Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Όταν η ιστορία φωτογραφίζεται από τα κάτω:l΄Humanite,1950-1990


Ένα μικρό κορίτσι γράφει ένα σύνθημα για το τέλος του πολέμου στην Αλγερία

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μέχρι τα τέλη του της δεκαετίας του 1990, περίπου 5.000 άτομα συμμετείχαν σ’ένα δίκτυο εθελοντών ανταποκριτών που φωτογράφιζαν για την l’Humanité (Ουμανιτέ), την εφημερίδα επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας εκείνη την περίοδο, διαδηλώσεις, απεργίες, συνθήματα στους δρόμους αλλά και στιγμές της καθημερινής ζωής.
Πρόδρομος της δημοσιογραφίας των πολιτών

Ήδη από τη δεκαετία του 1920, η l’Humanité, ακολουθώντας το παράδειγμα της Pravda, είχε συγκροτήσει ένα δίκτυο εθελοντών δημοσιογράφων προκειμένου να παρακάμψει τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και να δημοσιεύσει ειδήσεις, κυρίως για τοπικές κινητοποιήσεις, οι οποίες είτε δεν έφταναν ποτέ στο Παρίσι, είτε επίτηδες αποσιωπούνταν.

Νεαρή γυναίκα στο μπαλκόνι

«Καταγράψτε την εποχή σας»

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η αγορά μιας φωτογραφικής μηχανής έγινε πιο προσιτή και η χρήση της απλοποιήθηκε, η εφημερίδα αποφάσισε να δημιουργήσει ένα τμήμα μη επαγγελματιών ανταποκριτών φωτογράφων. Για αυτό το λόγο οργάνωσε νυχτερινά σεμινάρια – ανοιχτά και σε μη μέλη του ΚΚΓ – στα οποία δίδαξαν σημαντικοί φωτογράφοι όπως οι Robert Doisneau, Paul Amlassy, Jean-Marie Baufle, Guy Le Querrec.

Διαδήλωση της 1ης Μαΐου

Οι ανταποκριτές δήλωσαν «παρών» και φωτογράφισαν κάθε είδους κινητοποίηση. Όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά στις σελίδες του ενημερωτικού δελτίου Correspondant H με ημερομηνία 16 Απριλίου 1974 : « Να είστε με τις φωτογραφικές μηχανές σας παντού όπου εκφράζεται και αγωνίζεται ο άνθρωπος της εποχής μας. Αυτό σημαίνει φωτογραφία...».

Οι εικόνες τους μάς αποκαλύπτουν επίσης πλευρές της ζωής για τις οποίες ο φακός των επαγγελματιών φωτογράφων συνήθως αδιαφορεί: σκηνές από την καθημερινότητα, από εκδηλώσεις τοπικών συλλόγων, από αθλητικούς αγώνες, από καιρικά φαινόμενα ακόμα και από τροχαία ατυχήματα. Αφηγούνται έτσι με μοναδικό τρόπο πως μεταβλήθηκαν σταδιακά το αστικό περιβάλλον, οι καθημερινές συνήθειες και οι μορφές κοινωνικής πάλης στη μεταπολεμική Γαλλία.

Απεργία εργαζομένων στην εταιρεία Rateau

Συλλογικό βλέμμα

Στην έκθεση με τίτλο Συλλογικό βλέμμα, η οποία παρουσιάστηκε στη γιορτή της l’Humanité στο Παρίσι από τις 14 έως τις 16 Σεπτεμβρίου, είδαμε μια επιλογή 66 φωτογραφιών. Την επιστημονική επιμέλεια της έκθεσης είχαν οι Thierry Bonzon, Vincent Lemire Maud Chirio, και Angelos Dalachanis ιστορικοί του πανεπιστημίου Paris-Est Marne-la-Vallée. Ένα μέρος του φωτογραφικού αρχείου, το οποίο αριθμεί συνολικά περισσότερα από 35.000 κλισέ, είναι προσβάσιμο μέσω της ιστοσελίδας:http://acp-regardcollectif.univ-mlv.fr

Boulevard du Temple: Παρακολουθώντας μια διαδήλωση

Της Ευθυμίας Μακρίδου για το alterthess.gr 
Κατηγορία άρθρου:


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ένα πρωί στο γραφείο μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε την Τζίνα. Η Μαρία η συνάδελφος της είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Όλοι ήταν αναστατωμένοι.Το κουτσομπολιό είχε πάρει διαστάσεις αηδίας. «Τα έμαθες;» της είπε με πικρόχολο χαμόγελο η Ντίνα η coffe woman, καθώς περνούσε από το γραφείο της. «Η Μαρία τάπαιξε και έκανε απόπειρα. λέγονται διάφορα. Εσύ ξέρεις κάτι;»
«Ναι ξέρω» απάντησε η Τζίνα. Η Ντίνα πάτησε απότομο φρένο. Καρφώθηκε στη θέση της  χύνοντας με το φρενάρισμα τουλάχιστον δύο από τους καφέδες μέσα στο δίσκο.
«Τι έγινε δηλαδή; Γιατί αυτοκτόνησε;» τη ρωτάει έτοιμη να λιποθυμήσει από περιέργεια.
«Ποιος;» απαντάει η Τζίνα.
«Με δουλεύεις; Τώρα δεν είπες ότι ξέρεις;»
«Ναι, είπα ότι ξέρω»
«Ε, λοιπόν; Θα μου πεις;»
«Έμαθα» λέει η Τζίνα κοιτάζοντάς την κατευθείαν στα μάτια, «ότι μιλάς πολύ. Τόσο πολύ που μας τάχεις ζαλίσει εδώ μέσα. Άντε πούλα κανένα καφεδάκι και άσε το μπλα μπλα, γιατί θα  πίνεις μόνη στο σπίτι τους καφέδες σου αν συνεχίσεις έτσι. Το κατάλαβες;»
Η Ντίνα την κοίταξε με κακία. Κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της κι εξαφανίστηκε. Η Τζίνα έμεινε χωρίς καφέ όλη τη μέρα.

Το απόγευμα μετά τη δουλειά πήγε κατευθείαν στο Γενικό Κρατικό όπου έμαθε ότι ήταν η Μαρία.
Με την Μαρία η Τζίνα είναι στο ίδιο γραφείο χρόνια. Ασχολείται κυρίως με το αρχείο, αλλά πάντα είναι πρόθυμη να κάνει ο,τιδήποτε της ζητήσει κάποιος. Ένα καλόκαρδο κορίτσι που δεν έχει ακόμα παντρευτεί  και αυτό είναι το μαράζι της οικογένειας και το δικό της.
Εδώ και τρις μήνες είχε γνωρίσει έναν Δημήτρη αρχιτέκτονα.
Ο Δημήτρης καλό παιδί, και κυρίως, με «οικονομική ευμάρεια» όπως λέει ο γραφικός κυρ Τάσος ο μπαμπάς της Μαρίας.
Η Οικογένεια της ήταν ενθουσιασμένη με τη σχέση αυτή, κι η Μαρία  λίαν ερωτευμένη. Όλα καλά ως εδώ.
Πριν μερικές μέρες εξομολογήθηκε στην Τζίνα ότι έχει ένα πρόβλημα με το  Δημήτρη.
«Ξέρεις βρε Τζίνα. Πώς να σου το πω; Ντρέπομαι. Αλλά να, ακόμα δεν μου έχει ζητήσει να κάνουμε σεξ. Είναι κακό αυτό;» της είπε και το βλέμμα της σκοτείνιασε.
«Βρέ Μαράκι κακό δεν είναι, αλλά όχι φυσιολογικό. Έχεις αντιληφθεί κάτι περίεργο στη συμπεριφορά του;»
«Τι να αντιληφθώ βρε Τζίνα. Μήπως έχω τη μεγάλη πείρα στο σεξ; Αράχνες έχει πιάσει το φουκαριάρικο», αστειεύτηκε δείχνοντας το «περι ού ο λόγος».
«Ρε συ δεν υπάρχει πείρα στο σεξ.»
«Υπάρχει αλλά εγώ δεν..» είπε με πικραμένο ύφος η Μαρία.
«Παιδάκι μου το σεξ είναι μια φυσική ανάγκη, όπως ας πούμε φαγητό.
Χρειάζεται πείρα για να φάμε; Όχι βέβαια. Τώρα αν το φαγητό είναι και νόστιμο ακόμα καλλίτερα «απαντάει η Τζίνα με χιούμορ για να την κάνει να γελάσει. «Λοιπόν Μαράκι, δυό πράγματα είναι πιθανόν να συμβαίνουν για να μην κάνουν σεξ τρεις μήνες δυο άνθρωποι σε κατάσταση «έρωτος». Ή υπάρχει ανατομικό πρόβλημα και διστάζει να σου το πει, ή είναι “αδερφή”».
«Δηλαδή αποκλείεται να είναι συνεσταλμένος και να ντρέπεται;» ρωτά η Μαρία ελπίζοντας σε μια θετική απάντηση.
«Όχι δεν αποκλείεται» της κάνει το χατίρι η Τζίνα, «αλλά μάθε το άμεσα. Εγώ αν ήμουν στη θέση σου θα τον ρωτούσα ευθέως».
«Το θεωρείς εύκολο;» λέει η Μαρία, και έσκυψε το κεφάλι της τρώγοντας με αμηχανία πετσούλες από τα νύχια της.
«Ευκολότερο από το να είσαι στην μπρίζα τόσο καιρό και να το ψάχνεις. Και πάψε να τρως τα νύχια σου παλιογρουσούζικο» γελάει και την χτυπά στην πλάτη.
------

