Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Τα παλιά καφενεία και στέκια της Αθήνας...



Μια νοσταλγική ...βόλτα στα ιστορικά καφενεία και στέκια των λογοτεχνών στην παλιά Αθήνα....Καλή περιήγηση....






Ιστορικά καφενεία της Αθήνας: Τα στέκια των λογοτεχνών
Με την καθιέρωση της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεαρού Βασιλείου της Ελλάδος μαζί με τον νεοκλασικισμό θα εισαχθεί από την Ευρώπη και η μόδα των καφενείων. Σύντομα τα ευρωπαϊκού τύπου καφενεία θα αντικαταστήσουν τους τουρκικούς καφενέδες και θα παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στην νεώτερη αθηναϊκή ιστορία.Τα πρώτα ευρωπαϊκά καφενεία θα κάνουν την εμφάνιση τους αρχικά στην οδό Αιόλου, όπου και το καφενείον "Η Ωραία Ελλάς" των σχολικών μας βιβλίων. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου αλλά και μεταπολεμικά την σκυτάλη θα πάρουν τα βουλεβάρτα της Αθήνας,  τα οποία θα κοσμήσουν με την παρουσία τους καφενεία που θα εξελιχθούν σε κοσμικά και λογοτεχνικά στέκια. Από τα θρυλικά αυτά στέκια σήμερα ελάχιστα επιβιώνουν, καθώς τα περισσότερα έκλεισαν και τα κτήρια που τα στέγαζαν κατεδαφίστηκαν, όμως τα έργα των θαμώνων τους συνεχίσουν να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Κοσμικά Καφεζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου

Καφενείο του Γιαννάκη, αρχές 20ου αι (Σκίτσο: Κατερίνα Συνοδινού)
Από τις αρχές του εικοστού αιώνα το βουλεβάρτο της Πανεπιστημίου φιλοξενούσε πλήθος εστιατορίων, καφενείων και ζαχαροπλαστείων όπως το «Πανελλήνιον», το «Ηνωμένα Βουστάσια» και το ζαχαροπλαστείο του «Πετρίτση», το οποίο απαθανάτισε σε πίνακα του ο Παύλος Μαθιόπουλος. Τόσο κατά το Μεσοπόλεμο όσο και κατά τις δεκαετίας του ‘50 και του ’60, η κοσμική Αθήνα θα συνεχίσει να συγκεντρώνεται στα πολυτελή εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία της Πανεπιστημίου όπως το «Ιντεάλ», και το «Piccadilly», του οποίου την κόκκινη φωτεινή επιγραφή από νέον είχαν αποκαθηλώσει οι φοιτητές σε διαδήλωση για το Κυπριακό, μετονομάζοντας το σε «Κύπρος». Άλλα γνωστά ζαχαροπλαστεία ήταν το «Ρωσικόν» στην Πανεπιστημίου και το «Πέτρογραδ» στην Σταδίου (αρ. 29) τα οποία είχαν ανοίξει κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου από ρώσους πρόσφυγες. Το Πέτρογραδ άνοιξε το 1935 από τον πατέρα του γνωστού συνθέτη και πιανίστα Νίκυ Γιάκοβλεφ, και τους
 τοίχους του διακοσμούσαν έργα Ελλήνων αλλά και ξένων ζωγ-
ράφων. Έκλεισε το 1969 όταν το κτήριο όπου στεγαζόταν (ιδιοκτησίας ΤΣΑΥ) κατεδαφίσθηκε.

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στο τραγούδι του «The Fucking Fifties» (μια άριστη τοπογραφία της αστικής Πανεπιστημίου του 1950) αναφέρει μαζί με το «Ρωσικόν» και το «Ζαχαροπλαστείο του Τσίτα». Ο «Τσίτας» ιδρύθηκε το 1888 στην οδό Σταδίου και το 1906 μετακομίζει στην Πανεπιστημίου (αρ. 43). Τόσο κατά τον Μεσοπόλεμο, όσο και κατά τη δεκαετία του 1950, ο «Τσίτας» απασχολούσε συνολικά 180 άτομα, ενώ ο εξοπλισμός που διέθετε (μηχανές εσπρέσο, αποχυμωτές, ζυμωτήρια) ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Ανάμεσα στις πρωτοπορίες του Τσίτα ήταν και τα τσιπς, τα οποία πωλούνταν σε τεράστιες σακούλες. Ο «Τσίτας» έκλεισε μετά την παρακμή του που ακολούθησε η έντονη φημολογία για την ανεύρεση από την Υγειονομική Υπηρεσία ενός τρωκτικού μέσα σε μία κατσαρόλα με σιρόπι. Την μοίρα του Τσίτα θα ακολουθήσουν τα περισσότερα παλιά αθηναϊκά καφεζαχαροπλαστεία που θα κλείσουν το ένα μετά το άλλο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με πολλά από τα κτήρια που τα στέγαζαν να κατεδαφίζονται. 

Λογοτεχνικά Καφενεία, από το Πανεπιστήμιο μέχρι την πλατεία Συντάγματος



«Στα γυμνά μαρμαρένια τραπέζια του τ' ανήσυχα νιάτα σχεδιάζανε την πορεία τους»1

Το καφενείο «Μαύρος Γάτος» βρισκόταν στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού, δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά, και σε χώρο ημιυπόγειο.  Ιδρύθηκε το 1917 από τον Κερκυραίο Ιωάννη Σπαταλά, αδελφό του ποιητή Γεράσιμου Σπαταλά (1887-1971) και ονομάσθηκε έτσι από το αντίστοιχο φιλολογικό καφενείο του Παρισιού το «Chat Noir». Το καφενείο έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την περίοδο 1918-1919 και ταυτίστηκε με τον αθηναϊκό μποεμισμό, καθώς εκεί σχεδιάζονταν εκδόσεις, γίνονταν παρουσιάσεις βιβλίων, καλλιτεχνικές και πολιτικές ζυμώσεις. Ο «Μαύρος Γάτος» άρχισε να αστυνομεύεται, καθώς εκεί συναντιόταν  τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών», για να κλείσει οριστικά. Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Τέλλος Άγρας, Δημοσθένης Βουτυράς, Φώτος Γιοφύλλης, Κλέων Παράσχος, Λάμπρος Πορφύρας, Σωτήρης Σκίπης, Δ. Ταγκόπουλος, Ρώμος Φιλύρας, Κώστας Βάρναλης, και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης.


«Βρήκαμε την ευκαιρία σε ένα χώρο ουδέτερο, χωρίς καμία ατμόσφαιρα, να καθόμαστε και με την συζήτηση να δημιουργούμε ατμόσφαιρα»2

Οι Αδελφοί Λουμίδη άνοιξαν το γνωστό «Πατάρι του Λουμίδη»  το 1938 ως συμπλήρωμα του καφεκοπτείου που βρίσκονταν στο ισόγειο του κτηρίου, στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου, δίπλα στην στοά Νικολούδη. Σύντομα το πατάρι συγκέντρωσε τον καλλιτεχνικό, τον λογοτεχνικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας, αφού βρισκόταν σε επίκαιρη θέση, κοντά σε γραφεία εφημερίδων, θέατρα και δίπλα ακριβώς στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας».  Στο πατάρι, τα τραπέζια ήταν διατεταγμένα σε σχήμα πι (στα αριστερά κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι, ενώ οι συγγραφείς μαζεύονταν στο βάθος). Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις, Μίλτος Σαχτούρης, Μιχάλης Κατσαρός, Μικης Θεοδωράκης, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης,  Ανδρέας Εμπειρίκος, Ελένη  Βακαλό, Τάκης Σινόπουλος κ.α.


«Το πεζοδρόμιο έμοιαζε σαν παρτέρι µε λουλούδια, έτσι όπως τα στόλιζε το πολύχρωμο πλήθος των κομψών γυναικών που έπαιρναν τα ορεκτικό τους»3

Το καφεζαχαροπλαστείο «Ζοναρ’ς» στεγάζεται στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, έργο των αρχιτεκτόνων Βασίλη Κασσάνδρα και Λεωνίδα Μπόνη που ολοκληρώθηκε το 1938 και συνδυάζει Art Deco και κλασικιστικά στοιχεία. Απόρροια της πρόσφατης ανακαίνισης του μεγάρου ήταν και η επαναλειτουργία του καφενείου Ζόναρ’ς, το οποίο είχε παύσει τα λειτουργία του στις αρχές του 2000 (είχε ήδη αρχίσει να χάνει την αίγλη του μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη του Κάρολου Ζωναρά το 1968). Ο Ζωναράς, Έλληνας της Αμερικής, επιστρέφει στην Ελλάδα για να ανοίξει στο 1934 το «Ζόναρ’ς»  το οποίο στεγάστηκε αρχικά στη γωνία Πανεπιστημίου και Κριεζώτου, για να μεταφερθεί το 1940 στο ισόγειο του Μεγάρου του ΜΤΣ. Το «Ζόναρ’ς», ένα από τα πολυτελέστερα καφενεία της πρωτεύουσας, ήταν γνωστό για τα γλυκά του, όπως το παγωτό «Σικάγο» που λέγεται ότι δημιουργήθηκε εκεί. Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γεώργιος Ράλλης,  Φρέντυ Γερμανός κ.α. Γνωστές προσωπικότητες που επισκέφθηκαν την Αθήνα όπως ο Άντονι Κουίν, η Σοφία Λόρεν και ο Χόρχε Λούις Μπόρχες δεν παρέλειψαν να το επισκεφθούν.  



Δίπλα στο «Ζόναρ’ς», στεγάστηκε το ζαχαροπλαστείο του Φλόκα. Οι θεσσαλονικείς αδελφοί Φλόκα, επιχειρηματίες σοκολάτας, άνοιξαν το 1938 το πρώτο τους ζαχαροπλαστείο στην Αθήνα στην οδό Κοραή, στο μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, ενώ το 1940 θα ανοίξουν το δεύτερο κατάστημά τους στο μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Ο Φλόκας όπως και το διπλανό του «Ζόναρ’ς», θα σταματήσουν τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου για να ξανανοίξουν μεταπολεμικά, το 1952. Λίγο πριν αναστείλει της λειτουργία του Γερμανοί στρατιώτες φωτογραφίζονται να πίνουν στα τραπεζάκια του. Σύντομα ο Φλόκας άνοιξε υποκαταστήματα στη Φωκίωνος Νέγρη, στη Βασιλίσσης Σοφίας και αλλού, απευθυνόμενος πάντοτε στην μεγαλοαστική τάξη. Το κατάστημα στο μέγαρο του ΜΤΣ Έκλεισε το 1987. Στου Φλόκα σύχναζαν το τότε πρωθυπουργικό ζεύγος Κωνσταντίνος και Αμαλία Καραμανλή,  ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος έβρισκε το γειτονικό «Ζόναρ’ς» «άσχημα φωτισμένο και επιπλωμένο πρόστυχα», ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις κ.ά. Ειδικά οι δυο τελευταίο είχαν και δικό τους, ξεχωριστό τραπέζι στο πατάρι.



