Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Όταν η μουσική ανταμώνει την ποίηση...

Όταν η μουσική και η ποίηση αγκαλιάζονται σαν εραστές...!
Η πατρίδα μας έχει μια μεγάλη, πολύ μεγάλη “προίκα” από ποιητικούς θησαυρούς, μια και σ' αυτή τη γωνιά της γης όχι μόνο γεννήθηκαν αλλά και μεγάλωσαν μερικοί απ' τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου, που αναγνωρίστηκαν παγκόσμια αυτοί και το έργα τους. 
Ο πλούτος μας μεγάλος, ανεξάντλητος, ευλογημένος όποιος  στην καρδιά του τον κλείνει... 
καλή ακρόαση...!

Μαρίνα πράσινο μου αστέρι Μαρίνα φως του αυγερινού Μαρίνα μου άγριο περιστέρι και κρίνο του καλοκαιριού Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, λουίζα και βασιλικό, μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω, και τι να πρωτοθυμηθώ Τη βρύση με τα περιστέρια, των αρχαγγέλων το σπαθί, το περιβόλι με τ’ αστέρια, και το πηγάδι το βαθύ Τις νύχτες που σε σεργιανούσα, στην άλλη άκρη τ’ ουρανού και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα, σαν αδελφή του αυγερινού



Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης, ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά• τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς, καμμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδυάζει. Κράτησα τη ζωή μου• στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο τού περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν, μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή, βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές• o χιονισμένος κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν, μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκκλήσια, μήτε τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι. Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή, δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία». Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής. (ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ -Β΄) Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ' αγγίζει στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου, μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή, βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του, δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα. Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν, εκείνους πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο• τους πελαγίσιους τάφους, όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν κάτω από τα σκληρά κλωνάρια τών πλατάνων εκεί πού στάθηκε μια αχτίδα τού ήλιου γυμνωμένη και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου, ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.


Μέρα μαγιού  ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - ΡΙΤΣΟΣ - ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά τα ωραία θα ‘ν' δικά μας και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας


Ανοίγω το στόμα μου - 1964 Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα. Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.


Νύχτα Μαγικιά - ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Νύχτα μαγικιά, μια σκιά περνά σκέψου τώρα τη φωνή που σου ’λεγε, ποτέ, ποτέ μαζί. Βάδιζα σκυφτός, ήσουν ουρανός με των άστρων τη μουσική μου τραγουδάς, ποτέ, ποτέ μαζί Μάγισσα χλωμή, το στερνό σου φιλί ξεχασμένη μουσική μια μαχαιριά, ποτέ, ποτέ μαζί.


Μανώλης Μητσιάς - Τσάμικος (Χατζηδάκις - Γκάτσος)

Στα κακοτράχαλα τα βουνά με το σουραύλι και το ζουρνά πάνω στην πέτρα την αγιασμένη χορεύουν τώρα τρεις ανδρειωμένοι, ο Νικηφόρος κι ο Διγενής κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής. Δική τους είναι μια φλούδα γης κι εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα απ’ το τσακάλι και την αρκούδα. Δες πως χορεύει ο Νικηταράς, κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς. Από την Ήπειρο στο Μωριά, κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά. Το πανηγύρι κρατάει χρόνια στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια. Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός και δραγουμάνος του ο λαός.


Κεμάλ, Γκάτσος - Χατζηδακις

Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού, που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωΐ πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ: "νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί" Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.


