Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- Λόγος με te...


[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ1 ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:

 

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.

5Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
 
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,2

ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
 
10Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
15τόσο θετική σάν μεταφυσική4
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.5
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
 
20

Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ
   μου
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος

25νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
30(δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου).
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
6
35Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
40

οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο
7
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
δυσπιστία —

45λέω γιά τήν πολυθρόνα,8 πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
— μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω
στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,
ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια
του ἀνάσα,
50τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει
ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά
μαντίλια,
ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό
λιόγερμα
55ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες
στ' ἀντικρυνό γιαπί
ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, — διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου·
ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.9

Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη
ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα
60πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο10
μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες
— 8, 16, 32, 64, —

κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί
ρόζ λουλούδια,
(συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια — κακή συνήθεια11) — 32, 64, —
κ' οἱ δικοί μου στήριζαν
65μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν
πολυθρόνα —
ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα —
ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; —
ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα
70τ' ἄσπρο σεντόνι12 σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ'
ἐγώ ἄλλωστε,
καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ'
τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ
Ἅη-Νικόλα,13
75ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ
σακκακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη
συνοδεία ἀσημένιων κύκνων —
καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ
80πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ
ἐμφανίστηκε
ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος,
καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,14
ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι15 μές στή λευκή μου φλόγα, στή
λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν
ἔκσταση τῶν ἐφήβων,
85πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα,
ἄλκιμα16 μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο,
στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄβλεπα)
μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια,
στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄβλεπα)
 ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις,
σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου
,17 —
90θέ μου, τί μάτια πάναστρα,18 κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση
ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα,
ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω.
— Ὄχι, δέ φτάνει.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με,
95γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια,
ἔμεινα μόνη,
ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη,
ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο
μαρμαρο
19
100πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι20 δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
105νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
110Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει.
Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του
115νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια
καί ράφια.21
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
120εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θά τρίξει, — ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,22
κάποια βήματα ἀκούγονται, — δέν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, —
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα,23 —
125κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,
24
διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου,
τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις
καθάριο κι ἀδιαίρετο.
Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο
130σάν κυκλικό ξυράφι — πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου;
ὅσο κι ἄν διψῶ, — πῶς νά τό φέρω; — Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, — αὐτό μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
 
135Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά
του ἀρκούδα
25
μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια26
σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει27τό σούρουπο
140καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν
πιά νά βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς
ἀρκούδας —
κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί —
ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά
παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,
145καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο
παιχνίδι της,
δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση,
τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν
χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
150μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου —
τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση
τῆς ζωῆς
πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.28

Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
155ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
160Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά μπρίκια29 κρεμασμένα γυαλίζουν
σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες,30
165φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου — δέν μπορῶ νά τά
ξεκολλήσω ὕστερα,
δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια —
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, — σωριάζομαι —
καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν
καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
170κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει
αὐτές τίς φυσαλίδες,
τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς;31

Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος
τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα,
175μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια·
μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω — ὄχι, τά δίνω·
180μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν — πάντως ἐγώ
τά δίνω.32
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου.
Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι
185δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;33

Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο — τί δυνατό τό στῆθος σου,
— τί δυνατό φεγγάρι, — ἡ πολυθρόνα, λέω — κι ὅταν σηκώνω τό
φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι
μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου
ἐπάνω
νά μήν κοιτάξω μέσα, — ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του·
190καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου — μήν κοιτάξεις
μέσα,
εἶναι μιά δύναμη μαγνητική34 πού σέ τραβάει — μήν κοιτάξεις, μήν
κοιτᾶχτε,

ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω — θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος — θά πέσεις, —
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι,
195ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά,35 μυστηριακές φωνές — δέν τίς ἀκοῦτε;
Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,36
βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα,
τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,37
βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, —
200τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό
ἴδιο σου τό κύμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος, — πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα — ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε
ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

205Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες
τοῦ νεροῦ,
ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό — ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; —
210ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει
ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο
γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει
μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια, τή μαύρη
τσάντα μου, τά ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες — τί νά τίς κάνεις;
215Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία,38 — ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι —
220τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —
225ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος»,39 μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει):

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

“η σχέση μας αυτή δεν μπορεί να πάει μακρύτερα”Ραντεβού μ΄ένα γράμμα Μικ...


Αγαπημένη μου φίλη, αλήθεια, από πότε έχουμε να τα πούμε γραπτά; Πρέπει να εί­ναι πολύ καιρός. Έτσι δεν είναι; Αν θυμάμαι καλά, το τελευταίο μου γράμμα θα πρέπει να στο είχα γράψει αρχές Απρίλη. Τώρα έχουμε μισά Νοέμβρη. Πω, πω πως περνάει ο καιρός έτσι, πώς μας παρασέρνει, μερικές φορές, στη δίνη του. Τέλος πάντων...

Εσύ, πώς είσαι αγαπημένη μου; Θα κάνεις καμιά έκθεση με έργα σου αυτό τον καιρό; Αχ! Πόσο έχω νοσταλγήσει το Παρίσι και πόσο έχω επιθυμήσει κι εσένα. Μού λείπουν οι βόλτες μας στον Σηκουάνα και στην Μονμάρτη, οι επισκέψεις μας στα διάφορα events, οι εκθέσεις ζωγραφικής, οι θεατρικές παραστάσεις. Αλήθεια τι κάνει ο Αντρέ; Παίζει κάπου τώρα;. Εγώ αν και είχα πρόταση να παίξω στην παράσταση “Η τρελή του Σαγιώ”, δεν δέχτηκα. Τώρα, θα αναρωτιέσαι το “γιατί”, κι είναι λο­γικό. Λοιπόν, ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή.

Όλα ξεκίνησαν πριν από μερικούς μήνες, το βράδυ της πρεμιέρας του έργου του Τσέ­χωφ “Θείος Βάνιας”. Νομίζω σου είχα γρά­ψει σε κάποιο γράμμα μου ότι θα ανεβάζαμε το συγκεκριμένο έργο κι ότι θα υποδυόμουν τη Σόνια. Αλλά μη σε ζαλίζω τώρα με λεπτομέ­ρειες...

