Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Τάσος Λειβαδίτης, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ποιητές...

"Ο ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι
όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια..."






Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα.

Ερωτικό γράμμα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Μη χάνεις το θάρρος σου
εμείς πάντα το ξέραμε
πως δε χωράει
μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο μας όνειρο.

Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι σκοτωμένοι.

Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου
που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου
φλογερά και μεγάλα
σαν δυο νύχτες έρωτα
μέσα στον άγριο πόλεμο.


Βίος
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
«Γι’ αυτό σου λέω.
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.
»
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980(με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».


Δρόμοι που χάθηκα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π’ αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει.


Επί  πλέον δράση
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).

Γερνάς και σκοτεινιάζει
Μουσική: Μάνος Λοίζος

Ήταν ατέλειωτη η μέρα
κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά
μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα
τους άντρες παίζαμε κρυφά.

Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
γερνάς και σκοτεινιάζει.

Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι
πέτρες στην τσέπη της ποδιάς
μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι
για να σε κάνει να πονάς.

Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Βρέχει στην φτωχογειτονιά
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου

Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες


Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.

Σαββατόβραδο
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Μοσχοβολούν οι γειτονιές 
βασιλικό κι ασβέστη, 
παίζουν τον έρωτα κρυφά 
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη, 
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο 
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, 
από Δευτέρα πάλι 
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να `ταν η ζωή μας 
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να `ρχονταν 
μια Κυριακή το βράδυ. 

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε 
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες, 
με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό. 

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο 
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο, 


Τιμήσεις και διακρίσεις
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

Πήρα τους δρόμους
Να `χα δυο χέρια, δυο σπαθιά
να σε σκεπάσω αγάπη μου
να μη σ’ αγγίζει ο πόνος.
Να `μουν αητός, να `χα φτερά
για να σε πάρω μακριά
να μη σε βρίσκει ο χρόνος.

Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει, 
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.

Πήρα τους δρόμους τ’ ουρανού
τα σύννεφα κυνήγησα
μίλησα με τ’ αστέρια.
Έψαξα νότο και βοριά
για να σου φέρω τη χαρά
μα έμεινα μ’ άδεια χέρια.

Έφυγ’ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει, 
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.
Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».

Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

V

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

IV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

Σὲ περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…


Από http://users.uoa.gr/

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Ελευσίνια Μυστήρια

 Τα Ελευσίνια ήταν γιορτή και μυστηριακή τελετή που πραγματοποιούνταν στην Ελευσίνα της Αττικής προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και τηςΠερσεφόνης. Κατά κοινή παραδοχή, επρόκειτο για την ιερότερη και πιο σεβαστή τελετή από όλες τις γιορτές της αρχαίας Ελλάδας: έχοντας ξεκινήσει από τη Σαμοθράκη και τα Καβείρια Μυστήρια μεταφέρθηκαν στην Ελευσίνα από Θράκες αποίκους. Άρχισαν να αποκτούν μεγάλη φήμη κατά τον καιρό του Πεισίστρατου και έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους κατά το χρυσό Αιώνα του Περικλή.

Ο Εφιάλτης της Περσεφόνης - The nightmare of Persephone
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Ίδρυση των Μυστηρίων

Σε ό,τι αφορά την προέλευση των Μυστηρίων, στα σχετικά κείμενα των αρχαίων συγγραφέων ως συνήθως αναμιγνύονται μυθικά και ιστορικά στοιχεία πάνω στα οποία δεν μπορεί να βασιστεί κάποια ακριβής χρονολόγηση. Κατά τη μυθολογία, ιδρυτής τους θεωρούνταν ο Εύμολπος ή ο Μουσαίος, ο οποίος θεωρούνταν γιος του Ορφέα και τελετάρχης στα Μυστήρια. Θεωρίες επίσης υποστηρίζουν ότι ιδρυτής τους ήταν ο Ερεχθέας, που εισήγαγε την τελετή από την Αίγυπτο (Πωλ Φουκάρ (Paul Foucart)), ή ακόμα και η ίδια η Δήμητρα, η οποία έφτασε στην Ελευσίνα ψάχνοντας για την Περσεφόνη και πρόσφερε σιτηρά στους κατοίκους, εγκαινιάζοντας τις τελετές και ταμυστήρια. Μάλιστα, λέγεται ότι κοντά στην Καλλίχορο πηγή στην Ελευσίνα βρισκόταν ένας βράχος, η Αγέλαστος Πέτρα, στον οποίο κάθισε να ξεκουραστεί η Δήμητρα, και αργότερα γύρω από αυτόν οι γυναίκες της Ελευσίνας έψαλλαν ύμνους προς τη θεά.
Στη σφαίρα της μυθολογίας ανήκει και η διήγηση του Παυσανία για τις αρχές των Μυστηρίων. Σύμφωνα με αυτή, κατά τη βασιλεία του Ερεχθέα ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Ελευσινίων, μετά το τέλος του οποίου και την ήττα των τελευταίων, η Ελευσίνα έγινε ένας από τους δήμους της Αττικής και αναγνωρίστηκε η κυριαρχία των Αθηναίων στα πάντα εκτός από τις Τελετές, τις οποίες επιθυμούσαν να διατηρήσουν να διεξάγουν οι Ελευσίνιοι. Συνεπώς, κατά τον μύθο το ιερατείο το υπεύθυνο για την τελετή αποτελείτο από τους απογόνους του Ευμόλπου, τους Ευμολπίδες, τις κόρες του βασιλιά Κελεού και από το ιερατικό γένος των Κηρύκων, οι οποίοι απέδιδαν την καταγωγή τους στον Ερμήκαι την Άγλαυρο. Από τους Ευμολπίδες προερχόταν ο Ιεροφάντης των Μυστηρίων, ενώ από τους Κήρυκες ο Δαδούχος.
Αν και θεωρείται σίγουρο ότι στην προϊστορία θα υπήρχαν λατρείες και τελετές που σχετίζονται με τη γεωργία, τη φύση και την εναλλαγή των εποχών, τα υπάρχοντα αρχαιολογικά ευρήματα δεν επαρκούν ώστε με βεβαιότητα να τοποθετηθεί η απαρχή των Μυστηρίων σε προϊστορική περίοδο. Οι πρώτες συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές άρχισαν στην Ελευσίνα το 1882 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και σταδιακά απεκάλυψαν τα κτίρια που σχετίζονται με τη λατρεία. Οι αρχαιότερες κατασκευές οι οποίες με βεβαιότητα μπορούν να συνδεθούν με τα Μυστήρια ανάγονται στον 8ο πΧ αιώνα. Όμως κάτω από τα ερείπια του Τελεστηρίου κατά τη δεκαετία του 1930 βρέθηκαν τοίχοι και τμήματα άλλου κτιρίου που ανάγεται στην Ύστερη Περίοδο του Χαλκού (1550-1100 πΧ). Το κτίριο αυτό ονομάστηκε από τους αρχαιολόγους "Μέγαρο Β" και διατυπώθηκαν διαφορετικές θεωρίες για το ποια ήταν η χρήση του. Αρχαιολόγοι όπως οι Γ. Μυλωνάς και Ι. Τραυλός θεώρησαν ότι ήταν χώρος λατρείας (cult) της Δήμητρας και ότι έτσι υπήρχε συνέχεια της λατρείας από την μυκηναϊκή μέχρι την ιστορική περίοδο. Από τη δεκαετία του 1980 αμφισβητήθηκε η λατρευτική χρήση του κτίσματος και θεωρήθηκε ότι μπορεί να ήταν χώρος κατοικίας. Ο αρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος (2003) υποστηρίζει ότι το κτίριο μπορεί να χρησίμευε και για τους δύο σκοπούς, δηλ. ως κατοικία κάποιας επιφανούς οικογενείας και για την οικιακή λατρεία της Θεάς.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα σε συνδυασμό με τις αναφορές του Θουκυδίδη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα Μυστήρια (και η ίδια η Ελευσίνα) ήταν υπό τον έλεγχο των Αθηνών από πολύ ενωρίς, πιθανώς από τις αρχές του 7ου π.Χ. αι.
Κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής ηγεμονίας, τα Mυστήρια διακρίνονταν σε Μεγάλα και Μικρά. Τα Μεγάλα γιορτάζονταν στην Αθήνα και στην Ελευσίνα, ενώ τα Μικρά στην Άγρα, προάστιο των Αθηνών, κοντά στον Αρδηττό στις όχθες του ποταμού Ιλισού.

