Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα εδώ και ώρα. Σηκώθηκε με νωχελικές κινήσεις από τον καναπέ όπου είχε πάρει μια πρέζα ύπνο, και σύρθηκε προς το τηλέφωνο.
 Ήταν η Βίκυ που της έβαλε τις φωνές.. 
 «Ακόμα κοιμάσαι βρε ουφο; Ξέρεις τι ώρα είναι; Μη κάνεις κανένα αστείο και δεν έρθεις».
«Να έρθω οπωσδήποτε ε;» απάντησε η Τζίνα και χασμουρήθηκε  τεμπέλικα .
«Ο π ω σ δ η π ο τ ε!» ακούστηκε από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου…Η Βίκυ δεν το  συζητούσε καν..
«Οκ. Σε μια ώρα θα είμαι εκεί.».
Στράφηκε προς τον Αντρέα  που κουνούσε την ουρά του προσπαθώντας να μαντέψει αν θα πήγαινε και αυτός μαζί της…
«Ο κ.Μανόλο ντε Καρδίτσα.. Χεστήκαμε!!! Φλαμένγκο λέει. Είχε ρε Aντρίκο στην Καρδίτσα Φλαμενγκοσχολή; Που έμαθε ο τύπος φλαμένγκο μου λες;  Μακάρι νάξερες ε;  Κι εγώ το ίδιο φίλε».
Κοίταξε το κινητό της. «Ούτε φωνή ούτε ακρόαση ο κύριος Χρήστος». Μονολόγησε  πηγαίνοντας προς το μπάνιο.
Η άσχημη διάθεση που είχε, άρχισε να αμβλύνεται με τα κόλπα του Αντρέα ο οποίος προσπαθούσε να δηλώσει την παρουσία του τραβώντας το μπουρνούζι της και μασώντας τις παντόφλες της. Κάποια στιγμή χάθηκε μέσα στο σπίτι. Επέστρεψε κρατώντας στο στόμα του ένα αθλητικό παπούτσι που βρήκε περιπλανώμενο…
Η Τζίνα του  χαμογέλασε πονηρά, «φρικέ ντύσιμο να τους τη σπάσουμε ε; Ότι πεις μεγάλε…Να το ξέρεις όμως, θα  πω στη Βίκυ ότι εσύ με πίεσες».  Ο Αντρέας κούνησε  το κεφάλι του γέρνοντας το δεξιά όπως έκανε κάθε φορά που του απηύθυναν τον λόγο… Η Τζίνα γέλασε δυνατά. Τον χάιδεψε και κατευθύνθηκε στην ντουλάπα…
Τράβηξε ένα παντελόνι τζήν ξεβαμμένο και μία λευκή πουκαμίσα. Παπούτσια σαφώς  αθλητικά. Βάφτηκε ελαφρά, φόρεσε ένα μακρύ και ένα κοντό σκουλαρίκι χτενίζοντας σε «ατιμέλητο» look τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της, κι’ έτοιμη για φλαμένγκο  night.!!!    

Με την ψυχή στο στόμα  έφτασε στο γραφείο της Βίκυς. Δρασκέλισε τα σκαλοπάτια δύο δύο και έφτασε στο γραφείο της λαχανιασμένη. Η Βίκυ τσαντιζόταν πολύ όταν την έστηναν. Πόσο μάλλον απόψε  που ήταν μια σημαντική βραδιά γι αυτήν. Άλλωστε ο μόνος λόγος  που η Τζίνα  πήγαινε σε αυτήν την εκδήλωση  ήταν για να μην της χαλάσει το χατίρι. Αυτές τις συγκεντρώσεις με τους in καλλιτέχνες τις βαριόταν θανάσιμα.
Μπήκε στο γραφείο και προς έκπληξή της βρήκε χαμογελαστή..
«Βικάκι μη με βρίσεις. Έχεις δίκιο. Είμαι γαϊδούρα το παραδέχομαι αλλά  είχε κίνηση..» μίλησε με ύφος απολογητικό..
«Ρε ούφο σιγά μη περίμενα να έρθεις στην ώρα σου. Σου είπα εννέα για να έρθεις στην καλλίτερη περίπτωση δέκα.. Σου την έσκασα χαζό» της λέει και γελάει..
«Και εγώ τσακίστηκα να φτάσω; Ούτε ασανσέρ δεν πήρα για να μην καθυστερώ.. Καλααά.... σημειώνω το καψώνι» 
«Εκδρομή θα πάμε και ντύθηκες έτσι;» μουρμουρίζει και την κοιτάζει από πάνω ως κάτω. «Τυπάκι είσαι ρε» συμπληρώνει και χαμογελάει.
 
Η εκδήλωση ήταν σε μια  μουσική σκηνή πίσω από την Ακρόπολη. Ένας χώρος πολύ συμπαθητικός με ζεστά χρώματα και χαμηλό φωτισμό. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύεται σιγά σιγά.
Ένας  χαριτωμένος νεαρός τις οδήγησε στο τραπέζι που είχαν κλείσει για το περιοδικό.
«Έχει τίποτα καλό το table team;» ρωτά η Τζίνα χαμογελώντας με νόημα .
«Δεν ξέρω ποιοι θα είναι στο τραπέζι μας. Και πρόσεχε βλαμμένο μην πετάξεις κανένα «ντε καρδίτσα» και με κάνεις ρεζίλι. Να είσαι καλό κορίτσι εντάξει;»
«Ορκίζομαι σωφροσύνην και αρετήν» λέει η Τζίνα σηκώνοντας το χέρι.
Πλησίασαν στο τραπέζι και φόρεσαν τα «καλά» τους χαμόγελα για τις συστάσεις.
Ο κύριος και η κυρία Ιωάννου μετά του υιού Πάρη. Ο κύριος Παύλος. Πολύ κύριος τι να σου πω σκέφτηκε η Τζίνα καθώς άπλωνε το χέρι της χαζοχαμογελώντας. Η κυρία Φαίη, η γραμματεύς παρά τω προέδρω.
Ο κύριος Ερμής, ο φωτογράφος του περιοδικού μετά του πατρός του κυρίου Δημοσθένη Πάνδανου, συγγραφέως. Η κυρία και ο κύριος Φατσέα, των δημοσίων σχέσεων..
«Χάρηκα πολύ Τζίνα Σταυρίδου» είπε η Τζίνα κατάκοπη από τις χαιρετούρες.
«Φατσέα η κυρά φατσέα»  ψυθίρισε  στην Βίκυ καθώς καθόταν.
«Σκάσε βλαμμένο» της απάντησε  χαμογελαστά η Βίκυ.
Ώσπου να αρχίσει το πρόγραμμα η κουβέντα ήταν γύρω από το περιοδικό, τη μουσική, και τον Μανόλο. Φυσικό ήταν η Τζίνα και ο πατήρ Πάνδανος  μια και ήταν οι μόνοι εκτός περιοδικού να μην συμμετέχουν.
«Είστε μουσικός υποθέτω». Απευθύνθηκε στην Τζίνα σπάζοντας την σιωπή των «ξένων» ο Πάνδανος.
«Καμμία σχέση».  Του απάντησε λακωνικά.
«Τότε κριτικός;  Ή μήπως δημοσιογράφος;» συνεχίζει.
«Φίλη της Βίκυς». Του λέει ξερά.
«Αγαπάτε το φλαμένγκο όμως». Επιμένει.
Με την άκρη του ματιού της κοιτάζει την Βίκυ που την παρακολουθεί με αγωνία μη πετάξει κανένα κουφό.
«Μα ναι, ασφαλώς. Τρελαίνομαι για Φλαμένγκο» του λέει, και χαμογελά προς την Βίκυ.
Ο Πάνδανος είναι ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με γκρίζα μαλλιά και ένα περίεργο παρουσιαστικό. Άνθρωπος γενικά ευγενικός και ενημερωμένος για πολλά πράγματα.
 «Τρελλός επιστήμων» είπε αργότερα η Τζίνα,
 «Καλλιεργημμένο» τον χαρακτήρισε  η Βίκυ.
 «Χαχα.. Καλλιεργημένος; Φυτό δηλαδή» συμπλήρωσε η Τζίνα και έβαλε τα γέλια.
«Α, να χαθείς οδοστρωτήρα» της είπε και γέλασε και αυτή με την καρδιά της.