Λοιπόν, ήταν λίγα λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση, όταν δέχτηκα στο καμαρίνι μου μια ανθοδέσμη με μια κάρτα. Ήταν απ' τον Παύλο. Συγκινημένη την πήρα στα χέρια μου κι άνοιξα τον φάκελλο σίγουρη ότι θα μου έγραφε καλή επιτυχία και ότι θα με κα­μάρωνε καθισμένος στις πρώτες θέσεις να παίζω. Όμως τίποτα απ' όλα αυτά που σκέ­φτηκα δεν ίσχυαν. Ο Παύλος σ΄εκείνη την κάρτα, τελικά, έγραφε ότι δεν πρέπει πια να είμαστε μαζί βρίσκοντας έναν πολύ ωραίο, ποιητικό τρόπο θα έλεγα για να μου το πει. Μ' ένα απόσπασμα απ' το “Αλεξανδρινό Κουαρτέτο” του Ντάρρελ. Αξίζει να στο γρά­ψω:

...η σχέση μας αυτή δεν μπορεί να πάει μακρύτερα, γιατί έχουμε ήδη εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές της στην φαντασία μας, και εκείνο που στο τέλος θ' ανακαλύψουμε, πίσω απ' τα μουντά χρώματα της ηδυπάθειας, θα είναι μια φιλία τόσο βαθειά που θα γίνουμε σκλάβοι της για πάντα. Ήταν η ερωτοτροπία δύο πνευμάτων πρώϊμα εξαντλημένων από την πείρα και που φαινόταν πολύ πιο επικίν­δυνη από έναν έρωτα βασισμένο στην σεξου­αλική έλξη...” Για μερικά λεπτά έμεινα να το κοιτώ και να το ξανακοιτώ, να το διαβάζω και να το ξαναδιαβάζω. Δεν είναι δυνατόν έ­λεγα συνέχεια στον εαυτόν μου, δεν είναι δυ­νατόν. Κι όμως, ήταν.

Εκείνο το βράδυ, ήμουν η καλύτερη Σόνια απ' ό,τι είπαν κριτικοί και συνάδελ­φοι. Δεν ξέρω αν ήμουν η καλύτερη, το μόνο που ξέρω ήταν πως έπαιξα με την ίδια ψυχι­κή δύναμη τότε που είχα μάθει για το χαμό της μητέρας μου.Το ίδιο είχε συμβεί,όταν το θλιβερό μαντάτο είχε έρθει λίγο πριν βγω στη σκηνή να παίξω.

Μετά την παράσταση δεν έμεινα να το γιορτάσουμε με τους συναδέλφους, προτί­μησα να φύγω και να πάω σπίτι. Άνοιξα μια μπουκάλα κρασί και παρέα με τον... “Ντάρρελ” τα ήπιαμε μέχρι το πρωί. Τον Παύλο δεν τον αναζήτησα, δεν είχε νόημα ούτε να ζητήσω εξηγήσεις, ούτε και να του πω ότι περίμενα το παιδί μας. Ναι, όπως το ακούς...το διαβάζεις θέλω να πω, το παιδί μας. Η ανόητη ήθελα να του το ανακοινώσω εκείνο το βρά­δυ της πρεμιέρας...

Το επόμενο διάστημα για μένα ήταν πολύ ζόρικο. Έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις για τη ζωή μου. Και τις πήρα.

Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί και να φύγω απ' την Ελλάδα, γιατί δεν θα ήθελα με τίποτα να μεγαλώσει σε μια κοινωνία άκρως συντηρητική, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να το λιθοβολήσει. Όσο για τον Παύλο, δεν θα μά­θει ποτέ ότι έχει κάπου ένα παιδί. Ας μείνει με την ιδέα ότι αυτό που είχαμε εμείς οι δύο κάποτε δεν θα μπορούσε να πάει μακρύ­τερα...


Αγαπημένη μου Ζορζέτ,

Η ζωή για μια ακόμη φορά με προ(σ)κά­λεσε σ' ένα νέο ξεκίνημα, κι εγώ έπρεπε να ανταποκριθώ σ' αυτήν την πρό(σ)κληση της.

Στο τέλος του μήνα πετώ για Παρίσι.Καλή αντάμωση...!

Σε φιλώ,

Μαρίνα




Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Ηλιοβασίλεματα…γεμάτα Ελλάδα...

Ηλιοβασιλέματα γεμάτα Ελλάδα...!




Ηλιοβασίλεματα…γεμάτα Ελλάδα, στιγμές μοναδικές, μαγικές, στιγμές που ξεχωρίζουν… Όταν κοιτάς τον ήλιο να βουτάει στη θάλασσα ψηλά από το κάστρο…

Όταν βάφει με κόκκινο χρώμα τη θάλασσα…

Όταν ζωγραφίζει με υπερκόσμια χρώματα τον ουρανό

Όταν κυλάει σιγά σιγά στο γέρμα του…

Όταν παίζει κρυφτό με τα σύννεφα μέχρι να χαθεί…

Όταν ζωγραφίζει μια χρυσαφένια γραμμή στη θάλασσα…

Όταν γλιστρά πίσω απ’ το βράχο…

Δύσκολα τα μάτια κι η ψυχή να χορτάσουν τόση μα τόση ομορφιά…!

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ-ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με temp...

Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιον του Σκόκου για το 1918

     Οι πρώτες μου γι’ αυτήν αναμνήσεις ξεκαθαρίζουν με δυσκολία, χαμένες στα σύθαμπα της νηπιακής ηλικίας.
     Ανάμεσα στους ήχους, που έφθαναν από μακριά στην ασυνήθιστη ακοή μου, αγνώριστοι όλοι κι εκπληκτικοί, έμαθα γρήγορα να ξεχωρίζω τη φωνή της. Ήταν μια φωνή δυνατή, καθαρή, δροσερή, γλυκιά, που θα ‘λεγα πως έλαμπε και στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού ή του χειμωνιάτικου ήλιου. Την άκουγ’ από το περβολάκι, όπου έπαιζα με τα χώματα και τα πετραδάκια, καθισμένος μέσα στην πέτρινη γούρνα· την άκουγ’ από το παράθυρο της σάλας, όπου στεκόμουν ανεβασμένος σε μια καρέκλα κι έβλεπ’ αντίκρυ το Κάστρο· την άκουγα κάποτε κι από το κρεβατάκι μου, στην άλλη κάμαρα, όταν ξυπνούσα το πρωί με τα κελαδήματα των πουλιών. Και πρέπει να ‘δειχνα μια πολύ χαρούμενη έκπληξη, γιατί συχνά η μητέρα μου, γελαστή, μου έλεγε:
― Άκου, η Μανταλένα!…
     Έτσι ήξερα, πως η γλυκιά και καθαρή εκείνη φωνή έβγαινε από κάποιο πλάσμα που το ‘λεγαν «Μανταλένα», μα που δεν το είχα ιδεί ποτέ. Πολλά άλλα πλάσματα, ακόμα τότε, τα ‘ξερα έτσι μόνο απ’ τη φωνή τους, απ’ τον ήχο τους. Μ’ ανάμεσα σ’ όλα, γνωστά μου κι άγνωστα, ιδωμένα κι ανείδωτα, η Μανταλένα μου φαίνουνταν σαν κάτι ξεχωριστό. Τη φαντάζουμουν πιο όμορφη κι από τη μητέρα μου, όταν με κοίταζε γελαστή· πιο γλυκιά κι από τη γιαγιά μου, όταν μ’ εχάιδευε στο κεφάλι και στο πηγούνι.
     Μια μέρα, καθώς στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο, ανεβασμένος στην καρέκλα, άκουσα πάλι τη φωνή της. Μου φάνηκε πως έβγαινε από τόσο κοντά μου, ώστε όρμησα να προβάλω, για να ιδώ. Η μητέρα μου, που με παράστεκε από πίσω, μ’ εκράτησε. Επειδή όμως επέμενα, μ’ εσήκωσε στην αγκαλιά της και μ’ άφησε να βγάλω το κεφάλι μου από τη γρίλια. Και να, το ξεχωριστό, το θαυμάσιο, το θείο που μου υπόσχουνταν η φωνή: Σ’ ένα διπλανό παράθυρο, δυο τρία σπίτια πιο κάτω απ’ το δικό μας, αριστερά μου, είδα ένα κεφάλι ολόξανθο, που έλαμψε στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου.
― Η Μανταλένα! μου ψιθύριζε καθώς με κρατούσε η μητέρα μου. Την είδες λοιπόν τη Μανταλένα;
     Ναι, την είδα, την έβλεπα, μα όχι όσο ήθελα. Γιατί καθώς ήταν κι εκείνη γυρισμένη αριστερά και μιλούσε μ’ ένα άλλο κορίτσι, μαυριδερό, σ’ έν’ άλλο παράθυρο, πιο κάτω, δεν μου ‘δειχνε παρά τα ξανθά της μαλλιά, τον κάτασπρο σβέρκο της και λιγάκι από την ουρανιά καμιζόλα της. Του κάκου περίμενα να γυρίσει μια στιγμή το πρόσωπό της προς το μέρος μου· του κάκου αντιστάθηκα όσο μπορούσα δυο τρεις φορές, που θέλησε η μητέρα μου να με τραβήξει μέσα. Η Μανταλένα εξακολουθούσε να μιλά με το μαυριδερό κορίτσι, γυρισμένη αντίθετα. Κι άξαφνα, μ’ έν’ απότομο κίνημα, σα να τη φώναξε κάποιος από το σπίτι, έμπασε μέσα το κεφάλι της και την έχασα.
     Δεν θυμούμαι αν έκλαψα και τότε, όπως μια φορά που μου ‘καναν με το πρίσμα φάσματα στον τοίχο κι άξαφνα μου το ‘κοψαν. Από κείνη όμως την ημέρα, που είδα το ξανθό κεφάλι, η γλυκιά φωνή μου φαίνουνταν πιο γνώριμη, πιο αγαπητή και πιο ζωηρά χρωματισμένη με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου…
     
     * * *
     
     Γυρίζαμε απ’ τη γειτονική μας Εκκλησία. Κάποια Κυριακή; κάποια γιορτή;…
     Η μητέρα μου με κρατούσε απ’ το χεράκι κι η νταντά, στο πλάι μας, ήταν έτοιμη να με σηκώσει στην αγκαλιά της, γιατί μόλις έσερνα τα πόδια μου.
     Άξαφνα βλέπω τη μητέρα μου να στέκεται και να μιλά προς τα ψηλά. Στέκουμαι κι εγώ και σηκώνω το κεφάλι μου. Ήμαστε κάτω από ένα παράθυρο, που πρέπει να ‘ταν το ίδιο εκείνο, όπου εδώ και λίγες μέρες είχα ιδεί το ξανθό κεφάλι. Γιατί και τώρα το ίδιο κεφάλι ήταν εκεί προβαλμένο. Θα το γνώριζα κι από τα μαλλιά του. Άκουσα όμως και τη μητέρα μου που είπε:
― Καλημέρα, Μανταλένα μου…
     Και τη γλυκιά δυνατή φωνή που αποκρίθηκε:
― Καλημέρα σας, κυρία!…
     Απόρησα, θαμπώθηκα και καταχάρηκα. Ήμουν στην ηλικία, που όλα μας φαίνουνται θαύματα, υπερφυσικά. Πώς βρέθηκε άξαφνα μπροστά μας το παράθυρο εκείνο, σε μια στιγμή που το νόμιζα μίλια μακριά;
     Μα έκαμα έτσι κι είδα, γνώρισα το σπίτι μας, στην ίδια γραμμή. Βέβαια, καλέ, ήταν το παράθυρο της Μανταλένας! Και να από κάτω του μια πόρτα, λαδιά σκούρα, με το ‘να πορτόφυλλο κλειστό, με τ’ άλλο διάπλατο, απ’ όπου φαίνουνταν παρά μέσα μια σκάλα κιτρινωπή, ίσια, φωτισμένη ζωηρά και φαιδρά από κάποιο αθώρητο φεγγίτη.
     Τράβηξα τη μητέρα μου απ’ το χέρι, για να της δείξω πως ήθελα να μπούμε σ’ εκείνη την πόρτα και ν’ ανεβούμε σ’ εκείνη τη σκάλα, για να φθάσουμε τη Μανταλένα.
     Μα η μητέρα μου αντιστάθηκε.
― Σύχασε, μου είπε, τώρα θα πάμε στα σπίτι μας.
     Κι επρόσθεσε, κοιτάζοντας ψηλά:
― Δε βλέπεις, καλέ; Ο γιος μου θέλει να σου κάμει βίζιτα… Να, να. με τραβουλιάζει…
     Ντράπηκα κι έπαψα αμέσως το τραβούληγμα. Η Μανταλένα γελούσε δυνατά κι έλεγε λόγια που δεν τα θυμούμαι, γιατ’ ίσως και δεν τα καταλάβαινα. Γελούσε κι η μητέρα μου, που έσκυβε τώρα σε μένα και μου ‘λεγε:
― Την αγαπάς την κυρία Μανταλένα:.. σ’ αρέσει; Ιδές τη λοιπόν! να!
     Μου σήκωνε το κεφαλάκι απ’ το πηγούνι· κι εγώ αντιστεκόμουν, έβαζα δύναμη να το κρατώ σκυφτό· γιατί καταλάβαινα πως άμα το σήκωνα τώρα, θ’ αντίκριζα τα μάτια της Μανταλένας να με κοιτάζουν, κι αισθανόμουν ντροπή, ίσως μάλιστα και κάποιο φόβο.
     Γιατί πρωτύτερα, που η Μανταλένα μιλούσε με τη μητέρα μου, είχα ιδεί μια στιγμή αυτά τα μάτια από το πλάι, και μου είχαν φανεί πολύ αλλιώτικα, πολύ διαφορετικά απ’ όσα μάτια είχα ιδεί ως τότε. Φανταζόμουν, πως αν τα ‘βλεπα ολόισα, καρφωμένα στα δικά μου, θα τρόμαζα, όπως τρόμαξα μια φορά στη σοφίτα, όπου, παίζοντας, γύρισα μια παλιά εικόνα, πεταμένη ανάποδα σε μιαν άκρη, και βρέθηκα άξαφνα αντίκρυ σ’ ένα μεγάλο πρόσωπο με κάτι μάτια φοβερά. Άντρας ήταν; γυναίκα ήταν; Δεν ξέρω! Με μια κραυγή τρόμου πέταξα την εικόνα, έφυγα κι ούτε ξαναπάτησα στη σοφίτα εκείνη.
     Μα σήμερα, η περιέργεια κατανίκησε και τη ντροπή και το φόβο. Έπειτα η μητέρα μου ήταν κοντά μου, με κρατούσε απ’ το χέρι· τι είχα να πάθω; Κι επιτέλους σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα μάτια της Μανταλένας που με κοίταζαν.
     Τρόμαξα πάλι, γύρισα μια στιγμή τα δικά μου αλλού κι έσφιξα το χέρι της μητέρας μου. Μα σα να με τράβηξαν με μαγνήτη τα μάτια εκείνα, τα ξανακοίταξα χωρίς να θέλω. Αυτό έγινε δυο τρεις φορές, ώσπου να ξεθαρρευτώ. Κι άφοβα τότε ξακολούθησα να τα κοιτάζω…
     Τα μάτια της Μανταλένας, μεγάλα, ολάνοικτα, τριγυρισμένα από μαύρα, μακριά τσίνορα, είχαν το χρώμα της γαλαζόπετρας. Μα έχυναν τόσο φως, ώστε δεν μ’ άφηναν να βλέπω τίποτ’ άλλο από το πρόσωπό της. Αυτά έβλεπα μόνο και τα ξανθά της μαλλιά. Ήταν για μένα μια καινούργια εντελώς γοητεία. Είχα καρφωθεί εκεί στη μέση του δρόμου, με το κεφάλι μου ψηλά. Η μητέρα μου, για να κουνηθώ, αναγκάσθηκε να με τραβήξει με δύναμη. Την ακολούθησα. Μα όσο πηγαίναμε, εγώ ως που μπήκαμε πια στην πόρτα μας, ξακολουθούσα να κρατώ το κεφάλι μου γυρισμένο κατά το παράθυρο της Μανταλένας.
     Από τότε, μόλις άκουγα τη γλυκιά, δυνατή φωνή, ξαναφαίνουνταν μπροστά μου το ξανθόμαλλο κεφάλι με τα γαλάζια μάτια. Η Μανταλένα για μένα ήταν έν’ αλλιώτικο πλάσμα, ένα γοητευτικό τέρας, που δεν είχε παρά μαλλιά και μάτια.
     