 Ο κυρ Τάσος  καθόταν έξω  στο μικρό σαλονάκι του νοσοκομείου με το πρόσωπο ανάμεσα στα χέρια του. Όταν είδε την Τζίνα πετάχτηκε σαν ελατήριο και πήγε προς το μέρος της. «Πες μου κόρη μου τι έγινε. Εσύ κάτι θα ξέρεις. Τι έχει το κοριτσάκι μου; Ποιος το πείραξε;» Τη ρώτησε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
 «Τέλος καλό, όλα καλά  κύριε Τάσο» του λέει η Τζίνα και τον αγκαλιάζει με τρυφερότητα, «ότι και να είναι πέρασε. Αυτό έχει σημασία. Όλοι οι άνθρωποι περνάμε τη φάση μας. Άλλος την περνάει εύκολα, άλλος δύσκολα. Σημασία έχει ότι περνάει».
«Τζίνα μου σε παρακαλώ μίλησε της. Ξέρω ότι σε ακούει και σε θαυμάζει. Είσαι καλός άνθρωπος, μίλησε της».
«Ασφαλώς κύριε Τάσο και θα της μιλήσω. Γι αυτό ήρθα. Όλα θα είναι καλά.  Ησύχασε, γυναίκα είμαι κι εγώ και ξέρω τι σου λέω»
Μέσα σε ένα θλιβερό δωμάτιο την υποδέχτηκε με κόκκινα μάτια η κυρία Μίνα η μαμά της Μαρίας. Μια καλοσυνάτη γυναίκα, αλλά κολλημένη με τη θρησκεία  και την «ηθική».
Η Μαρία από μικρό παιδί  μεγάλωσε με την θεοφοβία. Μονίμως ένοιωθε απολογούμενη στο θεό. Η κυρία Μίνα την έχει ντοπάρει επικίνδυνα με αυτό το συναίσθημα. Της έχει γίνει άγχος ο φόβος της αμαρτίας.
Κάποτε είχαν πάει μαζί με την Τζίνα σε ένα σεμινάριο από την εφημερίδα στην θεσαλονίκη και έμειναν το βράδυ στο ίδιο δωμάτιο. Όταν ετοιμάστηκαν για ύπνο η Τζίνα έκπληκτη  είδε την Μαρία να σκύβει, να ακουμπάει το χέρι στο έδαφος, και να σταυροκοπιέται σαν αυτές τις υστερικές γριούλες μπροστά από τα εικονίσματα.
« Τι κάνεις βρε; Τι είναι αυτά;»
«Μετάνοιες Τζίνα. Πρέπει να κάνω τριάντα κάθε βράδυ για ένα μήνα» της απαντάει σαν να κάνει κάτι απόλυτα φυσιολογικό.
«Πας καλά μάτια μου; Τι μετάνοιες; Για ποιο λόγο;»
«Εξομολογήθηκα και ο παπάς με έβαλε τιμωρία. Πρέπει να το κάνω αλλιώς δεν θα κοινωνήσω».
«Τι είναι αυτά ρε γαμώτο; Ρε συ Μαρία σύνελθε. Είσαι 28 χρονών γυναίκα, τι μαλακίες είναι αυτές;»
«Μη Τζίνα. Μην αμαρτάνεις σε παρακαλώ. Σταμάτα την κουβέντα. Σταμάτα τη τώρα» τσίριξε με υστερία αφήνοντας την Τζίνα άφωνη.  
«Εντάξει ρε Μαρία. Κάνε ό,τι νομίζεις. Θα σου πω μόνο αυτό. Ο Θεός όποιος κι αν είναι ο θεός του καθενός μας, δεν αμφισβητείται για ένα τουλάχιστον πράγμα, για την ανοχή και την κατανόηση του. Αν ήταν τιμωρός όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν οι παπάδες, τότε αυτοί πρώτοι και καλλίτεροι θα είχαν εξατμιστεί με όλα αυτά που κάνουν».
«Δεν θέλω να το συζητήσω, δεν θέλω» παρακαλεί ή Μαρία τρέμοντας με όσα ακούει.
«Οκ, δεν με αφορά άλλωστε» απαντά με χαμόγελο η Τζίνα.

«Αχ Τζίνα μου κακό που με βρήκε» σταυροκοπιέται η κυρά Μίνα με το που την βλέπει. Τώρα τι να σου πω βρε Μίνα, ότι το κακό σε έχει βρει από καιρό με το βάρεμα που έχεις φάει; Άντε να μην τα ακούσεις ώρες που  είναι.
Κοιτάζει προς την Μαρία που είναι κατάχλωμη με τα μάτια κλειστά.
Αχ βρε Μαράκι, είμαι σίγουρη ότι πίσω από αυτό κρύβεται ο μαλάκας ο αρχιτέκτων. Ποιος ξέρει τι σου έκανε το τομάρι. Έτσι γίνεται πάντα, τα καλά παιδιά τα λεηλατούν. Πόσο ευάλωτη γαμώτο είναι η ανθρώπινη ψυχή στον έρωτα. Περνάμε αρρώστιες και τις αντέχουμε. Αντέχουμε απώλειες και  στραπάτσα παντός είδους. Και αυτό το κωλοσυναίσθημα ο έρωτας σε παραλύει και σε φτάνει στα άκρα. Αϊ σιχτίρι φτερωτό τερατάκι.
«Το αρχείο έγινε μπάχαλο. Τελείωνε με τις ασπιρίνες και έλα γραφείο γιατί χανόμαστε» της ψιθύρισε σκύβοντας πάνω από το αφτί της.
Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο χλωμό πρόσωπο.
«Βλακεία έκανα Τζίνα. Το κατάλαβα. Μην μου πεις τίποτα»
«Μπράβο ρε, είσαι έξυπνο κορίτσι» χαμογελάει η Τζίνα και της δίνει ένα φιλί.
«Ξέρεις…» λέει και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
«Σσς, θα μου τα πεις όλα, όταν θα είσαι έτοιμη να γελάσουμε με αυτό οκ;»
«Θα σου πω τώρα» ψιθύρισε.
«Κυρία Μίνα θα με κεράσετε ένα καφεδάκι;» της λέει, και της κλείνει το μάτι.
«Μα.. ναι, πείτε τα εσείς. Να δω τι κάνει και ο Τάσος..» αποκρίνεται η  Μίνα και φεύγει.
Η Μαρία ανασηκώθηκε λίγο στο μαξιλάρι της, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε.. «Σκέφτηκα Τζίνα αυτά που μου είπες και θεώρησα ότι έχεις απόλυτο δίκιο. Μίλησα λοιπόν στον Δημήτρη για το θέμα, ξέρεις  ποιο ε;»
«Έχει όνομα το θέμα Μαρία. Επιτέλους πάψε να φοβάσαι τις λέξεις» της είπε αυστηρά, αλλά αμέσως χαμήλωσε τους τόνους.. «Έλα βρε χαζούλα, συνέχισε. Αυτό θα το συζητήσουμε άλλη φορά. Τι σου είπε λοιπόν;»
«Μου είπε ότι έχει μια ιδιαιτερότητα…»
«Τι ιδιαιτερότητα; Δεν σου το διευκρίνισε;»
«Αισθάνθηκα ότι τον έφερα σε δύσκολη θέση και δεν ήθελα να ρωτήσω περισσότερα»
«Και;» ρωτάει η Τζίνα κρατώντας με το ζόρι τη διάθεσή να της τα ψάλλει.
«Την άλλη μέρα βγήκαμε για φαγητό. Ήπιαμε αρκετά, και μετά μου είπε να πάμε κάπου που θα μου άρεσε πολύ… Πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο  κάπου πίσω από το Ζάππειο. Εγώ στάθηκα λίγο πιο πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν γιατί δεν ένοιωθα και πολύ άνετα. Δεν είχα πάει άλλη φορά σε ξενοδοχείο για τον λόγο αυτό.. Το ντεκόρ της ρεσεψιόν δεν είχε τίποτα το περίεργο. Όμως διέκρινα κάτι συνωμοτικό στη συζήτηση με τον ρεσεψιονίστ και πλησίασα διακριτικά για να ακούσω. Το αφτί μου πήρε τις φράσεις: Νυφικό; δυστυχώς είναι κατειλημμένο. Ελεύθερο είναι το μεσαιωνικό. Αα.. και το ανατολίτικο. Σε μισή ώρα θα έχω και το χίλιες και μια νύχτες.
Άρχισα να ιδρώνω. Το ένστικτό μου με προειδοποιούσε για κάτι κακό, αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Δεν ήθελα να στεναχωρήσω το Δημήτρη. Τον αγαπάω γαμώτο» είπε και με την τελευταία φράση, δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της.
Η Τζίνα της έπιασε τρυφερά το χέρι..
«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να συνεχίσεις καρδούλα μου;» ρώτησε βγάζοντας συγχρόνως ένα χαρτομάντηλο από την τσάντα της. 
Η Μαρία έγνεψε ναι. Πήρε το μαντήλι, σκούπισε τα δάκρυα της και συνέχισε ρουφώντας τη μύτη της. «Πήρε το κλειδί, παράγγειλε τρία ποτά και με οδήγησε στο ασανσέρ. Γιατί τρία ποτά; Ρώτησα. Έκανε πως δεν με άκουσε και άρχισε να με φιλάει με πάθος. Μου άρεσε πολύ. Άναψα αμέσως και αφέθηκα ακυβέρνητη στα χέρια του.
Το δωμάτιο ήταν μια έκπληξη για μένα. Ένα δωμάτιο που σε έστελνε στα παραμύθια της Χαλιμάς.
Τεράστιες μεταξωτές κουρτίνες σε αποχρώσεις πορτοκαλί, κίτρινο, και κόκκινο κάλυπταν τους τοίχους, ζεσταίνοντας αισθητικά το χώρο. Ένας μεγάλος χάλκινος καθρέφτης με ανατολίτικο σχήμα, ξεκινούσε με μια ανεπαίσθητη κλήση προς τα εμπρός, από το πάνω μέρος του τοίχου ως κάτω στο δάπεδο καθρεπτίζοντας μέσα του το ολοστρόγγυλο κρεβάτι, που ήταν σκεπασμένο με μεταξωτά βαθυκίτρινα καλύμματα. Το ταβάνι μπλε σκοτεινό  με φωτισμένους αστρικούς σχηματισμούς. Κάτω στο πάτωμα σε κάποιο σημείο, μέσα σε ένα τεράστιο μπακίρι έκαιγε κάτι σαν χόρτο. Ανέδυε μια γλυκερή μυρωδιά που σου παρέλυε τα πόδια. Ο φωτισμός μυστήριος έβγαινε μέσα από καλυμμένα με χρωματιστά υφάσματα φωτιστικά παίζοντας ένα αισθησιακό παιχνίδι με την όραση. Διάφορα αντικείμενα από χαλκό και σίδερο  ήταν σκορπισμένα  πάνω σε ένα παχύ χαλί σε αρμονικά με το περιβάλλον χρώματα. Το πρώτο μου συναίσθημα ήταν φόβος. Σιγά σιγά αυτό άρχισε να υποχωρεί και να γίνεται δέος. Ο Δημήτρης με αγκάλιασε και με έκανε να χαλαρώσω με τα φιλιά του. Το μυρωδικό που συνέχιζε να καίει δεν μου άφηνε περιθώρια να αντισταθώ σε τίποτα. Άλλωστε δεν ήθελα να αντισταθώ, βρισκόμουν σε παραλήρημα. Άκουσα ξαφνικά σαν σε όνειρο την πόρτα να ανοίγει. Σκέφτηκα ότι ήρθαν τα ποτά. Ένας νεαρός εμφανίστηκε στο χώρο, και σε χρόνο μηδέν βρέθηκε γυμνός. Έπεσε πάνω στο κορμί μου που ήταν αδύναμο να αντισταθεί, και άρχισε να κάνει βίαιες κινήσεις κλείνοντας μου το στόμα. Πρέπει  κάπου να έχασα τις αισθήσεις μου. Θυμάμαι μόνο ότι με την άκρη του ματιού μου είδα τον Δημήτρη μέσα από τον καθρέφτη να παίζει με ρυθμό το πρησμένο  του όργανο.
Με βίασε. Καταλαβαίνεις; Με βίασε!» Ξέσπασε σε λυγμούς η Μαρία.
Η Τζίνα την αγκάλιασε μη ξέροντας τι να πει. «Ηρέμησε μωρό μου. Χαλάρωσε σε παρακαλώ. Τέλειωσε. Ένα κακό όνειρο ήταν» της είπε και την έσφιξε στην αγκαλιά της στοργικά.
«Γύρισα στο σπίτι και το μόνο που ήθελα ήταν να πεθάνω» συνέχισε η Μαρία ανάμεσα σε λυγμούς. «Ο δικός μου ο Δημήτρης το έκανε αυτό; Κόλαση. Οι αμαρτίες μου με οδήγησαν στην κόλαση. Πήρα ένα κουτί ασπιρίνες από το ντουλάπι και ήπια όσες είχε μέσα. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Τίποτα»
«Καρδιά μου ηρέμησε» της είπε η Τζίνα και της σκούπισε τα δάκρυα.
«Καταλαβαίνω πως νοιώθεις. Δεν φταις εσύ όμως μωρό μου για τίποτα. Δεν υπάρχει κόλαση και παράδεισος πίστεψε με. Υπάρχει μόνο η ζωή. Μια ζωή γεμάτη με πάθη και αδιέξοδα. Γύρω μας υπάρχουν μόνο ντουβάρια που προσπαθούμε με δεξιοτεχνία να προσπεράσουμε διεισδύοντας μέσα σε αυτά. Είναι επίπονη η προσπάθεια, και η διαδικασία πολύπλοκη. Έπεσες σε ένα σκληρό τοίχο. Πόνεσες πολύ και δείλιασες. Όμως είσαι παρούσα στη ζωή σου. Είσαι πάλι εδώ αποκτώντας τα νέα σου όπλα για να πολεμήσεις. Κοίτα γύρω σου. Όλοι αυτοί σε κάθε κρεβάτι έχουν ένα πόνο να παλέψουν. Δηλώνουν όμως όλοι παρόντες. Αυτό είναι ζωή. Αυτό είναι δύναμη. Να είσαι πάντα ΠΑΡΩΝ στη ζωή σου» 
Τα μάτια της Τζίνας άρχισαν να τρέχουν. Οργή πλημμύρισε την καρδιά της αλλά δεν είπε τίποτα «Μαράκι πιστεύω να έχεις ήδη καταλάβει ότι δεν άξιζαν τα μούτρα του τέτοια θυσία ε;»
Η κοπέλα χαμήλωσε τα μάτια της θυμίζοντας θλιμμένο άγγελο.
«Οι δικοί σου τι θέλεις να μάθουν;»
«Σε παρακαλώ Τζίνα, δεν θα πεις τίποτα ε; Δεν θα το αντέξουν.»
«Καλά είσαι τελείως χαζεμένο; Και βέβαια δεν θα πω τίποτα, ούτε στους γονείς σου ούτε σε κανέναν. Είναι ολοδικό σου θέμα, χειρίσου το όπως νομίζεις. Το μόνο που θέλω είναι να το ξεχάσεις. Να το δεις μόνο σαν μια κακή εμπειρία, σαν ένα μάθημα ζωής. Έχω τον λόγο σου μικρό χαζούλι;»
Το πρόσωπό της φωτίστηκε, και χαμογέλασε
«Σ’ ευχαριστώ Τζίνα, είσαι φίλη» της είπε σφίγκοντας της δυνατά το χέρι. Η Τζίνα της χαμογέλασε από καρδιάς.
«Θέλω μόνο μια χάρη από σένα» της είπε, «ή μάλλον δύο χάρες. Η πρώτη να μου δώσεις το τηλέφωνο του Δημήτρη. Η δεύτερη να μη με ρωτήσεις γιατί» 
«Τι να το κάνεις;»
«Επ, σου είπα να μη ρωτήσεις γιατί. Πακέτο οι χάρες. Ή και οι δύο μαζί ή καμμία οκ;»
«Οκ Τζίνα σου έχω εμπιστοσύνη γράψε το».



