Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

"Το κορίτσι με το φεγγάρι στο χέρι" διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη - Λόγο...




"Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του– αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει –όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…– και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».  Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα..."



Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

"Χριστός Ανέστη" Παύλος Νιρβάνας-Πασχαλινό διήγημα-Λόγος με tempo- Βάνα ...



"Χριστός Ανέστη" Παύλος Νιρβάνας-Πασχαλινό διήγημα-Λόγος με tempo- Βάνα ...

Κάποτε – εδώ και πολλά χρόνια – που μου ΄τυχε να κάνω Ανάσταση σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, ένας γέρος χωριάτης, υψώνοντας τη λαμπριάτικη λαμπάδα του σαν χαιρετισμό προς τ’ αναστάσιμα άστρα, μου είπε σαν να μιλούσε με τον εαυτό του:
Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα Ουράνια.
Στα δυο αυτά λόγια ο αθώος χωριάτης είχε κλείσει επιγραμματικά το βαθύτερο νόημα του χριστιανικού θαύματος˙ «ημέρεψαν τα Ουράνια». Ο ουρανός, χωρίς το μεγάλο χριστιανικό θαύμα, θα εξακολουθούσε να είναι για την περίφοβη ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου, για κάθε ανθρώπινη ψυχή, το κατοικητήριο ενός Θεού τρομερού, δικαιοκριτή χωρίς επιείκεια και τιμωρού χωρίς έλεος. Τέτοιοι στάθηκαν οι θεοί όλων των θρησκειών. Κυβερνούσαν τα πλάσματά τους με τον τρόμο. Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι απ’ το λαό τους, δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τις αδυναμίες του, δεν είχαν πονέσει ποτέ τον πόνο του, δεν είχαν βασανιστεί ποτέ απ’ τα βάσανά του, δεν είχαν κλάψει ποτέ τα δάκρυά του. Ανίκανοι να συμπονέσουν, να λυπηθούν και να συγχωρέσουν. Πώς να μην είναι «άγρια», όπως τα ‘βλεπε το μάτι του φοβισμένου ανθρώπου, τα Ουράνια, τα κατοικημένα από τέτοιους θεούς;
Και μέσα στην ανοιξιάτικη εκείνη νύχτα, που η λαμπάδα του γέρου χωριάτη είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός προς τα λαμπρά, αναστάσιμα άστρα, τα Ουράνια είχαν ημερέψει. Δεν κατοικούσε πια εκεί απάνω, υψωμένος στον τρομερό του θρόνο, ένας θεός ξένος για τους ανθρώπους. Κατοικούσε ένας γλυκύτατος θεός, που είχε πονέσει όλους τους πόνους των ανθρώπων, που είχε γνωρίσει όλες τις αδικίες της γης, που είχε τραβήξει όλες τις καταφρόνιες, που είχε πληρώσει όλες τις αχαριστίες. Τον έβρισαν, τον αναγέλασαν, τον έφτυσαν, τον έσυραν δεμένο στους δρόμους σαν τον τελευταίο κακούργο, τον σταύρωσαν. Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, αντίκρισε τη φρίκη του θανάτου. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του λησμονημένο κι απ’ τον ίδιο τον Θεό, που ήταν πατέρας του. «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;» Δε στάθηκε πόνος που να μην τον γνώρισε, καρδιοσωμός που να μην τον ένιωσε, δυστυχία που να μη γεύτηκε το φαρμάκι της. Ήπιε όλα τα φαρμάκια που μπορεί να πιει άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο. Και τη νύχτα εκείνη, ο πονεμένος και βασανισμένος αυτός άνθρωπος είχε ανεβεί στους Ουρανούς και είχε καθίσει παντοδύναμος στον θρόνο του θεού, να κυβερνήσει τον κόσμο. Πώς να μην «ημερέψουν τα Ουράνια»; Μια απέραντη καλοσύνη είχε πλημμυρίσει το στερέωμα.
Γιατί να τρέμει πια ο αμαρτωλός; θα συλλογιζότανε ο γέρος. Εκείνος που συγχώρεσε την πόρνη, τον ληστή, κι εκείνους ακόμα που τον σταύρωσαν, είναι τώρα εκεί απάνω, για να ιδεί τα δάκρυα της μετάνοιάς του και να τον συγχωρέσει. Γιατί ν’ απελπίζεται ο άρρωστος; Εκείνος που γιάτρεψε τον τυφλό και τον παράλυτο είναι τώρα εκεί απάνω για να τον γιατρέψει. Γιατί να βαρυγκωμάει ο φτωχός και ο αδικημένος; Εκείνος που πείνασε και δίψασε είναι τώρα εκεί απάνω και καταλαβαίνει τη δυστυχία του. Γιατί να λαχταράει η μάνα για το παιδί της; Εκεί απάνω στους Ουρανούς είναι μια Μανούλα που δοκίμασε τον πόνο της, για να παρακαλέσει το παιδί της, που κυβερνάει τον κόσμο, να τον ελεήσει. Και γιατί να τρέμει ο ασπρομάλλης ο γέρος την ώρα του θανάτου; Είναι και γι’ αυτόν, είναι για κάθε ψυχή, μια ανάσταση.
Τα Ουράνια είχαν ημερέψει, αλήθεια, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα. Και η λαμπάδα του γέρου είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός και σαν ευχαριστία προς τα αναστάσιμα άστρα.
Χριστός Ανέστη, παππού!
Ο Θεός, ο Κύριος, παιδί μου!




Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

"Το πρώτο μου Πάσχα"Γρ.Ξενόπουλος-Πασχαλιάτικο διήγημα- Λόγος με tempo-Β...

"Αυτές τις μέρες ξαναγυρίζω πάντα στα παιδικά μου χρόνια. Και θυμάμαι τις θαυμάσιες εκείνες γιορτές που χαιρόμουν στην πατρίδα μου όταν ήμουν μικρό αμέριμνο παιδί κι είχα τους καλούς μου γονείς να με φροντίζουν και να μ’ οδηγούν σε όλα. Φυσικά και στην εκκλησία ή στα «θρησκευτικά μου καθήκοντα»… "Το πρώτο μου Πάσχα"Ένα πασχαλιάτικο διήγημα του Γ.ρηγ.Ξενόπουλου

Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

"Έρχεται πάντα μια στιγμή..."απ'το "Ραντεβού μ'ένα γράμμα" της Βάνας Σμπ...




"Λίγο πιο πριν ήταν νωρίς,  λίγο μετά θα `ναι αργά,  όλα στον χρόνο τους παλεύουν και στον χρόνο τους νικάν”. Αγαπημένη μου Χριστίνα μ’ αυ­τούς τους γεμάτο αλήθεια στίχους της Με­λίνας Τανάργη από το τραγούδι της Βαλσάκι να ηχούν γλυκά στ’αυτιά μου έφτασα στον τόπο του ραντεβού μου με τον Πάνο. Ξέρεις σε ποιόν; Στον παραδοσιακό καφενέ του Κυρ Μιχάλη με τις μεγάλες ασπρόμαυρες φωτο­γραφίες στους τοίχους που απαθανάτιζαν γωνιές του νησιού από εκείνα τα χρόνια τα παλιά..."

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

«Μια γυναίκα από άνεμο» ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου

 

«Μια γυναίκα από άνεμο»

Γιάννης Ρίτσος











«Ένας άνεμος σιγανός φυσούσε μέσα της

κι έπαιζε μ’ ένα μόνο φύλλο-το χαμόγελό της.

Όλοι αγαπήσαν το χαμόγελό της.

Εκείνη δεν αγάπησε κανέναν.

Έμεινε μόνη με τον άφαντο άνεμό της

χάνοντας και το μόνο εκείνο φύλλο. Το «άπειρο», είπε,

είναι ο τέταρτος τοίχος της μοναξιάς μας, όχι η στέγη.»

