Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Γρηγόριος Ξενόπουλος "Το πρώτο μου Πάσχα" Διήγημα




















Το πρώτο μου Πάσχα



Aγαπητοί μου,

Aυτές τις ημέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Kαι θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου, όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ’ οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»… Όσο ήταν χειμώνας, η μητέρα μου μ’ έπαιρνε μαζί της στον Άι-Γιάννη ή στη Φανερωμένη, τις γειτονικές μας εκκλησίες, που λειτουργούσαν κάπως αργά –από τις οχτώ η μια, από τις εννιά η άλλη. Mα όταν έμπαινε η άνοιξη, που μπορούσα να ξυπνώ και να βγαίνω πιο πρωί, ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε στην Eπισκοπιανή ή στον Άγιο Xαράλαμπο, εξοχικές εκκλησίτσες αυτές, σ’ ένα ωραίο παραθαλάσσιο προάστιο, που λειτουργούσαν από τις επτά. Mετά τη λειτουργία, κάναμε κι έναν ωραίο περίπατο στους Kήπους και γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι μα πολύ ευχαριστημένοι κι οι δυο.
          Ω, ήταν τόσο όμορφα! H άνοιξη είχε στολισμένες τις πρασινάδες με μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες, με ολοκόκκινες παπαρούνες και μ’ άλλα γαλάζια ή μαβιά αγριολούλουδα. Tι πολύχρωμο το χαλί που απλωνόταν στα χωράφια! Tο έβλεπα κι από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησιάς, καθώς άκουγα τα ψαλσίματα, τις ευχές και τα ευαγγέλια. Tα ευαγγέλια προπάντων μ’ άρεσαν πολύ. Eίναι τόσο ποιητικά αυτά που λένε πριν και μετά το Πάσχα. Πρώτα των Bαΐων –και συνήθως απ’ αυτή την Kυριακή άρχιζα να πηγαίνω στις εξοχικές εκκλησίτσες– έπειτα της Aνάστασης, έπειτα του Θωμά, των Mυροφόρων, της Σαμαρείτιδος… O παπα-Λογοθέτης, εφημέριος στον Άι-Xαράλαμπο, πολύ γραμματισμένος τα έλεγε θαυμάσια. Kι όχι ψαλτά με μπάσα και σικόντα, όπως σ’ άλλες εκκλησιές· αλλά διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη προς λέξη, και μ’ έκφραση, με τόνο ώστε να καταλαβαίνει το νόημα κι ο αγράμματος. Kι αλήθεια, στις εκκλησίτσες εκείνες το περισσότερο πήγαιναν απλοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού –ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Kαι σου ’κανε χαρά να τους βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν’ ακούνε με τόση ευλάβεια και με τόση προσοχή τα λόγια του Kυρίου…
          Tη Mεγάλη όμως Eβδομάδα και το Πάσχα, όλη όλη μου η «εκκλησία» ήταν, την Kυριακή το πρωί, η Aνάσταση που γινόταν στο ύπαιθρο, και κατόπι η λειτουργία: Δεύτε λάβετε φως, Xριστός Aνέστη, Eν αρχή ην ο λόγος και καθεξής. Δεν μ’ έβγαζαν έξω βράδυ, κι ούτε στα Nυμφία με πήγαιναν, ούτε στην Aκολουθία των Παθών, ούτε στη λιτανεία του Eπιταφίου, που μόνο την πένθιμη μουσική της άκουγα από μακριά, αν τύχαινε να ξυπνήσω τη νύχτα της Mεγάλης Παρασκευής. Έτσι δεν ήξερα καλά τι προηγήθηκε απ’ την Aνάσταση. Mόνο, από την Kυριακή των Bαΐων, πως ο Xριστός μπήκε θριαμβευτικά στα Iεροσόλυμα. Aλλά τι έκαμε κει, τι τον έκαμαν, άκρες μέσες: Kάποιος Mυστικός Δείπνος, κάποιος σταυρικός Θάνατος, κάποια Tαφή σε καινό μνημείο… Tι να ήταν αυτά; Πώς να είχαν γίνει; Mόλις είχα μια ιδέα.
