Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων

 

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων ένα υπέροχο μυθιστόρημα, ένα λογοτεχνικό πείραμα, του οποίου το αποτέλεσμα θεωρήθηκε επιτυχημένο απ' τον εμπνευστή του μια και είχε όλα αυτά τα συστατικά ώστε να το κάνουν ενδιαφέρον. Τα συστατικά αυτά ήταν η ενδιαφέρουσα πλοκή, το μυστήριο , η δράση, ο έρωτας καθώς και οι ήρωες αλλά και οι προδότες. Ένα βιβλίο που αγκαλιάστηκε από το αναγνωστικό κοινό που περίμενε πως και πως να αγοράσει την εφημερίδα για να διαβάσει την συνέχεια της ιστορίας...

Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1958 από τέσσερις εκπροσώπους της Γενιάς του ’30, τους Άγγελο Τερζάκη, Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη και Μ. Καραγάτση.
Εμπνευστής του μυθιστορήματος ήταν ο Γιάννης Μαρής και σύμφωνα με μαρτυρίες οι συγγραφείς πείσθηκαν να συμμετάσχουν στην απόπειρα μετά από αρκετές αμφιβολίες. Όρος της συμφωνίας ήταν να μην υπάρχει καμία συνεννόηση των συγγραφέων σχετικά με την εξέλιξη της πλοκής: ο κάθε συγγραφέας θα συνέχιζε την αφήγηση από εκεί που την άφησε ο προηγούμενος εκμεταλλευόμενος με όποιον τρόπο ήθελε το υλικό των προηγουμένων ενοτήτων. Η δημοσίευση του έργου θα γινόταν στην εφημερίδα Ακρόπολις σε οκτώ εβδομαδιαίες συνέχειες και η σειρά θα καθοριζόταν με κλήρωση, ενώ ο τίτλος δόθηκε κατόπιν προτάσεων των αναγνωστών της εφημερίδας.
Οι συνέχειες του μυθιστορήματος δημοσιεύθηκαν από τις 2 Μαρτίου 1958 έως τις 26 Απριλίου 1958 και η σειρά των συγγραφέων ήταν η εξής: Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βενέζης για τον πρώτο κύκλο των τεσσάρων εβδομάδων και αμέσως ακολούθησε ο δεύτερος κύκλος με την ίδια σειρά.
Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
 
Περίληψη
Το μυθιστόρημα ξεκινάει στην Αίγινα της δεκαετίας του 1920 και τελειώνει πάλι στην Αίγινα τρείς δεκαετίες αργότερα. Είναι η ερωτική ιστορία μιας Ελληνίδας χορεύτριας, της Ελισάβετ Μανιάτη και ενός Ελληνο-ιταλού στρατιωτικού, του Αμαντέο Μαντσίνι. Μέσα από το ρομάντσο τους διαβάζουμε για την αρχοντική Αίγινα, την πρώτη πρωτεύουσα του σύγχρονου ελληνικού κράτους, με τα παλιά κτήρια, το σπίτι που έζησε ο Ιωάννης Καποδίστριας, το αρχοντικό του Τρικούπη και των Ζαίμηδων. Το μεγαλύτερο όμως μέρος της υπόθεσης εκτυλίσσεται στην Αθήνα της δεκαετίας του 1950, στην μεταπολεμική και μετεμφυλιακή σύγχρονη πρωτεύουσα που προσπαθεί να κλείσει τις πληγές της: πολυτελή μπαρ που συχνάζουν δημοσιογράφοι και Αμερικάνοι σύμμαχοι και προστάτες, καφετέριες στην πλατεία Συντάγματος, η Λυρική Σκηνή ανεβάζει οπερέτες, οι κινηματογράφοι προβάλλουν την Άννα Μανιάνι, τα ζευγάρια πάνε ρομαντικές βόλτες στο Σούνιο και στου Φιλοπάππου. Και μετά μεταφερόμαστε στον Πειραιά. Εδώ το τοπίο αλλάζει για άλλη μια φορά. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τους κοσμικούς Αθηναίους και τους τρόπους διασκέδασής τους. Εδώ βλέπουμε το προλεταριάτο που προσπαθεί να κερδίσει τον επιούσιο μέσα από κακουχίες και βάσανα.
Πηγή:anastasiosds.blogSpot.gr
 
 
Το μυθιστόρημα αυτό έγινε και τηλεοπτική σειρά.
 
Αποσπάσματα
 
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

Στρατής Μυριβήλης
[…]  Εκεί πάνω στο ναό της Αφαίας τους βρήκε το σούρουπο. Τους τύλιξε μέσα στη μαγεία του χωρίς να υποψιαστούν. Οι σκιές τους επλησίαζαν από παντού κι έκαναν τις ομάδες των πεύκων να σμίγουν στ’ απόμακρα. Το νησιώτικο μούχρωμα έκανε τα χρώματα πιο τρυφερά. Τα χρώματα της θάλασσας και των ανάγλυφων βουνών. Όλη αυτή η ειρηνική ατμόσφαιρα της ώρας και του τοπίου μέσα στην απόλυτη ησυχία έκανε τις καρδιές τους να συνεννοούνται μ’ ελάχιστα λόγια. Με ένα ναι, με ένα όχι, ένα «νομίζεις;». Κουβέντιαζαν καθισμένοι πλάι-πλάι στο αρχαίο μάρμαρο, που κρατούσε ακόμα μιαν ευχάριστη, ελάχιστη θαλπωρή από το ολημερινό χάιδι του ήλιου. Μιλούσαν με μια περίεργη ηρεμία, που ποτέ πριν λίγη ώρα δεν μπορούσαν να φανταστούν πως θα κυριαρχούσε πάνω στις επαναστατημένες των συνειδήσεις, που ειρήνευαν τώρα με τις αμοιβαίες των εξηγήσεις, γεμάτες από αυθόρμητη ειλικρίνεια. Δεν ύψωνε κανένας από τους δυο τους τον τόνο της φωνής, σα να μιλούσε ο καθένας με τον εαυτό του, ή σα να διηγότανε τα γεγονότα που συντάραξαν τη ζωή τους σε κάποιον τρίτο. Κι αυτός ο ανύπαρχτος τρίτος, που άκουγε τη διπλή αυτή εξομολόγηση, ήταν και μέσα στους δυο τους. Δε μιλούσε, μόνο δεχόταν τις ανακοινώσεις τους χωρίς αντίλογο, σα να ‘ταν τίποτα παλιές ιστορίες χωρίς σημασία.

  Υπήρχε στη συνομιλία αυτή ένας τόνος συγκρατημένος κι από τους δυο. Ένας τόνος σκεπασμένης τρυφερότητας, που κρυβόταν μέσα σε μια διάθεση μειλιχιότητας και τρυφερής ευγένειας. Κάπου-κάπου σταματούσαν να μιλάνε. Κοιταζόντανε μόνο στα μάτια αυτές τις ώρες της σιωπής, και στα μάτια τους δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο εξόν η πίκρα του παιδιού που πόνεσε πολύ, που τιμωρήθηκε πολύ για άγνωστο φταίξιμο. Ένα τριζόνι άρχισε να τρίζει τα έλυτρά του κρυμμένο στη ρίζα της κοντινής κολόνας. Ήταν σαν κάποιος να χούρδιζε ένα ρολόι της τσέπης.[…]



Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ



Μ. Καραγάτσης
[…]  Ο άνθρωπος πολλές φορές στη ζωή του, βρίσκεται αναγκασμένος να εκστομίσει την απειλή. Είναι η παρόρμηση, τα αφάρπαγμα της οργισμένης στιγμής, που συσκοτίζει το νου· που εξουδετερώνει το Υπερεγώ, το σφυρηλατημένο από τον αταβισμό αιώνων πολιτισμού, από καλλιέργεια και υποταγή στις κοινωνικές συνθήκες. Και φέρνει στην επιφάνεια το πρωτόγονο Εγώ, που ελλοχεύει ύπουλα στα κύτταρά μας· που μας το μετέδωσε, ανάμεσα από αναρίθμητες γενιές, με τα χρωματοσώματά του, ο απώτατος πρόγονός μας, ο τρωγλοδύτης, ο κτηνάνθρωπος· εκείνος που για να επιβιώσει, ν’ αναπαραχθεί και να κυριαρχήσει, άλλον τρόπο απ’ το φονικό δεν ήξερε.

  Την εκστομίζουμε την απειλή· κι η πρόθεσή μας είναι, εκείνη τη στιγμή, συνεπής με τα λόγια μας. Εκείνη τη στιγμή… Τις πιότερες φορές το πρόσκαιρα παραμερισμένο Υπερεγώ επανέρχεται και μα ξανατοποθετεί στα πλαίσια της υποκειμενικής και αντικειμενικής ασφάλειας που μας προσφέρει ο πολιτισμός. Κι η απειλή απομένει απειλή…

  Αυτού του είδους η απειλή, όσο ειλικρινά κι αν εκστομίζεται, έχει εντός της το έωλο του ανέφικτου. Ηχεί ψεύτικα, κούφια, μάταια. Όταν όμως πηγάζει από απόφαση αδέκαστη, τότε λες και δεν τη λέει ο άνθρωπος· λες και απ’ το στόμα του ανθρώπου μιλάει το Πεπρωμένο. Λες κι ήρθε κιόλας ο Θάνατος· κι ετοιμάζεται ν’ ανοίξει τις σκοτεινές φτερούγες του και να χυμήξει στο ανέκκλητα καταδικασμένο σφάγιο.

