Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

"Την  ώρα  που μιλάνε  τα κορμιά" ποίημα της Γεωργίας Σταυριανέα -Λόγος ...



Την  ώρα  που μιλάνε  τα κορμιά,

τα λόγια  χάνουνε  την όποια  τους ουσία,

σαν  φύλλα πέφτουνε  σωπαίνοντας  στη γη

χωρίς  ηχώ, χροιά και  σημασία.

Κι   αναζητώ  το κορμί σου,

μια  αφορμή, την δική σου,

σε  μια στάλα  ιδρώτα  τρελή να πνιγώ.

Κι αναζητώ  την ανάσα,

απ’  της  καρδιάς σου τα μπάσα,

από του  πόθου την δίνη

να  μην θέλω  να  βγω.

Την  ώρα   που  του  έρωτα  η σιγή

παράταξε  στρατιές  τις  λάγνες  λέξεις,

είδα  τον  χρόνο μου  σε  κίνηση αργή,

να  καταργεί  κλειδιά,  εγώ ,  και  σκέψεις.

Κι  αναζητώ  το  κορμί  σου,

μια  αφορμή,  την  δική  σου

σε  παραδείσου  λημέρια  να βγω..

Κι αναζητώ  την ανάσα

απ’ της  καρδιάς σου  τα μπάσα,

σε  μια  θάλασσα αγάπης  ναυαγός  να πνιγώ… 



Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

"Η πρώτη φορά που αντίκρισα τον πατέρα μου με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ"Απόσπασμα απ' το Ιστορικό Αφήγημα της μητέρας μου, Σωσώς Ανδρικοπούλου "Συνέβησαν έτσι..."








Η πρώτη φορά που αντίκρισα τον πατέρα μου

με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ

Είχε σημάνει εσπερινό εκείνο το γλυκό απόβραδο του Ιουλίου το μικρό σήμαντρο του Άι Γιώργη. Ο παπα Παναής πρόβαλε στο προαύλιο της εκκλησία γλυκός, γαλανός, ίδιος γήινος αρχάγγελος. Κατέβαινε τα λιγοστά σκαλοπάτια, ενώ τα ράσα του τ' ανέμιζε το αεράκι που ερχόταν από το βουνό. Παρακάτω σ' ένα στρογγυλό ξέφωτο, μαζεύονταν για λίγη συντροφιά οι χωριανοί. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν τρεις φιγούρες αλλιώτικες, μια γυναίκα μεγάλη με δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι πολύ διαφορετικοί από τους άλ­λους της συντροφιάς. Η μεγάλη γυναίκα ήταν η μητέρα μου, το κο­ρίτσι ήμουν εγώ και το αγόρι ο αδελφός μου.

Η μητέρα μου μια κυρία πανέμορφη, αρχοντικιά, ντυμένη απλά, αναδείκνυε μια μοναδικότητα. Με ωραίο παράστημα, πρόσω­πο καλοσυνάτο, με μάτια γελαστά ακόμα και όταν δεν γελούσε. Αγκάλιαζε όλη την παρέα μ' ευπροσήγορη καταδεκτικότητα. Ήμα­σταν και οι τρεις μας στο επίκεντρο της συντροφιάς. Θυμάμαι η μητέρα μου φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα, με άσπρο γιακά που το πλούμιζε με την ομορφιά της. Ήταν σαράντα πέντε χρονών περί­που μ' εμφα­νέστατα τα ίχνη της παρωχημένης καλλονής. Δίπλα της καθόμουν εγώ, ένα κορίτσι δεκατριών χρονών με διάπλαση έφηβης, με καστα­νά πλούσια μαλλιά πλεγμένα σε δύο χοντρές πλεξούδες. Αστραπο­βολούσα, παίρνοντας δανεική λίγη από την ακτινοβολία της μη­τέρας μου, με τη δροσιά μου παραπανίσια να με κάνει πιο όμορφη. Στο άλλο πλάι καθόταν ο αδελφός μου, ένα δεκάχρονο αγόρι λίγο χλωμό. Στεκόταν με πρόσωπο στρυφνό, βασανισμένο γιατί ήταν υποχρεωμένο να μένει αδρανές κάτω απ' το άγρυπνο εν­διαφέρον της μητέρας μας. Αυτό ήθελε να παίξει μα το κρατούσε, ίσως με κάποιο φόβο για κάτι αόριστο που τη βασάνιζε. Ήταν όμορ­φο αγόρι ο αδελφός μου, πανομοιότυπο της μητέρα μας, μα γένους αρ­σενικού. Όλοι στο χωριό ήξεραν ότι αυτό το αρμονικό οικογε­νειακό τρίο είχε πάει να κάνει καλοκαιρινές διακοπές στο βουνίσιο ειδυλλιακό θέρετρο. Άλλωστε εκείνη την εποχή το βουνό τραβούσε τους παραθεριστές πιο πολύ από τη θάλασσα.