«Τζίνα τι ύφος είναι αυτό; Τι έπαθες;» ρωτά ξαφνιασμένη η Βίκυ όταν τη βλέπει να επιστρέφει στο σπίτι «μαινόμενος ταύρος»
«Θα σου πω. Πρώτα να κάνω ένα τηλεφώνημα».
Πετάει στο πάτωμα την τσάντα της, και σχηματίζει το νούμερο γεμάτη οργή.
« Τον Δημήτρη παρακαλώ..»
«Ο ίδιος»απάντησε μια αδερφίστικη φωνή.
«Άκου καλά καθήκι. Είμαι φίλη της Μαρίας Σωτηρίου. Δικηγόρος, και γυναίκα μπάτσου. Πρόσεξε τι θα σου πω ανώμαλε. Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό σε άλλο κορίτσι, γιατί θα σου τα κόψω και θα στα δώσω να τα φας. Θα σε χώσω μέσα τόσο βαθιά που δεν θα ξέρεις αν ζεις ή πέθανες.
Αυτή τη φορά τη γλίτωσες γιατί ή Μαρία δεν θέλει να σε μηνύσει. Όμως να ξέρεις κωλόπαιδο ότι θα είμαι πίσω σου από εδώ και εμπρός. Να είσαι σίγουρος, ότι έχω τον τρόπο.. Όσο για την Μαρία μη περάσει από το άρρωστο μυαλό σου η ιδέα να την ξαναπλησιάσεις. Συνεννοηθήκαμε;»
«Δεν καταλαβαίνω.. Τι; τι θέλετε να πείτε;» απάντησε με χεσμένη φωνή.
«Δεν καταλαβαίνεις ε; Καλά λοιπόν, τότε θα σου στείλω κάποιους να σου δώσουν να καταλάβεις μαλάκα. Τώρα κιόλας» του είπε φωνάζοντας  τόσο δυνατά που τον ψάρωσε εντελώς.
«Συγνώμη, συγνώμη, δεν θα ξαναγίνει, ορκίζομαι», κλαψούρισε ο αρχιτέκτων Δημήτρης.
«Άντε στο διάβολο να βρεις τον όμοιο σου βρωμιάρη» του είπε με υποτιμητικό ύφος και του έκλεισε στα μούτρα το τηλέφωνο. Στρίβει τσιγάρο με χέρια που τρέμουν. Η Βίκυ την κοιτάζει σαν χαμένη.
«Τι έγινε Τζίνα;»
Ξεσπάει σε λυγμούς και αφηγείται στην Βίκυ τα όσα έγιναν.
Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι.