Μικρά Ελευσίνια

Τα Μικρά Ελευσίνια αποτελούσαν "προετοιμασία" για τα Μεγάλα Μυστήρια. Πραγματοποιούνταν κατά το μήνα Ανθεστηριώνα και ήταν προς τιμήν της Περσεφόνης. Ονεοπλατωνιστής Thomas Taylor, στο βιβλίο του "Ελευσίνια και Βακχικά Mυστήρια", αναφέρει πως "τα Κατώτερα Μυστήρια δημιουργήθηκαν για να σημάνουν με αποκρυφιστικό τρόπο την κατάσταση της μη εξαγνισμένης ψυχής που έχει ενδυθεί το γήινο σώμα της και έχει περιβληθεί την υλική φύση."
Ενώ αρχικά απαγορευόταν η συμμετοχή στους μη Αθηναίους, αργότερα αναφέρεται από τον Ηρόδοτο πως όλοι οι Έλληνες μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μύηση, ενώ αλλού αναφέρεται ότι απαγορευόταν στους εγκληματίες, τους βαρβάρους, τους μάγους και τους άθεους.
Οι μύσται, όπως λέγονταν, γίνονταν δεκτοί στα Μεγάλα Μυστήρια τουλάχιστον ένα χρόνο μετά την αρχική τους μύηση. Οι τελετές του πρώτου σταδίου μύησης περιλάμβαναν τη θυσία ενός χοίρου στο λιμένα του Κανθάρου, θυσία κοινή με τα Θεσμοφόρια, πάλι προς τιμήν της Δήμητρας, και τον εξαγνισμό από έναν ιερέα με το όνομα Υδρανός. Οι μύστες έπρεπε επίσης να πάρουν όρκο εχεμύθειας από το μυσταγωγό. Δέχονταν κάποια διδασκαλία, που τους επέτρεπε αργότερα να αντιληφθούν τα μυστήρια στα Μεγάλα Ελευσίνια.


Μεγάλα Ελευσίνια

Τα Μεγάλα Ελευσίνια εορτάζονταν κατά τη 15η ημέρα του μήνα Βοηδρομιώνα και κρατούσαν εννέα ημέρες. Οι συμμετέχοντες αποκαλούνταν επόπται ή έφυροι. Την προηγουμένη της γιορτής, οι έφηβοι της πόλης υποδέχονταν τα Ιερά Αντικείμενα, τα οποία δε φανερώνονταν σε κανέναν παρά μόνο από τους Ιεροφάντες στους Μύστες, από την Ελευσίνα στο Ελευσίνιον, ιερό στη βάση της Ακρόπολης.
  • Την πρώτη ημέρα, όσοι είχαν μυηθεί στα Μικρά Ελευσίνια συγκεντρώνονταν στην Ποικίλη Στοά της Αρχαίας Αγοράς μετά από πρόσκληση των ιερέων, εξ ου και η ημέρα ονομαζόταν αγυρμός και πρόρρησις. Η συμμετοχή στη γιορτή δεν προϋπέθετε τη μύηση, γι' αυτό και η γιορτή προσείλκυε ανθρώπους από ολόκληρη την Ελλάδα που συνέρρεαν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τα δρώμενα.
  • Η δεύτερη ημέρα, που ήταν αφιερωμένη σε καθαρμούς, ονομαζόταν Άλαδε Μύσται, μάλλον από τη φράση με την οποία καλούνταν οι συμμετέχοντες. Οι μύστες πορεύονταν σε πομπή προς τη θάλασσα, όπου περνούσαν από εξαγνισμό. Τελούνταν υπό την προεδρία του Βασιλέως, ενός των αρχόντων της αρχαίας Αθήνας και τεσσάρων άλλων που εκλέγονταν από τον δήμο των Αθηναίων. Η διαδικασία προσομοιάζει αρκετά με τη σύγχρονη χριστιανική τελετή των Θεοφανείων.
  • Για την τρίτη ημέρα λίγα είναι γνωστά. Από τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας μαθαίνουμε ότι ήταν ημέρα νηστείας κι ότι το απόγευμα λάμβανε χώρα γεύμα από άρτους φτιαγμένους από μέλι και σουσάμι. Δεν είναι σίγουρο αν υπήρχαν θυσίες ή όχι, πάντως υπήρχαν προσφορές ψαριών [12] και άρτων από κριθάρι που φύτρωνε στο Ράριο Πεδίο, οι οποίες γίνονταν στο όνομα της Άχθειας Δήμητρας. Ωστόσο, αυτή η προσφορά ίσως γινόταν παράλληλα με την καλάθο κάθοδον, κατά την οποία μεταφερόταν από βόδια ένα καλάθι γεμάτο παπαρούνες καιρόδια, που σχετίζονταν με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη αντίστοιχα.
  • Η τέταρτη ημέρα, που αποκαλούνταν Επιδαύρια, ήταν πρόσθετη για όσους είχαν προσέλθει καθυστερημένα. Λέγεται ότι προστέθηκε στον αρχικό αριθμό των ημερών, όταν ο Ασκληπιός ήρθε να πάρει μέρος στη μύηση από την Επίδαυρο, αλλά καθυστέρησε μια μέρα και οι Αθηναίοι πρόσθεσαν άλλη μια μέρα στη γιορτή για να μην τον δυσαρεστήσουν.
  • Την πέμπτη ημέρα, που αποκαλούνταν η των λαμπάδων ημέρα, οι μύστες με επικεφαλής τον δαδούχο κατευθύνονταν με πυρσούς στο ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, όπου και παρέμεναν για όλη τη νύχτα. Η πομπή αυτή συμβόλιζε την περιπλάνηση της θεάς για να βρει την κόρη της.
  • Την έκτη ημέρα, που ονομάζεται Ίακχον και θεωρείται η ιερότερη, το άγαλμα του Ίακχου, γιου της Περσεφόνης και του Χθόνιου Δία, στολισμένο με μυρτιές και με ένα δαυλό στο χέρι του, μεταφερόταν από το ναό του Ίακχου με φωνές και τραγούδια κατά μήκος της Ιεράς Οδού, που συνέδεε τον Κεραμεικό με το Θριάσιο Πεδίο. Κατά την πορεία αυτή ακούγονταν κατά το έθιμο οι «γεφυρισμοί», χοντροκομμένα αστεία, στη γέφυρα του Κηφισού. Τα σκώμματα αυτά ήταν συμβολικά και αναφέρονταν στην Ιάμβη της Ελευσίνας, η οποία με τα αστεία της κατάφερε να κάνει τη Δήμητρα να γελάσει, όταν θλιμμένη έψαχνε την κόρη της. Την πομπή ακολουθούσε μεγάλο πλήθος συμμετεχόντων και θεατών, το οποίο, κατά τον Ηρόδοτο, έφτανε τους 30.000 κατά μήκος της Ιεράς Οδού.
Τη νύχτα, οι μύστες παρέμεναν στην Ελευσίνα, ενώ οι υπόλοιποι, επισκέπτες και αμύητοι, διώχνονταν από έναν κήρυκα. Πιστεύεται ότι οι μύστες έπιναν τον κυκεώνα στο αποκορύφωμα των Μυστηρίων για να σπάσουν την ιερή αποχή από το φαγητό και το ποτό, ο οποίος αποτελούνταν κυρίως από νερό, κριθάρι και βότανα. Επαναλάμβαναν τον όρο εχεμύθειας των Μικρών Ελευσινίων, περνούσαν από νέο εξαγνισμό και οδηγούνταν από το μυσταγωγό στο Τελεστήριον. Φαίνεται πως η τελετή χωριζόταν σε τρία τμήματα: ταδρώμενα, κατά τα οποία γινόταν αναπαράσταση της ιστορίας της Δήμητρας και της Περσεφόνης, καθώς και της αρπαγής της τελευταίας από τον Άδη και της περιπλάνησης της μητέρας της για να τη βρει, τα δεικνύμενα, όπου ο Ιεροφάντης έμπαινε στο Ιερό και έβγαινε λίγο αργότερα με τα Ιερά αντικείμενα των δυο θεοτήτων, τα οποία πρόβαλλε στους μυημένους, και τα λεγόμενα, συμβολικές φράσεις των μυστών. Ακολουθούσε ο ύψιστος βαθμός μύησης με την ονομασία εποπτεία. Κεντρικό σύμβολο της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο φυλασσόταν στο άδυτο του Τελεστηρίου και αφού θεριζόταν τελετουργικά από τον ιεροφάντη, επιδεικνυόταν στους πιστούς ως σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της Μητέρας Γης.
Οι αρχαίοι συγγραφείς αποφεύγουν να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες για το σημείο αυτό, καθώς όποιος συμμετείχε στα Μυστήρια και αποκάλυπτε κάτι από την τελετή τιμωρούνταν με θάνατο.
Κατά την έβδομη και όγδοη ημέρα, οι μυημένοι επέστρεφαν στην Αθήνα. Η ένατη και τελευταία ημέρα ονομαζόταν πλημοχόαι, που ήταν ένα είδος αγγείου. Δυο τέτοια αγγεία γεμίζονταν με νερό ή κρασί από τους μύστες, τα ανύψωναν και έπειτα προσέφεραν χοές προς την ανατολή και τη δύση προφέροντας μυστικές φράσεις.

Ελευσίνια σε άλλες περιοχές

Τα Ελευσίνια εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Από την Αθήνα εισήχθη η εορτή τους στην Έφεσο, η Κρήτη είχε τη δική της γιορτή των Ελευσινίων, ενώ στη Λακωνία εορτάζονταν μόνο από τους κατοίκους μιας πόλης, οι οποίοι μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα της Περσεφόνης στο Ελευσίνιον, πάνω στον Ταΰγετο.

Τέλος των Ελευσινίων

Τα Ελευσίνια Μυστήρια επιβίωσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 170, οι Σαρμάτες κατέστρεψαν το Ναό της Δήμητρας, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α' προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου Α'. Ο Αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 διέταξε το κλείσιμο όλων των αρχαίων ιερών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των οπαδών της παλαιάς θρησκείας στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική θρησκεία. Τα τελευταία απομεινάρια των Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396, όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος, συνοδευόμενος από Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσε όλο το ιερατείο. Το τέλος των Ελευσινίων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων φαίνεται από τις πηγές να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος "ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα".

Σημασία των Ελευσινίων Μυστηρίων

Nam mihi cum multa eximia divinaque videntur Athenae tuae peperisse atque in vitam hominum attulisse, tum nihil meilus illis mysteriis, quibus ex agresti immanique vita exculti ad humanitatem et mitigati sumus, initiaque ut appellantur ita re vera principia vitae cognovimus, neque solum cum laetitia vivendi rationem accepimus, sed etiam cum spe meliore moriendi.

