνωστικές αναμονές
          Κάθε φορά που το υποκείμενο της εμπειρίας βρίσκεται σε συγκινησιακή περίσταση, στίχοι τραγουδιών Μαυρουδή, Ανδρέου, ποιημάτων Νερούντα, Βρεττάκου, Δημουλά, νανουρίσματα, σταγόνες σοφίας και τραγούδια όπως αυτό του Ν. Μαυρουδή: Κάθε μια νύχτα είναι μόνο μια σελίδα/μέσ’ το βιβλίο της ζωής μας το κλειστό/που κάθε λέξη έχει κλέψει μιαν ελπίδα/κι αντί μελάνη έχει γραφτεί μ΄ε΄να λυγμό, και τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες/και τι ψυχή έχεις και συ να μ’ αρνηθείς, είμαστε οι δύο μας μες΄ τον κόσμο δυο σταγόνες/και συ μια θάλασσα ζητάς για να χαθείς/ αναβλύζουν και δημιουργούν ένα χώρο  μνημονικό, φαντασιωτικό, φευγαλέο αλλά σημαντικό στη λειτουργία του,  αφού υπ-αινίσσεται το ψυχικό κλυδωνισμό και διχασμό των βασικών χαρακτήρων.
          Σε καλειδοσκοπικό σκηνικό κινεί η Β. Σ τους χαρακτήρες της, που συν-είρονται από ιδέες και πράξεις, συνεπής στην παράδοση που ανήκει, αποτελεί μέρος του καλλιτεχνικού συνόλου το οποίο επιτυχώς υπηρετεί 



 Αποτίμηση
          Η παθογένεια της αστυνομίας, του δικαστικού και «σωφρονιστικού» συστήματος  όπως και της μικρής στενόμυαλης κοινωνίας που ο,τι δεν αντιλαμβάνεται το απαξιώνει και επιδίδεται σε ένα ανθρωποκυνηγητό μια και το ποσό της επικήρυξης δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο που βίωνε όπως και άλλοι τόποι, τον σύγχρονο κοινωνικό και οικονομικό μεσαίωνα που είχαν επιβάλλει δόλια οι υποταχτικοί και λακέδες των διεθνών τοκογλύφων, δικηγόροι όπως ο Ρουμπάνης πουλημένοι στους πολιτικάντηδες, που υπακούουν στις άνωθεν εντολές, σε αντίθεση με  κάποιους άλλους όπως ο Λουκής που παλεύουν για το δίκιο,  είναι στο στόχαστρο και στο πεδίο βολής της συγγραφέα
           Οι ψυχικοί βασανισμοί-δικοί τους και των άλλων- και η αμείλικτη συμπεριφορά του υπόκοσμου, διαπερνά τη μυθοπλασία της Β. Σ.  και τη «στοιχειώνει».  Το Ξύλινο Βήμα της Αυγής είναι ένα μυθιστόρημα που επιτυγχάνει να γειώσει όλα αυτά τα στοιχεία σε μια σύνθεση που ακόμη  κι αν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με τη στενή έννοια ρεαλιστική, βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με ό,τι είθισται να αποκαλείται πραγματικότητα.
          Οι χαρακτήρες της Β. Σ.  κινούμενοι σε μια «διακειμενική ζώνη», η οποία συγκροτείται από δάνεια χαρακτήρων, αλλά και θεμάτων και μοτίβων, λειτουργούν ως πυρήνες μυθοπλασίας, υπηρετώντας το ευρύτερο «σχέδιό» της. Πρωταγωνιστής, «ανταγωνιστής» και «καταλύτης» δραστηριοποιούμενοι ως  στοιχειακές δυνάμεις στην εμφανή πλοκή αλλά και στον ιστό της,  είναι χαρακτήρες πλασμένοι από τους δαίμονες και τους αγγέλους που εγκατοικούν μέσα μας  και σαν τέτοιοι χρεώνονται στη συνείδηση όλων μας. 