«Τασία - έναν καφέ παρακαλώ»4

Ο γνώστης του καφέ Ευάγγελος Σαραβάνος, μετά από χρόνια στη Βραζιλία και στην Αλεξάνδρεια, αποφάσισε να ανοίξει καφενείο και στην Αθήνα. Το «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου είχε ως σήμα κατατεθέν την εξαιρετικής ποιότητας καφέ (εδώ πρωτοήπιαν οι Αθηναίοι espresso), και τα εξαιρετικά γλυκά. Το Μπραζίλιαν κατά τις δεκαετίας του ’50 και του ’60 παραγκωνίζει  σταδιακά άλλα λογοτεχνικά στέκια, όπως το «Πατάρι του Λουμίδη». Στην καθιέρωση του «Μπραζίλιαν» ως λογοτεχνικού στεκιού συνέβαλε και η γειτνίασή του με το βιβλιοπωλείο «Πυρσός». Την ακμή του Μπραζίλιαν ανέκοψε η δικτατορία του 1967, καθώς αρκετοί από τους επιφανείς θαμώνες του είτε μετακόμισαν στο εξωτερικό είτε απλώς σταμάτησαν να το επισκέπτονταιΣυχνός θαμώνας του Μπραζίλιαν ήταν  ο Κώστας Ταχτσής, το ποίημα του οποίου «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», εικονογραφημένο από τον Γιάννη Τσαρούχη,  κοσμεί τον τοίχο του σημερινού Μπραζίλιαν στον αριθμό 10 της οδού  Βαλαωρίτου, όπου μεταφέρθηκε το 2007. Το σημερινό Μπραζίλιαν διατηρεί στους τοίχους του τις 45 φωτογραφίες του Αλέκου Φασιανού, στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει πολλούς από τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες που σύχναζαν εδώ, όπως τους περιγράφει ο Κώστας Ταχτσής:



 "Το 48-49, μια σταλιά μαγαζάκι ήταν – είναι ακόμα – μα ανάμεσα στους θαμώνες που συνωθούντο στα λίγα τετραγωνικά του μέτρα ήταν και καμιά δεκαριά άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας άλλος, θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άνετα την πνευματική Ελλάδα, με όλα της τα ελαττώματα αλλά και με όλες της τις αρετές: ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις και άλλοι, που περιττεύει να αναφέρω."


«Όταν η ποίηση χάνει ένα από τα καταφύγιά της, σημαίνει ότι όλα πάνε στραβά σε µια πόλη»5

Το θρυλικό ουζερί του Απότσου ξεκίνησε τη λειτουργία του το  1897 και αρχικά βρισκόταν στην οδό Σταδίου 5Α, Το  1969 μεταφέρθηκε στην οδό Βουκουρεστίου για να καταλήξει το 1971 στη στοά επί της οδού  Πανεπιστημίου 10. Την πολυετή του ιστορία πρόδιδαν οι τοίχοι του, τους οποίους  διακοσμούσαν προπολεμικές διαφημίσεις ευρωπαϊκών και ελληνικών ποτών. Στους επώνυμους θαμώνες του συγκαταλέγονταν οι Μιλιτιάδης Μαλακάσης, Ζαχαρίας  Παπαντωνίου, Δημοσθένης Βουτυράς, Γ. Κατσίµπαλης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης κ.ά. Από τον «Απότσο» ξεπήδησαν και πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, με γνωστότερο όλων το «Τετράδιο», του οποίου τα στοιχεία επικοινωνίας ήταν ταυτόσημα με του ουζερί.


Κοσμικά Καφεζαχαροπλαστεία γύρω από την πλατεία Συντάγματος


 «Εις το καφενείον τούτον είχον ζωηρόν τον αντίκτυπον όλαι αι πολιτικαί μεταβολαί της παρελθούσης τριακονταετίας» 6

Στο Μέγαρο Γιαννόπουλου, στην αρχή της οδού Καραγιώργη Σερβίας, μέχρι το 1888 στεγαζόταν το ομώνυμο καφενείο το οποίο υπήρξε στέκι λογοτεχνών, όπως του Παλαμά, του Δροσίνη και του Ροΐδη. Αργότερα το μέγαρο του Γιαννόπουλου φιλοξένησε ην πρώτη μορφή του θρυλικού «Ζαχαράτου». Το καφενείο του Ζαχαράτου ωστόσο, γρήγορα μεταφέρθηκε στην απέναντι γωνία, στην οικία Βούρου. Ιδιοκτήτης του ήταν ο επιχειρηματίας Σπύρος Ζαχαράτος, ο οποίος διατηρούσε καφενεία και στην Πλατεία Ομονοίας. Το καφενείο επισκεπτόταν καθημερινά και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, κατά το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1901. Το Καφενείο του«Ζαχαράτου, λόγω της γειτνίασης με το Παλάτι και την Βουλή, έγινε γρήγορα στέκι στρατιωτικών, πολιτικών και δημοσιογράφων. Ήταν τέτοια η σημασία του στην  πολιτική ζωή της Αθήνας, που στον Γεώργιο Παπανδρέου χρεώνεται η φράση ότι «το Καφενείον του Ζαχαράτου είναι το δεύτερο και ίσως πιο ελεύθερο κοινοβούλιο από το πραγματικό». Το οριστικό του τέλος θα έρθει την δεκαετία του 1960, μαζί με την κατεδάφιση του μεγάρου που το στέγαζε.


«Μέσα εις το θολωμένον από τους καπνούς καφενείον οι Κωνσταντινουπολίτες και Μικρασιάται φοιτηταί, ροφούν τον καφέ των»7

Το καφενείο «της Ανατολής», ιδιοκτησίας Βασίλη Βασιλείου, ήταν το μοναδικό που υπήρχε στον τότε «Κήπο των Μουσών», τη σημερινή Πλατεία Συντάγματος. Συχνός θαμώνας του «Καφενείου της Ανατολής» ήταν ένας τραμβαγέρης, ο Γιώργος Ζαβορίτης. Όντες δυσαρεστημένοι και οι δυο από τη δουλειά τους, Βασιλείου και Ζαβορίτης αποφασίζουν να αλλάξουν επάγγελμα. Έτσι ο Ζαβορίτης άνοιξε το περίφημο καφεζαχαροπλαστείο του το οποίο ήταν ιδιαίτερα πολυτελές και στεγαζόταν στο ισόγειο της οικίας Κορομηλά, με το χαρακτηριστικό αέτωμα,  έργο του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Το 1897 το καφενείο μετονομάστηκε αγγλοπρεπώς σε «HighLife» και επιβίωσε μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε και έκλεισε λόγω κατεδάφισης του κτηρίου. Όσο για τον Βασίλη Βασιλείου, το μοναδικό που είναι γνωστό, είναι ότι πέθανε σε βαθιά γεράματα, σαν σταθμάρχης στο σταθμό του Θησείου. Τόσο το Καφενείο του Ζαβορίτη, όσο και το γειτονικό καφενείο του Ζαχαράτου, γέμιζαν το χώρο της πλατείας Συντάγματος με τραπεζάκια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

« Η τελεία απομίμησις των ηθών του μεγάλου Ευρωπαϊκού κόσμου..»8

εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 14/2/1907
Τα δύο καφεζαχαροπλαστεία  του «Γιαννάκη» (Πανεπιστημίου 5),  το οποίο άνοιξε το 1905 και το «Maison Dorée» (Πανεπιστημίου 2) που θα ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα ήταν κατά τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτης σημείο συνάντησης«όλων των αθηναίων σνομπ». Ο Λαπαθιώτης μάλιστα ισχυρίζονταν ότι περνώντας από τα δύο καφενεία αναγκάζονταν να βγάζει το καπέλο του για να χαιρετήσει τόσο συχνά, ώστε αυτό κατέληγε να φθείρεται στις άκρες. Απόρροια ακριβώς αυτής της κοσμικότητας, ήταν η διασταύρωση που τα φιλοξενούσε να πάρει το όνομα «Δαρδανέλια», τοπωνύμιο που διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι τον πόλεμο. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο καφεζαχαροπλαστείων θα τα οδηγήσει στο κυνήγι της καινοτομίας, σε αυτό το κλίμα πρωτοεμφανίστηκαν στον «Γιαννάκη» τα καλαμάκια, για τα αναψυκτικάΆντρο Βενιζελικών, ο «Γιαννάκης» έπεσε πολλές θύμα βανδαλισμών από βασιλόφρονες, οι Βενιζελικοί θα ανταποδώσουν, καταστρέφοντας το «Ντορέ», στο οποίο μαζευόντουσαν οι υποστηρικτές του παλατιού. Τακτικοί θαμώνες των Δαρδανελίων ήταν οι λογοτέχνες Ναπολέων Λαπαθιώτης και Ρώμος Φιλύρας, ο οποίος έπεφτε θύμα των πειραγμάτων των θαμώνων λόγω της εκκεντρικότητάς του.  


Λογοτεχνικά καφενεία του Κολωνακίου


«Από το φως το ανέσπερον του νέον λουσμένοι»9

Το «Βυζάντιον» της Πλατείας Κολωνακίου, άρχισε να προσελκύει λογοτέχνες κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, λόγω της σταδιακής παρακμής άλλων φιλολογικών στεκιών, όπως του «Λουμίδη», και ακολουθώντας την μετακίνηση της αθηναϊκής εστίασης προς την Πλατεία Συντάγματος και το Κολωνάκι κατά τα χρόνια εκείνα. Ανάμεσα στους θαμώνες του, εκτός από τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Γκάτσο, του ζωγράφους Φασιανό και Ακριθάκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, συναντούσε κανείς τον κύκλο των Ελλήνων σουρεαλιστών, με προεξέχοντα τον Νάνο Βαλαωρίτη, αλλά και τον ίδιο τον Αντρέ Μπρετόν, αν τύχαινε να βρεθεί στην Αθήνα. Η ατμόσφαιρα του Βυζαντίου, με την φτωχική και λιτή του σάλα και τον τετραπέρατο σερβιτόρο Μπάμπη, αποτυπώνεται στην τελευταία ποιητική συλλογή του Κώστα Ταχτσή, που είχε τίτλο «Καφενείον το Βυζάντιον», αλλά και σε ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη.

