Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε γράψει τους στίχους..."“Εάν
αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα
δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα
αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με
άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.“
Απόσπασμα απ' την ομιλία του ποιητή στους Έλληνες της Σουηδίας μετά την
απονομή των βραβείων Νόμπελ...
“Για
εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι
καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια
πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων.Είναι
οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες,
είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα
και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις
νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά
ή κάτω από κάποιο πλατάνι. Είναι οι
πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το
τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε
την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά,
όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα
μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς
σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.”
Το ποίημα αυτό ο ποιητής το συνθέτει στη Λέρο, όπου βρίσκεται εξόριστος από το δικτατορικό καθεστώς. Πάνω σ' ένα λόφο στρέφει το βλέμμα του πότε γύρω του και πότε μέσα του εναλλάσσοντας την παρατήρηση με το στοχασμό...Οι στίχοι του είναι γεμάτοι αγάπη για την Ελλάδα
“Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας – φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα. Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες. Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο. Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο. Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα – μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα”.
Η αγκαλιά του τάνγκο...ένας διάλογος δίχως λόγια...! “Χορός για δυο και δεν μπορώ το χέρι της στην πλάτη σου να δω. Χορός για δυο, τανγκό για τρεις… Εμένα δεν μπορείς να μου κρυφτείς… Κάθε βήμα και γκρεμός… Κάθε βλέμμα, χωρισμός… Και τα κορμιά, παράφορα γλυπτά, λικνίζονται στα μάτια μου μπροστά… Χορός για δυο, τανγκό για τρεις… Εμένα δεν μπορείς να μου κρυφτείς… Ταγκό σφιχτό, χειροπιαστό… Βαμμένο μάτι, φόρεμα σχιστό… Χορός για δυο, τανγκό για τρεις… Μη με κοιτάς στα μάτια∙ θα κοπείς...” Τανγκό για τρεις-Μιχάλης Γκανάς
Ο Γιάννης Ρίτσος έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον μεγάλο Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα.
Στον Πάμπλο Νερούδα
Καθυστερημένη απάντηση σ'επιστολή του ανεπίδοτη.
Πάμπλο
Πάμπλο
Νερούδα
αδερφέ
μου
αδερφέ
του κόσμου.
Το
γράμμα που μου ‘στειλες δεν το ‘λαβα
–
Πολλά
σίδερα βάζουν στη νύχτα
για
να μην ανταμώσουνε τα χέρια μας.
Δεν
ξέρουν πως για εμάς σίδερα δεν υπάρχουν…
Μες
στο μεγάλο άνεμο, πάνω απ'τις πολιτείες,
μες στις νύχτες
χτυπούν
ολόνυχτα τα δυο παντζούρια της καρδιάς
μας.
Όταν
το λάδι της σιωπής φτάνει πιο πάνω απ'τις
στέγες
ακούω
να ξεδιπλώνονται οι σημαίες των στίχων
σου
κι
ο παφλασμός του αλόγου σου
Η
νύχτα φουσκώνει απ'την αναμονή των
τυμπάνων.
Όταν
χτυπάει την πόρτα με το φως
επιμένοντας
να μου χαρίσει ακόμα ένα παράθυρο
επιμένοντας
να του υπογράψω την κατάφασή της
είσαι
σύ Πάμπλο που χτυπάς την πόρτα μου
εσύ
που βεβαιώνεις το γνήσιο της υπογραφής
μου.
Σ'ευχαριστώ.
Πάμπλο
το
σπίτι μου είναι μικρό
τα
βιβλία μου σκονίζονται σε σανιδένια
κασόνια
Πάνω
στα γόνατα της ψυχής μου γράφω
Ένας
κήπος τρία μέτρα
δύο
κυδωνιές
πολλές
αγριομαργαρίτες έντεκα τριαντάφυλλα
οι
γλάστες τα σπουργίτια το πηγάδι
τ'αλέτρι
του φεγγαριού στη γωνιά
κι
εκείνη η μυστική μυλόπετρα πάντοτε τη
δουλειά της.
Φοβάμι
μη σκοντάψει το υψηλό μέτωπό σου
στα
καδρόνια της στέγης μου.
Για
την καρδιά μου δεν φοβάμαι.
Κοίτα
στον
τοίχο της κρεββατοκάμαράς μου
η
πολιούχος σκιά απ'την περικεφαλαία του
Κολοκοτρώνη
η
άλλη σκιά απ'την ημισέληνο σπάθα του
Μακρυγιάννη
λίγο
πιο κει
οι
δυο ζευγαρωμένες σκιές
λύρα
και δόρυ
του
Μαραθωνομάχου.
Το
Pablo Neruda
Delayed
reply to his letter that was never delivered.
Pablo
Pablo
Neruda
my
brother
brother
of the world
I
did not receive the letter you sent me -
they
are loading the night
with
tons of iron
so
that our hands won't ever meet.
They
do not know
that
our hands dig under the irons.
They
do not know
that
our lyrics rise above the irons.
They
do not know that there are no irons for us…
In
the strong wind, over the states, in the nights
the
two shutters of our heart beat all night long.
When
the oil of silence reaches above the roofs
I
hear the flags of your lyrics unfolding
and
the splash of your horse
The
night is swelling with the expectation of the drums.