Η παράσταση άρχισε με ένα  μουσικό Ισπανικό συγκρότημα. Η Βίκυ χάθηκε μέσα στις νότες χωρίς να ανησυχεί  πια για τη συμπεριφορά της φίλης της. Ήξερε πως μέσα από τη μουσική κάπου θα περιπλανιέται  και αυτή στο δικό της κόσμο, ζωγραφίζοντας τις δικές της εικόνες.
 «Είμαι βέβαιος πως θα έρθει μια μέρα που ο Φυσικός, ο Ποιητής, και ο Φιλόσοφος, θα μιλούν την ίδια  γλώσσα και θα συνεννοούνται θαυμάσια μεταξύ τους», ακούστηκε μια απαλή και ήρεμη ψιθυριστή φωνή δίπλα στο αφτί της όταν άρχιζε το διάλειμμα.
Η Τζίνα γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε ενθαρρύνοντας τον να συνεχίσει. «Αυτή η γλώσσα θα έχει βάση το σολφέζ φαντάζομαι», συμπληρώνει  χαριτολογώντας ο Πάνδανος
«Ίσως αυτή η γλώσσα, να έχει σαν βάση τα χρώματα. Ένας χορός εικόνων ας πούμε» του απαντά η Τζίνα και συνεχίζει με πάθος. «Οι συνδυασμοί των χρωμάτων είναι συναίσθημα, είναι μια μορφή ποίησης, μια μουσική της φύσης. Τα περιλαμβάνει όλα. Το φως του ήλιου, φτιάχνει αποχρώσεις του φωτός. Η χλομάδα του φεγγαριού αποχρώσεις του σκότους. Χρώματα κοινά σε όλο τον σύμπαν. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί  ήδη μια κοινή γλώσσα;»
«Μα ναι, έπρεπε να το φανταστώ, είστε ζωγράφος λοιπόν;» την ρωτά ο Πάνδανος.
«Όχι κύριε Δημοσθένη. Δεν είμαι ούτε ζωγράφος»
 Η Βίκυ που έχει ακούσει την κουβέντα τους επεμβαίνει ως πυροσβεστήρ.
«Κύριε Δημοσθένη η Τζίνα ζωγραφίζει πολύ όμορφα αλλά το κρατάει κρυφό. Είναι επίσης και λίγο συνάδελφός σας. Γράφει στίχους».
«Αλήθεια κυρία μου;» τη ρωτά ενθουσιασμένος ο Πάνδανος
«Υπερβολές. Κάτι σαχλαμάρες γράφω» απαντά η Τζίνα κάνοντας έναν απαξιωτικό μομφασμό  και αγριοκοιτάζει την Βίκυ.
  «Εγώ πάντως θα ήθελα να διαβάσω μερικούς στίχους σας κυρία μου».
 «Κύριε Δημοσθένη να ζητήσω μια χάρη;» λέει η Τζίνα πίνοντας μια γουλιά από το ποτήρι της Βίκυς γιατί το δικό της ποτό έχει ήδη τελειώσει από ώρα.
«Ασφαλώς. Ό,τι θέλετε» απαντά ευγενικά.
«Θεωρώ τον πληθυντικό γλώσσα της απόστασης. Να τον κάνουμε ενικό  για να συζητήσουμε σαν άνθρωποι μια και γνωριστήκαμε;»
«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση Τζίνα. Άλλωστε  ούτε και σε μένα αρέσει ο πληθυντικός “της απόστασης”», λέει και  γελάει.
«Λοιπόν Δημοσθένη, οι στίχοι που γράφω είναι  ερασιτεχνικοί. Άγουροι εντελώς. Ως καρποί ανώριμοι προς «βρώσιν». Θα ντρεπόμουν αν τους  διάβαζε ένας συγγραφέας».
«Εάν επιμείνω;» ρωτάει, και χωρίς να περιμένει απάντηση, βγάζει από την  τσέπη του μια ατζέντα, γράφει το e mail του σε ένα χαρτάκι και της το δίνει.
Τα φώτα είχαν αρχίσει να χαμηλώνουν δηλώνοντας ότι το δεύτερο μέρος της παράστασης άρχιζε.
«Σσσς.. ησυχία εσείς εκεί πέρα» τους παρατηρεί νευριασμένη η Φατσέα ενώ της φεύγουν σάλια μαζί με μασημένα φουντούκια. Ο Δημοσθένης και η Τζίνα κοιτάζονται. Προφανώς κάνουν την ίδια σκέψη για την φάτσα της Φατσέα και ξεσπούν σε γέλιο. Ο Ερμής κοιτάζει τον πατέρα του με αυστηρό ύφος. Το ίδιο και η Βίκυ την Τζίνα. Το νευρικό γέλιο όμως είναι συνήθως μεταδοτικό, έτσι σε χρόνο μηδέν αρχίζει να γελά και η Βίκυ, και ο  Ερμής και η Φαίη. Η Φατσέα έξαλλη σηκώνεται να φύγει γιατί το παίρνει προσωπικά. Γίνεται ένα μικρό μπάχαλο στο τραπέζι ώσπου οι πέτρες του σκανδάλου ζητούν συγνώμη και βγαίνουν έξω.
Σε λίγο εμφανίζεται και η Βίκυ που δεν μπορεί να σταματήσει να γελά .
«Είσαι τέρας» λέει στη Τζίνα, και τα μάτια της τρέχουν δάκρυα από τα γέλια.
«Εγώ φταίω που είναι έτσι η φατσέα;  Χαχαχα, σαν μάσκα  είναι»
  Μια σοβαρή κυρία με βεραμάν ταγιέρ και ξανθά κρεπαρισμένα  μαλλιά  περίμενε ταξί στην άκρη του δρόμου. Παρακολουθούσε περίεργα όλη αυτή την ώρα τη σκηνή. Τους πλησιάζει λοιπόν, και γεμάτη απορία  λέει στη Βίκυ που εξακολουθεί αν γελάει περισσότερο από όλους.
«Συγνώμη. Να σας ρωτήσω κάτι; Αυτός ο Μανόλος που γράφει η ταμπέλα κωμικός είναι; Ποιοι άλλοι παίζουν στην παράσταση;»
«Η Φατσέα κι ο Φατσέας» προλαβαίνει και απαντά η Τζίνα αρχίζοντας  πάλι το ξέφρενο γέλιο…
«Θα πρέπει να έχει πολύ πλάκα η παράσταση» συμπληρώνει η κυρία με εύθυμη διάθεση.. «Θα έρθω. Θα έρθω  οπωσδήποτε να τη δω!».
Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να ηρεμήσουν εντελώς. Πρώτη μπήκε στην αίθουσα η Βίκυ. Ακολούθησε ο Δημοσθένης και η Τζίνα. Κάθισαν αθόρυβα στις θέσεις τους. Ο Ιωάννου της έριξε ένα περίεργο βλέμμα αλλά δεν είπε τίποτα Η ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε. Το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν, και όλα έβαιναν καλά..
Η εκδήλωση πλησίαζε στο τέλος της όταν ένα γκαρσόνι  με το δίσκο του περνούσε πλάι από τη Φατσέα, την ώρα που εκείνη ενθουσιασμένη  χειροκροτούσε άτσαλα το Μανόλο. Το δεξί της χέρι τινάχτηκε στο πλάι  πετυχαίνοντας το δίσκο. Ένα ποτήρι κύλησε και πέφτοντας πάνω στο τραπέζι έκανε γκέλ με αποτέλεσμα το περιεχόμενο του να τιναχτεί όλο πάνω στο πρόσωπο της Φατσέα..
Ο Ιωάννου που εκείνη τη στιγμή έπινε μια γουλιά νερό παραλίγο να πνιγεί. Άρχισε να γελάει δυνατά δίνοντας το σύνθημα στο υπόλοιπο τραπέζι. Το γέλιο πήρε διαστάσεις και άρχισε να γελάει όλο το μαγαζί. Η Φατσέα εκνευρισμένη αποχώρησε. Το ίδιο και ο Μανόλο. Η Βίκυ γλίτωσε την απόλυση χάρη στον Πάρη που την υπερασπίστηκε  «έως θανάτου» .   

  
   Ο Δημοσθένης  Πάνδανος δεν είναι ένα απλό πρόσωπο.
Είναι ένας  πολύπλευρος άνθρωπος, πολυταξιδεμένος και παραδομένος σε ένα δικό του κόσμο. Τα βιβλία του, σχεδόν όλα, έχουν μεταφυσικές προεκτάσεις, χωρίς όμως να σε πάνε στην σφαίρα της φαντασίας. Κείμενα λιτά και χωρίς υπερβολές. Οπαδός και λάτρης του γιόγκι Παραμαχάνσα Γιοκάντα. Μυημένος σε μυστικιστικές διδασκαλίες μελετητής των μεγάλων Μυστών.
Σαν άντρας δεν λέει και πολλά πράγματα. Θα τον χαρακτήριζα μάλλον άσχημο. Δεν έχει αρσενική παρουσία. Τα χέρια του μοιάζουν απαίδευτα και θηλυπρεπή.
Εκείνο που αναμφισβήτητα του δίνει μια κάποια γοητεία είναι το βλέμμα του. Ένα βλέμμα μαγνητικό και κάπως περίεργο. Όταν σε κοιτάζει νοιώθεις να μην μπορείς να ξεφύγεις από την ματιά του, κι ότι μπορεί να διαβάζει την πιο κρυφή σου σκέψη.
«Μυστηριακό» το χαρακτήρισε η Βίκυ.
«Σκοτεινό» το είπε η Τζίνα.  
Όπως και να είναι όμως ο Πάνδανος έδειξε γοητευμένος από τη Τζίνα.


Ήταν κάπου ξημερώματα. Η Τζίνα είχε αργήσει πολύ να κοιμηθεί το βράδυ. Η ιστορία με το Χρήστο είχε αρχίσει να της «πέφτει βαριά στο στομάχι» όπως είπε στη Βίκυ χαριτολογώντας μεν, αλλά εννοώντας το.
Ξύπνησε μουσκεμένη στον ιδρώτα και οι παλμοί της θα έγραφαν εκατόν πενήντα. Είχε δει ξανά το όνειρο. Ένα παράξενο όνειρο, που από παιδί ερχόταν στον ύπνο της και την τάραζε.
Ήταν ένα σπίτι. Ένα παράξενο σπίτι με μεγάλα τετράγωνα ασπρόμαυρα πλακάκια. Το δάπεδό του έμοιαζε με τεράστια σκακιέρα. Αυτός μάλλον ήταν ο χώρος υποδοχής.
Ένας μακρόστενος διάδρομος οδηγούσε στο βάθος όπου βρισκόταν η   κουζίνα. Στη μέση ένα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι από βαρύ ξύλο με πάγκους γύρω του αντί για καθίσματα. Στο χώρο κυριαρχούσαν τα τεράστια παράθυρα με τα οβάλ παντζούρια στο χρώμα καμένου ξύλου, που έβλεπαν σε ένα περιβόλι με δέντρα. Η κουζίνα ήταν πάντοτε άδεια.
 Μια ξύλινη σκάλα με κυκλική σκαλιστή κουπαστή, οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Δεξιά υπήρχαν δύο κλειστές πάντα πόρτες. Αριστερά τρεις μικρότερες. Μόνο η μία ήταν ανοιχτή. Οδηγούσε σε  ένα δωμάτιο παιδικό, όπου  μια παράξενη κούνια φτιαγμένη από μπαμπού και σκοινί βρισκόταν πάντα σε κίνηση. Μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μωρό, στον χώρο αυτό όμως, πάντοτε πλανιόταν έντονα μια παρουσία. Μια απροσδιόριστη άϋλη μορφή που προκαλούσε στην Τζίνα ένα αλλόκοτο συναίσθημα.
Το όνειρο αυτό είχε πάντα το ίδιο τέλος. Η Τζίνα κατέβαινε την  κυκλική σκάλα. Από ψηλά έβλεπε τις τετράγωνες ασπρόμαυρες πλάκες και πάνω τους πιόνια σκακιού να κάνουν κινήσεις. Όσο πλησίαζε τον κάτω όροφο ένοιωθε μια αγωνία που μεγάλωνε, και μεγάλωνε, σαν κάτι τραγικό να είχε συμβεί κάπου  εκεί στο τέλος της σκάλας.
Δεν έφτανε ποτέ στο τέλος αυτής της διαδρομής. Ήταν το σημείο που ξυπνούσε ιδρωμένη και με ταχυπαλμία.
 Την είχε απασχολήσει  αρκετές φορές αυτό το όνειρο. Όσες φορές όμως είχε επιχειρήσει να το συζητήσει με κάποιον άρχιζε το δούλεμα. Έτσι αποφάσισε να το αγνοήσει. Και ήταν πολύς ο καιρός που δεν το είχε ξαναδεί.
       Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε προς το μπάνιο για ένα κρύο ντούς. Εκείνη τη στιγμή η Βίκυ, είχε σηκωθεί να βγάλει τον Αντρέα έξω για κατούρημα.
«Ε; Τι έπαθες Τζινάκι; Χάλια φαίνεσαι» της είπε και την κοίταξε με απορία. «Ρε. Είσαι ιδρωμένη, έχεις κάτι;»
«Όχι, όχι δεν είναι τίποτα. Ένα όνειρο ήταν» είπε η Τζίνα με χαμένο ακόμα ύφος.
«Να φτιάξω καφεδάκι, ή θα κοιμηθείς κι άλλο; Εγώ βρικολάκιασα πρωί πρωί» είπε αναστενάζοντας..
«Το.. γήρας μάτια μου, έρχεται με αϋπνία το γαμημένο.. Αρχίσαν τα συμπτώματα «απάντησε η Τζίνα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο τραγουδώντας» γερνάααωω  μαμάάάάά, καφέέέέ  μαμάάάά!!
Κάθισαν  στη βεράντα και η Βίκυ επέμενε να μάθει για το όνειρο που τάραζε τόσο πολύ τη φίλη της.
«Θα σου πω, αλλά αν αρχίσεις το δούλεμα θα πάρω το λάστιχο και θα σε ποτίσω μαζί με τα φυτά, να γίνεις καλλιεργημένη, οκ;» είπε η Τζίνα και πήρε στα χέρια της τη μάνικα.
«Όχι  βρε, δεν θα σε κοροϊδέψω. Ορκίζομαι» απάντησε η Βίκυ σταυρώνοντας με νόημα τα δύο της δάχτυλα.
Η Τζίνα άρχισε την αφήγηση, ενώ η Βίκυ την άκουγε προσεκτικά.
«Μμμ!!, για πες μου κάτι…» είπε σοβαρά σοβαρά η Βίκυ ανασηκώνοντας το φρύδι της, όπως έκανε όταν έπαιρνε το σοβαρό της ύφος..
«Το τραπέζι της κουζίνας, είχε φαγητά ή ξεροσφύρι την έβγαζαν τα φαντάσματα;» ρώτησε ξεσπώντας σε τρανταχτά γέλια, ώσπου τελικά της έφυγε ο καφές από το χέρι λερώνοντας τον Αντρέα που κοιμόταν στα γόνατά της.
Η Τζίνα σε χρόνο μηδέν άνοιξε το νερό και άρχισε να την καταβρέχει..
«Έλα τώρα να σε πλύνω επίορκο τέρας.. Αντρίκο συγνώμη για το ντούς!!!» 
Η Βίκυ έφυγε για το μπάνιο γελώντας  βρεγμένη ως το κόκαλο.
«Τζίνα; Γιατί δεν ρωτάς τον Πάνδανο που έχει φάει βάρεμα με την μεταφυσική να σου πει τη γνώμη του;» Της είπε αργότερα η Βίκυ. «Σοβαρά μιλάω τώρα Ναι;» συμπλήρωσε σοβαρή.
 «Καλή ιδέα»  μονολόγησε η Τζίνα και σηκώθηκε να μαζέψει τα νερά….



«Δημοσθένη καλημέρα.»
«Ωω!! Τζίνα καλημερούδια. Μα τώρα πώς να μην πάει όμορφα η μέρα μου; Χαίρομαι πολύ που σε ακούω  κούκλα μου».
«Πάντα ευγενικός Δημοσθένη».
«Μα με σένα δεν θα μπορούσα να είμαι άλλο τι, από σκλάβος της γοητευτικής σου παρουσίας».
«Ευχαριστώ»
«Εγώ ευχαριστώ ομορφιά μου. Ευχαριστώ που χρωματίζεις τη ζωή μου με τα χρώματα της αυγής και του ζωοδότη ήλιου».
Ωραία τα λέει αλλά δε με πείθει, ευτυχώς που δεν είναι η Βίκυ στην θέση μου να απογειωθεί και να την ψάχνω. Βέβαια δεν είναι των ηλικιακών της προδιαργαφών ο Πάνδανος αλλά με τα λόγια αυτά θα την έκανε χώμα.
«Δημοσθένη, να σου ζητήσω μια χάρη;»
«Μα και βέβαια, ότι θέλεις κοριτσάκι μου»
Μου; οπα και τα κτητικά! Ωχ δεν με βλέπω καλά.
«Ήθελα να συζητήσουμε κάτι που έχει σχέση με τα όνειρα, χαζομάρες δηλαδή, αλλά θα ήθελα σε κάποιον να μιλήσω γι αυτό. Θεωρώ ότι είσαι ο πιο κατάλληλος. Αν έχεις λίγο χρόνο κάποια στιγμή, και θέλεις φυσικά, πίνουμε καφεδάκι και να τα πούμε;»
«Μα και βέβαια θέλω, με μεγάλη ευχαρίστηση. Μπορώ και σήμερα αν θέλεις. Χαίρομαι που σε ενδιαφέρει η μεταφυσική»
«Ωραία να τα πούμε το βραδάκι.. Θα σου τηλεφωνήσω όταν τελειώσω τη δουλειά»
«Θα περιμένω. Καλή και γλυκιά μέρα να έχεις»
«Ευχαριστώ, επίσης Δημοσθένη».
 Μακάρι να μου άρεσε σαν άντρας. Είναι ευγενικός. Ξέρει να φερθεί σε γυναίκα. Όχι σαν τον Χρήστο που είναι μέσα στην ψυχεδέλεια, και τη μιζέρια. Τον θέλω όμως η ανόητη. Με γοητεύει σαν άντρας. Πρέπει ωστόσο να την “κάνω”, πριν με στείλει στο φρενοκομείο να κάνω παρέα με τις τρελάρες. Το έχω πάρει απόφαση, έχει φάει τις κίτρινες κάρτες του. Πάει ολοταχώς για κόκκινη με την απαράδεκτη συμπεριφορά του. Αχ και να ήταν γλυκός σαν τον Πάνδανο, ή έστω ο Πάνδανος να ήταν γοητευτικός σαν τον Χρήστο. Αλλά γαμώ την γκαντεμιά μου λειψοί είναι και οι δύο…


«Βίκυ, απόψε θα βγω με τον Πάνδανο» είπε η Τζίνα δένοντας τα κορδόνια από τα αθλητικά της παπούτσια.
«Ωχ, τι καινούργιο είναι αυτό; Πως θα βγεις δηλαδή;»
«Από την πόρτα ασφαλώς θα βγω».
«Α ναι; Εγώ έλεγα θα βγεις από το μπαλκόνι με ανεμόσκαλα…Με τον Πανδανούλη Τζίνα; Μμ, ψήνεται κάτι;» ρώτησε και χαμογέλασε πονηρά
«Όχι ρε βλάκα. Σιγά μη ψήνω κάτι με το ΚΑΠΗ. Απλά καφεδάκι, εσύ δεν  μου είπες να τον ρωτήσω;»
«Ναι βρε μάτια μου, αλλά πότε πρόλαβες κιόλας;»
«Έτσι είμαι εγώ, βιαστικό κορίτσι»
«Το ξέρει ο Δημοσθένης ότι είναι «απλά καφεδάκι», η θα σου την πέσει. Πολύ θερμό τον βλέπω»
«Αν δεν το ξέρει θα το μάθει. Δεν του έταξα και γάμο ρε χαζό»
«Καλάάάά… Με βλέπω άνεργη στο τέλος. Ο Ιωάννου τον πάει πολύ τον Πάνδανο»
«Χαχαχα, αφού τον πάει πολύ να τον πάρει αυτός. Ταιριάζουνε και στην ηλικία»
«Άντε να χαθείς βλαμένο» είπε η Βίκυ με νόημα.
«Και μην ξεχνάς…..»
«Ναι, ξέρω μαμά, να προσέχω»...


Τζίνα και Δημοσθένης συναντήθηκαν στο Αττικό Άλσος. Η Βραδιά πολύ όμορφη. Κατάλληλη για συζητήσεις «έκτης αίσθησης» .
Ο Δημοσθένης άρχισε να μιλάει στην Τζίνα για τους αστερισμούς και την επιρροή τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Το πέμπτο στοιχείο της φύσης τον αιθέρα και την αναφορά των αρχαίων φιλοσόφων σε αυτό. Για τους αρχαίους πολιτισμούς της Αιγύπτου. Τη θεά Κάλι και την Ίσιδα. Τη μετενσάρκωση που πίστευε με φανατισμό. 
Τον παρακολουθούσε μαγεμένη. Η Τζίνα πάντα είχε  ενδιαφέρον για θέματα που δεν άπτονται της πραγματικότητας. Είχε όμως το όριο της. Δεν πέρναγε στην άλλη όχθη, όπως πολλές φορές συμβαίνει στους ανθρώπους που ασχολούνται με τα μεταφυσικά.
Ο Πάνδανος προφανώς είχε περάσει  αυτό το όριο. Τόχει φάει το κόλλημα, αλλά εμένα τι με κόφτει, σκέφτηκε κάποια στιγμή η Τζίνα.
Μιλούσε συνεπαρμένος από την εμπειρία του στις  «αναδρομές» που είχε κάνει. Αναφέρθηκε σε τρεις προηγούμενες ζωές του.
Στην πρώτη του αναφορά είχε ζήσει στην Σπάρτη  στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν σκλάβος. Της περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια  την ζωή του.
Ζούσε σε μια καλύβα και υπηρετούσε έναν επιφανή Έλληνα της εποχής.
Τον έλεγαν Μύρωνα, τη γυναίκα του Ελικωνίδα, είχε και δύο παιδιά τη Βερίνη και τον Μελάνιππο.
Η ζωή του ήταν βασανισμένη. Το ίδιο και της οικογένειας του. Το πιο συγκλονιστικό από την αφήγηση του  Πάνδανου (Μύρωνα), ήταν η στιγμή του θανάτου του.
Επειδή φυγάδευσε τον Μελάννιπο, τον δωδεκάχρονο γυιό του, σε μέρος που θα μπορούσε να ζήσει ελεύθερος, καταδικάστηκε σε μαστίγωμα μέχρι θανάτου.
Η εκτέλεσή του έγινε στον  ναό της Ορθίας Αρτέμιδος, ως θυσία , στον ιερό βωμό της.
Την στιγμή που ο Δημοσθένης περιέγραφε το μαστίγωμα και τον θάνατο του, (ως Μύρων βεβαίως), σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπο του, και το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και πονεμένο.