  Έτσι πρέπει ν’ αντήχησε η φωνή του Αμενταίο Μαντσίνι τη στιγμή που εξήγγειλε την απειλή. Δεν ήταν απειλή, αλλά θετική προεξόφληση γεγονότος μελλοντικού και βέβαιου. Με μιας, άγνωστο πως, μπροστά στα μάτια της Ελισάβετ Μανιάτη σχεδιάστηκε η εικόνα ενός κουφαριού. Μπρούμυτα κειτόταν ο νεκρός της φαντασίας της, πάνω στα θυμάρια ενός δασωμένου λόφου, κάτω απ’ την παγερή μαρμαρυγή των μύριων αστεριών ενός διάφανα σκοτεινού ουρανού. Από μια μικρή τρύπα στο στήθος αργοκυλούσε, πάνω στα πράσινα θαμνόφυλλα, το απαίσιο πορφυρό ρυάκι…[…]



ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ



Άγγελος Τερζάκης
[…]  Η κοινωνική ζωή είναι μια φαντασμαγορία από αστερισμούς που δεν έχουν μόνον αστέρια πρώτου μεγέθους, και τα τρίτου, παίζουν εκεί το ρόλο τους. Όλα χρειάζονται, ακόμα και τα πιο ταπεινά. Η δεσποινίς Φρόσω Ματθαιάκη, αστέρι μάλλον τρίτου μεγέθους ως τώρα στον ουρανό της αθηναϊκής ζωής, έβλεπε ξαφνικά τον εαυτό της να προβιβάζεται, ν’ ανυψώνεται, να περιζώνεται με την αίγλη της υψηλής κοινωνίας.

  Εδώ και δυο εικοσιτετράωρα ζούσε σα μέσα σε όνειρο. Ένα όνειρο συναρπαστικό. Δακτυλογραφάκι – όπως και να το κάνεις – άσημο ως τώρα, παγκρατιώτισσα γέννημα-θρέμμα, κορίτσι οικογενείας αστικής αλλά ξεπεσμένης, η δεσποινίς Φρόσω είχε, φυσικά, τις ιδέες της. Ιδέες μεγαλεπήβολες όσο και προσεχτικά παραχωμένες: να εφοπλιστεί όσο πρέπει για την ώρα της μεγάλης μάχης, που σου δίνει την κυριαρχία της σύγχρονης ζωής. Να μη περιοριστεί στον κύκλο της γειτονιάς της, του κόσμου της, αλλά να σημαδέψει πιο ψηλά, όσο παίρνει ψηλότερα. Να κάνει ό,τι περνάει από τα χεράκια της – χεράκια αβρότατα, παχουλά, φτερωμένα πάνω στη γραφομηχανή, τρομερά επιδέξια – για να «ανέβει». Αχ αυτό το ανέβασμα, η ανάρρηση στις υψηλές κοινωνικές σφαίρες, ο ίλιγγος και το πάθος. Μάτι δεν έκλεινε ολάκερες νύχτες η δεσποινίς Φρόσω Ματθαιάκη για να πλάθει με το νου της τα οράματα της αυριανής, της περιπόθητης ζωής. Ο κινηματογράφος της είχε βάλει φωτιά στο αίμα. Εκείνη μια φορά ήταν ζωή, όπως τη βλέπεις στα κοσμικά φιλμ: δεξιώσεις, γουναρικά, διαδήματα, βίλες, καζίνα, κούρσες, κότερα, Κυανές Ακτές, ερωμένοι διπλωμάτες, πρίγκιπες, μαχαραγιάδες, περιπέτειες, σκάνδαλα, θρίαμβοι. Να σου πιάνεται η ανάσα. Και η δεσποινίς Φρόσω – το Φροσάκι της πλατείας Πλαστήρα – είχε κάνει μέσα του επίσημο όρκο, φοβερό, ή να πραγματοποιήσει μια μέρα τ’ όνειρό του ή, αν τυχόν το ιδεί να ξεφτάει, ν’ αυτοκτονήσει με βερονάλ – μια κι όξω. Ή του ύψους ή του βάθους.

  Προς τιμήν της ωστόσο θα ομολογήσουμε πως, για να βάλει σ’ εφαρμογή τη φιλοδοξία της η Φρόσω, καταπιάστηκε σαν καλός στρατηγός: καμιά βιασύνη, καμιά προχειρότητα, εγκατάλειψη στην τύχη. Εξοπλισμός, αντίθετα, ως τα δόντια. Κι όχι μόνον εξωτερικώς, σε πνευματικά εξαρτήματα. Γι’ αυτό είναι που στρώθηκε κι έμαθε τα γαλλικά, τ’ αγγλικά, στην εντέλεια. Γι’ αυτό η στενογραφία. Αλλά γι’ αυτό και το επιμελέστατο διάβασμα ξένων βιβλίων, περιοδικών, κάθε έντυπου που μπορεί ν’ αναπτύξει το πνεύμα σου, να σου δώσει γνώσεις, κοινωνικό αέρα. Που ξέρεις τι σου λαχαίνει αύριο; Γίνεσαι κυρία του κόσμου, γυναίκα πολιτευομένου, οικονομολόγου, μπορεί και πρέσβειρα. Πρέπει να μπορείς να τα βγάλεις πέρα.[…]



ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ



Ηλίας Βενέζης
[…]  Ήθελε ν’ ακουμπήσει σε κάτι στερεό, σε μια στιγμή της αιωνιότητας, να τα μετρήσει όλα τούτα με μέτρα μεγάλα, για να δει πόσο είναι εφήμερα, να γαληνέψει. Κοίταξε τη θάλασσα, την εξαίσια γαλάζια θάλασσα, την ελληνική, τα βουνά που τη ζώναν, τα νησιά, τα χρώματα. Άνοιξε το μικρό ταξιδιωτικό βιβλίο που είχε πάντα στη βαλίτσα της. Άρχισε να διαβάζει αφηρημένα:

  «… Ο ήλιος χαμηλώνει στο βάθος των Κυκλάδων. Όλα είναι ήμερα και ζεστά. Τίποτα που να φωνάζει, τίποτα πάνω από την αντοχή του ανθρώπου: και η θάλασσα, κι ο ουρανός, και τα νησιά. Τίποτα το ατέλειωτο, το μη καθορισμένο. Λες: ¨Αυτή η θάλασσα κι αυτός ο ουρανός κι αυτά τα νησιά είναι του χεριού μου. Θα μπορούσα ν’ αντιμετρηθώ μαζί τους¨. Κι αυτό, που είναι ήδη ένας τρόπος συνεννοήσεως, είναι στο απώτατο βάθος η ουσιαστική δύναμη που κίνησε όλον τον πολιτισμό του Αιγαίου. Οι άνθρωποί του δεν είχαν να κάνουν με το αχανές και με το αβέβαιο. Μπροστά τους, στο βάθος του ορίζοντα, με γραμμές ανάλαφρες που στυλώνονταν μέσα απ’ τα κύματα σα να ήταν όνειρο, όμως περιγραμμένο πάντα και αναμφισβήτητο, τους καλούσε ένα νησί, μια στεριά, σκοπός βέβαιος. Έμαθαν να γυρεύουν πάντα, να’ χουν πάντα ένα σκοπό, να μη σταματούν ποτέ στη μέση του δρόμου, να τελειώνουν πάντα το έργο που καταπιάνονταν. Έμαθαν να είναι δυνατοί, ξέροντας πως η δύναμη γίνεται πολλές φορές ταυτόσημη με το πεπρωμένο, έμαθαν να είναι ξύπνοι και σβέλτοι.  Και προ πάντων έμαθαν να δουλεύουν σε κείνη την ασύλληπτη δύναμη, που έβαλε στο μέτωπο του λαού αυτού βούλα πύρινη, τη σφραγίδα της δωρεάς: έμαθαν να δουλεύουνε στη φαντασία. Ζώντας στη μαγεία των νησιών τους, σ’ αυτό το απίθανο παιχνίδι φωτός και σκιάς, μάθανε να καταλαβαίνουνε τη μεγάλη ώρα της γης που τους προορίστηκε με το ένστικτο, που είναι βέβαια βαθύτερο απ’ το αίσθημα. Στεφανώσανε τα νησιά τους με τους ωραιότερους θεούς και τους ωραιότερους μύθους, αν όχι για τίποτα άλλο, τουλάχιστο για να παραβγούνε μαζί τους στη μορφιά. Για να μην έχουν να λεν τα νησιά πως αυτά στάθηκαν πιο δυνατά απ’ τον άνθρωπο, πως αυτός στάθηκε αδύναμος να υψωθεί ως τη μορφιά τους…»
  Η Ελισάβετ Μανιάτη σφάληξε το βιβλίο, σφάληξε τα μάτια. Η βαθύτατη καλλιέργειά της απ’ τον καιρό που σπούδαζε στη Γερμανία τη βοηθούσε να προσανατολίζεται αμέσως σε κάθε περιοχή γνώσης, να έχει εκείνη την άλλη αίσθηση, που δεν έρχεται από το θεό αλλά την κατακτά μόνος του, αν του είναι προορισμένο, ο άνθρωπος.[…]
 
Πηγή:logotexnika.blogSpot.gr

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Νικόλαος Γύζης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους

Νικόλαος Γύζης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους που τα έργα του  ξεχειλίζουν από ανθρωπιά, ζωή και ομορφιά....


Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι,στην Τήνο την 1 Μαρτίου 1842 – Μόναχο, 22 Δεκεμβρίου 1900 ή 4 Ιανουαρίου 1901 με το νέο ημερολόγιο) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία.
Βιογραφικά στοιχεία

Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής.
Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Τον Ιούνιο του 1865, ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσυτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty).
 
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στην Μικρά Ασία.
Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες, την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις δώδεκα ημερών), την Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), την Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890), και έναν γιο, τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884).
Το 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881, πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895, επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!». Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου.