«Έκαστος εξ όλων είχε την προτιμωμένη εξοχήν του και το ευνοούμενον καφενείον του»10

Τη φήμη του, το καφενεδάκι της Δεξαμενής, ιδιοκτησίας του Μπάρμπα Γιάννη (δήμαρχου μάλιστα του Αγκιστρίου)  την χρωστάει κυρίως στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο οποίος υπήρξε τακτικός του θαμώνας κατά τα τελευταία χρόνια της διαμονής του στην Αθήνα, στις αρχές του 20ουαιώνα. Ο Παπαδιαμάντης, που απέφευγε τους λογοτεχνικούς κύκλους και προτιμούσε τα λαϊκά καφενεία του Ψυρρή, γνώρισε το καφενείο της Δεξαμενής το 1906 από τον Γιάννη Βλαχογιάννη, και από τότε το επισκεπτόταν καθημερινά, συνήθιζε δε να κάθεται απομονωμένος στην πίσω πλευρά του καφενείου, γράφοντας, μεταφράζοντας ή ρεμβάζοντας. Στο καφενείο της Δεξαμενής έχουν τραβηχτεί και οι μόνες δύο γνωστές φωτογραφίες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από τον Παύλο Νιρβάνα. Άλλοι γνωστοί του θαμώνες, στα μετέπειτα χρόνια,  ήταν οι Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης, Μάρκος Αυγέρης, αλλά αργότερα και ποιητές της γενιάς του Τριάντα, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο αδριάντας του οποίου, φιλοτεχνημένος από τον Γιάννη Παππά, βρίσκεται στην Πλατεία της Δεξαμενής από το 1997. Το καφενείο εικάζεται ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στο σημερινό Δημοτικό Αναψυκτήριο, που ξανάνοιξε πρόσφατα μετά από σιωπή χρόνων.

Βιβλιογραφία

Θανάσης Γιοχάλας και Τόνια Καφετζάκη «Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2012 
Κωνσταντίνος Π. ΚαβάφηςΠρώτο ταξίδι στην Ελλάδα, Ροές, Αθήνα 2002 
Γιάννης Καιροφύλλας, Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1995 
Βασίλης Κολώνας, Το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Πειραιώς, Αθήνα 2006 
Πάνος Κουτρουμπούσης, Μπραζίλιαν, μέρος του αφιερώματος «30 λόγοι που αγαπάμε την Αθήναεφημερίδα Lifo, 29/11/2007 
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου: απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1986 
Αλέξανδρος Παπαγεωργίου – Βενετάς, Η Αθήνα του Μεσοπολέμου μέσα από τις μέρες του Γιώργου Σεφέρη, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2007 
Γιάννης Παπακώστας, Φιλολογικά Καφενεία και Στέκια της Αθήνας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1988 
Τίνα Μανδηλαρά, Οι λογοτεχνικές παρέες πέριξ του Ζώναρ’ς, εφημερίδα Lifo, 28/3/2013 
Δώρα Μέντη, Η Αθήνα από τον 19ο αιώνα στον 21ο αιώνα: μια λογοτεχνική περιδιάβαση από την παλιά ως την σημερινή εικόνα της πόλης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2009
Ματούλα Σκαλτσά, Στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής,  Με το άρωμα του Καφέ, αφιέρωμα του ένθετου «7 Ημέρες» της εφημερίδας Καθημερινή, 15/2/1998 
Ελευθέριος Σκιαδάς, Πώς καθιερώθηκαν τα «καλαμάκια» των αναψυκτικών στην Αθήνα, άρθρο στον ιστότοπο «Μικρός Ρωμιός», Αθήνα 2013 
Άρτεμις ΣκουμπουρδήΚαφενεία της Παλιάς Αθήνας, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 2001 
Κώστας Ταχτσής, Από τη Χαμηλή Σκοπιά, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1992, σελ 84 
Μάχη Τράτσα, Η Αθήνα βρίσκει πάλι το βουλεβάρτο της, εφημερίδα Το Βήμα, 3/3/2013
Ο Μποστ και τα Σουρί - Γλασέ, ανάρτηση στον ιστότοπο atheofobos.blogspot.com, 14/2/2013 



1 από το βιβλίο του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Αστροφεγγιά, η ιστορία μιας εφηβείας, 1945

2 από συνέντυξη του Μάνου Χατζιδάκι για τα φιλολογικά καφενεία της γενιάς του

3 περιγραφή του πεζοδρομίου των Ζόναρ'ς - Φλόκα από το «Χωρίς ταυτότητα» του Γιάννη Μαρή

4 στίχος από το ποίημα του Κώστα Ταχτσή «Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν»

5 από τον «Αποχαιρετισμό στο Καφενείο» του Μισέλ Ντεόν

6 από άρθρο του Ιωάννη Κονδυλάκη για το καφενείου του Ζαχαράτου, Εφημερίδα Εμπρός, 1906

7 απόσπασμα του Γ.Βώκου από το εικονογραφημένο λεύκωμα «Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896»

8 περιγραφή του Μιχαήλ Μητσάκη για τα καφενεία των «Δαρδανελλίων»

9 στίχος από το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη «Ω ξειν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις οτι τήδε κείμεθα...»

10 από το διήγημα «Εξοχικόν Κρούσμα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
  

Κείμενο : Γιώργος Θάνος - Νικόλας Νικολαϊδης  / Ομάδα Άστυ, Φεβρουάριος 2014
omadaasty.blogspot.gr

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Εκφράσεις από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα


 


Εκφράσεις και ήθη από την αρχαιότητα ως σήμερα

Το 80% των παροιμιών μας θα τολμούσαμε να πούμε ότι προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, όπως υποστηρίζει με έμφαση η φιλόλογος και συγγραφέας Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου.
Όπως λέει ο Πλούταρχος, τον 1ο αιώνα μ.Χ., σχολιάζοντας τον λόγο του Αρχία «ες αύριον τα σπουδαία»: «ο μεν ουν λόγος, ως παροιμία, μέχρι νυν διασώζεται παρά τοις Έλλησι…». Από τότε έχουν περάσει 2.000 χρόνια και ο λόγος είναι ζωντανός.
Απτά παραδείγματα διά του λόγου το αληθές:
Ο Ιωάννης Στοβαίος (5ος αιώνας μ.Χ.) δεν απέχει καθόλου από το ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη: «μία χελιδών έαρ ου ποιεί».
Ο Ησίοδος (700-800 π.Χ.) σε μεγάλο βάθος χρόνου υποστηρίζει : «γείτονες άζωστοι έκιον» δηλαδή «άζωστος τρέχει ο γείτονας και ο συγγενής ζωσμένος», όταν χρειαστεί να ζητήσουμε βοήθεια.
Επίσης από τον Ησίοδο προέρχεται το «ει κακά τις σπείραι• κακά κέρδεα αμήσειεν» (ό,τι σπείρεις θα θερίσεις).

Ο Πίνδαρος: «κρέσσων οικτιρμού φθόνος» (κάλλιο να σε ζηλεύουνε παρά να σε λυπούνται).
Ιδιαιτέρως τα λόγια του Ομήρου, του μεγάλου αυτού ποιητή, είναι πολύ συχνά κοντά στα δικά μας:
«ουκ αν… ανά στόμ’ έχων» (μην πιάνης στο στόμα σου),
«μη μοι σύγχει» (μη με συγχύζεις),
«λύεται γούνατα» (λύονται τα γόνατα),
«τον δε λίπε ψυχή» (λιποψύχησε),
«τότε μοι χάνοι ευρεία χθων» (ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί).
Ακόμη:
Διογένης
: «αποσκότισόν με» (μη με σκοτίζεις)
Πλάτων
: (Συμπόσιο) «τέμνοντες ώσπερ … ταις θριξίν» (στην τρίχα)
Μένανδρος
: «κακόν μεν αλλ’ αναγκαίον κακόν» (αναγκαίον κακόν)
Ευριπίδης
: (Μήδεια) «άνω ποταμών ιερών χωριούσι πηγαί» (άνω ποταμών)
Σοφοκλής
, (Φιλοκτήτης) «έσχατ’ εσχάτων» (έσχατος εσχάτων),
Λουκιανός
: «άγει σε και φέρει της ρινός έλκων» (σε σέρνει απ’ τη μύτη»,
«γάλα ορνίθων» (του πουλιού το γάλα),
«τριχολογείν και τρίχας αναλέγεσθαι» (ασχολούμαι με τρίχες»,
«πέμπειν ες κόρακας» (… στον κόρακα), και
«ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος) τονίζει στον βαρκάρη του Αχέροντα ο Μένιππος του Λουκιανού.
Είναι γεμάτη η αρχαία ελληνική γραμματεία από πολλές ίδιες χαρακτηριστικές εκφράσεις, συνήθειες και προλήψεις
Αριστοφάνης
: «άπτεσθαι ξύλου» (κτύπα ξύλο)
Αισχύλος
(Επτά επί Θήβας): «τριχός ορθίας πλόκαμος ίσταται» (σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής)
Αριστοφάνης
(Εκκλησιάζουσες): «μα τω Θεώ»
Αθήναιος
: «ώστε υπτίους υπό του γέλωτος καταπεσείν» (έπεσαν ανάσκελα από τα γέλια)
Πολύβιος
«εαυτούς εξεθεάτρισαν» (έγιναν θέατρο)
Αισχύλος
(Αγαμέμνων): «τον πάθει μάθος» (ο παθός μαθός)
Ευριπίδης
(Ιππόλυτος): «Κακόν πέλαγος εισορώ» (πελάγωσα)
Μ.Μ.