     * * *
     
     Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας, τη συμπλήρωνα, την έβλεπα καθαρά. Όταν έγινα πια πέντε χρονών, η Μανταλένα, εκτός απ’ τα μαλλιά και τα μάτια, είχε για μένα κι ένα κατακόκκινο στόμα με κάτασπρα δόντια, που τα μπροστινά, τ’ απάνω, μου φαίνουνταν σα μεγαλύτερ’ από τ’ άλλα· είχε ακόμα μια μύτη ίσια, στενή και μακριά, που με δυσκολία ξεχώριζα τα ρουθουνάκια της, και δυο αυτάκια τριανταφυλλιά, στολισμένα με δυο μικρούτσικα διαμάντια. Πάντα όμως τα μάτια της έλαμπαν περισσότερο· κι όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά τα ‘βλεπα σα μέσα σ’ ένα γαλάζιο φως. Και το μέλι ακόμα των μαλλιών της μου φαίνουνταν πως εκυάνιζε αλαφρά, σαν το παλιό χρυσάφι μιας καρφίτσας που φορούσε η γιαγιά μου.
     Ήταν άραγε τόσο υπερφυσικά όμορφη η Μανταλένα, όπως την έβλεπα απ’ τα πέντε μου χρόνια ως τα επτά; Δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα. Δεν θα ‘ξερα καν να πω ούτε τι ηλικία είχε, τον καιρό που, μαζί με τον κόσμο, την πρωτογνώρισα. Θυμάμαι πάντα το στήθος της μεστό, στρογγυλό, φουσκωμένο. Μα ήταν τότε κοριτσόπουλο δεκαπέντε χρονών ή μεγάλο κορίτσι, εικοσιπεντάρα; Αδύνατο να συμπεράνω. Τα μόνο βέβαιο είναι πως ύστερ’ από τριάντα χρόνια που την ξαναείδα, η Μανταλένα ήταν γριά κι άσχημη, με δυο δόντια μονάχα, —εκείνα τα μπροστινά, που μου φαίνουνταν πάντα μεγαλύτερα. Μα κι απ’ αυτό τίποτα δεν βγάζω. Μπορεί να γέρασε πρόωρα, η δυστυχισμένη, όπως πρόωρα μπορεί να ‘χε μεστώσει και το στήθος της. Κι η πιο άσχημη γριά δεν μπορεί να στάθηκε στον καιρό της πεντάμορφη;
     Την ιστορία της όμως την ξέρω· κι απ’ αυτή βγάζω πως η όμορφη Μανταλένα, αυτό το νηπιακό μου όνειρο, στάθηκε μια από τις πιο δυστυχισμένες γυναίκες του τόπου της και του καιρού της. Κι είναι μάλιστα το πρώτο πλάσμα στον κόσμο, που μαζί με τη χαρά της Ομορφιάς, μου γνώρισε και τη θλίψη της Δυστυχίας. Θα ήμουν τότες ως επτά χρονών. Η μητέρα μου μ’ έστελνε κάθε μέρα στο σπίτι της Μανταλένας, όπου η θεια της, μια αγαθότατη και καθαρότατη γριούλα, μ’ εμάθαινε να συλλαβίζω στη φυλλάδα μου και μου ‘λεγε παραμύθια. Το μάθημα με στενοχωρούσε πολύ. Μια μέρα μάλιστα, θυμούμαι, πέταξα με θυμό τη φυλλάδα μου και φώναξα: «Να μου δώσετε το μηνιάτικό μου να φύγω!» (Γιατί ίσα ίσα εκείνο το πρωί είχα πάει το ασημένιο δίφραγκο, που πληρώναμε κάθε μήνα τα πέντ’ έξι παιδιά, γειτονοπούλα, του νηπιαγωγείου). Τα παραμύθια όμως τ’ άκουγα πάντα μ’ ευχαρίστηση, αν και τα ‘ξερα πια απόξω, γιατί η γριά δασκάλα μάς έλεγε δυο τρία, πάντα τα ίδια. Ήμουν κατενθουσιασμένος προπάντων όταν μπορούσα, ακούγοντας το παραμύθι με τις πεντάμορφες, τις βασιλοπούλες, τις νεράιδες, τις μάγισσες, να βλέπω και τη γλυκιά Μανταλένα, πότε απ’ τη μισανοικτή πόρτα, στην καμαρούλα της, όπου κτένιζε ατέλειωτα τα χρυσά της μαλλιά, —ολάκερη ιεροτελεστία!― πότε κει, μπροστά μας, να κάθεται στην καρέκλα και να πλέκει ήσυχα ή να κεντά.
     Σπάνια, πολύ σπάνια μιλούσε, και σιγά-σιγά. Η φωνή της, μέσα στο σπίτι, ήταν ολωσδιόλου αλλιώτικη, παρά όπως την άκουγα απ’ το περιβόλι. Την ύψωνε καθαρή και δυνατή μόνο σαν κουβέντιαζε, απ’ τα παράθυρα του δρόμου ή της αυλής, με τις αντικρινές της φιληνάδες. Φώναζε τότε και γελούσε, σαν ένα πλάσμα χαρούμενο και ξένοιαστο. Μα μόλις τέλειωνε την κουβέντα κι έμπαινε μέσα, το γέλιο της έσβηνε, το πρόσωπό της γίνουνταν σοβαρό, μελαγχολικό, κι η φωνή της δεν αντηχούσε παρά σ’ ένα πολύ χαμηλό τόνο, βαρύ, σχεδόν πένθιμο… Μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση αυτή η διαφορά. Πώς κτυπά ένα κουδούνι όταν το χουφτώνεις ολάκερο κι όταν πάλι το κρατάς μόνο απ’ το χερούλι; Έτσι μου φαίνουνταν κι η Μανταλένα όταν μιλούσε απ’ το παράθυρο κι όταν μιλούσε μες στο σπίτι. Μα το λυπημένο ύφος τής πήγαινε. Γίνουνταν πιο όμορφη όταν σιωπούσε ή σιγομιλούσε μελαγχολικά. Τα χαμηλωμένα ματόκλαδα με τα μαύρα τσίνορα έριχναν μια θαυμάσια σκιά στις γαλάζιες κόρες. Ήταν στιγμές που ζωντάνευε μπροστά μου τη Βασιλοπούλα του παραμυθιού. Κι ήταν άλλες που μου φαίνουνταν σαν την γαλανή Φραγκοπαναγιά, που είχε στο εικονοστάσι της μια γειτόνισσά μας κοντέσα. Το βράδυ το ‘λεγα της μητέρας μου:
― Μαμάκα, η κυρία Μανταλένα δεν είναι απαράλλακτη με την Παναγία;
     Κι η μητέρα μου το ‘λεγε του πατέρα μου και γελούσαν. Ένα βράδυ, εκεί που δειπνούσαμε, ο πατέρας μου με ρώτησε:
― Κωστάκη, άμα μεγαλώσεις… θέλεις να πάρεις γυναίκα σου τη Μανταλένα;
     Εγώ κούνησα αμέσως το κεφάλι μου ζωηρά, με προθυμία· κι έπειτα, ξαφνικά, μια φλόγα ντροπής ανέβηκε στα μάγουλά μου. Εκείνοι έσκασαν από τα γέλια.
     Άλλη φορά, ρώτησα τη μητέρα μου:
― Μα γιατί η κυρία Μανταλένα είναι πάντα λυπημένη;
― Γιατί δεν έχει μητέρα, παιδί μου.
― Της πέθανε:
― Ναι.
― Ούτε πατέρα;
― Όχι, πατέρα έχει…
― Και γιατί δεν είναι μαζί του;
― Γιατί άμα έχασε τη μητέρα της, πριν γεννηθείς εσύ, την πήρε η θεία της, να την έχει σαν παιδί της.
     Τόσο μόνο μου είπε η μητέρα μου και, χωρίς να τη ρωτήσω άλλο, επωφελήθηκε για να προσθέσει:
― Λυπάται, η καημένη, σα θυμάται τη μητερούλα της. Βλέπεις, παιδί μου; Τίποτα δεν μπορεί να μπει στη θέση της μητερούλας· ούτε μπαμπάς ούτε θεία. Γι’ αυτό και συ πρέπει να ‘σαι φρόνιμος, να μ’ ακούς, να μη με συγχύζεις και να μ’ αγαπάς.
― Σ’ αγαπώ, ψιθύρισα. Πάντα θα σ’ αγαπώ, μαμάκα!…
     Κι από μέσα μου είπα: «Θ’ αγαπώ όμως και τη Μανταλένα».
     