Κι ήταν εκείνη η γαληνεμένη ώρα του δειλινού του Ιουλίου μετά τον εσπερινό. Γύρω μοσχοβολούσε η μυρωδιά του σκίνου και του θυμαριού που ερχόταν με το αγεράκι από το τρανό λιθάρι, που δέσποζε πάνωθέ του σαν γρανιτένιος γίγαντας, όπως ένας φύλακας άγγελος για το ανθρώπινο ομάδι, που ρουφούσε τις ευωδιές από τις αλτάνες, με τους βασιλικούς, τις ματζουράνες, τους κατιφέδες, ανα­κατεύοντας ένα σύνθετο κοκτέιλ αρωμάτων που μεθούσε με την κα­θαρότητα της ατμόσφαιρας. Ο ήλιος κατακόκκινος δίσκος αποχαι­ρετούσε εκεί μακριά στο νοητό ορίζοντα το βόρειο ημισφαίριο με μια καληνύχτα στην αόρατη ανοιχτή θάλασσα. Γαληνεμένο απόσπερο. Κάπου από εκεί ψηλά, στο τρανό λιθάρι είχε ξεπροβάλει το μισό κίτρινο φεγγάρι, σαν χρυσή γόνδολα στα κανάλια του στε­ρεώματος. Όλα ειδυλλιακά... ως και τα τσοπάνια από τα πρόβατα που γύριζαν από τη βοσκή χορτασμένα, ηχούσαν σαν μελωδία σε δίσκο με βελόνα ενός πεύκου στο γραμμόφωνο της φύσης. Κι έσμι­γε η μυρωδιά της καβαλίνας με τ' αρώματα της μάνας γης.

Εκεί στη μικρή ραχούλα, με τ' αυτοσχέδια πέτρινα καθίσματα, ήταν ο περίπατος του απόβραδου. Καθόμασταν κουβεντιάζοντας, λέγοντας αστεία για να περάσει η ώρα. Πότε μας σκέπαζε μια αστροφεγγιά μυστηριακά, καθώς οι ίσκιοι μεγάλωναν γύρω μας και γίνονταν γίγαντες, ή μια ολόγιομη φεγγαράδα με το ασημένιο της φως. Τ' αγόρια με τα κορίτσια κάναμε με τις ματιές μυστικές συμ­φωνίες για μελλοντικά ζευγαρώματα.

Μα εκείνο το βράδυ μια μουγκαμάρα είχε πέσει ξαφνικά στην ανομοιογενή παρέα μας. Ήταν σαν κάτι να περιμέναμε ενστικτώδι­κα να συμβεί. Απροσδόκητα από μακριά με την πνοή του ανέμου ακούστηκε ένα τραγούδι. Στην αρχή ήταν κάτι όμοιο με τη μουρ­μούρα από νυχτοπούλια, που από ώρα είχαν αρχίσει το χαβά τους. Κοιταχτήκαμε έκπληκτοι, μα δεν φοβηθήκαμε. Καταλάβαμε πως δεν ήταν Γερμανοί. Εκείνοι ερχόντουσαν τραγουδώντας ανατριχιαστι­κά με τα πολυβόλα τους. Αυτό το τραγούδι που ακουγόταν ήταν αι­σιόδοξο, επικό. Σκορπούσε τη μελωδία του ρυθμικά με τα πατήματα αυτών που το τραγουδούσαν, με φωνές αντρίκειες, συγχρονισμένες, πρωτόγονα μελωδικές. Τα βήματά τους βαριά μα στοργικά πάνω στο χορτάρι. Λες και δεν ήθελαν να το πατήσουν οι αρχάγγελοι της λευτεριάς για να μην το τραυματίσουν.

