Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024
Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023
Το καντηλάκι μέσ'στο"Φτωχικό"-Ναπολέων Λαπαθιώτης-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λό...
Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023
Ο Σαρλό και το αθάνατο νερό του Ντίνου Δημόπουλου-Λόγος με tempo-Βάνα Σμ...
Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023
Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023
Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023
Αύριο,έχει ο θεός...! Μια ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη-Ηχητικό-Λόγος με t...
Αύριο, έχει ο θεός...!
Κοίταζε το παιδάκι που έτρωγε στο απέναντι παγκάκι με λαιμαργία το ζεστό κρουασάν και του έπεφταν τα σάλια. Άραγε, από πότε είχε να φάει; Μπορεί να ήταν πριν από δυο μέρες, από εκείνο το βράδυ που τον λυπήθηκε κάποιος και του έριξε στο τσίγκινο πιατάκι ένα εύρώ, και είχε αγοράσει ένα κουλούρι απ΄τον κουλουρά της γειτονιάς. Μπορεί όμως και αρκετές μέρες πριν. Μήπως η πείνα είχε αρχίσει να εξασθενεί τη μνήμη του; Ίσως. Τελικά, κακό πράμα η πείνα, σε βάζει σε κάτι τρυπάκια, σε κάτι περιπέτειες, που ποτέ δεν είχες φαντασθεί ότι θα μπορούσες να ζήσεις. Δηλαδή, τι να ζήσεις; Μια κουβέντα είναι, όταν το στομάχι χτυπάει ταμπούρλο, όταν δεν μπορείς να κοιμηθείς, να κινηθείς. Σε ακινητοποιεί η άτιμη με τα βαρίδια της. Σώμα και πνεύμα παραδομένα σ’ ένα συνεχές κενό.
Αναστέναξε και γύρισε αμέσως αλλού το βλέμμα του. Φοβόταν τον εαυτό του, μη και δεν συγκρατηθεί και ορμίσει πάνω στο παιδάκι και αρπάξει το κρουασάν μέσα απ’ το στόμα του.
Μίλτος Παυλίδης, σαράντα χρονών, πρώην μεγαλοτσομπάνης με πολλά κοπάδια αιγοπροβάτων νυν θεόπτωχος και άστεγος. Εδώ κι ένα χρόνο μετά το μεγάλο κατακλυσμό, καμιά σχέση με του Νώε, εκείνη μπροστά στου Χείρωνα ήταν λάιτ, η ζωή του μια απίστευτη κατρακύλα, δίχως φρένα και τακάκια..., Μέσα σε μια μέρα έχασε τα πάντα, ζώα, σπίτι, αγροτικό, με λίγα λόγια όλο το βιός του. Από τότε ο Μίλτος έχει γίνει ένας περιπλανώμενος και παραπλανημένος πρώην μεγαλοτσομπάνης μια και η κυβέρνηση, παρά τις υποσχέσεις της, ακόμα δεν έχει απαλύνει κάπως τις πληγές του...
Ευτυχώς, που δεν είχε οικόγενεια, και μόνο τον εαυτό του είχε να κλαίει, αλλιώς δεν θα το άντεχε...Ο Μίλτος ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος...
Αποφάσισε να φύγει και να περπατήσει προς το κέντρο της πόλης, εκεί όπου σ' ένα μεγάλο δρόμο υπήρχε μια υπαίθρια αγορά, μήπως και κάνει κανένα θέλημα και βγάλει κανένα μεροκάματο και φάει κάτι. Ένα σουβλάκι, ένα σάντουϊτς...Μετά, είχε ο θεός...Θα πήγαινε στο στέκι του, εκεί όπου είχαν κατασκηνώσει κι άλλοι...συνάδελφοι του άστεγοι...συγκεκριμένα σ' ένα πεζοδρόμιο κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, και θα περίμενε, να κουδουνίσει κανένα ευρούλι στο τσίγκινο πιατάκι του...Μακάρι να είχε τη φλογέρα του, να έπαιζε κανένα τραγούδι της ράχης και του λόγγου... αλλά...θάφτηκε κι αυτή μαζί με τ'άλλα πράγματά του στη λασπουριά...