Έμεινε ανύπαντρη, γέρασε, δεν έγινε ούτε άγαλμα.

Σχολαστική στην καθαριότητα, απ’ τα χαράματα,

χειμώνα καλοκαίρι, σκούπιζε ως πέρα το πεζοδρόμιο.

Μια μέρα μάλιστα φωτογραφήθηκε έτσι με τη σκούπα της

στο δρόμο εκεί, μπρος σε μια ξένη πόρτα. Κι αυτή η φωτογραφία της

απόμεινε όλο όλο από κείνον τον άνεμο και το χαμόγελό της.»












Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

"Θλιμμένη ιστορία" απ' το βιβλίο μου "Ραντεβού μ΄ένα γράμμα-μικρές ιστορ...



Αγαπημένη μου φίλη, η ζωή έχει πάντα μια θλιμμένη ι­στορία, μπορεί και πιο πολ­λές, όμως αυτή η μία είναι που σε σημαδεύει, όπως εμένα αυτή του Χρήστου. Τον θυμάσαι καθόλου; Σου είχα μιλήσει γι' αυτόν όταν είχαμε βρεθεί μετά τον πόλεμο. Με τον Χρήστο ήμασταν δυο πολύ καλά φι­λαράκια. Μέναμε και οι δύο στην ίδια γειτο­νιά, στο Παγκράτι, εκείνος σε μια μονο­κατοικία πάνω στην πλατεία Βαρνάβα κι εγώ ένα στενό πιο κάτω. Όταν ο Δημήτρης ο αρ­ραβωνιαστικός μου ήταν στρατιώτης, εκείνος ήταν που με συνόδευε στους διάφορους χο­ρούς, στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Κάποια μέρα τον χειμώνα του 1942 ο Χρή­στος δεν επιστρέφει απ' τη δουλειά του. Όλοι οι φίλοι του τρελαθήκαμε, μα περισσότερο η οικογένειά του. Δεν ξέραμε τι να υποθέσου­με. Σίγουρα κάτι πολύ σοβαρό του είχε συμ­βεί. Αλλά τι; Οι γονείς του προσπάθησαν να βγάλουν μιαν άκρη ζητώντας κάποιες πλη­ροφορίες από τους συναδέλφους του. Όμως, κι εκείνοι δεν γνώριζαν τίποτα. Έτσι οι μέρες και οι μήνες περνούσαν με τον Χρήστο να μη δίνει κανένα σημείο ζωής. Στο μεταξύ η οικογένειά μου κι εγώ είχαμε μετακομίσει για λόγους ασφαλείας στο σπίτι του πατέρα μου στο χωριό. Το αποτέλεσμα ήταν να χα­θούμε. Ας όψονται οι συνθήκες.Όταν τέλειω­σε ο πόλεμος προσπάθησα να έρθω σε επα­φή με την οικογένεια του, δυστυχώς οι γο­νείς του είχαν πεθάνει και κάτι ξαδέλφια του είχαν σκορπιστεί κι αυτά στους τέσσερις ορί­ζοντες. Ώσπου πριν από δυο μέρες, αγαπη­μένη μου φιλενάδα, έμαθα τελικά τι είχε απογίνει. Ύστερα από 20 ολόκληρα χρόνια ναι, έμαθα όλη την ιστορία του Χρήστου. Το έμαθα εντελώς συμπτωματικά από μια ξα­δέλφη του, τη Μάρθα, όταν κάποιο απόγευ­μα βρεθήκαμε και οι δύο να πίνουμε καφέ στο σπίτι μιας κοινής μας φίλης.Μόλις κατά­λαβα ποια ήταν την πήρα αμέσως παράμερα και τη ρώτησα για εκείνον.Κλείσαμε ραντε­βού να τα πούμε με την ησυχία μας την επο­μένη μέρα σε μια καφετέρια. Εκεί, η Μάρθα μου διηγήθηκε όλη την ιστορία του με κάθε λεπτομέρεια.