     * * *
     
     Αργότερα έμαθα.
     Δεν ήταν μόνο που δεν είχε μητέρα η Μανταλένα, παρά που είχε και μητρυιά. Η μητρυιά αυτή, κάμποσα χρόνια, της είχε κάμει πολύ κακή ζωή. Δηλαδή κι η Μανταλένα μπορεί να ‘χε κάμει κακή ζωή της μητρυιάς της. Οπωσδήποτε, δεν μπορούσαν πια να ζουν στο ίδιο σπίτι. Γι’ αυτό η Μανταλένα αναγκάστηκε να φύγει από το πατρικό και να ζητήσει άσυλο στο σπίτι της φτωχής της θείας.
     Την αγαπούσε τάχα ο πατέρας της; Της χάριζε ωραία πράμματα; Την έβλεπε συχνά; Τίποτ’ απ’ αυτά δεν μπορούσα τότε να ξέρω. Εγώ ποτέ δεν είδα πατέρα της Μανταλένας. Μα για να εξηγώ την αιώνια μελαγχολία της, μου έφθαναν οι πληροφορίες της μητέρας μου.
     Μια μέρα τη ζύγωσα ξαφνικά και της είπα:
― Ξέρω γιατ’ είσαι λυπημένη! Θυμάσαι τη μαμάκα σου που πέθανε.
     Κι η Μανταλένα ξαφνιάστηκε, θύμωσε και μ’ αποπήρε:
― Να μου κάνεις τη χάρη! μου φώναξε. Δεν είναι δική σου δουλειά!… Πήγαινε να διαβάσεις τη φυλλάδα σου. Ορίστ’ εκεί!…
     Μου ‘ρθαν κλάματα. Τα είδε η γριά δασκάλα μου, μ’ εχάιδεψε και μου είπε στ’ αυτί!
― Μην της μιλάς ποτέ για τη μάνα της. Της τη θυμίζεις και πικραίνεται χειρότερα. Έπειτα έχει κι άλλα βάσανα, το καημένο. Είναι βαριά άρρωστος ο πατέρας της.
     Μ’ όλη μου την καρδιά συχώρεσα αμέσως τον απότομο τρόπο της Μανταλένας, γιατί είδα πως όλο το λάθος ήταν δικό μου. Λυπήθηκα μάλιστα πολύ που, χωρίς να θέλω, την πίκρανα. Κι από την ημέρα εκείνη, αντί να λιγοστέψει, μεγάλωσε η παιδιάτικη λατρεία που της είχα.
     Άξαφνα ένα βράδυ, πολλήν ώρα αφού σκόλασα, ήλθε στο σπίτι μας η είδηση: Πέθανε ο πατέρας της Μανταλένας.
     Δεν ήξερ’ ακόμη από θάνατο κι η είδηση δεν μου ‘καμε και τόσο φοβερή εντύπωση. Δεν φαντάστηκα αμέσως καμμιά μεγάλη συμφορά για τη Μανταλένα. Συλλογίστηκα μόνο, ότι την άλλη μέρα, θα την έβλεπα πολύ λυπημένη, ίσως και κλαμένη. Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου να μη της πω ούτε λέξη για τον πατέρα της. Θα ‘κανα σα να μην έμαθα τίποτα…
     Και το πρωί, ανύποπτος μπορώ να πω, πήρα τη σάκα μου και πήγα, όπως πάντα, στο σκολειό μου.
     Θε μου! τι με περίμενε!
     Δεν ξέρω τι ώρα ήταν. Θυμούμαι μόνο, πως ο ήλιος δεν είχε κατεβεί ακόμα στο στενό μας δρόμο με τα ψηλά σπίτια. Έτρεξα το μικρό διάστημα, που χώριζε την πόρτα μας από την πόρτα της Μανταλένας, μέσα σε μια στακτερή σκιά, δροσερή, σχεδόν κρύα. Ψήλωσα όσο μπορούσα στις μύτες των ποδιών και κτύπησα μια φορά τον σιδερένιο μπαταδούρο. Κάποιος από πάνου τράβηξε το σχοινί του σαρταρέλου και το σκούρο λαδί πορτόφυλλο άνοιξε. Το ‘σπρωξα τότε, μπήκα μ’ ορμή κι ετοιμάστηκα ν’ ανεβώ. Αλλά η σκάλα, φωτισμένη ζωηρά από ένα μικρό, ανατολικό φεγγίτη, δεν ήταν ελεύθερη. Εκείνη τη στιγμή κατέβαιναν δυο άνθρωποι: Η Μανταλένα μπροστά κι ο θειος της από πίσω.
     Στάθηκα ευθύς με το κεφάλι ψηλά.
― Ποιος είναι; ρώτησε από πάνου η δασκάλα μου.
     Κι η Μανταλένα, κατεβαίνοντας, με τα γαλάζια της μάτια ολάνοιχτα, καρφωμένα απάνου μου, αποκρίθηκε σιγά, μα πολύ σιγά:
― Ο Κωστάκης…
     Η φωνή της ήταν αθόρυβη, όπως το βήμα της. Ήταν σα μιαν αληθινή οπτασία, σαν ένα πλάσμα υπερφυσικό, που κατέβαινε τη σκάλα χωρίς να την αγγίζει… Τα φουστάνι της ήταν τόσο μακρύ, που αλήθεια δεν έβλεπα τα πόδια της. Και το φουστάνι αυτό ήταν κατάμαυρο. Κατάμαυρη κι η ζακέτα με τα στενά μανίκια. Κατάμαυρη κι η μαντίλια, που ήταν ριγμένη απάνω στα ξανθά μαλλιά κι έφθανε με απλές, ίσιες πτυχές, ως πάρα κάτω από τη μέση. Με το ‘να της χέρι, κατάλευκο σαν το κερί, την κρατούσε ενωμένη κάτω απ’ το πηγούνι. Τ’ αυτιά της όμως έβγαιναν έξω κι είδα ευθύς πως σήμερα δεν ήταν στολισμένα με τα μικρά διαμάντια… Η Μανταλένα ήταν βουτηγμένη στα φρικτά μαύρα. Δεν έκλαιγε. Μα το πρόσωπό της, κατακόκκινο, αναμμένο, είχε μια τέτοια έκφραση λύπης, πόνου, συντριβής, που μου φαίνεται πως ποτέ δεν την είδα σ’ άλλο πρόσωπο ανθρώπου. Τα μάτια της προπάντων —αχ, Θε μου, εκείνα τα μάτια της! Πώς γυάλιζαν στεγνά, κατάξερα, πώς φαίνουνταν σα να ‘χαν χύσει όλα τα δάκρυα που μπορούσαν!
     Δυο τρεις στιγμές μπόρεσα ν’ ανθέξω στο κοίταγμά τους. Έπειτα κατέβασα τα δικά μου και ξυστά ξυστά, τοίχο τοίχο, κρατώντας και την αναπνοή μου, προσέχοντας να μην αγγίξω ούτ’ ένα κρόσσι της μαύρης μαντίλιας, ανέβηκα γρήγορα τη σκάλα, —μα πολύ γρήγορα, σα να με κυνηγούσαν,― έτρεξα ίσα στη γωνίτσα μου κι εκάθισα, έπεσα στα σκαμνάκι μου. Τα μικρά μου πόδια έτρεμαν, σα να είχα κάμει δρόμο πολύ. Ήμουν στην κάμαρα ολομόναχος. Κανένα παιδί δεν είχ’ έλθει ακόμα κι η δασκάλα μου ήταν στην κουζίνα, απ’ όπου με είδε τη στιγμή που ανέβαινε και μου φώναξε ένα θλιμμένο «καλόστονε! » Η Μανταλένα με το θείο της βγήκαν στο δρόμο. Άκουσα το βρόντο της πόρτας που ξανάκλεισε πίσω τους και μου ‘λθε να σηκωθώ και να κοιτάξω απ’ το παράθυρο. Ήθελα να ‘βλεπα: έτσι αλαφρά, αερικά, θα περπατούσε και στο δρόμο η μαυροφόρα Μανταλένα, όπως κατέβηκε και τη σκάλα; Μα δεν τόλμησα. Κι έμεινα στη θέση μου μονάχος, λυπημένος, συλλογισμένος. Μπορώ να πω και φοβισμένος. Γιατί η ζωντανή εκείνη εικόνα της Δυστυχίας μου είχε προξενήσει λύπη μαζί και φόβο…
     