Αθανασία. Γκάτσος Χατζηδάκις
Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές,
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής, Ελύτης, Χατζηδάκις

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι,
μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές,
όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως,
πριν απ' τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί
γυναίκα.
Κατά πού θ' απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός;
Κατά πού θ' αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα;
Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.
Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως
πριν απ' τον έρωτα έρωτας
κι όταν σε πήρε το φιλί
γυναίκα



Σ' αγαπώ, Μυρτιώτισσα, Χατζηδάκις

Σ' αγαπώ, δεν μπορώ Τίποτ' άλλο να πω Πιο βαθύ, πιο απλό Πιο μεγάλο! Μπρος στα πόδια σου εδώ Με λαχτάρα σκορπώ Τον πολύφυλλο ανθό Της ζωής μου Τα δυο χέρια μου, να... Στα προσφέρω δετά Για να γείρεις γλυκά Το κεφάλι Κι η καρδιά μου σκιρτά Κι όλη ζήλια ζητά Να σου γίνει ως αυτά Προσκεφάλι Ω μελίσσι μου, πιες Απ' αυτόν τις γλυκές Τις αγνές ευωδιές Της ψυχής μου! Σ' αγαπώ τι μπορώ Ακριβέ να σου πω Πιο βαθύ, πιο απλό Πιο μεγάλο;



Ήρθε ο καιρός, Γκάτσος, Ξαρχάκος

Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά Εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά Ηρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός πάνω στου κόσμου την πληγή ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός να ξαναχτίσετε την γη. Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί. 




Οι πρώτοι και οι δεύτεροι, Γκάτσος, Ξαρχάκος

Στο χώμα τούτο το σκληρό που `ναι η βροχή αγγέλων δάκρυ
ποτέ δεν είχαμε νερό κι αλαφιασμένοι σε μιαν άκρη
αρχίζαμε μονομαχία με τα στοιχειά και τα στοιχεία

Έτσι περπάταγε η ζωή πότε στραβά και πότε ίσια
μέσ’ απ’ του κόσμου τη βουή να πάει γραμμή για τα Ηλύσια
μ’ αίμα ραντίζοντας και σκόνη το παθιασμένο της βαγόνι

Θεε μου γιατί γιατί γιατί κείνοι που σκύβουν το κεφάλι
και τεμενάδες κάνουν πάλι στον τύραννο και στον προδότη
Θεε μου γιατί γιατί γιατί να `ρχονται κείνοι πάντα πρώτοι
κι εμείς οι αγνοί κι ελεύτεροι να `μαστε πάντα δεύτεροι;



Το προσκύνημα, Ι.Καμπανέλλης, Ξαρχάκος

Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου
πίσω απ’ τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού
πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν
κάτω απ’ τα ματωμένα νύχια του περιστεριού
πάμε να δεις στην αυλή που μεγάλωσαν

Δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του χαμού

Ορέστη απ’ το Βόλο
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
Ορέστη απ’ το Βόλο
την κόρη μου θέλω

Δυο παιδιά ερωτευμένα
δυο παιδιά του Χαμού

Ορέστη απ’ το Βόλο
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ’ τη Σπάρτη
Ορέστη απ’ το Βόλο
την κόρη μου θέλω




Φίλοι κι αδέλφια, Καμπανέλλης, Ξαρχάκος

Φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά
φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.
Γράφουν σημάδια, μηνύματα στο βασιλιά
σα δε φωνάξεις έβγα να το γράψεις
να μην σ' ακούσουν τα σκυλιά βγάλε φωνή χωρίς μιλιά
σημάδια και μηνύματα στο βασιλιά.
Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι και λαϊκοί,
όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί τους
η λευτεριά να μην χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί
καπεταναίοι, στρατιώτες, λαϊκοί.
Κι όπου φοβάται φωνή ν' ακούει απ' το λαό
σ' έρημο τόπο ζει και βασιλεύει,
κάστρο φυλάει ερημικό, έχει το φόβο φυλαχτό
όπου φωνή φοβάται ν' ακούει απ' το λαό.





Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

"Το Μονόγραμμα" Οδυσσέα Ελύτη


“Το Μονόγραμμα” ένα βαθιά τρυφερό και ερωτικό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, που δημοσιεύθηκε πρώτη φορά την άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλλες σε χειρόγραφη μορφή. Εδώ στην Ελλάδα τυπώθηκε το 1972.
Ένα ποίημα που σ' αυτό ο ποιητής μονογράφει την άγνωστη και αρχέγονη κατάσταση του έρωτα. Του έρωτα που ζει, του έρωτα που πεθαίνει, που ανασταίνει και στοιχειώνει.


ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ  (1971)

Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο

                                           Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

                                          II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα "πίστεψέ με" και τα "μη"
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.



                                           III
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.

                                         IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

                                          V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

                                         VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
       της θάλασσας
Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
        τον Παράδεισο!

                                        VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Οδ. Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Ίκαρος Αθήνα, 2008, σ.17-19]


Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Μπουάτ,εκεί κάτω απ' την Ακρόπολη,στη γειτονιά των ονείρων...!




Μια φορά και έναν καιρό, εκεί στην δεκαετία του ΄60, στην Αθήνα της αντιπαροχής, κάτω απ' την Ακρόπολη κάποιοι ονειροπόλοι δημιούργησαν μουσικές σκηνές που όλοι καλοί χωρούσαν. Όσοι από εμάς είναι κάπως...παλιοί ίσως να ξέρουν για ποιους χώρους μιλώ. Ναι, μιλώ για τις "μπουάτ", με το πιάνο, την κιθάρα και τον τραγουδιστή πάνω στη τόσο δα μικρή σκηνή, βαλμένη σε απόσταση αναπνοής από τους θαμώνες, να τραγουδά μεγάλους συνθέτες, ποιητές και στιχουργούς...Θυμόσαστε; Γινόμασταν όλοι μια παρέα, και τραγουδούσαμε πίνοντας το βερμουτάκι μας.Πόσες θύμισες,γλυκιές στιγμές και αναμνήσεις από κείνη την εποχή, που αν και δύσκολη, κρατούσαμε το όνειρο ακόμα ζωντανό...Και τώρα θα το κρατήσουμε...Καλή βόλτα μετά μουσικής!







































Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Συντροφιά με μια αγαπημένη φίλη...τη Μουσική!

Μια και θα κάτσω σπίτι, λέω να φωνάξω μια αγαπημένη φίλη για συντροφιά ...τη Μουσική... και να κάνω νοερά μια βόλτα στης Πλάκας τα σοκάκια παρέα με τον Αττίκ, τον Σακελλαρίδη, τον Χαιρόπουλο, τον Γούναρη, τον Γιαννίδη...  Κι όταν θάχει  βραδιάσει πια για τα καλά κάτω απ' τον ήχο μιας γλυκόλαλης λατέρνας να πάρω τον δρόμο  εκεί για την ...οδό ονείρων...!


Της μιας δραχμής τα γιασεμιά




Ζητάτε να σας πω


Τικ τακ




Περουζέ





Έλα γι' απόψε




Το βάλς της ρουτίνας





Γλυκά μου μάτια



Άρχισαν τα όργανα



Πόσο λυπάμαι



Χθες το βράδυ



Οδός ονείρων


Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

"Η Στάχτο - Μάρω" Η Δωρική παραλλαγή του παραμυθιού "Σταχτοπούτα"


Βιβλίο, Παλιά, Σύννεφα, Δέντρο, Πουλιά, Τράπεζα, Αγώνα

    Μια παραλλαγή του γνωστού παραμυθιού της Σταχτοπούτας, πολύ όμορφη και με τέλεια προσαρμογή στα ήθη και έθιμα, τη ζωή και τη διάλεκτο της Δωρίδας.
Καλό διάβασμα...