Ξημέρωσε η επόμενη μέρα και η Τζίνα πήγε στο γραφείο με άσχημη διάθεση..
Αν τολμήσει κάποιος να μου πει λέξη για τη Μαρία, πέθανε. Είπε στον εαυτό της και έβγαλε το θέρμος από την τσάντα της. Είχε φέρει καφέ από το σπίτι. Η ιδέα ότι θα έπρεπε να μιλήσει με την καφετζού την έφτιαχνε και μόνο σαν σκέψη. Ο μόνος τρόπος να το αποφύγει ήταν, να την κάνει να φρικάρει. Και το πέτυχε, γιατί μόλις η Ντίνα ήρθε μέσα στην τρελή χαρά στο γραφείο της Τζίνας, είδε το αχνιστό φλιτζάνι πάνω στο γραφείο. Κοντοστάθηκε. Η Τζίνα την είδε, δεν σήκωσε όμως τα μάτια  από τα χαρτιά της.
«Να υποθέσω ότι  δεν θέλεις καφέ;» ρώτησε κομπιάζοντας,
«Σωστά υποθέτεις» απάντησε η Τζίνα χωρίς να την κοιτάξει.
Ακολούθησε σιωπή. Η Ντίνα δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα άλλο. Γύρισε την πλάτη της και εξαφανίστηκε.
Άνοιξε τον υπολογιστή, και με κινήσεις αυτόματες πήγε στα mail της. Κοίταξε βαριεστημένα στην οθόνη. Μια έκπληξη έκανε το ξεχασμένο χαμόγελο να ανθίσει στα χείλη της. Ήταν από τον Χρήστο.
«Καλημέρα καλή μου. Εύχομαι να είσαι καλά. Δεν επικοινώνησα μαζί σου γιατί είχα μπελάδες με τα παιδιά και την πρώην. Ξέρεις αποφασίσαμε να πάμε σε σύμβουλο  γάμου, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε σκέφτομαι. Δεν ξεχνώ ότι είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να μιλήσω, να βγάλω αυτό που με βαραίνει. Να υποθέσω ότι έχω μια φίλη εκεί έξω; Σε φιλώ γλυκά, και σύντομα θα βρεθούμε. Το υπόσχομαι.»
 Το χαμόγελο πήγε από εκεί που ήρθε. «Αϊ χάσου ανισόρροπε» της ήρθε να του γράψει. Δεν το έκανε όμως γιατί ήταν ερωτευμένη.
Πάτησε «προώθηση» στέλνοντας το email κατ’ ευθείαν στη Βίκυ και
συγχρόνως την πήρε τηλέφωνο.
«Βίκυ έκτακτα !!»
«Έλα Τζίνα μου. Τι έγινε; Είσαι καλά; Τι έκτακτα;»
«Άνοιξε το mail σου, και πάρε με».
«Τι έγινε ρε;»
«Άνοιξέ το και θα δεις»
Σε λίγα λεπτά  χτύπησε το κινητό της.
«Είναι μαλάκας. Στο είπα ότι είσαι το δεκανίκι του. Στείλτον βρε Τζίνα, θα σου τσακίσει τα νεύρα. Δεν το αξίζεις ματάκια μου»
«Ναι αυτό θα κάνω. Σίγουρα. Τα έχω πάρει και εγώ» απαντάει κι’ εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον,  πίστευε αυτό που έλεγε.
«Εντάξει γλυκιά μου. Μην στεναχωριέσαι. Όλοι μαλάκες είναι τελικά. Σε αφήνω τώρα γιατί έχω δουλειά . Θα τα πούμε μετά. Φιλάκια».
Άκου φίλη. Ο ηλίθιος. Με τους φίλους μας δεν κάνουμε έρωτα κύριε Χρήστο μας. Γιατί όταν κάνουμε έρωτα είμαστε εραστές. Την ξέρεις την λέξη; Ε ρ α σ τ ε ς!!  Όχι Τζίνα, δεν θα εκνευριστείς, χέστον.
     
Πλησίαζε μεσημέρι όταν το κινητό της χτύπησε ξανά. Ήταν ο Χρήστος.
«Μωρό μου; Είσαι καλά;»  ακούστηκε η χαδιάρα φωνή του.
«Ναι καλά είμαι» απάντησε μουτρωμένη .
«Έχεις κάτι;  Αλήθεια έλαβες το mail μου;» τη ρώτησε απορημένος με την συμπεριφορά της.
«Ναι το έλαβα. Σόρρυ, δεν απάντησα γιατί είχα δουλειά».
«Άσε. Τα πράγματα χειροτέρεψαν. Θα σου τα πω από κοντά. Γι αυτό σε πήρα μάτια μου, θέλω να σε δω. Μπορείς το βράδυ;»
Ήθελε να του πει ένα Όχι τόσο βροντερό, όσο αυτό του Μεταξά. Όμως δεν το έκανε γιατί η  καρδιά της άρχισε να χτυπά από πόθο.
Αχ! η καρδιά. Πόσα ελαφρυντικά της δίνουμε. Είναι το άλλοθί μας. Αυτή  όμως  είναι το κέντρο των αποφάσεων είτε μας αρέσει είτε όχι. Είναι η υπερδύναμη που βομβαρδίζει ανελέητα την λογική και κάθε κύτταρο ορθής σκέψης. Κάποτε νόμιζα ότι το μυαλό αποφασίζει. Λάθος οικτρό. Το μυαλό δεν είναι παρά ο δικαστής που δικάζει τις αποφάσεις της καρδιάς.

«Θα βγεις;» Ρώτησε μέσα από ένα χασμουρητό, η Βίκυ, η οποία (νόμιζε), ότι παρακολουθούσε ταινία στο βίντεο.
«Χαχα….Ωραία η ταινία Βικάκι; Γιατί δεν πάς ματάκια μου στο κρεβάτι σου και βασανίζεις την κασετούλα; Τι σου έκανε;»
«Μμ, μάλλον κοιμήθηκα ε;»
«Μπααα, όχι ρε, ταινία έβλεπες»
«Λοιπόν για πού;» επέμενε η Βίκυ, βλέποντας την Τζίνα έτοιμη για βραδινή απόδραση.
«Θα βγω με τον Χρήστο», απάντησε σαν να έλεγε κάτι απόλυτα φυσιολογικό, και συνέχισε να ψάχνει τα παπούτσια της στο δήθεν αδιάφορο.
«Ωχ!! Με ποιόν; Ερωτααα, αχ ερωτααα» άρχισε να τραγουδά περιπαιχτικά η Βίκυ.
Η Τζίνα αντί για απάντηση της πέταξε ένα μαξιλάρι στο κεφάλι.
«Μη πεις τίποτα Βίκυ. Ρlease!» την παρακάλεσε ενώνοντας τα δυό χέρια κάτω από το σαγόνι.
«Δεν είπα τίποτα. Ή μήπως είπα και δεν το άκουσα το «κωφόν»; Χαχα, άντε  βρε, κοίτα να περάσεις καλά. Ξύπνα με όταν γυρίσεις να μου πεις τα νέα οκ;»
«Ναι. Σίγουρα. Θα σε ξυπνήσω για «παρηγοριές».
Φίλησε την Βίκυ και τον Αντρέα (που έβλεπε και αυτός την ίδια ταινία με την Βίκυ) και έφυγε.
«Αντρέα δεν τη βλέπω καλά τη μαμά σου. Πες της και εσύ καμιά κουβέντα γιατί την “χάνουμε”». Μονολόγησε η Βίκυ κοιτάζοντας προς τον Αντρίκο που τεντωνόταν.


Ο Χρήστος ήταν σε άσχημη διάθεση. Είχε προηγηθεί καυγάς με την γυναίκα του. Δεν τον άφησε να δει τα παιδιά, και επί πλέον του είχε καταστρέψει όλα τα cd μαζί με το στερεοφωνικό του. Θηρίο αυτός έβριζε θεούς και δαίμονες. Πήρε τηλέφωνο την πεθερά του και της είπε να μαζέψει την κόρη της. Εκείνη με τη σειρά της τηλεφώνησε στην μάνα του Χρήστου και την προειδοποίησε να βάλει μυαλό στο γιο της. Φαύλος κύκλος δηλαδή.
Είναι άξιο απορίας πώς μπορούν τέτοιας νοοτροπίας άνθρωποι να συμβιώνουν τόσα πολλά χρόνια, και να κάνουν μάλιστα και παιδιά. Γιατί ρε γαμώτο δεν ξυπνάς ένα πρωί κακορίζικος και γρουσούζης. Αυτό τόχεις από τη μέρα που γεννιέσαι. 
Έλεγε.. έλεγε ασταμάτητα ο Χρήστος. Η Τζίνα έπινε το κρασί της κάνοντας υπομονή και δεν μιλούσε. Τι να έλεγε άλλωστε.
Εγώ τι φταίω να ακούω τόση ώρα μαλακίες; Έφτασε ως το στόμα της να κάποια στιγμή. Δεν μίλησε όμως. Προσπάθησε να ηρεμήσει το θηρίο με γλυκόλογα.
«Έλα καρδούλα μου, ηρέμησε. Θα περάσουν όλα. Θα αμβλυνθεί σιγά σιγά η σχέση σας και όλα αυτά θα σου ακούγονται σαν ένα αστείο. Είναι ακόμα νωπό το τραύμα και πονάει. Σε λίγο καιρό όλα θα είναι αλλιώς» του ψιθύρισε, και έπιασε με τρυφερότητα το χέρι του
«Αστείο;» (μόνο αυτό άκουσε ο άρρωστος)  «Εμ, βέβαια γυναίκα είσαι και εσύ. Αλίμονο! Όλες ίδιες είσαστε. Όσο κάνετε το κέφι σας όλα καλά, όταν σας πούνε ένα όχι βαράτε διάλυση» απάντησε με κακία φωνάζοντας, και τράβηξε απότομα το χέρι του.
Η υπομονή της σήμανε τέλος. «Άντε παράτα με ρε σπασίκλα. Άντε χάσου που θα μου βάλεις και τις φωνές» Είπε εκνευρισμένη. Πέταξε ένα χαρτονόμισμα πάνω στο τραπέζι, πήρε την τσάντα της, και έφυγε θυμωμένη.
Ο Χρήστος την ακολούθησε τρέχοντας ξωπίσω της. «Συγνώμη καλή μου. Συγνώμη, χίλια συγνώμη». Την άρπαξε στην αγκαλιά του φιλώντας τα χείλη της με πάθος. Η Τζίνα παραδόθηκε.
Πέρασαν την νύχτα μαζί χωρίς να μιλούν. Με έρωτα και πάθος. 

