Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Κίττυ Αρσένη "Καλοκαίρι του ΄67" από το βιβλίο "Μπουμπουλίνας 18"



Το κελί μου είναι πολύ μικρό. Σκοτεινό. Ψαχουλεύω τους τοίχους. Οι σοβάδες πέφτουν και γεμίζω κοριούς.

     Χτες βράδι με πιάσανε λοιπόν. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Το απόγευμα στο θέατρο με ειδοποιήσανε: «Πιάσανε το Μίκη. Κάνουνε συλλήψεις». Και τα ξημερώματα, στις 2 η ώρα, με πιάσανε. Αυτό ήτανε.
     Είμαι πολύ ζαλισμένη. Προσπαθώ να καταλάβω πόσο με χτυπήσανε. Δεν πρέπει νάταν πολύ. Όταν ο Λάμπρου διέταξε «Αφήστε την. Αυτή, στο μηχάνημα της αληθείας», εγώ άντεχα ακόμα μια χαρά. Προπάντων είμουνα ένας πολύ ψύχραιμος παρατηρητής. Δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε φόβο. Είχα θυμώσει με το σοφέρ που είχε αρχίσει να βαράει μέσα στ’ αυτοκίνητο ενώ το ένα του χέρι ήταν στο τιμόνι. Εγώ στο πίσω κάθισμα ανάμεσα σε δυο. Ο Λάμπρου μπροστά είχε διατάξει «Στα νταμάρια». Και το κακό άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο από τον υπερβάλλοντα ζήλο του σοφέρ.
     Πρέπει νάχουν περάσει δυο τρεις ώρες από τη στιγμή που με πετάξανε εδώ μέσα. Η τελευταία μου σκέψη ήτανε «καλά τα κατάφερα» και έπεσα και κοιμήθηκα φαίνεται.

     Ο θόρυβος γύρω μου είναι εκκωφαντικός και παράξενος. Σιδερένιοι ήχοι χτυπάνε σαν τα καζάνια της κόλασης μέσα στο κεφάλι μου. Ακουμπάω το πρόσωπό μου στο τσιμέντο να δροσιστώ λιγάκι. Μυρίζει κάτουρο. Κατάλαβα. Εδώ θα είναι αυτό που λένε «αυστηρά απομόνωση». Δεν τρως, δεν πίνεις νερό και κάνεις τις σωματικές σου ανάγκες εδώ μέσα. Ο λαιμός μου είναι στεγνός. Έχω μια γεύση αίματος στο στόμα μου. Πιάνω το αριστερό μου μάτι που με καίει και το αισθάνομαι πρησμένο. Το κεφάλι μου κουδουνίζει και πονάει όπου και να τ’ ακουμπίσω. Τα μαλλιά μου μού μένουνε τούφες στα χέρια. Πονάνε τα πόδια μου στα πέλματα, οι κλειδώσεις των χεριών μου, πονάει το κορμί μου ολόκληρο και το μόνο που θέλω είναι νερό. Ένα ποτήρι νερό.

     Μπήκανε στις δύο το πρωί στο σπίτι μου με τα περίστροφα στα χέρια και είπανε: «Μη φοβάστε, Αστυνομία» και η μάνα μου έπεσε λιπόθυμη. Τριγυρίσανε και κάνανε το σπίτι άνω κάτω σα λυσσασμένα σκυλιά. Ο Λάμπρου με ρώτησε αν μου αρέσει η μουσική του Θεοδωράκη. Δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε αστυνομικούς που κάνουνε έρευνα. «Γιατί με ρωτάτε, είμαι καλλιτέχνις», τους είπα και μου έσπασε το δίσκο με το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού».
     Τους παρακάλεσα ό,τι είναι να γίνει να μη γίνει μέσα στο σπίτι. Φοβήθηκαν τις φωνές, τη μάνα μου λιποθυμισμένη δίπλα, την πολυκατοικία, –η ζωή κυλάει ήρεμα στην Αθήνα– και μου είπανε να φύγουμε.
     Αγκάλιασα και φίλησα τη μάνα μου και το Δημήτρη. Δε με κοίταζαν, δε με χαιρέτησαν. Είχαν παγώσει. Είπα στη μάνα μου «κουράγιο». «Μην αργήσεις», μου είπε, όπως συνήθιζε να μου λέει όταν έβγαινα περίπατο. Ο Δημήτρης είχε μείνει και αυτός παγωμένος. Μόνο η Δάφνη έτρεξε έφερε μια κουβέρτα και με χαιρέτησε όπως αποχαιρετάς έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις αν θα τον ξαναδείς. Γύρισα να τους ρίξω μια τελευταία ματιά. Λιγοψύχησα. Ο Λάμπρου ούρλιαξε: «Θα σας αφανίσουμε όλους. Είσαστε συνεργοί της!».
     Στην είσοδο της πολυκατοικίας περίμενε ο σοφέρ. Έφερε τη μαύρη κούρσα από τη γωνιά και ξεκινήσαμε για τα νταμάρια. Τους είχα αφήσει πίσω μου. Δεν υπήρχε χώρος για να τους σκεφτώ.

     Αυτός ο αξιωματικός υπηρεσίας μού κράτησε την κουβέρτα που μου έδωσε η Δάφνη. Και πονάω παντού.

     Ο Λάμπρου έκανε τις συστάσεις μέσα στο σπίτι. «Είμαι ο Λάμπρου. Και οι άλλοι δυο ανώτεροι αξιωματικοί της Ασφαλείας, Μπάμπαλης και Μάλλιος». Μεγάλη μου τιμή. Η φωτογραφία του Λάμπρου είχε φιγουράρει πριν λίγο καιρό στις εφημερίδες. «Ο νέος προϊστάμενος της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών». Μαζέψανε όλες τις αποδείξεις της ενοχής μου, βιβλία αριστερά, δίσκους του Θεοδωράκη, με βάλανε στη μαύρη κούρσα, μου είπανε ότι βιαζόντουσαν πολύ και θέλανε πληροφορίες απόψε, κιόλας από μένα, δεν έχουνε καιρό να χάσουνε, θα με πηγαίνανε στα νταμάρια να τελειώσουμε γρήγορα. Η μέθοδος της γρήγορης ανάκρισης άρχισε μέσα στ’ αυτοκίνητο…

     Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πώς μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς! Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι. Στη φούρια του το άρπαξε ο ίδιος και άρχισε να το στρίβει. Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: «Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!» Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα όταν ήμουνα μικρή είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα. «Έτσι θάναι και τώρα», σκεφτόμουνα, «την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω». Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδόν, όταν είδα από μακριά ένα φως σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος φαίνεται… Με ξαναβάλανε γρήγορα γρήγορα μέσα στ’ αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες της κοινής ησυχίας! Ο Λάμπρου μού λέει «Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!» Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. «Τότε θα την εκτελέσουμε» και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου. Παίζει το μεγάλο του νούμερο. «Δε με νοιάζει, πώς το λένε κ. Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν».
     «Σκοτώστε με! Δε με νοιάζει», τους φωνάζω. Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν ποτέ να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουνε. Από κει και πέρα το μεγάλο νταβαντούρι. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά.
     Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερεις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Είναι αστείο.
     «Θα σταματήσουν άμα χαράξει», σκέφτομαι, «ως τότε αντέχω». Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω.
     Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια.
     Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο κ. Λάμπρου, ο κ. προϊστάμενος, κουράστηκε. «Δεν βγαίνει τίποτα μ’ αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αληθείας». «Λες ψέματα κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά», σκέφτομαι, «δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ’ αρέσει περισσότερο».
     Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε «στριπτήζ». Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό,τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες ξαπλωμένοι κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18. Από σήμερα ονομάζομαι 18.
   
