Γιώργος Σκούρτης, ένας αγαπημένος μου συγγραφέας και στιχουργός, που έχει αφήσει το στίγμα του όχι μόνο στην πεζογραφία αλλά και στο θέατρο με τα θεατρικά του έργα. Τι να πρωτοθυμηθώ; Το έργο "Νταντάδες" σταθμό της σύγχρονης δραματουργίας το 1970 στο θέατρο Τέχνης; «Οι μουσικοί», «Οι εκτελεστές», «Οι ηθοποιοί», «Κομμάτια και θρύψαλα», «Ο Καραγκιόζης παρά λίγο Βεζύρης», «Απεργία», «Το θρίλερ του έρωτα» και άλλα πολλά, γραμμένα όλα σε κοφτή, γήινη,άμεση γλώσσα και με πολύ χιούμορ. Ο ανατρεπτικός και ριζοσπαστικός αυτός γραπτός του λόγος ήταν και η αιτία που αποκαλέστηκε από πολλούς ως "Έλληνας Μπουκόφσκι" Ένας δημιουργός που προτιμούσε να ζει πάντα μακριά απ' τα φώτα της δημοσιότητας.
Ιδού ένα απόσπασμα απ' το βιβλίο του "Ιστορίες με πολλά στρας" μια σειρά αφηγημάτων που δημοσιεύτηκαν από το Δεκέμβριο του 1987 έως το Δεκέμβριο του 1988 την εβδομαδιαία εφημερίδα Το Καλάμι.
Στις Ιστορίες με πολλά στρας γράφω καταγράφοντας τη φθορά, τη διάλυση και το υπαρξιακό αδιέξοδο στις ερωτικές και κοινωνικοπολιτικές σχέσεις μας. Στην καθεμία απ' αυτές ένιωθα περισσότερο σαν ρακοσυλλέκτης κραυγών απελπισίας παρά λογοτέχνης. Άλλες είναι τρυφερές και με χιούμορ, οι περισσότερες σκληρές, πολύ σκληρές - ίσως και να σας σοκάρουν. Είναι, όμως, όλες τους αληθινές. Κι ίσως κάποια απ' αυτές είναι και πολύ δικιά σας. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ
Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω
έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω.
Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε
τα τρένα που 'ναι στο σταθμό που πάνε.
Αδύνατος μου γράφει ο Στελάκης
έχει ανάγκη θάλασσας ο Τάκης
αρχίζει το σχολείο η Μαρίνα
θέλει να γίνει κάποτε γιατρίνα.
Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω
έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω.
Αγόρασα λαχείο στ' όνομά τους
αχ, να κερδίσει να σταθώ σιμά τους.
Γιώργος Σκούρτης - Γιάννης Μαρκόπουλος
Όπου πάω κι όπου τρέξω μ'εμποδίζουνε
Όταν είμαι κι όταν έχω με τσακίζουνε
Αχ! Τι ζωή, τι κοινωνία! Έχω φτάσει σε μανία, μα αντιστέκομαι...
Αντιστέκομαι σε νόμους στις πλατείες και τους δρόμους
Αντιστέκομαι
Και μονάχα στα όνειρά μου λευτερώνομαι
Ξαναβρίσκω τη χαρά μου και λυτρώνομαι
Αχ! Τι ζωή, τι κοινωνία! Έχω φτάσει σε μανία, μα αντιστέκομαι...
Αντιστέκομαι σε νόμους στις πλατείες και τους δρόμους
Αντιστέκομαι
Και μονάχα στα όνειρά μου λευτερώνομαι
Ξαναβρίσκω τη χαρά μου και λυτρώνομαι
Απο τον δίσκο "Εργατική Συμφωνία" του Δήμου Μούτση απο το θεατρικό έργο "απεργία" του Γιώργου Σκούρτη.
Μ' όλα αυτά απόκαμα, ζητάω ν' αναπαυτώ στο μνήμα: να βλέπω, λέω, την αρετή ζητιάνα γεννημένη, το κούφιο Τίποτα φαιδρό με κορδωμένο βήμα, την Πίστη την αγνότερη χυδαία απαρνημένη, την τιμημένη Υπεροχήν αισχρά παραριγμένη, τη χάρη την παρθενική ωμά ξεπορνεμένη, την τέλειαν Ωραιότητατ κατά εξευτελισμένη, την Αξίαν από ανάπηρην κυβερνία αχρηστεμένη, την Τέχνη από την κρατική εξουσία γλωσσοδεμένη, τη Γνώση απ' τη σχολαστική Μωρία περιορισμένη, την πιο απλήν Αλήθεια, ηλίθια παρανομασμένη, την Καλοσύνη στην κυρά-Κακία υποταγμένη.
Με όλ' αυτά απόκαμα, δε θέλω να πια να ζήσω, μόνο που την αγάπη μου πεθαίνοντας θ' αφήσω.
Τα
"Σονέτα"
δημοσιεύτηκαν το 1609 και
ήταν τα τελευταία μη δραματικά έργα του
Σαίξπηρ που εκδόθηκαν. Οι μελετητές δεν
είναι βέβαιοι για το πότε γράφτηκε το
καθένα από τα 154 σονέτα,
αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Σαίξπηρ
έγραφε σονέτα σε όλη τη διάρκεια της
καριέρας του για ένα ιδιωτικό αναγνωστικό
κοινό.
Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές ο Σαίξπηρ
σχεδίαζε να εκδώσει δύο αντίθετες
σειρές: μία για την ανεξέλεγκτη επιθυμία
για μία παντρεμένη γυναίκα και μία για
την πολύπλοκη αγάπη για ένα νεαρό άντρα.
Παραμένει ασαφές αν τα στοιχεία αυτά
αντιπροσωπεύουν πραγματικά άτομα ή αν
το συγγραφικό "εγώ" με το οποίο
απευθύνεται σ' αυτούς αντιπροσωπεύει
τον ίδιο τον Σαίξπηρ.
Πάντως η έκδοση του 1609 αφιερώθηκε σε
κάποιον κύριο "W. H.", ο οποίος
πιστώνεται ως "ο μόνος γεννήτορας"
των ποιημάτων. Δεν
είναι γνωστό αν αυτό γράφτηκε από τον
ίδιο τον Σαίξπηρ ή από τον εκδότη, του
οποίου τα αρχικά εμφανίζονται στο κάτω
μέρος της σελίδας όπου γράφτηκε η
αφιέρωση. Επίσης δεν είναι γνωστό ούτε
ποιος ήτανε ο κύριος W. H., παρά τις
πολυάριθμες θεωρίες, ούτε αν ο Σαίξπηρ
είχε δώσει την άδεια του για τη δημοσίευση
των σονέτων.
Οι κριτικοί επαινούν τα Σονέτα ως μία
βαθιά περισυλλογή σχετικά με τη φύση
του έρωτα, το ερωτικό πάθος, το θάνατο
και το χρόνο, πηγή από την:https://el.wikipedia.org/
Εδώ μερικά απ' τα 154 Σονέτα του κορυφαίου ελισαβετιανού συγγραφέα και ποιητή, τα οποία αξίζει να αναζητήσετε. Καλή ανάγνωση...
DAVID GILMOUR- SONNET 18
όταν ο κιθαρίστας των Pink Floyd ερμηνεύει το Σονέτο 18
Renaissance Music in a Castle. Ancient Music in the Loire Valley.
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.
Πετάτε τους νεκρούς είπ’ ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...
Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.
Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα ‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς χρονογράφους.
O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς να ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ’ Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.