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Μια αναδρομή σε τίτλους εφημερίδων της εποχής του 1940

Μια αναδρομή σε τίτλους εφημερίδων της εποχής για να διαπιστώσει κανείς ποιός είναι με ποιόν! Ποιοί χαρακτήριζαν το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη «επαίσχυντον πράξιν» και ποιοί καλούσαν τον ελληνικό λαό «Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ».
Τότε υπήρχαν κι αυτοί:
f1
Yπήρχαν κι αυτοί:
φωτ 2
Κι αυτοί:
φ3
Κι αυτοί:
φωτ 4
Κι αυτοί:
φ5
Οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με αυτούς:
φ6
Ούτε με αυτούς:
sarafis aris
Επομένως, όπως το έθετε και ο Άρης Βελουχιώτης στην ιστορική ομιλία του στη Λαμία, στις 29 Οκτώβρη 1944:
«Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς;»
Του Νίκου Μπογιόπουλου
Πηγή:candianews.gr

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ,ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ήταν περασμένες δώδεκα. Η Βίκυ μέσα στο ιντερνέτ χαζοκουβέντιαζε μέσω Chat με τους μοναχικούς του διαδικτύου. Η Τζίνα χαλάρωνε αγκαλιά με τον Αντρέα διαβάζοντας, αραγμένη στον καναπέ..
«Ρε Βίκυ δεν τους βαριέσαι όλους αυτούς τους βλαμμένους; Ναυάγια είναι δεν το βλέπεις; Τι το παίζεις δηλαδή για να καταλάβω «μπρατσάκια;»
«Χα,χα… ναι ναι μπρατσάκια, χα,χα» απάντησε η Βίκυ ενώ σηκώθηκε από την μπαμπού πολυθρόνα  κοιτώντας το ρολόι της.
«Σε παρακαλώ φιλενάδα, επειδή πρέπει να κάνω μπάνιο να στεγνώσω μαλλιά και να σιδερώσω ρούχα για το πρωί, μίλα λίγο με τον Πειρατή και μετά συνεχίζω πάλι εγώ. Είδηση δεν θα πάρει για την αλλαγή με το βάρεμα που έχει. Δεν θέλω να τον κλείσω. Είναι πολύ χάλια ο φουκαράς και θέλει κουβέντα».
«Ρε  δε με χέζεις που θα το παίξω αδελφή Τερέζα για να μη πνιγεί ο πειρατής» απάντησε η Τζίνα που δεν της άρεσε το chating.
«Έλα ρε συ. Μισή ώρα μόνο. Μίλα του και αν δεν τον αντέχεις κλείστον» επέμενε η Βίκυ.
«Καλά, για μισή όμως. Ούτε λεπτό παραπάνω. Πως τον λένε είπες Ποπάυ;»
«Χα,χα πειρατή βρε θεόζαβο»  
« Οκ. Go in piece baby»…

Η κουβέντα με τον πειρατή έχει πάρει  «ανεξέλεγκτες» διαστάσεις. Είναι άρτι χωρισμένος και  λίαν απογοητευμένος από την συμπεριφορά της πρώην του. Βαρεμένοι και οι δύο από το ίδιο βόλι, βγάζουν τα εσώψυχά τους στη φόρα, θάβοντας  για τα καλά τους «τέως». Η Τζίνα  δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί  ότι μια κουβέντα μέσα απ’ το χαζοκούτι θα μπορούσε να είναι τόσο ευεργετική.  Νοιώθει ήδη καλλίτερα και ο ύπνος ακόμα δεν της χτύπησε πόρτα παρ’ ότι κοντεύει τέσσερις. Η Βίκυ με τον Αντρέα έχουν αποχωρίσει προ πολλού και βρίσκονται στον τέταρτο ύπνο..
Κανονίζουνε με τον πειρατή (κατά κόσμο Χρήστο) να μιλήσουνε και την επόμενη μέρα, και όχι φυσικά μέσω νετ. Ανταλλάσσουν τηλέφωνα δίνοντας και  φιλάκια ηλεκτρονικά. Η Τζίνα είναι ενθουσιασμένη.
Δεν περνούν πέντε λεπτά  από τις καληνύχτες και νάσου  μυνηματάκι…
«Όνειρα γλυκά Τζινάκι …σε φιλώ Χρήστος»
Προσπάθησε να χαλαρώσει αλλά δεν τα κατάφερε. Πήγε λοιπόν μέχρι το δωμάτιο της Βίκυς  και την σκούντησε.
 «Τι είναι βρε ουφο ;» ρώτησε χωρίς να ανοίξει τα μάτια της η Βίκυ…
«Εϊ ξύπνα, θέλω ενισχύσεις…»
«Τζίνα, αποκλείεται να έχουμε δηλητηρίαση αύριο.  Έχω τρία σοβαρά ραντεβού. Σκάσε και κοιμήσου, το πρωί έχουμε δουλειά» γκρίνιαξε η Βίκυ και γύρισε πλευρό.
«Καλά συγνώμη» απαντά η Τζίνα δήθεν θυμωμένη, γνωρίζοντας καλά τη συνέχεια.
Πριν ακόμα φτάσει στο δωμάτιό της ακούγεται η φωνή της φίλης της και το γαβγισμα του Αντρέα..
«Τι έγινε ρε χαζό το πίστεψες ότι μπορώ να περιμένω ως το πρωϊ; Πες  μου. Τάχιστα!»
«Μου έστειλε μήνυμα. Να απαντήσω;…»
«Ποιος; Κανένα φάντασμα μήπως;» απαντά η Βίκυ με το γνώριμο περιπαιχτικό τρόπο της.
Η Τζίνα της αφηγήθηκε μέσες άκρες όσα είπανε με τον Χρήστο, και της διάβασε το μήνυμα….
«Μια καληνύχτα είναι αυτή!  Πες την κι ας πέσει χάμω….»
της λέει γελώντας η Βίκυ.
«Και μήπως να κοιμηθούμε κύριε Βρυκόλαξ; Αύριο νέα μέρα, και τι μέρα,  τσαγκαροδευτέρα!!!» συμπλήρωσε και χασμουρήθηκε.

Ο Χρήστος  μόλις έχει  χωρίσει από ένα γάμο  δεκαεπτά χρόνων. Παιδιά δυο. Αιτία διαζυγίου «δεν σε αντέχω άλλο»..
Η διαφορά με τον χωρισμό της Τζίνας είναι ότι εκείνη έφυγε  γιατί  ΤΗΣ είχε τελειώσει ο γάμος. Εκείνος  διώχτηκε γιατί ΤΗΣ είχε  τελειώσει ο γάμος….
Η διαφορά όσο και αν ακούγεται μικρή, μια και το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, έχει  τεράστιο μέγεθος.
 Εκείνο που πονάει πιο πολύ σε ένα διαζύγιο είναι η απόρριψη. Αυτό είναι το βόλι που  ματώνει τον εγωισμό.  Αυτό είναι ο αρχηγός.  Τα άλλα συναισθήματα όπως ανασφάλεια, συνήθεια, ξεβόλεμα, έρχονται δεύτερα. Είναι τα στρατιωτάκια. Τη μάχη  διευθύνει ο αρχηγός, και όσο πιο αλλάζων  είναι αυτός ο αρχηγός, τόσο πιο σκληρή  και επίπονη είναι  η μάχη. Τα θύματα αυτού του πολέμου συνήθως  είναι τα παιδιά  όταν υπάρχουν. Κατά κανόνα γίνονται  το πεδίο βολής  όπου διεξάγονται πολεμικές και διπλωματικές επιχειρήσεις. 
 Αυτό λοιπόν  συμβαίνει και με το διαζύγιο του Χρήστου.
Τώρα θα πείτε η Τζίνα τι δουλειά έχει  μέσα στη μέση……
Ομοιοπαθείς είναι βρε, να μη βάλει ένα χεράκι; Μεταξύ μας είναι και γοητευτικός άντρας.
«Μη μπλέκεις ρε χαζό με τέτοιες καταστάσεις, θα πονέσεις» της είπε η Βίκυ που ζει σε μια πραγματικότητα  που η Τζίνα  αγνοεί λόγω εγκλεισμού  της τόσα χρόνια μέσα στον κόσμο των παντρεμένων…
«Μου αρέσει ο τύπος φιλενάδα. Θα το ρισκάρω. Άλλωστε  δεν πρόκειται να επενδύσω συναισθηματικά. Μια περιπετειούλα μόνο. Δεν τη δικαιούμαι κι’ εγώ το στερημένο;»
«Καθυστερημένο είσαι όχι στερημένο. Ελέγχονται βρε τα συναισθήματα; Κουμπάκια είναι και τα πατάς; Τζίνα μη μπλέκεις με μπλεγμένες καταστάσεις, σύνελθε  και φύγε όσο είναι καιρός»…..
«Τον θέλω, μου αρέσει και  θα το ρισκάρω»
«Εντάξει τότε. Ζήσε το κι’ εγώ θα φτιάξω τη λεξοτανίλ  pie  για τον πόνο»…..
 Η  Βίκυ έχει δίκιο και η Τζίνα το ξέρει. Όμως αν δεν το κάνει θα της μείνει απωθημένο, και αυτό θα την βασανίσει πιο πολύ…….

Ο Χρήστος της τηλεφώνησε την επόμενη μέρα πρωί πρωί και κανονίσανε να βρεθούνε το βράδυ. Μιλήσανε στο τηλέφωνο σαν να ήτανε ήδη γνωστοί. Η Τζίνα  δεν έχει αγωνία  για το τι θα δει. Ένοιωθε μόνο  μια περίεργη ανυπομονησία. Ίσως το αίσθημα της ελευθερίας μετά από τόσα χρόνια γάμου. Ίσως  γιατί και εκείνος βρίσκεται στην ίδια φάση με αυτήν, αδελφή ψυχή δηλαδή. Η ακόμα και το πιο ακραίο, «μοιραία γνωριμία» .. Ο, τι και να είναι αισθάνεται γοητευμένη μετά από πολλά χρόνια συναισθηματικής απραξίας.
Τηλεφώνησε κάποια στιγμή στη Βίκυ να της πει τα νέα…..
«Θα βγω σήμερα με τον πειρατή. Το κανόνισα Ξέρεις κάτι; Δεν ξέρω τι να φορέσω γαμώτο»
Η Βίκυ έμεινε άφωνη.
 «Τζίνα σε ξέρω τόσα χρόνια. Είναι η πρώτη φορά που νοιάζεσαι για  το ντύσιμο σου….. δεν το πιστεύω…. φιλενάδα  δεν σε βλέπω καλά. Κατέβα λίγο»
«Έλα Βικάκι μη μου τη σπας. Μεγάλο κορίτσι είμαι… γαμώτο δεν έχω ούτε ένα φόρεμα. Μόλις τώρα το συνειδητοποίησα».
«Ρε σύνελθε με κάνεις και ανησυχώ. Φόρεμα; Τζίνα  δεν σε αναγνωρίζω».
 «Γυναίκα  είμαι ..τι να βάλω ράσα;»
«Δεν είναι κακή ιδέα….» αποκρίθηκε γελώντας……
«Κλείνω Τζινάκι. Έχω δουλειά αλλά θα μιλήσουμε για το θέμα ξανά  έτσι;».