(από το βιβλίο: Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας, εφ. Η Αυγή, 2013)







Η Κίττυ Αρσένη (Αργοστόλι 8 Φεβρουαρίου 1935 - Αθήνα 14 Σεπτεμβρίου 2013) ήταν σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης αλλά και συγγραφέας.

Βιογραφία

Ήταν αδελφή του πρώην υπουργού Γεράσιμου Αρσένη. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κουν το 1958. Συμμετείχε σε αρκετούς θιάσους («Ελεύθερο Θέατρο», θίασος Έλσας Βεργή, Βίλμας Κύρου κ.ά.). Επίσης, ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία.

Αντιδικτατορικός Αγώνας

Πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα κατά του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, προσχωρώντας στο Πατριωτικό Μέτωπο, συνελήφθη το καλοκαίρι του 1967 και υπέστη βασανιστήρια στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας 18.
Αφηγήθηκε την περιπέτειά της σε ένα βιβλίο της με τίτλο Μπουμπουλίνας 18. Στην παρουσίαση του βιβλίου είχε πει: «Η μαρτυρία τούτη γράφτηκε το 1968 στις διαδρομές του τραίνου Παρίσι - Στρασβούργο. Γράφτηκε ανάμεσα στις καταθέσεις - ανακρίσεις των νομομαθών της Επιτροπής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Γράφτηκε ανάμεσα σε συνεντεύξεις των ξένων εφημερίδων και τηλεοράσεων, που κείνο τον καιρό τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα κάλυπταν τις στήλες τους και τα προγράμματά τους... Γράφτηκε για ν' απαντήσει στον Αμερικάνο ανταποκριτή του New York Times γιατί, περνώντας μια τέτοια διαδικασία, το μόνο γιατρό που δεν χρειάζεται κανείς είναι ψυχίατρος! Γράφτηκε γιατί το πλαστό μου διαβατήριο, οι πεδιάδες της Αλσατίας δε μ' έπειθαν ότι είχα φύγει από την Ελλάδα, από τη φυλακή, από την Ασφάλεια. Γιατί όντως οι νομομαθείς της Ευρώπης είχαν δίκιο να δυσπιστούν. Όταν δεν μπορείς να μεταφράσεις τη λέξη ταράτσα και απομόνωση σε άλλη γλώσσα δεν υπάρχει prima facie απόδειξη».
Για τη συμμετοχή της στο Πατριωτικό Μέτωπο καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή με αναστολή. Όταν το 1968 η Χούντα έδωσε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, αφέθηκε ελεύθερη.
Κατάφερε να φύγει παράνομα στο εξωτερικό την άνοιξη του 1968. Σε κατάθεσή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης, κατάγγειλε τη Χούντα για βασανιστήρια και για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κατάθεσή της βάρυνε στην απόφαση του Συμβουλίου να αποβάλλει τη χώρα μας από τους κόλπους του.
Επανήλθε στην Ελλάδα το 1972, διακινδυνεύοντας να τη συλλάβουν, καθώς είχε γίνει γνωστή ως μάρτυρας που κατέθεσε στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Έχει πει γι' αυτό: «Αμέσως μόλις επέστρεψα βρήκα ένα συμβολαιογράφο και υπέγραψα ότι αυτά που είπα στο Συμβούλιο της Ευρώπης είναι αλήθεια και αν τυχόν συλληφθώ και αυτά διαψευσθούν θα είναι παρά τη θέλησή μου».

Πολιτική

Ασχολήθηκε με την πολιτική και κατέβηκε υποψήφια με το ΚΚΕ εσωτερικού στις πρώτες μετά την Μεταπολίτευση εκλογές. Αργότερα δραστηριοποιήθηκε από τις γραμμές της Ελληνικής Αριστεράς (ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής), του Συνασπισμού και πρόσφατα της Δημοκρατικής Αριστεράς. Ασχολήθηκε με συνδικαλιστικά θέματα των ηθοποιών, διετέλεσε δε γενική γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Επίσης, διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου.

Συγγραφική δραστηριότητα

Το 1975 εξέδωσε το βιβλίο Mπουμπουλίνας 18 στις εκδόσεις Θεμέλιο, στο οποίο εξιστορεί την περιπέτειά της το 1967, στην οδό Μπουμπουλίνας όπου βρισκόταν κρατούμενη στη Γενική Ασφάλεια[. Το βιβλίο αυτό επανεκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο το 2005 (ISBN 960-7293-95-9).
Το 2008 εκδόθηκε το βιβλίο «Αλέξανδρος Παναγούλης: Πρωταγωνιστής και βάρδος της αντίστασης», ISBN 978-960-14-1843-8, στο οποίο η Κίττυ Αρσένη ήταν μία από τους συγγραφείς.

Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ





Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Κώστας Βάρναλης, Ο λαός των μουνούχων-Νουβέλα



















Στη  νουβέλα “Ο λαός των μουνούχων”  ο Βάρναλης λέει μεγάλες και  τσεκουράτες αλήθειες για την διαβρωμένη κοινωνία του “ευνουχισμού, της "ύπνωσης" αλλά και της εκμετάλλευσης τους λαού από τους διεφθαρμένους της εξουσίας. Είναι σαν να φωνάζει  σ' αυτόν επιτέλους να “ξυπνήσει”. 



Ο λαός των μουνούχων

Ο Κώστας Βάρναλης εξέδωσε τη νουβέλα «Ο λαός των μουνούχων» στην Αλεξάνδρεια το 1923 χρησιμοποιώντας το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το ίδιο ψευδώνυμο είχε χρησιμοποιήσει έναν χρόνο νωρίτερα για το ποιητικό του έργο «Το φως που καίει», που είχε κι αυτό εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια από τον ίδιο εκδότη, τον Στέφανο Πάργα. Έγραφε με ψευδώνυμο γιατί ήταν δημόσιος υπάλληλος (εκπαιδευτικός) και χρησιμοποιούσε σκόπιμα ένα προκλητικό, «μουτζούρικο» ψευδώνυμο, αντίθετο στα καλλιεπή (Πορφύρας κτλ.) που συνηθίζονταν. Βέβαια, όλοι ήξεραν την πραγματική του ταυτότητα και η ψευδωνυμία δεν τον προστάτεψε από τη δίωξη λίγα χρόνια αργότερα (επί δικτατορίας Παγκάλου), οπότε και απολύθηκε. 
Το βιβλίο «Ο λαός των μουνούχων» περιέχει την ομώνυμη νουβέλα και άλλες δύο («Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» και «Φυλακές»).