“Όχι!” φωνάξαμε όλοι, “αυτοί δεν είναι Γερμανοί”. Τα νυχτοπούλια έκοψαν το μονότονο λάλημά τους και ακινητοποίησαν τα ράμφη τους στους σκισμένους βράχους και στα στοργικά φυλλώματα των αιωνόβιων πλατάνων. Και το τραγούδι τράνευε, γινόταν πιο έντονο καθώς κόνταινε. Γεμάτο λεβεντιά, χωρίς άλτ, έκανε τα κλαδιά των δέντρων να χορεύουν, να λυγίζουν με τον άνεμο για να κάνουν υποκλίσεις στους λεβέντες που διάβαιναν. Μαζί με το τραγούδι τους κρατούσαν και τα ντουφέκια τους. Με αυτά σήκωναν ψηλά με τα χέρια τους τη λευτεριά της πατρίδας. Με κυκλικές παρελάσεις στα πέτρινα δρομάκια του χωριού, έδιναν ρυθμό στο τραγούδι τους οι χοντρές τους αρβύλες, και τα πατήματα των αλόγων τους πέταγαν σπίθες πάνω στο λιθόστρωτο δρόμο. Τα μέτωπα τους σκέπαζαν τα καπέλα τους με μοναδικά διακριτικά “ΕΛΑΣ” σε μια ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων. Ανέπνεαν και άνθιζαν χαμόγελα που έκλειναν το μέλλον της Ελλάδας γεμάτα ελπίδες. Ήταν σαν να έλεγαν μελωδικά: “Αγαπηθείτε, Ενωθείτε, Πολεμήστε...”.

Συγκεντρωθήκαμε στη μικρή πλατεϊτσα κάτω από το ξέφωτο, όπου εκεί εμείς το ανθρώπινο ομάδι περνούσαμε τις γαληνεμένες ώρες του δειλινού. Το σκοτάδι είχε πέσει για καλά και μόνο η αστροφεγγιά φώτιζε τους σύγχρονους ήρωες, που στάθμευσαν την πορεία τους. Με μιας σηκωθήκαμε όλοι και κατηφορίσαμε φωνάζοντας: “Αντάρτες, αντάρτες του ΕΛΑΣ”. Είχαμε τώρα τις απαντοχές μας με τον απελευθερωτικό στρατό τους. Και όλα άλλαζαν. Έμοιαζαν μυθική χώρα, μια αναδυόμενη Αντλαντίδα.

Μαζί τους έτρεξα κι εγώ με τον αδελφό μου, που είχαμε απαγκιστρωθεί θεληματικά από την επιτήρηση της μητέρας μας. Τρέχαμε και εμείς να ανταμώσουμε το μεγάλο γεγονός εκείνης της μαγικής βραδιάς, να το ζήσουμε με την ένταση του αναπάντεχου.