Το έργο του
Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αιώνα, του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του το 1901, τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast).
Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, ενστερνίστηκε όλες τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του, φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Με τα έργα του, ειδικά αυτά της νεότητάς του, έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών» και επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής.
Δύο από τα μεγάλα «γερμανικά» του έργα, οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, που κοσμούσαν την οροφή Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν (1878–1880), και Ο θρίαμβος της Βαυαρίας, που κοσμούσε την αίθουσα συνεδριάσεων του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης (1895–1899) — καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875]) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων.
Νικόλαος Γύζης, Ιστορία (1892). Λάδι σε καμβά, 89 εκ. διάμετρος. Ιδιωτική συλλογή.

Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ' αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ.
Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό.
Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία.

Οι επιστολές του
Η ζωή και το έργο του Νικολάου Γύζη φωτίζεται επίσης από τις επιστολές που έγραφε από το 1869 και μέχρι το τέλος της ζωής του (Επιστολαί Νικολάου Γύζη, Εκδόσεις «Εκλογής», Αθήναι 1953).[9] Ορίστε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Σας βεβαιώ, Κύριε Νάζε, ότι δεν είμαι διόλου σπάταλος. Ζω με την μεγαλυτέραν οικονομίαν, αλλά τα έξοδα της τέχνης μου, και προ πάντων τα μοδέλα, κοστίζουν φρικτά και άνευ αυτών δεν ημπορώ να κάμω βήμα. Εις την αρχήν ήμουν εις μικροτέρας σχολάς, όπου τα μοδέλα επληρώνοντο από την Ακαδημίαν, αλλ' αφ' ότου εμβήκα εις την σχολή των συνθέσεων, τα πληρώνω ο ίδιος και διά τούτο έπεσα έξω. [...] Έγραψα και θα γράψω πάλιν προς την επιτροπήν της Ευαγγελιστρίας διά τους μισθούς μου...» -- Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 3 Ιουνίου 1873
«Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός.» -- Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 7 Απριλίου 1875
«Αν ήτο δυνατόν να ημπορούσα να ηρχόμουν εις την Ελλάδα, ίσως κατά πρώτον εις την Κεφαλληνίαν και κατόπιν εις την Τήνον, εις τα γλυκά αυτά μέρη.» -- Επιστολή προς τον αδελφό της γυναίκας του, 22 Οκτωβρίου 1900.



Αρχείο:Gizis kryfo skoleio.jpg

 Το κρυφό σχολειό (1885-1886)

Αποτέλεσμα εικόνας για νικόλαος γύζης έργα

Τα αρραβωνιάσματα

Το τάμα (1874)
Εθνική Πινακοθήκη


Ανατολίτης με την πίπα

Καπουτσίνος Μοναχός


Ιστορία (1892)


Ηλικιωμένος με κόκκινο φέσι


Ο Έρως και ο Ζωγράφος

Η αποστήθιση 1883

Πολεμιστής της Ανατολής 1842

Ο κουρέας (1880)
Μετά την πτώση των Ψαρών
Εθνική Πινακοθήκη


Η Ψυχή του Καλλιτέχνη


Αρχείο:Gyzis Nikolaos The Step Mother.jpg

Η ψυχομάνα

Αρχείο:Gyzis Nikolas Old man's head.jpg

Κεφαλή γέρου


 Αρχείο:Gysis Nikolaos Old man sleeping.jpg
 Γέρος που κοιμάται



Αρχείο:Gysis Nikolaos Boy with cherries.jpg

Αγόρι με κεράσια

Αρχείο:Gysis Nikolaos Pastryman.jpg

Ζαχαροπλάστης

Αρχείο:Gysis 001.jpg

Ιδού ο Νυμφίος

Αρχείο:Gysis Nikolaos Koukou.jpg

Κου-Κου

Αρχείο:Greek painters-Gyzis2.jpg

Τα ορφανά

Αρχείο:Nikolas Gysis The Spider.jpg

Αράχνη
Ρεκλάμα για εταιρεία καπνού

Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
 
 

 

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Τα Γρεκάνικα ή Γρεκάνικη διάλεκτος


I glossama en ecchi na petheni. [H γλώσσα μου δεν αξίζει να πεθάνει.]
O pappumma viata mu leghi [Ο παππούς μου πάντα μου λέγει ]
ti sta keru dicatu [ότι στους καιρούς τούς δικούς του]
ti glossa ti eplatega [η γλώσσα που μιλούσαν]
ito viata to grecu. [ήτο πάντα ελληνική.]


 
 

 
Τα Γρεκάνικα (Κατωιταλική ή Γρεκάνικη διάλεκτος) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής που περιλαμβάνει Ιταλικά στοιχεία και ομιλείται στη Μεγάλη Ελλάδα της Νότιας Ιταλίας. Είναι κυρίως γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος, ενώ οι ομιλητές της την ονομάζουν Γκρίκο (Grico) ή Κατωιταλική. Η Κατωιταλική είναι σε κάποιον βαθμό κατανοητή από τους ομιλητές της Ελληνικής γλώσσας, όπως είναι και φυσικό αφού οι ρίζες των δυο γλωσσών είναι οι ίδιες.
Υπάρχουν δύο βασικές θεωρίες σχετικά με την προέλευση της διαλέκτου, σύμφωνα με την πρώτη τα γρεκάνικα προέρχονταιι από τη γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα.Η δεύτερη θεωρία λέει πως οι ρίζες της διαλέκτου ανάγονται πολύ παλαιότερα, στον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας τον 8ο αιώνα π.Χ.. Στην ορθότητα της δεύτερης θεωρίας συνηγορεί ο μεγάλος αριθμός δωρισμών της Κατωιταλικής.




Τη διάλεκτο μιλούν οι κάτοικοι στις Γραικάνικες κοινότητες στη νότια άκρη της Καλαβρίας και στην περιοχή Σαλέντο της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε. Στο Σαλέντο βρίσκονται εννέα μικρές πόλεις (Καλημέρα, Μαρτάνο, Καστρινιάνο ντε Γκρέτσι, Κοριλιάνο ντ' Οτράντο, Μαλπινιάνο, Σολέτο, Στερνάτια, Ζολίνο, Μαρτινιάνο), με τον συνολικό αριθμό του γρεκάνικου πληθησμού να φτάνει τις 40.000. Επίσης, στην Καλάβρία βρίσκονται εννέα χωριά στην περιοχή Μπόβα, αλλά ο γρεκάνικος πληθυσμός εκεί είναι σημαντικά μικρότερος.
Η Ιταλική βουλή έχει αναγνωρίσει τη Γραικάνικη κοινότητα του Σαλέντο ως «εθνική και γλωσσική μειονότητα», με την ονομασία Minoranze linguistiche Griche dell'Etnia Griko-Salentina (Γλωσσική μειονότητα της Γκρικο-Σαλεντίνικης εθνότητας).
Υπάρχει σημαντική προφορική παράδοση, ενώ ορισμένα τραγούδια και ποιήματα στην Κατωιταλική είναι δημοφιλή στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Επίσης, αξιόλογοι Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος και η Μαρία Φαραντούρη έχουν εκτελέσει κομμάτια στα Γρεκάνικα. Αντίθετα η διάλεκτος αυτή δεν έχει να δείξει πολλά σημαντικά πράγματα στον γραπτό λόγο.
Όσο αφορά στα γλωσσικά χαρακτηριστικά της διαλέκτου, ο δωρικός χαρακτήρας των ελληνικών αποικιών τής Καλαβρίας και της Απουλίας, καθώς και η μικρή επαφή με τον υπόλοιπο ελληνόφωνο χώρο, έχουν συμβάλει στη διατήρηση αρχαϊσμών, ενώ η συνάντηση με την Ιταλική και με τις τοπικές διαλέκτους, έχει ασκήσει βαθιά επίδραση στο λεξιλόγιο των (λίγων πλέον) φυσικών ομιλητών της.
Σύμφωνα με έρευνες για τα ελληνικά που μιλιούνται στην Απουλία και την Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας. Από την έρευνα προκύπτει ότι περί τις 10 με 12 χιλιάδες άτομα μιλούν Ελληνικά στα ελληνόφωνα χωριά των δύο αυτών περιοχών. Πρόκειται για τις διαλέκτους "γκρίκο" ή "γκρεκάνικο", ένα κράμα ελληνικών και ιταλικών. Μολονότι η χρήση της ελληνικής αυτής διαλέκτου δεν έχει αναγνωριστεί νόμιμα από το επίσημο κράτος, και μόνο ευκαιριακά η οδική σηματοδότηση είναι δίγλωσση, στην Καλαβρία το τοπικό σύνταγμα ρυθμίζει νόμιμα τη χρήση της γλώσσας από την ελληνόφωνη μειονότητα.
Στην Απουλία, τα Ελληνικά δεν χρησιμοποιούνται στα νηπιαγωγεία, παρά το γεγονός ότι οι τοπικοί κανονισμοί επιτρέπουν στους γονείς να ζητούν και σ' αυτά τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Στα δημοτικά σχολεία, η κατάσταση διαφέρει από κοινότητα σε κοινότητα. Σε δύο πόλεις τα Ελληνικά διδάσκονται από το 1978, επισήμως σε πειραματική βάση για 15 ώρες τη βδομάδα, από την πρώτη τάξη και για όλο τον κύκλο του δημοτικού σχολείου. Στην Καλαβρία, τα Ελληνικά χρησιμοποιούνται σποραδικά στα νηπιαγωγεία, συνήθως με πρωτοβουλία των γονιών των παιδιών. Στη δημοτική εκπαίδευση, διδάσκονται τρεις ώρες τη βδομάδα. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ευκαιριακά διδάσκονται σαν ξεχωριστή ύλη. Οργανώνονται επίσης μαθήματα ελληνικής γλώσσας για τους κατοίκους των ελληνόφωνων χωριών που θέλουν να μάθουν τα ελληνικά. Μερικοί τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί μεταδίδουν κάπου-κάπου εκπομπές στη διάλεκτο "γκρίκο" ή "γκρεκάνικο", αλλά όχι και οι τοπικοί τηλεοπτικοί σταθμοί. Στην Καλαβρία εκδίδονται δύο εφημερίδες στα Ελληνικά με τη χρηματική βοήθεια της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στην Απουλία διάφορες ιταλικές εφημερίδες δημοσιεύουν ευκαιριακά και άρθρα στην ελληνική γλώσσα. Διαδομένη είναι η ελληνική μουσική, ενώ διάφορα ερασιτεχνικά θεατρικά συγκροτήματα δίνουν παραστάσεις στα ελληνικά. Ωστόσο, η γλώσσα των αριθμών είναι σκληρή και γεννά ανησυχίες για το μέλλον των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας. Ο πληθυσμός στα ελληνόφωνα χωριά μειώνεται συνεχώς, αφού οι νέοι στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια μετακινούνται προς τον πλούσιο Βορρά. Οι προσπάθειες οι οποίες γίνονται επικεντρώνονται στην αναγκαιότητα της διατήρησης του ελληνικού ιδιώματος της Καλαβρίας. Τα ελληνικά της Καλαβρίας, που είναι μετεξέλιξη της αρχαίας δωρικής, διατηρήθηκαν για αιώνες και δεν πρέπει να χαθούν. Επειδή, όμως, δεν είναι γραπτή γλώσσα, κινδυνεύουν.

Η ομοιότητα των γρεκάνικων με τα ελληνικά φαίνεται στο εξής παραδείγμα:
Tis alatrei me aleae e kkanni poddi ssitar
Όποιες με γελάδες οργώνει, πολύ καρπό δεν κάνει
I glossa en exi steata ce steata iklanni
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει

Τα γρεκάνικα αν δεν τα στηρίξουν η Ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός δεν θα ζησουν για πολύ ακόμα. Οι δύσκολες στιγμές που περνάνε ξεχασμένοι από όλους εμάς αποτυπώνονται στις μαρτυρίες των ομιλιτών της γλώσσας:

H Κατερίνα Μυλωνά εκπρόσωπος των κατοίκων λέει: «Η γλώσσα και η κουλτούρα μας έχουν τη ρίζα στην Ελλάδα. Βοηθήστε μας να σώσουμε τα γκρεκάνικα, ένα πολύτιμο θησαυρό που δημιουργήθηκε πριν 2.700 χρόνια, τη γλώσσα των προγόνων μας. Προσπαθούν να τα διασώσουν και να τα μεταδώσουν 13 πολιτιστικοί σύλλογοι από τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας στην Κάτω Ιταλία
Για την ενίσχυση της προσπάθειάς τους ζητούν τη συμβολή της ελληνικής και ιταλικής κυβέρνησης αλλά και τη συνεργασία Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων συλλόγων από την Ελλάδα και την Ιταλία.
Εξάλλου, πρόκειται για μια γλώσσα που έχει κρατήσει εδώ και 2.700 χρόνια και θα ήταν μεγάλη απώλεια για όλο τον κόσμο αν χανόταν. «Παλεύουμε από το 1968 για αυτό το σκοπό, πρώτα από όλα μέσα από την οικογένεια και τα σχολεία ενώ θεωρούμε πως πρέπει να γίνει μια ολόκληρη μελέτη πάνω στη γλώσσα. Είναι κρίμα να χαθεί αυτός ο θησαυρός», αναφέρει. Μέχρι σήμερα, εκτός από τις επαφές και τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούν, έχουν εκδώσει λεξικά, γραμματική και συντακτικό των γκρεκάνικων, εκδόσεις που αποτελούν πολύτιμο εργαλείο και για τους πανεπιστημιακούς.
«Σήμερα η γλώσσα είναι προφορική, τώρα, όμως, υπάρχουν βιβλία οπότε μπορεί να μελετηθεί σε σχολεία και Πανεπιστήμια», τονίζει ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Apodiafazzi, κ. Carmello G. Nucera.

Με το πέρασμα των χρόνων, οι άνθρωποι ξέχασαν να χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο και έγραφαν με λατινικούς χαρακτήρες.
Η νέα προσπάθεια αναβίωσης της γλώσσας ξεκίνησε το 1950 και έγινε με λατινικούς χαρακτήρες γιατί οι ελληνικοί ήταν εντελώς ξένοι για τους Γκρεκάνους. Παράλληλα, υπάρχουν κοινωνικοί λόγοι για τους οποίους η γλώσσα φτωχαίνει και απομονώνεται καθώς οι πλούσιοι άρχισαν να τη θεωρούν ταμπού και να μην την εξελίσσουν. Μένει, λοιπόν, στις κατώτερες τάξεις, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους και παύει η γλωσσική εξέλιξη, παγώνει και αρχίζει να φτωχαίνει και παραμένει ως σήμερα με αυτή τη μορφή. Όμως, το γεγονός ότι η περιοχή της Καλαβρίας ήταν απομονωμένη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της γλώσσας. Τώρα, όμως, η απομόνωση αυτή δε βοηθάει την προσπάθεια των συλλόγων για τη διάδοσή της.
Σήμερα είναι χαρακτηριστικό ότι οι κάτοικοι της περιοχής όταν μιλάνε με άλλους μιλάνε στα ιταλοκαλαβρέζικα, το ιδίωμα της περιοχής, μεταξύ τους μιλάνε στα γκρεκάνικα ενώ οι ταμπέλες τους είναι σε τρεις γλώσσες, τα ιταλικά, ελληνικά και γκρεκάνικα. Οι παραπάνω σύλλογοι και αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που παλεύουν για να σωθεί η γλώσσα των προγόνων τους ζητούν τη στήριξη της ελληνικής και της ιταλικής κυβέρνησης προκειμένου να γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια που θα έχει αποτέλεσμα. Σε αυτή την κατεύθυνση, προτείνουν μια σειρά από δράσεις που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν. Κατ αρχάς, καθοριστική θα ήταν η συμβολή των Πανεπιστημίων, όπως της Κρήτης, που θα μπορούσαν να προωθήσουν την προσπάθεια αυτή μέσα από προγράμματα ανταλλαγών ή κάποια μεταπτυχιακά σχετικά με τα γκρεκάνικα. «Ένα εργαλείο κλειδί για αυτή την προσπάθεια θα ήταν η μετάφραση στα ιταλικά ενός μνημειώδους έργο του γλωσσολόγου, Αναστάσιου Καραναστάση, που υπάρχει έχει εκδοθεί από την ακαδημία Αθηνών», εξηγεί ο κ. Carmello G. Nucera.
«Είναι ζήτημα πολιτισμού να μην πεθάνει μια γλώσσα που και σήμερα είναι ζωντανή μετά από 2.700 χρόνια», τονίζει. Αναφέρει, επίσης, πως είναι σημαντικό να δημιουργηθεί κάτι σταθερό καθώς «τα λόγια φεύγουν με τον άνεμο». Για αυτό πρέπει να υπάρχει μια συνεργασία μεταξύ Ν. Ιταλίας και Ελλάδας σε επίπεδο και εμπορικό, να δημιουργηθούν ναυτικοί δίαυλοι επικοινωνίας.
«Είμαστε Έλληνες στον πολιτισμό. Η ιστορία μας δεν ξεκίνησε χθες αλλά πριν 2.700 χρόνια. Στην ψυχή και την καρδιά νιώθουμε Έλληνες αλλά στην πράξη είμαστε Ιταλοί. Είμαστε όμως Έλληνες στον πολιτισμό και την κουλτούρα», συμφωνούν όλοι. Εξάλλου, το τελευταίο γραπτό, όπου οι κάτοικοι της Καλαβρίας δήλωναν ότι ήταν Έλληνες ήταν επίσημο έγγραφο του Κράτους από το 1921.
«Ο λαός της Ελλάδας δεν είχε ποτέ σύνορα αλλά πάντα ήταν λαός του κόσμου», αναφέρουν.
Τέλος, τονίζουν πως «ελπίζουμε με την παρουσία μας εδώ να έχουμε αφήσει κάποιους σπόρους ώστε αυτές οι σχέσεις να ανθίσουν» και προτείνουν να γίνουν αδελφοποιήσεις μεταξύ δήμων ή πολιτιστικών συλλόγων ώστε να υπάρξει συνέχεια σε αυτή την προσπάθεια επικοινωνίας της Ν. Ιταλίας με την Ελλάδα.

Ενα τραγούδι της Mimma Nucera, στη γλώσσα των Ελλήνων της Καλαβρίας

I glossama en ecchi na petheni. [H γλώσσα μου δεν αξίζει να πεθάνει.]
O pappumma viata mu leghi [Ο παππούς μου πάντα μου λέγει ]
ti sta keru dicatu [ότι στους καιρούς τούς δικούς του]
ti glossa ti eplatega [η γλώσσα που μιλούσαν]
ito viata to grecu. [ήτο πάντα ελληνική.]
Ce arte, lego ego: [και άρτι (αμέσως), λέγω εγώ:]
iati' i guvernaturi [γιατί οι κυβερνώντες]
thelusi na chathi [θέλουσι να χαθεί]
i glossa tu grecani? [η γλώσσα του Ελληνα;]
Ecini fenonde manacho' ste votazioni [Εκείνοι, φαίνονται (=αρχ. παρουσιάζονται) μονάχοι στις εκλογές]
ce ulli crazzondo fili ce cumparidi, [και όλοι κράζωνται φίλοι και γνωστοί (κουμπάροι<κόμβος= δεσμός/δέσιμο)]
podo' ti tteglionni to bdomadi [κι όταν τελειώνει η εβδομάδα]
en agronizzu pleo canena. [δεν γνωρίζουν πλέον κανέναν.]
Afudatema esi cali' christianima [Βοηθείστε μας (οφελήστε μας),εσείς καλοί μου χριστιανοί]
pu iste ode delemmeni [που είστε όλοι δουλεμμένοι (εξαπατημένοι/εκμεταλλευμένοι) ]
na some stili stin addi ghenia [να παραδώσουμε στύλη (πινάκιο γραφής) στην άλλη γενιά]
ti glossama ce ta pramata to pappumma. [τη γλώσσα μας και τα πράγματα του παππού μας.]
Mimma Nucera

Πηγή:magnagrecia.wikispaces.com

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Τσακωνική διάλεκτος

1. Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία κατανομής της διαλέκτου

Η τσακωνική μιλιέται στην Τσακωνιά, περιοχή της επαρχίας Κυνουρίας στον νομό Αρκαδίας της Πελοποννήσου, η οποία εκτείνεται από το ακρωτήριο Λεωνίδιο στον νότο ως τον Άγιο Ανδρέα στον βορρά. Η ιδιαίτερη αυτή γεωγραφική ποικιλία της ελληνικής απαντά κυρίως σε εννέα χωριά της παραπάνω περιοχής: Λεωνίδιο, Πραματευτή, Μέλανα, Σαπουνακέικα, Τυρός (στον νότο) και Πραστός, Καστάνιτσα, Σίταινα, Άγιος Ανδρέας (στον βορρά). Διακρίνεται, λοιπόν, σε βόρεια τσακωνική και σε νότια, η οποία έχει και τους περισσότερους ομιλητές, συνιστώντας το κατεξοχήν τσακωνικό ιδίωμα, την «πρωτοτυπική», ας πούμε, αντίληψη του όρου τσακωνική (βλ. και Χαραλαμπόπουλο 1980, 3). Αναγνωρίζεται, ωστόσο, και μια τρίτη κατηγορία, παραλλαγή της τσακωνικής διαλέκτου, τα λεγόμενα τσακώνικα της Προποντίδας. Αυτά χρησιμοποιούνταν ως τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής στα χωριά Βάτκα και Χαβουτσί, στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας. Όταν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες από τις περιοχές αυτές, εγκαταστάθηκαν στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και στο Χιονάτο του νομού Καστοριάς (βλ. και Κωστάκη 1951).

Χάρτης Τσακωνιάς
Πηγή: Κωστάκης, Θ. 1986. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. 1ος τόμ. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Η τσακωνική αποτελεί μία από τις πιο ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις νεοελληνικής διαλέκτου, καθώς εμφανίζει τόσο εντυπωσιακές διαφορές από την κοινή νεοελληνική και από τις υπόλοιπες διαλέκτους, ώστε ηχεί για αρκετούς μη φυσικούς ομιλητές της ως ένα είδος σχεδόν «εξωτικής» γλώσσας (βλ. και Τζιτζιλή 2000,15), μη κατανοητής σε μεγάλο βαθμό. Λόγω αυτών ακριβώς των μεγάλων «αποκλίσεων» από την κοινή νεοελληνική θεωρείται και ως κατεξοχήν διάλεκτος της ελληνικής (μαζί με την ποντιακή και τις καππαδοκικές) και όχι ιδίωμα, βλ. Κοντοσόπουλο 2000, 3). Χαρακτηρίζεται, επίσης, ως αρχαιοπρεπής: κάτι που έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα, αφού η τσακωνική -σε αντίθεση με τις άλλες διαλέκτους- δεν προέρχεται από την ελληνιστική κοινή, αλλά θεωρείται ότι κατάγεται απευθείας από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας. Εξωγλωσσικοί παράγοντες, με κύριο αυτόν της απομόνωσης της Τσακωνιάς για αιώνες, εξαιτίας βέβαια της μορφολογίας του εδάφους της, κράτησαν την τοπική γλώσσα της κλειστής αυτής κοινωνίας σχεδόν απαράλλαχτη και υπό τις επιρροές της λακωνικής. Μόνο από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και σταδιακά, η εξέλιξη των συγκοινωνιών κυρίως -και γενικότερα της τεχνολογίας- κατέστησαν την περιοχή προσβάσιμη (συνδέοντας και μεταξύ τους τα χωριά της Τσακωνιάς), με συνέπειες σε μια σειρά από τομείς, ανάμεσά τους, βέβαια, και στη γλώσσα (βλ.παρακάτω, σύγχρονη κοινωνιογλωσσολογικιή κατάσταση).

2. Κύρια χαρακτηριστικά της διαλέκτου

2.1. Φωνητική-φωνολογία

α. Φωνήεντα: Απόθεμα και φωνηεντικές τροπές

Η τσακωνική έχει τα ίδια φωνήεντα με την κοινή νεοελληνική [a e i o u]. Ωστόσο, παρατηρούνται στην πρώτη φωνητικά φαινόμενα που τη διαφοροποιούν σαφώς από τη δεύτερη -τα οποία σε σημαντικό βαθμό κατάγονται από την αρχαία δωρική. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε τα παρακάτω:
  • Διατηρείται το αρχαίο δωρικό [a] , το οποίο μάλιστα επεκτείνεται και σε νεότερες λέξεις: α μάτη (< μάτηρ 'η μητέρα'), ταν τζουρακά ('την Κυριακή')
  • Στένωση του ε [e] σε [i] πριν από τα οπίσθια φωνήεντα α, ο, ου [a o u] (φαινόμενο μάλλον φωνητικό, καθώς η στένωση δεν ισχύει μόνο σε καταλήξεις θηλυκών ουσιαστικών, π.χ. συκ-ία < συκ-έα, αλλά και σε άλλα ουσιαστικά, π.χ. το κρία < το κρέας -βλ. Μηνά 2004, 536-7).
  • Διατηρείται η αρχαία προφορά του υ ως [u ] <ου> (π.χ. γουναίκα ' γυναίκα'), ή η μεταγενέστερη προφορά του υ ως ημιφώνου (ιού) [i̯u ] μετά από πίσω σύμφωνα, π.χ. λιούκο 'λύκος', νιούτα 'νύχτα'). Η προφορά του υ ως [u] εμφανίζεται μετά από χειλικά ή ουρανικά, ενώ έχει τεθεί ως υπόθεση ότι η μεταγενέστερη προφορά [i̯u] εμφανίζεται συνήθως μετά από τα υπερωικά [k ɣ x], το λ [l], το ν [n], το σ [s], δηλαδή μετά από σύμφωνα που μπορούν να ουρανωθούν (Μηνάς 2004, 535).
  • Στένωση του ω > ου [AE ɔː] > [u] μέσα στη λέξη π.χ. γρούσσα < γλώσσα, ούρα < ώρα.
  • Αναπτύξεις φωνηέντων: π.χ. ο ναύτης > ο αναύτα, όπου το α είναι προθετικό, ή αναπτύξεις συνοδιτών φθόγγων:[a] (π.χ. χαλβάς > χαλαβά), [i] (π.χ. καπινέ<καπνός), [o] (π.χ. κωλοτσία < κλοτσιά) και [u] (π.χ. αβουγό < αβγό).
  • Αποβολές φωνηέντων σε αρχική θέση, π.χ. μυγδαλία < αμυγδαλέα, ή μέσα στη λέξη -π.χ. έρημος > έρμο.

β. Σύμφωνα: Απόθεμα και συμφωνικές τροπές

Ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην τσακωνική και στις άλλες ποικιλίες της νεοελληνικής εντοπίζονται στα σύμφωνα.
  • Εμφανίζονται σύμφωνα που δεν υπάρχουν στην ΚΝΕ, όπως οι δασείς κλειστοί φθόγγοι κ', π', τσ', ένα σ πιο λεπτό στο συμφωνικό σύμπλεγμα τσ και δασέα συριστικά. Παρατηρείται, επίσης, ένα παχύ ηχηρό ζ̌̌ [ǯ] (από τροπή του ρ), π.χ. ζ̌̌άτσι 'ρυάκι'.
  • Τα λ και ν προφέρονται ως ουρανικά, όταν ακολουθεί ι που προέρχεται από παλαιότερο ε ή αι, π.χ. αμυγδαλέα > μυγδαλία, ελαία> ελία.
  • Το γ τρέπεται σε ζ (π.χ. εζού < εγώ, μούζα < μύγα).
  • Τσιτακισμός: Το κ [k] τρέπεται σε τσ̌ [t∫] μπροστά από ε και ι, π.χ., τσ̌ερέ < καιρός, τσ̌ίπο < κήπος
  • Ρωτακισμός, δηλαδή τροπή σ > ρ σε τελική θέση, π.χ. π'ούρ έσι 'πώς είσαι', τσούνερ έσι 'τίνος είσαι'∙ επίσης τροπή θ > σ, π.χ. σουλάτσι < θυλάκιον , σουζίδα < θυρίδα >, σάτη < θυγάτηρ >). Τα φαινόμενα αυτά συνιστούν δωρισμούς.
  • Οι τύποι των άρθρων που αρχίζουν με τ το τρέπουν σε d (ηχηροποίηση) από επιρροή ονοματικών και ρηματικών τύπων που τελειώνουν σε και προηγούνται του άρθρου (π.χ. doυν: των).
  • Αποβολέςσυμφώνων: π.χ. μεταξύ άλλων, με εξαίρεση την Καστάνιτσα και τη Σίταινα, το λ αποβάλλεται σε μεσοφωνηεντική θέση, πριν από οπίσθιο φωνήεν (α, ο, ου -π.χ. αι < λάδι, θέου < θέλω), ενώ κάποτε πριν από τα οπίσθια φωνήεντα εξελίσσεται σε ο και πιο συχνά σε ου (αβοάκι < αυλάκι, άβουα < άλλα).
  • Αφομοίωση του σ με το σύμφωνο που ακολουθεί (π.χ. ακκόρ < ασκός), φαινόμενο που έχει υποστηριχθεί ότι είναι δωρικής καταγωγής (Μηνάς, 2004: 545).
  • Επίσης και άλλα φαινόμενα, όπως αντιμεταθέσεις, επενθέσεις κ.λπ..
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις μορφολογικές διαφορές, καθώς και με κάποιες επιρροές από την αρχαία ελληνική σε λεξιλογικό επίπεδο, συμβάλλουν στην αδυναμία -σε σημαντικό βαθμό- κατανόησης της τοπικής διαλέκτου από μη ντόπιους.