Γιατί ανάμεσα στους εξαίρετους και πράγματι θεϊκούς θεσμούς που η Αθήνα σας έχει γεννήσει και φέρει στην ανθρωπότητα, καμία, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλύτερη από αυτά τα Μυστήρια. Γιατί μέσω αυτών αποβάλαμε το βάρβαρο και άγριο τρόπο ζωής και μορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε. Και "μύησις" καθώς αποκαλείται, πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι, αλλά και να πεθαίνουμε με μια καλύτερη ελπίδα.
— Κικέρων, Περί νόμων, Βιβλίο Β',36
Η μύηση αποσκοπούσε στη συμφιλίωση με το θάνατο και την προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής και γι' αυτό το λόγο είχε μεγάλη απήχηση την εποχή εκείνη. Η πεποίθηση αυτή αντανακλάται και στον ομηρικό ύμνο προς τη θεά Δήμητρα.
Η ουσία των Ελευσίνιων μυστηρίων παραμένει κάτι το άγνωστο. Ακόμα και για τα Ιερά Αντικείμενα που έφερε ο Ιεροφάντης ενώπιον των μυημένων στο αποκορύφωμα της τελετής δεν είναι γνωστή η φύση τους: εικάζεται πως ήταν αρχαϊκά αγαλματίδια και σύμβολα πιθανότατα της Δήμητρας και της Κόρης. Η μυστικότητα που επιβαλλόταν μεταξύ των μυημένων στηρίζεται σε βάσεις θρησκευτικές και πολιτικές. Στον Ομηρικό Ύμνο αναφέρεται πως "τα μυστήρια που έδειξε η Δήμητρα δεν πρέπει ούτε να παραμελούνται ούτε να ερευνούνται ούτε να κοινολογούνται", ενώ από την πολιτεία επιβαλλόταν η θανατική ποινή σε όποιον αθετούσε τον όρκο των μυστών. Πιο συγκεκριμένα, ο Διαγόρας ο Μήλιος επικηρύχθηκε από τους Αθηναίους για δύο τάλαντα για την σύλληψη του και για ένα τάλαντο για τον θάνατο του, με την κατηγορία του ότι διακωμώδησε τα ιερά μυστήρια. ΟΑλκιβιάδης με την ίδια κατηγορία καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε ότι σε κάποιες τραγωδίες του προέβη σε αποκάλυψη μέρους Μυστηρίων, αλλά τελικά απαλλάχτηκε, ενώ ο ρήτορας Ανδοκίδης μόλις διέφυγε την ποινή του θανάτου. Κανείς, επίσης, όσο διαρκούσε η γιορτή, δεν μπορούσε να συλληφθεί για καμιά κατηγορία. Ο Λυκούργος εισήγαγε νόμο να μη χρησιμοποιούνται πολυτελή άρματα κατά την πομπή προς την Ελευσίνα, καθώς θεωρούνταν από κάποιους πρόκληση για το δημοκρατικό πολίτευμα της πόλεως.
Όσον αφορά την πραγματική φύση των γεγονότων των Ελευσινίων, υπάρχουν δυο διαφορετικές θεωρίες. Ενώ κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι ιερείς παρουσίαζαν τη μεταθανάτια ζωή μέσω διαφόρων ιερών αντικειμένων και της έντονης εναλλαγής φωτός και σκοταδιού, άλλοι θεωρούν ότι η ισχύς και η "μακροζωία" των Ελευσινίων οφείλεται στο ότι η εμπειρία για κάθε μυημένο ήταν εσωτερική και προκαλούνταν ίσως από κάποια ψυχοενεργή ουσία που περιείχε ο κυκεών
Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, επίσης, για το αν κατά την τελετή στο ιερό της Ελευσίνας τελούνταν ιερός γάμος. Υπάρχουν κάποιες αναφορές για τη συνεύρεση θεοτήτων ή τη συμβολική ένωση του Ιεροφάντη και της πρωθιέρειας των Μυστηρίων, ως αναπαράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη ή της ένωσης του Δία με τη Δήμητρα. Η τελετή έληγε με τη συμβολική γέννηση ή αναγέννηση ενός αγοριού, ίσως του Ίακχου, του Πλούτου, γιου της Δήμητρας και του Ιασίωνα, ή του Διόνυσου-Ζαγρέα, που κατά τους Ορφικούς ήταν γιος της Περσεφόνης και του Δία. Ο ιεροφάντης έρχονταν μπροστά στους μύστες και αναφωνούσε: "Ιερον ετεκε ποτνια κουρον, Βριμω Βριμων". Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές ίσως προέρχονται από τη σύγχυση των αρχαίων συγγραφέων ανάμεσα στη λατρεία των Ορφικών, φρυγικών θεοτήτων και ντόπιων ελληνικών θεών, χαρακτηριστικό δείγμα θεοκρασίας.

Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Διδώ Σωτηρίου,η μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος


"Δεν είδα γύρω μου
να σέβεται κανείς τον άνθρωπο.
Είδα να σέβονται τον πλούτο, τη δύναμη, την εξουσία,
τη μοχθηρία, την ατιμία"











Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο12 Απριλίου 1909-Αθήνα23 Σεπτεμβρίου 2004) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα.

Βιογραφικά στοιχεία
Μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά, γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας και το 1909 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώκαι Αντρέ Ζιντ. Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941-1944) έλαβε ενεργό μέλος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες τον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα». Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959.
Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε 250.000 περίπου αντίτυπα. Συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της.
Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ ή λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
Από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 Ματωμένα χώματα (απόσπασμα)

Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
Δε θυμούμαι να μού 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
-Σαλεύει! Είναι ζωντανό!
Μαζεύτηκαν τα αδέλφια  μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του, ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι νάχει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:
-Για εσείς ! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε - πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένε μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
-Να, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρέ, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;
Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστικα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Που να 'ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα…
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.
Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.
Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονέ μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματαΜυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2003 (80η έκδ.), σ. 11-16]

Οι νεκροί περιμένουν (απόσπασμα)

        Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ' το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν νά 'μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν' ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
        -Απ' τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
        -Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
        -Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
        -Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να 'ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
        Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
        Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ' άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
        Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ' την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ' το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
        Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
        Τρέμαν ακόμα απ' το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ' το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ' αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….
        Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ' αλάτι.
        Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
        Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1979 (7η έκδ.), σ. 132-134]

Σάββατο 8 Αυγούστου 2015

Ζώρζ Σαρή, η ηθοποιός και η αγαπημένη συγγραφέας ...!


Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!


Ζωρζ Σαρή,  μια σπουδαία γυναίκα και μια σημαντική προσωπικότητα της Ελληνικής λογοτεχνίας...

Η Ζωρζ Σαρή (Αθήνα, 23 Μαΐου 1925 - ίδια πόλη, 9 Ιουνίου 2012) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και συγγραφέας, κυρίως παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας.
 