Στη μέση του δρόμου, ένας αντάρτης που είχε ξεστρατίσει από τους άλλους βιαστικός έτρεξε προς τη μεριά μας, μας αγκάλιασε και μας φίλησε. “Πού είναι η μαμά;” μας ρώτησε. Τότε όλοι κατάλαβαν τη μυστική μας ταυτότητα. “Μπαμπα! Μπαμπα!” φώναξε ο αδελφός μου και έπεσε στην αγκαλιά του. Εκείνος τον σήκωσε ψηλά και τον έβαλε να καθίσει στη σέλα του αλόγου του. Στο μεταξύ εγώ τον κοιτούσα εκστασιασμένη. Ναι, ήταν ο πατέρας μου, ο αρχηγός. Πάνω σ' ένα ντορή Ουγγαρέζικο άλογο έμοιαζε με μικρογραφία γίγαντα. Φορούσε τη στολή του τσαλακωμένη από τις πορείες και τις μάχες, με τα διακριτικά του βαθμού του, που όμως φάνταζε με λαμπρή πανοπλία στρατηλάτη. Στο κεφάλι του με τα λιγοστά άσπρα μαλλιά φορούσε έναν κόκκινο μπερέ με τ' αρχικά γράμματα Ε.Λ.Α.Σ (Εθνικός, Λαϊκός, Απελευθερωτικός, Στρατός). Στο πρόσωπό του έλαμπαν δύο φλογερά μάτια, σαν κάρβουνα πυρωμένα. Ξέχυναν τη λάμψη τους να διαλύσουν τα σκοτάδια. Έσκιζαν με τις αστραπές τους τον ουρανό της σκλαβιάς, να διαλύσουν την αντάρα, για να' ρθει η λιακάδα με την ξαστεριά της λευτεριάς. Γεμάτος σιγουριά με τα παλικάρια που τον ακολουθούσαν, αποφασισμένοι για την τελική νίκη. Ρίγησα σύγκορμη. Μια περηφάνια με κυρίευσε για αυτόν τον μεγάλο άνθρωπο, τον αρχηγό. Αυτός που ήταν ο πατέρας μου".



 

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Ο.Ελύτης"Πώς να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη...”-Λόγος με temp...


Ένα ταξίδι στην ποίηση και τη λογοτεχνία με τη μελωδία των κοχυλιών... "Πώς να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη...”(Ήλιος ο πρώτος).Ο.Ελύτης

Μαίρη Τριβιζά-Εικαστικός- Μια μικρή παρουσίαση του έργου της.



"Οι ζωγραφικοί πίνακες έχουν μια

δική τους ζωή που πηγάζει από την

ψυχή του καλλιτέχνη" Β.Βαν Γκόγκ

Αυτή η κουβέντα του Βάν Γκόγκ ηχεί στ' αυτιά μου κάθε φορά που αντικρίζω ένα ζωγραφικό πίνακα της Μαίρης Τριβιζά.Ίσως γιατί έχει έναν μοναδικό τρόπο να δίνει σε κάθε ζωγραφιά της τη

δική της ανάσα και να γράφει τη δική της ιστορία.Κάθε φορά η Μαίρη Τριβιζά μέσα απ' τις εσωτερικές διαδρομές της,τις αγωνίες και τις παύσεις της,γράφει-ζωγραφίζει και ένα μονόπρακτο...

που αν ενώσεις όλα τα βήματά τους είναι σίγουρο πως θα σε βγάλουν σε όλα εκείνα τα ξέφωτα, τα ξάγναντα που φωνάζουν ΖΩΗ!

Στη Μαίρη τη φίλη απ' τα χρόνια της αθωότητας

Τρυφερά κι αγαπημένα

Βάνα Σμπαρούνη


Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Καλοκαίρι και ποίηση



«Χάρμα η ξιπολιά σε καλοκαίρια ρωμαίικα!»

Νίκος Καρούζος







«Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα του ήλιου».

Γιάννης Ρίτσος


«Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο Φαγωμένο από το λάδι και το αλάτι Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς»

Οδυσσέας Ελύτης


   



 

Τρίτη 19 Απριλίου 2022

"Sαντίνα" ένα μικρό απόσπασμα απ' το νέο μου βιβλίο

 

Απόψε γράφω από ένα κελί ενός μοναστηριού αφιερωμένο στη Θεοτόκο, ένα πραγματικό ησυχαστήριο σε ένα κατάφυτο όμορφο πλάτωμα στις ανατολικές υπώρειες του μεγαλοπρεπή Ταΰγετου. Απ' την πρώτη στιγμή που το αντίκρισα, ένιωσα τους δείκτες του ρολογιού της ζωής μου να ακινητοποιούνται στις εφηβικές μεταξωτές μου αναμνήσεις με τον Μάσιμο, τότε που σαν δυο ερωτευμένοι άγγελοι ανταμώναμε στην εξοχή, στο καλύβι της προσμονής με το μοναδικό στενάχωρο δωμάτιο που φάνταζε σαν νυφικός κοιτώνας, κι ας ήταν άδειος γεμάτος από ξερόχορτα, κι ας έμπαινε το κρύο από τις άταχτες χτισμένες πέτρες. Μας έφτανε που ήμασταν μαζί μπροστά στο παράθυρο χωρίς τζάμια και εξώφυλλα, αγκαλιασμένοι σφιχτά με τα σώματά μας κολλημένα να κοιτάμε στον απέραντο ουράνιο θόλο όλα τα αστέρια να λάμπουν σαν ένα.Ας είναι ευλογημένο το καλύβι μας, η αγιοσύνη του πιο ιερή από ένα ερημοκλήσι. Τότε που λέγαμε... χιλιάδες εκατομμύρια άστρα οι έρωτες είναι ο Θεός, χιλιάδες εκατομμύρια μετεωρίτες είναι οι έρωτες. Είναι ο Κόσμος... Τότε που τρέχαμε να μπούμε στην τροχιά της στρατόσφαιρας για να μην μπορεί να μας φτάσει κανείς, που πιασμένοι χέρι χέρι να βαδίζουμε μεθυσμένοι από τη χαρά μας να προφτάσουμε όλη τη μαγεία του κόσμου, του δικού μας κόσμου.






Τότε που σηκώναμε τα μάτια στον ουρανό έκθαμβοι να βρούμε στο άπειρο το μεγάλο αστέρι που θα μας οδηγούσε στη δική μας Βηθλεέμ. Αν θελήσω κάποτε να απομονωθώ εδώ θα έρθω. Μου τόπε και η ηγουμένισσα Ανθιμία όταν μίλησα μαζί της.“Εδώ τέκνο μου να είσαι σίγουρη ότι θα λάβεις από την Παντοβασίλισσα Δέσποινα όλες τις θαυματουργές απαντήσεις που ψάχνεις μια ζωή”. Σκέφτομαι να μείνω μερικές μέρες ακόμα για να κάνω τη συντήρηση κάποιων εικόνων. Η προσφορά μου αυτή δεν είναι τίποτα μπροστά στη εσωτερική ηρεμία και γαλήνη που μου δίνει το ησυχαστήριο αυτό της Υπεραγίας Θεοτόκου”



Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Απόσπασμα απ' το μυθιστόρημα "Sαντίνα"

 


"Δεν έκανε πολύ ώρα μέχρι να ανέβει στην πάνω πόλη. Με το που έφτασε ένας γλυκός καιρός τον υποδέχτηκε, θαρρείς πως η φύση εκείνη την ώρα είχε αποφασίσει μια μυστική συνάντηση μαζί του, φέρνοντας του για δώρο μιαν άνοιξη μικρή μέσα στην καρδιά του χειμώνα.

Με την αίσθηση αυτή της ξαφνικής άνοιξης να τον αγκαλιάζει, πήγε και στάθηκε στην άκρη του γκρεμού, εκεί όπου υψωνόταν αγέρωχη η εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Η θέα ήταν μοναδική. Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στο γαλάζιο του ουρανού. Μια παρέα πουλιών πετούσε κείνη την ώρα, ενώ στο βάθος κάποια σύννεφα είχαν αρχίσει να μαζεύονται πάνω απ’ τη θάλασσα, φτιάχνοντας υπέροχα σχήματα.