2.2 Μορφολογία-μορφοφωνητικά χαρακτηριστικά

Οι πιο αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες της διαλέκτου είναι οι ακόλουθες:
  • Tο θηλυκό άρθρο διατηρεί τύπους από την αρχαία δωρική: α, ταρ, ταν (αντί η, της, την), π.χ. α γούνα (η γούνα), α γουναίκα (η γυναίκα).
  • Διατηρείται το δωρικό α σε τελική θέση αντί του η στα θηλυκά: π.χ. σπουδή > σπούδα.
  • Σε δευτερόκλιτα ονόματα, το ο της κατάληξης -ος τρέπεται σε ε -κατά το πλείστο πριν από φωνήεν ή ζ, σ, λ, ρ,ν,τ: π..χ. φούρνος > φούρνε (για επιπλέον εκδοχές της τροπής βλ. Κωστάκη 1951, 36).
  • Η κατάληξη -ω των ρημάτων, εμφανίζεται με τη μορφή-ου, π.χ. πάου να χορέψ-ου <… -ψω).
  • Στένωση του ε σε άτονο ι στο τέλος λέξης (π.χ. σάτες > σάτσι 'φέτος').
  • Απαλείφεται το τελικό στην ονομαστική ενικού αρσενικών ονομάτων: π.χ. καπνός> καπινέ (με ανάπτυξη του ιως συνοδίτη φθόγγου) και ψωμάς> ψωμά.
  • Αποκοπή συλλαβής σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. καταπίνων > καπίνου, αδελφούτσι > αφούτσι και καλά > κα, μέσω αποβολής του λ και έπειτα συναίρεσης αα > α).
Οι αντωνυμίες έχουν πολλές διαφορές από τις αντίστοιχες της ΚΝΕ (βλ, μεταξύ άλλων, Κωστάκη 1951).

2.3 Σύνταξη-περιφραστικοί σχηματισμοί

Ένα πολύ σημαντικό «διακριτικό» χαρακτηριστικό της (μητροπολιτικής) τσακωνικής είναι ο περιφραστικός σχηματισμός του ενεστώτα και του παρατατικού της ενεργητικής φωνής, για τον οποίο χρησιμοποιείται ο ενεστώτας και ο παρατατικός του ρήματος έμι 'είμαι' μαζί με τη μετοχή του ενεστώτα, στο γένος, βέβαια, που απαιτείται: π.χ. έμι έχου 'έχω' για τον ενεστώτα του αρσενικού, έμα έχου για τον παρατατικό του αρσενικού, έμι έχα για τον ενεστώτα του θηλυκού, έμα έχα για τον παρατατικό του θηλυκού.

2.4 Λεξιλόγιο

  • Επίδραση της αρχαίας ελληνικήςΚαθώς η τσακωνική κατάγεται από την αρχαία δωρική διάλεκτο της Λακωνίας, είναι φυσικό ότι περιέχει στο λεξιλόγιό της (κυρίως το μητροπολιτικό ιδίωμα) αρκετές λέξεις που ανάγονται σε αντίστοιχες της αρχαίας ελληνικής, έχοντας, βέβαια, αυτές υποστεί τις αλλαγές (φωνολογικές, μορφολογικές) που υπαγορεύουν τα χαρακτηριστικά του συστήματος (π.χ. ο εψιλέ < αρχ. ο οπτίλος 'το μάτι', α σάτη < αρχ. η θυγάτηρ 'η κόρη', ύο < αρχ. υδωρ 'το νερό', ενέτζε < αρχ. ενεγκεν 'έφερε').
  • Επίδραση της τουρκικής
    Η επιρροή της τουρκικής είναι σχετικά μικρή, λόγω της καθαρότητας του πληθυσμού (Κωστάκης 1951, 191), και είναι μεγαλύτερη στα τσακώνικα της Προποντίδας, για ευνόητους λόγους, όπως συνάγεται από όσα αναφέρθηκαν στην εισαγωγή.
  • Επίδραση της κοινής νεοελληνικής
    Και λεξιλογικά η διάλεκτος έχει επηρεαστεί με την πάροδο των χρόνων σε μεγάλο βαθμό από την κοινή νεοελληνική (με τις αντίστοιχες λέξεις, βέβαια, προσαρμοσμένες -λιγότερο ή περισσότερο- στις φωνολογικές και μορφολογικές ιδιοτυπίες του συστήματος) -βλ. και σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση, παρακάτω.

2.5 Ιδιαιτερότητες στα τσακώνικα της Προποντίδας

Η μεγάλη πλειονότητα των ιδιαιτεροτήτων που αναφέρθηκαν εμφανίζεται και στα βόρεια, αλλά και στα νότια τσακώνικα, καθώς και σ' αυτά της Προποντίδας. Τα τσακώνικα της Προποντίδας, ωστόσο, έχουν επιρροές από την τουρκική (που δεν υπάρχουν στα μητροπολιτικά τσακώνικα, βόρεια και νότια). Στα τσακώνικα της Προποντίδας, επίσης -σε αντίθεση με τα μητροπολιτικά- παρατηρείται επίταξη του βοηθητικού ρήματος μετά τη μετοχή στους περιφραστικούς τύπους (π.χ. έχω'μα αντί έμα έχου για τον παρατατικό του αρσενικού). Το εν λόγω ιδίωμα, τέλος, διασώζει τις αρχαίες μετοχές του παρακείμενου με τη μορφή -κος,-κα,-κο < αρχ. -κώς, -κυία,-κος (π.χ. καφτωκότα < πεπτωκότα στην αιτιατική) κατά τον σχηματισμό του παρακείμενου και του υπερσυντέλικου, ενώ σε λεξιλογικό επίπεδο διασώζονται αρχαιοπρεπείς, ακόμη και αρχαίες, λέξεις (π.χ. ο αόριστος δράμα του τρέχω και ο αόριστος κράγα του κράζω).

3. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση

Η Τσακωνιά στις μέρες μας έχει αλλάξει πάρα πολύ σε σχέση με το παρελθόν: η πρόσβαση στην περιοχή είναι εύκολη και ταχεία, η επαφή με τους ξένους όλο και μεγαλύτερη, ενώ εδώ και τριάντα χρόνια περίπου έχει εισβάλει στη ζωή των κατοίκων της η τηλεόραση και εδώ και κάποια χρόνια το διαδίκτυο. Παράλληλα, η ευκολία πρόσβασης στην περιοχή και η επαφή με τους ξένους έχουν μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τον χαρακτήρα των επαγγελμάτων των ντόπιων, και έτσι σε πολλές περιπτώσεις οι γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση τους σε επαγγέλματα που σχετίζονται κυρίως με τον τουρισμό. Όλα αυτά φυσικά αντανακλώνται στην εξέλιξη και στις τύχες της τοπικής διαλέκτου, που πλέον μιλιέται από όλο και λιγότερα άτομα. Στη θέση- της επικρατεί η κοινή (με φαινόμενα ιδιότυπης παρεμβολής για τις περιπτώσεις δίγλωσσων ομιλητών που χρησιμοποιούν παράλληλα και τις δύο, βλ. Χαραλαμπόπουλο 1980, 5). Η υποχώρηση της διαλέκτου εμφανίζεται ειδικότερα σε σχέση με τους νεανικούς πληθυσμούς, που διδάσκονται αποκλειστικά την κοινή στο σχολείο, αφού χρησιμοποιείται από τους διδάσκοντες -και υιοθετείται και από τους διδασκόμενους- το, εν μέρει βάσιμο, επιχείρημα ότι η χρήση της τοπικής διαλέκτου δεν παρέχει πλέον στους τελευταίους καμία προοπτική σε σχέση με την καθημερινότητα και με το μέλλον τους, ειδικότερα το επαγγελματικό. Αν κάποια μορφή διατηρείται περισσότερο, αυτή είναι η νότια τσακωνική. Ωστόσο, ακόμη και στις περιοχές του νότου, και κυρίως στο Λεωνίδιο, καθώς οι επαφές με τους ξένους είναι πολύ περισσότερες από ό,τι αλλού, η τοπική διάλεκτος χρησιμοποιείται σπάνια σε δημόσιο χώρο, και μόνο από άτομα προχωρημένης ηλικίας. Ακόμη περισσότερο, βέβαια, ισχύει το ίδιο στο βόρειο τμήμα, στον Άγιο Ανδρέα δηλαδή, καθώς αποτελεί παραμεθόρια περιοχή.
Γενικά, θα λέγαμε ότι η τοπική διάλεκτος «ψυχορραγεί». Η μόνη «αντίσταση» προβάλλεται κατά τη χρήση της από ντόπιους προχωρημένης (ή μεγαλύτερης) ηλικίας, καθώς και κατά τη χρήση της όταν το επιβάλλουν (σε περιορισμένες, βέβαια, περιπτώσεις) οι περιστάσεις επικοινωνίας, το θέμα της συζήτησης και/ή άλλοι εξωγλωσσικοί παράγοντες. Όποια πάντως κι αν είναι η τύχη της τσακωνικής στο μέλλον (με την πλάστιγγα βέβαια να γέρνει προφανώς προς την αρνητική εκδοχή της απώλειας), αξίζει σίγουρα να ερευνηθεί σε βάθος, με ακόμη περισσότερο επισταμένες έρευνες: η ιδιαιτερότητά της και η απόκλισή της από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ή διάλεκτο σαφώς προκρίνει κάτι τέτοιο, αν δεν το υποβάλλει κιόλας. Από την πλευρά τους, οι διδάσκοντες μπορούν σταδιακά να αντικαθιστούν -για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω- τον διαλεκτικό λόγο των παιδιών με στοιχεία της κοινής (χωρίς ωστόσο- και αυτό είναι το πιο σημαντικό- να υποτιμούν τη διάλεκτο και όσους την χρησιμοποιούν) και να τα καθοδηγούν στον σεβασμό -και όχι στην απαξίωσή της (βλ. και Μηνά 2004).
Νάσος Κατσώχης
 
Πηγή:www.greek-language.gr

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

'Αγγελος Τερζάκης,ο πεζογράφος,ο θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος

"Αποστρέφομαι τους ανθρώπους που δεν αμφιβάλλουν"




O Άγγελος Τερζάκης (16 Φεβρουαρίου 1907-3 Αυγούστου 1979) ήταν Έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ‘30 και δοκιμιογράφος. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Πολύ αξιόλογο είναι το δοκιμιακό του έργο: αυτός και ο Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής γενιάς του ‘30.

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου του 1907 και έζησε εκεί μέχρι το 1915, όταν και πήγε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έλαβε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος το 1929, αλλά εγκατέλειψε σύντομα τη δικηγορία για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1925 με τη συλλογή διηγημάτων Ο ξεχασμένος και έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με την πεζογραφία και το θέατρο, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1936 με το έργο του "Αυτοκράτωρ Μιχαήλ" που ανέβασε τον ίδιο χρόνο το Εθνικό Θέατρο. Παράλληλα διηύθυνε και τα βραχύβια περιοδικά Πνοή και Λόγος. Το 1937 έγινε γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα καλλιτεχνικός και γενικός διευθυντής του Δραματολογίου (1939-1942) και γενικός διευθυντής της ιστορίας και της δραματολογίας της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου το (1950-1971) και γενικός διευθυντής της δραματικής σχολής του εθνικού θεάτρου (1950-1975).
Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941) και κατέγραψε τις εμπειρίες του σε κάποια από τα διηγήματά του και κυρίως στο βιβλίο του "Απρίλης". Το 1964 συνέγραψε για λογαριασμό του Γενικού Επιτελείου Στρατού το χρονικό του πολέμου, το οποίο εκδόθηκε με τον τίτλο "Ελληνική Εποποιία 1940-41".
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα: αρθρογραφούσε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Το Βήμα (φιλολογικός συνεργάτης) και από το 1948 θεατρικός κριτικός. Επίσης υπήρξε και διευθυντής του περιοδικού Εποχές (1963-1967).
Το 1969 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και το 1974 έγινε Ακαδημαϊκός Επίσης τιμήθηκε δύο φορές με το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1938 και 1939), με το κρατικό βραβείο θεάτρου(1957) και πρώτο κρατικό βραβείο της ομάδας των δώδεκα καλύτερων ποιητών και πεζογράφων (1963)].
Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1979 στην Αθήνα.

Πεζογραφικό έργο

Ο Τερζάκης ξεκίνησε τη λογοτεχνική πορεία του κατά τη δεκαετία του 1920 με δύο συλλογές διηγημάτων, Ο ξεχασμένος (1925) και Φθινοπωρινή συμφωνία (1929). Στα έργα αυτά δε φαίνεται τόσο το προσωπικό του ύφος, όσο οι διάφορες λογοτεχνικές επιδράσεις από άλλους συγγραφείς. Κατά τη δεκαετία του 1930 στράφηκε στο μυθιστόρημα, όπως και όλοι οι λογοτέχνες της γενιάς του, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τα διηγήματα.
Τα μυθιστορήματα του Τερζάκη, με εξαίρεση την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ και Το ταξίδι με τον Έσπερο, είναι αστικά μυθιστορήματα που απεικονίζουν την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό όλων είναι το καταθλιπτικό κλίμα, η ασφυκτική ατμόσφαιρα, οι ήρωες-δέσμιοι της οικονομικής στενότητας και των κοινωνικών προκαταλήψεων και η απαισιοδοξία.
Η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημα του Τερζάκη και ένα από τα καλύτερα, ιστορικά και μη, μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Αναφέρεται στην εξέγερση των Ελλήνων και Σλάβων το 1293, που οδήγησε στην κατάληψη του φράγκικου κάστρου της Καλαμάτας και ο κεντρικός άξονας του έργου είναι ο έρωτας ανάμεσα στην Ιζαμπώ, κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, και τον ηγέτη της εξέγερσης Νικηφόρο Σγουρό.
Το 1975 παρουσιάστηκε στην ελληνική κρατική τηλεόραση το μυθιστόρημα του Τερζάκη Μενεξέδενια Πολιτεία. Την τηλεοπτική διασκευή του βιβλίου έκανε ο συγγραφέας Γιάννης Κανδήλας. Στη σειρά πρωταγωνιστούσε ο Θάνος Κωτσόπουλος.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:
18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.
19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).
20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.
Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.
7/1/1941
Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;
19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝ
Πηγή:logomnimon.wordpress.com
 
 
Δίχως Θεό - ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ (απόσπασμα)

― Είμαι ένας δειλός, είπε. Μη με διακόπτεις, έχω ανάγκη από την ειλικρίνεια εκείνη που δεν ξέρει από αισθηματολογίες, τύπους. Τη γοργή και ψυχρή ειλικρίνεια. Παράτησα τη Νίνα (εδώ, στ’ όνομα που είχε να το προφέρει τόσα χρόνια, η φωνή του βράχνιασε) από καθαρή δειλία, μιαν επαίσχυντη λιποταξία απέναντι στη ζωή. Θαρρώ πως την παράτησα γιατί την αγαπούσα. Το καταλαβαίνεις αυτό; Όχι, φυσικά. Είναι από κείνα που δοκιμάζει κανείς μα που δεν τα καταλαβαίνει. Ήθελα να την κάνω ευτυχισμένη, αυτό είναι, ένιωθα την πυρωμένη ανάγκη να της δώσω το μεγαλύτερο ποσοστό ευτυχίας, πλούτο, χαρά, ηδονή, τρέλλα, ό,τι μπορεί να γνωρίσει στον ανώτατο βαθμό ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη. Είταν παράλογο, μαθηματικά αδύνατο. Δεν είν’ έτσι; Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως με τα μέσα μου δε θα μπορούσα ποτέ να κατορθώσω τίποτα, το παραμικρό.
Σφούγγισε με το μαντήλι του το ιδρωμένο μέτωπό του και συνέχισε:

― Έφυγα γιατί καταλάβαινα πως αν μείνω ακόμα λίγο, θα είναι πολύ αργά. Ο έρωτας, άκουσέ με, είναι ένα πάθος εγωιστικό, έχουν άδικο να τον καλλωπίζουν. Θέλεις την ευτυχία του αγαπημένου προσώπου υπό τον όρο πως θα του τη δώσεις εσύ κι’ όχι άλλος. Αν ένας άλλος μπει στη μέση, που έχει ωστόσο περισσότερες πιθανότητες να το κατορθώσει, εσύ δεν αποσύρεσαι, επιμένεις. Γιατί; Γιατί στην ευτυχία του αγαπημένου σου προσώπου δε βλέπεις παρά την πραγμάτωση της δικής σου ευτυχίας, να γιατί. Η φιλοσοφία μου, καθώς βλέπεις, είναι απάνθρωπη, ας με αναθεματίσουν. Ξέρω, ξέρω, η Τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία-ωραία για να ευτυχίσει το αγαπημένο τους πρόσωπο. Φιλολογία αναίσχυντη! Ο έρωτας είναι πάθος, και το πάθος, σαν κάθε φυσική δύναμη, δεν υποχωρεί. Όταν υποχωρήσει, είναι κακό σημάδι, σημαίνει πως το συναίσθημα σταμάτησε μεσοδρομίς, στο βαθμό μιας χλιαρής θερμοκρασίας, και ζητάει ν’ αναισθητήσει με το ναρκωτικό της αυταρέσκειας. Η αυτοθυσία στον έρωτα είναι νοσηρός ναρκισσισμός.

Γέλασε με τρόπο παράδοξο, κοντό και ξερό. Ύστερα το μέτωπό του σκοτείνιασε.