 Πάνω στο γραφείο της Τζίνας σκορπισμένα χαρτιά περιμένουν  να τα βάλει σε τάξη. Φωτογραφίζουν την ζωή της. Μια άτακτη στοίβα χαρτιά προς τακτοποίηση δεν είναι και αυτή; Εκεί  να δεις τάξη που χρειάζεται….. 
Προσπαθεί να δουλέψει ενώ οι λέξεις χορεύουν σάμπα μπροστά στα μάτια της. Ερωτοτροπούν και μπερδεύονται σε παράξενα σχήματα.
«Μαρία; Είδες πουθενά το λεξικό;» ρωτά την συνάδελφό της που την κοιτάζει με απορία
«Βρε Τζίνα στα χέρια σου το κρατάς»
«Ναι Μαράκι,  σορρυ  δίκιο έχεις»
«Τζίνα δεν πας καλά τον τελευταίο καιρό. Τα  αφεντικά σχολιάζουν αυτές τις μέρες την απόδοσή σου… Στο λέω για να πάρεις τα μέτρα σου, μην με εκθέσεις σε παρακαλώ αλλά άκουσα τον Χοσέ να κάνει για σένα παράπονα» (Χοσε είναι το παρατσούκλι του αφεντικού, προέρχεται από το ρήμα χώνω. Στα χώνω, την χώνομαι κ.λ.π)
«Μην ανησυχείς Μαρία δεν θα αναφέρω το όνομα σου. Σ’ ευχαριστώ».  Την κόβει γιατί δεν θέλει να πλατειάσει το θέμα και να γίνει κουτσομπολιό…Ωστόσο της έχει ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Για την εφημερίδα αυτή έχει βάλει πλάτη στην κυριολεξία. Και όχι μόνο. Έχουν ξοδευτεί ένα τσουβάλι απλήρωτες ώρες υπερωρίας για να ξεπεραστούν τα δύσκολα τότε που το χρηματιστήριο καταβρόχθιζε περιουσίες. Θύμα του ήταν και η εφημερίδα που έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Όλοι μαζί βάλανε ένα χεράκι. Η Τζίνα λόγω ανίατης βλακείας και αυτοθυσίας, έβαλε δύο χεράκια. Μέχρι λεφτά τους δάνεισε για να καλύψουν επιταγές που έσκαγαν καθημερινά. Και τώρα που περνάει τα δικά της δύσκολα την στήνουν στον τοίχο. Και μάλιστα της τη λένε πισώπλατα δίνοντας δικαίωμα στους κακοπροαίρετους να τη σχολιάζουν.
Έμεινε στο γραφείο μέχρι να ανοίξουν τα μαγαζιά χωρίς να πιάσει στα χέρια της στυλό σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Πιεζόταν από την επιθυμία να τα χώσει στο Χοσέ, αλλά η σκρόφα η ανάγκη της έδενε τα χέρια. Την γλώσσα για να ακριβολογούμε. Η Τζίνα δεν ήταν μαθημένη να καταπίνει αδικίες. Όμως αυτή την αδικία έπρεπε να την καταπιεί αν δεν ήθελε να δει το Μίλτο να γελάει ειρωνικά λέγοντας τα δικά του. Το επεισόδιο ωστόσο, άρχισε σιγά σιγά να έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Έχει το βραδινό ραντεβού να μονοπωλεί πια την σκέψη της.
Μπήκε σε ένα μαγαζί με επώνυμα θηλυκά ρούχα, κι αγόρασε ένα φόρεμα που χωρίς να το παινευτεί την κάνει μια κούκλα. Έχει τα χρώματα της γης κι ένα σκίσιμο που φτάνει αποκαλυπτικά ψηλά. Το μπούστο του κολάζει ότι αρσενικό κινείται στην ατμόσφαιρα.
Επέστρεψε στο σπίτι χαρούμενη. Βρήκε τη Βίκυ να τρώει παγωτό χυμένη στην πολυθρόνα. Γύρω σκόρπια ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια του Αντρέα θύμιζαν πέρασμα τυφώνα. Ο μούργος τεντώθηκε νωχελικά και κούνησε την ουρά του για υποδοχή, γιατί βαριόταν να σηκωθεί….
«Τι  έχουμε  εδώ;  Ο  τυφών «Άντριου»  πέρασε παιδιά;» λέει και πετάει στον αέρα τη ζακέτα της.
«Έλα Τζίνα ρίξε κανά μπλουζάκι και σύ για να φτιάξουμε χρωματικές πανδαισίες» της λέει γελώντας η Βίκυ ενώ ρίχνει μια περίεργη ματιά στη σακούλα  που κρατά.
«Άλα! Μαξ Μάρα ξηγιόμαστε οι προλετάριοι; Τι βλέπουν τα ματάκια μου Τζίνα;» της χαμογελάει πονηρά.
ο Αντρέας χώνει την υγρή του μουσούδα μέσα στη σακούλα.
«Μηη  βρε βλαμμένο! Πάει το φόρεμα» φωνάζει η Τζίνα και τινάζεται να τον πιάσει».
«Τι ακούνε τα αφτιά μου; Φόρεμα; Τζίνα έφυγες, «γειά σου» χα χα χαχα..»
Γελάνε και οι τρεις αλλά κάποια στιγμή η Βίκυ σοβαρεύεται απότομα και της δείχνει τον καναπέ…
«Άκου Τζίνα, ξέρεις ότι θέλω να σε βλέπω χαρούμενη, όμως  πρέπει να σου πω αυτό. Εσύ τόσα χρόνια είσαι έξω από το παιχνίδι του έρωτα. Όχι ότι εγώ έχω κάνει καμιά διατριβή, αλλά έχω μάθει πάνω στο ίδιο μου το πετσί κάποια  πράγματα. Μην αφήνεσαι σε όνειρα και μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Τώρα θα μου πεις εγώ τα λέω αυτά ο βασιλιάς της ευπείθειας; Ναι εγώ το Άλιεν, γιατί δεν θέλω να σε δω να πονάς»
«Βίκυ ξέρεις κάτι για τον Χρήστο; Μήπως έχεις βγει μαζί του και προσπαθείς να μου το πεις με τρόπο;» ρωτά με παράπονο.
Της απαντάει εκνευρισμένη.. «Καλά βλαμμένο είσαι; Δεν θα σου το είχα ήδη πει; Όμως να, δεν έχει τα εχέγγυα, πώς να σου εξηγήσω την ανησυχία μου. Συνήθως οι χωρισμένοι άντρες και μάλιστα τόσο νωπά χωρισμένοι  συμπεριφέρονται «κάπως». Είσαι έτοιμη να εισπράξεις τη μιζέρια του και την γρουσουζιά του; Γιατί αυτό είναι βέβαιο ότι θα συμβεί….»
«Γιατί είναι βέβαιο;» την διακόπτει η Τζίνα ενοχλημένη  από την αλήθεια που ακούει και που προσπαθεί να αγνοήσει…
«Γιατί μάτια μου η γυναίκα του τον εγκατέλειψε. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για έναν άντρα; Ο λ ε ς οι γυναίκες στην πυρά, αυτό σημαίνει… Το κατάλαβες;»
«Βίκυ μη μου το χαλάς σε παρακαλώ. Άσε με να δοκιμάσω κι άμα καώ κάηκα, θα με σβήσεις έγκαιρα φιλενάδα έτσι δεν είναι;»
Αναστέναξε βαθιά και την αγκάλιασε.
«Ρε τρελό άτομο εντάξει. Ξέρω πως δεν θα σε πείσω. Άντε  πόνα αφού το θές. Συναίσθημα είναι κι αυτό, εγώ μαζί σου είμαι…Μακάρι να κάνω λάθος….Τι θα γίνει θα σε απολαύσω με φόρεμα;»
Η Τζίνα σηκώνεται με ύφος μικρής κυρίας και με αργές  κινήσεις βγάζει από την χάρτινη τσάντα το αριστούργημα  της..
«Ουάου τέλειο! Πολύ ωραίο μεγάλη. Μπράβο ρε γούστο το αναρχικό. Εύγε!» φωνάζει η Βίκυ και χειροκροτεί.
Γελάνε, κι ενώ ο Αντρέας τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω κάτω στο σαλόνι για να τον προσέξουν, ξαφνικά  πέφτει από τη Βίκυ η ερώτηση που της κόβει τα πόδια.
«Παπούτσια; Δεν πιστεύω να το βάλεις με μποτάκια;»
«Φτού  γαμώ την γκαντεμιά μου. Αυτό ούτε που το σκέφτηκα…»
Κοιτάζει το ρολόι της. Ούτε για αστείο. Μόλις που προλαβαίνει να κάνει ένα μπάνιο και η Βίκυ φοράει δυό νούμερα πιο πάνω από αυτήν.  Τέλος τα όνειρα.
Τζίνα  δεν πέφτουμε. Ένα κολλητό παντελόνι και μπλουζάκι μακό. Άλλωστε  πρέπει να με γνωρίσει όπως είμαι. Δεν θα αλλάξω και το στυλ μου για έναν κύριο Χρήστο. Είπε στον εαυτό της.
Η Βίκυ την συμπονέθηκε αλλά με την εικόνα στη σκέψη της  «σεξυ φόρεμα και μποτάκια» πέφτει κάτω από τα γέλια….
«Συγνώμη φιλενάδα.. χαχαχαχα.. Συγνώμη αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ…χαχαχα».
«Δεν είμαι μάτια  μου εγώ  για Μαξ Μάρα ..» μονολόγησε η Τζίνα και πήγε να κάνει μπάνιο.