Και έμεινε εκεί στην άκρη του γκρεμού, ασάλευτος να κοιτά τον ανοικτό ορίζοντα αρκετή ώρα. Από μακριά έμοιαζε σαν μια φιγούρα ιμπρεσιονιστή ζωγράφου, σαν μια ονειρικότητα άλλης περασμένης εποχής. Κάποια στιγμή εκεί που όλα ήταν ήσυχα και γαλήνια άρχισε, ξαφνικά, να φυσάει ένα κρύο αεράκι. Σκέφτηκε να φύγει αλλά ήθελε να μείνει κι άλλο εκεί πάνω. Για να μη κρυώνει είπε να πάει στην εκκλησία. Ευτυχώς, ήταν ανοιχτή. Άναψε ένα κεράκι για την ψυχή της Χρύσας και μετά πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα, απέναντι από τον ξύλινο λιτό αρχιεπισκοπικό θρόνο. Τελικά, όσες φορές επισκεπτόταν την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, εκείνο που του έκανε πάντα εντύπωση ήταν ο τοιχογραφικός της διάκοσμος, που αν και διατηρείτο σε αποσπασματική κατάσταση, ήταν υψηλής ποιότητας και μοναδικής ομορφιάς, καθώς και το μονόγραμμα στο δάπεδο του κτήτορα Μανουήλ Καντακουζηνού με το οικόσημο των Παλαιολόγων. Αναρωτήθηκε πόσες φορές η εκκλησία αυτή ακολούθησε την... τύχη της καστροπολιτείας και παραδόθηκε στις διαθέσεις των κάθε φορά κατακτητών. Θα πρέπει άπειρες μονολόγησε και κοίταξε γύρω του. Περίεργο, τέτοια ώρα και ο μόνος επισκέπτης ήταν αυτός. Φαίνεται ότι τα γκρούπ δεν είχαν έρθει ακόμα εξ αιτίας του καιρού, που εδώ και μέρες δεν έλεγε να φτιάξει. Ένιωσε λίγο κρύο και αποφάσισε να φύγει, δεν είχε νόημα να μείνει άλλο εκεί. Κούμπωσε μέχρι πάνω το μπουφάν του και πήγε να σηκωθεί αλλά κάτι τον κράτησε πίσω. Αυτό το κάτι ήταν η σκέψη της βαλίτσας, ότι ίσως είχε έρθει η στιγμή εκεί κάτω απ' το μυστηριακό φως του αιθέριου τρούλου της εκκλησίας και υπό το δυνατό σαν ακτίνα βλέμμα του Χριστού, επιτέλους, να την ανοίξει. Μη τυχόν το μετανοιώσει, έσκυψε αμέσως και την πήρε απ' τα πόδια του και την έβαλε σε μια καρέκλα μπροστά του. Κατόπιν έβγαλε το κλειδί απ' την τσέπη του και αργά αργά άρχισε να το γυρνά πρώτα στη μία κλειδαριά κι ύστερα στην άλλη. Στα τρία γυρίσματα η βαλίτσα είχε ξεκλειδώσει. Σήκωσε τους μπρούτζινους γάντζους και με μια αποφασιστική κίνηση την άνοιξε.