― Έφυγα γιατί αναρωτήθηκα μήπως είμαι προδότης. Δεν ξέρεις τίποτα για τη νύχτα που ακολούθησε την τελευταία, τότε, κουβέντα μας. Μου είχες υποδείξει το χρέος μου να πάρω μιαν απόφαση, να παντρευτώ. Γυρίζοντας σπίτι μου, βρήκα ασυμπλήρωτο ένα άλλο χρέος. Ο Γιατρός – τον θυμάσαι; – ήρθε να μου ζητήσει άσυλο τη νύχτα εκείνη, γιατί τον κυνηγούσαν. Του τόδωσα. Κουβεντιάσαμε μαζί ως τις μικρές εκείνες ώρες, εκείνος κι’ εγώ. Δε μ’ έπεισε, όχι, γιατί τα επιχειρήματά του τα ήξερα. Όμως τρεις ημέρες αργότερα, τον έπιασαν, κι’ αυτό είταν το επιχείρημα που αναζητούσε μάταια εκείνος ολάκερη τη νύχτα που σου λέω, και δεν τόβρισκε. Ήξερα το μέλλον του: Η φυλακή, μια ολάκερη ζωή που τσακίζεται, παραχώνεται, σβήνεται από τον κόσμο. Φυσικά, το είχε προκαταβολικά αποδεχτεί αυτό το μέλλον όταν έμπαινε στον αγώνα, ήξερε πολύ καλά πως μια μέρα, αργά η γρήγορα, αυτό θα γίνει. Κι’ όσο αργότερα τόσο χειρότερα, γιατί το μητρώο του θα είταν πια ασήκωτα βαρύ. Έτσι κι’ έγινε. Τρία μερόνυχτα, αυτά που μεσολάβησαν από την κουβέντα μου μαζί του ίσαμε τη σύλληψή του, δεν είχε βγει από το σπίτι μου. Πάσχιζα να βάλω μια τάξη στο νου μου, να ξεκαθαρίσω τα ελατήριά μου, να ιδώ γιατί είμαι επαναστάτης κι’ όμως όχι αγωνιστής, γιατί έχω πειστεί και δεν προχωρώ στη δράση. Δειλία; Όχι, θαρρώ πως γι’ αυτό δε μπορούσα ποτέ ν’ αμφιβάλλω, ήμουν ο μόνος αρμόδιος να ξέρει πως δεν είμαι δειλός. Ούτε κι’ εκείνοι το πίστευαν, με θεωρούσαν απλώς μιαν ειδική περίπτωση κι’ ας μ’ έλεγαν κατά τα συνηθισμένα «πανικόβλητο μικροαστό», «οππορτουνιστή» και τα παρόμοια. Τότε; Θεωρητικά, ήξερα πολύ καλά γιατί δε μπαίνω στον αγώνα, είχα από καιρό καθορίσει, γι’ ατομική μου πληροφόρηση, τα σημεία της διαφωνίας μου. Είταν αρκετά ώστε να με κρατούν μακριά, ο μαρξισμός είναι ένα σύνολο από συλλογισμούς αλληλένδετους, ατόφιο, αρράγιστο, μονοκόμματο, όπου δε χωρεί συμβιβασμός ή διχογνωμία. Αν ήθελα να εξηγήσω τη στάση μου, τα επιχειρήματα δε θα μου έλειπαν, κάθε άλλο. Όμως τι βγαίνει; Άλλο να πείθεσαι εσύ ο ίδιος κι’ άλλο να πείθεις τους άλλους. Κάθε φορά που ένας τους έπεφτε στα χέρια της εξουσίας, που γονάτιζε καταμεσίς στην πορεία του, εγώ δοκίμαζα έναν εσωτερικό βρόντο. Ναι, έτσι που σου το λέω. Ήξερα πως δεν είμαι προδότης κι’ όμως ένιωθα σαν προδότης. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Λογικά, ούτε κι’ εγώ. Όμως έτσι είναι.

Ο Βαγκλής σώπαινε. Ο Παραδείσης σφούγγισε πάλι το μέτωπό του, όπου είχε δοντιάσει ιδρώτας, από τον εσωτερικό βρασμό. Χαμηλόφωνος, πνιχτός, του ξέφυγε ένας βόγκος.

― Είταν τόσο ασύμμετρο αυτό, μουρμούρισε, τόσο παράτονα αντιφατικό, η απόσταση από τη δική του θέση στη δική μου. Ήμουνα στις παραμονές μιας απόφασης που θα μου εξασφάλιζε την ευτυχία, ρίχνοντας στην αγκαλιά μου, οριστικά, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησα. Εκείνος κρυβόταν, έφευγε κυνηγημένος, ζούσε στη σκιά, κρυφά από τ’ άγιο φως της μέρας, και σε λίγο, σάμπως να μην έφταναν αυτά, θα ’παιρνε το δρόμο της δοκιμασίας. Τι είναι εκείνος και τι εγώ; να τι αναρωτήθηκα. Και πώς μπορεί κ’ οι δυο μας να είμαστε κομμάτια από τον ίδιο πηλό, κάτοικοι του ίδιου πλανήτη, να ταξιδεύουμε μαζί πάνω στο ίδιο τούτο μόριο σκόνης που κυκλοφορεί χαμένο μέσα στο διάστημα; Δεν ξέρω αν μου δόθηκε ποτέ άλλοτε να νιώσω τόσο δυνατά το ακατανόητο, το παράλογο της ανθρώπινης μοίρας. Ή και οι δυο μας δουλεύουμε σε μιαν ανώτερη Πρόνοια, που τα εξηγεί όλα, όμως για τον εαυτό της, εγωιστικά, απάνθρωπα, και μας κρύβει χαιρέκακα το συμπέρασμά της, ή – μιας κι’ αυτό δεν το πιστεύω, ή τουλάχιστον δεν το πίστευα τότε – η θέση μας είναι τόσο εκτεθειμένη, τόσο τραγική, πάνω στ’ ακρωτήρι τούτο των κόσμων, το αφιλόξενο κι’ ανώνυμο, ώστε μονάχα η πιο στενή, η πιο παράφορη, η πιο απελπισμένη αλληλεγγύη να είναι ο κάπως νοητός νόμος μας. Και τότε, πες μου, τι αξία έχουν οι θεωρητικές διχογνωμίες, οι αμφιβολίες, η προσωπική μας κρίση;

Βρισκόταν σε κατάσταση φοβερή, ανάβραζε ολάκερος. Ο Βαγκλής όμως χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι του.

― Δε νομίζεις, είπε, πως αυτός είναι ακριβώς ο δρόμος που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό;

― Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαρειά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου. Μπορούμε να ζήσουμε κι’ έτσι, δίχως την κεκτημένη ταχύτητα που μας οδηγούσε ίσαμε τώρα; Ίσως ναι, δε λέω. Άλλοτε, το πίστεψα φανατικά. Ως τότε όμως, στη μεταβατική τούτη εποχή, δε βρίσκεις πως μπορούν να σημειωθούν πράγματα τερατώδη, πράξεις έσχατης απελπισίας, να βγουν στο φως όντα με όψη ανθρώπινη που δε θα έχουν ωστόσο καμμιά σχέση μαζί μας; Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης… Αχ, όλ’ αυτά μου φάγανε το μυαλό, είπε κι’ έβγαλε πάλι τα γυαλιά του, έτριψε μέσα στα δάχτυλά του το μέτωπό του σαν άνθρωπος ξαφνικά άρρωστος.

Σώπασαν. Το βράδι τους είχε προφτάσει, άναβαν γύρω τα φώτα.
Πηγή:logotexnikesmikrografies.blogspot.com
 

Μυθιστορήματα

  • Δεσμώτες (1932)
  • Η παρακμή των Σκληρών (1933)
  • Η μενεξεδένια πολιτεία (1937)
  • Η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (1945)
  • Ταξίδι με τον Έσπερο (1946)
  • Το λυκόφως των ανθρώπων (δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1947, εκδόθηκε το 1989)
  • Δίχως θεό (1951)
  • Η μυστική ζωή (1957)
  • Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με τους Καραγάτση, Μυριβήλη, Βενέζη), 1958

Ιστορικά

  • Η Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Χρονικό του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41 (ΕΣΤΙΑ, 1964 και 2η έκδοση, Γενικό Επιτελείο Στρατού, 1990)

Συλλογές διηγημάτων

  • Ο ξεχασμένος (1925)
  • Φθινοπωρινή συμφωνία (1929)
  • Του έρωτα και του θανάτου (1943)
  • Απρίλης (1946)
  • Η στοργή [νουβέλα] (1944)

Θεατρικά έργα

  • Αυτοκράτωρ Μιχαήλ (1936)
  • Γαμήλιο Εμβατήριο (1937)
  • Ο σταυρός και το σπαθί (1939)
  • Είλωτες (1939)
  • Ο εξουσιαστής (1942)
  • Το μεγάλο παιχνίδι (1944)
  • Αγνή (1949)
  • Θεοφανώ (1956)
  • Νύχτα στη Μεσόγειο (1957)
  • Τα λύτρα της ευτυχίας (1959)
  • Θωμάς ο δίψυχος (1962)
  • Ο πρόγονος (1970)

Δοκίμια

  • Προσανατολισμός στον Αιώνα (1963)
  • Το Μυστικό του Ιάγου (1964)
  • Αφιέρωμα στην Τραγική Μούσα (1970)
  • Οι Απόγονοι του Κάιν (1972)
  • Ποντοπόροι (1975)
  • Οδοιπόροι μιας Εποχής (1980)
  • Ένας Μεταβαλλόμενος Άνθρωπος (1983)
  • Για μια Δικαίωση του Ανθρώπου (1987)

Μεταφράσεις

  • Αντιγόνη του Σοφοκλή (1976)
  • Οιδίπους Τύραννω του Σοφοκλή (1977)
  • Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή (1978)
  • Ηλέκτρα του Σοφοκλή (1979)
  • Φιλοκτήτης του Σοφοκλή (1980)
  • Ιφιγένεια εί εν Ταύροις του Ευριπίδη (1981)
  • Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη (1982)
  • Μήδεια του Ευριπίδη (1983)
  • Ικέτιδες του Ευριπίδη (1984)
  • Βάκχαι του Ευριπίδη (1984)
  • Ορέστης του Ευριπίδη (1985)
  • Ανδρομάχη του Ευριπίδη (1985)
  • Ιππόλυτος του Ευριπίδη (1986)
  • Ηρακλείδες του Ευριπίδη (1988)
  • Τρωάδες του Ευριπίδη χορική τραγωδία αφιερωμένη στον πελοποννησιακό πόλεμο και κυρίως
στον παραλογισμό του(1989)
  • Νωρίς Θριαμβευτική του Άικεν Κόνραντ (1971)
  • Ο Νέγρος του Νάρκισσου του Τζόζεφ Κόνραντ (1973)
  • Ο Καθένας με τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον(1974)
  • Ο Καθένας έξω από τον Χαρακτήρα του του Μπεν Τζόνσον (1976)
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...