Η Γεωργία Σαριβαξεβάνη Καρακώστα (πραγματικό όνομα της Ζωρζ Σαρή) γεννήθηκε στις 23 Μαΐου του 1925 στην Αθήνα. Η μητέρα της ήταν Γαλλίδα από τη Σενεγάλη και ο πατέρας της από το Αϊβαλί. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Ελλάδα, όπου τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Πριν ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές της, άρχισε ο πόλεμος του 1940.
Στη διάρκεια του πολέμου η Ζωρζ Σαρή συμμετείχε στην Αντίσταση και στην ΕΠΟΝ. Περιγράφοντας εκείνα τα χρόνια η ίδια λέει: «Τα χρόνια της Κατοχής ήταν χρόνια χαράς και ελευθερίας». «Από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Και αυτό γιατί διαλέξαμε το δρόμο της ζωής και ας υπήρχε θάνατος μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση».
Άρχισε από πολύ μικρή να ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο τον Βασίλη Ρώτα. Μεγαλύτερη, στα χρόνια της Κατοχής, και αφού τελείωσε το σχολείο, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Τα χρόνια εκείνα απέκτησε πολλές εμπειρίες, οι οποίες αποτέλεσαν αργότερα βασικό θέμα ορισμένων βιβλίων της αλλά και συνεισέφεραν στην σταδιοδρομία της ως ηθοποιού του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
Το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαδέχθηκε ο Εμφύλιος, κατά τη διάρκεια του οποίου η Ζωρζ Σαρή πληγώθηκε στο χέρι και στο πόδι από οβίδα και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα». Αργότερα, το 1947, αναγκάστηκε να φύγει εξόριστη για το Παρίσι. Εκεί δούλεψε σε διάφορες δουλειές, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στη σχολή υποκριτικής του Σαρλ Ντιλέν. Στο Παρίσι γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Κώστας Αξελός, η Μελίνα Μερκούρη, ο Άδωνις Κύρου, ο Μαρσέλ Μαρσώ και πολλοί άλλοι. Εκείνα τα χρόνια συνάντησε και τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μαρσέλ Καρακώστα, με τον οποίο παντρεύτηκε και έκαναν δύο παιδιά.
Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο δίπλα σε γνωστά ονόματα ηθοποιών. Η περίοδος αυτή διήρκησε μέχρι την εποχή της Δικτατορίας, όταν η Ζωρζ Σαρή και ορισμένοι φίλοι της ηθοποιοί αποφάσισαν να κάνουν παθητική αντίσταση και να μην ξαναπαίξουν στο θέατρο. «Δε φανταζόμασταν ότι θα κρατούσε τόσα χρόνια η Δικτατορία... Λέγαμε επτά μήνες, όχι επτά χρόνια!». Το καλοκαίρι εκείνο, στερημένη από κάποια μορφή έκφρασης, άρχισε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα. Ο Θησαυρός της Βαγίας ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά που είχε γύρω της, όπως ομολογεί και η ίδια. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1969 και είχε μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση.
Το γεγονός αυτό στάθηκε καθοριστικό για τη Ζωρζ Σαρή, αφού από τότε αποφάσισε να στραφεί στο γράψιμο. Την προσωπική αυτή επιλογή δικαιολογεί η ίδια σε μια συνέντευξή της: «Στο γράψιμο βρήκα ό,τι δεν μπορούσα να βρω στο θέατρο, ίσως γιατί δεν ήμουν πρωταγωνίστρια και ίσως γιατί δεν ήμουν σε θέση να διαλέξω τους ρόλους που ο θιασάρχης ή ο σκηνοθέτης διάλεγαν για μένα. Τώρα φέρω ακέραιη την ευθύνη των βιβλίων μου. Κάνω αυτό που θέλω, αυτό που μπορώ».
Ωστόσο, η Ζωρζ Σαρή δεν έμεινε μόνο στη συγγραφή βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να διαδώσει το παιδικό βιβλίο και να κρατήσει ζωντανή και άμεση επαφή με το κοινό της. Έτσι, άρχισε να πηγαίνει σε σχολεία σε όλη την Ελλάδα και να κάνει ομιλίες. Κατά καιρούς, μέσα από κάποια άρθρα της και με τη συμμετοχή της σε λογοτεχνικές συζητήσεις, έλαβε ενεργό μέρος σε θέματα που αφορούσαν την παιδική λογοτεχνία, όπως τα κόμικς, η θεματολογία του παιδικού βιβλίου και η θέση της γυναίκας σε αυτό.
Συναρπαστικό είναι πως πολλά απο τα βιβλία της αφορούν και απο ένα διαφορετικό μέρος της ζωής της. Η φιλία της με την Άλκη Ζέη οδήγησε στην απο κοινού συγγραφή του βιβλίου Ε.Π.

Το έργο της Ζωρζ Σαρή

Η Ζωρζ Σαρή, από το 1969 που πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το Θησαυρό της Βαγίας μέχρι σήμερα, έχει γράψει είκοσι μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα θεατρικά παιδικά έργα και εννιά βιβλία για μικρά παιδιά. Επίσης, στο ενεργητικό της έχει δεκατέσσερις μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά. Όλα τα βιβλία της έχουν κάνει αρκετές επανεκδόσεις και μερικά από αυτά έχουν βραβευτεί. Το 1994 η Νινέτ βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, καθώς επίσης και από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (το βραβείο μοιράστηκε με τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου). Αργότερα, το 1999 ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου τής έδωσε ακόμη ένα βραβείο για το Χορό της ζωής. Το 1988 Τα Χέγια προτάθηκαν για το βραβείο Άντερσεν.
Πολυγραφότατη και πολυδιαβασμένη, ξεχωρίζει για τα θέματα που επιλέγει, για τους ανθρώπινους ήρωές της, που ζουν καθημερινά και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ζωής, για το απλό της ύφος, την απομάκρυνσή της από απλές και κλασικές αφηγηματικές τεχνικές, για την άμεση και μη διδακτική προσέγγιση και παρουσίαση του παιδιού μέσα από τα έργα της[και για τη σφαιρική της όραση γύρω από το σύγχρονο παιδί. Αυτό που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου της είναι το βιωματικό γράψιμο και η ανάγκη της να εκφραστεί μέσα από αυτό. Μια ανάγκη που, όπως η ίδια ομολογεί, βοηθά τον συγγραφέα να σώσει τον εαυτό του: «Οι συγγραφείς γράφουν πριν απ’ όλα για τον εαυτό τους, για να εκφραστούν οι ίδιοι πριν απ’ όλα, για να σωθούν». Με το συγκεκριμένο τρόπο η Ζωρζ Σαρή μπορεί να «ζει» σε διαφορετικές καταστάσεις και εποχές και να τις αναπλάθει με μεγάλη πειστικότητα. Τα έργα της αποκτούν ζωντάνια και ρεαλιστική υπόσταση, ενώ οι αναγνώστες της «νιώθουν» ως δικό τους βίωμα αυτό που η συγγραφέας τούς έχει τόσο πειστικά μεταφέρει.
Το βιωματικό γράψιμο, ωστόσο, το οποίο έχει και η ίδια πολλές φορές παραδεχτεί, δεν αποκλείει τη δημιουργική φαντασία και τα μυθοπλαστικά στοιχεία, τα οποία ενυπάρχουν σε όλα τα έργα της. Στα βιβλία της «πλέκεται ο μύθος με την ιστορία» και έτσι χτίζεται το μυθ-ιστόρημα. Ο πυρήνας των έργων της μπορεί να είναι βιωματικός και να αγγίζει την πραγματικότητα, αλλά η ανάπτυξη της πλοκής τους εμπεριέχει πολλά φανταστικά στοιχεία.
Το 1994 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το μυθιστόρημα Νινέτ. Το 1995 και το 1999 βραβεύτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 1988 προτάθηκε για το βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ως ηθοποιός έχει βραβευτεί το 1960 με το βραβείο Β' Γυναικείου ρόλου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης..Ήταν επίτιμο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων από το 1972 μέχρι και τον θάνατό της. Πέθανε στις 9 Ιουνίου του 2012 σε ηλικία 87 ετών και στις 12 του ίδιου μήνα κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.