     * * *
     
     Πού πήγαινε τάχα τόσο πρωί η μαυροφόρα Μανταλένα; Στο σπίτι βέβαια του πεθαμένου πατέρα της και της κακής μητρυιάς της. Θα ‘καναν σήμερα την κηδεία. Και πότε θα γύριζε; Θα την ξανάβλεπα σήμερα; Ύστερα, το μεσημέρι, τ’ απόγεμα, θα ‘ρχουνταν πάλι, θα ‘βγαζ’ εκείνα τα φρικτά μαύρα, θα φορούσε την κόκκινη, τη γαλάζια ή την άσπρη καμιζόλα της, και θα κάθουνταν εκεί, με το εργόχειρό της, ν’ ακούει κι αυτή το παραμύθι της γριάς;
     Τίποτ’ απ’ αυτά!
     Η μέρα εκείνη πέρασε ολωσδιόλου αλλιώτικα στο σκολάκι μας.
     Τα παιδιά δεν ήλθαν, εκτός από μένα κι από ένα άλλο. Η δασκάλα δεν μας έβαλε καινούργιες συλλαβές· μας άφησε να λέμε και να ξαναλέμε τις περασμένες. Κι ούτε παραμύθι μας είπε, ούτε «φιγούρες» μας έδειξε, ούτε να παίξουμε μας έδωσε την άδεια. Όλη την ημέρα είχε το νου της αλλού. Στον πεθαμένο βέβαια και στη μαυροφόρα Μανταλένα…
     Κι εγώ εκεί τον είχα. Στιγμή δεν μπορούσα να ξεχάσω την πρωινή οπτασία. Ολοένα η λύπη έσφιγγε τη μικρή μου καρδιά δυνατότερα. Πολλές φορές τα μάτια μου βούρκωσαν και τα δάκρυά μου, χοντρά και ζεστά, έσταξαν στη φυλλάδα.
― Γιατί κλαις; με ρωτούσε ο μικρός μου συμμαθητής.
― Έτσι, του απαντούσα —ή και δεν του απαντούσα καθόλου.
     Το μεσημέρι, κρατώντας με κόπο τα κλάματα, διηγήθηκα στη μητέρα μου τη συνάντηση που είχα κάμει στη σκάλα. Και περιγράφοντας τη Μανταλένα, της είπα:
― Φορούσε ολόμαυρα σα γριά.
     Η μητέρα μου, χωρίς να θέλει, χαμογέλασε· έπειτα ευθύς σοβαρεύτηκε και μου αποκρίθηκε:
― Η καημένη! Τώρα απόμεινε δισάρφανη. Και θ’ αργήσει να τα βγάλει αυτά τα μαύρα…
     Τι; αιωνίως έτσι θα ‘βλεπα μπροστά μου τη Μανταλένα, μαυροφόρα σα γριά; Μ’ αυτό δεν θα μπορούσα να το υποφέρω! Θα ‘ταν σα ν’ άλλαζε ο ρυθμός του παντός, σα να μην ξημέρωνε ποτέ…
     Τ’ απόγεμα ξαναπήγα στο σκολειό, αλλά η Μανταλένα δεν είχε γυρίσει. Μόνο ο θειος της ήλθε μια στιγμή και ξανάφυγε.. .
     Όσο βράδιαζε, όσο λιγόστευε το φως της ημέρας, τόσο μεγάλωνε η θλίψη κι ο αόριστος εκείνος φόβος μου. Με τη φαντασία, έβλεπα τη Μανταλένα ακόμα πιο μαύρη, ακόμα πιο δυστυχισμένη, και τα γαλάζια μάτια της μ’ εκοίταζαν μ’ ένα τρόπο, που στιγμές στιγμές μου ‘ρχουνταν να ξεφωνίσω, σα να ‘βλεπα φάντασμα.
     Έφαγα ανόρεκτα, έπεσα στο κρεβατάκι μου, μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ. Η βαριά μου καρδιά ζητούσε ένα ξεθύμασμα. Κι άρχισα να σιγοκλαίω. Ποτέ, ως τότε, δεν είχα κάμει τέτοιο θρήνο. Κι εγώ δεν ξέρω πόσες ώρες είχα κλάψει, με το πρόσωπο χωμένο στο προσκεφάλι. Όταν η μητέρα μου μπήκε στην κάμαρα, για να πλαγιάσει κι αυτή, με βρήκε έτσι και τρόμαξε.
― Τι έχεις, παιδί μου;… γιατί κλαις; με ρώτησε. Κι εγώ, δυναμώνοντας το κλάμα, της φώναξα:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!
     Μ’ αγκάλιασε, με σκούπισε, με φίλησε, με χάιδεψε, δεν ήξερε τι να μου κάνει για να με παρηγορήσει. Κι εγώ ξακολουθούσα να κλαίω και να λέω:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!…
     