Και...ένας κόσμος από αλλοτινό καιρό φανερώθηκε μπροστά στα μάτια του. Ένας κόσμος αρχοντικός, που τα πάντα μέσα του ανέδυαν ένα γυναικείο άρωμα. Ένα ιδιαίτερο, ζεστό άρωμα από κέδρο, που κάτι του θύμιζε. Όχι δεν ήταν της Χρύσας, εκείνη φορούσε άρωμα από γιασεμί. Κάποιας άλλης γυναίκας ήταν. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί, μια στιγμή, μια εικόνα, που να κουβαλούσε αυτό το άρωμα. Κι έτρεξε πίσω, πολύ πίσω στα χρόνια, τότε που ήταν παιδί, εκεί γύρω στα επτά. Ναι, ήταν μια παραμονή Χριστουγέννων. Εκείνος ήταν στο δωμάτιό του και διάβαζε ένα παιδικό βιβλίο, ο πατέρας του και ο αδελφός του έλειπαν για σκι στον Παρνασσό, όταν ήρθε η Χρύσα και τον πήρε να πάνε μια βόλτα να ξεσκάσει λίγο και αυτός. Κάποια στιγμή κάθισαν σε μια καφετέρια, που ήταν λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι, να πιουν μια ζεστή σοκολάτα. Εκεί που έπιναν το ρόφημά τους τούς πλησίασε μια κυρία και ζήτησε να καθίσει μαζί τους. Μια όμορφη αρχοντική κυρία με μεγάλα καστανά μάτια και πλούσια μαύρα μαλλιά, που από την συμπεριφορά της έδειχνε να γνωρίζει τη Χρύσα. Όση ώρα συνομιλούσαν οι δύο γυναίκες, εκείνη δεν έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω του. Όταν ήταν να φύγει η κυρία τον ρώτησε αν μπορούσε να του κάνει μια αγκαλιά. Δεν αρνήθηκε. Είχε ανάγκη από μια αγκαλιά. Και φώλιασε μέσα σ' αυτή αρκετά λεπτά. Κάποια στιγμή γύρισε και της είπε με τον αυθορμητισμό ενός παιδιού: Τι όμορφα που μυρίζετε κυρία. Φορούσε το ίδιο άρωμα από κέδρο. Όταν έμειναν πάλι μόνοι ζήτησε από τη Χρύσα να μάθει ποια ήταν αυτή η κυρία. Εκείνη του απάντησε: Μια μέρα, κάποτε, θα μάθεις.

Άνοιξε τα μάτια απότομα. Ήταν σαν να είχε ξυπνήσει από όνειρο. Κι όμως δεν ήταν όνειρο, ήταν μια στιγμή της ζωής του, που την είχε ανασύρει από το ντουλάπι της μνήμης με τη βοήθεια του αρώματος αυτού από κέδρο. Τι παιχνίδια παίζει, μερικές φορές, αυτό το μυαλό μονολόγησε και άρχισε να εξερευνά το περιεχόμενο της βαλίτσας με έναν φόβο μήπως αυτό μ' έναν μαγικό τρόπο εξαφανισθεί σαν σκόνη. Μέσα στη βαλίτσα, λοιπόν, υπήρχε μια δεσμίδα με επιστολές δεμένη με μιαν ιβουάρ κορδέλα, μερικές κάρτ ποστάλ, ένα ξύλινο άλμπουμ με φωτογραφίες, το βιβλίο με τα “Τα ερωτικά” του Γιάννη Ρίτσου, μία καρφίτσα με το λουλούδι sempre viva μαζί με ένα ασημένιο δαχτυλιδάκι, φυλαγμένα σ' ένα διάφανο κουτάκι, κάποια δισκάκια 45 στροφών με παλιά ιταλικά και γαλλικά τραγούδια, ένα χειρόγραφο αρκετών σελίδων, που είχε τον τίτλο Aura, μια μοναχική γυναίκα και ένας μικρός ζωγραφικός πίνακας με την αφηρημένη προσωπογραφία μιας γυναίκας με μάσκα, που τον υπέγραφε ο Dante. Στο κάτω μέρος της βαλίτσας, στη δεξιά πλευρά υπήρχε ένα αριστουργηματικό μπουκαλάκι με λίγο άρωμα μέσα, παλιάς μάρκας, που δεν κυκλοφορούσε πια. Για να βεβαιωθεί ότι ήταν από κέδρο το πήρε και το μύρισε. Τελικά, δεν έχω κάνει λάθος, είναι άρωμα από κέδρο είπε στον εαυτό του και το έβαλε πάλι στη θέση του, ενώ η ιδέα, ότι μπορεί η κυρία εκείνη της καφετέριας να μην ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά η ίδια η μητέρα του και ο θησαυρός αυτός που είχε μπροστά του να ήταν δικός της, είχε καρφωθεί για καλά στο μυαλό του. Γιατί όλο αυτό το σκηνικό σίγουρα δεν ήταν μια απλή σύμπτωση, ούτε τα λόγια της Χρύσας τότε τυχαία. Μάλλον είχε έρθει η μέρα να μάθει ποια ήταν αυτή η γυναίκα και τι σχέση είχε μαζί του.



Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...