Κατηφόρισε τη μεγάλη λεωφόρο με σκυφτό το κεφάλι. Από την καταστροφή και μετά πάντα σκυφτός περπατούσε. Κάποια στιγμή εκεί που πήγαινε να στρίψει για να βγει στο δρόμο με την υπαίθρια αγορά, στη γωνία είδε πεσμένο ένα φάκελο. Ένα ταχυδρομικό φάκελο από εκείνους με την εσωτερική επένδυση. Είπε να τον προσπεράσει αλλά στο τέλος υπερίσχυσε η περιέργειά του και τον σήκωσε. Αντί να στρίψει να βγει στο δρομο με την υπαίθρια αγορά, πέρασε απέναντι το φανάρι και κατευθύνθηκε με βήμα γοργό προς τη μικρή πλατεία, εκείνη με το άγαλμα ενός ευεργέτη. Κάθισε σ' ένα παγκάκι και άρχισε να περιεργάζεται το φάκελο, ρίχνοντας ταυτόχρονα και μερικές ματιές τριγύρω, μή τύχόν και υπήρχε κανένα αδιάκριτο μάτι...
Να τον ανοίξει, ή να μην τον ανοίξει...ιδού το δίλλημα. Κι αν τον ανοίξει και περιέχει κάτι που δεν πρέπει να δει, κάτι απόρρητο, βρε αδελφέ, τι κάνει τότε;...Όχι, όχι, δεν θα τον ανοίξει, θα πάει να τον αφήσει πάλι εκεί που το βρήκε. Μπορεί αυτουνού που του έπεσε να πάει τον ψάξει εκεί...
Απ' την άλλη όμως, μπορεί και να μην ήταν τυχαίο που τον βρήκε.. να του τον έστειλε ο θεός, κάποιος φύλακας άγγελος, ποιος ξέρει...
Τελικά, αποφάσισε να τον ανοίξει...
Ω! Ευαγγελίστρα μου! αναφώνησε, μ΄αυτό που αντίκρισε, δεν είναι δυνατό, δεν είναι... λεφτά, πολλά λεφτά...μονολόγησε με φωνή που ίσα του έβγαινε. Ναι, αυτό που είχε ανικρίσει δεν ήταν άλλο από ένα μεγάλο πάκο από ευρώ χρώματος μωβ. Τον έκλεισε όπως όπως και τον έκρυψε εσωτερικά του μπουφάν του, ενώ μια πονηρή σκέψη είχε αρχίσει να τριβολίζει το μυαλό του. Να τον κρατήσει. Απ' όσο μπορούσε να υπολογίσει θα πρέπει να ήταν γύρω στις 50 με 6ο χιλιάδες, μια χαρά λ ποσό για να κάνει μια νέα αρχή. Αν ανήκε σε κάποιον που τα είχε ανάγκη. Μα κι αυτός τα είχε ανάγκη. Δεν τα είχε; Ναι, αλλά δεν ήταν σωστό. Άσε ότι μπορεί να ήταν και γρουσουζιά αν τα κρατούσε. Ό,τι κερδίζεις χωρίς να κόπο, του έλεγε ο πατέρας του, να ξέρεις ότι δεν θα σου βγει σε καλό. “Ναι, είδα πως μου βγήκαν σε καλό τα τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς στο χωράφι και στη στάνη, μέσα σε μια στιγμή, ήρθε ο Χείρωνας και όλα πήγαν στράφι. Γι' αυτό, άσε με ρε πατέρα, άσε με...”είπε και αναστέναξε.