Εν κατακλείδι
 
Ενοποιητικό στοιχείο αυτού του πολύμορφου και κατακερματισμένου εγώ, η λογοτεχνία με μορφή παραθεμάτων από τον Βρεττάκο μέχρι τον Νερούντα ή αναφορών δημιουργεί έναν ιστό ταυτότητας  και αλληλεγγύης μεταξύ των μυθιστορηματικών προσώπων. Το βιβλίο είναι διάτρητο από τις συνειδήσεις των άλλων, ζει τις ζωές των άλλων, πεθαίνει τους θανάτους των άλλων… Στο Ξύλινο Βήμα της Αυγής, ο ανθρώπινος στόχος δέχεται σφαίρες, αλλά είναι αμφίβολο  αν πεθαίνει
          Η Βάνα Σμπαρούνη αντλεί τη θεματολογία της από όλες τις μορφές της κλασικής λογοτεχνίας αλλά και «λαϊκής» μυθολογίας, χωρίς ταμπού: Ντοστογιέφσκι, κόμικς, εξώφυλλα περιοδικών, διαφημιστικές αφίσες, αστυνομικό μυθιστόρημα…
          Στους παραδοσιακούς τύπους μυθοπλασίας επ-αν-έρχεται η Β.Σ που είναι φαινομενικά μόνο εξαντλημένοι υιοθετώντας τους  με σκοπό ε ι ρ ω ν ι κ ό.  Σε αυτή την περίπτωση η συγγραφέας χρησιμοποιεί τις αναμονές που δημιουργούνται στον αναγνώστη επιδιώκοντας να φωτίσει αυτό που ενδιαφέρει κάθε μυθιστοριογράφο: την κατά-νόηση της εποχής του.  Λανθάνει η εξέταση των βασικών χαρακτήρων και της συνάφειάς τους με εμάς και των αντιστοιχιών  που υπάρχουν ανάμεσα σε εμάς και σε αυτούς. 










Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Μανώλης Αναγνωστάκης, ένας απ' τους κορυφαίους ποιητές μας..

Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας απ' τους κορυφαίους ποιητές της μεταπολεμικής Ελλάδας...
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.


(Το ποίημα γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή)