Θεματολογία και κριτική των μυθιστορημάτων παιδικής-εφηβικής λογοτεχνίας της Ζωρζ Σαρή

Ιστορικό-πολιτικό μυθιστόρημα

Τα έργα της Ζωρζ Σαρή αποτέλεσαν σταθμό για τη σύγχρονη παιδική και νεανική λογοτεχνία, καθώς συνέβαλαν στη μεταστροφή της τη δεκαετία του 1970. Η Σαρή, σύμφωνα με την Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, άρχισε να εισάγει στα βιβλία της την πολιτική σκέψη, που παύει να αποτελεί πια προνόμιο μόνο των μεγάλων. Με τα βιβλία της Όταν ο ήλιος…(1971), Κόκκινη κλωστή δεμένη…(1974), Τα γενέθλια (1977), Οι νικητές (1983), Τα χέγια (1987) εισάγει στο χώρο του παιδικού βιβλίου ιστορικά και πολιτικά γεγονότα για τα οποία κανείς δεν είχε μιλήσει μέχρι τότε. Για να το πετύχει αυτό, επιστρατεύει τα προσωπικά της βιώματα και με το εύρημα της πανταχού παρούσας πρωταγωνίστριάς της (η οποία είναι ο εαυτός της) μιλάει για το ιστορικό παρελθόν της χώρας της. Για αυτήν τη συμβολή της στη «στροφή» της παιδικής λογοτεχνίας η Ζωρζ Σαρή δέχτηκε όχι μόνο θετικές, αλλά και αρνητικές κριτικές. Οι ισχυρισμοί ότι μυθιστορήματα που αναφέρονται στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν (π.χ. Τα γενέθλια, Τα χέγια, Οι νικητές), χωρίς να διατηρούν την απαιτούμενη απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και στο θέμα, δεν είναι ιστορικά αλλά απλώς μαρτυρίες, όπως υποστηρίζει ο Ηρακλής Καλέργη, καθώς και ότι η έντονη παρουσία του παρελθόντος στα έργα της έχει ως αποτέλεσμα τη μη αντικειμενική αντιμετώπιση των πραγμάτων, σύμφωνα με το Γ. Παπακώστα και το διπολισμό (κυρίως στους Νικητές), ο οποίος μετά από σαράντα χρόνια καθίσταται ανεδαφικός (Κυρ. Ντελόπουλος), αποτελούν επικρίσεις, οι οποίες όμως επιδέχονται αμφισβήτηση.





"Η Πείνα" απόσπασμα

Bildungsroman

Στο εξελικτικό μυθιστόρημα, όπου η ανάπτυξη του ήρωα συμβαδίζει και επηρεάζεται από τις χρονικές, πολιτικο-ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες που συναντά στην πορεία του, ανήκει η Νινέτ, ένα βιβλίο γραμμένο από τη Ζωρζ Σαρή με πολλή αγάπη για την αδερφή της. Για τη Νινέτ, παρόλο που σύμφωνα με την Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου πρόκειται για «ένα επίτευγμα αφηγηματικής τέχνης και μυθοπλαστικής ευρηματικότητας, ουσιαστικές κριτικές δεν έχουν γραφτεί, πέρα από κάποιες βιβλιοπαρουσιάσεις και αναφορές στο Κρατικό Βραβείο που της απονεμήθηκε.