 Δεν πάει καλά ο άνθρωπος, σκέφτηκε η Τζίνα. Αν όμως είναι αλήθεια όλα αυτά, θα ήθελα πολύ να ξέρω τι ήμουν στην προηγούμενη ζωή μου. Αλλά αν είναι να ήμουν δούλα, άσε καλύτερα να μην το μάθω και ψυχοπλακωθώ.  Αν ήμουν Θεά ε, τότε οκ. Καλή εμπειρία  δεν λέω, συμπλήρωσε το συλλογισμό της και χαμογέλασε μουλωχτά για να μην παρεξηγηθεί ο Δημοσθένης.
«Έλα καλή μου» είπε επιτέλους κάποια στιγμή ο Πάνδανος, «πές μου για το όνειρο σου. Έλα να το συζητήσουμε, θέλω να το ακούσω» Πάνω στην ώρα, γιατί η Τζίνα ήταν έτοιμη να αντιδράσει.
  Δεν δίστασε ούτε στιγμή να το κάνει. Αισθάνθηκε ασφαλής να μιλήσει γι αυτό. Ο Δημοσθένης ήταν ο σωστός άνθρωπος στο σωστό timing. Θα την άκουγε χωρίς μετά να της κάνει πλάκα.
Άρχισε λοιπόν να του περιγράφει το όνειρο με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Δημοσθένης ακούγοντας την περιγραφή του σπιτιού ενώ στην αρχή ήταν χαλαρός, ξαφνικά  χλόμιασε.
«Σταμάτα μια στιγμή  καλή μου» την παρακάλεσε, ενώ η Τζίνα παρατήρησε τα χέρια του να ιδρώνουν και να τρέμουν.
«Τι έγινε Δημοσθένη; Δεν είσαι καλά; Να φύγουμε;»ρώτησε αναζητώντας με τα μάτια της τον σερβιτόρο για το λογαριασμό.
«Όχι, όχι καλά είμαι. Να πάρουμε ένα ποτό ακόμα;» της είπε με φωνή που έτρεμε.
«Είσαι σίγουρος ότι είσαι καλά;»τον ρώτησε ξανά μη μπορώντας να εξηγήσει την ταραχή του. «Όσα ποτά θέλεις. μόνο να είσαι καλά εντάξει;»
Παράγγειλε δύο νέα ποτά και την κοίταξε  βαθιά στα μάτια. 
Δεν ήταν βλέμμα αυτό, ήταν μια πύρινη βολή που πέρασε μέσα από  μάτια, έκανε τον κύκλο του κεφαλιού, και συνέχισε προς το υπόλοιπο κορμί της. Αισθάνθηκε μια περίεργη δόνηση η Τζίνα.  Σίγουρα κάτι τον είχε συγκλονίσει από αυτά που άκουγε. Τι  όμως; Και πόσο σοβαρό ήταν;
«Πες μου» της είπε ξαφνικά. «Το δωμάτιο, αυτό με την κούνια, είναι δεξιά ή αριστερά στο διάδρομο;» μιλούσε  αργά και σταθερά.
«Αριστερά» είπε η  Τζίνα σχεδόν ψιθυριστά, κάνοντας ένα μορφασμό απορίας.
«Το χρώμα; Θυμάσαι το χρώμα; Μήπως σιέλ ταπετσαρία με ανοιχτόχρωμες ρίγες στο πάνω μέρος;»
«Ακριβώς» είπε η Τζίνα και άρχισε να τα χάνει.
«Η κούνια; Πες μου σε ποιο μέρος του δωματίου είναι;»
«Στο βάθος εμπρός και δεξιά» απάντησε. Είχε όμως αρχίσει να ταράζεται και εκείνη.
«Ένα μεγάλο παράθυρο με λευκές κουρτίνες ακριβώς από πίσω;» συνέχισε στο ίδιο στυλ, πίνοντας  μια μεγάλη γουλιά από το ποτό που μόλις είχε φέρει ο σερβιτόρος.
«Λευκές με γαλάζια κορδόνια στη μέση. Και πάντα ανοιχτό και φωτεινό» συμπλήρωσε η Τζίνα σαν να μιλούσε μόνη της. «Διαβάζεις τις σκέψεις μου Δημοσθένη; Με τρομάζει όλο ετούτο. Πώς τα ξέρεις αυτά;» Είπε με ύφος μικρού παιδιού που έμαθαν το μυστικό του. Είχε αρχίσει  να νοιώθει  πολύ άβολα.
«Θα σου τα εξηγήσω όλα μάτια μου, μην ανησυχείς. Όχι δεν είμαι μάγος ούτε διαβάζω σκέψεις» είπε διασκεδάζοντας με το πεισμωμένο ύφος της. Το χαμόγελο ξαναγύρισε στα χείλη του. Αυτή τη φορά πιο πλατύ.
«Σε παρακαλώ προσπάθησε να θυμηθείς κάτι πιο χαρακτηριστικό. Είναι σημαντικό καλή μου» παρακάλεσε ο Δημοσθένης και της έπιασε το χέρι.
Η Τζίνα με μια ενστικτώδη κίνηση τραβήχτηκε.
«Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο» του είπε, δείχνοντας να θέλει να σταματήσει αυτή την κουβέντα.
«Έχεις δίκιο καλή μου, σε τρόμαξα. Όμως πίστεψέ με δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου. Το όνειρό σου είναι μήνυμα. Οι Ορφικοί από το 1500 και πίσω, πίστευαν πως η ψυχή είναι εξόριστη, μέχρι να ξαναγυρίσει στη γη να ενωθεί με ένα σώμα. Για τον Αριστοτέλη, το όνειρο αντιπροσώπευε τη ζωή της ψυχής του κοιμισμένου. Ο ύπνος, σύμφωνα με την ανατολική φιλοσοφία είναι η ανάπαυση της ψυχής. Είναι η στιγμή επικοινωνίας της με άλλους χώρους και χρόνους. Είναι ας πούμε, στη σημερινή μας γλώσσα, οι στιγμές διεκπεραίωσης των εκκρεμοτήτων της ψυχής».
Η Τζίνα τον διέκοψε.
«Μήπως να μου τα έλεγες πιο συνοπτικά Δημοσθένη; Όχι ότι δεν μου αρέσουν αυτά που αναλύεις τόσο όμορφα, αντιθέτως με εντυπωσιάζουν. Πες μου όμως πρώτα για το δικό μου όνειρο, και μετά  δική σου να σε ακούω όλη την νύχτα»
Χαμογέλασε. Ήταν ξανά ήρεμος και έτοιμος να συζητήσει τα πάντα.
Και η Τζίνα χαλάρωσε, και χώθηκε πιο βαθιά στην αναπαυτική πολυθρόνα του μπάρ.
Η νύχτα είχε προχωρήσει, το αλκοόλ είχε αρχίσει να δρα στο αίμα της. Η δροσιά ήταν ευωδιαστή, και το φεγγάρι σε μέγεθος νυχιού είχε κάνει τη χαριτωμένη του εμφάνιση. Η ατμόσφαιρα  ήταν άκρως  μυστηριακή για την Πανδανοσυζήτηση .
Η γνωστή Τζίνα όμως ξαναχτύπησε με τις απρόβλεπτες ατάκες της.
«Δημοσθένη πες μου γαμώτο τι θέλει να διεκπεραιώσει επιτέλους η ψυχή μου και μου χαλάει τον ύπνο; Γιατί θα τα πάρω στο κρανίο και θα την αφήσω στα «μη περαιωμένα» που λέμε  εμείς οι γραφιάδες».
Ο Δημοσθένης γέλασε δυνατά. Γέλασε με την καρδιά του.
Γελούσε τόσο δυνατά που οι θαμώνες του μπάρ τον κοιτούσαν με απορία. Η σκηνή θύμιζε ξανά Μανόλο.
«Είσαι αφασία όπως λέτε εσείς η νέοι» κατάφερε να αρθρώσει ο Πάνδανος όταν ηρέμησε λίγο από το γέλιο. «Είχα να γελάσω έτσι χρόνια μάτια μου. Πριν λίγες μέρες στην συναυλία και τώρα ξανά. Είσαι απίστευτο πλάσμα».
«Δημοσθένη; Περιμένω!» είπε ναζιάρικα η Τζίνα..
«Ναι καλή μου θα σου πω» απάντησε ανάβοντας τον καπνό του.
«Λοιπόν», πήρε το σοβαρό του και συνέχισε. «Το όνειρό σου είναι ολοφάνερο. Είναι η μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος μιας προηγούμενης ζωής σου».
«Πόσο προηγούμενη δηλαδή;» ρώτησε η Τζίνα με ύφος δυσπιστίας και πειράγματος.
«Δεν είσαι έτοιμη να με ακούσεις Τζίνα. Το βλέπω στα πονηρά σου ματάκια. Έχεις δίκιο. Όμως είναι κάτι που μπορώ να σου το αποδείξω. Όχι όμως έτσι. Όχι τώρα. Δεν είσαι έτοιμη για κάτι τέτοιο» της μίλησε με τόση ηρεμία που την έκανε να ντραπεί για την συμπεριφορά της. Στο βάθος όμως αυτή η σιγουριά του την προβλημάτισε. Τι είναι τώρα ετούτο; Συλλογίστηκε. Θα μπεις στο τρυπάκι να ακούς «παγανίες» που έλεγε και η γιαγιά; Όμως τι να ξέρει; Και τι μπορεί να μου αποδείξει; Ακούγεται τεκμηριωμένος. Δεν μπορεί να λέει μπούρδες
«Να πω τι σκέπτεται ο άπιστος Θωμάς μου;» διέκοψε τον συλλογισμό της ο Πάνδανος. «Τι βλακείες μου λέει γέρος άνθρωπος. Κρίμα και τον εκτιμούσα!!!» είπε και χαμογέλασε στραμμένος προς την Τζίνα.
«Ω, όχι, την πάτησες Δημοσθένη. Αντίθετα σκεφτόμουν ότι είσαι πολύ σοβαρό άτομο για να λες σαχλαμάρες». Είπε σοβαρή για να μαζέψει λίγο και τα προηγούμενα..
«Λοιπόν; Θα μου πεις;» τον παρακάλεσε..
«Ναι θα σου πω..» της είπε και πήρε πάλι το σοβαρό του ύφος.
«Στο σπίτι αυτό έχεις ζήσει περισσότερο από εκατό χρόνια πριν»
Τώρα Πανδανούλη μου το χαλάς. Ξέρεις και πόσα χρόνια πριν; Σκέφτηκε αλλά δεν το ξεστόμισε. Συνέχισε μόνο να τον κοιτάζει περίεργα.
«Δεν σου κάνει εντύπωση που δεν έχεις βγει ποτέ έξω από το σπίτι;»
«Αυτό είναι αλήθεια. Ναι το έχω σκεφτεί πολλές φορές»
«Ωραία. Ο λόγος είναι ότι η συγκεκριμένη στιγμή ήταν τόσο έντονη, τόσο συνταρακτική που έμεινε στη μνήμη σου. Στον εγκέφαλό σου»
«Μπορεί. Δεν θυμάμαι», της ξέφυγε πάλι ειρωνικά.
Φάνηκε να ενοχλήθηκε. Η Τζίνα το κατάλαβε και αμέσως το διόρθωσε.
«Δεν είναι δυνατόν να το θυμάμαι. Έτσι δεν είναι;» συμπλήρωσε με απολογητικό ύφος,
«Ναι. Δεν είναι δυνατόν» είπε και έπαψε να μιλά.
Κοίταξε προς το φεγγάρι. Το βλέμμα του έγινε ξανά σκοτεινό. Δεν μίλησε για αρκετά λεπτά.
«Θα σε αφήσω να σκεφτείς» είπε σκυθρωπός. «Όταν θα είσαι έτοιμη να τα ακούσεις όλα, τότε μόνο θα σου μιλήσω».
«Μα, γιατί όχι τώρα;» διαμαρτυρήθηκε έντονα.
«Γιατί πρέπει να «καθίσουν» μέσα σου όλα αυτά. Να κατασταλάξουν. Τότε μόνο θα δεις καθαρά τα πράγματα. Θα σου πω μόνο αυτό» είπε, και το παράξενο βλέμμα του την έκανε να ανατριχιάσει. 
«Μπορώ να σε πάω να δεις αυτό το σπίτι. Ξέρω που βρίσκεται. Εκεί θα μάθεις  την ιστορία του. Εκεί θα καταλάβεις πολλά πράγματα. Θα πιστέψεις όσα σου λέω καλή μου».
«Και πότε νομίζεις ότι θα είμαι έτοιμη Δημοσθένη;» ρώτησε πεισματωμένη σαν παιδί που του έκοψαν το παραμύθι στη μέση.
«Όταν εσύ θα μου ζητήσεις να πάμε. Θα χρειαστεί να κάνουμε ένα μικρό ταξίδι. Αυτό το σπίτι βρίσκεται σε ένα νησί. Δεν θα σου πω ποιο. Θα μου ζητήσεις να πάμε όταν θα είναι ώριμο μέσα σου» Της έσφιξε τόσο δυνατά το χέρι που την πόνεσε. Το τράβηξε απότομα χωρίς να του δείξει τον φόβο που ένοιωσε.
«Να σε ρωτήσω κάτι Δημοσθένη;»
«Ότι θέλεις καλή μου» απάντησε γαλήνια.
«Πόσες πόρτες έχει επάνω; Και τι πόρτες;»  
«Δύο διπλές δεξιά. Τρεις μονές αριστερά» είπε με απόλυτη σιγουριά.
Ήταν η σειρά της Τζίνας να ταραχτεί. Τι γίνεται γαμώτο; Λές; Όχι, αποκλείεται κάπου τα έχει ακούσει. Αλλά που; Θα με τρελάνει αυτός. Κουλ Τζίνα. Τέλος οι παλαβομάρες. Τέλος εδώ….
Δεν ξαναμίλησαν για το θέμα αυτό. Ήπιαν άλλο ένα ποτό σιωπηλοί και η Τζίνα έδωσε σήμα για αναχώρηση.
«Καληνύχτα. Ή μάλλον καλημέρα γλυκό μου πλάσμα. Σ’ ευχαριστώ για την όμορφη βραδιά. Ελπίζω να μην έπληξες. Θα τα ξαναπούμε σύντομα έτσι; Α.. Θα είμαι μια εβδομάδα στην Πάτρα, θέλεις να έλθεις Σαββατοκύριακο;» της πρότεινε ο Πάνδανος και της φίλησε ευγενικά το χέρι όταν έφθασαν στο σπίτι.
«Ευχαριστώ για την πρόσκληση. Θα το ήθελα, αλλά θα δουλεύω μάτια μου. Μια άλλη φορά εντάξει;» του είπε ψέματα για να τον αποφύγει.
«Σαν να πήραμε πολύ θάρρος μίστερ Dimos» ψιθύρισε, και του άπλωσε το χέρι.
 «Καλημέρα Δημοσθένη, ήταν όμορφα. Σ’ ευχαριστώ. Τα ξαναλέμε».
Σιγά μην τα ξαναπούμε. Τρελός για δέσιμο είναι ο τύπος. Τζίνα δρόμοο…
Ανέβηκε στο σπίτι. Δεν θα έλεγε τίποτα στη Βίκυ γιατί θα την έκανε να ανησυχήσει. Είχε πάρει τις αποφάσεις της άλλωστε. Τέρμα οι «μαλάκες». Ούτε Δημοσθένης ούτε Χρήστος. Κόκκινη κάρτα και στους δύο.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Όταν η ιστορία φωτογραφίζεται από τα κάτω:l΄Humanite,1950-1990


Ένα μικρό κορίτσι γράφει ένα σύνθημα για το τέλος του πολέμου στην Αλγερία

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μέχρι τα τέλη του της δεκαετίας του 1990, περίπου 5.000 άτομα συμμετείχαν σ’ένα δίκτυο εθελοντών ανταποκριτών που φωτογράφιζαν για την l’Humanité (Ουμανιτέ), την εφημερίδα επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας εκείνη την περίοδο, διαδηλώσεις, απεργίες, συνθήματα στους δρόμους αλλά και στιγμές της καθημερινής ζωής.
Πρόδρομος της δημοσιογραφίας των πολιτών

Ήδη από τη δεκαετία του 1920, η l’Humanité, ακολουθώντας το παράδειγμα της Pravda, είχε συγκροτήσει ένα δίκτυο εθελοντών δημοσιογράφων προκειμένου να παρακάμψει τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και να δημοσιεύσει ειδήσεις, κυρίως για τοπικές κινητοποιήσεις, οι οποίες είτε δεν έφταναν ποτέ στο Παρίσι, είτε επίτηδες αποσιωπούνταν.

Νεαρή γυναίκα στο μπαλκόνι

«Καταγράψτε την εποχή σας»

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η αγορά μιας φωτογραφικής μηχανής έγινε πιο προσιτή και η χρήση της απλοποιήθηκε, η εφημερίδα αποφάσισε να δημιουργήσει ένα τμήμα μη επαγγελματιών ανταποκριτών φωτογράφων. Για αυτό το λόγο οργάνωσε νυχτερινά σεμινάρια – ανοιχτά και σε μη μέλη του ΚΚΓ – στα οποία δίδαξαν σημαντικοί φωτογράφοι όπως οι Robert Doisneau, Paul Amlassy, Jean-Marie Baufle, Guy Le Querrec.

Διαδήλωση της 1ης Μαΐου

Οι ανταποκριτές δήλωσαν «παρών» και φωτογράφισαν κάθε είδους κινητοποίηση. Όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά στις σελίδες του ενημερωτικού δελτίου Correspondant H με ημερομηνία 16 Απριλίου 1974 : « Να είστε με τις φωτογραφικές μηχανές σας παντού όπου εκφράζεται και αγωνίζεται ο άνθρωπος της εποχής μας. Αυτό σημαίνει φωτογραφία...».

Οι εικόνες τους μάς αποκαλύπτουν επίσης πλευρές της ζωής για τις οποίες ο φακός των επαγγελματιών φωτογράφων συνήθως αδιαφορεί: σκηνές από την καθημερινότητα, από εκδηλώσεις τοπικών συλλόγων, από αθλητικούς αγώνες, από καιρικά φαινόμενα ακόμα και από τροχαία ατυχήματα. Αφηγούνται έτσι με μοναδικό τρόπο πως μεταβλήθηκαν σταδιακά το αστικό περιβάλλον, οι καθημερινές συνήθειες και οι μορφές κοινωνικής πάλης στη μεταπολεμική Γαλλία.

Απεργία εργαζομένων στην εταιρεία Rateau

Συλλογικό βλέμμα

Στην έκθεση με τίτλο Συλλογικό βλέμμα, η οποία παρουσιάστηκε στη γιορτή της l’Humanité στο Παρίσι από τις 14 έως τις 16 Σεπτεμβρίου, είδαμε μια επιλογή 66 φωτογραφιών. Την επιστημονική επιμέλεια της έκθεσης είχαν οι Thierry Bonzon, Vincent Lemire Maud Chirio, και Angelos Dalachanis ιστορικοί του πανεπιστημίου Paris-Est Marne-la-Vallée. Ένα μέρος του φωτογραφικού αρχείου, το οποίο αριθμεί συνολικά περισσότερα από 35.000 κλισέ, είναι προσβάσιμο μέσω της ιστοσελίδας:http://acp-regardcollectif.univ-mlv.fr

Boulevard du Temple: Παρακολουθώντας μια διαδήλωση

Της Ευθυμίας Μακρίδου για το alterthess.gr 
Κατηγορία άρθρου:


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ένα πρωί στο γραφείο μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε την Τζίνα. Η Μαρία η συνάδελφος της είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Όλοι ήταν αναστατωμένοι.Το κουτσομπολιό είχε πάρει διαστάσεις αηδίας. «Τα έμαθες;» της είπε με πικρόχολο χαμόγελο η Ντίνα η coffe woman, καθώς περνούσε από το γραφείο της. «Η Μαρία τάπαιξε και έκανε απόπειρα. λέγονται διάφορα. Εσύ ξέρεις κάτι;»
«Ναι ξέρω» απάντησε η Τζίνα. Η Ντίνα πάτησε απότομο φρένο. Καρφώθηκε στη θέση της  χύνοντας με το φρενάρισμα τουλάχιστον δύο από τους καφέδες μέσα στο δίσκο.
«Τι έγινε δηλαδή; Γιατί αυτοκτόνησε;» τη ρωτάει έτοιμη να λιποθυμήσει από περιέργεια.
«Ποιος;» απαντάει η Τζίνα.
«Με δουλεύεις; Τώρα δεν είπες ότι ξέρεις;»
«Ναι, είπα ότι ξέρω»
«Ε, λοιπόν; Θα μου πεις;»
«Έμαθα» λέει η Τζίνα κοιτάζοντάς την κατευθείαν στα μάτια, «ότι μιλάς πολύ. Τόσο πολύ που μας τάχεις ζαλίσει εδώ μέσα. Άντε πούλα κανένα καφεδάκι και άσε το μπλα μπλα, γιατί θα  πίνεις μόνη στο σπίτι τους καφέδες σου αν συνεχίσεις έτσι. Το κατάλαβες;»
Η Ντίνα την κοίταξε με κακία. Κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της κι εξαφανίστηκε. Η Τζίνα έμεινε χωρίς καφέ όλη τη μέρα.