Το ραντεβού τους είναι μπροστά από το Δημοτικό θέατρο στον Πειραιά. Έχουν δώσει πλήρη περιγραφή αλλά το ένστικτό της δεν της αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Ο πειρατής της στέκεται στη γωνία κρατώντας ένα  κόκκινο τριαντάφυλλο.  Είναι όμορφη  φυσιογνωμία. Φοράει τζήν και λευκό μπλουζάκι. Τζίνα γλίτωσες το καρναβάλι, καλά που δεν φοράς ίδιο νούμερο παπούτσια με τη Βίκυ, σκέφτεται και αναστενάζει ανακουφισμένη….
Τον πλησιάζει με αυτοπεποίθηση.
«Γεια σου Χρήστο» λέει με σταθερή φωνή και απλώνει το χέρι της. Εκείνος της χαμογελά γλυκά, της προσφέρει το άνθος και σκύβει  δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο…
«Γεια σου Τζινα, είσαι πολύ  γλυκιά» της λέει και εξακολουθεί να την κοιτάζει στα μάτια.
Της προτείνει να πάνε κάπου με το αυτοκίνητο του. Παραβλέπει την συμβουλή της Βίκυς να μην μπει σε αυτοκίνητο, και δέχεται την πρόσκληση.
«Λοιπόν Τζίνα που θέλεις να πάμε;» της λέει μες την ευγένεια.
«Όπου θέλεις» του απαντά παραδομένη στη γοητεία του….
Δεν είναι ιδιαίτερα όμορφος, έχει όμως αυτό το «κάτι». Αυτό που λέμε  γοητεία. Έχει αρσενικό στυλ και κάθε του κίνηση αναδύει μια πιπεράτη θεσπέσια μυρωδιά. 
 «Τζίνα αν δεν σου αρέσω μπορείς να το πεις. Δεν υπάρχει πρόβλημα  μπορώ να γυρίσω πίσω. Τα ραντεβού στα τυφλά έχουν πάντα αυτό το ρίσκο. Είμαι έτοιμος για μια απόρριψη. Μπορούμε να μείνουμε απλά φίλοι εντάξει;» της λέει ενώ βάζει μουσική και χαμογελάει.
Τι είναι αυτά που λες μωρό μου; Σε πάω με χίλια, σκέφτεται αλλα παράλληλα της έρχονται τα λόγια της Βίκυς στο μυαλό. Νάτη η πρώτη ανασφάλεια. Τζίνα κόφτο, άσε την ψυχανάλυση.
«Το ίδιο ισχύει και για σένα Χρήστο. Εγώ πάντως είμαι οκ!»
Αντί για απάντηση απλώνει το χέρι του και το σφίγγει πάνω στο δικό της.. Είναι έτοιμη να λιποθυμήσει. Από φόβο; Από πόθο; Δεν ξέρει. Αυτά είναι ξένα συναισθήματα για την Τζίνα…
«Λοιπόν τι θα έλεγες για ένα ποτάκι;»
«Καλή ιδέα ..» του απαντά μπλοκαρισμένη ακόμα από τα συναισθήματα της.
Φτάνουν σ΄ ένα μπαράκι στην Καστέλλα. Ο χώρος φωτίζεται μόνο με  κεριά ενώ η θάλασσα απλώνεται πιάτο μπρος τα μάτια τους. Η μουσική διακριτική και απαλή. Δεν θέλεις να μιλάς, μόνο αγγίγματα θέλεις. Χώρος για να ερωτευτείς, και … να πονέσεις αργότερα.
Δεν είπανε πολλά. Μιλούσαν οι καρδιές, οι ανάγκες,το αλκοόλ; Δεν  ξέρω τι από όλα.
Ξέρω μόνο ότι ήπιανε αρκετά και  η ανατολή τους βρήκε μέσα στο αυτοκίνητο πάνω σε ένα λόφο όπου  κάνανε έρωτα  φυγής. Έναν έρωτα που η Τζίνα δεν θα ξεχάσει ποτέ, γιατί για πρώτη φορά αισθάνθηκε να είναι δύο στο ταξίδι αυτό. Ήταν στιγμές, μόνο στιγμές και το ξέρανε χωρίς να τους νοιάζει η επομένη μέρα. Χωριστήκανε χωρίς λόγια.

Το κινητό της Τζίνας είχε δεκαπέντε αναπάντητες κλήσεις και τρια μυνήματα. Συγνώμη φιλενάδα, το ξέρω ότι ανησύχησες  ελπίζω να με καταλάβεις.
Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα  κοντοστάθηκε γεμάτη τύψεις που έκανε αυτή την ανοησία και δεν πήρε ένα τηλέφωνο τη Βίκυ για να μην ανησυχεί. Τζίνα είσαι γαιδούρι  πρέπει να το παραδεχτείς.
Μπήκε πατώντας στις μύτες αλλά η Βίκυ ήταν ξύπνια και καθόταν στον  καναπέ…..
«Είσαι καλά; Δόξα το θεό» της λέει αναστενάζοντας ανακουφισμένη….
Μέσα σε δευτερόλεπτα όμως γίνεται έξαλλη.«Είσαι τελείως αναίσθητη Τζίνα; Ένα τηλέφωνο θα σου ήταν  ιδιαίτερα δύσκολο; Δεν ήξερες ότι θα τρελαθώ από αγωνία; Που ήσουνα γαμώτο. Ξημέρωσε το ξέρεις;»
«Ό,τι και να πεις δίκιο έχεις».. της απαντά και δεν τολμά να δευτερώσει κουβέντα…
Η Βίκυ μένει για λίγα λεπτά σιωπηλή και ανάβει ένα τσιγάρο .
 Η Τζίνα κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Το σκηνικό της θυμίζει συμπεριφορές  της εφηβείας της όταν γυρνούσε αργά στο σπίτι και την περίμενε ξάγρυπνη η μαμά της. Εκείνη γεμάτη τύψεις περίμενε να την συγχωρέσει, και να  φιλήσει το παλιόπαιδο της, που ευτυχώς ήταν  καλά…Ένα παλιόπαιδο που πάντα έδινε την υπόσχεση ότι «δεν θα ξαναγίνει». Υπόσχεση που ασφαλώς ποτέ δεν κρατούσε..
Μούτρα της κρατούσε ακόμα και ο Αντρέας που είχε εισπράξει το κλίμα έχοντας πάρει θέση με το μέρος της Βίκυς….
 Η Βίκυ κοιτάζει με την άκρη του ματιού της το έτοιμο να βάλει τα κλάματα βλέμμα της Τζίνας και της σκάει το πρώτο χαμόγελο…..
«Πέρασες τουλάχιστον καλά βρέ ουφο;» Της λέει  χαμογελώντας  πλατειά, κι αγκαλιαστήκανε σφιχτά.
«Συγνώμη, δεν θα ξαναγίνει, είμαι απαράδεκτη….. φίλοι;»
«Μπορώ να κάνω  και  αλλιώς βρε τρελλαμένο;» ….
Η Τζίνα έκανε ένα ζεστό μπάνιο, κι η Βίκυ έφτιαξε καφέ που τον ήπιαν καθισμένες στις μπαμπού πολυθρόνες της βεράντας συζητώντας επί της «ημερησίας διατάξεως» όπως είπε η Βίκυ, που είχε ένα και μοναδικό θέμα, τον Χρήστο.
  «Τζίνα δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι για σένα. Μακάρι… μακάρι όλα να πάνε καλά» λέει η Βίκυ μ’ ένα αναγνωρίσιμο κράτημα στη φωνή της. Την φοβίζει ο ενθουσιασμός της φίλης της, αλλά δεν θεωρεί ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να το συζητήσουν.
      Η επόμενη μέρα στο γραφείο είναι εξοντωτική. Τα μάτια της Τζίνας  κλείνουν και  το μυαλό της ταξιδεύει. Το κινητό  της δεν έχει χτυπήσει ούτε μία φορά. Ούτε ένα μήνυμα Αυτό ήταν λοιπόν! Τόσο λίγο κρατάνε τα όμορφα. Τελικά Τζίνα άρχισες να αφήνεις χαραμάδες. Η ζωή είπαμε σε θέλει μπετόν. Λίγο να λασκάρεις και σε φάγανε. Η αδυναμία σε κάνει φυτό. Το ξέρεις καλά ότι είσαι ευάλωτη συναισθηματικά, και πως τα αρσενικά αντιλαμβάνονται αυτή την αδυναμία. Μα την αλήθεια δεν μπορώ να το καταλάβω, λίγο μια σταλίτσα να γίνεις ο εαυτός σου και να αφεθείς, χραπ σε αρπάζουν και σε χτυπούν σαν νάσουν σάκος του μπόξ. Οκ. Φίλε, μπετόν θέλεις; Πάρτο!  
Χωρίς δεύτερη σκέψη κλείνει το κινητό της. Δεν περιμένει τίποτα άρα είναι free. Εμπρός δουλειά Τζίνα. Η καλλίτερη θεραπεία….
 Ρίχτηκε με τα μούτρα στα χαρτιά της. Τα έβαλε με τη  Μαρία που δεν της έφταιξε τίποτα το κοριτσάκι, τα έβαλε και με τους συντάκτες, και με τον εαυτό της τα έβαλε που έκανε σαν υστερική γριά. Το κινητό όμως δεν το άνοιξε…..