Από: ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ (Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου) 
Πηγή:texnografia.blogspot.gr

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Οι «Μεταρρυθμίσεις» του Γεωργίου Σουρή

Οι «Μεταρρυθμίσεις» του Γεωργίου Σουρή για τη λύση των… προβλημάτων





Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Η σάτιρα ως απάντηση στις διατάξεις του Μπαϊρακτάρη.
Από τις πλέον επιτυχημένες έμμετρες σάτιρες του Γεωργίου Σουρή που προκάλεσαν ποικίλες συζητήσεις ήταν οι περίφημες «Μεταρρυθμίσεις», τις οποίες δημοσίευσε το 1886. Συγκεκριμένα πρότεινε να γίνουν δέκα νέες νομοθετικές ρυθμίσεις ώστε να αντιμετωπισθούν τα μείζονα προβλήματα της ελληνικής και αθηναϊκής κοινωνίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούσαν τους κλέφτες των δημόσιων ταμείων, τους βουλευτές, τις καταπατήσεις οικοπέδων, τους κλεφτοκοτάδες, την καθημερινή βία, την ανατολίτικη συνήθεια πολλοί να εκπληρώνουν τις φυσικές ανάγκες τους στο δρόμο και τα καφενεία όπου… σκότωναν τις ώρες τους οι Aθηναίοι. Στην πραγματικότητα ο Γ. Σουρής απαντούσε με τον τρόπο αυτό στις αυστηρές αστυνομικές διατάξεις που είχε εκδώσει ο περίφημος Μπαϊρακτάρης, αναφέροντας σειρά παραπτωμάτων άξιων επιβολής ποινών.
Πρότεινε λοιπόν πρώτα απ’ όλα να επιβάλλονται πρόστιμα δύο δραχμών για όποιον ραχάτευε στους καφενέδες τρεις ώρες, αλλά μια δραχμή λιγότερο για εκείνους που χάζευαν στα καφενεία τέσσερις ώρες. «Μα όποιος την ημέρα του στον καφενέ σκοτώνει / του πρέπει να πληρώνεται και όχι να πληρώνει» κατέληγε το εξάστιχο σαρκάζοντας το πλήθος των αέργων που ξημεροβραδιαζόταν στα καφενεία. Στη συνέχεια ασχολιόταν με την εκτεταμένη συνήθεια των Νεοέλληνων να ουρούν ή ακόμη και να αφοδεύουν στους δρόμους. Πρότεινε λοιπόν «όστις ουρήση αναιδώς αντίκρυ παραθύρων, / ή στο Πανεπιστήμιον ή στην Ακαδημίαν, / αυτός να συλλαμβάνεται υπό τριών κλητήρων / κι ευθύς να περιτέμνεται εις την Αστυνομίαν»! Και για εκείνους που τολμούσαν να αποπατήσουν στην οδό Ερμού ζητούσε να εξαναγκάζονται στη συνέχεια να κάνουν το ίδιο φανερά και στην οδό Αιόλου.

Ήταν η εποχή κατά την οποία το ρουσφέτι γνώριζε μεγάλες δόξες και οι βουλευτές ήταν απασχολημένοι με τις ανάγκες των ψηφοφόρων τους. Τους ήθελε λοιπόν ο Σουρής να μετατρέπονται σε… τετράποδα για να μπορούν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους: «Οφείλει κάθε βουλευτής των νεωτέρων χρόνων / να έχει πόδια τέσσερα και όχι δύο μόνον, / γιατί ποτέ δεν ημπορεί και ούτε θα μπορέσει / στων ψηφοφόρων της δουλειές με δυό να επαρκέσει». Λίγους μήνες νωρίτερα είχε ξεσπάσει σκάνδαλο με καταχραστές δημοσίου χρήματος στο Κεντρικό Ταμείο. Έτσι, μέσω του «Ρωμηού» του ο Σουρής κατέθετε την πρόταση αν ενδιαφερόταν να διοριζόταν και κανένας κλέφτης στο Κεντρικό Ταμείο, διότι εκείνος λόγω του παρελθόντος του ίσως και να μην άπλωνε το χέρι, σε αντίθεση με εκείνους που δεν είχαν σουφρώσει μέχρι τότε και σίγουρα θα το έκαναν. Γράφει: «Αν κλέπτης τις στο Κεντρικόν υπούργημα γυρέψη, / ευθύς να διορίζεται επόπτης του παρά, / γιατί εκείνος πούκλεψε μπορεί και να μην κλέψη, αλλ΄ όποιος δεν εσούφρωσε, θα κλέψη μια φορά»!
Για το φαινόμενο των κλεφτοκοτάδων, ακόμη και μέσα στην Αθήνα που αφθονούσαν τα κοτέτσια, οι οδηγίες ήταν απλές: «Αν συνεργία πειρασμού κατέβη στο μυαλό σου, / και ορεχθής την όρνιθα του φίλου γείτονός σου, / προτού για τούτο είδησι, ο γείτονάς σου πάρη, / του παίρνεις και τον κόκκορα για να γενούν ζευγάρι». Δεν άφησε ασχολίαστο όμως και το γεγονός ότι ελλείψει δικτύων αποχέτευσης πολλές νοικοκυρές συνήθιζαν να πετούν τα βρωμόνερα στους δρόμους έχοντας πολλές φορές και τα σχετικά… θύματα: «Εάν εις τον εξώστη σου σου έλθη να ρεμβάσης / και θέλεις κάτι τι να βρης για να διασκεδάσης, / μίαν λεκάνην κένωσε νερού εκ του εξώστου / και δρόσισε την κεφαλήν γνωστού σου ή άγνώστου». Τέλος, συνιστούσε σε όλους να παρακολουθούν τα ελεύθερα οικόπεδα της γειτονιάς τους και μόλις έβρισκαν ευκαιρία να έκαναν πράξεις νομής ώστε να τα κατοχυρώνουν ως δικά τους: «Με άλλους λόγους δηλαδή να κατορθώσης όπως / γίνη ταχέως κτήμα σου του γείτονος ο τόπος»!
Πηγή:mikros-romios.gr

 

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Σκιαδικά:Η εξέργερση της νεολαίας του 1859

Το διήμερο 10 και 11 Μαΐου του 1859 έμεινε στην ιστορία για τα επεισόδια που σημειώθηκαν ανάμεσα σε φοιτητές και αστυνομία στην Αθήνα, γνωστά και ως «Σκιαδικά».

Όλα ξεκίνησαν από τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή. Ο Ραγκαβής τόνιζε την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής και, ως παράδειγμα, έλεγε πως οι Έλληνες θα πρέπει να επιλέγουν να φορούν τα ντόπια ψάθινα καπέλα, τα λεγόμενα «σκιάδια», που κατασκευάζονταν στη Σίφνο και όχι τα εισαγόμενα από το εξωτερικό. Ο γιος του ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του και εκείνος και η παρέα του άρχισαν να φορούν τα σκιάδια στις βόλτες τους στο Πεδίο του Άρεως.
Τα σκιάδια έγιναν γρήγορα σήμα κατατεθέν της προοδευτικής νεολαίας της Αθήνας, των «Γαριβαλδινών», που έτσι δήλωνε την αντίθεσή της στον Όθωνα. Στον αντίποδα, η καθεστωτική νεολαία («Αυστριακοί») φορούσε άσπρα ψηλά καπέλα. Η αστυνομία χαρακτήριζε όσους φορούσαν σκιάδια ως συνωμότες.
Την Κυριακή 10 Μαΐου στο Πεδίο του Άρεως μπροστά στο βασιλικό ζεύγος και ενώ έπαιζε η στρατιωτική μπάντα εμφανίζονται ομάδες νέων φορώντας τα ψάθινα καπέλα από τη Σίφνο. Εισαγωγείς καπέλων θέλοντας να διακωμωδήσουν τους νεαρούς έστειλαν υπαλλήλους τους να εμφανιστούν με κουρελιασμένα σκιάδια με γαλανόλευκες κορδέλες. Πολύ γρήγορα δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ των δύο ομάδων και αμέσως «...ο διευθυντής της αστυνομίας διέταξεν τους κλητήρας του να επιτεθούν κατά των μαθητών, εξ ών τινάς συνέλαβον δια να τους φυλακίσωσι» όπως γράφει η εφημερίδα «Αυγή» μία ημέρα μετά.
Η ένταση μεταφέρεται στα Εξάρχεια. Όπως γράφει ο Άλκης Ρήγος στην Αυγή το 2007, «οι ξυλοδαρμένοι πολιορκούν το αστυνομικό τμήμα της Νεάπολης και απαιτούν την αποφυλάκιση των τριών συναδέλφων τους που έχουν συλληφθεί χτυπιούνται και πάλι άγρια, υποχωρούν προς το κέντρο της πόλης ανασυγκροτούνται στο θρυλικό καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» στη διασταύρωση Ερμού και Αιόλου, από όπου «ανήλθον την οδό Ερμού ...εις διαδήλωσιν κατά των ανακτόρων, επιζητούντες την απόλυσιν των συλληφθέντων και την παύσιν του διευθυντού της αστυνομίας Δημητριάδου».
Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται και την επόμενη ημέρα. Μαθητές, φοιτητές και πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια και με πορεία έφτασαν στο υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας από τον τότε υπουργό Κωνσταντίνο Προβελέγγιο πάλι την παύση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη και την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Μην έχοντας μία θετική απάντηση από τον Προβελέγγιο, παρά μόνο μια δέσμευση ότι θα εξετάσει το αίτημά τους, οι διαδηλωτές ζήτησαν ακρόαση από τον Όθωνα. Όταν κι εκείνος αρνήθηκε η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη.
Στη διαδήλωση συμμετέχουν πια «όλαι αι τάξεις της κοινωνίας από του γερουσιαστού, κτηματίου και μεγαλεμπόρου μέχρι του τελευταίου χειρώνακτος» σύμφωνα με τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Όπως αναφέρει ο Α. Ρήγος, η σύγκρουση γενικεύεται μέχρι αργά την νύκτα οπότε και οι διαδηλωτές - μεταξύ των 4 και 10 χιλιάδων - μετά από παρέμβαση του Κωνσταντίνου Κανάρη υποχωρούν στο χώρο των Προπυλαίων Ακολουθεί η πρώτη κατάληψη του Πανεπιστημιακού κτιρίου.
Λίγο αργότερα ο στρατός και η χωροφυλακή εισβάλουν πυροβολώντας στο Πανεπιστήμιο. «Ακολουθούν συγκρούσεις σώμα με σώμα που αφήνουν βαριά τραυματισμένους δύο φοιτητές και καταλήγουν σε κατάληψη τμήματος του Πανεπιστημίου από τις δυνάμεις ...της τάξης», αναφέρει ο Α. Ρήγος.
Τα παραπάνω προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης χαρακτηρίζει την έφοδο του στρατού στο Πανεπιστήμιο ως πράξη «κατά του ασύλου των επιστημών» καθώς το Πανεπιστήμιο είναι «ναός του πνεύματος» και πρέπει να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου για τους πάντες. Ήταν μία από τις πρώτες αναφορές στη χώρα μας για το πανεπιστημιακό άσυλο.
Η αγορά κλείνει, κόσμος συγκεντρώνεται στο Πανεπιστήμιο ως ένδειξη συμπαράστασης ενώ η αστυνομία προχωρά σε συλλήψεις. Το υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση απομακρύνει από τη θέση του τον αστυνομικό διευθυντή και απελευθερώνει τους τρεις συλληφθέντες του Πεδίου του Άρεως. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η κυβέρνηση παραπέμπει 38 άτομα κάθε κατηγορίας σε δίκη ως πρωταίτιους των ... «στασιαστικών ενεργειών», όπως τονίζει ο Α. Ρήγος.
Ο Υπουργός Παιδείας Χ. Χριστόπουλος αποφασίζει να κλείσει το Πανεπιστήμιο και να εγκατασταθεί στο εσωτερικό του στρατιωτική φρουρά. Το απόσπασμα παρέμεινε στο χώρο του Πανεπιστημίου μέχρι τις 16 Μαΐου.
Τα «Σκιαδικά» αποτέλεσαν την πρώτη δυναμική εκδήλωση του φοιτητικού κόσμου κατά των μεθόδων του καθεστώτος. Ένα ευρύτερο κίνημα νεολαίας εμφανίζεται δυναμικά στην πολιτική σκηνή στο οποίο -όπως παρατηρεί ο Α. Δημαράς- εμφανίζονται όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συναντάμε από δω και πέρα σε κάθε φοιτητική εξέγερση, μέχρι τις μέρες μας. 
Πηγή:tvxs


Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Ο τελευταίος λόγος του Σαλβατόρ Αλιέντε



Ο Σαλβαδόρ Αγιέντε, (Salvador Allende Gossens, 1908-1973) ήταν πολιτικός και πρώτος μαρξιστής Πρόεδρος της Χιλής την περίοδο 1970-1973.



Στις 11 Σεπτέμβρη του 1973, ο πρόεδρος της Κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας της Χιλής,  Σαλβαντόρ Αλιέντε, βρίσκεται νεκρός. Αυτοκτόνησε (πολλοί λένε ότι δολοφονήθηκε) καθώς οι δυνάμεις του - με τη στήριξη των Αμερικάνων - δικτάτορα, Αουγούστο Πινοσέτ, πολιορκούσαν το προεδρικό μέγαρο. 

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Κάστρα της Ελλάδας και η ιστορία τους...


Όλα τα κάστρα τα 'δα κι όλα τα ’δειρα
βρ’ αμάν αμάν αμάν κι όλα τα ’δειρα
κι όλα τα ’δει- τα ’δειρα, Φραγκοπούλα και Pωμιά.

Σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα Φράγκα με τα ρεπαντιά
να ’χει ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά,
Φραγκοπούλα και Pωμιά.
Tούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα,
χρόνους μήνες δεκατρείς, συ το νου μου τον κρατείς.
Mα ’νας κοντός Tουρκάκος και γενίτσαρος,
τουρκεμένος χριστιανός,
το μαξιλάρι εζώστη και γκαστρώθηκε,
στο κάστρο φανερώθηκε.
Στην πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί,
συ το νου μου τον κρατείς.
Aνοίξτε μου της δόλιας και της ορφανής,
Φραγκοπούλα μου να ζεις.
Γιατ’ είμαι γκαστρωμένη και στο μήνα μου
που να ’χετε το κρίμα μου.
Kι ώσπου ν’ ανοίξ’ η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε,
χίλιοι, χίλιοι εμπήκανε, το κάστρο το πατήσανε. 

Δημοτικό τραγούδι
Στην χώρα μας υπάρχουν πάνω από 600 κάστρα, άλλα είναι μεγάλα, άλλα μικρά, άλλα αρχαία, άλλα ντυμένα με θρύλους κι άλλα ντυμένα με βαριά ιστορία... Ιδού μερικά, που παρά το πέρασμα του χρόνου διατηρούν ακόμα την ομορφιά τους...Καλή περιήγηση...

 Κάστρο Ιπποτών (Ρόδος)

Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα και πιο καλοδιατηρημένα κάστρα της Ευρώπης. Χτίστηκε το 1309 όταν το νησί πουλήθηκε στους Ιωαννίτες Ιππότες. Το τάγμα του Αγίου Ιωάννη ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με στόχο τη νοσηλεία και περίθαλψη των προσκυνητών και σταυροφόρων, αλλά πολύ σύντομα μετεξελίχθηκε σε μάχιμη στρατιωτική μονάδα που απέκτησε μεγάλες εκτάσεις γης. Όταν οπισθοχώρησε από την Ιερουσαλήμ και αργότερα από την Κύπρο, το τάγμα ίδρυσε την έδρα του στη Ρόδο και απέκτησε ηγετικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη διάρκεια της παραμονής των Ιπποτών στη Ρόδο, οι οχυρώσεις επεκτάθηκαν, εκσυγχρονίσθηκαν και ενισχύθηκαν. Ένα νοσοκομείο, ένα παλάτι, αρκετές εκκλησίες ήταν ορισμένα από τα πολλά δημόσια κτίρια που αναγέρθηκαν την εποχή αυτή. Τα κτίρια αυτά αποτελούν αξιοσημείωτα παραδείγματα Γοτθικής κι Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Τα πανίσχυρα τείχη της πόλης αντιστάθηκαν και στη πολιορκία του Μωάμεθ Β' του Πορθητή, το 1480, που κατέληξε στην ήττα της υπέρτερης αριθμητικά τουρκικής δύναμης. Το 1522, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατόρθωσε, μετά από εξαντλητική για τον πληθυσμό πολιορκία, να συνθηκολογήσει με τους Ιππότες. Το τάγμα υποχρεώθηκε να παραδώσει την πόλη στους Τούρκους και να αποσυρθεί στη Μάλτα, αφήνοντας πίσω πλήθος μνημείων, ανεξίτηλα ίχνη της παρουσίας του στο νησί. Τα όρια του κάστρου ορίζονται από τα τείχη του, που με τη σειρά τους οριοθετούν την τάφρο που το περιζώνει. Πετρόχτιστες γέφυρες ενώνουν τη σύγχρονη πόλη με το κάστρο οδηγώντας προς την παλιά μεσαιωνική πόλη που είναι κτισμένη στο εσωτερικό του. Εκτός από αυτές τις γέφυρες, υπήρχε παλαιότερα ένας ακόμα τρόπος πρόσβασης στο εσωτερικό του κάστρου, μέσω υπόγειων στοών, στις οποίες μπορούσε κανείς να εισέλθει διαμέσου ορισμένων ανοιγμάτων της τάφρου που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Στις μέρες μας ελάχιστες στοές έχουν παραμείνει βατές και οι πιο πολλές έχουν πια καταρρεύσει ή μπαζωθεί. Η ηλικία των περισσοτέρων απ’ αυτές ανάγεται στην εποχή κατασκευής του κάστρου από τους Ιωαννίτες Ιππότες, στις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ.


Κάστρο Βόνιτσας
Είναι ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα διατηρημένα της δυτικής Ελλάδας. Αποτελείται από τρία διαζώματα, το ακρόκαστρο και έχει σχήμα ωοειδές. Το μεγαλύτερο μέρος των οχυρωματικών του έργων και κτισμάτων σχεδιάστηκε από Ενετούς μηχανικούς στις αρχές του 13ου αιώνα, κυρίως πάνω στα παλιά, βυζαντινά, ερειπωμένα τείχη. Στη συνέχεια διευρύνθηκε όπως δείχνουν τα σχέδια µε τις αλλεπάλληλες φάσεις που βρίσκονται στο Κρατικό αρχείο της Βενετίας και μετατράπηκε σε ένα πανίσχυρο φρουριακό συγκρότημα, απόρθητο από ξηρά και θάλασσα. Για τους Ενετούς τα φρούρια της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου αποτελούσαν στρατηγικά σημεία, που εξυπηρετούσαν την οικονομική και στρατιωτική πολιτική τους στο Ιόνιο.

Κάστρο Μονεμβασιάς
Το όνομα «Μονεμβασία» προέρχεται από τις λέξεις «μόνη έμβαση», δηλαδή μοναδική είσοδος. Η πόλη της Μονεμβασιάς ήταν χτισμένη πάνω σ’ ένα βράχο με μοναδική πρόσβαση από τη στεριά μια στενή λωρίδα γης, από την οποία πήρε και το όνομά της. Ιδρύθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρικίου, το 583, όταν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έψαχναν να βρουν καταφύγιο από τις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων.


Κάστρο Μεθώνης
Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά οχυρωματικά σύνολα του ελληνικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καστροπολιτείας καταλαμβάνει όλη την έκταση στα ΝΔ παράλια της Πελοποννήσου, μ’ ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι, το οποίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή. Η περίοδος ακμής του τοποθετείται στην περίοδο της Α' Ενετοκρατίας (13ος-15ος αιώνας).


Κάστρο Καβάλας
Το κάστρο που βλέπουμε σήμερα, μήκους 65 μέτρων και πλάτους που κυμαίνεται από 17-60 μέτρα, είναι κατασκευή του 15ου αιώνα (1425). Ο εξωτερικός περίβολος του ενισχύεται από δύο τετράγωνους πύργους τοποθετημένους στις βόρειες γωνίες, έναν πολυγωνικό στο μέσο της ανατολικής πλευράς και έναν προμαχώνα στη ΝΑ γωνία. Στο νότιο τμήμα του κάστρου υπήρχαν δεξαμενές νερού, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, όπως και κτίσματα για τη φρουρά. Κατά την Επανάσταση του 1821, η αποθήκη πυρομαχικών που διασώζεται στις μέρες μας, χρησιμοποιείτο σαν φυλακή για τους αγωνιστές της Επανάστασης. Επικοινωνία με τον εξωτερικό περίβολο του κάστρου υπάρχει μέσα από δύο πύλες. Η μία είναι αχρηστευμένη, ενώ η άλλη που βρίσκεται απέναντί της είναι η κύρια είσοδος του κάστρου. Το κάστρο σήμερα χρησιμοποιείται για διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και μαζί με τις καμάρες αποτελούν το σήμα κατατεθέν της Καβάλας.