Βιογραφία
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του.
“Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες. (Στόχος, 1970)”
Η υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Μανόλη Αναγνωστάκη
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς “Δεν είναι τυχαίο ότι μοιράζονται ως ποιητές, πέρα από τις όποιες διαφορές στη γλώσσα, έναν αγωνιώδη μόχθο για το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης, για να καταλήξουν στη διαπίστωση που θα τους απορυθμίσει: η «ποιητική λειτουργία» είναι τόσο περιθωριακή όσο και αναποτελεσματική.”.
“Η έντονα υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Αναγνωστάκη – ιδίως της ποιητικής παραγωγής του πριν από το Στόχο, που όντως είναι η πλέον πολιτική του ποιητική κατάθεση – γίνεται αισθητή ως επισήμανση σε ορισμένες προσεγγίσεις όπως των Γιάννη Δάλλα, Στέφανου Μπεκατώρου, Άννας Τζούμα, Αλέξανδρου Αργυρίου, Βιτσέντζο Ορσίνα, ενώ στο μελέτημα του Νάσου Βαγενά
«Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη» το ζήτημα τίθεται ρητά, με πειστικότητα και διαύγεια: «Δεν γνωρίζω άλλον Έλληνα ποιητή», τονίζει ο Βαγενάς, «με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο, που να διοχετεύει τόσο λίγα από τα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο ( το φαινόμενο θα πρέπει να οφείλεται κατά κύριο λόγο, στην υψηλή αισθητική συνείδηση του Αναγνωστάκη)».”
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων Με πένθιμο χρώμα […] …Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή Που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] ( Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
“Αυτός είναι ο Χάρης” λέει ο ποιητής δείχνοντας μια φωτογραφία με ένα τσούρμο νεαρών ανδρών. Το ποίημα Χάρης 1944 δε μας εισάγει στο κλίμα του θανάτου αλλά αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές “συγκέντρωσης” αυτού του κυριαρχικού “συστατικού”. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τα ποιήματα Εδώ…, Όταν τα βράδια…, καθώς και το σημείωμα της σελ. 12 από το Περιθώριο ’68-’69. Η αγάπη είναι ο φόβος… και το σημείωμα της σελ. 34 από το Περιθώριο ’68-’69 παρατίθενται ως συμπληρωματικά μαζί με τα υπόλοιπα ποιήματα.
Εκτός από τις ποικίλες προσεγγίσεις ολόκληρου του κύκλου που κλείνει με τις Εποχές 324, το σημείωμα της σελ. 34 μας φανερώνει τη στάση ζωής του Μανόλη Αναγνωστάκη αλλά και το βλέμμα προς τους “άλλους” αυτούς που δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, ακόμη και προς τους Επιγόνους, αυτούς που “Λιθοβολούν τους ξένους,” και “θύουν σ’ ομοιώματα”. Ο “σπαραγμός του πνεύματος του ποιητή” στο ποίημα Σκυφτοί περάσανε…καθρεφτίζει την πιο βαθιά υπαρξιακή αγωνία. […] ( Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύ- μηση επάνω; Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θα- λασσα της λησμονιάς; ) Μη ύπαρξη – θάνατος – για τον ποιητή, τον κάθε ποιητή, είναι και η σιωπή. Το θέμα της σιωπής του Αναγνωστάκη πραγματεύονται συχνά οι αναφερόμενοι στο έργο του.
“ Ο Αναγνωστάκης”, γράφει ο Γιώργος Καφταντζής το 1955, “τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο. Προειδοποιεί τον κίνδυνο.”. Όπως στο ποίημα Αφιέρωση ή το σημείωμα της σελ. 13 από το Περιθώριο ’68-’69. Και απαντά σ’ αυτόν τον κίνδυνο πάλι με ποίηση η οποία, όπως επισημαίνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου σταχυολογώντας τον ποιητή, είναι “απόδειξη, όχι επίδειξη”.
Πηγή: Βικιπαίδεια


Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!
Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε
καὶ τὶς γυναῖκες μας

Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.
Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;
Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω
τὰ χαρτιά μας

Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!