          Kι άξαφνα… τα έμαθα όλα! Eίχα μεγαλώσει, φαίνεται, εκείνο το χρόνο, κι οι γονείς μου με πήραν μαζί τους παντού. Έτσι άκουσα και τα φοβερά εκείνα ευαγγέλια της Mεγάλης Πέμπτης και της Mεγάλης Παρασκευής και το Σήμερον κρεμάται!… Eίδα και το Xριστό με το αγκαθένιο του στεφάνι στο μαύρο σταυρό, ένα μεγάλο Xριστό σαν αληθινό… Έπειτα τον είδα και νεκρό, ξαπλωμένο στο χρυσό Eπιτάφιο (κι ο Xριστός του Eπιταφίου στη Zάκυνθο δεν είναι κεντημένος σε πανί, είναι ζωγραφισμένος σε ξύλο, σαν εικόνα περικομμένη, όπως κι ο Eσταυρωμένος). Kαι θυμούμαι ακόμα τι αλλιώτικη εντύπωση, τι μεγαλύτερη χαρά μου έκανε το Πάσχα στην εκκλησίτσα την πρώτη φορά, αφού είχ’ ακούσει πια κι ιδεί και μάθει όλα τα προηγούμενα. Mπορώ να πω πως αυτό ήταν το πρώτο μου Πάσχα.
          Γιατί όλη τη Mεγάλη Eβδομάδα την είχα περάσει με το πένθος, με τη λύπη των Παθών. Eίχα παρακολουθήσει το Xριστό στο μαρτύριό του, στην αγωνία του, στο θάνατό του· είχ’ ακούσει και τη Διαθήκη του, είχα παρακαθίσει και στο Mυστικό Δείπνο, είχ’ ακολουθήσει και την εκφορά του, κλαίγοντας μαζί με τη Θλιμμένη Mητέρα, που κι αυτή ακολουθούσε ζωγραφιστή σε μια μεγάλη εικόνα σαν αληθινή: ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον … Γι’ αυτό το Xριστός Aνέστη μου έκαμε ύστερα τόση χαρά, τόση αγαλλίαση· γι’ αυτό μου φάνηκε σα μιαν υπέρτατη ικανοποίηση, σα μια νίκη, σαν ένας θρίαμβος. Eκείνος που φόρεσε για εμπαιγμό ψεύτικη πορφύρα. Eκείνος που ποτίσθηκε χολή και ξύδι, και μαστιγώθηκε, και καρφώθηκε σε ξύλο, και πέθανε μαρτυρικά, σαν άνθρωπος, έβγαινε ζωντανός από τον τάφο κι ανέβαινε στον ουρανό σα Θεός!
          Έτσι έπρεπε να είναι. Για να μου δώσει τόση χαρά η Aνάσταση, έπρεπε να προηγηθεί το Πάθος· για να μου κάμει τόση εντύπωση το Πάσχα, έπρεπε να γνωρίσω τη Mεγάλη Eβδομάδα. Mαθαίνοντας όσα έμαθα εκείνο το χρόνο, μάθαινα τη ζωή, που ώς τότε ήμουν πολύ μικρός για να την ξέρω, αφού οι γονείς που με φρόντιζαν και μ’ οδηγούσαν, δεν με πήγαιναν παρά στις χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες και με προφύλαγαν απ’ τα λυπητερά, που δεν ήταν ακόμα για μένα. Έτσι και στη ζωή: Tη χαρά, την αληθινή χαρά, την κατακτούμε ύστερ’ από αγώνα και αγωνία, ύστερ’ από κόπο και λύπη. Πριν από κάθε μας Πάσχα, πρέπει να περάσουμε μια Mεγάλη Eβδομάδα.
          Ω, αυτό το ξέρετε και σεις απο τώρα. Mήπως την εβδομάδα των διαγωνισμών του σχολείου, που προηγείται από τη νίκη και τη χαρά του άριστα, δεν την ονομάζετε… Mεγάλη Eβδομάδα; Γελάτε, ε;… Kαι του χρόνου!
Σας ασπάζομαι
ΦAIΔΩN