                             
"Ήταν μια βουλά κι έναν κιρό ένα αντρόγυνο κι είχε τρεις δυχατέρες. Αρρώστσι όμως μια μέρα η μάνα κι πέθανι. Τότι ου πατέρας, επειδίς είχι τρία μικρά κουρίτσια παντρέφτκι άλλ' γναίκα κι έφκιασι μι κείν ένα κουρτσάκι. Δεν πέρασι όμους πουλύς κιρός κι οι τρεις μιγάλις αδερφάδις κακομεταχειρίζονταν τη μητριάτσ' κι του μικρό. Τη στεναχώραγαν κάθι μέρα κι πιο πουλύ, όταν σι καμόσου κιρό πιθαίν κι ου πατέρας. μια μέρα οι τρεις κακές αδερφάδις κι η μητριάτσ έγνεθαν μι τσροκις. Τότι οι κακές αδερφάδις λεν στη γριγιά: "Όποιας κουπεί η κλουνά π' γνέθουμι, θα γέν' γελάδα. "Πού του ξέρτι οι σεις π' θα γέν γελάδα; "Θα γεν κι θα του δεις.
Σε λιγάκ' κόβητι η κλουνά της γριγιάς κι αμέσως έγινι γελάδα...
"Άιντι να τη βγάλουμι όξου τούτν' τ' παλιουγελάδα κι να την πάμι με τσάλλες, αντάμα, είπαν. Την έβγαλαν και την πήγαν στου σταύλου κι του μικρό έκλαιε... Σαν ήρθι η ώρα να πλαάσνι, πήγαν αυτές στα κριβάτια τς κι του μικρό κουρτσάκ, που τό' λεγαν Μάρου, τό' βαλαν να πλαάσ' στου τζάκ' μέσα στάχτες. Εκεί τό' βαζαν κάθε μέρα κι ήταν γιουμάτο στάχτες κι γι' αυτό τό΄λεγαν Στάχτο-Μάρου. Του προυί πήγαν τς γιλάδις για βουσκή. Οι γιάλλις έτρουγαν. Η γιλάδα που' ταν μητριά δεν έτρουι. Του ίδιου γινόταν κι τς' άλλις μέρις κι η γιλάδα ήταν αδύνατ'. Όταν όμους σκάρζαν μι τσγιλάδις τ' Στάχτου-Μάρου, η γιλάδα πού ήταν η μάνατς, κάθιταν παραπίσου απ' τσ'άλλις, γίνονταν πάλε γυναίκα και κάθεταν καταή (κατα γής) κι κβέντιαζι με τ' Στάχτου-Μάρου κι τνουρμίνευι...
Αφού δεν έτρουγι η γιλάδα κι ήταν αδύνατ' οι τρεις κακές αδερφάδις είπαν: Τι τ' θέλουμι τ' γιλάδα τ' ν αδύνατ' . Αφού δεν τρώι να τσφάξουμι... Κατ' όμους στου κατώι η γιλάδα άιξι την κβέντα. Τν άλλ μέρα η Στάχτου-Μάρου πήρι τς γιλάδις κι σκάρσι.
Η μάνατς έμεινει παραπίσου απ' τσάλις, έγινε πάλε γναίκα κι τνουρμίνεψι: Πιδάκι μ' οι κακές αδερφάδις ταχιά θα μι σφάξνι κι θα μι φάνι. Εσύ να μη φας απ' του κρέας π' θα σδώσνι. Να μαζέψ ούλα τα κουταλάκια μ' μέσ τμπουδιά σ' κι αφού τα πλύνς καλά, να πας να τα βάλς μέσα στην κφάλα στου τάδι δέντρου, χουρίς να του ειπείς σι κανέναν. Ύστερα να πας στου σπίτ' κι σι σαράντα νέρις π' θάνι του παγγύρ', να ματάρθεις στου δέντρου...Άιντι, νάχς τν ευκή μ'.
Έτσι κι έγινι: Τηνα άλλ τη μέρα οι κακές αδερφάδες έστειλαν πάλε τη Σταχτο-Μάρου στου σκάρου, φώναξαν του χασ'απ' κι αφού έσφαξαν την αδύνατ' γελάδα που κράτσαν, μαέρεψαν μπόλκου κρέας...