ΔΗΜΟΥ ΤΑΝΑΛΙΑ


Ο ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΝΟΥΧΩΝ

O che sciagura d'essere senza coglioni! ...

(Voltaire – “Candide”)

I

Μεγάλη σιωπή βασίλευε στη χώρα τους.
Όλα φαινόντανε σαν πεθαμένα.
Άνεμος δε φυσούσε· τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε· τα νερά δεν τραγουδούσανε· ακίνητα λαμποκοπούσανε, σαν από μέταλλο ή από λάδι. Τα πουλιά αφήνανε μια ξαφνική ψιλή φωνή και χωνόντανε βαθύτερα μέσα στα κλαριά. Ο ήλιος όμως άστραβε θαμπωτικά· μα και τούτος σα να μην περπατούσε: έμοιαζε καρφωμένος στον ουρανό. Κι αν κανένα σύννεφο με την ασώματη λάφρια του χώνευε μέσα στο πλήθιο φως, θαρρούσες, πως από αιώνες αγωνιούσε κρεμασμένο στην ίδια θέση.
Αν έμπαινες στη χώρα τους, θα ’βλεπες παντού μιαν αξήγητη ερημιά. Αν ζητούσες ανθρώπους, δε θα ’βρισκες. Έπρεπε να πας να ψάξεις στις πιο απόμερες γωνιές. Πίσου από πέτρες, στις μπασιές των σπήλιων, στις φουντωμένες ρίζες γιγάντιων δέντρων, μέσα σε λακκούβες θα τους έβρισκες κρυμμένους έναν-ένανε. Καθόντανε μαζεμένοι, δίχως να μιλούνε. Όχι, γιατί ’τανε μικροί· μονάχα τα μάτια τους ήτανε μικρά και γοργοκίνητα. Μα έχοντας το χρώμα της γης σκεπαζόντανε με χόρτα και κλαριά, για να κρύβονται καλύτερα: να μην τους βλέπει κανείς και να μη βλέπουνε κανένα!
Μοιάζανε πολύ συλλογισμένοι· κι όμως δε συλλογιόντανε τίποτα. Αν θα σ' αντικρύζανε θα πηδούσανε απάνου αγριεμένοι, ξεφωνίζοντας στριγγά. Κι ένα σύννεφο μύγες θα σηκωνότανε με μιας μαζί τους και θα τους σκέπαζε σα σεντόνι. Όταν θα ξανακαθόντανε οι μύγες, θα ’βλεπες ανθρώπους ξερούς, πρασινοκίτρινους, με κοφτερά δόντια και μεγάλα νύχια. Δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι αρσενικός, ποιος θηλυκός. Όλοι τους ήτανε το ίδιο. Χωρίς μαλλιά και χωρίς γένια....
Όμοια δε μπορούσες να ξεχωρίσεις, ποιος είναι γέρος, ποιος είναι νιός. Όλοι ήτανε γέροι· παιδιά δεν υπήρχανε. Ακόμα κι οι ίδιοι, σα μαζευόντανε τα βράδια οι φαμίλιες, για να ζεσταίνονται ο ένας κοντά στον άλλον, δεν ξέρανε, ποιος είναι ο πατέρας, ποιο το παιδί. Μέσα στους αμέτρητους αιώνες, που ζήσανε, το ’χανε ξεχάσει... Δεν τους χρειαζότανε να το θυμούνται!...
Αυτοί οι άνθρωποι ήτανε αθάνατοι! Όμως όλος ο κόσμος τους ονόμαζε Μουνούχους. Κάτι ξέρανε. Μαζί με όλους θα τους λέμε κι εμείς το ίδιο.
Είπαμε: αν έμπαινες στη χώρα τους· όμως ήτανε αδύνατο να μπεις! Γιατί ’ταν ολούθε κλεισμένη με θεόρατα βουνά. Κανένας δεν τους είδε ποτέ! Ό,τι λοιπόν διηγόμαστε, είναι, όπως τα παρασταίνει το παραμύθι.
Μα που ήτανε αυτή χώρα; Κανένας δε μπορεί να πει σωστά. Κάπου όμως στην Ανατολή θα ’τανε, γιατί εκεί υπάρχει ακόμα η παράδοση γι' αυτούς και γιατί εκεί γίνονται όλα τα θαμαστά πράματα....

                                                *      *      *

Αθάνατοι! ... Πώς βρεθήκανε αθάνατοι; Ο Θεός τους έκανε; μόνοι τους γενήκανε με τη θέλησή τους και με την ακατάπαυστη προσπάθεια; Και να το ξέρουμε και να μην το ξέρουμε, ούτε σημασία έχει, ούτε και φελά.
Στην αρχή ήτανε όπως όλοι οι άνθρωποι. Ζούσανε μαζί σε πολιτείες και βοηθούσε ο ένας τον άλλονε σε ώρες ανάγκης. Όταν όμως, είτε τους το ’πε ο Θεός, είτε μοναχοί τους το καταλάβανε, πως είναι αθάνατοι, τους ήρθε σαν τρέλα. Πηδούσανε, ξεφωνίζανε, τινάζανε χέρια, πόδια, κεφάλι με τόση ορμή, που ’λεγες θα τα ξεκολλήσουνε. Όταν ξεθυμάνανε, κοιταχθήκανε λοξά συναμεταξύ τους, σαν οχτροί. Καθένας νόμιζε, πως μονάχα αυτός είναι αθάνατος και φοβότανε τον άλλονε, μην του πάρει την τύχη του. Σκορπίσανε λοιπόν γρήγορα γρήγορα, ο ένας δεξιά, ο άλλος ζερβά, κοιτάζοντας με φόβο πίσω τους, και τρυπώσανε, όπου μπόρεσε καθένας, με δυνατό, ακράτητο καρδιοχτύπι....
Πηγαίνανε να κρυφτούνε και, κλειώντας τα μάτια σα σε όνειρο, να δοκιμάσουνε την απέραντη ηδονή του μυστήριου της αθανασίας.