     * * *
     
     Ούτε την άλλη μέρα φάνηκε στο σπίτι της θειας της η Μανταλένα. Ούτε την άλλη, ούτε την άλλη… Ποτέ πια!
     Φαίνεται, πως η κακή μητρυιά είχε ξαναγυρίσει στη μητέρα της, κι η Μανταλένα μπόρεσε να καθίσει πάλι στο πατρικό της, με τη γιαγιά της και μ’ έναν αδελφό που είχε, μεγαλύτερο.
     Για πολλές ημέρες, έβλεπα να της κουβαλούν από το σπίτι της θειας της τα πράμματά της: Μια ντουλάπα καρυδένια, ένα φορτσεράκι με χρυσά καρφάκια, μια κασετίνα με αχιβάδες, έναν καθρέφτη με βελουδένια κορνίζα, δυο βάζα κόκκινα. Τίποτα δεν έμειν’ εκεί μέσα που να τη θυμίζει, εκτός από μια κορδελίτσα των μαλλιών μαβιά, που κρέμουνταν ξεχασμένη απάνω απ’ το σκοτεινό κομμό της θειας, στην ίδια κάμαρα που καθόμαστε τα παιδιά. Και το σπίτι μου φαίνουνταν σαν άδειο …
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν χρόνια, μεγάλωσα, πήγα στο «αληθινό» σκολειό, άρχισα να ερωτεύουμαι κορίτσια της ηλικίας μου. Μα πάντα θυμούμουν την ομορφιά της μεγάλης εκείνης Μανταλένας· ήταν αδύνατο να ξεχάσω την πρωτογνώριστη λύπη που μου προξένησε η δυστυχία της κι έμεινα με την εντύπωση της μαύρης οπτασίας, που μου παρουσιάστηκε κείνο το πρωί.
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν κι άλλα χρόνια, χρόνια πολλά… Έγιν’ άντρας, ξενιτεύτηκα, δυστύχησα, ευτύχησα, αγάπησα, παντρεύτηκα, χήρεψα, ξαναπανδρεύτηκα, έκαμα ένα σωρό παιδιά, έζησα κι έφτασα στην ηλικία εκείνη που ο άνθρωπος αρχίζει να ζει περισσότερο με αναμνήσεις.
     Κι οι αναμνήσεις αυτές με ξαναγύριζαν συχνά στην πατρίδα μου, στο πατρικό μου σπίτι, στο καντούνι μας, στο σκολάκι της θειας, στα σπίτι της Μανταλένας. Πότε άκουγα με το νου μου την καθαρή και γλυκιά φωνή της, όπως την άκουγα τότε, πριν γνωρίσω την ίδια· πότε έβλεπα το κεφάλι της με τα ξανθά μαλλιά, γυρισμένο, όπως το πρωτοείδα στο παράθυρο· πότε τα γαλάζια της μάτια, όπως με πρωτοκοίταξαν εκείνη την Κυριακή που γύριζα από την Εκκλησιά· και πότε τα ίδια αυτά μάτια, μα τόσο αλλιώτικα, όπως μου φανίστηκαν το πένθιμο εκείνο πρωί. Έτσι, συχνότερα, οι αναμνήσεις μου ‘φερναν μια Μανταλένα μαυροφόρα και θλιμμένη, σαν εικόνα υπέρτατης Δυστυχίας, και μαζί μ’ αυτή, κάτι απ’ τη βαθιά λύπη, κάτι απ’ το θρησκευτικό φόβο που είχε δοκιμάσει τότε η παιδική μου καρδιά.
     Σαν ξαναγύρισα, μετά τριάντα χρόνια ξενιτιάς, στην πατρίδα μου, ρώτησα και για τη Μανταλένα. Ζει;
― Ζει, μου είπαν, η τρισκακομοίρα, μα καλύτερα να μη ζούσε!
     Και μου διηγήθηκαν από τη ζωή της όσα δεν ήξερα.
     Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια, είχε παντρευτεί δυο φορές, είχε κάμει δέκα παιδιά και, καινούργια Νιόβη, τα είχε θάψει όλα ένα ένα. Στο τέλος της πέθανε κι ο δεύτερος άντρας της. Ο αδελφός της, παντρεμένος, έλειπε στα ξένα από καιρό. Θεια, θειος, δεν υπήρχαν πια. Κι η Μανταλένα, ολομόναχη, έρμη, ζούσε σ’ ένα μαύρο, κατάκλειστο σπίτι, με μια ψυχοπαίδα.
     Αιστάνθηκα μι’ ακατανίκητη επιθυμία να την ξαναϊδώ.
     Ξεκίνησα έν’ απόγεμα και πήγα στο σπίτι της.
     Η ψυχοπαίδα, σαστισμένη, μ’ έμπασε σε μια σάλα σκονισμένη, με παλιούς, μαυρισμένους καθρέφτες, που τα παράθυρά της, από την αντίσταση που έκαμαν, κατάλαβα πως είχαν ν’ ανοίξουν καιρό.
     Ο αέρας που έμπαινε απέξω, προσπαθούσε να διώξει κάποια μυρωδιά μούχλας και νεκρουλιάς.
     Και σε λίγο, χωρίς να με προειδοποιήσει ο παραμικρός κρότος, παρουσιάστηκε μπροστά μου μια μαυροφόρα γυναίκα, μια ψηλή γριά.
     Ήταν η Μανταλένα.
     Θα την εγνώριζα, αν δεν ήξερα πως ήμουν στα σπίτι της;
     Μου φαίνεται ναι. Διατηρούσε ίσιο το ανάστημά της και ίδιο τον αέρα της. Φορούσε ολόμαυρα, όπως την τελευταία φορά που την είδα και περπατούσε αλαφρά, αερικά, σα να μην άγγιζαν τα πόδια της στο πάτωμα.
― Με γνωρίζετε; της είπα. Ο Κωστάκης…
― Μπα, μπα; έκαμε.
     Με θυμήθηκε. Και τα μάτια της, που τα κρατούσε μισόκλειστα μ’ αδιαφορία, τ’ άνοιξε ζωηρά και τα κάρφωσε απάνου μου. Ανατρίχιασα.
     Ήταν τα ίδια, απαράλλακτα, όπως με είχαν κοιτάξει την τελευταία φορά, σ’ εκείνη τη σκάλα.
     Το ισχνό, το καταζαρωμένο πρόσωπο φωτίσθηκε πάλι από το γαλάζιο εκείνο φως, τα κάτασπρα μαλλιά ξαναπήραν το χρυσό τους χρώμα που κυάνιζε, και για μια στιγμή παρουσιάσθηκε μπροστά μου η ίδια Μανταλένα της τελευταίας οπτασίας, η ίδια ζωντανή εικόνα της υπερτάτης Δυστυχίας, το ίδιο φάντασμα του Πόνου και του Πένθους.
     Τα σαράντα χρόνια που χώριζαν τις δυο στιγμές, ξαφανίσθηκαν από τη μέση και ξανάγινα το παιδάκι, που ανέβηκε φοβισμένο τη σκάλα του σκολειού του, εκείνο το πρωί, προσέχοντας μην αγγίξει τα κρόσσια της μαύρης μαντίλιας. Ο ίδιος αόριστος φόβος μ’ εκυρίεψε κι εκοίταξα γύρω μου, σα να ‘θελα να φύγω…
     
     Αθήναι, Ιούλιος 1917
     

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Μια γλυκόλαλη κυρά του δρόμου...!ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ-Βάνα Σμπαρούνη #logotexnia


"Πόσες φορές μέσα στην καθημερινότητά μας δεν αναρωτιόμαστε..ποια χαρά, ποιο όνειρο, ποια αλήθεια, ποιό ταξίδι να ζωγραφίσουμε στο βιβλίο της ζωής μας; Ψάχνουμε...ψάχνουμε, μα τίποτα...όλα γύρω ασυνάρτητα και κομματιασμένα. Ένα συνεχές μούδιασμα μυαλού και καρδιάς... Και εκεί που ο καιρός είναι πανταχόθεν κλειστός, ξαφνικά, από ένα στενό δρομάκι μακριά ακούμε μια τρυφερή, μια γλυκόλαλη κυρά του δρόμου, μια λατέρνα να μας τραγουδάει, για ένα γαρούφαλο στ' αυτί, για ένα φιλότιμο...για μια πονηριά στο μάτι...φεγγοβολώντας για λίγο αυτός ο ήχος μιας άλλης εποχής μια μικρή αχτίδα μέσα μας...σαν να μας μιλά και να μας λέει ότι η ζωή παρά τις ακεφιές της, τα γκρίζα και μαύρα της έχει και ένα μυστικό, ότι για να γεννήσει θέλει έρωτα κι αγάπη ...!"Β.Σ.


Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Πώς να ξεχάσω-Μιχάλης Γκανάς- ΠΟΙΗΜΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ#ποίηση #poetry #poe...


Απ’ τη ζωή μου δε θα βγεις ποτέ, ζωή δική μου και ζωή μου δυο φορές. Χαρά στη λύπη μου και λύπη στις χαρές, πώς να ξεχάσω , πώς να ξεχάσω... Τα μεγάλα μάτια που με χάιδεψαν… τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν… και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα… σε βαθύ πηγάδι θα το πω , πόσο σ’ αγαπώ. Απ’ το κορμί μου δε θα βγεις ποτέ, δικό μου σώμα και κορμί μου δυο φορές. Χαρά στον πόνο μου και τραύμα στις χαρές, πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω...

Το ποίημα αυτό το έχει μελοποιήσει μοναδικά ο μέγας Μίκης Θεοδωράκης σε ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία του Γιάννη Πάριου...



Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...