«Τζίνα έχεις κάτι;»τη ρώτησε η Βίκυ που την είδε μουτρωμένη  να διαβάζει μικυ μάους  ξαπλωμένη στον καναπέ.
«Όχι τίποτα» απαντά ελπίζοντας ότι θα την ξαναρωτήσει.
«Έλα άσε τα παιδιαρίσματα και πες μου. Ο Χρήστος;  Αα…και γιατί  είχες κλειστό το κινητό σου σήμερα; Τρείς φορές πήρα, και το τηλέφωνο του γραφείου σου ήταν συνέχεια κατειλημμένο»
«Καλά. Αυτό είναι μπουρδελο, δεν είναι τηλέφωνο γραφείου» Απομονώνει έντεχνα την απάντηση.
«Τζίνα άλλο σε ρώτησα»..
«Το είχα κλείσει γιατί δεν  χτυπούσε και μου έσπασε τα νεύρα»
«Συνήθως όταν  χτυπάει μας τα σπάει,  ή κάνω λάθος;»
 «Εντάξει. Δεν με πήρε ούτε για μια καλημέρα…» της λέει και βουρκώνει…..
«Καλά, είσαι τελείως χαζό. Άνοιξε το τηλέφωνο και άσε τα σπαστικά. Κοίτα την αλήθεια στα μάτια και μην εθελοτυφλείς. Αν τέλειωσε τέλειωσε, καλλίτερα να το ξέρεις παρά να το υποψιάζεσαι», είπε αυστηρά παίρνοντας το κινητό της στα χέρια της ζητώντας παράλληλα το pin χωρίς να αφήσει περιθώρια αντίρρησης..
Τελικά είχε τρία  μηνύματα. Ήταν  από τον Χρήστο…. 
Το χαμόγελο επανέρχεται στα χείλη της,       
«Τι να σου πω τώρα φιλενάδα. Δεν γλιτώνεις με τίποτα το lexotanil pie.» λέει γελώντας η Βίκυ, και μπαίνει στο μπάνιο…
Η Τζίνα δεν χάνει στιγμή και του τηλεφωνεί….
«Έλα τι κάνεις; Συγνώμη αλλά μου τελείωσε η μπαταρία, και δεν είχα φορτιστή στο γραφείο. Τώρα μόλις είδα τα μηνύματα σου»
«Δεν πειράζει καλή μου,  κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο  έχει συμβεί» της απαντά τρυφερά και την πιάνει μονότερμα.
«Άσε προβλήματα με την πρώην μου, θέλει διατροφή, τα ακίνητα, όλη την οικοσκευή, και αρνείται να με αφήσει να βλέπω τα παιδιά. Η πεθερά μου  ήρθε σπίτι και απαίτησε να φύγω εκείνη τη στιγμή …»
«Και πως βρέθηκες στο σπίτι;» ρωτά πειραγμένη κατά βάθος η Τζίνα
 «Πήγα να πάρω κάτι πράγματα, κάθισα να πιω και ένα καφέ με την Λένα, να δω και τα παιδιά…. Και μπήκε ξαφνικά η πεθερά μου και έγινε το σώσε….. η Λένα άρχισε να βρίζει…»
  Τον διακόπτει γιατί το δικό της κινητό έγραφε και δεν είχε και καμία όρεξη να ακούσει τι έκανε η Λένα και η πεθερά του. Άλλα πράγματα ήθελε να ακούσει. Να πούνε για χτες, για το αύριο του χτες, κι όχι για την πεθερά του…..
Το καταλαβαίνει και το μαζεύει όπως όπως «Μην σε ζαλίζω με τα δικά μου. Πέρασες όμορφα χθες καλή μου; Εγώ πολύ. Θα ήθελες να ξαναβρεθούμε;»
«Φυσικά και θέλω» του απάντησε θεωρώντας χαζή την ερώτηση, και αυτονόητη την απάντηση.
 Η Βίκυ εν τω μεταξύ είχε βγει από το μπάνιο και παρακολουθούσε τη συζήτηση τρίβοντας μηχανικά με την πετσέτα τα βρεγμένα μαλλιά της.
«Ξέρεις δεν σκοπεύω να υποχωρήσω ούτε πιθαμή. Ακούς εκεί να μου πάρει όλα τα πράγματα. Να δεις που θα αλλάξει κλειδαριές. Αυτό δεν θα το δεχτώ έτσι  απλά. Θα γίνει χαμός», συνέχισε μη μπορώντας να απαρνηθεί το χούι του ο πειρατής.
Την ξενέρωσε εντελώς, αλλά  η ανάμνηση της χτεσινής βραδιάς την έκανε να τον ακούει  χωρίς  να αντιδρά.
«Πότε θα βρεθούμε» τον ρώτησε για να βάλει φρένο στην φλυαρία του και μάλιστα από το κινητό της».
«Θα σε πάρω αύριο καλή μου εντάξει; Θέλω να ξέρεις όμως ότι εγώ είμαι σε μια  περίεργη «φάση». Μην περιμένεις από μένα πολλά πράγματα»
«Να περιμένω  τι δηλαδή;» απαντά αν και ήξερε καλά τι εννοούσε.
«Να, να μην επενδύσεις συναισθηματικά επάνω μου. Δεν ξέρω μπορεί και να το δω διαφορετικά αργότερα, αλλά δεν σου υπόσχομαι τίποτα…»
Την έπιασε ταραχή, αλλά δεν τον άφησε να καταλάβει τίποτα.
«Δεν υπογράφουμε συμβόλαια μάτια μου. Το ίδιο ισχύει και για μένα άλλωστε. Δεν θέλω σοβαρή σχέση. Με τίποτα». Του απαντά ο εγωισμός της
«Οκ τα λέμε αύριο φιλιά».
«Φιλιά» του ανταπαντά με το πρώτο αγκάθι ήδη καρφωμένο στην καρδιά της.
Μερικές φορές τα πράγματα είναι ολοφάνερα μπροστά σου. Σου μιλάνε αλλά εσύ αρνείσαι να τα ακούσεις. Ίσως είναι μια εσωτερική ανάγκη να ζεις σε ψευδαισθήσεις. Μπορεί και επειδή το συναίσθημα που νομίζεις ότι είναι έρωτας, τη στιγμή που το έχεις ανάγκη, φωνάζει τόσο δυνατά, που σκεπάζει την φωνή της λογικής. Υγιές δεν είναι. Ανθρώπινο όμως είναι εντελώς…
Η Βίκυ διακόπτει τη σκέψη της παρατηρώντας ανήσυχη το κατσουφιασμένο της ύφος, και την νευρικότητα της καθώς αναζητά τα τσιγάρα της.
«Τι σου είπε ρε και συννέφιασες;»
«Να μην επενδύσω πάνω του συναισθηματικά γιατί είναι σε “φάση”».
«Α, χα!  Κι εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις; Επενδύσεις σε καμένο χαρτί;»
«Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Τον θέλω. Θα το παλέψω και όπου βγει»   
«Δεν θα βγει αυτό στο υπογράφω. Ένα ωραίο πρωί θα βρεθείς μπροστά σε ένα καθρέφτη και θα μουντζώνεσαι για τον χρόνο και την ψυχή που σπατάλησες μαζί του. Θυμήσου Τζίνα αυτή την κουβέντα μου. Δεν θα σου πω τίποτε άλλο».
 «Φτιάχνουμε μακαρονάδα;» λέει η Τζίνα για να κόψει την κουβέντα ενοχλημένη από τις αλήθειες που ακούει.
«Αντρέα κουζίνα γρήγορα…»
Βράσανε νερό και ρίξανε το σπαγγέτι. Κάποια στιγμή η Τζίνα παίρνει από την κατσαρόλα ένα μακαρόνι και το κολλάει στον τοίχο…..
«Ξέρεις το κόλπο να δεις αν είναι έτοιμα;», ρωτά και αρχίζει να γελάει….
«Σιγά μην δεν το ξέρω» απαντάει η Βίκυ και πετάει άλλο ένα το οποίο κολλάει πάνω στο τζάμι. Ο Αντρέας πηδάει να το πιάσει κάνοντας τα τζάμια  ελεεινά. Σε λίγα λεπτά η κουζίνα γίνεται σε μαύρο χάλι από τα κολλημένα μακαρόνια, γελάσανε και παίξανε σαν παιδιά. 
 «Τζίνα κοίτα με τρόπο απέναντι στο ρετιρέ .. Με τρόπο είπα  ούφο…»
«Αμάν τι παιδί!! Λουκουμάκι  συριανό φιλενάδα. Και μας κοιτάει ….»
«Ναι μωρή σε κοιτάει, αλλά  εσύ έχεις την «ψυχεδέλεια» στο μυαλό σου  βλαμμένο..»
Φάγανε όσα μακαρόνια είχαν απομείνει στην κατσαρόλα, κάνανε και μια γενναία φασίνα στην κουζίνα, ήπιανε και ένα μπουκάλι μαδέϊρα που είχε φέρει από την  Πορτογαλία η Βίκυ  και νοιώσανε αρκετά καλύτερα….


H  γνωριμία της Τζίνας με τον  Χρήστο  φάνηκε από την αρχή ότι θα ήταν θυελλώδης,
Ο Χρήστος ήταν ένας γοητευτικός άντρας. Άτομο ανασφαλές και εγωίσταρος του κερατά συγχρόνως. Διέθετε μια φυσική ευγένεια που σκλάβωνε. Η φωνή του ζεστή με sexy χροιά. Τα μάτια του βαθυπράσινα, και το βλέμμα του αλαζονικό. Ένας νάρκισσος δηλαδή που έχει παρεξηγήσει  την έννοια αυτονομία και ελευθερία στη σχέση. Τόσο αντιφατικό άτομο νομίζω ότι  δεν  συναντάς εύκολα  στη ζωή σου. Εκεί που βρίσκεσαι μαζί του στους ουρανούς σε πάει στην κόλαση. Με ένα δικό του τρόπο σε γειώνει. Σε προσγειώνει τόσο ανώμαλα που δεν προλαβαίνεις να καταλάβεις τι έγινε. Άντρας  πρόκληση  για γυναίκες  ετοιμοπόλεμες …….
 Η Τζίνα δεν είχε δοκιμάσει ποτέ τις αντοχές της με άτομα σαν τον Χρήστο. Οι μέχρι τώρα άντρες που είχε συναναστραφεί ερωτικά ήταν μάλλον του χεριού της γι αυτό και τους βαριόταν.

 Σχετικό δηλαδή το «του χεριού της» γιατί τελικά ένα παπάβουλο  είναι που λέει και η φίλη της. Η υπερβολική ευαισθησία, και ο παθολογικός της αυτοσεβασμός πάντα γινόταν το όπλο τους για να αντιστέκονται στην αυτάρκεια της. Δεν αντιδρούσε ποτέ άσχημα όταν ανακάλυπτε μπαμπέσικες συμπεριφορές. Την απογοήτευση και την αξιοπρέπεια της έπαιρνε μόνο όταν αποχωρούσε από κάθε σχέση. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τον Μίλτο με τον οποίο δεν είχε μιλήσει από τη μέρα που έφυγε από το σπίτι. Το ρόλο του συνομιλητή είχε αναλάβει η δικηγόρος του, η οποία τη πίεσε ασφυκτικά να παραιτηθεί απ’ τα περιουσιακά στοιχεία. Λες και το μόνο πράγμα που άφησε πίσω της ήταν αυτά.












Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...