Τ' αποβραδύ ήρθι κι η Στάχτου-Μάρου. Έστρουσαν του τραπέζ' κι έβγαλαν του κριάς. Έβαλαν κι στου πιάτου τς Στάχτου-Μάρους. Εκείν' όμους δεν άπλουνι. "Φάε κρέας", τς έλεγαν οι άλλις. "Δεν πνάου, έκανι η κείν'.
Σαν έφαγαν κι απόφαγαν οι άλλις, ανέβκαν απάν να κοιμθούνι. Τότι η Στάχτου-Μάρου μάζιψι καλά ούλα τα κουκαλάκια τσ' μάνατς, τάπλυνι καλά κι τα τοίμασει, να τα πάει τν άλλ την μέρα στην κφάλα... Του προυί, άργσαν να ξπνήσνι οι άλλις, παίρν η Στάχτου-Μάρου τς γιλάδις για τ' βουσκή κι τα κόκαλα, όπους τάχι τλιμένα κι έφγι. Σαν έφτασι στου δέντρου, έβαλι τα κόκαλα τς μάνα τς μέσα στην κφάλα, τα λβάνσι κι του βράδ' γύρσι πίσου στου σπίτ', χουρίς να ειπεί σι κανέναν τίπουτι... Πέρασαν οι σαράντα μέρις κι ήρθι του παγγύρ'. Οι γιάλλις ετοιμάστηκαν για να πάνι στου παγγύρ' κι στου χουρό. Τς Στάχτου-Μάρου τν έβαλαν να σαρώσ' του μαντρί, να ταϊσ' τς γιλάδις κι να τοιμάσ' του σπίτ'. Σαν έφγαν οι κειές, η Στάχτου-Μάρου έκανι γρήγουρα τσ' δλειές κι πήγι στν' κφάλα. Σαν έφτασι σμά, βλέπ΄' απ' όξου, δεμένου στου δέντρου, ένα ουραίου άλουγου, στουλισμένου μι χρυσά στουλίδια. Τράει μέσα κι βλέπε' ένα ουραίου φστάν', χρυσά παπούτσια κι άλλα πουλλά στουλίδια. Τς είχι ειπεί η μάνα τς να τα φουρέσ' να μπει καβάλα στ' άλουγου κι να πάει στου παγγύρ'. Ετς έκαμι κι η Στάχτου-Μάρου: Φόρισι τα ρούχα κι τα χρυσά παπούτσια, μπήκι καβάλα στ' άλουγου κι πήγι στου παγγύρ'. Εκεί έλαμπι απ' τν ουμουρφιά κι τν τήραγαν ούλ' κι του βασιλόπλου που ήταν εκεί. Σαν άρχισι ου χουρός κι χόρευαν μπροστά ου βασιλιάς μι τ' βασίλισσα τν είδι ου βασιλιάς π' λαμπουκόπαε κι έστλι του βασιλόπλου να τ' βάλ' στου χουρό. Σαν ήρθι η σειρά τς χόρεψει παρήφανα για του χατήρ' τ' βασιλιά κι τς βασίλισσας πουλλές φουρές... Θμύθκι όμους τ' μανούλα τς π' τσ' είχι ειπεί προυτού χαλάσ' ου χουρός στου παγγύρ' να μπει καβάλα στ' άλουγου κι να πάει πάει στν κφάλα. Ξεκλέβιτι τότι, απ' τις άλλις, μπαίν' καβάλα στάλουγου κι εκειό έρχιταν πίσου φλιτρώντας. Στου δρόμου όμους τις έπισι τόνα χρυσό παπούτσ' κι τάλουγου δεν στέκταν να κατεβεί κι να του πάρ' ... Σαν έφτασαν στ'ν κφάλα, κατέβκι απ' τ'άλουγου, τόδισι στου δέντρου, άφσι μέσα στα λαμπρά ρούχα, φόρισι τα δκά τς κι γύρσι στου σπίτι τς. Ύστερα από καμόσην ώρα ήρθαν κι οι γιάλλις οι αδελφάδις κι είχαν να κάν' νει ούλου μι κείν' τ' ν νειά πούηταν πεντάμουρφ κι χόριψι τόσις φουρές μπρουστά. Τότι του βασιλόπου έψαχνι να βρει τ' ν