Το απόγευμα μετά τη δουλειά πήγε κατευθείαν στο Γενικό Κρατικό όπου έμαθε ότι ήταν η Μαρία.
Με την Μαρία η Τζίνα είναι στο ίδιο γραφείο χρόνια. Ασχολείται κυρίως με το αρχείο, αλλά πάντα είναι πρόθυμη να κάνει ο,τιδήποτε της ζητήσει κάποιος. Ένα καλόκαρδο κορίτσι που δεν έχει ακόμα παντρευτεί  και αυτό είναι το μαράζι της οικογένειας και το δικό της.
Εδώ και τρις μήνες είχε γνωρίσει έναν Δημήτρη αρχιτέκτονα.
Ο Δημήτρης καλό παιδί, και κυρίως, με «οικονομική ευμάρεια» όπως λέει ο γραφικός κυρ Τάσος ο μπαμπάς της Μαρίας.
Η Οικογένεια της ήταν ενθουσιασμένη με τη σχέση αυτή, κι η Μαρία  λίαν ερωτευμένη. Όλα καλά ως εδώ.
Πριν μερικές μέρες εξομολογήθηκε στην Τζίνα ότι έχει ένα πρόβλημα με το  Δημήτρη.
«Ξέρεις βρε Τζίνα. Πώς να σου το πω; Ντρέπομαι. Αλλά να, ακόμα δεν μου έχει ζητήσει να κάνουμε σεξ. Είναι κακό αυτό;» της είπε και το βλέμμα της σκοτείνιασε.
«Βρέ Μαράκι κακό δεν είναι, αλλά όχι φυσιολογικό. Έχεις αντιληφθεί κάτι περίεργο στη συμπεριφορά του;»
«Τι να αντιληφθώ βρε Τζίνα. Μήπως έχω τη μεγάλη πείρα στο σεξ; Αράχνες έχει πιάσει το φουκαριάρικο», αστειεύτηκε δείχνοντας το «περι ού ο λόγος».
«Ρε συ δεν υπάρχει πείρα στο σεξ.»
«Υπάρχει αλλά εγώ δεν..» είπε με πικραμένο ύφος η Μαρία.
«Παιδάκι μου το σεξ είναι μια φυσική ανάγκη, όπως ας πούμε φαγητό.
Χρειάζεται πείρα για να φάμε; Όχι βέβαια. Τώρα αν το φαγητό είναι και νόστιμο ακόμα καλλίτερα «απαντάει η Τζίνα με χιούμορ για να την κάνει να γελάσει. «Λοιπόν Μαράκι, δυό πράγματα είναι πιθανόν να συμβαίνουν για να μην κάνουν σεξ τρεις μήνες δυο άνθρωποι σε κατάσταση «έρωτος». Ή υπάρχει ανατομικό πρόβλημα και διστάζει να σου το πει, ή είναι “αδερφή”».
«Δηλαδή αποκλείεται να είναι συνεσταλμένος και να ντρέπεται;» ρωτά η Μαρία ελπίζοντας σε μια θετική απάντηση.
«Όχι δεν αποκλείεται» της κάνει το χατίρι η Τζίνα, «αλλά μάθε το άμεσα. Εγώ αν ήμουν στη θέση σου θα τον ρωτούσα ευθέως».
«Το θεωρείς εύκολο;» λέει η Μαρία, και έσκυψε το κεφάλι της τρώγοντας με αμηχανία πετσούλες από τα νύχια της.
«Ευκολότερο από το να είσαι στην μπρίζα τόσο καιρό και να το ψάχνεις. Και πάψε να τρως τα νύχια σου παλιογρουσούζικο» γελάει και την χτυπά στην πλάτη.
------

 Ο κυρ Τάσος  καθόταν έξω  στο μικρό σαλονάκι του νοσοκομείου με το πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια του. Όταν είδε την Τζίνα πετάχτηκε σαν ελατήριο και πήγε προς το μέρος της. «Πες μου κόρη μου τι έγινε. Εσύ κάτι θα ξέρεις. Τι έχει το κοριτσάκι μου; Ποιος το πείραξε;» Τη ρώτησε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
 «Τέλος καλό, όλα καλά  κύριε Τάσο» του λέει η Τζίνα και τον αγκαλιάζει με τρυφερότητα, «ότι και να είναι πέρασε. Αυτό έχει σημασία. Όλοι οι άνθρωποι περνάμε τη φάση μας. Άλλος την περνάει εύκολα, άλλος δύσκολα. Σημασία έχει ότι περνάει».
«Τζίνα μου σε παρακαλώ μίλησε της. Ξέρω ότι σε ακούει και σε θαυμάζει. Είσαι καλός άνθρωπος, μίλησε της».
«Ασφαλώς κύριε Τάσο και θα της μιλήσω. Γι αυτό ήρθα. Όλα θα είναι καλά.  Ησύχασε, γυναίκα είμαι κι εγώ και ξέρω τι σου λέω»
Μέσα σε ένα θλιβερό δωμάτιο την υποδέχτηκε με κόκκινα μάτια η κυρία Μίνα η μαμά της Μαρίας. Μια καλοσυνάτη γυναίκα, αλλά κολλημένη με τη θρησκεία  και την «ηθική».
Η Μαρία από μικρό παιδί  μεγάλωσε με την θεοφοβία. Μονίμως ένοιωθε απολογούμενη στο θεό. Η κυρία Μίνα την έχει ντοπάρει επικίνδυνα με αυτό το συναίσθημα. Της έχει γίνει άγχος ο φόβος της αμαρτίας.
Κάποτε είχαν πάει μαζί με την Τζίνα σε ένα σεμινάριο από την εφημερίδα στην θεσαλονίκη και έμειναν το βράδυ στο ίδιο δωμάτιο. Όταν ετοιμάστηκαν για ύπνο η Τζίνα έκπληκτη  είδε την Μαρία να σκύβει, να ακουμπάει το χέρι στο έδαφος, και να σταυροκοπιέται σαν αυτές τις υστερικές γριούλες μπροστά από τα εικονίσματα.
« Τι κάνεις βρε; Τι είναι αυτά;»
«Μετάνοιες Τζίνα. Πρέπει να κάνω τριάντα κάθε βράδυ για ένα μήνα» της απαντάει σαν να κάνει κάτι απόλυτα φυσιολογικό.
«Πας καλά μάτια μου; Τι μετάνοιες; Για ποιο λόγο;»
«Εξομολογήθηκα και ο παπάς με έβαλε τιμωρία. Πρέπει να το κάνω αλλιώς δεν θα κοινωνήσω».
«Τι είναι αυτά ρε γαμώτο; Ρε συ Μαρία σύνελθε. Είσαι 28 χρονών γυναίκα, τι μαλακίες είναι αυτές;»
«Μη Τζίνα. Μην αμαρτάνεις σε παρακαλώ. Σταμάτα την κουβέντα. Σταμάτα τη τώρα» τσίριξε με υστερία αφήνοντας την Τζίνα άφωνη.  
«Εντάξει ρε Μαρία. Κάνε ό,τι νομίζεις. Θα σου πω μόνο αυτό. Ο Θεός όποιος κι αν είναι ο θεός του καθενός μας, δεν αμφισβητείται για ένα τουλάχιστον πράγμα, για την ανοχή και την κατανόηση του. Αν ήταν τιμωρός όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν οι παπάδες, τότε αυτοί πρώτοι και καλλίτεροι θα είχαν εξατμιστεί με όλα αυτά που κάνουν».
«Δεν θέλω να το συζητήσω, δεν θέλω» παρακαλεί ή Μαρία τρέμοντας με όσα ακούει.
«Οκ, δεν με αφορά άλλωστε» απαντά με χαμόγελο η Τζίνα.