Κάστρο Πλαταμώνα
Είναι κάστρο-πόλη της μεσοβυζαντινής περιόδου (10ος μ.Χ αιώνας), χτισμένο ΝΑ του Ολύμπου, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τον δρόμο Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Νότιας Ελλάδας. Ο Πύργος του, που δεσπόζει πάνω στην εθνικό οδό, είναι ένα επιβλητικό μεσαιωνικό φρούριο. Χτίστηκε από τον Ρολάνδο Πίσκια, που το κατέκτησε με προτροπή του Βονιφάτιου του Μομφερατικού. Ανασκαφή του 1995 εντόπισε ίχνη ελληνιστικού τείχους (4ος αιώνας) που επιβεβαιώνουν τις απόψεις ότι εδώ υπήρχε η αρχαία πόλη Ηράκλειο, «πρώτη πόλις Μακεδονίας...» μετά τα Τέμπη, σύμφωνα με πηγή του 360 π.Χ. Το βυζαντινό τείχος συντηρήθηκε από τους Φράγκους μετά το 1204 και τους Βυζαντινούς τον 14ο αιώνα. Το φρούριο ήταν το βασικότερο στήριγμα του δεσποτάτου του Πλαταμώνα. Αργότερα το καταλαμβάνουν οι Τούρκοι, που το επισκευάζουν, αλλά εξακολουθεί να κατοικείται από Χριστιανούς. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1941) βομβαρδίζεται από τα γερμανικά στρατεύματα. Σημαντικά ευρήματα αποτελούν οι βυζαντινοί ναοί του 10ου-11ου και 18ου αιώνα, τα σπίτια 10ου αιώνα, το τμήμα ελληνιστικού τείχους και η πύλη στο τείχος του ακροπυργίου.


Μπούρτζι
Είναι ένα μικρό νησί μπροστά στο λιμάνι του Ναυπλίου καλυμμένο πλήρως από ένα παλιό ενετικό κάστρο, στο οποίο οφείλει και το όνομά του. Το κάστρο αναγέρθηκε από τους Ενετούς μετά την αποχώρηση του Μαχμούτ Πασά το 1473, εφοδιάζοντάς το με νεώτερα πυροβόλα. Το 1502 μεταβάλλοντας οι Ενετοί με οχυρώσεις τη ΝΔ πλευρά της Ακροναυπλίας σε προμαχώνα με επάλξεις, τον συνέδεσαν με τεχνητό βραχίονα από ογκόλιθους στον οποίο και πρόσδεναν αλυσίδα που έφθανε μέχρι το «Μπούρτζι» για τη προφύλαξη του λιμανιού και της πόλης. Εξ ου και το όνομα «Λιμένας της Αλύσου». Μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1698) οι Ενετοί ανήγειραν στο νησάκι ισχυρό πύργο και προμαχώνες με πυροβόλα δημιουργώντας έτσι το γνωστό κάστρο που δεσπόζει σήμερα στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου. Κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 το Μπούρτζι καταλήφθηκε το 1822 από 50 οπλοφόρους και 150 πυροβολητές των οποίων ηγούνταν οι Άστιγξ, Άνερμαν, Χάνεκ και Δημ. Καλλέργης, υπό την ηγεσία του Γάλλου ταγματάρχη Φ. Γκιουρντέν, που κανονιοβολούσε το Ναύπλιο από το Μπούρτζι και κατάφερε να ματαιώσει τον «λαθραίο» επισιτισμό των πολιορκούμενων Τούρκων από αγγλικό πλοίο. Στις αιματηρές ελληνικές εμφύλιες διαμάχες (1823–1833), δύο φορές η τότε κυβέρνηση αναγκάσθηκε να καταφύγει στο Μπούρτζι για την ασφάλειά της, στις 25 Μαΐου του 1824 και στις 2 Ιουλίου του 1827. Μετά την έλευση του βασιλιά Γεωργίου Α' και με εντολή του, το 1865, το Μπούρτζι αφοπλίστηκε κι έγινε τόπος διαμονής του
δημίου της γκιλοτίνας.


Ο Κούλες
Στην είσοδο του λιμανιού του Ηρακλείου Κρήτης, εκεί που τελειώνει ο δυτικός μώλος, δεσπόζει ένα επιβλητικό κάστρο. Κατά την Ενετοκρατία ήταν γνωστό με τα ονόματα Rocca a Mare ή Castello a Mare ή Castello, δηλαδή κάστρο στη θάλασσα. Επικράτησε τελικά να ονομάζεται Κούλες, όνομα που προέρχεται από την τουρκική ονομασία Su Kulesi. Θεμελιώθηκε την 3η δεκαετία του 16ου αιώνα (1523-1540) πάνω σε ένα μικρό βράχο, όπου παλαιότερα υπήρχε ένας ψηλός στρογγυλός πύργος με επάλξεις. Επειδή ο βράχος ήταν αρκετά μικρός, οι Ενετοί αναγκάστηκαν να τον συμπληρώσουν με αποθέσεις μεγάλων ποσοτήτων βράχων και ογκόλιθων, που μετέφεραν κυρίως από το νησάκι Ντία και την περιοχή Φρασκιών. Συνήθως γέμιζαν με πέτρες παλαιά άχρηστα πλοία και τα βύθιζαν μαζί με το φορτίο τους στη βόρεια και δυτική πλευρά του βράχου για να αυξηθεί η επιφάνειά του και να δημιουργηθεί κυματοθραύστης. Το κάστρο έχει τη μορφή ενός τετράπλευρου με ένα έντονο προβαλλόμενο τμήμα, σε σχήμα ημικυκλίου στη ΒΑ πλευρά. Το πάχος των εξωτερικών τοιχωμάτων στη στάθμη του ισογείου από τις 3 πλευρές φτάνει τα 8,70 μ., ενώ από τη μια πλευρά 6,96 μ. Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι έχουν πάχος από 1,36 έως 3 μ. Η οροφή του ισογείου διαμορφώνεται με ένα σύστημα θόλων, στους οποίους ανοίγονται μεγάλες οπές εξαερισμού και φωτισμού, που κατέληγαν στο δώμα. Η είσοδος του κάστρου ανοίγεται στη δυτική πλευρά. Εκεί κατέληγε ο δυτικός μώλος που ξεκινούσε από την Πύλη του μώλου. Η είσοδος ήταν προσεκτικά προστατευμένη: 3 ξύλινες ισχυρές πόρτες υπήρχαν στο θολοσκεπή και ελαφρά κατηφορικό διάδρομο, που οδηγούσε στο εσωτερικό του φρουρίου. Η κύρια δύναμη πυρός του κάστρου είχε συγκεντρωθεί στο ισόγειο. Κανονιοθυρίδες είχαν δημιουργηθεί στα εξωτερικά τοιχώματα. Στο ισόγειο υπήρχαν: μια μεγάλη δεξαμενή νερού, μια φυλακή και διάφοροι αποθηκευτικοί χώροι τροφίμων και πολεμοφοδίων. Στο δώμα του κάστρου οδηγούσαν δυο διαβάσεις που ξεκινούσαν από τον κεντρικό διάδρομο. Εκεί υπήρχε ένα κεκλιμένο επίπεδο από όπου οι Ενετοί ανέβαζαν σέρνοντας τα κανόνια και άλλα εφόδια και ένα κλιμακοστάσιο. Το δώμα είχε διαμορφωθεί σαν μια ευρεία πλατεία στην οποία υπήρχε ένα φαρδύ parapetto. Στο κάστρο λειτουργούσε μύλος και φούρνος, που κάλυπταν τις ανάγκες της φρουράς, καθώς και μια εκκλησία. Υπήρχαν ακόμα χώροι κατάκλισης της φρουράς και κατοικίες των αξιωματικών και του διοικητή του οχυρού. Το κάστρο είναι το πιο φωτογραφημένο σημείο της πόλης και αυτό που πρωτοβλέπει κάποιος, καθώς έρχεται με πλοίο στο λιμάνι του Ηρακλείου.


Κάστρο Χλεμούτσι
Βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, στην Κυλλήνη και δεσπόζει στην πεδιάδα της Ηλείας. Ιδρύθηκε το 1220-1223 από τον Γοδεφρείδο Α' Βιλεαρδουίνο και ήταν το πιο ισχυρό φρούριο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Για την κατασκευή του, ο Γοδεφρείδος Β' συγκρούστηκε με τον Καθολικό κλήρο και χρησιμοποίησε τα έσοδά τους για την οικοδόμησή του. Το κάστρο ονομάσθηκε clermont, στα ελληνικά Χλεμούτσι και οι Βενετσιάνοι το είπαν castel tornese, γιατί πίστευαν λανθασμένα ότι ήταν το φράγκικο νομισματοκοπείο των Τορνεσίων. Μετά το θάνατο του ιδρυτού του, το κάστρο γίνεται πεδίο αναταραχών, ως το 1315 που το κατέλαβαν οι Καταλανοί. Ανακαταλαμβάνεται από τους Φράγκους και παραμένει στη κυριαρχία τους, μέχρι τις αρχές του 1400, οπότε περνάει στην κυριαρχία του Παλατινού Κόντε Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και Δεσπότη της Ηπείρου Καρόλου Α' Τόκκου. Το 1427, εξαιτίας του γάμου της κόρης του Λεονάρδου Β' Τόκκου, Μαγδαληνής-Θεοδώρας, με τον Κων. Παλαιολόγο, το κάστρο περιέρχεται ειρηνικά στον τελευταίο. Το 1460 το καταλαμβάνουν οι Τούρκοι και οι Ενετοί από το 1687 - 1715, οπότε επανέρχεται στους Τούρκους ως το 1821. Το 1826 υπέστη ζημιές, από βομβαρδισμό του Ιμπραήμ. Το κάστρο διατηρεί τον έντονο φράγκικο χαρακτήρα του, εξαιρετικό δείγμα φρουριακής αρχιτεκτονικής της εποχής της Φραγκοκρατίας.