Σκυφτοί περάσανε…

Σκυφτοί περάσανε και φύγανε, δειλοί, μ’ έναν ίσκιο στα μάτιαΟύτε ένα μαντίλι ανεμίσανε —ξέραμε το χαιρετισμό τους—Η σκόνη μπήκε στα σπίτια μας από τα πέταλα των αλόγωνΦτάνουνε τόσο μικρές οι εποχές που δεν έχουν τον καιρό να φωτίσουν τη σιωπή μας.5Είναι που όλοι οι χειμώνες περάσανε και διαβαστήκαν όλα τα βιβλίαΣαν τις διαβατικές γυναίκες που παραλλάζουνε τ’ όνομα.Εμείς πιστεύουμε εκεί που ένας άλλος θα τ’ απόδιωχνε σαν ένα όνειρο κακόΣα μια νεροποντή που τον βρήκε στη μέση του κάμπουΣα μια φρικτή περιπέτεια που ξεβιδώνει το λογικό του10Η μνήμη τους είναι το πόδι που νοσταλγεί ο ανάπηροςΕίναι η σπασμένη θερμάστρα στο γεναριάτικο δωμάτιοΕίναι τα φύλλα που στοιβάζονται και ξεθωριάζουν στο συρτάρι.Ακούοντας τα παιδιά να τραγουδούν στο δρόμο ξένοιασταΣκεφτόμουν αν αυτό στ’ αλήθεια είναι η προϋπόθεση της γαλήνης15Μιας κάποιας ανάπαυλας με μόνη την ευθύνη της αδιαφορίαςΉ μήπως όταν οι στρατιώτες επιστρέφουνε με τελευταίαν ελπίδαΈνα λευκό σεντόνι χωρίς αίμα, όταν ο ταξιδιώτηςΑκούει τα μακρυσμένα βήματα του γέρικου πιστού του σκύλου.Όμως μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογής20Δεν προφταίνουμε ν’ αγαπήσουμε έναν άνθρωπο κι ύστερα τον χάνουμεΠεθαίνει μια μέρα και μαθαίνεις το θάνατό του απ’ τις εφημερίδεςΦεύγει —«τέλειωσαν όλα»— κι εσύ δεν έχεις ακόμα γνωρίσει την αρχήΨάχνεις μια θύμηση μαζί του (…το τελευταίο βράδυ που βρεθήκαμε στο καφενείο Φ…)Δεν ξέρεις ποιά ζωή σ’ αξίζει και ταξιδεύεις άσκοπα.25Α! πώς ψεύτισαν όλα! Αφήσανε στους δρόμους τα χαλάσματα δεν τα προσέχει πια κανείςΣέρνονται τα παιδιά ξυπόλυτα ούτε που τα γνωρίζουν οι μανάδεςΣτους τάφους τα λουλούδια μαραθήκανε και τα σαπίζει η βροχήΤα σπίτια χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμέναΔείχνουνε τις πληγές στα στήθια τους και ζητιανεύουν τα κορίτσια30Τα κάρα βούλιαξαν στη λάσπη και πεθάναν οι αμαξάδεςΚι οι μαστροποί ποιητές βουβοί τρέμαν τις νύχτες στα κατώφλια.Μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογήςΑξίζει τέλος να σταθείς τύψη με τύψη—Και, Θε μου, πόσος λυρισμός μέσα στο ανέκφραστο35Κι είχα μέσα μου ακόμα τόσες εικόνες που ζητούσαΦυλαχτά τόσων πολύτιμων κρυφών αναδρομών—Δεν το ’ξερα πως ήμουν πλασμένος νά ’ρθω μια μέραΠίσω στα σκονισμένα μονοπάτια να κοιτάξω κατάματαΤη φλεγόμενη πόλη τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους40Να κλάψω κι εγώ για τους ανθρώπους που δε γνώρισαΓια τις πικρές γυναίκες που δε φίλησα ποτέ μουΓια τα σπασμένα χέρια των παιδιών που με κλοτσούσανΝα κάτσω στην πιο μαύρη πέτρα και να σκεπάσωΤο μαραμένο μου πρόσωπο με λιπόσαρκα χέρια45Να μάθω ξένα ονόματα και ξένες προσευχέςΝα κρατήσω σφιχτά στα χέρια μου λίγο χώμα θυσίας.
(Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση επάνω;Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θάλασσα της λησμονιάς;)Άκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χτες από το πληκτικό νοσοκομείο50Ανάμεσα στα βρόμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμέναΠλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σουΤα ξίφη διασταυρώνονται σε ματωμένες αστραπέςΟ θάνατος είναι κι αυτός μια περασμένη αφήγησηΚι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.55«Με μια κατάμαυρη σκιά…». Κι εγώ σκεφτόμουνΠεδιάδες με μαύρα άλογα και πλοία λευκά στη θάλασσαΚι εγώ σκεφτόμουν μια φευγαλέα μορφή που μου ’χε γνέψειΔεν ξέρω αν σ’ ένα χαμένο μου όνειρο ή στα παιδικά μου χρόνια.

Ποιητική

— Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
— Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.