                                                *      *      *

Η ιδέα, πως είναι αθάνατοι, τους έκανε πολύ περήφανους. Κοιτάζανε με μεγάλη προσοχή και μ' έρωτα τον εαυτό τους. Πασπατεύανε την κοιλιά τους, τα σκέλια τους, τα νεφρά τους· τα χαϊδεύανε, τα θαμάζανε, τα χαιρόντανε! Παρακολουθούσανε την κίνηση του αιμάτου στις φλέβες τους, τους αχούς των μελιγγιών τους· γιατί το πνέμα τους βούιζε! Αν και δε βρίσκανε τίποτε καινούργιο σ' όλ' αυτά, όμως πιστεύανε πως κάτι ανείπωτο τους γινότανε. Με τον καιρό ελπίζανε να το καταλάβουνε και να τ' ορίσουνε.
Στην αρχή ριχτήκανε με πάθος στις ηδονές! Τρώγανε πολύ, πίνανε πολύ κι ερωτευόντανε περισσότερο. Μα γρήγορα βαρεθήκανε. Κάθε τους απόλαψη, μετρημένη με την αιωνιότητά τους, τους φαινότανε τιποτένια. Οι γυναικούλες, η μεγαλύτερή τους χαρά, με το κυματιστό κορμί, την τρυφερή φωνή, το βαθύ κόρφο, τη σκοτεινή κοιλιά, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο γινόντανε πιο κουραστικές, πιο άνοστες. Δεν είχανε τίποτα νέο να προσφέρουνε από καταβολής κόσμου όλες οι γυναίκες! Και το κρασί, που άλλοτες αύξαινε την αξία της ζωής προσθέτοντας σε τούτη μ’ έναν αλαφρό πυρετό του αιμάτου, την ευτυχιά του ονείρου, που τους ένωνε με την άπειρη Φύση, τώρα το μισήσανε κι' αυτό. Τους παρουσίαζε την αδυναμία τους να πραγματοποιούνε τα ονείρατά τους, σα μιαν ατέλεια της αθανασίας τους.
Στερνά μισήσανε και την αθανασία τους.
Ωστόσο μένανε πάντα χωρισμένοι. Γιατί να ζούνε μαζί; Κανείς δεν είχε την ανάγκη τ' αλλουνού. Κι όλο καθόντανε., Η φύση τους τα ’δινε όλα· κι αν δεν τους τα ’δινε, αυτοί δεν παθαίνανε τίποτα· όντας αθάνατοι, ούτε φοβόντανε ούτε παθαίνανε τίποτα.
Χωνόντανε λοιπόν όλο και βαθύτερα στις τρύπες τους και σιγά-σιγά πήρανε όλοι το χρώμα της γης, όπως οι λαγοί, τα ορτύκια, οι σαλίγκαροι.

                                                *      *      *

Ωστόσο, μ' όλη τη βαριεμάρα, που τους βασάνιζε, γεμίζανε τη χώρα παιδιά. Ούτε οι ίδιοι θυμόντανε πώς τα κάμνανε. Μήπως τα σπέρνανε στον ύπνο τους; Τα παιδιά μεγαλώνανε γρήγορα, γονιμοποιούντανε γρηγορότερα.
Οι γενιές ακολουθούσανε τις γενιές, χωρίς οι παλιότερες ν' αφήνουνε τόπο στις καινούργιες, όπως γίνεται με τα φύλλα των δέντρων.
Έτσι άρχισε να τους γίνεται στενόχωρος ο τόπος, στενόχωρος κι ο αέρας. Πνιγότανε η ανάσα τους μέσα στα χνώτα τόσης πληθούρας. Η γης και τα ποτάμια αρχίσανε να λερώνονται, μα η γενοβόλια τους εξακολουθούσε όλο και πιο μεγαλύτερη.
Ψάχνανε λοιπόν να βρούνε τρόπο για να ’βγουνε όξω από τα σύνορά τους, ν’ απλώσουνε σ' άλλη γης τις περισσευούμενες ζωές, που τους σφίγγανε ολούθε. Μόλις όμως προχωρήσανε λίγο κι ένα θεόρατο βουνό υψώθηκε κάθετα μπροστά τους. Στρέψανε αριστερά –άλλο βουνό! Στρέψανε προς το νοτιά, προς το βοριά, –το ίδιο! Καθίσανε τότε χάμου κι αρχίσανε να συλλογιούνται. Αυτά τα βουνά ήτανε από πριν; Ξύνανε το κεφάλι τους· κανένας δε θυμότανε. Μα πώς βρεθήκανε έτσι κλεισμένοι στη φάκα, σαν τα ποντίκια;
Συλλογιστήκανε άλλη μια φορά –και τους έπιασε ύπνος. Κοιμηθήκανε, όπου είχανε βρεθεί, καθισμένοι.
Το πρωί, σαν ξυπνήσανε, δε θυμόντανε γιατί βρισκόνταν εκεί. Άμα σηκώσανε τα μάτια τους κι είδανε τα τρομερά βουνά, ξαναθυμηθήκανε τη συμφορά τους. Τί να κάνουνε λοιπόν; Κοιταζόντανε στα μάτια δίχως να μιλούνε. Βαριόντανε ν' ανοίξουνε το στόμα. Όμως το ζήτημα ήτανε σοβαρό. Κάποια λύση έπρεπε να βρεθεί. Μα πώς να ρωτήσουνε τον πλαγινό τους, που χρόνια τόνε μισούσανε κατάβαθα;
Στερνά ο γεροντότερος απ' όλους σηκώθηκε απάνου, κρεμάστηκε στο ραβδί του και τους είπε: «Μπορούσαμε να κάνουμε όλη τη Γης αθάνατη, μα φαίνεται, πως δεν έχει άλλη γης. Αυτό είναι άδικο! Μα είτε άδικο είτε δίκιο, δεν έχουμε καιρό να χάνουμε. Πρέπει να τολμήσουμε μια για πάντα. Πρέπει να πάψουμε να γεννούμε!»
Εδώ όλοι τιναχτήκανε απάνου και κοιταχτήκανε με φοβισμένη απορία. Κι' αρχίσανε να μουρμουρίζουνε...
Ο γερός ξακολούθησε:
«Επειδής ο έρωτας, όσο κι' αν τόνε περιφρονούμε, είναι γλυκός, δε φτάνει μονάχα ένας λόγος, για να τον αρνηθούμε. Οι γυναίκες είναι πειρασμοί και σαν πάψουμε να τις μεταχειριζόμαστε θα βάζουνε σ' ενέργεια πλήθος αφάνταστες διαβολιές, για να μας τραβήξουνε. Κι επειδής, ό,τι είναι απαγορεμένο, γίνεται τρομερά επιθυμητό, άμα ορκιστούμε, να μην πλησιάσουμε γυναίκα, θα ξεσπάσει παντού ασυγκράτητη η λύσσα του έρωτα. Γι’ αυτό προτείνω, όλοι οι αρσενικοί να μουνουχιστούμε!»
Στ’ άκουσμα τούτο, όλοι μείνανε με στόματα ανοιχτά και με στεγνά τα λαρύγγια.
Τα μάτια τους πήγανε να πεταχτούνε όξω.
«Το πράμα είναι τώρα ευκολότερο, που από χρόνια πολλά ο έρωτας μας έγινε μια βαρετή συνήθεια.
Κι επειδής και τώρα ακόμα είμαστε πολύ περισσότεροι, απ' όσο πρέπει και δεν είναι τρόπος να πεθάνει ή να φύγει κανένας μας, γι’ αυτό να κάψουμε το γειτονικό δάσος κι απάνω στις στάχτες του να στείλουμε να κατοικήσουνε οι μισοί...»
Μόλις τέλειωσε τούτα τα λόγια και πριν προφτάσει να συνέρθει το πλήθος, έβγαλε γρήγορα ένα μαχαίρι, σήκωσε τη ρόμπα του και μπροστά σ' όλους χρατς! έκοψε τη γονιμότητά του.
Η χειρονομία αυτή μεταδόθηκε σ' όλους σαν αστραπή. Χωρίς ν' αργήσουνε, χωρίς να φοβηθούνε και χωρίς να σκεφτούνε, κάνανε όλοι το ίδιο, ουρλιάζοντας όσο μπορούσανε, για να σκεπάζουνε με τις φωνές τον αβάσταγο πόνο.
Όμοια, αργότερα, οι αφοσιωμένοι νέοι της Κυβέλης απάνω στην άψη της οργιαστικής τους μανίας κόβανε τη φύση τους και την ανεμίζαν, ουρλιάζοντας σα σκυλιά, στον αέρα, σα να ’τανε ξένο κρέας!
Μετά οι πατεράδες μουνουχίσανε τα παιδιά τους και σε λίγα λεφτά όλος ο λαός των αθανάτων έγινε λαός μουνούχων.
Όμως πιο αξιολύπητες απ' όλους ήταν οι γυναίκες. Κλαίγανε, δερνόντανε, κυλιόντανε χάμου, κουλουριαζότανε σα φίδια, κι αρπάζοντας  τα ματωμένα μέλη των αντρών, τα σφίγγανε με λαχτάρα στο στήθος, τα φιλούσανε - και πολλές απ' την απελπισία τους χώσανε τα χέρια βαθιά τους και πετάξαν τις μήτρες τους.
Ύστερις όλοι τσακισμένοι από τον πόνο και την κούραση, καθίσαν ως το βράδυ πάνου στον καυτόν άμμο για να σταματήσει το αίμα και να δέσει η πληγή.
Με το βασίλεμα του ήλιου τα ’χαν όλα ξεχασμένα. Φάγανε καλά, ήπιανε καλά και κοιμηθήκαν ένα βαθύ κι άκοπο ύπνο.
Την άλλη μέρα άρχισε μια άλλη ζωή.




Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Κώστας Κρυστάλλης, Πάσχα στον Πίνδο

Πάσχα στον Πίνδο

Όλο το χειμώνα ο Πίνδος μένει βουβός, ήσυχος δεν ακούγεται καθόλου. Νομίζει κανείς, πως κοιμάται κάτω απ’ το παχύ κάτασπρο πάπλωμα των χιονιών, βυθισμένος σ’ έναν ύπνο ολοκλήρων μηνών.

Οι κάτοικοι των χωριών, που οι μισοί απ’ αυτούς είναι τσοπάνηδες, κατεβαίνουν τότε μαζί με τις οικογένειές τους στα χειμαδιά. Απ’ όσους μένουν εκεί, οι άνδρες, επειδή δεν έχουν καμιά δουλειά πάνω στις άγονες κορυφές του, ξενιτεύονται σε χώρες μακρινές, για να εξοικονομήσουν τα αναγκαία της ζωής.

Μένουν λοιπόν εκεί μερικοί γέροντες, απόστρατοι της βιοτικής πάλης, που ταράσσουν με τις πολύλογες συζητήσεις των τη μονότονη ερημιά των μεσοχωριών και τη σιγαλιά των χαγιατιών της κάθε εκκλησιάς, καθώς και αρκετές γυναίκες και κοπέλες.

Αυτές κάθονται κλεισμένες μέσα στα σπίτια τους, γνέθουν τα μάλλινα υφάσματα τους, λένε τη νύχτα παραμύθια γύρο απ’ τη φωτιά και στον ύπνο τους ονειρεύονται το γυρισμό των καλών των.
Ώσπου έρχεται η άνοιξη... Ώσπου πλησιάζει το Πάσχα, η χαριτωμένη Λαμπρή...
Τότε παύουν οι μπόρες κι οι κακοκαιρίες. Ο ουρανός αλαφρώνεται απ’ τα πυκνά σύγνεφα και το πλάτος του ανοίγεται καθαρό, καταγάλανο. Ο ήλιος ανατέλλει στον ορίζοντα θερμός και ζωογόνος. Λειώνουν τα χιόνια στα χαμηλώματα του Πίνδου, και τα νερά σχηματίζουν μεγάλα, θολά κι ορμητικά ρέματα.

Στα σπλάχνα της γης ξυπνά το μικρό χόρτο και φουντώνει το λουλουδάκι από τα ζεστά του ήλιου φιλιά. Μόνον οι κορυφές λαμποκοπούν ακόμα κατάλευκες και παγωμένες.
Τότε αρχίζει να ξυπνά κι ο Πίνδος. Η καρδιά του πυρώνεται και ξεπαγώνει η φωνή του. Οι γέροντες των χωριών του κατεβαίνουν συχνότερα στα μεσοχώρια και στα χαγιάτια των εκκλησιών, τα πρόσωπά τους παίρνουν φαιδρή όψη κι οι συζητήσεις τους ζωηρότερο ύφος.
Οι γυναίκες κι οι κοπέλες δεν κλείνουν πια ορμητικά τα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών. Παρατούν κάπου - κάπου το μελαγχολικό αργαλειό και πιάνουν τ’ ανοιχτά λιακωτά, με τη ρόκα στη μασχάλη και με το τραγούδι στα χείλη τους, το τραγούδι της ελπίδας, του γυρισμού των ξενιτεμένων τους.
Κι αυτοί, αφού γεμίσουν τα πορτοφόλια τους με παράδες, αφήνουν πια την ξενιτειά και ξεκινάνε για την πατρίδα τους, για το σπίτι τους, για τον Πίνδο.

    - Μέρες Λαμπριάτικες... θα γυρίσω τώρα στον τόπο μου, λέει χαρούμενο κάθε ξενιτεμένο παιδί του Πίνδου.