Κοινωνικό μυθιστόρημα

Πολλά είναι τα έργα της Ζωρζ Σαρή τα οποία ανήκουν στο κοινωνικό-ρεαλιστικό μυθιστόρημα και εντάσσονται στους θεματικούς του κύκλους. Το πρώτο της έργο, Ο Θησαυρός της Βαγίας (1969), είναι ένα μυθιστόρημα περιπέτειας με συνεχείς αναφορές στο παρελθόν, το οποίο αγγίζει κατά κάποιον τρόπο τη θεματική του μυθιστορηματικού αυτού είδους. Σύμφωνα με το Γ. Νεγροπόντη, έχει πλοκή και υπόθεση, αλλά υστερεί σε λογοτεχνικότητα. Πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε με τη μορφή παιχνιδιού, δίνοντας έτσι ζωντάνια στο γραπτό λόγο, και ίσως γι’ αυτό είχε και μεγάλη απήχηση. Αμέσως μετά το Θησαυρό της Βαγίας η Ζωρζ Σαρή γράφει το Ψέμα (1970) και γίνεται μια από τους πρώτους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα που θίγει κοινωνικά ζητήματα όπως το διαζύγιο. Στη συγγραφική πορεία της Σαρή συναντάμε και άλλα έργα που ανήκουν σε αυτό το είδος. Με το Κρίμα κι άδικο (1990), όπως επισημαίνει η Ελένη Σαραντίτη, πραγματοποιεί «ουσιαστική στροφή εμπνεόμενη από τους ανθρώπους του μόχθου, της αγωνίας, της φτώχειας, της ανάγκης, της ελπίδας, το ζωντανό και ζεστό κύτταρο του λαού μας». Για πρώτη φορά σε έργο της μιλά για το θέμα της μετανάστευσης και δημιουργεί ένα μυθιστόρημα που έχει «πόνο, ανθρωπιά, ελπίδα». Ο χώρος απ’ όπου αντλεί την έμπνευσή της δεν είναι το αστικό περιβάλλον αλλά το χωριό, «με τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του, που καθορίζουν την πορεία της ζωής των κατοίκων του. Με το έργο αυτό «η συγγραφέας έμμεσα και πολύ εύστοχα διερευνά τις αιτίες της μετανάστευσης και της φτώχειας του τόπου μας» και προχωρά πολύ βαθιά στο πρόβλημα της μετανάστευσης. Ακολουθεί το Ζουμ (1994), ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα με περίπλοκη αφηγηματική τεχνική και αρκετά στοιχεία από την τέχνη του κινηματογράφου. Η φιλία και τα σχολικά χρόνια είναι το θέμα του μυθιστορήματος Ε.Π. (1995). Το Ε.Π. είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που κεντρικό θέμα έχει τη φιλία της συγγραφέα με τις συμμαθήτριές της και ιδίως με την Άλκη Ζέη. Το έργο αυτό χαρακτηρίζεται από μια παιδική θέαση του κόσμου, πηγαίο χιούμορ, απλό και στέρεο λόγο, καθώς και μια αναφορά στις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής στην Ελλάδα, όπου κυριαρχούσε η αυταρχική αγωγή. Με το Μια αγάπη για δύο (1996), το οποίο αποτελεί προϊόν της συνεργασίας της Ζωρζ Σαρή με την Αργυρώ Κοκορέλη, καινοτομεί και πάλι, καθώς, όπως παρατηρεί ο Γ. Παπαδάτος, μόνο στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε παρουσιάστηκαν βιβλία με κεντρικό πυρήνα το ερωτικό στοιχείο στις σχέσεις προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Τα τελευταία μέχρι σήμερα (Φεβρουάριος 2004) μυθιστορήματά της είναι O χορός της ζωής (1998), Σοφία (1998), O Κύριός μου (2002) και Ο πόλεμος, η Μαρία και το αδέσποτο (2003). Το πρώτο είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Είναι μια «καλοστημένη ιστορία, ειλικρινής και αρκετά συγκινητική, με στιγμιαίες λάμψεις και χιούμορ». Και σε αυτό το έργο η φιλία και ο έρωτας έχουν βασική θέση.

Ηθογραφικό μυθιστόρημα

Η Ζωρζ Σαρή έχει γράψει συνολικά δύο ηθογραφικά μυθιστορήματα, Τα στενά παπούτσια (1979) και Το παραράδιασμα (1989). Στα Στενά παπούτσια (ένα ακόμη αυτοβιογραφικό βιβλίο) περιγράφεται η πραγματική φιλία και ο τρυφερός έρωτας της Ζωής και του Παναγιώτη, αλλά και οι συνθήκες ζωής της γυναίκας στις αρχές του περασμένου αιώνα στην Ελλάδα. Στο βιβλίο αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέει η Ζωή Βαλάση, «ακούγονται φωνές που ήταν κρυμμένες στα άλλα της έργα. Η χαρακτηριστική λαχτάρα για ζωή δραπετεύει από τις αστικές κάμαρες και τους κοινωνικούς προβληματισμούς και αγκαλιάζει με πάθος την ίδια τη φύση. Οι λέξεις έχουν μια ζουμερή παρήχηση και η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη με καλοκαιρινές εικόνες». Η Βίτω Αγγελοπούλου προσθέτει ότι όλοι οι χαρακτήρες που κινούνται μέσα στο μυθιστόρημα διαγράφονται με παραστατικότητα. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή που ξεφεύγει από το αστικό πλαίσιο και αυτό ενθουσιάζει τους κριτικούς, γεγονός όμως που δεν τους εμποδίζει να εντοπίσουν και κάποιες αδυναμίες στο έργο. Η Βαλάση, συνεχίζοντας την κριτική της, προσθέτει ότι η χαρά της συγγραφέα κάποιες φορές είναι τόσο δυνατή στο κείμενο, που συνθλίβει την ιστορία, αδικεί την πλοκή και παραβλέπει τη συναισθηματική κορύφωση του αναγνώστη. Την αδυναμία της πλοκής εντοπίζει και η Βίτω Αγγελοπούλου, η οποία όμως επισημαίνει ότι ακόμη και έτσι δε μειώνεται η αξία του έργου. Αρκετά χρόνια μετά η Ζωρζ Σαρή επανέρχεται με ένα ακόμα ηθογραφικό μυθιστόρημα, το οποίο όμως αυτή τη φορά δεν είναι αυτοβιογραφικό και καθόλου νοσταλγικό. Με το Παραράδιασμα αρχικά και με το Κρίμα κι άδικο στη συνέχεια, όπως έχουμε δει, επιτελεί μεγάλη και ουσιαστική στροφή. Η Ελένη Σαραντίτη, αναφερόμενη στο Παραράδιασμα, γράφει πως πρόκειται για ένα δύσκολο και καθόλου ευχάριστο έργο, ένα άρτιο μυθιστόρημα, το πολυτιμότερο ίσως έργο της Ζωρζ Σαρή. Συμπληρώνει ότι είναι ένα βιβλίο έντονων συναισθημάτων, ελκυστικής μορφής και τέλειας έκφρασης. Με το έργο αυτό η συγγραφέας δείχνει ότι έχει γνώση της ψυχοσύνθεσης του ΄Έλληνα και της ζωής στην ενδοχώρα, ενώ εντυπωσιάζει με την άψογη χρήση της γλώσσας, και μάλιστα των τοπικών ιδιολέκτων. Δεν αρκείται μόνο στην περιγραφή της ζωής της εποχής εκείνης, αλλά προβαίνει σε συγκρίσεις μεταξύ παρόντος και παρελθόντος σε ό,τι αφορά τη ζωή της γυναίκας, τη δικαιοσύνη και τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Πρόκειται, λοιπόν, όπως φαίνεται από τις κριτικές, για ένα έργο συγγραφικής ωριμότητας, το οποίο δε δείχνει να παρουσιάζει κανένα μειονέκτημα. Ολοκληρώνοντας, θα λέγαμε ότι η Ζωρζ Σαρή προσεγγίζει ένα ευρύτατο πλαίσιο θεμάτων, τα οποία είτε προέρχονται από τις προσωπικές της εμπειρίες είτε από τον άμεσο κοινωνικό της περίγυρο. Και στις δύο περιπτώσεις τα έργα της διακρίνονται για την αμεσότητά τους, μέσα από την οποία αποκαλύπτεται η ίδια η συγγραφέας. Η ίδια, θέλοντας να τονίσει την παρουσία της μέσα σε όλα τα έργα της, λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή της: «Μια μεγάλη συγγραφέας έλεγε πως ό,τι και να γράψω, και το σκύλο μου να βάλω, πάλι μέσα στο σκύλο μου θα ’μαι. Δεν μπορεί ο συγγραφέας να μη βρίσκεται κάπου, άλλοτε φανερά, άλλοτε στα κρυφά, και δεν το παίρνεις είδηση, αλλά κάποια στιγμή, κάποιο λεπτό, ο συγγραφέας θα μιλήσει. Κι όταν βγει, μπορεί, αν είναι άντρας, να γίνει γυναίκα ή να γίνει σκύλος. Λοιπόν, πόσο μάλλον σε κάποιον σαν και μένα που δεν έχει πολλή φαντασία…». Επίσης μαζί με την Αργυρώ Κοκορέλλη έγραψε τον Πρόλογο στο μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου Καπετάν Ζωή.
 
 Βιογραφαφία από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
 
 Τα Χέγια (απόσπασμα)
[…Όταν πρωτοπήγε σχολείο, τα παιδιά γύρω της µιλούσαν για τη µάνα τους. Η µάνα κυρίαρχη στις παιδιάστικες κουβέντες: «η µάνα µού αγόρασε ποδιά…», «η µάνα µ’ έδειρε…», «η µάνα µου είπε…». Σώπαινε. Ένιωθε ένοχη, λες κι έφταιγε εκείνη που µάνα δεν υπήρχε στο σπίτι. Έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου οι µανάδες περίµεναν τα παιδιά τους. Όλες τους νέες, όµορφες. Η θεία Καλλιόπη στεκόταν παράµερα. Πάντα µαυροντυµένη, ψηλή κι αδύνατη. Μέσα από τους φακούς της κοιτούσε µε ύφος επιτιµητικό τις αγκαλιές και τα φιλιά. Την τραβούσε από το χέρι. Να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, λες και φοβόταν µην κολλήσει η ανιψιά της καµιά αρρώστια. Μια µέρα ένα αγοράκι τη ρώτησε: «Γιαγιά σου είναι αυτή που σε περιµένει το µεσηµέρι;» καιη Μάτα του απάντησε: «Όχι, µάνα µου». ∆εν ήθελε να ξεχωρίζει από τ’ άλλα παιδιά.
Ήταν όµως φορές που ερχόταν ο πατέρας. Στεκόταν πλάι στο χορό των γυναικών. Παλικάρι. Όµορφος, τόσο όµορφος! Τότε ένιωθε πως είναι η καλύτερη, η πιο δυνατή, η πιο πλούσια. Ο πατέρας της άξιζε όλες τις µανάδες του κόσµου. Του άρπαζε το χέρι και σκόρπιζε µα δυνατή φωνή τα «Άντε γεια» στα µαθητάκια. Περπατούσε καµαρωτή στο πλάι του κι ώσπου να φτάσουν στο σπίτι η γλώσσα της ροδάνι. Όλα του τα ’λεγε. Για τη δασκάλα, που µάλωσε τον Τάσο, για τον τσακωµό της µε τη Μαρία, για τον Οδυσσέα, που γύρισε στην Ιθάκη… «Τον ήξερες, εσύ µπαµπά, τον Οδυσσέα;». Εκείνος γελούσε· την άκουγε και γελούσε.
Γελούσε µε τις κουβέντες της και τα καµώµατά της. Την κάθιζε στα γόνατά του και της έλεγε παραµύθια. Ξεφύλλιζαν βιβλία µε πολύχρωµες ζωγραφιές. Παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, τις κουµπάρες. Τη «διάβαζε». Αργότερα εκείνη του διάβαζε τις εκθέσεις της. Ποιήµατα. Έκαναν περιπάτους. Πήγαιναν εκδροµές. Καθισµένοι µπροστά στην τηλεόραση έβλεπαν µαζί παλιές ελληνικές ταινίες, µαυρόασπρες, θολές. Της έλεγε: «Έτσι ήταν τότε η Αθήνα… Είχε τραµ… Να και µια λατέρνα… Οι ανηφοριές της Πλάκας. Εγώ δεν τα πρόλαβα. Μετά τον πόλεµο όλα άλλαξαν. Χτίστηκαν πολυκατοικίες, µεγαθήρια…». Ίσως να νοσταλγούσε την παλιά Αθήνα που ποτέ του δεν γνώρισε. Οι άλλες του κουβέντες ήταν όλες καθηµερινές· σύντοµες: «τι θα φάµε», «τι να σου ψωνίσω», «θα βρέξει…», «πρέπει να παραγγείλω πετρέλαιο…», «µπας κι είσαι άρρωστη;
–ακουµπούσε τα χείλη του πάνω στο µέτωπό της– είσαι ζεστή. Γρήγορα στο κρεβάτι! Θα φωνάξω το γιατρό. Καλλιόπη, φτιάξε µια ζεστή σούπα για το παιδί», «πρέπει να τρως, είσαι πάνω στην ανάπτυξη», «το βράδυ θα πάµε σινεµά», «το Πάσχα θα πάµε στο ∆αδί…». Μιλούσε, αράδιαζε κουβέντες, τις φώναζε, σα να µην ήθελε ν’ ακούσει η Μάτα τη σιωπή του.
Κέλυφος η σιωπή του. Ποιον ήθελε να προστατέψει; Την κόρη του ή τον ίδιο του τον εαυτό; Για ποιο λόγο να σωπαίνει; Και γιατί η Μάτα, που ήταν πάντα περίεργη, που όλα ήθελε να τα µαθαίνει, γιατί να συνεργεί στη σιωπή του; Γιατί σαν παιδί δεν τον ρωτούσε: «Πού ζούσαµε στην Αθήνα; Πώς ήταν το σπίτι µας; Τι έγινε ο καθρέφτης µε τη µεγάλη χρυσή κορνίζα; Γιατί φύγαµε από την Αθήνα; Και η γυναίκα σου; Ζει; πέθανε; Είχε γονείς η µάνα µου;» Γιατί δε ρωτούσε; Μήπως φοβόταν και σώπαινε κι εκείνη; Τι φοβόταν;
Μια ψευτιά της θείας για τη µάνα της κι ένα ανώνυµο τηλεφώνηµα την έφεραν αντιµέτωπη µε τη σιωπή του πατέρα.
Τώρα µεγάλωσε και δε µπορεί να κάνει πίσω. ∆ε θέλει. Πρέπει να ξεδιαλύνει την αλήθεια.
Πρέπει να µάθει την αλήθεια…]




 
 
 
 
 
 
 

Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...