Η ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι στίχοι του φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως. Η δύναμη του ποιητικού του έργου, υπερβαίνοντας τις κομματικές ταμπέλες, κατάφερε να εκφράσει την αβεβαιότητα, την αποξένωση, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής.
Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.
 Πηγή:tvxs


Δρόμοι Παλιοί 
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε


Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

7 Μάρτη 1944 Το χρονικό της μάχης της Κοκκινιάς

 Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία.
Κικέρων, 106-43 π.Χ., Ρωμαίος ρήτορας & πολιτικός




70 χρόνια απ' τη μάχη της Κοκκινιάς...
Το χρονικό της μάχης...

 "Όλοι στην Κοκκινιά περίμεναν ποια θα είναι η απάντηση των Ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να εισβάλουν στην πόλη».
Ο ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά ήταν σε επιφυλακή και από πολύ αργά το βράδυ οι μαχητές του είχαν λάβει θέση μάχης και περιφρούρησης της πόλης. Η διάταξη των διμοιριών του ΕΛΑΣ ήταν σε σχήμα «Λ». Ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στο Κουτσουκάρι και τα Γερμανικά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στις εργατικές πολυκατοικίες, την Παιδική Στέγη και τα Άσπρα Χώματα. Η κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ έχει οχυρωθεί στη βόρεια πλευρά από το Περιβολάκι (πλατεία Δαβάκη) και είναι το 3ο τάγμα του Γιάννη Πισσάνου. Ακριβώς πίσω από την πλατεία βρίσκεται και η κλινική του Χρυσοχέρη, στην ταράτσα της οποίας είχε στηθεί το οπλοπολυβόλο του ΕΛΑΣ με ευθύνη της διμοιρίας του Κώστα Διαμαντή.
Από τις 5:00 το πρωί υπάρχουν κινήσεις των κατακτητών γύρω από όλη την πόλη. Στις 5:45 περίπου 40 γερμανοτσολιάδες εντοπίζονται στη Θηβών στο ύψος της οδού Καραϊσκάκη. Στις 6:00 το πρωί 4 φορτηγά με Ναζί καταλαμβάνουν τις θέσεις στην πλατεία Κουτσικαρίου και δειλά-δειλά προσπαθούν να μπουν στην Κοκκινιά.

Στις 6:05 ακούγεται η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ από το Περιβολάκι, που σημαίνει τη γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Σε κάθε στενό της Κοκκινιάς, γύρω από Περιβολάκι, οι μάχες είναι απερίγραπτες, πολλές φορές σώμα με σώμα. Γίνεται μάχη για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Οι θέσεις και οι γωνιές των οικοδομικών τετραγώνων αλλάζουν συνεχώς μεταξύ επιδρομέων και μαχητών του ΕΛΑΣ.
Ο  ΕΛΑΣ αρχίζει να υποχωρεί λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Από τη μεριά του Δημαρχείου γερμανοτσολιάδες μπαίνουν στην πόλη. Τους αντιμετωπίζουν μαχητές του 3ου Τάγματος με ένα οπλοπολυβόλο και πέντε χειροβομβίδες που ρίχνει ο Στέλιος Καρδάρας και τους απωθούν πάλι πίσω. Στην διάρκεια της ΕΛΑΣίτικης επίθεσης, πίσω από τον κινηματογράφο  Ορφέα, σκοτώνεται ο ταγματάρχης των γερμανοτσολιάδων Λαζάρου, 8 γερμανοτσολιάδες 3 χωροφύλακες και υπάρχουν 20 τραυματίες. Λάφυρα για τον ΕΛΑΣ μια μοτοσικλέτα και ένα πολυβόλο Τόμσον. Το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ φυλάει στην οδό Καραϊσκάκη, φαίνεται όμως ότι δεν έχει πυρομαχικά να κρατήσει πολύ ακόμα. Αντέχει μέχρι τις 10:30.