κουπέλα κι στου δρόμου του χρυσό παπούτσ'. Θα ψάξου σ' ούλα τα χουριά, είπι, κι σ' ούλις τς πουλτείες κι σ' όποιου κουρίτς έρχιτι, θα του πάρου στου παλάτ' κι θα του παντευτού. Έψαξι παντού, αλά σι καμιά δεν έρχιταν. Έμεινι του σπίτ' τς Στάχτου -Μάρους. Άς πάου, λέει, κι κεί. Οι κακές αδερφάδις, που περίμεναν να ρθεί κι στου δκό τς του σπίτ', μόλις είδαν απ' του παραθύρ' νά ρχετι του βασιλόπλου, φκιάσκαν κι έκρυψαν τ' Στάχτου-Μάρου απ' κάτ' απού μια γαλίκα, για να μη τ' βρει του βασιλόπλου.
"Να μη κρινς ντίπ", τς είπαν... Στου μεταξύ ήρθι του βασιλόπλου κι ρώτσι: "Μήπους είναι δκό σας τούτου του παπούτσ';"
"Δκόμ'" είπι η μια. "Δκομ'" είπι κι η γιάλλ'. "Δκόμ'" είπι κι η τρίτ'. 
"Να του δοκμάστι με τ' σειρά"τσ' λέει.
Δουκίμασαν εκειές κι ξαναδουκίμασαν, αλλά σε καμία δεν έρχεταν. 
"Ας καθήσου εδώ" λέει του βασιλόπλου κι κάθιτι απάν στ' γαλίκα. 
"Μη κάθησι αυτού", τ' λένι οι κακές αδερφάδις, "κάτσι στούν καναπέ".
"Δεν πράζ'" λέει του βασιλόπλου. Τ΄σου π' θα καθήσου, κάθουμι κι' δω. 
Αφού στη μία έρχιταν του παπούτσ στενό κι στην άλλ' φαρδύ κι στ'ν άλλ' δεν χώραε καθόλ', ρουτάει του βασιλόπλου: "Μήπους έχιτι κι άλλου κουρίτσ' ιδώ;"
"Όχ'" λένει εκειές. Η Στάχτου-Μάρου όμους απ' κάτ' απ' τ' γαλίκα άγκι τσ' κβέντις κι όπους είχει καρφουμένου στου γιακά τς τού βιλόν' απ' έραβι, τού βγάν' κι κιντάει του βασιλόπλου.
"Κάτ' μι τσίμψι" λέει του βασιλόπλου. "Τι έχιτι απ' κάτ';"
"Δεν είνι τίπουτι" τλένε, "μια κλώσα έχουμι σκεπασμέν'".
Σε λιγάκ' πάλε τουν ματακέντσι η Στάμου-Μάρου.
"Μωρέ, τι κλώσα μ' λέτι" λέει του βασιλόπλου. "Αυτήν μι σακάτιψι".
Σκώνετι απάν', παραμεράει τ' γαλίκα κι βλέπ' τ' Στάχτου- Μάρου.
"Γιατί είνι αυτού π' κάτ';" ρουτάει.
"Είναι πού βρόμκ'  κι γιαυτό τ'ν κρύψαμι" τλένι.
"Για φόρα του κι συ τούτου του παπούτσ'" λέει του βασιλόπλου. 
"Όχ' λένε οι γιάλλις (που φοβήθκαν μήπους έρθ' του παπούτσ' στου ποδάρ' τσ' Στάχτου-Μάρους κι ντρουπιαστούνι, π΄θα διάλεγι κείν' του βασιλόπλου), θα του λερώσ'".
"Φόρα του κι συ" λέει του βασιλόπλου κι δεν του λερώνς.
Του φουράει η Στάχτου-Μάρου κι τσ' έρχετι κτί.
"Εσένα ψάχνου" λέει του βασιλόπλου. "Πάμι για του παλάτ'.
 Τ' βάζ' καβάλα στ' άλουγου κι πάνι στου βασιλιά κι στ' βασίλισσα.
"Τ'ν ήβρα" λέει του βασιλόπλου, " κι θα τ'ν πάρου γναίκα μ'. 
Έτσ' κι έγινι: Τ'ν άλλ' Κυριακή έγιναν τα στέφανα κι η Στάχτου - Μάρου πήρι του βασιλόπλου κι έζησαν καλά κι μεις καλύτερα...










Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Κορνήλιος Καστοριάδης,ένας από τους σημαντικούς στοχαστές του 20ού αιώνα


Σήμερα στις ψευδοδημοκρατίες μας, η άνοδος στην εξουσία προϋποθέτει να κολακεύει κανείς την κοινή γνώμη ή να έχει τηλεοπτική φωτογένεια..












Κορνήλιος Καστοριάδης, ο φιλόσοφος της αυτονομίας

Το έργο του «φιλοσόφου της αυτονομίας», Κορνήλιου Καστοριάδη (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922 – Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997), με το ασυνήθιστα πολύπλευρο εύρος του, τον καθιστά  έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα. Αντιπαρατιθέμενος στις κύριες σχολές σκέψης ανέδειξε τον παράγοντα του φαντασιακού στον πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου το 1922 στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε ένας φιλόσοφος που το έργο του μέσα από την διεπιστημονικότητα και την πολυεδρικότητά του κατάφερε να είναι οικουμενικό. Η συμμετοχή του σε ποικίλες πολιτικές και φιλοσοφικές συγκρούσεις αλλά και η σύζευξη γνωστικών πεδίων όπως της φιλοσοφίας, της πολιτικής, της ψυχανάλυσης, της οικονομίας, της βιολογίας τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα.
Η αφετηρία της ενεργής πολιτικής δράσης του στάθηκε ο τροτσκιστής Άγης Στίνας, στην ομάδα του οποίου προσχωρεί ο Καστοριάδης το 1943, επιλογή που προκαλεί τη δίωξή του όχι μόνο από τους Γερμανούς αλλά και το ΚΚΕ του οποίου τη στάση αποδοκίμασε κατά τα Δεκεμβριανά. Το 1944 φεύγει με το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα για το Παρίσι όπου και εγκαθίσταται μόνιμα. Εκεί, γίνεται μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με τους οποίους όμως σταδιακά διακόπτει κάθε σχέση.
Μαζί με τον Claude Lefort ιδρύει την ομάδα «Socialisme ou Barbarie» («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»), που από την επόμενη χρονιά έως το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από πολύ νωρίς, λοιπόν, ο Κ. Καστοριάδης υποστηρίζει ότι ο στόχος των κομμουνιστικών κομμάτων δεν είναι η δημιουργία μίας αταξικής κοινωνίας αλλά μίας κομματικής δικτατορίας.
Το περιοδικό αυτό, το οποίο άσκησε καθοριστική επίδραση στον Μάη του ’68, ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού και αποτέλεσε βήμα για γνωστούς διανοητές της Γαλλίας όπως ο Lyotard και ο Debord.
Επίσης, τα βιβλία η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974),το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, ο Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, η Γαλλική Κοινωνία (1979), προκύπτουν από κείμενα της εποχής.
Μέσω του περιοδικού, ασκείται σφοδρή κριτική απέναντι στο ρωσικό καθεστώς αλλά και στα δυτικά φιλελεύθερα καθεστώτα θεωρώντας και τα δύο απορροές του γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Ήδη από τα χρόνια του περιοδικού ο Καστοριάδης ήταν πολέμιος της ιστορικής τελεολογίας, δηλαδή είχε διαπιστώσει ότι οι διάφορες δομές (οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές) δεν προδικάζουν τελεολογικά την εξέλιξη των κοινωνιών.
Αντίθετα, όπως λέει ο Στέφανος Ροζάνης, «έβλεπε τον άνθρωπο ως φορέα απελευθέρωσης των ψυχικών, συναισθηματικών, ενεργητικών και γλωσσικών δυνάμεων. Δυνάμεων που τον ωθούν σε μία υπεύθυνη προσωπική παρέμβαση στο πεδίο των κοινωνικών δράσεων, και άρα τον δομούν ως τελεστή της ανθρώπινης ιστορίας».
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Καστοριάδης εξέδιδε τα κείμενά του με ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.α ) καθώς φοβόταν την απέλασή του στην Ελλάδα διότι δεν είχε ακόμη τη γαλλική υπηκοότητα. Προς τα τελευταία χρόνια του περιοδικού, ο Καστοριάδης απομακρύνεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο και από τη μαρξιστική οικονομική ανάλυση και στρέφεται προς την ψυχανάλυση, εργάζεται και ο ίδιος ως ψυχαναλυτής μέχρι τον θάνατό του, και γίνεται μέλος της επονομαζόμενης Τέταρτης Ομάδας, ενός κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Lacan.
Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Καστοριάδη προέρχεται από την σύζευξη της κοινωνικής θεωρίας και της ψυχανάλυσης, η οποία χαρακτηρίζει σταδιακά το σύνολο της σκέψης του, πράγμα το οποίο αποτυπώνεται στο σημαντικότερο βιβλίο του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» (1975) και στη σειρά τα «Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου».
Κεντρικός όρος στον στοχασμό του Καστοριάδη είναι «η αυτονομία» της οποίας στόχος είναι η συνειδητοποίηση της αυτοθέσμισης της κοινωνίας. Οι ανθρώπινες κοινωνίες θα πρέπει να μπουν στην εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία να συνειδητοποιήσουν την αυτοθέσμισή τους: το γεγονός ότι οι άνθρωποι ενώ συγκροτούνται οι ίδιοι σε κοινότητες, ταυτόχρονα ευθύνονται για την ιστορία τους η οποία είναι αποτέλεσμα της δική τους θέλησης και δράσης.
«Η πολιτική για τον Καστοριάδη υπάρχει όταν υπάρχει η αυτοστοχαστική δράση των ανθρώπων ως συλλογικότητας και δεν υπάρχει όταν οι άνθρωποι εκχωρούν τις επιθυμίες τους, τα όνειρά τους, τη δράση τους, την εξουσία τους, στους δήθεν αντιπροσώπους τους που αντιπροσωπεύουν οικογενειακά, κομματικά, ιδιωτικά και προσωπικά συμφέροντα», όπως λέει ο Γιώργος Οικονόμου μαθητής του Κορνήλιου Καστοριάδη.
Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales. Εκτός από την απασχόλησή του ως ψυχαναλυτής, εργαζόταν ως ειδικός στον ΟΟΣΑ έως το 1970.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης διατηρούσε δυνατούς δεσμούς με την Ελλάδα και τα τελευταία χρόνια της ζωής του έδωσε πολλές διαλέξεις σε ελληνικά πανεπιστήμια. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και το 1993 στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Έφυγε από τη ζωή τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997...