Πηγή: http://www.snhell.gr/ (από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος τρίτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)



Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (9 Δεκεμβρίου 1867 − 14 Ιανουαρίου 1951) ήταν Ζακυνθινός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων. Διετέλεσε αρχισυντάκτης στο θρυλικό πια περιοδικό, Η Διάπλασις των Παίδων, κατά την περίοδο 1896 - 1948. Κατά την αρχισυνταξία του Ξενόπουλου στο περιοδικό ήταν και ο βασικός του συντάκτης. Είναι χαρακτηριστική η υπογραφή του Σας ασπάζομαι, Φαίδων, που χρησιμοποιούσε στις επιστολές που υποτίθεται έστελνε στο περιοδικό. Ήταν ο ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού Νέα Εστία, το οποίο εκδίδεται ακόμα και σήμερα. Το 1931 έγινε ακαδημαϊκός. Μαζί με τους ΠαλαμάΣικελιανό και Καζαντζάκη ίδρυσε την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας ήταν και πρώτος πρόεδρος (1934-37).

Βίος

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 9 Δεκεμβρίου 1867. Ο πατέρας του, Διονύσιος, καταγόταν από τη Ζάκυνθο, με απώτατες ρίζες από την Πελοπόννησο: οι Ξυνήδες ή Ξυνόπουλοι είχαν εγκατασταθεί στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο τον 16ο αιώνα . Η μητέρα του Ευθαλία από την Πόλη με απώτατες ρίζες από την Καισάρεια[. Ο πατέρας του είχε πάει αρχικά στην Αθήνα όπου στα χρόνια του Όθωνα κατατάχθηκε στο ιππικό και «ανδραγάθησε στην καταδίωξη της ληστείας».[Όμως επειδή θεώρησε πως αδικήθηκε στις κρίσεις και τις προαγωγές — είχε φτάσει μέχρι το βαθμό του υπίλαρχου — έφυγε για την Κωνσταντινούπολη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Η μητέρα του Ευθαλία ήταν μία από τις αδελφές ενός φίλου του πατέρα του Διονύσιου, του Νικόλαου Θωμά, φαρμακοποιού του Φαναρίου και μυρεψού του Πατριαρχείου, με τη μεσολάβηση του οποίου και έγινε ο γάμος των δύο. Η μητέρα του είχε Φαναριώτική καταγωγή και ήταν αδελφή του μητροπολίτη Χαλκηδόνας Καλλίνικου.Έντεκα μήνες μετά τη γέννησή του μετέβη στη Ζάκυνθο. Ο Ξενόπουλος είχε άλλα πέντε αδέλφια: τη Μαρία-Αναστασία που πέθανε μωρό, την Όλγα, τον Στέφανο, την Αικατερίνη (πέθανε το 1934) και τη Χαρίκλεια.η οποία ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και πέθανε το 1973[Ο Ξενόπουλος συντηρούσε οικονομικά μέχρι το θάνατό της τη μητέρα του και μετά με τη διαθήκη του μερίμνησε για την αδελφή του Χαρίκλεια. Ο Γρηγόριος έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Ζάκυνθο, μέχρι το 1883, όταν γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει Φυσικομαθηματικά, μετά από προτροπή του φίλου του Νικολάου Μοτσενίγου (αδερφού του συμμαθητή του Ξενόπουλου Σωτηρίου Μοτσενίγου), ο οποίος σπούδαζε ήδη φυσικομαθηματικός στην Αθήνα. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ: από το πρώτο ήδη έτος είχε αρχίσει την ενασχόληση με τη λογοτεχνία, η οποία ήταν και η μοναδική πηγή εσόδων του.
Από το 1892 εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στην Αθήνα και το 1894 νυμφεύθηκε την Ευφροσύνη Διογενίδη. Το ζευγάρι χώρισε ενάμιση χρόνο μετά, ενώ είχαν ήδη αποκτήσει μια κόρη και ο συγγραφέας νυμφεύθηκε ξανά το 1901 τη Χριστίνα Κανελλοπούλου, με την οποία απέκτησε άλλες δύο κόρες.
Συνεργάστηκε με πλήθος εφημερίδων και περιοδικών στις οποίες δημοσίευε μελέτες, άρθρα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Το 1894 ανέλαβε τη διεύθυνση της Εικονογραφημένης Εστίας, το 1896 έγινε αρχισυντάκτης του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων, του οποίου ήταν και συνδρομητής κατά τα παιδικά του χρόνια. Από το 1901 ως το 1912 δημοσίευε στο περιοδικό Παναθήναια λογοτεχνικά έργα και μελέτες και από το 1912 άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα Έθνος γράφοντας μυθιστορήματα σε συνέχειες. Το 1927 ίδρυσε το περιοδικό Νέα Εστία, του οποίου ήταν διευθυντής ως το 1934. To 1939 έγινε μέλος της πρώτης επιτροπής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Στη Κατοχή συμμετείχε στην ελληνόφωνη ιταλική εφημερίδα Κουαδρίβιο που προήγαγε την συνεργασια με τους Ιταλούς
Πέθανε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 1951 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.

Υπογραφή

Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ




Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Κωνσταντίνος Θεοτόκης "Αμάρτησε;" Διήγημα
























Αμάρτησε;

του Κων/νου Θεοτόκη

Ήτανε μια δροσερή Απριλιάτικη αυγή : η αυγή της Λαμπρής.

Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα , και οι καμπάνες της Εκκλησίας του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και έμπαιναν απ’ όλες τες πόρτες , οι ανθρώποι πολλοί τη φορά , καθαροί , χαρούμενοι , ντυμένοι με ρούχα καινούργια , και κατόπι ο ένας στον άλλο , με τάξη και ευλάβεια επροσκυνούσαν τες εικόνες και εσταμάταιναν απέκει στη μέση της εκκλησιάς και έπαιρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόταν μπουλούκια , μπουλούκια με τες άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι , με χρυσάφια στα στήθια , σεμνές , ευλαβητικές , στολισμένες και έμεναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς , που δεν είχε γυναιτίκι.

Όλοι επρόσμεναν τώρα ν’ αρχίσει η ακολουθία.

Η θύρα του ιερού άνοιξε , ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται , ο παπάς αποτέλιωσε τα μυστικά του , εθυμιάτισε , εκοντόβηξε , έμεινε μια στιγμή σιωπηλός κάνοντας και το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια έκαμαν του σταυρού το σημάδι.

Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός μικρός , με μεγάλα λευκά γένια , με μακρυά μαλλιά ασημένια και κείνα , λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μέτωπό του , με γαλανά μάτια που τα γέρα και οι νηστείες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωρίο τον σεβόταν.

Με την ψιλή του φωνή , που ολοένα εγενότουν σταθερότερη , ο γέροντας εδιάβαζε ψαλτά τες ευκές του , που τες ήξερε όλες απ’ όξω , και η ακολουθία επροχωρούσε καθώς πάντα , επίσημη , κατανυχτική , μεγαλόπρεπη , και ο κόσμος , που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια , αφοκραζόταν με πίστη και από καρδίας εδεότουν , σα ναδινε μαγαλείτερη αξία στην προσευκή και η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.

Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.

Την πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβυσμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στο κόσμο , και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή , και που εφαινότουν συγχυσμένος και εκείνος , γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευκόταν με ευλάβεια. Και είπεν ο παπάς με το νου του : «Εδώ θανε και εκείνη». Μα το βλέμμα του δεν έλαβε καιρό να την εύρει ανάμεσα στες γυναίκες.