Σηκώθηκε και πήγε και κάθισε πίσω απ' ένα θάμνο. Με τις κεραίες του τεντωμένες, πήρε ξανά το φάκελο, τον άνοιξε και βάζοντας το χέρι του μέσα άρχισε να ψαχουλεύει. Ήθελε να δει αν υπήρχε και κάτι άλλο μέσα κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να δείξει σε ποιον ανήκαν τα χρήματα αυτά. Τελικά, κάτι βρήκε. Συγκεκριμένα ένα σημείωμα. Το έβγαλε αμέσως κι άρχισε να το διαβάζει. Ήταν από κάποιο φιλανθρωπικό σωματείο, ονόματι Αγάπη, που είχε μαζέψει αυτά τα λεφτά για κάποιο φτωχό παιδάκι, που ήταν βαριά άρρωστο για ναπάει στο εξωτερικό να κάνει εγχείρηση. Έψαξε να βρει τη διεύθυνση αυτού του φιλανθρωπικού σωματείου. Ήταν γραμμένη στην πίσω πλευρά του φακέλου, που απ' την σαστιμάρα του όμως δεν την είχε δει.
Ε, ρε διλλήματα που σου βάζει η ρημάδα η ζωή ... μονολόγησε κι έκρυψε το φάκελο πάλι στο εσωτερικό του μπουφάν του.
Αντι να πάρει τον δρόμο για την υπαίθρια αγορά, πήρε αυτόν που έβγαζε στη μεγάλη λεωφόρο. Πέρασε απέναντι και έκανε δεξιά, σ΄ένα στενό δρομάκι, κοιτώντας τα νούμερα. Όταν έφτασε στο νούμερο 12 σταμάτησε. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Του άνοιξε μια κοπέλα, γύρω στα 30. Εκείνη μόλις τον είδε έτσι ρακένδυτο πήγε αμέσως να του κλείσει την πόρτα. Ο Μίλτος όμως την στάματησε. “Μην κλείνετε, έχω κάτι για εσάς”
“Τι μπορεί να έχετε εσείς για μένα;”
Ο Μίλτος χωρίς να πει κάτι της έδωσε αμέσως τον φάκελο. Η κοπέλα μόλις τον πήρε στα χέρια της το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να δει αν είχε παραβιαστεί.
“Πού τον βρήκατε;”
“Σε μια γωνία, εδώ πιο κάτω”.
“Σας ευχαριστώ πολύ. Είχαμε φάει το σύμπαν για να τον βρούμε. Είχε πέσει....” άρχισε να του λεει την ιστορία εκείνη.
“Δεν είστε υποχρεωμένη να μου πείτε όλη την ιστορία...” την διέκοψε κάποια φορά... “Λοιπόν, ας πηγαίνω εγώ τώρα...καλή σας ημέρα”.
Κατηφόρισε, αυτή τη φορά, τη μεγάλη λεωφόρο. Μέσα του ένοιωθε μια χαρμολύπη. Χαρά που ένα παιδάκι θα σωζόταν και λύπη που για μια ακόμη φορά θα κοιμόταν πεινασμένος.
Είχε αρχίσει να βρέχει. Διάφοροι περαστικοί είχαν ανοίξει τις ομπρέλες τους κι άλλοι έτρεχαν να φυλλαχτούν απ' αυτή κάτω απ τα υπόστεγα . Χαμογέλασε. Εκείνος τη βροχή πια δεν φοβόταν...Φοβάται ο βρεγμένος τη βροχή... όχι.
Πριν φτάσει στην υπαίθρια αγορά έκανε μια στάση σ΄ενα μεγάλο φούρνο. Το στομάχι του γουργούριζε... Πόσο θάθελε να φάει ένα κρουασάν... Έβαλε το χέρι του στη τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε ένα ξεχασμένο αντίδωρο που είχε πάρει μια κυριακή από κάποια εκκλησία. Το σκούπισε απ' τα χνούδια και το έκανε μια χαψιά.
“Αύριο, έχει ο θεός” είπε και συνέχισε τον δρόμο του...
Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη
Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...