Μέχρι τις 11:00, η αντίσταση του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί. Τα πυρομαχικά είναι ελάχιστα. Οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τις θέσεις στο περιβολάκι. Την ίδια ώρα, 15 Γερμανοί προσπαθούν να εισβάλλουν από την οδό Καραϊσκάκη οπλισμένοι με όλμους και πολυβόλα. Τους απωθεί το 2ο τάγμα με ελάχιστα πυρομαχικά. Οι πυροβολισμοί του ΕΛΑΣ είναι σποραδικοί για οικονομία πυρομαχικών αφού αυτά έχουν εξαντληθεί.
Στις 11:00 παίρνεται η απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και αν χρειαστεί ακόμα και με πέτρες ή με τα χέρια. Η αντεπίθεση έχει στόχο την πλατεία στο περιβολάκι που έχει καταληφθεί από Ναζί.

Η διμοιρία του Θοδωρή Μπιζάνη μαζί με το Στέλιο Καρδάρα επιτίθεται από την οδό Καραϊσκάκη, η διμοιρία του Μιχάλη Ραφαηλάκη από την οδό Κονδύλη, η διμοιρία του Θωμά Σεβίλια από την οδό Κυδωνιών, από τη μεριά της Λαοδίκειας, και η διμοιρία του «μπάρμπα Γιώργου» από το γήπεδο που γίνονταν η λαϊκή αγορά (πίσω από την εκκλησία της Παναγίτσας).

Γερμανοί έχουν εγκατασταθεί σε κτίριο της οδού Λαμψάκου, παρακολουθούν τη μάχη και με όλμους βάλουν συνεχώς κατά των αντεπιτιθέμενων Κοκκινιωτών.Η αντεπίθεση του ΕΛΑΣ και του λαού της Κοκκινιάς κρατά περίπου μέχρι τις 13:30. Οι Γερμανοί παρά την υπεροπλία τους και τα αρκετά πυρομαχικά αιφνιδιάζονται και σιγά-σιγά αφήνουν τις θέσεις τους. Οπισθοχωρούν συντεταγμένα προς τον Αη Γιώργη του Κορυδαλλού και τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας. Εκεί ταμπουρώνονται μέσα στο σχολείο που υπήρχε πάνω από τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας (στη συμβολή των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού σήμερα).
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ δεν έχουν καθόλου πυρομαχικά για να αντεπιτεθούν, ενώ ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος αφού η Κοκκινιά έχει κυκλωθεί από περίπου 1800 Ναζί.

Στις μάχες της 7ης Μάρτη σκοτώνεται και ο λοχαγός του ΕΛΑΣ  Γιώργος Βογιατζής και το πτώμα του το κρεμάνε οι ταγματασφαλίτες σε ένα δέντρο στη συμβολή των οδών Ιωνίας και Κασταμονής.

Η σχετική έκθεση του 6ου συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι οι εισβολείς είχαν 34 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχασε 8 παλικάρια και τραυματίστηκαν 20. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι ο οπλισμός που διέθετε ο ΕΛΑΣ και με τον οποίο αντιστάθηκε στις μάχες ήταν 42 περίστροφα, 1 οπλοπολυβόλο με 1300 σφαίρες, 1 πολυβόλο Τόμσον με 50 φυσίγγια και 50 χειροβομβίδες..."

*γερμανοτσολιάδες / ταγματασφαλίτες: ντόπιοι επί πληρωμή συνεργάτες των Ναζί. Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν υπό τις απόλυτες διαταγές των φασιστών. Υπό το πρόσχημα της αποτροπής του κομμουνισμού συμμετείχαν σε πάμπολλες εγκληματικές ενέργειες και έγιναν ιδιαιτέρως μισητοί από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Φορούσαν στολή Μακεδονομάχου και γι' αυτό έγιναν γνωστοί ως «Γερμανοτσολιάδες» ή «Ράλληδες».
(Aπό το Χρονικό  Μνήμης του Δήμου Νίκαιας "Τo Μπλόκο της Κοκκινιάς", 2004)
Πηγή: pasamontana, tvxs

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...