Και εγιόμαζαν τώρα την εκκλησία οι ύμνοι που τους έψαλλαν καλόφωνοι ψάλτες , και η ευωδία του λιβανιού , και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινότουν σα μ’ ένα στόμα η βοή του λαού , που με πίστη θερμή , και ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέηση του ως του Θεού το θρόνο , ποθώντας να υποτάξει τα στοιχείς , και να λιγώσει τη θέληση της παντοδυναμίας.

Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά , πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας , μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας , αλλά εδεότουν η καρδία του στον ουράνιον πατέρα , άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν το νου. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;

Εκεί ήταν και εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει , όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμένη ανάμεσα στες γυναίκες. Η ταραχή της ο φόβος της , η συγκίνησή της , ήταν ζωγραφισμένη απάνου στο όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστηχη , ούτε αυτή δεν έφταιγε. Το’ χε απαιτήσει ο πατέρας της , ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευχότουν. Πως είχε κλάψει προχτές στην ξεμολόησή της , όταν συντριμένη καρδιά του’ χε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της , το μεγάλο της το φταίσμα , μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δεν θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα , μα ο πατέρας της την υποχρέωσε , ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση , ήθελε ή ναναι περήφανος για τη θυγατέρα του ή να ξεπλείνει την ντροπή του στο αίμα! Τι θα’ κανε η δύστυχη? Και πόσο είχε συγχυστεί ο παπάς ακούοντάς την , γιατί τον είχε αφήσει ο θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια? Γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του , παρά τον άφινε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύνα μη του πειρασμού?

Και η λειτουργία επροχωρούσε : με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δύο λαμπάδες , εβγήκε στο πρεσβυτέριο και εστάθηκε μπρος στο πλήθος. Άκρα σιωπή εβασίλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που εβγήκε απ’ όλα τα χείλη , έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι , από φοβισμένες καρδιές που τες εταπείνωσε εκείνην την στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβυσμένο του βλέμμα εκοίταζε στο βάθος της εκκλησιάς , όπου ήταν οι γυναίκες , σα ναθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να της συστήσει ότι της είχε παραγγείλει προχτές στην εξομολόγηση.

Δεν ημπορούσε της είχε ειπεί , να την κοινωνήσει.

Όχι , τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νους του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησιά , ας εύρισκε μια πρόφαση , όποιαν ήθελε , ας έκανε την άρρωστη. Μα αν πάλι δεν ημπορούσε να κάμει αλλιώς κι αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει , ας ερχόταν ανάμες στες άλλες γυναίκες , και αυτός σκήμα μόνο θάκανε πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του Σωτήρος. Όχι , δεν θα την κοινωνούσε αυτήν την αμαρτία δεν τη χωρούσε ο νους του.

Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών» , οι ψάλτες έψαλαν το κοινωνικό , κι ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν , σαν να ήταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Της έριξε μια ματιά κι άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο , που κατά το συνήθειο ήταν πολύς αυτή την ημέρα. Και εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες , που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συχώρηση , και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσά τους ήταν και εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κι όλας πως και ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο , βλέποντας να αφίνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της , τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη , έβαζε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της την εκοίταζε. Και με αναγάλλιασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα , τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα , ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά : «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».


Πηγή: http://www.ecclesia.gr/


Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 – 1 Ιουλίου 1923) ήταν Έλληνας συγγραφέας και μεταφραστής, σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής.

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, που γεννήθηκε στην Κέρκυρα, ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, - πατέρας του ήταν ο Μάρκος Θεοτόκης και μητέρα του η Αγγελική Πολυλά (ξαδέρφη του λόγιου Ιάκωβου Πολυλά) -τα μέλη της οποίας ασχολήθηκαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από τον 14ο αι..Φοίτησε στο «Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας», στη συνέχεια στο «Κερκυραικό Γυμνάσιο» και τέλος έκανε τις ανώτατες σπουδές του στο Παρίσι, παρακολουθώντας μαθήματα φιλολογίας, μαθηματικών, ιατρικής και χημείας, χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής γλώσσας σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρά ηλικία (γνώριζε ακόμη αρχαία περσικά, αρχαία ελληνικά και εβραϊκά[4]) ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο, το "La vie des Montagnes", που δημοσιεύθηκε και από τον εκδοτικό οίκο "Mercure de France". Την ίδια εποχή (συγκεκριμένα το 1887) εξέδωσε μία μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και το επανδρωμένο (κυβερνούμενο) αερόστατο.
Το 1889 ξεκινά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, ενώ δύο χρόνια αργότερα καταφεύγει στη Βενετία για οικονομικούς λόγους, όπου και γνωρίζει την βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς. Ύστερα από αντιρρήσεις του πατέρα του την παντρεύεται δύο χρόνια αργότερα και αποκτά μαζί της μία κόρη.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1895 εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα, στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων. Συνδέθηκε με τον ποιητή Μαβίλη και προσχώρησε από τους πρώτους στο κίνημα του δημοτικισμού. Από τότε φαίνεται ότι ασπάστηκε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες, από τις οποίες και διακρίνονται τα έργα του. Συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης το 1896 ως εθελοντής και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία, επικεφαλής δικού του σώματος. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Τότε και απώλεσε ολόκληρη την προικώα περιουσία του στην Αυστρία (1917) οπότε και αναγκάσθηκε να δουλέψει αναλαμβάνοντας το γραφείο λογοκρισίας παντός εντύπου και αλληλογραφίας, θέση που διατήρησε για λίγο χρόνο.
Στην ελληνική λογοτεχνία η πεζογραφία του Κ. Θεοτόκη είχε σημαντική προσφορά. Στα εκτενή διηγήματά του: Η τιμή και το χρήμαΗ ζωή και ο θάνατος του ΚαραβέλαΟ κατάδικος και Οι σκλάβοι στα δεσμά τους διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης και η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται και από φιλοσοφική διάθεση. Τα σύντομα διηγήματά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αρχή στο περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου και στον Νουμά, και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Κορφιάτικες ιστορίες, αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα την κερκυραϊκή ζωή της εποχής, με εικόνες αδρές και σκληρές. Γεγονός είναι ότι υπήρξε επηρεασμένος από τον Νίτσε από την πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όταν έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα. Στη ποιητική του συγγραφή κυριαρχούν οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ που απέδωσε έμμετρα την Τρικυμία, τον Μάκβεθ, τον Βασιλιά Ληρ και τον Οθέλλο. Επίσης μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου, τον Έρμαν και Δωροθέα του Γκαίτε, τον Φαίδωνα του Πλάτωνα, και από τη σανσκριτική τα: ΣακούνταλαΜαλαβίκα και Αγνημίτρα. Έγραψε επίσης και μερικά σονέτα που διακρίνονταν για τη λεπτότητα αισθήματος.
Ο Κ. Θεοτόκης γνωρίζοντας τον σοσιαλισμό, συμμετείχε επίσης στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υποστήριξε το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών.
Πέθανε στην Κέρκυρα σε ηλικία 51 ετών, τον Ιούλιο του 1923, από καρκίνο.


Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Ανδρέας Καρκαβίτσας "Πάσχα στα πέλαγα"








"Μ’ έφαγες σ’ έφαγα έτσι πάει ο κόσμος. Κι απ’ το πολύ φαγί αρρωσταίνει κανείς όπως κι από τη νηστεία"

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά, 12 Μαρτίου 1865 – Μαρούσι, 24 Οκτωβρίου 1922) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη του γραπτού λόγου εκτός από θεατρικά έργα: διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Επίσης, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρα που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των διαφόρων τόπων της Ελλάδας.Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτά τα δυο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού, αυτοτελώς καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικής πεζογραφίας.Στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας — έπασχε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από φυματίωση — το 1920, με το βαθμό του αρχίατρου. Ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική ζωή του τόπου, συμμετέχοντας στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κρήτη κατά την Kρητική Eπανάσταση του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912–1913, στο Κίνημα στο Γουδί, κ.α.Πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα τον Οκτώβρio του 1922, στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών, πικραμένος για την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική καταστροφή, που την είδε να συμβαίνει λίγο πριν πεθάνει,Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ

Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσχιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δύο χρωματιστὰ φανάρια τῆς γέφυρας ζερβόδεξα· ἕνα ἄλλο φανάρι ἄσπρο ἀκτινοβόλο ψηλὰ εἰς τὸ πλωριὸ κατάρτι καὶ ἄλλο ἕνα μικρὸ πίσω εἰς τὴν πρύμη του. Τίποτε ἄλλο. Οἱ ἐπιβάτες ἦσαν ὅλοι ξαπλωμένοι στὶς κοκέτες τους, ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὕπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ θερμαστές, ὅσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία ἐροχάλιζαν εἰς τὰ γιατάκια τους. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ γέφυρα, μαῦροι ἴσκιοι, σχεδὸν ἐναέριοι, ἔλεγες πὼς ἦσαν πνεύματα καλόγνωμα, ποὺ ἐκυβερνοῦσαν στὸ χάος τὴν τύχη τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν κοιμωμένων ἀνθρώπων.
Ἔξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας ἐσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα ἐσήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, ἐπέμενε νὰ ρίχνῃ τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα, κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανὸ καὶ νὰ κράζῃ ὅλους εἰς τὸ κατάστρωμα. Καὶ μὲ μιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο ἐπλημμύρισεν ἀπὸ φῶς, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ γιατάκια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς κοκέτες τους.
Ἐμπρὸς εἰς τὴν πλώρη καὶ εἰς τὴν πρύμη πίσω ἀνυπόμονες ἔφευγαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ναύκληρου οἱ σαΐτες, ἔφθαναν λὲς τ᾿ ἀστέρια κι ἔπειτα ἔσβηναν στὴν ἄβυσσο, πρασινοκόκκινα πεφτάστερα.
Τὰ ξάρτια, τὰ σχοινιά, οἱ κουπαστὲς ἔλαμπαν σὰν ἐπιτάφιοι ἀπὸ τὰ κεριά. Καὶ δὲν ἦταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ καράβι παρὰ ἕνα μεγάλο πολυκάντηλο, ποὺ ἔφευγε ἀπάνω στὰ νερὰ σὰν πυροτέχνημα.
Ἡ γέφυρα στρωμένη μὲ μία μεγάλη σημαία ἐμοίαζε ἁγιατράπεζα. Ἕνα κανίστρι μὲ κόκκινα αὐγὰ καὶ ἄλλο μὲ λαμπροκούλουρα ἦταν ἀπάνω. Ὁ πλοίαρχος σοβαρὸς μὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο στὸ χέρι ἄρχισε νὰ ψέλνῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Τὸ πλήρωμα κι οἱ ἐπιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι καὶ μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια, ξανάλεγαν τὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲ κατάνυξη.
- Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!.. εὐχήθηκε ἅμα ἐτέλειωσε τὸν ψαλμό, γυρίζοντας πρῶτα στοὺς ἐπιβάτες κι ἔπειτα στὸ πλήρωμα ὁ πλοίαρχος.
- Χρόνια πολλὰ καπετάνιε! χρόνια πολλά!... ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ὁμόφωνοι.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια σας, κύριοι! Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας παιδιά! ἐξαναεῖπε ὁ πλοίαρχος, ἐνῶ ἕνα μαργαριτάρι ἐφάνη στὴν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας, καπετάνιε!
Ἔπειτα ἐπέρασε ἕνας ἕνας, πρῶτα οἱ ἐπιβάτες ἔπειτα τὸ πλήρωμα, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λαμπροκούλουρο καὶ ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχὲς καὶ τὰ φιλήματα:
- Χριστὸς Ἀνέστη.
- Ἀληθινὸς ὁ Κύριος.
- Καὶ τοῦ χρόνου σπίτια μας...
Οἱ ἐπιβάτες ἐτράβηξαν στὰς θέσεις τους νὰ φᾶνε τὴ μαγερίτσα. Οἱ ναῦτες ζευγαρωτὰ στοὺς διαδρόμους, ἐφίριραν τ᾿ αὐγά τους, ἐγελοῦσαν, ἐσπρώχνοντο συναμεταξύ τους, ἔτρωγαν λαίμαργα, ἐκαλοχρονίζοντο σοβαρὰ καὶ κοροϊδευτικά.
Ἔπαψε τὸ καμπανοχτύπημα· ἕνα ἕνα ἔσβησαν τὰ κεριά. Τὸ καράβι ἐβυθίστηκε πάλι στὴν ἡσυχία του. Ὁ καπετάνιος καὶ ὁ τιμονιέρης καταμόναχοι ἐπάνω στὴ γέφυρα, πνεύματα θαρρεῖς ἐναέρια, ἐξακολουθοῦσαν τὴ δουλειά τους σιωπηλοὶ καὶ ἄγρυπνοι:
- Ἕνα κάρτο μαΐστρο!
- Μαΐστρο!
- Γραμμή!
- Γραμμή!
Καὶ τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο πάλι ἐξακολούθησε νὰ σχίζῃ τὰ νερά, ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του.