Τελικά ο Χρήστος τη μέρα εκείνη που επέστρεφε στο σπίτι του απ' την δουλειά, ε­κεί στην συμβολή Χαλκοκονδύλη και Ακα­δημίας, για κακή του τύχη έπεσε πάνω στα Ες Ες. Του έκαναν έρευνα και επειδή δεν ήταν ικανοποιητικά τα στοιχεία του τον έπια­σαν ως αντιστασιακό και τον μετέφεραν σε κάποια κρατητήρια. Πού; Τι να σου πω; Η Μάρθα δεν θυμόταν. Εκεί έμεινε περίπου ένα μήνα, χωρίς να έχει την δυνατότητα να ειδοποιήσει τους δικούς τους. Ώσπου ένα πρωί μαζί με άλλους τον βάζουν σ' ένα βαγό­νι τρένου προς άγνωστη κατεύθυνση. Λίγο πριν μπει στο βαγόνι, σκέφτηκε να αφήσει κάποιο μήνυμα για τους δικούς του. Μάζε­ψε, λοιπόν, από κάτω, ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα, έβγαλε το χαρτί από μέσα και με το μολύβι που είχε στη τσέπη του σακακιού του έγραψε ότι τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί και ότι εκείνη τη μέρα επρόκειτο να τον στεί­λουν με τρένο κάπου, ίσως σε κάποιο στρα­τόπεδο εργασίας στη Γερμανία. Στο τέλος έγραψε τα στοιχεία του και μια παράκληση ότι όποιος το βρει να το πάει στην οικογένειά του. Έτσι πριν μπει μέσα στο βαγόνι,το άφη­σε σε μια γωνιά του σταθμού. Μετά από λίγες μέρες το μήνυμά του αυτό έφτασε στους δικούς του από κάποιον που το είχε βρει εντελώς τυχαία. Από κείνη τη μέρα άρ­χισε να τον ψάχνει η οικογένειά του μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν να μάθουν κάτι.

Και οι μήνες,τα χρόνια περνούσαν,ώσπου μια μέρα έλαβαν μια ειδοποίηση απ' τον Ελ­ληνικό Ερυθρό Σταυρό να πάνε στο παράρ­τημα του όπου εκεί θα τους περίμενε κά­ποιος, ο οποίος θα τους έλεγε τι ακριβώς εί­χε συμβεί με τον Χρήστο. Επειδή οι γονείς του είχαν πεθάνει, πήγαν να τον δουν μια θεία του με την κόρη της. Μη μακρηγορώ, ο Χρήστος, τελικά, ήταν σε στρατόπεδο συγκέ­ντρωσης, συγκεκριμένα στο Άουσβιτς και εί­χε πεθάνει από εντερικά. Το επιβεβαίωσε, έ­νας γιατρός που ήταν κι αυτός κρατούμενος στο στρατόπεδο και ο οποίος είχε γλιτώσει από κει μέσα.

Θα αναρωτιέσαι τώρα Ευθαλεία μου γιατί σου έγραψα όλη αυτή την ιστορία, ενώ θα μπορούσα να γεμίσω τις σελίδες αυτές με διάφορα νέα μου. Μα, για να σου πω ότι η ζωή απ' την μια στιγμή στην άλλη μπορεί να ανατρέψει τα πάντα, και εμείς να μην έχου­με προλάβει να πούμε όλα αυτά που νιώ­θουμε για κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, όπως εγώ που δεν πρόλαβα να πω στον Χρή­στο πόσο πολύτιμος φίλος ήταν για μένα και να τον κλείσω έστω για μια φορά στην αγκα­λιά μου.

Αχ, πόσο ανόητα όντα είμαστε,τελικά, ε­μείς οι άνθρωποι, και ανόητα και θνητά. Τι κοστίζει ένα “σ' αγαπώ”, μιαν αγκαλιά στην ώρα τους; Μου λες; Τίποτα.

Τρυφερά κι αγαπημένα

Ασημίνα





Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...