Κάστρο Μήθυμνας
Βρίσκεται στην κορυφή του πευκόφυτου λόφου του Μολύβου. Θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα της Ελλάδας. Πιθανόν κτίστηκε μετά τα μέσα του 13ου αιώνα για προστασία από τους Τούρκους και τους Φράγκους επιδρομείς. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσής του δεν είναι γνωστή. Το 1373 ανακαινίσθηκε από τον Φραγκίσκο Α' Γατελούζο. Προσθήκες έγιναν επίσης και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1462-1912). Πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο κάστρο με γερά τείχη, με επιγραφές, οικόσημα και άλλα διακριτικά στοιχεία. Έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου με πλευρά περίπου 70 μ. και είναι γενικά σε καλή κατάσταση. Εξαίρετο μνημείο είναι η κεντρική είσοδος κατασκευασμένη από χοντρό ξύλο σκεπασμένο με περίτεχνες πλάκες μεταλλικές. Τα καλοκαίρια πραγματοποιούνται πολιτιστικές και θεατρικές εκδηλώσεις στον εσωτερικό περίβολο του φρουρίου.


Παλαμήδι
Το Παλαμήδι οχυρώθηκε από τους Ενετούς τον 17ο αιώνα. Τα οχυρωματικά έργα άρχισε ο πορθητής Φραγκίσκος Μοροζίνι και τελείωσαν τα τελευταία χρόνια της Β' Ενετοκρατίας (1686–1715 ). Εκτός από τη ντάπια του Αγίου Ανδρέα, που είναι η ψηλότερη, συναντά κανείς άλλες έξη του Φωκίωνα, του Θεμιστοκλή, του Μιλτιάδη, του Επαμεινώνδα, του Λεωνίδα και του Αχιλλέα. Οι πέντε από αυτές συνδέονται μεταξύ τους μ’ έναν αυλόγυρο, που τον λέγανε τείχος του περιβόλου. Στο φρούριο υπάρχει το ιστορικό εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, κτισμένο από την εποχή των Ενετών. Στο φρουριακό συγκρότημα που έκανε το Παλαμήδι απόρθητο, βλέπουμε τον θυρεό των Ενετών, το «λιοντάρι του Αγίου Μάρκου». Τα κελιά των κάστρων που είχαν φιλοξενήσει κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας τον κατάδικο Κολοκοτρώνη, χρησίμευσαν σαν φυλακές και τόπος εκτέλεσης. Το Παλαμήδι πολιορκήθηκε από το πρώτο έτος της επανάστασης. Οι οπλαρχηγοί έκριναν σωστά ότι η εκπόρθηση του θα έδινε στον αγώνα ένα σπουδαίο φρουριακό συγκρότημα και μια κατάλληλη εστία για την κυβέρνηση. Μετά από πολλές προσπάθειες και αποτυχίες, τη νύχτα της 29ης Νοεμβρίου 1822 ο Στάικος Σταϊκόπουλος με το Μοσχονησιώτη και 350 διαλεγμένους στρατιώτες κατόρθωσαν να πηδήσουν στη ντάπια του Αχιλλέα και να καταλάβουν το κάστρο. Μετά έφτασε ο Κολοκοτρώνης, που ανάγκασε τη φρουρά του Ναυπλίου να παραδοθεί και να υπογράψει συνθήκη. Έκτοτε κάθε χρόνο στις 30 Νοεμβρίου εορτάζεται η επέτειος της άλωσης.


Κάστρο Λίνδου
Ο οικισμός της Λίνδου βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του νησιού και σε απόσταση 55 χλμ. από την πόλη της Ρόδου. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη θέση του σημερινού χωριού, μεταξύ της ακρόπολης και του ακρωτηρίου Κράνα. Είναι ο  κυριότερος αρχαιολογικός χώρος της Ρόδου με το βράχο της όπου δεσπόζει το κάστρο της και μια από τις πιο σημαντικές πόλεις του νησιού. Το κάστρο της Λίνδου αποτελούσε πάντα το κέντρο της ζωής του οικισμού. Τον 6ο αιώνα π.Χ. κυριαρχεί στη Λίνδο η μορφή του τυράννου Κλεόβολου, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Τότε έγιναν σημαντικά έργα υποδομής στην πόλη και οικοδομήθηκε ο αρχαϊκός ναός της Αθηνάς στο κάστρο σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο. Η περσική εξάπλωση στο Αιγαίο και αργότερα ο συνοικισμός της Ρόδου, στον οποίο συμμετείχε και η Λίνδος με τις δυο άλλες πόλεις του νησιού, την Ιαλυσό και την Κάμιρο, οδήγησαν στη σταδιακή μείωση της οικονομικής και πολιτικής σημασίας της Λίνδου. Ο χώρος του κάστρου της Λίνδου, από τόπος αφιερωμένος αποκλειστικά στη λατρεία στην αρχαιότητα, αποτέλεσε στη συνέχεια ασφαλές καταφύγιο σε περίοδο κρίσεων, για να καταλήξει όλο και περισσότερο με την πάροδο των αιώνων σε οχυρωμένο κάστρο με μόνιμη φρουρά. Τον μεσαίωνα το κάστρο της Λίνδου ενισχύθηκε με νέα κτίσματα από τους Βυζαντινούς και στη συνέχεια από τους ιππότες. Το μεγαλύτερο από τα τμήματα που σώζονται μέχρι σήμερα, είναι μεσαιωνικό.


Πάτμου
Το έρημο αυτό νησί άρχισε να εποικίζεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, όταν ο μοναχός Χριστόδουλος από τη Βιθυνία έλαβε από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό (1081–1118) την άδεια να ιδρύσει στην Πάτμο τη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου πάνω σε ύψωμα ψηλότερα από το σπήλαιο της Αποκάλυψης, ακριβώς πάνω στον αρχαίο βωμό της θεάς Άρτεμης. Η Μονή κτίσθηκε σε μορφή μεσαιωνικού κάστρου με επάλξεις και τείχη επιστήριξης με καθολικό στο κέντρο της, μικρό μεν, καθώς και με άλλα κτίσματα, κελιά και δεξαμενές. Γύρω από τη Μονή άρχισαν να εγκαθίστανται εκτός από τους μοναχούς και κοσμικοί με τις οικογένειές τους χτίζοντας σπίτια κι έχοντας ως άσυλο την οχυρωμένη Μονή σε περίπτωση κινδύνου πειρατικής επιδρομής.


Κάστρο Μύρινας
Είναι κτισμένο σε βραχώδη και απόκρημνη χερσόνησο και επικοινωνεί με την ξηρά μόνο από τα ανατολικά. Αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση οχυρό του Αιγαίου, με επιφάνεια 144 στρέμματα. Χτίστηκε το 1186 πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Μύρινας από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Α'. Η σημερινή μορφή του ανάγεται στο 1207, μετά την κατάληψη της Λήμνου από τους Ενετούς, όταν ο Ενετός Φιλόκαλος Ναβιγκαγιόζο, Μεγάλος Δούκας της Λήμνου, οχυρώνει τη Μύρινα. Ο διάδοχός του όμως Λεονάρδο Ναβιγκαγιόζο είναι εκείνος που ισχυροποιεί το κάστρο και το κρατά υπό την κυριαρχία του επί 45 χρόνια. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας στο κάστρο κατοικούσαν Τούρκοι. Στην πολιορκία της Μύρινας το 1770 από τον Ρωσικό στόλο, τα τείχη του κάστρου υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Στην ανατολική και νότια πλευρά το τείχος είναι ψηλό κι ο αριθμός των πύργων σχετικά μεγάλος, ενώ στη βόρεια και δυτική πλευρά το τείχος είναι κατά πολύ χαμηλότερο και οι πύργοι πιο σπάνιοι. Στο ψηλότερο σημείο του λόφου υπάρχει μισοκατεστραμμένο οχυρό κτίσμα με πολλούς εσωτερικούς χώρους. Σήμερα το κάστρο αποτελεί μνημείο επισκέψιμο για το κοινό.


Φραγκοκάστελλο
Βρίσκεται στο νότιο μέρος του νομού Χανίων, ανατολικά από τα Σφακιά. Οι Ενετοί άρχισαν να το χτίζουν το 1371, τόσο για προστασία από πειρατικές επιδρομές αλλά και για τον έλεγχο των ανυπότακτων ντόπιων. Το κάστρο τέλειωσε το 1374 και οι Ενετοί το ονόμασαν Κάστρο του Αγίου Νικήτα, από την εκκλησία που είναι κοντά. Όμως οι ντόπιοι το ονόμασαν περιφρονητικά Φραγκοκάστελλο (Franco Castello ή Castelfranco = κάστρο των Φράγκων). Τελικά η ονομασία αυτή επικράτησε και υιοθετήθηκε και από τους Ενετούς. Στα Ορλωφικά (1770), εκεί στρατοπέδευαν τα τούρκικα στρατεύματα που πολεμούσαν ενάντια στους επαναστατημένους Σφακιανούς με αρχηγό τον Ιωάννη Βλάχο ή Δασκαλογιάννη. Τελικά η επανάσταση αυτή απέτυχε. Το 1828 νέα αναζωπύρωση της επανάστασης στην Κρήτη ενάντια στον τουρκικό ζυγό φέρνει στο κάστρο τον βορειοηπειρώτη Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, όπου και οχυρώνεται. Η απόφασή του να εγκαταλείψει τον κλεφτοπόλεμο και να αντιταχθεί στον πολλαπλάσιο τακτικό τουρκικό στρατό στον κάμπο, ευνόησε τον Μουσταφά Ναϊλή πασά, Τούρκο διοικητή της Κρήτης. Για μια βδομάδα, 600 Έλληνες αντιμετώπισαν 8.000 Τούρκους. Ο Νταλιάνης σκοτώθηκε, όπως και 338 από τους υπερασπιστές του κάστρου. Οι υπόλοιποι συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, τους παρέδωσαν το κάστρο κι έφυγαν. Οι Τούρκοι έχασαν 800 στρατιώτες. Ο πασάς, ανατίναξε το φρούριο για να μη χρησιμοποιηθεί ξανά ως οχυρό επαναστατών. Αλλά κατά τη διάρκεια της μεγάλης Κρητικής επανάστασης (1866-1869) αναγκάστηκε να το ανακατασκευάσει για τον καλύτερο έλεγχο του νησιού. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, το κάστρο έπεσε σε αχρηστία και σήμερα στέκει για να θυμίζει την αιματοβαμμένη ιστορία του, που αναβιώνει κάθε χρόνο μέσω του θρύλου των φαντασμάτων, τους περίφημους Δροσουλίτες. Τις τελευταίες μέρες του Μαΐου και τις πρώτες του Ιουνίου, με την πρωινή δροσιά, λέγεται ότι εμφανίζονται σκιές ανθρωπόμορφες να προχωράνε αργά η μια πίσω από την άλλη για 10 λεπτά περίπου στην ανατολή του ήλιου, μόνο με άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, από το κοντινό νεκροταφείο προς το κάστρο και να χάνονται στη θάλασσα. Ο θρύλος λέει ότι είναι τα φαντάσματα των νεκρών πολεμιστών του Νταλιάνη που υπερασπίστηκαν το κάστρο από τους Τούρκους. Σύμφωνα με μια ερμηνεία πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων μέσα από την πρωινή δροσιά, γιατί τα «φαντάσματα» εμφανίζονται μόνο πολύ νωρίς το πρωί με τη δροσιά, γι’ αυτό και τα ονόμασαν Δροσουλίτες. Οι σκιές δεν εμφανίζονται κάθε χρόνο, αλλά περνούν κι αρκετά χρόνια χωρίς να εμφανιστούν. Δεν έχουν φωτογραφηθεί ή βιντεοσκοπηθεί ποτέ. Το κάστρο αποτελείται από 4 τετράγωνους πύργους που ενώνονται μεταξύ τους με ευθύγραμμα κατακόρυφα τείχη σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο κτίσμα, που καταλήγει σε οδοντωτές πολεμίστρες. Μία είσοδος του φρουρίου, μικρή τοξωτή, βρίσκεται ανατολικά, ενώ η κύρια είσοδος βρίσκεται στα νότια και κοσμείται από εντοιχισμένα γλυπτά οικόσημα επιφανών οικογενειών. Από πάνω ακριβώς δεσπόζει ανάγλυφο με τον φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο ΝΔ πύργος είναι μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους υπόλοιπους τρεις και με μεγαλύτερη σημασία γιατί: α) έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα, β) μεγαλύτερο οπτικό πεδίο, γ) αποτελούσε τον τελευταίο χώρο άμυνας σε περίπτωση κατάληψης και δ) προστάτευε τη νότια κύρια πύλη. Εσωτερικά, παράλληλα στα τείχη, υπήρχαν ορθογώνιοι χώροι, που δεν σώζονται σε άριστη κατάσταση, για στρατωνισμό, στάβλοι, αποθήκες, μαγειρεία, φούρνοι κ.α.

Πηγή:history-pages.blogspot.gr

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

"Σάλπιγξ" η πρώτη επίσημη ελληνική εφημερίδα...

Η «Σάλπιγξ Ελληνική» ήταν το πρώτο δημοσιογραφικό έντυπο που εκδόθηκε στην Ελλάδα, το οποίο μάλιστα αρνήθηκε την προληπτική λογοκρισία.

*Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη

Στις 3 Αυγούστου 1821, σαν σήμερα, οι Έλληνες επαναστάτες κρατούσαν με υπερηφάνεια στα χέρια τους, σαν ευαγγέλιο, την εφημερίδα « Σάλπιγξ Ελληνική», που συμβόλιζε με τον τίτλο της το σάλπισμα της ελευθερίας προς τους υπόδουλους. Στην προμετωπίδα της απεικονίζετο η πτεροφόρος νίκη και σε κύριο άρθρο η προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντου: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος… η ώρα ήλθεν ώ άνδρες ΄Ελληνες!...»

Είναι απορίας άξιο, το φαινόμενο ενός λαού, που ενώ πρόκειται να συγκρουσθεί με τις ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις, αισθάνεται και την ανάγκη της δημοσιογραφίας και μάλιστα «ελευθέρας, οργάνου καθαρώς των επιθυμιών του». Έτσι, τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη της Επανάστασης, τον Αύγουστο του 1821, κυκλοφορεί ανάμεσα στους Ελεύθερους Έλληνες ελληνική εφημερίδα!

Θα αναρωτηθούν πολλοί, πώς βρέθηκαν μέσα σε εκείνη την επαναστατημένη ατμόσφαιρα, τυπογραφεία και τυπογράφοι. Ιδού η εξήγηση. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης ήρθε από την Τεργέστη στην Ελλάδα ως αντιπρόσωπος του γενικού επιτρόπου αδελφού του Αλεξάνδρου, θεώρησε καλό, αντί για πολεμοφόδια να φέρει στους επαναστάτες ένα τυπογραφείο. Το αγόρασε στη Βενετία. και το έφερε μέσω Ύδρας στην Τρίπολη, στο στρατόπεδο των επαναστατών. Αλλά ποιος θα έβγαζε την εφημερίδα; Λόγιοι κατέφθαναν και ήταν ικανοί να συντάξουν περίφημα κείμενα, αλλά τυπογράφοι; Ώσπου ήρθε το φως εξ ανατολών….

Το πρώτο πιεστήριο που χρησιμοποίησε το εθνικό τυπογραφείο.

Οι μικρασιατικές Κυδωνίες εξασφαλίζουν τυπογραφείο

Στα παράλια της Μικράς Ασίας, υπήρχε η ελληνική ευημερούσα πόλη Κυδωνίες, στην οποία είχε στείλει ο Φερμέν Ντιντώ από το Παρίσι το 1819 ελληνικό τυπογραφείο για να εκδώσει ελληνικά βιβλία. Όταν όμως κηρύχτηκε η Επανάσταση, οι Κυδωνίες κατεστράφησαν και ο πληθυσμός της κατεσφάγη από τους Τούρκους. Ένας τυπογράφος ονόματι Κων. Τόμπρας κατόρθωσε να διαφύγει στην Πελοπόννησο και ήταν ακριβώς εκείνο που έλειπε για να εκδώσει με βοηθό του τον Αναστάσιο Νικολαΐδη εφημερίδα στην επαναστατημένη Ελλάδα.

«Σάλπιγξ Ελληνική» ο τίτλος της πρώτης εν Ελλάδι εφημερίδος

Το Τυπογραφείο μεταφέρθηκε αμέσως στην Καλαμάτα και ανετέθη από τον Υψηλάντη στον εκδότη του «Λογίου Ερμή» Θεόκλητο Φαρμακίδη η έκδοση εφημερίδας. Έτσι εκδόθηκε η «Σάλπιγξ Ελληνική» που όπως σημειώνει ο ιστορικός Απ. Δασκαλάκης, δίπλα στον τίτλο του είχε το επίκαιρο για τη στιγμή εκείνη ομηρικό ρητό «Είς οιωνός άριστος, αμύνεσθε περί πάτρης». Και κάτω: «Εν Καλαμάτα έτει α’ της Ελευθερίας, εκ της εθνικής τυπογραφίας».


Ο λόγιος-Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης, διευθυντής της εφημερίδας που αρνήθηκε την προληπτική λογοκρισία.

«Εις τα όπλα! Η Ελλάς μας προσκαλεί»

Στη δεύτερη σελίδα, με τον τίτλο «Ανακήρυξις» δικαιολογεί ως εξής την έκδοση της πρώτης ελληνικής εφημερίδος: «Εις τας παρούσας περιστάσεις της Ελλάδος, ότε το Ελληνικόν γένος μη υποφέρον τον βαρύν της τυραννίας ζυγόν, τον οποίον έφερεν αναξίως αιώνας ολοκλήρους, απεφάσισεν υπό την προστασίαν της θείας προνοίας να πιάση τα όπλα για να αναλάβη την οποίαν απώλεσεν αυτονομίαν, είναι αναγκαιοτάτη και εφημερίς εις την Ελλάδα εκδιδομένη.» Και σημείωνε: «Ας καλέσωμεν ώ ανδρείοι και μεγαλόψυχοι ΄Ελληνες την ελευθερίαν εις την κλασσικήν γήν της Ελλάδος… Εις τα όπλα! Η Ελλάς μας προσκαλεί!»


Δημήτριος Υψηλάντης έφερε το τυπογραφείο και εκδόθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα η πρώτη εφημερίδα

Στην έκδοση της εφημερίδας υπήρξαν και εξελίξεις. Ο χρονογράφος Φιλήμων αναφέρει, ότι ο Φαρμακίδης αποχώρησε της διευθύνσεως διότι «δεν ενέδωκεν εις το δεσποτικόν μέτρον της προεξετάσεως…». Με άλλα λόγια αρνήθηκε την προληπτική λογοκρισία στην εφημερίδα που εκδιδόταν με άδεια του Υψηλάντη «και μη υπαρχόντων εισέτι νόμων περί Τύπου είναι φυσική η απαίτησις του αρχηγού όπως ελέγχει εις τας κρισίμους εκείνας στιγμάς τα γραφόμενα εις εφημερίδα εκδιδομένη, εις το μοναδικόν εθνικόν τυπογραφείον δι εξόδων δημοσίων και χάριν της κοινής ελληνικής ιδέας…».
Μια παρεξήγηση καθιστά το τυπογραφείο… θύμα πολέμου

Εξεδόθησαν μόνο τρία φύλλα της εφημερίδας, την 1, 15η και 25η Αυγούστου 1821. Δημοσιεύτηκαν ειδήσεις με νίκες των Ελλήνων, επαίνους για τις αρετές τους, ενώ υπήρξε και προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές αυλές για την αφύπνιση των συνειδήσεων και τη δημιουργία φιλελληνικού ρεύματος. Μετά, το τυπογραφείο μεταφέρθηκε από την Καλαμάτα στην έδρα της κυβερνήσεως στην Τρίπολη, όπου ετυπώθη το πρώτο πολίτευμα που ψήφισε η Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Επίδαυρο την 1-1-1822. Λίγους μήνες μετά σταμάτησε η έκδοση και τον Ιούλιο του 1822 όταν ο Δράμαλης κατέλαβε την Κόρινθο, βρήκε εκεί το τυπογραφείο, το πέρασε για…. οπλικό σύστημα και το κατέστρεψε!


*Ο Τάσος Κοντογιαννίδης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής.
Πηγή:Pontos-News.GR

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...