Πηγή:users.uoa.gr

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Όταν το 1821 γίνεται "τροφός" της ποίησης

«Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω από το Σούλι./ Τό 'να 'ναι του Μουχτρά πασά, τ' άλλο του Σελιχτάρη,/ το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου./ Μια παπαδιά τ' αγνάντεψε ν' από ψηλή ραχούλα./ "Πού 'στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού 'στε νοι Μποτσαραίοι;/ Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώση".(...) Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι:/ "Παιδιά, σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντρειωμένα,/ γιατ' έρχεται ο Μουχτρά πασάς με δώδεκα χιλιάδες"./ Ο πόλεμος αρχίνισε κι ανάψαν τα τουφέκια.(...)»δημοτικό τραγούδι για την πρώτη εκστρατεία του Αλή Πασά στο Σούλι (1792) 
Η Δημοτική μας ποίηση ήταν η πρώτη και αλάθευτη που εξιστόρησε την μακραίωνη σκλαβιά του λαού μας αλλά και η άρρηκτα συνδεδεμένη με τους μακροχρόνιους απελευθερωτικούς αγώνες του. Με λίγα λόγια, το δημοτικό τραγούδι είναι η γνήσια και η ανόθευτη έκφραση της λαϊκής ψυχής.


Στα Τρίκορφα μες στην κορφή (Πελοπόννησος)

Στα Tρίκορφα μες στην κορφή Kολοκοτρώνης ρίχν' ορδή, μες στα Tρίκορφα στη ράχη πάει το αίμα σαν αυλάκι. Kολοκοτρώνης φώναξε κι ούλος ο κόσμος τρόμαξε, γιεμ, ο Θοδωρής φωνάζει και το στράτευμα διατάζει. Πού 'σαι μωρέ Nικηταρά πο 'χουν τα πόδια σου φτερά, γιεμ, και συ μωρέ Γιατράκο κάθε μέρα κάνεις τράκο


Θρήνος μεγάλος έγινε (του Μάρκου Μπότσαρη)




Του Κίτσου η μάνα - Ευανθία Γκούζου



Είναι αμέτρητος ο θησαυρός της ελληνικής ποίησης για τους αγώνες του λαού μας για την ελευθερία κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αυτοί ήταν που έθρεψαν τους στίχους αλλά και τις ιδέες του πρωτεργάτη της ελευθερίας, του Ρήγα Βελενστινλή.  


Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,

μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή

Ο Ανδρέας Κάλβος το 1824 εκδίδει τη “Λύρα”, μια συλλογή με 10 ωδές, ενώ το 1826 εκδίδει τα “Λυρικά μια άλλη συλλογή με άλλες 10 ωδές.Στην 4η Ωδή  “Εις Σάμον” των Λυρικών γράφει χαρακτηριστικά: «Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμηνη ελευθερία», αναδεικνύοντας την ελευθερία ως το υπέρτατο αγαθό στην ανθρώπινη ζωή. 