Το Μεγαλοβδόμαδο οι ξενιτεμένοι βρίσκονται όλοι στο δρόμο και φτάνουν στις πατρίδες τους ως το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Είναι συνήθεια, να πάνε όλοι στην εκκλησιά του χωριού τους εκείνη τη νύχτα και ν’ ακολουθήσουν το γύρισμα του ᾽Επιταφίου.
Πόση συγκίνηση, πόση χαρά, πόση ποίηση έχει ο γυρισμός αυτών των ξενιτεμένων! Κι οι καμπάνες, που στολίζουν, από τρεις κι από πέντε μαζί, τα ψηλά καμπαναριά των εκκλησιών του Πίνδου, αναστατώνουν αυτές τις ημέρες με τους ήχους των όλη την έκταση των βουνών και τα βάθη των αγρίων εκείνων φαραγγιών. Νομίζει κανείς, πως αλαλάζουν κι αυτά απ’ τη χαρά τους για τον ερχομό των ξενιτεμένων.
Πιο χαρωπές όμως αντηχούν οι καμπάνες στον όρθρο της Κυριακής του Πάσχα, στην πρώτη Ανάσταση. Και σημαίνουν, σημαίνουν αδιάκοπα τότε, σαν να θέλουν να ξυπνήσουν και τους νεκρούς απ’ τα μνήματα τους, για να γιορτάσουν στην εκκλησιά τη μεγάλη Ανάσταση.
Είναι σα να κράζουν του γέρου - Πίνδου να σηκωθεί πια απ’ τον βαρύ ύπνο του, να ξετιναχθεί, να ειδή τον ερχομό της γλυκιάς άνοιξης, ν’ ακούσει το γλυκό κελάδημα των πουλιών του Απρίλη, σαν να σαλπίζουν πολεμικό εγερτήριο στον κοιμισμένο, στο σκλαβωμένο λαό της Ηπείρου.
Μεμιάς τα παράθυρα των σπιτιών φωτίζονται όλα, οι πόρτες ανοίγουνε ως πέρα και βγαίνουν απ’ αυτές οι χωρικοί, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, όλοι καλοντυμένοι και στολισμένοι με τα δώρα, που τους έφεραν από τις μακρινές χώρες οι ξενιτεμένοι τους και τρέχουν με τις λαμπάδες των τις λευκές στην εκκλησιά.
Η εκκλησιά πλημμυρίζει από φώτα στο «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός», που λέει ο παπάς, βγαίνοντας λαμπροφορεμένος στην Ωραία Πύλη με αναμμένα τα τρικέρια κι αντηχεί από ψιθυρισμούς χαρωπούς με την εκφώνηση του «Χριστός Ανέστη». Άλλες κωδωνοκρουσίες δυνατές επακολουθούν τότε κι άλλοι αντίλαλοι μακρινοί.
Κι όταν βγαίνουν απολείτουργα απ’ την εκκλησιά, τους χαιρετίζει με χαμόγελα το ροδόλευκο γλυκοχάραμα, που βάφει με την πορφύρα του τις άκρες τ’ ουρανού και των κορυφών τα χιόνια και μυρώνει με θεϊκά αρώματα τα χλοερά χαλιά των χαμηλωμάτων και τον αιθέρα και διαλύει τα σκοτάδια των βαθιών φαραγγιών.
Να κι ο ήλιος, που ανατέλλει σε λίγο, ο λαμπρός, ο ζεστός, ο γλυκός, ο πρόσχαρος ήλιος της Λαμπρής, που φιλεί με τόσην αγάπη, με τόσον πόνο τους κατοίκους του Πίνδου, και προ πάντων τους ξενιτεμένους, σαν να τους σφίγγει στην αγκαλιά του πατρικά, σα να τους λέει να λησμονήσουν την κακοπέραση της ξενιτιάς, σαν να τους υπόσχεται για πολλούς μήνες να μη τους αναγκάσει ν’ αφήσουν τον τόπο τους, την οικογένειά τους.
Χαϊδεύει ο Λαμπριάτικος ήλιος τον χιονισμένο Πίνδο, τον χαϊδεύει και του ορκίζεται, πως θα συγκεντρώσει όλες τις φλόγες και θα αναλύσει γρήγορα τα παχιά χιόνια του, θα τον ξεφορτώσει απ’ τους βαριούς πάγους, θα τον στολίσει πάλι με ήσκιους, με λουλούδια, με πουλιά και θα φέρει πλάι στην αγκαλιά του κάτω απ’ τα χειμαδιά τα πρόβατα με τα λαμπρά τους κουδούνια, τους βοσκούς με τις γλυκιές των φλογέρες, τις βλαχοπούλες με τα γλυκά τους τραγούδια και τους κλέφτες του, τους παλιούς με τ’ ασημένια τους άρματα.
Και χαμογελάει τώρα ο Πίνδος και λησμονάει το μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο του και ξαναπαίρνει ζωή και δύναμη.
Τ’ απομεσήμερο της Κυριακής γίνεται στις εκκλησιές η δεύτερη Ανάσταση, η λεγόμενη Αγάπη. Χορτασμένοι εκεί όλοι απ’ το πασχαλινό τραπέζι, μεθυσμένοι απ’ τη χαρά και την ευτυχία και ζεσταμένοι από τις αχτίδες του ευεργετικού ήλιου, ξεχύνουν γύρω τους το τραγούδι της ζωής.
Αλλάζουν τώρα το φιλί της Αγάπης, πάνω στο χορό, που στήνουν οι μαυρομάτες στα χοροστάσια, στις πλατιές αυλές και στα χορταρόστρωτα σιάδια των χωριών.
Αυτό είναι το Πάσχα στον Πίνδο. Είναι το πρώτο ξύπνημα ύστερ’ από τον βαρύ, βαρύτατο χειμωνιάτικο ύπνο. Είναι η πρώτη Ανάσταση της ζωής ύστερ’ από μια μεγάλη νάρκη κι ένα βαθύ μαρασμό. Και γι’ αυτό γιορτάζεται τόσο χαριτωμένα, τόσο πρωτότυπα.

πηγή: sirrakiotis.blogspot.gr
Κώστας Κρυστάλλης
Εφημερίς «Ηχώ των Αθηνών», 1892.
Ο Κώστας Κρυστάλλης ή Κρουστάλλης (1868-1894 ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος της Νέας Αθηναϊκής σχολής
Βίος
Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868. Ο πατέρας του, Δημήτρης Κρουστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων του Συράκου, με έδρα τα Ιωάννινα, σε όλη την Ήπειρο. Μητέρα του ήταν η Ιωάννα Ψαλλίδα και είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, ενώ ο ίδιος ήταν πρωτότοκος.Τα στοιχειώδη γράμματα τα μαθαίνει στο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1880 γράφτηκε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.Την ίδια χρονιά η μητέρα του πεθαίνει.Φοιτά στις τέσσερις τάξεις του Ελληνικού Σχολείου της Ζωσιμαίας και στην Α΄τάξη του Γυμνασίου, οπότε και έμεινε επανεξεταστέος, στα 1885. Διακόπτει και αυτό σχετίζεται μάλλον με την ασθενική του υγεία. Κατ΄άλλους βιογράφους του, ο πατέρας του τον χρησιμοποίησε υπάλληλο στο μαγαζί του.Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εξαιτίας αυτού διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη Στην Αθήνα άλλαξε το οικογενειακό του όνομα σε Κρυστάλλης. Στην Αθήνα εργάστηκε αρχικά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και παράλληλα δημοσίευε ποιήματα. Το 1891 προσλήφθηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με τη διεύθυνση του περιοδικού. Έπειτα διορίστηκε ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής του είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα, όπου έμενε η αδερφή του.
Πηγή:ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Η ημέρα της Λαμπρής - Διονύσιος Σολωμός / Χρήστος Λεοντής



Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσετης αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσετ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και αποκεί κινημένο αργοφυσούσετόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε·μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρεςμε το φως της χαράς συμμαζωχτείτε·ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρεςομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε·
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι


Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Παιδική Πασχαλιά"





Γιώργος Βούκανος - Άννα Συνοδινού "Παιδική πασχαλιά (Α΄Μέρος)Α.Παπαδιαμάντης" 


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1982
Σελ. 169-176

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν 〈καὶ〉 δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾽ ἀπ᾽ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα.

Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾽ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε», καὶ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίας ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσῳ δύο γογγυσμῶν, ἔβαλλε μίαν φωνήν, κ᾽ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην.
― Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα· στὸ νεροχύτη!
Κ᾽ ἐπανελάμβανε τοὺς ἀφορήτους στεναγμούς, ἐπιτείνουσα μάλιστα αὐτοὺς ὁσάκις τυχὸν πτωχὴ γειτόνισσα, μὴ τολμῶσα νὰ εἰσέλθῃ, ἤρχετο δειλῶς μέχρι τῆς θύρας καὶ ἠρώτα πῶς ἦτο ἡ ἀσθενής.
Βεβαίως ἡ γρια-Κομνιανάκαινα ἔπασχεν, ἀλλ᾽ ἴσως ἐμεγαλοποίει τὸ πρᾶγμα. Ἔκλαιε «τὰ νιᾶτα της», ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ κάμῃ ἐφέτος Πάσχα. Ἡ γειτόνισσα ἡ Μηλιὰ ἐβεβαίου ὅτι ἡ γραῖα εἶχε καὶ «κομπόδεμα», ἀλλὰ ποῦ νὰ ἐμβάσῃ μέσα καμμίαν ἐκ τῶν γειτονισσῶν της! Ἐλλείψει ἄλλης ἀσθενείας ἦτον ἱκανὴ ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν της. Δὲν ἐβάστα ἡ ψυχή της νὰ δώσῃ κάτι τι εἰς μίαν πτωχὴν γυναῖκα διὰ νὰ τὴν «κοιτάξῃ», κ᾽ ἐπέβαλλε βαρεῖαν ἀγγαρείαν εἰς τὴν Μόρφω, ὀκταετῆ παιδίσκην. Ἐνίοτε παρελήρει ἀληθῶς. Εἶτα ἔβαλλεν ἀγρίαν κραυγήν. Ἔκραζε τὴν παιδίσκην νὰ τὴν σκεπάσῃ μὲ τὸ σινδόνιον, ἀλλὰ χωρὶς αὕτη νὰ τὴν ἐγγίσῃ κἂν, ἡ γερόντισσα ἔβαλλε τοιαύτην ὠρυγήν, ὥστε ἡ μικρὰ κατετρόμαζε.
Ὁ καπετὰν Κομνιανὸς ἔλειπε μὲ τὸ γολετί, κ᾽ ἐπεριμένετο νὰ ἔλθῃ. Εἶχε μαζί του, μὲ τὸ γολετί, καὶ τὸν πρωτότοκον υἱόν του, τὸν Γεώργην, δωδεκαετῆ παῖδα. Τοῦτο ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς καημοὺς τῆς γραίας, ὅτι ἔμελλε ν᾽ ἀποθάνῃ, ὡς ἔλεγε, χωρὶς νὰ ἐπανίδῃ τὸν υἱόν της, καὶ τὸν ἔγγονόν της τὸν μεγάλον, ὅστις ὡμοίαζε τόσον μὲ τὸν μακαρίτην τὸν πάππον του. Καὶ ποῖος νὰ τῆς σφαλήσῃ τὰ μάτια; Αἱ ἀνεψιαί της, ὑπανδρευμέναι καὶ αἱ δύο, τῆς ἐβαστοῦσαν κακίαν διὰ κάτι κληρονομικὰς διαφοράς, καὶ δὲν ἔσπασαν τὸ πόδι «οἱ λαχταρισμένες, οἱ ἀχρόνιαστες!» νὰ ἔλθουν νὰ τὴν ἰδοῦν. Οὕτω τῆς ἤρχετο καὶ αὐτῆς ν᾽ ἀποθάνῃ εἰς τὸ πεῖσμα των, ν᾽ ἀποθάνῃ χωρὶς νὰ τῆς φιλήσωσι τὴν χεῖρα.
Ἰατρός, ποῦ νὰ εὑρεθῇ; Εἶχεν αὐτὴ νὰ πληρώνῃ; Αὐτὴ ὤφειλε νὰ κάμνῃ οἰκονομίαν διὰ τὰ ὀρφανά, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φθείρῃ τὸ βιὸ τοῦ υἱοῦ της εἰς γιατρικὰ καὶ δὲν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τὴ δουλειά σου! Ἔχουν ἐμπιστοσύνην τώρα αὐταὶ αἱ γυναῖκες; Ὁ κόσμος ἐχάλασε, τί τὰ θέλεις; Ἔμβαζε αὐτὴ μὲς στὸ βιό της, μὲς στὰ καλά της, ξένην γυναῖκα; Τῆς ἤρχετο νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς τὰς γειτονίσσας τὴν ἰδίαν κραυγήν, δι᾽ ἧς ἀπεδίωκε τὸ πάλαι παρείσακτον ὄρνιθα ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνά της. Ξού, ξένη!
Ὣς τόσον ἐπεθύμει νὰ ἤρχετο ὁ υἱός της διὰ νὰ τὸν νυμφεύσῃ, νὰ τοῦ δώσῃ καὶ τὴν εὐχήν της. Σαράντα χρόνων ἄνθρωπος, κι ὁ κόσμος εἶναι πέλαγο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἀρμένιζε τώρα. Πῶς νὰ περάσῃ τὴ ζωήν του χωρὶς νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον; Καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ αὐτὰ θὰ εὕρισκαν μητέρα, μίαν καλὴν οἰκοκυρά, ἥτις ἀπὸ τώρα ἐπροσφέρετο μάλιστα νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ εἰς τὴν ἀσθένειάν της. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα, μὴ θέλουσα νὰ παραβῇ τὴν ἀρχήν της, δὲν ἐδέχθη τὴν ἐκδούλευσιν.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐκ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἡ Μόρφω, ἥτις εἶχεν ἤδη αἴσθησιν, ἂν δὲν ἐπεθύμει ν᾽ ἀποκτήσῃ μητέρα, ἐνθυμεῖτο κ᾽ ἐλυπεῖτο τὴν μητέρα της. Ὁ Εὐαγγελινός, νήπιον τριετίζον ἐν καιρῷ τῆς συμφορᾶς, οὔτε ἤξευρε τίποτε οὔτε ἐνθυμεῖτο. Ἔκλαιε μόνον ὅταν ἡ μάμμη τὸν ἐβίαζε νὰ φορέσῃ τὸν κατάμαυρον σάκκον του. Ἡ Μόρφω, λευκὴ καὶ ὠχρὰ μὲ τὰ μαῦρα φουστανάκια της, καὶ μὲ τὸ μαῦρον μανδήλιον τὸ σκεπάζον τὰ ξανθά της μαλλιά, ἦτο κατηφής, κ᾽ ἐνθυμεῖτο τὸ περυσινὸν Πάσχα, ὅταν ἔζη ἡ μήτηρ της. Ἡ ἀτυχὴς γυνὴ εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὴν γένναν της, τὸ παρελθὸν θέρος, καὶ τὸ βρέφος μετ᾽ αὐτῆς. Τώρα ἡ κορασὶς εἶχεν ἀντὶ τῆς καλῆς καὶ πονετικῆς μητρὸς τὴν μάμμην μὲ τὴν ἀφόρητον παραξενιά της, ἥτις, ἐνῷ ἐβεβαίου ὅτι ὅλα τῆς ἐπόνουν, κεφαλή, λαιμός, χεῖρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση καὶ τὰ λοιπά, πνιγομένη δὲ ἀπὸ τὸν βῆχα καὶ γογγύζουσα δυνατὰ καὶ βάλλουσα κραυγὰς ἀγρίας, ἐφείδετο νὰ δώσῃ εἰς ἰατροὺς καὶ φάρμακα, αἴφνης ἠγείρετο, ὑποβαστάζουσα τὴν κοιλίαν της, ἐξήρχετο μέχρι τῆς θύρας, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὸν ἐκτὸς κόσμον, κ᾽ ἔλεγεν:
― Ἄχ! τί γλυκιὰ πού ᾽ν᾽ ἡ ζωή!
* * *
Πέρυσι, ὤ! πέρυσι, τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ, καίτοι ἄγουσα ἤδη τὸν ἕβδομον μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀνεσφουγγώθη καὶ ἤρχισε νὰ βάπτῃ ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά, μὲ ριζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος. Εἶτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδία τῆς πολίχνης, μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν στεφανωμένον μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾽ Ὀχτωῆχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τὸ ᾆσμα:
Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὶ μὲ κόκκινη παντιέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων βασιλέα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σύρε μητέρα μ᾽, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
κ᾽ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·
ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουνε παπάδες,
τότες καὶ σύ, μαννούλα μου, νά ᾽χῃς χαρὲς μεγάλες.