Καστοριάδης - Εκπαίδευση

"Ο κεντρικός λόγος της παιδείας σε μία δημοκρατική κοινωνία είναι αναμφισβήτητος. [...] Και δεν μιλώ για την παιδεία που παρέχει το «Υπουργείο Παιδείας», ή εν πάση περιπτώσει όχι κυρίως γι’ αυτήν, ούτε για μια νιοστή «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», με τη οποία, υποτίθεται, θα προσεγγίζαμε περισσότερο τη δημοκρατία. Η παιδεία αρχίζει με τη γέννηση του ανθρώπου και τελειώνει με το θάνατό του. Συντελείται παντού και πάντα. Οι τοίχοι της πόλης, τα βιβλία, τα θεάματα, τα γεγονότα εκπαιδεύουν τους πολίτες - σήμερα δε κατά κύριο λόγο «παρεκπαιδεύουν».


"Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια δημοκρατία τέλεια, ολοκληρωμένη κ.λπ. μας πέφτει από τον ουρανό, είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορέσει να επιζήσει περισσότερο από μερικά χρόνια, αν δεν δημιουργήσει τα άτομα που της αντιστοιχούν και που είναι, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ικανά να την κάνουν να λειτουργήσει και να την αναπαραγάγουν. Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία χωρίς δημοκρατική παιδεία.



Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...