«Αχ Τζίνα μου κακό που με βρήκε» σταυροκοπιέται η κυρά Μίνα με το που την βλέπει. Τώρα τι να σου πω βρε Μίνα, ότι το κακό σε έχει βρει από καιρό με το βάρεμα που έχεις φάει; Άντε να μην τα ακούσεις ώρες που  είναι.
Κοιτάζει προς την Μαρία που είναι κατάχλωμη με τα μάτια κλειστά.
Αχ βρε Μαράκι, είμαι σίγουρη ότι πίσω από αυτό κρύβεται ο μαλάκας ο αρχιτέκτων. Ποιος ξέρει τι σου έκανε το τομάρι. Έτσι γίνεται πάντα, τα καλά παιδιά τα λεηλατούν. Πόσο ευάλωτη γαμώτο είναι η ανθρώπινη ψυχή στον έρωτα. Περνάμε αρρώστιες και τις αντέχουμε. Αντέχουμε απώλειες και  στραπάτσα παντός είδους. Και αυτό το κωλοσυναίσθημα ο έρωτας σε παραλύει και σε φτάνει στα άκρα. Αϊ σιχτίρι φτερωτό τερατάκι.
«Το αρχείο έγινε μπάχαλο. Τελείωνε με τις ασπιρίνες και έλα γραφείο γιατί χανόμαστε» της ψιθύρισε σκύβοντας πάνω από το αφτί της.
Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο χλωμό πρόσωπο.
«Βλακεία έκανα Τζίνα. Το κατάλαβα. Μην μου πεις τίποτα»
«Μπράβο ρε, είσαι έξυπνο κορίτσι» χαμογελάει η Τζίνα και της δίνει ένα φιλί.
«Ξέρεις…» λέει και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
«Σσς, θα μου τα πεις όλα, όταν θα είσαι έτοιμη να γελάσουμε με αυτό οκ;»
«Θα σου πω τώρα» ψιθύρισε.
«Κυρία Μίνα θα με κεράσετε ένα καφεδάκι;» της λέει, και της κλείνει το μάτι.
«Μα.. ναι, πείτε τα εσείς. Να δω τι κάνει και ο Τάσος..» αποκρίνεται η  Μίνα και φεύγει.
Η Μαρία ανασηκώθηκε λίγο στο μαξιλάρι της, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε.. «Σκέφτηκα Τζίνα αυτά που μου είπες και θεώρησα ότι έχεις απόλυτο δίκιο. Μίλησα λοιπόν στον Δημήτρη για το θέμα, ξέρεις  ποιο ε;»
«Έχει όνομα το θέμα Μαρία. Επιτέλους πάψε να φοβάσαι τις λέξεις» της είπε αυστηρά, αλλά αμέσως χαμήλωσε τους τόνους.. «Έλα βρε χαζούλα, συνέχισε. Αυτό θα το συζητήσουμε άλλη φορά. Τι σου είπε λοιπόν;»
«Μου είπε ότι έχει μια ιδιαιτερότητα…»
«Τι ιδιαιτερότητα; Δεν σου το διευκρίνισε;»
«Αισθάνθηκα ότι τον έφερα σε δύσκολη θέση και δεν ήθελα να ρωτήσω περισσότερα»
«Και;» ρωτάει η Τζίνα κρατώντας με το ζόρι τη διάθεσή να της τα ψάλλει.
«Την άλλη μέρα βγήκαμε για φαγητό. Ήπιαμε αρκετά, και μετά μου είπε να πάμε κάπου που θα μου άρεσε πολύ… Πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο  κάπου πίσω από το Ζάππειο. Εγώ στάθηκα λίγο πιο πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν γιατί δεν ένοιωθα και πολύ άνετα. Δεν είχα πάει άλλη φορά σε ξενοδοχείο για τον λόγο αυτό.. Το ντεκόρ της ρεσεψιόν δεν είχε τίποτα το περίεργο. Όμως διέκρινα κάτι συνωμοτικό στη συζήτηση με τον ρεσεψιονίστ και πλησίασα διακριτικά για να ακούσω. Το αφτί μου πήρε τις φράσεις: Νυφικό; δυστυχώς είναι κατειλημμένο. Ελεύθερο είναι το μεσαιωνικό. Αα.. και το ανατολίτικο. Σε μισή ώρα θα έχω και το χίλιες και μια νύχτες.
Άρχισα να ιδρώνω. Το ένστικτό μου με προειδοποιούσε για κάτι κακό, αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Δεν ήθελα να στεναχωρήσω το Δημήτρη. Τον αγαπάω γαμώτο» είπε και με την τελευταία φράση, δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της.
Η Τζίνα της έπιασε τρυφερά το χέρι..
«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να συνεχίσεις καρδούλα μου;» ρώτησε βγάζοντας συγχρόνως ένα χαρτομάντηλο από την τσάντα της. 
Η Μαρία έγνεψε ναι. Πήρε το μαντήλι, σκούπισε τα δάκρυα της και συνέχισε ρουφώντας τη μύτη της. «Πήρε το κλειδί, παράγγειλε τρία ποτά και με οδήγησε στο ασανσέρ. Γιατί τρία ποτά; Ρώτησα. Έκανε πως δεν με άκουσε και άρχισε να με φιλάει με πάθος. Μου άρεσε πολύ. Άναψα αμέσως και αφέθηκα ακυβέρνητη στα χέρια του.
Το δωμάτιο ήταν μια έκπληξη για μένα. Ένα δωμάτιο που σε έστελνε στα παραμύθια της Χαλιμάς.
Τεράστιες μεταξωτές κουρτίνες σε αποχρώσεις πορτοκαλί, κίτρινο, και κόκκινο κάλυπταν τους τοίχους, ζεσταίνοντας αισθητικά το χώρο. Ένας μεγάλος χάλκινος καθρέφτης με ανατολίτικο σχήμα, ξεκινούσε με μια ανεπαίσθητη κλήση προς τα εμπρός, από το πάνω μέρος του τοίχου ως κάτω στο δάπεδο καθρεπτίζοντας μέσα του το ολοστρόγγυλο κρεβάτι, που ήταν σκεπασμένο με μεταξωτά βαθυκίτρινα καλύμματα. Το ταβάνι μπλε σκοτεινό  με φωτισμένους αστρικούς σχηματισμούς. Κάτω στο πάτωμα σε κάποιο σημείο, μέσα σε ένα τεράστιο μπακίρι έκαιγε κάτι σαν χόρτο. Ανέδυε μια γλυκερή μυρωδιά που σου παρέλυε τα πόδια. Ο φωτισμός μυστήριος έβγαινε μέσα από καλυμμένα με χρωματιστά υφάσματα φωτιστικά παίζοντας ένα αισθησιακό παιχνίδι με την όραση. Διάφορα αντικείμενα από χαλκό και σίδερο  ήταν σκορπισμένα  πάνω σε ένα παχύ χαλί σε αρμονικά με το περιβάλλον χρώματα. Το πρώτο μου συναίσθημα ήταν φόβος. Σιγά σιγά αυτό άρχισε να υποχωρεί και να γίνεται δέος. Ο Δημήτρης με αγκάλιασε και με έκανε να χαλαρώσω με τα φιλιά του. Το μυρωδικό που συνέχιζε να καίει δεν μου άφηνε περιθώρια να αντισταθώ σε τίποτα. Άλλωστε δεν ήθελα να αντισταθώ, βρισκόμουν σε παραλήρημα. Άκουσα ξαφνικά σαν σε όνειρο την πόρτα να ανοίγει. Σκέφτηκα ότι ήρθαν τα ποτά. Ένας νεαρός εμφανίστηκε στο χώρο, και σε χρόνο μηδέν βρέθηκε γυμνός. Έπεσε πάνω στο κορμί μου που ήταν αδύναμο να αντισταθεί, και άρχισε να κάνει βίαιες κινήσεις κλείνοντας μου το στόμα. Πρέπει  κάπου να έχασα τις αισθήσεις μου. Θυμάμαι μόνο ότι με την άκρη του ματιού μου είδα τον Δημήτρη μέσα από τον καθρέφτη να παίζει με ρυθμό το πρησμένο  του όργανο.
Με βίασε. Καταλαβαίνεις; Με βίασε!» Ξέσπασε σε λυγμούς η Μαρία.
Η Τζίνα την αγκάλιασε μη ξέροντας τι να πει. «Ηρέμησε μωρό μου. Χαλάρωσε σε παρακαλώ. Τέλειωσε. Ένα κακό όνειρο ήταν» της είπε και την έσφιξε στην αγκαλιά της στοργικά.
«Γύρισα στο σπίτι και το μόνο που ήθελα ήταν να πεθάνω» συνέχισε η Μαρία ανάμεσα σε λυγμούς. «Ο δικός μου ο Δημήτρης το έκανε αυτό; Κόλαση. Οι αμαρτίες μου με οδήγησαν στην κόλαση. Πήρα ένα κουτί ασπιρίνες από το ντουλάπι και ήπια όσες είχε μέσα. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Τίποτα»
«Καρδιά μου ηρέμησε» της είπε η Τζίνα και της σκούπισε τα δάκρυα.
«Καταλαβαίνω πως νοιώθεις. Δεν φταις εσύ όμως μωρό μου για τίποτα. Δεν υπάρχει κόλαση και παράδεισος πίστεψε με. Υπάρχει μόνο η ζωή. Μια ζωή γεμάτη με πάθη και αδιέξοδα. Γύρω μας υπάρχουν μόνο ντουβάρια που προσπαθούμε με δεξιοτεχνία να προσπεράσουμε διεισδύοντας μέσα σε αυτά. Είναι επίπονη η προσπάθεια, και η διαδικασία πολύπλοκη. Έπεσες σε ένα σκληρό τοίχο. Πόνεσες πολύ και δείλιασες. Όμως είσαι παρούσα στη ζωή σου. Είσαι πάλι εδώ αποκτώντας τα νέα σου όπλα για να πολεμήσεις. Κοίτα γύρω σου. Όλοι αυτοί σε κάθε κρεβάτι έχουν ένα πόνο να παλέψουν. Δηλώνουν όμως όλοι παρόντες. Αυτό είναι ζωή. Αυτό είναι δύναμη. Να είσαι πάντα ΠΑΡΩΝ στη ζωή σου» 
Τα μάτια της Τζίνας άρχισαν να τρέχουν. Οργή πλημμύρισε την καρδιά της αλλά δεν είπε τίποτα «Μαράκι πιστεύω να έχεις ήδη καταλάβει ότι δεν άξιζαν τα μούτρα του τέτοια θυσία ε;»
Η κοπέλα χαμήλωσε τα μάτια της θυμίζοντας θλιμμένο άγγελο.
«Οι δικοί σου τι θέλεις να μάθουν;»
«Σε παρακαλώ Τζίνα, δεν θα πεις τίποτα ε; Δεν θα το αντέξουν.»
«Καλά είσαι τελείως χαζεμένο; Και βέβαια δεν θα πω τίποτα, ούτε στους γονείς σου ούτε σε κανέναν. Είναι ολοδικό σου θέμα, χειρίσου το όπως νομίζεις. Το μόνο που θέλω είναι να το ξεχάσεις. Να το δεις μόνο σαν μια κακή εμπειρία, σαν ένα μάθημα ζωής. Έχω τον λόγο σου μικρό χαζούλι;»
Το πρόσωπό της φωτίστηκε, και χαμογέλασε
«Σ’ ευχαριστώ Τζίνα, είσαι φίλη» της είπε σφίγκοντας της δυνατά το χέρι. Η Τζίνα της χαμογέλασε από καρδιάς.
«Θέλω μόνο μια χάρη από σένα» της είπε, «ή μάλλον δύο χάρες. Η πρώτη να μου δώσεις το τηλέφωνο του Δημήτρη. Η δεύτερη να μη με ρωτήσεις γιατί» 
«Τι να το κάνεις;»
«Επ, σου είπα να μη ρωτήσεις γιατί. Πακέτο οι χάρες. Ή και οι δύο μαζί ή καμμία οκ;»
«Οκ Τζίνα σου έχω εμπιστοσύνη γράψε το».



«Τζίνα τι ύφος είναι αυτό; Τι έπαθες;» ρωτά ξαφνιασμένη η Βίκυ όταν τη βλέπει να επιστρέφει στο σπίτι «μαινόμενος ταύρος»
«Θα σου πω. Πρώτα να κάνω ένα τηλεφώνημα».
Πετάει στο πάτωμα την τσάντα της, και σχηματίζει το νούμερο γεμάτη οργή.
« Τον Δημήτρη παρακαλώ..»
«Ο ίδιος»απάντησε μια αδερφίστικη φωνή.
«Άκου καλά καθήκι. Είμαι φίλη της Μαρίας Σωτηρίου. Δικηγόρος, και γυναίκα μπάτσου. Πρόσεξε τι θα σου πω ανώμαλε. Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό σε άλλο κορίτσι, γιατί θα σου τα κόψω και θα στα δώσω να τα φας. Θα σε χώσω μέσα τόσο βαθιά που δεν θα ξέρεις αν ζεις ή πέθανες.
Αυτή τη φορά τη γλίτωσες γιατί ή Μαρία δεν θέλει να σε μηνύσει. Όμως να ξέρεις κωλόπαιδο ότι θα είμαι πίσω σου από εδώ και εμπρός. Να είσαι σίγουρος, ότι έχω τον τρόπο.. Όσο για την Μαρία μη περάσει από το άρρωστο μυαλό σου η ιδέα να την ξαναπλησιάσεις. Συνεννοηθήκαμε;»
«Δεν καταλαβαίνω.. Τι; τι θέλετε να πείτε;» απάντησε με χεσμένη φωνή.
«Δεν καταλαβαίνεις ε; Καλά λοιπόν, τότε θα σου στείλω κάποιους να σου δώσουν να καταλάβεις μαλάκα. Τώρα κιόλας» του είπε φωνάζοντας  τόσο δυνατά που τον ψάρωσε εντελώς.
«Συγνώμη, συγνώμη, δεν θα ξαναγίνει, ορκίζομαι», κλαψούρισε ο αρχιτέκτων Δημήτρης.
«Άντε στο διάβολο να βρεις τον όμοιο σου βρωμιάρη» του είπε με υποτιμητικό ύφος και του έκλεισε στα μούτρα το τηλέφωνο. Στρίβει τσιγάρο με χέρια που τρέμουν. Η Βίκυ την κοιτάζει σαν χαμένη.
«Τι έγινε Τζίνα;»
Ξεσπάει σε λυγμούς και αφηγείται στην Βίκυ τα όσα έγιναν.
Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι.


Ξημέρωσε η επόμενη μέρα και η Τζίνα πήγε στο γραφείο με άσχημη διάθεση..
Αν τολμήσει κάποιος να μου πει λέξη για τη Μαρία, πέθανε. Είπε στον εαυτό της και έβγαλε το θέρμος από την τσάντα της. Είχε φέρει καφέ από το σπίτι. Η ιδέα ότι θα έπρεπε να μιλήσει με την καφετζού την έφτιαχνε και μόνο σαν σκέψη. Ο μόνος τρόπος να το αποφύγει ήταν, να την κάνει να φρικάρει. Και το πέτυχε, γιατί μόλις η Ντίνα ήρθε μέσα στην τρελή χαρά στο γραφείο της Τζίνας, είδε το αχνιστό φλιτζάνι πάνω στο γραφείο. Κοντοστάθηκε. Η Τζίνα την είδε, δεν σήκωσε όμως τα μάτια  από τα χαρτιά της.
«Να υποθέσω ότι  δεν θέλεις καφέ;» ρώτησε κομπιάζοντας,
«Σωστά υποθέτεις» απάντησε η Τζίνα χωρίς να την κοιτάξει.
Ακολούθησε σιωπή. Η Ντίνα δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα άλλο. Γύρισε την πλάτη της και εξαφανίστηκε.
Άνοιξε τον υπολογιστή, και με κινήσεις αυτόματες πήγε στα mail της. Κοίταξε βαριεστημένα στην οθόνη. Μια έκπληξη έκανε το ξεχασμένο χαμόγελο να ανθίσει στα χείλη της. Ήταν από τον Χρήστο.
«Καλημέρα καλή μου. Εύχομαι να είσαι καλά. Δεν επικοινώνησα μαζί σου γιατί είχα μπελάδες με τα παιδιά και την πρώην. Ξέρεις αποφασίσαμε να πάμε σε σύμβουλο  γάμου, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε σκέφτομαι. Δεν ξεχνώ ότι είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να μιλήσω, να βγάλω αυτό που με βαραίνει. Να υποθέσω ότι έχω μια φίλη εκεί έξω; Σε φιλώ γλυκά, και σύντομα θα βρεθούμε. Το υπόσχομαι.»
 Το χαμόγελο πήγε από εκεί που ήρθε. «Αϊ χάσου ανισόρροπε» της ήρθε να του γράψει. Δεν το έκανε όμως γιατί ήταν ερωτευμένη.
Πάτησε «προώθηση» στέλνοντας το email κατ’ ευθείαν στη Βίκυ και
συγχρόνως την πήρε τηλέφωνο.
«Βίκυ έκτακτα !!»
«Έλα Τζίνα μου. Τι έγινε; Είσαι καλά; Τι έκτακτα;»
«Άνοιξε το mail σου, και πάρε με».
«Τι έγινε ρε;»
«Άνοιξέ το και θα δεις»
Σε λίγα λεπτά  χτύπησε το κινητό της.
«Είναι μαλάκας. Στο είπα ότι είσαι το δεκανίκι του. Στείλτον βρε Τζίνα, θα σου τσακίσει τα νεύρα. Δεν το αξίζεις ματάκια μου»
«Ναι αυτό θα κάνω. Σίγουρα. Τα έχω πάρει και εγώ» απαντάει κι’ εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον,  πίστευε αυτό που έλεγε.
«Εντάξει γλυκιά μου. Μην στεναχωριέσαι. Όλοι μαλάκες είναι τελικά. Σε αφήνω τώρα γιατί έχω δουλειά . Θα τα πούμε μετά. Φιλάκια».
Άκου φίλη. Ο ηλίθιος. Με τους φίλους μας δεν κάνουμε έρωτα κύριε Χρήστο μας. Γιατί όταν κάνουμε έρωτα είμαστε εραστές. Την ξέρεις την λέξη; Ε ρ α σ τ ε ς!!  Όχι Τζίνα, δεν θα εκνευριστείς, χέστον.
     
Πλησίαζε μεσημέρι όταν το κινητό της χτύπησε ξανά. Ήταν ο Χρήστος.
«Μωρό μου; Είσαι καλά;»  ακούστηκε η χαδιάρα φωνή του.
«Ναι καλά είμαι» απάντησε μουτρωμένη .
«Έχεις κάτι;  Αλήθεια έλαβες το mail μου;» τη ρώτησε απορημένος με την συμπεριφορά της.
«Ναι το έλαβα. Σόρρυ, δεν απάντησα γιατί είχα δουλειά».
«Άσε. Τα πράγματα χειροτέρεψαν. Θα σου τα πω από κοντά. Γι αυτό σε πήρα μάτια μου, θέλω να σε δω. Μπορείς το βράδυ;»
Ήθελε να του πει ένα Όχι τόσο βροντερό, όσο αυτό του Μεταξά. Όμως δεν το έκανε γιατί η  καρδιά της άρχισε να χτυπά από πόθο.
Αχ! η καρδιά. Πόσα ελαφρυντικά της δίνουμε. Είναι το άλλοθί μας. Αυτή  όμως  είναι το κέντρο των αποφάσεων είτε μας αρέσει είτε όχι. Είναι η υπερδύναμη που βομβαρδίζει ανελέητα την λογική και κάθε κύτταρο ορθής σκέψης. Κάποτε νόμιζα ότι το μυαλό αποφασίζει. Λάθος οικτρό. Το μυαλό δεν είναι παρά ο δικαστής που δικάζει τις αποφάσεις της καρδιάς.

«Θα βγεις;» Ρώτησε μέσα από ένα χασμουρητό, η Βίκυ, η οποία (νόμιζε), ότι παρακολουθούσε ταινία στο βίντεο.
«Χαχα….Ωραία η ταινία Βικάκι; Γιατί δεν πάς ματάκια μου στο κρεβάτι σου και βασανίζεις την κασετούλα; Τι σου έκανε;»
«Μμ, μάλλον κοιμήθηκα ε;»
«Μπααα, όχι ρε, ταινία έβλεπες»
«Λοιπόν για πού;» επέμενε η Βίκυ, βλέποντας την Τζίνα έτοιμη για βραδινή απόδραση.
«Θα βγω με τον Χρήστο», απάντησε σαν να έλεγε κάτι απόλυτα φυσιολογικό, και συνέχισε να ψάχνει τα παπούτσια της στο δήθεν αδιάφορο.
«Ωχ!! Με ποιόν; Ερωτααα, αχ ερωτααα» άρχισε να τραγουδά περιπαιχτικά η Βίκυ.
Η Τζίνα αντί για απάντηση της πέταξε ένα μαξιλάρι στο κεφάλι.
«Μη πεις τίποτα Βίκυ. Ρlease!» την παρακάλεσε ενώνοντας τα δυό χέρια κάτω από το σαγόνι.
«Δεν είπα τίποτα. Ή μήπως είπα και δεν το άκουσα το «κωφόν»; Χαχα, άντε  βρε, κοίτα να περάσεις καλά. Ξύπνα με όταν γυρίσεις να μου πεις τα νέα οκ;»
«Ναι. Σίγουρα. Θα σε ξυπνήσω για «παρηγοριές».
Φίλησε την Βίκυ και τον Αντρέα (που έβλεπε και αυτός την ίδια ταινία με την Βίκυ) και έφυγε.
«Αντρέα δεν τη βλέπω καλά τη μαμά σου. Πες της και εσύ καμιά κουβέντα γιατί την “χάνουμε”». Μονολόγησε η Βίκυ κοιτάζοντας προς τον Αντρίκο που τεντωνόταν.


Ο Χρήστος ήταν σε άσχημη διάθεση. Είχε προηγηθεί καυγάς με την γυναίκα του. Δεν τον άφησε να δει τα παιδιά, και επί πλέον του είχε καταστρέψει όλα τα cd μαζί με το στερεοφωνικό του. Θηρίο αυτός έβριζε θεούς και δαίμονες. Πήρε τηλέφωνο την πεθερά του και της είπε να μαζέψει την κόρη της. Εκείνη με τη σειρά της τηλεφώνησε στην μάνα του Χρήστου και την προειδοποίησε να βάλει μυαλό στο γιο της. Φαύλος κύκλος δηλαδή.
Είναι άξιο απορίας πώς μπορούν τέτοιας νοοτροπίας άνθρωποι να συμβιώνουν τόσα πολλά χρόνια, και να κάνουν μάλιστα και παιδιά. Γιατί ρε γαμώτο δεν ξυπνάς ένα πρωί κακορίζικος και γρουσούζης. Αυτό τόχεις από τη μέρα που γεννιέσαι. 
Έλεγε.. έλεγε ασταμάτητα ο Χρήστος. Η Τζίνα έπινε το κρασί της κάνοντας υπομονή και δεν μιλούσε. Τι να έλεγε άλλωστε.
Εγώ τι φταίω να ακούω τόση ώρα μαλακίες; Έφτασε ως το στόμα της να κάποια στιγμή. Δεν μίλησε όμως. Προσπάθησε να ηρεμήσει το θηρίο με γλυκόλογα.
«Έλα καρδούλα μου, ηρέμησε. Θα περάσουν όλα. Θα αμβλυνθεί σιγά σιγά η σχέση σας και όλα αυτά θα σου ακούγονται σαν ένα αστείο. Είναι ακόμα νωπό το τραύμα και πονάει. Σε λίγο καιρό όλα θα είναι αλλιώς» του ψιθύρισε, και έπιασε με τρυφερότητα το χέρι του
«Αστείο;» (μόνο αυτό άκουσε ο άρρωστος)  «Εμ, βέβαια γυναίκα είσαι και εσύ. Αλίμονο! Όλες ίδιες είσαστε. Όσο κάνετε το κέφι σας όλα καλά, όταν σας πούνε ένα όχι βαράτε διάλυση» απάντησε με κακία φωνάζοντας, και τράβηξε απότομα το χέρι του.
Η υπομονή της σήμανε τέλος. «Άντε παράτα με ρε σπασίκλα. Άντε χάσου που θα μου βάλεις και τις φωνές» Είπε εκνευρισμένη. Πέταξε ένα χαρτονόμισμα πάνω στο τραπέζι, πήρε την τσάντα της, και έφυγε θυμωμένη.
Ο Χρήστος την ακολούθησε τρέχοντας ξωπίσω της. «Συγνώμη καλή μου. Συγνώμη, χίλια συγνώμη». Την άρπαξε στην αγκαλιά του φιλώντας τα χείλη της με πάθος. Η Τζίνα παραδόθηκε.
Πέρασαν την νύχτα μαζί χωρίς να μιλούν. Με έρωτα και πάθος. 

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Μια αναδρομή σε τίτλους εφημερίδων της εποχής του 1940

Μια αναδρομή σε τίτλους εφημερίδων της εποχής για να διαπιστώσει κανείς ποιός είναι με ποιόν! Ποιοί χαρακτήριζαν το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη «επαίσχυντον πράξιν» και ποιοί καλούσαν τον ελληνικό λαό «Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ».
Τότε υπήρχαν κι αυτοί:
f1
Yπήρχαν κι αυτοί:
φωτ 2
Κι αυτοί:
φ3
Κι αυτοί:
φωτ 4
Κι αυτοί:
φ5
Οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με αυτούς:
φ6
Ούτε με αυτούς:
sarafis aris
Επομένως, όπως το έθετε και ο Άρης Βελουχιώτης στην ιστορική ομιλία του στη Λαμία, στις 29 Οκτώβρη 1944:
«Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς;»
Του Νίκου Μπογιόπουλου
Πηγή:candianews.gr

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...