Καὶ τί χαρὲς μεγάλες τῷ ὄντι, τί χαρὲς δι᾽ ὅλα τὰ παιδία! Καὶ ἡ καλὴ ἡ μήτηρ της προθυμότατα ἔδιδεν ἀνὰ δύο ἀρτιβαφῆ αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδία· δύο αὐγὰ κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη! ἐνῷ ἡ μάμμη ἐφώναζεν ὅτι ἀρκετὰ παιδία ἦλθαν, καὶ ἀρκετὰ ἐτραγούδησαν, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν καὶ ἀλλοῦ.
Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχισε νὰ ζυμώνῃ, καὶ ἔπλασεν ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ᾽ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, ἐπιδημοῦντα τότε, διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾽ ἑαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» διὰ τὴν Μόρφω, διὰ τὸν Εὐαγγελινόν, διὰ τ᾽ ἀναδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.
Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ μικρὸς Εὐαγγελινὸς ἔκλαιε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη ἡ κοκώνα του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην νὰ ἐκλέξῃ, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἡμέρωνεν οὔτε ἤθελε νὰ ταιριασθῇ. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελεν ὅλας διὰ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα ὅτι «τὸ Σαββάτο τὸ βράδυ θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα (κρά, κρά!), νὰ φέρῃ τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας (τσί, τσί!), καὶ τότε νὰ ἰδῇς χαρὲς ὁ Βαγγελινός, σὰν ἀκούσῃ κρά, κρά! τὴν κουρούνα νὰ χτυπᾷ τὸ παραθύρι. Πάρε Βαγγελινὲ τὸ τυρί, πάρε καὶ τὸ τσὶ-τσί, νὰ φᾶτε!» Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός, «θὰ ᾽θῇ κουούνα νὰ φέῃ τοὺ τσὶ-τσί», καὶ συνάπτων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς μητρός, ἐμιμεῖτο τὴν εἰρεσίαν τῶν πτερῶν τῆς κουρούνας, τὸ δὲ παιδίον τῆς γειτόνισσας τῆς Μηλιᾶς, ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον, ὀκλάζον εἰς μίαν γωνίαν, κρατοῦν τὴν κοκώνα του, τὴν ὁποίαν ἐσκέπτετο ἂν δὲν ἦτο καλὸν νὰ τὴν φάγῃ τώρα ποὺ εἶναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καὶ λέγον: «Ναί! θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα! ἀμ᾽ δὲ θὰ ᾽ρθῇ!»
Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοῦς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυρόπνουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾽ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾽ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον, ὁ δ᾽ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὓς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστὸν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν. Ὁ ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὗρε ὁ χρόνος!

Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾽ ἐνῷ ἐσήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες, ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ᾄσματα. Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!» Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον: Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!


Γιώργος Βούκανος - Άννα Συνοδινού "Παιδική πασχαλιά (Β΄Μέρος)Α.Παπαδιαμάντης" 

Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾷ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα), ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς. Ὁ Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πῶς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη…
Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τὰς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθῆτε ὡραίας μικρὰς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. Ὁ πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῇ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.
Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾽ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾽ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾽ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην. Εἷς δ᾽ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίαν, εἰς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾽ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον. Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾽ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω.
Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τὰς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δύο ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των. Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφῆ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.
Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.
―Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.
―Ὄχι, ἡ δική μου.
―Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾽ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾽ εἶναι πλιὸ καλή.
―Ἐμένα ἡ μάννα μ᾽ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.
― Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾽;
―Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾽!
― Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…
― Νά κ᾽ ἐσύ!
― Νά κι ἄλλη μιά!
Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.
Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾽ ἔγινεν ἡ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατεῖαν κ᾽ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον. Ἔφερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾽ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχά της. Εἶχε κ᾽ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιὰς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν ματιάζουν*, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἑωσότου τὸν ἔκαυσαν.
Καὶ ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις!
Ἐφέτος, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο τῆς δυστυχίας διὰ τὰ δύο ὀρφανά, δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ οὔτε ὁ πατήρ των, ὅστις ἔλειπεν, οὔτε ἡ μήτηρ των, ἥτις ἐπῆγε μακρύτερα ἀκόμη. Ἀντὶ τῶν δύο ἦτο ἡ γηραιὰ μάμμη, ρογχάζουσα ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ γογγύζουσα. Ἀντὶ τῶν κοκκίνων αὐγῶν, ἦσαν αἱ φλέγουσαι ἐκ τοῦ πυρετοῦ παρειαί της. Ἀντὶ τῶν ἐπιχρύσων λαμπάδων, ἦσαν οἱ δύο τρεμοσβήνοντες καὶ βλοσυροὶ ὀφθαλμοί της. Ἀντὶ τῆς ἀθῴας χαρᾶς, ἀντὶ τῆς ἀφάτου εὐτυχίας τοῦ παιδικοῦ Πάσχα, ἦτο ἡ λύπη ἡ βαρεῖα, ἡ ἀνεπανόρθωτος συμφορά.
Εὐτυχῶς ἡ γρια-Κομνιανάκαινα δὲν ἀπέθανε, καὶ ὁ υἱός της ἔφθασεν ἀπόπασχα μὲ τὸ γολετί, καὶ ἤρχισε νὰ καλλωπίζηται καὶ νὰ στρίβῃ τὸν μύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλά, διὰ τὰ δύο παιδία, τάχα θὰ ἐπανήρχετο πάλιν ἡ χαρὰ ἐκείνη, θ᾽ ἀνέτελλεν ἐκ νέου γλυκεῖα ἡ παιδικὴ Πασχαλιά; Διὰ τὸν Εὐαγγελινὸν ἴσως, διὰ τὴν Μόρφω ὅμως ποτέ. Αὕτη ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ τὴν ἐπανίδῃ πλέον ἐπὶ τῆς γῆς.
Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!
Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον: «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!»
(1891)

Πηγή:http://papadiamantis.net/

Γιώργος Βούκανος - Αντώνης Κοντογεωργίου "Παιδική πασχαλιά, Α. Παπαδιαμάντης










Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...