Εις Σάμον


Όσοι το χάλκεον χέρι
Βαρύ του φόβου αισθάνονται
Ζυγόν δουλειάς ας εχωσι.
Η ελευθέρια.
Θέλει αρετήν και τόλμην
νουν αληθείας) επτέρωσε
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
τον Ίκαρον και αν έπεσεν
Αφ'υψηλά όμως έπεσε
ο πτερωθείς κ'επνίγη
θαλασσωμένος.
Και απέθανε ελεύθερος.
Φρικτόν τον τάφον.
Αν γένης σφάγιον άτιμων
Ενός τυρράνου, νόμιζε



Αλλά και ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, εμπνέεται από τον επαναστατικό αγώνα του λαού μας και γράφει το 1823 στην πατρίδα του, Ζάκυνθο, τον “Υμνον εις την Ελευθερίαν”. Επίσης την ίδια χρονιά εμπνέεται από την ηρωϊκή μορφή του Μάρκου Μπότσαρη και τον θάνατό του και γράφει το ποίημα “Εις Μάρκον Μπότσαρη”.
Εις Μάρκον Μπότσαρη
Η Δόξα δεξιά συντροφεύειτον άντρα που τρέχει με κόπουςτης Φήμης τους δύσβατους τόπους,και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,με μάτια, με χείλη πικρά·

αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψει,τον δρόμον του κόσμου να πάψει,η Δόξα καθίζει μονάχηστην πλάκα του τάφου λαμπρή,και ο Φθόνος αλλού περπατεί.

Στην πλάκα του Μάρκου καθίζειη Δόξα λαμπράδες γιομάτη·κλεισμένο για πάντα το μάτι,οπού ’χε πολέμου φωτιά·—ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!

Σοφοί λεξιθήρες, μακρία —μη λάχει σας βλάψω τ’ αυτία·τρεχάτε στα μνήματα μέσακαι ψάλτε με λόγια τρελά· —ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!

Το λείψανο που ’χε γλιτώσειο Πρίαμος με θρήνους, με δώρα,εγύριζε οπίσω την ώραπου πέφτει στην όψη της γηςτο φως το γλυκό της αυγής.

Εβγήκαν μαζί τής θλιμμένηςΤρωάδας απ’ όλα τα μέρηγυναίκες, παιδάκια και γέροι,θρηνώντας, να ιδούν το κορμίπου χάνει γι’ αυτούς την ψυχή.

Κλεισμένο δεν έμεινε στόμααπάνου στου Μάρκου το σώμα·απέθαν’, απέθαν’ ο Μάρκος·μια θλίψη, μία άκρα βοή,και θρήνος και κλάψα πολλή.
Παρόμοια ηχώ θα λαλήσει,του κόσμου την ύστερη μέρα,παντού στον καινούριον αέρα·παρόμοια στους τάφους θα εμβεί,
να κάμει καθένας να εβγεί. 


Όμως το κορυφαίο του ποιητικό έργο του είναι αυτό που έχει στηριχθεί στο ιστορικό γεγονός, τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (Απρίλιο 1825 έως Απρίλιο 1826) από τους Τούρκους και στη συνέχεια απ' τους Αιγύπτιους, καθώς και την ηρωϊκή έξοδο τους. 

Άκρα του τάφου σιωπή
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω `γώ στο χέρι;
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
Οπού συ μου `γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει".





Πειρασμός

Έστησ’ ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη

κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα
και μες τη σκιά, που φούντωσε και κλεί δροσιές και μόσχους,
ανάκουστος κηλαηδισμός και λιποθυμισμένος.

χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ ’γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.
ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο `ναι κι άσπρο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
πούχ’ ευωδίσει τς’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι `δες.
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο, π’ ασπρίζει μες τη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι





Αλλ' ήλιος αλλ' αόρατος

Αλλ' ήλιος μέγας κι άσβηστος αιθέρας κοσμοφόρος (από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα) Αλλ' ήλιος αλλ' αμέτρητος αιθέρας κοσμοφόρος (από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα) Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας, δεν τους βαραίνει ο πόλεμος, αλλ' έγινε πνοή τους δεν τους βαραίνει ο πόλεμος κι εμπόδισμα δεν είναι στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν. (από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα) Αλλ' ήλιος αλλ' ατάραχος αιθέρας κοσμοφόρος Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης κι ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε.



Αηδονολάλειε στήθος μου - Ειρήνη Παππά, Γ. Μαρκόπουλος

Άγγελε, μόνον στ' όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου
Ιδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα
τα θέλω 'γω, να τα 'χω 'γω, να τα κρατώ κλεισμένα
Εδώ π' αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες
αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει
Με σας να πέσω στο σπαθί κι άμποτε να 'μαι πρώτη
Τα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο
Και στη θωριά του, είν' όμορφο το φως και μαγεμένο
Χωρίς φιλί, χαιρετισμό, χωρίς ματιά να δώσω
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν
κι όσα άνθια θρέφει και καρπούς τόσ' άρματα σε κλειούνε





Το χάραμα επήρα

Το χάραμα επήρα του ήλιου το δρόμο,

κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο
κι απ’ όπου χαράζει έως όπου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν
τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.

Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει
αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει:
"Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ".

Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου
φθαρμένα και μαύρα, σαν ίσκιους ονείρου.
Λαλεί το πουλάκι στου πόνου τη γη
και βρίσκει σπειράκι και μάνα φθονεί.

Γρικούν να ταράζει του εχθρού τον αέρα
μιαν άλλη, που μοιάζει τ’ αντίλαλου πέρα
και ξάφνου πετιέται με τρόμου λαλιά
πολύ ώρα γρικιέται κι ο κόσμος βροντά.

Αμέριμνον όντας τ’ αράπη το στόμα
σφυρίζει, περνώντας στου Μάρκου το χώμα.
Διαβαίνει κι αγάλι ξαπλώνετ’ εκεί,
που εβγήκι η μεγάλη του Μπάιρον ψυχή.

Προβαίνει και κράζει
τα έθνη σκιασμένα.

Και ω πείνα και φρίκη!
Δε σκούζει σκυλί!

Και η μέρα προβαίνει,
τα νέφια συντρίβει.
Να, η νύχτα που βγαίνει
κι αστέρι δεν κρύβει.



Υπήρχαν όμως και οι κορυφαίοι του ευρωπαϊκού ρομαντισμού ποιητές, που δεν πρέπει να ξεχνάμε όπως τον Γερμανό Βίλχεμ Μίλερ που έγραψε 53 υπέροχα ποιήματα “Τραγούδια των Ελλήνων. Γράφει στο ποίημά του “Η Ελλάδα και ο κόσμος” 
Χωρίς τη Λευτεριά τι θα ήσουν εσύ, Ελλάδα;
Χωρίς εσένα, Ελλάδα, τι θα ήταν ο κόσμος;
Ελάτε σεις λαοί απ’ όλες τις Χώρες
Δείτε τα στήθια που σας θήλασαν
Με το καθαρό γάλα της σοφίας.


Και ο Λόρδος Βύρων, που πέθανε αγωνιζόμενος για την ελευθερία της πατρίδας μας στο Μεσολόγγι, έγραψε έξοχα ποιήματα:



Αδιάφορη τούτη η καρδιά θα μένει 
γιατί καρδιά καμμιά δεν συγκινεί: 
κι’ όμως απαρνημένη και θλιμμένη 
ματώνει στη στιγμή. 

Οι μέρες μου χλωμά κίτρινα φύλλα 
τ’ άνθη και της αγάπης οι καρποί 
είναι σκουλήκια βούρκος και σαπίλα 
και κούφιοι οι παλμοί. 

Οι σπίθες που μου φεύγουν απ’ τα σπλάχνα 
καθώς ηφαίστεια νησιού νεκρά 
φλόγες δεν βγάνουνε παρά μιαν άχνα 
σα νεκρικά πυρά. 

Τον κλήρο του έρωτα που συνταράζει 
ελπίδες και πόθους δεν έχω εγώ 
μηδέ σκοπό πάρεξ ένα μαράζι 
ένα βαρύ ζυγό. 

Και να μην πω: «ούτε έτσι – μήτε τώρα…» 
στα εξιλαστήρια πάθη της ζωής 
ηρώων στεφάνια πλέκονται οληνώρα 
θανάτου και τιμής. 

Βόλια και λάβαρα! Αχός, Ελλάδα 
φως μου, πώς με καλείς. Πολεμιστές 
και πάλι στης ασπίδας την απλάδα 
πεθαίνουν νικητές. 

Ω ξύπνα! Ελλάδα μου όχι συ, ξύπνα 
και βύζαξε τις ρίζες πνεύμα μου 
δυνάμωσε μες των Γραικών τα δείπνα 
με ένα νεύμα μου. 

Πείνες της σάρκας, ηδονές και πάθος 
τα βδελυρά και τερατόμορφα 
Όχι! Κύττα την ομορφιά σαν λάθος 
σε πρόσωπα όμορφα. 

Αν κλαις τη νιότη σου, τότε μη ζήσεις! 
Χρέος και θάνατος σωστός εδώ 
με σφαίρες τη ζωή σου να σφαλίσεις 
στο χώμα αυτό. 

Γύρνα με περιέργεια το κεφάλι
μέτρα καλά, να ’ναι φαρδύς-πλατύς 
ο τάφος σου, κι’ ύστερα από την ζάλη 
πέσε ν’ αναπαυτείς. 


Αλλά και ο  μεγάλος Ρώσος ποιητής Αλέξαδρος Πούσκιν ενθουσιασμένος απ' το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία αναφωνεί:  

Εμπρός στυλώσου Ελλάδα επαναστάτισσα
Βάστα γερά στο χέρι τ’ άρματά σου,
Μάταια δεν ξεσηκώθηκε ο Όλυμπος
Η Πίνδος, οι Θερμοπύλες δοξάσμά σου
Απ’ τα βαθιά σου σπλάχνα ξεπετάχτηκε
Η λευτεριά ολόφωτη, γενναία
Κι από τον τάφο του Σοφοκλή απ’ τα μάρμαρα
Της Αθήνας πάντα ιερά σου και νέα
Θεών και ηρώων πατρίδα, σπάζεις άξαφνα
Το ζυγό σου και την ενάντια μοίρα
Με την ηχώ που βγαίνει του Τυργαίου σου
Του Μπάιρον και του Ρήγα άξια λύρα.




Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...