When
it knocks on the door with its light
insisting
on donating me
one
more window
insisting
that I sign her assertion
This
is when you come, Pablo, knocking on my door
to
certify the authenticity of my signature.
Thank
you.
Pablo
my
house is humble
my
books are getting dusted in boxes made of wooden boards
I
write on the knees of my soul
A
three metered garden
two
quinces
many
wild daisies, eleven roses
The
pots, the sparrows, the well
the
plow of the moon in the corner
and
that secret millstone always doing its job.
I'm
afraid that your high forehead will stumble
on
my roof beams
I
am not afraid for my heart.
Look
on
the wall of my bedroom
the
patron shadow of Kolokotronis' helmet
and
the other shadow from the half-moon sword of Makrygiannis
a
little further
the
two paired shadows
the
lyre and the spear
of
the Marathon Fighter
«Ητανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος.Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου.
Αν και πολλά βραβεία μου δόθηκαν, κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το τελευταίο βραβείο.Να είμαι ο ποιητής του λαού μου. Το μεγάλο, το μοναδικό μου βραβείο είναι αυτό κι όχι τα βιβλία μου που μεταφράστηκαν σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, ούτε τα βιβλία που γράφτηκαν για να αναλύσουν τα λόγια μου».
Ο Πάμπλο Νερούδα εκτιμούσε τόσο το έργο του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου που μόλις παρέλαβε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1971 είπε στην ομιλία του: «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτή την τιμή, ο Γιάννης Ρίτσος».
«Έρως και Θάνατος» είναι αφιερωμένος στην αγαπημένη του συνθέτη, Μυρτώ, και περιλαμβάνει τέσσερα τραγούδια. Τα δύο πρώτα, «Απρίλης» και «Αν γυρεύεις απ ' τον ήλιο τη χαρά», σε στίχους δικούς του συνετέθησαν το 1946 στην Αθήνα. Εξόριστος στην Ικαρία μελοποίησε δύο χρόνια αργότερα τα δύο σονέτα του Μαβίλη, «Έρως και Θάνατος» και «Λήθη» (έχει μελοποιηθεί και από τους Μ. Καλομοίρη – Κουιντέτο με τραγούδι,1912, Π. Πετρίδη – Πέντε Ελληνικές Μελωδίες, 1924 και Α. Ευαγγελάτο – Κύκλος Τραγουδιών σε ποίηση Λ. Μαβίλη, 1974-75). Η μελοποίηση του κύκλου πραγματοποιείται σε ύφος σύγχρονου Lied, συνδυάζοντας επιτυχώς στοιχεία δραματικά – απαγγελτικά από τη σύγχρονη περίοδο και λυρικά από τη ρομαντική. Ο συνθέτης εστιάζει περισσότερο στην ανάδειξη των εννοιών του ποιητικού λόγου και λιγότερο στην καθεαυτήν μορφή του. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο δίπτυχο έρωτας – θάνατος, πρωταρχικό μοτίβο της μουσικής δημιουργίας και εκφραστικό «καταφύγιο» της τέχνης γενικότερα.
Υπάρχουν πολλοί
που τον “φτερωτό θεό του έρωτα”τον
αποκαλούν “φτερωτό τερατάκι”. Ίσως
γιατί τον φοβούνται, τρέμουν να του
παραδοθούν και γι αυτό όταν τον ανταμώνουν
τον προσπερνούν...Έρχεται, όμως, κάποια
στιγμή εκεί που ζούσαν ασφαλείς σαν
πεταλούδα μέσα σε πανοπλία, αυτό
το...άτιμο ”φτερωτό τερατάκι” να βρίσκει
μια σχισμάδα και με μοναδική μαεστρία
να περνάει το μεταλλικό τους περίβλημα,
να μπαίνει μέσα στον μικρόκοσμό τους,αυτόν
το φτιαγμένο από κοινωνικές δομές,
κώδικες και ετοιμοπαράδοτες αρετές και
να το ...χτυπάει “ανελέητα” με την
πύρινη φορεσιά του μέχρι να το λιώσει,
μέχρι να το ρευστοποιήσει και να τους
μεταμορφώσει...!
Βάνα Σμπαρούνη
Χάρις Αλέξιου- Πανσέληνος ο έρωτας
της Ελένης Καραΐνδρου- Κ.Χ Μύρη.
Από το σάουντρακ της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου "Το μετέωρο βήμα του πελαργού" (1991)
Πανσέληνος ο Έρωτας βουρλίζει το κορμί μου
και σ' ονειρεύομαι, και σ' ονειρεύομαι, και σ' ονειρεύομαι
σαν το χαμψίνι σάρωσες την έρημη ψυχή μου
και τώρα καίγομαι, και τώρα καίγομαι, και τώρα καίγομαι
Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω
για να 'χω τη λαβωματιά στον κάτω κόσμο συντροφιά
και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω
Σαν το ταμπάκο ρούφηξες μαζί με το φιλί μου
Την αμαρτία μου, την αμαρτία μου, την αμαρτία μου
Με χτύπησες αλύπητα κι έκανες την πληγή μου
αθανασία μου, αθανασία μου, αθανασία μου
Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω
για να 'χω τη λαβωματιά στον κάτω κόσμο συντροφιά
και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω