Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

"Έρως ανίκατε μάχαν..."Έρωτες ανεκπλήρωτοι στην ελληνική μυθολογία

Ο Έρως με δάδα στραμμένη προς τα κάτω,
ως σύμβολο του θανάτου,
100-200 μ.Χ.,
 
Ασμόλειο μουσείο
από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

"Έρως ανίκατε μάχαν, Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις, ός εν μαλακαίς παρειαίς νεάνιδος εννυχεύεις, φοιτάς δ” υπερπόντιος εν τ” αγρονόμοις αυλαίς· καί σ” ούτ” αθανάτων φύξιμος ουδείς ούθ” αμερίων σέ γ” ανθρώπων..."

"Έρωτα ανίκητε στη μάχη  Έρωτα, ανίκητε σε κάθε μάχη, συ που κυριαρχείς όπου κι αν πατήσεις, συ που ξενυχτάς τα κορίτσια με τα τρυφερά μάγουλα, που δρασκελάς πάν' από θάλασσες και τρυπώνεις στους κήπους, κανείς δε γλυτώνει από εσένα, μήτε Θεός μήτε θνητός..." Από την "Αντιγόνη" του Σοφοκλή

Έρωτες...έρωτες μεγάλοι,  ανεκπλήρωτοι , μοιραίοι...
Έρως και Ψυχή, Σελήνη και Ενδυμίων, Λήδα και Κύκνος, Ορφέας και Ευριδίκη. 
Η ελληνική μυθολογία γεμάτη από μύθους ευφάνταστους και γοητευτικούς. Μύθοι με κατορθώματα θνητών και θεών, με ιστορίες αγάπης και έρωτα μυθικών ζευγαριών...Στον ουρανό κάθε αστερισμός και μια μυθική μορφή...





φωτο από Βικιπαίδεια
Μύθος Έρως και Ψυχή:
Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω.

Η απότομα ξεχασμένη Αφροδίτη ήταν εξαγριωμένη με την Ψυχή, ακόμα και αν το κορίτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ότι συνέβαινε. Κάλεσε τον γιο της, Έρωτα (σε αυτόν τον μύθο παρουσιάζεται ως όμορφος νέος) και του έδωσε εντολή να κάνει την Ψυχή να ερωτευθεί τον κατώτερο και πιο αξιοκαταφρόνητο άνδρα που θα μπορούσε να βρει.

Στο μεταξύ η Ψυχή υπέφερε τρομακτικά από την αφοσίωση που συσσωρεύτηκε επάνω της. Τη λάτρευαν και την εγκωμίαζαν, αλλά κανένας δεν τολμούσε να την ζητήσει σε γάμο γιατί ο Έρωτας είχε δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών ώστε να μην την επιθυμούν. Ενώ οι μεγαλύτερες αδερφές της έκαναν ευτυχισμένους γάμους με όμορφους πρίγκιπες, η αξιολύπητη Ψυχή καθόταν μόνη στο σπίτι, αναθεματίζοντας μυστικά την ομορφιά της. Ο πατέρας της συμβουλεύτηκε ένα μαντείο του θεού Απόλλωνα που τον καθοδήγησε να πάρει την Ψυχή, ντυμένη με νυφικό φόρεμα, σε ένα υψηλό βουνό όπου έπρεπε να περιμένει την άφιξη του γαμπρού. Σύμφωνα με τον χρησμό, αυτός θα ήταν ένας δράκος που πετούσε φωτιές και γέμιζε με τρόμο ακόμα και τους θεούς.
Τρομαγμένος ο πατέρας της Ψυχής υπάκουσε στις συμβουλές του χρησμού και με διάθεση γενικού πένθους, το κορίτσι οδηγήθηκε μακριά από το σπίτι της. Η Ψυχή προσπάθησε να παρηγορήσει τους γονείς της, αλλά παρέμειναν συντετριμμένοι στο θλιβερό παλάτι τους. Η ίδια η Ψυχή περίμενε στο ψηλό βουνό κλαίγοντας, αλλά ο Ζέφυρος, ο ευγενής δυτικός άνεμος, τη σήκωσε και τη μετέφερε σε μια όμορφη κοιλάδα όπου έπεσε σε βαθύ ύπνο πάνω στο φρέσκο γρασίδι.
Όταν ξύπνησε, ανακάλυψε ένα ωραίο δάσος, μια πηγή που έβγαζε καθαρά νερά και ένα εκθαμβωτικό παλάτι χτισμένο από τους θεούς οι τοίχοι του οποίου ήταν διακοσμημένοι με σκαλίσματα που αναπαριστούσαν όλα τα είδη άγριων ζώων. Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με θαυμάσια ψηφιδωτά και άλλοι τοίχοι ήταν από ατόφιο χρυσάφι, που σήμαινε ότι ακόμα και όταν δεν έλαμπε ο ήλιος, το παλάτι λουζόταν από ένα χρυσό φως.
Η Ψυχή μπήκε στο παλάτι διστακτικά και την περιποιήθηκαν αόρατοι υπηρέτες. Πήρε έναν σύντομο ύπνο, έκανε μπάνιο και απόλαυσε ένα νόστιμο γεύμα και ευχάριστη μουσική. Εκείνη τη νύχτα ένας άγνωστος άντρας την επισκέφτηκε και έσμιξε μαζί της στο κρεβάτι. Η Ψυχή φοβήθηκε μέχρι θανάτου, αλλά ο άγνωστος τη μεταχειρίσθηκε τρυφερά, αν και εξαφανίστηκε πριν από το φως της ημέρας. Επέστρεφε κάθε νύχτα και η Ψυχή μαγευόταν όλο και περισσότερο από τον έρωτά του.
Στο μεταξύ, οι αδελφές της Ψυχής θλιβόταν τόσο πολύ για τους γονείς τους που άρχισαν να την αναζητούν. Ο σύζυγος της Ψυχής την προειδοποίησε ότι οι αδερφές της πλησίαζαν στο παλάτι και της συνέστησε να τις αγνοήσει. Διαφορετικά θα έβλαπταν τον ίδιο και θα προκαλούσαν την καταστροφή της.Αρχικώς, η Ψυχή συμφώνησε να υπακούσει στις επιθυμίες του, αλλά ένιωθε βαθιά απόγνωση στη σκέψη να μεταχειριστεί τις αδερφές της τόσο σκληρόκαρδα. Ο σύζυγός της τη λυπήθηκε και της επέτρεψε να υποδεχτεί τις αδελφές της, να τους μιλήσει και να τους δώσει δώρα. Της είπε, ωστόσο, ότι εάν ρωτούσαν ποιος ήταν, αυτή δεν έπρεπε να το συζητήσει και να μη προσπαθήσει να ανακαλύψει την ταυτότητά του ούτε η ίδια. Αυτό θα ήταν καταστρεπτική ενέργεια και θα σήμαινε το τέλος της αγάπης τους. Η Ψυχή τον ευχαρίστησε, του είπε ότι δεν ήθελε να τον χάσει με κανένα τρόπο και του ζήτησε να κανονίσει ώστε ο Ζέφυρος να φέρει τις αδελφές της στο παλάτι.Ο Έρως, που ήταν ο μυστικός εραστής της Ψυχής, ικανοποίησε το αίτημά της και κράτησε την υπόσχεσή του. Η Ψυχή δέχτηκε με ενθουσιασμό τις αδελφές της στο παλάτι της, και όταν μια από αυτές επέμενε να ρωτάει για την ταυτότητα του συζύγου της, απλώς απάντησε ότι ήταν ένας νέος όμορφος άντρας που περνούσε πάντα την ημέρα του κυνηγώντας. Φορτωμένες με θαυμάσια κοσμήματα, οι αδελφές της πήγαν στα σπίτια τους όπου άρχισε να τις τρώει φοβερή ζήλια. Η νεότερη αδελφή τους είχε γίνει ξαφνικά πάρα πολύ πλούσια και είχε επίσης βρει έναν απίστευτα όμορφο άνδρα, ενώ αυτές είχαν φορτωθεί με άσχημους, γέρους και ασθενικούς συζύγους.
Οι αδελφές αποφάσισαν να δώσουν στην Ψυχή ένα σκληρό μάθημα. Ο Έρως, που ακόμα η Ψυχή δεν γνώριζε ότι αυτός είναι ο εραστής της, επανέλαβε την προειδοποίησή του για τις αδερφές της και έπειτα της είπε ότι αυτή ήταν έγκυος. Εάν δεν έλεγε τίποτα στις αδερφές της, θα γεννούσε ένα θείο μωρό, διαφορετικά το παιδί θα ήταν ένας κοινός θνητός. Η Ψυχή είχε εκσταστιαστεί με αυτά τα νέα, αλλά δεν πήρε στα σοβαρά την προειδοποίηση ότι οι αδελφές της δεν έρχονται με καλό σκοπό.
Βαθμιαίως, χρησιμοποιώντας δόλια τεχνάσματα, οι αδελφές της κατόρθωσαν να κερδίσουν τη συμπάθειά της και εκείνη, ξεχνώντας το ψέμα που τους είχε πει την προηγούμενη φορά, ότι ο άντρας της ήταν ένας ευκατάστατος πωλητής, αν και αρκετά ηλικιωμένος. Οι αδελφές της, ακόμα πιο ζηλόφθονες, και κορόιδεψαν την Ψυχή ότι ένας χρησμός τους είχε πει πως ο σύζυγός της ήταν στην πραγματικότητα ένας δράκος που θα την καταβρόχθιζε όταν γεννούσε το παιδί της. Η αφελής Ψυχή έχασε εντελώς το θάρρος της έπειτα από αυτό, παραδέχτηκε ότι δεν ήξερε ποιος ήταν ο σύζυγός της και ικέτεψε τις αδελφές την να την βοηθήσουν. Τη συμβούλεψαν να έχει ένα αιχμηρό μαχαίρι έτοιμο δίπλα στο κρεβάτι της και να κρύψει εκεί και ένα κερί. Μόλις ο σύζυγός της αποκοιμιόταν, θα έπρεπε να το κρατήσει ψηλά και να δει αν όσα της είπαν ήταν αληθινά. Εάν ήταν έτσι, θα έπρεπε να τον καρφώσει με το μαχαίρι. Έπειτα οι αδελφές της θα την έπαιρνα από το παλάτι και θα κανόνιζαν να παντρευτεί με ένα θνητό.
Η Ψυχή αποφάσισε να το δοκιμάσει, αλλά όταν κοίταξε τον σύζυγό της κάτω από το φως του κεριού είδε ότι ο άντρας της ήταν ο ίδιος ο φτερωτός Έρωτας. Το τόξο και τα βέλη του ήταν δίπλα στο κρεβάτι. Από περιέργεια η Ψυχή ακούμπησε ένα από τα βέλη του και πληγώθηκε από την άκρη του, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον Έρωτα σφόδρα. Ωστόσο το κερί έσταξε πάνω στον ώμο του κοιμισμένου Έρωτα ο οποίος ξύπνησε ξαφνιασμένος και πέταξε μακριά, εξαγριωμένος με την Ψυχή που δεν κράτησε το λόγο της. Εκείνη πρόλαβε να πιαστεί από το πόδι του και υψώθηκε στον αέρα μαζί του.Όταν η εξάντληση την ανάγκασε να τον αφήσει, ο Έρως αναγνώρισε ότι δεν είχε πραγματοποιήσει τις οδηγίες της μητέρας του κατά γράμμα, είχε πληγωθεί από τα βέλη του και επομένως ερωτεύτηκε απελπισμένα την Ψυχή. Κατάλαβε ότι οι αδελφές της την παραπλάνησαν και αποφάσισε να τις τιμωρήσει. Πέταξε έπειτα μακριά και άφησε την Ψυχή στην ερημιά. Ο Πάν, θεός της φύσης, τη λυπήθηκε και τη συμβούλεψε να προσπαθήσει να κερδίσει ξανά την εύνοια του Έρωτα.
Η Ψυχή ακολούθησε ένα μεγάλο μονοπάτι και βρέθηκε σε μια πόλη όπου κυβερνούσε ο σύζυγος μιας από τις αδελφές της. Είπε στην αδελφή της τι είχε συμβεί αλλά τελείωσε την ιστορία της λέγοντας ότι ο Έρωτας ήθελε τώρα να παντρευτεί αυτή την αδελφή. Εκείνη τρελάθηκε από επιθυμία, επινόησε μια δικαιολογία για το σύζυγό της και έτρεξε στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου είχε αφεθεί αρχικώς η Ψυχή. Ρίχτηκε στο κενό με την ελπίδα ότι ο Έρωτας θα την έπιανε, αλλά έγινε κομμάτια και την έφαγαν τα πουλιά και τα ζώα που τρώνε ψοφίμια. Η Ψυχή τότε έφυγε μακριά για να επισκεφτεί την άλλη αδελφή της λέγοντάς την την ίδια ιστορία όπου και αυτή ρίχτηκε από την άκρη του βουνού.
Στο μεταξύ ο Έρως μαράζωνε στο κρεβάτι της μητέρας του με φοβερούς πόνους από το έγκαυμα. Ένας γλάρος είπε στην Αφροδίτη, που έπαιζε στη θάλασσα τι συμβαίνει στον γιο της. Ο γλάρος επισήμανε ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες να επιστρέψουν οι άνθρωποι στην λατρεία του Έρωτα και της Αφροδίτης και ότι η ασχήμια και το μίσος κυβερνούσαν τώρα τον κόσμο.
Όταν η Αφροδίτη άκουσε ότι ο Έρωτας είχε πάρει την Ψυχή για αγαπημένη του, πήγε οργισμένη σ' αυτόν και τον επέπληξε. Αποφάσισε να αφήσει τον γιο της να υποφέρει πολύ περισσότερο και έφυγε πάλι απο το παλάτι της. Η Δήμητρα και η Ήρα, που τη συνάντησαν τυχαία, της επισήμαναν ότι ο γιος της ήταν ένα πλήρως ενηλικιωμένο άτομο και ότι είχε δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος για την ερωτική του ζωή αλλά η θεά της αγάπης δεν λογικευόταν.
Η Ψυχή, εν τω μεταξύ, περιπλανιόταν ακόμα απελπισμένα από μέρος σε μέρος αναζητώντας τον σύζυγό της. Ικέτεψε την Δήμητρα και την Ήρα να την βοηθήσουν, αλλά οι δύο θεές αρνήθηκαν να κάνουν οτιδήποτε για αυτήν. Τότε η Ψυχή αποφάσισε να προσεγγίσει την Αφροδίτη για να προσπαθήσει να κατευνάσει το θυμό της. Ούτε η θεά του έρωτα καθόταν αδρανής. Με το άρμα που έφτιαξε για αυτή ο Ήφαιστος, πήγε να δει τον Δία και ζήτησε την βοήθεια του Ερμή για να μπορέσει να εντοπίσει την Ψυχή. Ο Ερμής ζήτησε από τους ανθρώπους να δηλώσουν εάν και που είχαν δει την Ψυχή.Σχεδόν αμέσως, ένας υπηρέτης της Αφροδίτης αναγνώρισε την Ψυχή και την έσυραν στο παλάτι της θεάς από τα μαλλιά. Η Αφροδίτη ξυλοφόρτωσε την άτυχη Ψυχή χωρίς να ξέρει ότι η κοπέλα ήταν έγκυος. Έσκισε τα ρούχα της και την διέταξε να διαβαθμίσει και να ταξινομήσει μια απέραντη ποσότητα όλων των ειδών σιταριού και φασολιών. Η Ψυχή δεν είχε καμιά ιδέα από που να αρχίσει αλλά τα μυρμήγκια την βοήθησαν και ταξινόμησαν όλους τους κόκκους γι' αυτήν.
Η Αφροδίτη υποψιάστηκε ότι κάποιος είχε βοηθήσει την Ψυχή και τη διέταξε να φέρει μια τούφα μαλλιού από κάποια χρυσόμαλλα άγρια πρόβατα. Αυτή τη φορά, ένα καλάμι που φύτρωνε στην όχθη του ποταμού βοήθησε το απελπισμένο κορίτσι. Τη συμβούλεψε να αποφύγει τα πρόβατα κατά τη διάρκεια των καυτών ωρών της ημέρας και αργότερα, όταν αυτά θα ξεκουραζόταν στη σκιά, να μαζέψει μερικό μαλλί που θα είχε κολλήσει στα κλαδιά. Πάλι όμως η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη. Η Ψυχή έπρεπε τώρα να ανέβει στη κορυφή ενός βουνού και να γεμίσει ένα κρυστάλλινο αγγείο με μαύρο νερό απο μια πηγή που προερχόταν από τον ποταμό του Κάτω Κόσμου Στύγα. Η καρδιά της Ψυχής βούλιαζε καθώς ανέβαινε στο βουνό. Δράκοι βγήκαν από τις τρύπες τους, ενώ ακόμα και τα νερά ύψωσαν τις φωνές τους για να την αποθαρρύνουν. Σε εκείνο το σημείο ένας αετός, που ήταν φίλος του Έρωτα, έτρεξε να τη βοηθήσει.
Συμβούλεψε την Ψυχή να μην πάει η ίδια να πάρει το επικίνδυνο νερό και γέμισε εκείνος το δοχείο γι' αυτή. Άλλη μια φορά η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη. Έδωσε στην Ψυχή ένα μικρό κουτί και της είπε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί έπρεπε να γεμίσει το κουτί με την κρέμα ομορφιάς που χρησιμοποιούσε η σύζυγος του Άδη, Περσεφόνη. Η Ψυχή ήταν έξω φρενών και συλλογίστηκε να πηδήξει από έναν πύργο. Ο πύργος, ωστόσο, τη λυπήθηκε και της εξήγησε πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφαλή επιστροφή της από τον Κάτω Κόσμο. Είπε στην Ψυχή να πάρει μερικά νομίσματα μαζί της για τον πορθμέα Χάροντα και ειδικά γλυκά για να προσφέρει στο αιμοδιψές, τρικέφαλο σκυλί - φρουρό του Άδη, Κέρβερο. Έπρεπε επίσης να προσέχει για έναν κουτσό που θα οδηγούσε ένα μουλάρι καθώς και έναν γέρο άνδρα που θα γλιστρούσε στη Στύγα και ίσως της ζητούσε να τον πάρει στη βάρκα του Χάροντα, γιατί ήταν παγίδες που έβαλε η Αφροδίτη. Εάν η Περσεφόνη προσκαλούσε την Ψυχή να αισθανθεί σαν στο σπίτι της και της πρόσφερε γεύμα, έπρεπε να το αρνηθεί και να δεχτεί μόνο μια κόρα από ψωμί.Η Ψυχή ακολούθησε προσεκτικά τις οδηγίες του πύργου και είχε θερμή υποδοχή από την Περσεφόνη. Η θεά γέμισε αμέσως το κουτί με το βάλσαμο και η Ψυχή επέστρεψε ασφαλής από το βασίλειο των νεκρών.
Ύστερα όμως δεν μπόρεσε να νικήσει την περιέργειά της και άνοιξε το κουτί. Δεν φάνηκε να υπάρχει τίποτα μέσα σ' αυτό αλλά η Ψυχή έπεσε αμέσως σε βαθύ ύπνο.
Εν τω μεταξύ ο Έρως είχε αναρρώσει από το έγκαυμά του. Γεμάτος με σφοδρή επιθυμία για την Ψυχή, δραπέτευσε από το δωμάτιο στο οποίο τον είχε φυλακίσει η μητέρα του, βρήκε την αγαπημένη του και επέστρεψε τον ληθαργικό ύπνο στο κουτί, βοηθώντας την Ψυχή να εκτελέσει την αποστολή της πλήρως. Πέταξε έπειτα μέχρι τον Δία για να τον ικετέψει να εγκρίνει τον γάμο του μαζί της.
Ο Δίας συμφώνησε με το αίτημα του Έρωτα και κάλεσε τους θεούς να συγκεντρωθούν για να τους γνωστοποιήσει την απόφασή του. Δήλωσε ότι ο Έρωτας έπρεπε τώρα να αρχίσει να φέρεται επιτέλους όπως ένας αληθινός σύζυγος και όχι ως επιπόλαιος νέος, και κατέστησε σαφές στην Αφροδίτη ότι ο Έρωτας δεν είχε κάνει κακό γάμο, επειδή η Ψυχή θα γινόταν θεά. Ανέθεσε στον Ερμή να φέρει το κορίτσι στον Όλυμπο, όπου ο γάμος γιορτάστηκε με χαρά. Ο Έρωτας και η Ψυχή παρέμειναν σύζυγοι και απέκτησαν έναν γιο, τον Βόλουπτα (φιλήδονος).
Η ιστορία όπως ειπώθηκε εδώ, μια παγκοσμίως διάσημη ιστορία, σχετίζεται με τον Ρωμαίο συγγραφέα Απουλήιο που την περιλαμβάνει στην ανθολογία του, Ο χρυσός γάιδαρος. Εκτός από συγγραφεύς, ο Απουλήιος ήταν και φιλόσοφος και ενίσχυσε την ιστορία του με πολλές συμβολικές έννοιες. Η Ψυχή αντιπροσώπευε την ψυχή και ο Έρωτας τη θεϊκή αγάπη. Μόνο υπερνικώντας τη θεία αγάπη μπορούσε η ψυχή να βρει την αληθινή ολοκλήρωσή της.

Οδυσσέας Ελύτης

"Έρως και ψυχή"


Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μουΗ ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαιΟ Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτιαΜερικά φτάνουν κι ώς την προκυμαία μ’ αναμμένα φώταΗ ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων
Α τί να ’σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέραςΈσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέΣτο πέρασμα να σου αποσπάσειΤί βάλσαμο ή τί δηλητήριο χύνεις έτσι που
Σε καιρούς παλιούς η ευγενική ΔιοτίμαΝοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλειΤο νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα1Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να ’ναι κι εδώ κι εκεί
Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου
Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναιΗ γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακεςΌμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλειΜε κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότηταςΈρχεται να σ’ το επιβεβαιώσει. Ποιό; Τί;
Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλειΚείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχειΠαρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.

Selene and Endymion by Victor Florence Pollett.jpg
φωτο από ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ




Μύθος 
Σελήνη καιΕνδυμίων:
Ο Ενδυμίων ήταν ο δεύτερος μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Ήλιδας.
Σύμφωνα με τον Παυσανία γιος του Αέλθιου και εγγονός της Πρωτογένειας και του Δία απόγονος του Δευκαλίωνα. Παντρεύτηκε την Αστεροδία ή την Υπερίππη ή την Χρομία, γιοι του ήταν ο Επειός, ο Παίονας και ο Αιτωλός , όλοι επώνυμοι λαών και κόρη του η Ευρυκύδα μητέρα του Ηλείου. Κάποτε ο Ενδυμίων διοργάνωσε αγώνα δρόμου στην Ολυμπία ανάμεσα στους γιους του για σκοπό όποιος βγει νικητής να τον διαδεχτεί. Νικητής ήταν ο Επειός όπου και τον διαδέχτηκε αλλά και έδωσε το όνομα του στον λαό.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, γιος του Αέθλιου και της Καλύκης ο Ενδυμίων ήταν αρχηγός των Αιολών παίρνοντάς τους από τη Θεσσαλία εποίκησαν την Ήλιδα. Τον ερωτεύτηκε η Σελήνη και τον πήρε ο Δίας στον ουρανό όπου μετά τον έριξε στον Άδη. Ο Δίας όμως του έδωσε το προνόμιο όσο κοιμάται να μένει αγέραστος και αθάνατος.
Σύμφωνα με μία μεταγενέστερη παραλλαγή του μύθου που μεταφέρεται από τον Ρωμαίο ποιητή Οβίδιο και από μεταγενέστερους ποιητές, ο Ενδυμίων ήταν βοσκός από την Καρία με απαράμιλλη ομορφιά. Η Σελήνη τον είδε σε μία σπηλιά του Λάτμου και τον ερωτεύτηκε. Τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ την ώρα που κοιμόταν, όμως ανησυχώντας πως σαν θνητός θα γεράσει και θα πεθάνει παρακάλεσε τον Δία να τον αφήσει να κοιμάται για πάντα τον αγέραστο ύπνο ώστε να μην τον χάσει ποτέ.
Στην πόλη Ηράκλεια που βρισκόταν στους πρόποδες του Λάτμου ο Ενδυμίων λατρευόταν ως μυθικός ιδρυτής της πόλης και υπήρχε ιερό αφιερωμένο σ’ αυτόν. 
Ένα ποιήμα του Καβάφη είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του Ενδυμίωνα. Ο τίτλος του ποιήματος είναι «Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος »

Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος

Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι
πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ' αργυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά
τελών - θυσίας και σπονδάς - τω Ενδυμίωνι,
από την Αλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά.-
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ' ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης



Λήδα και Κύκνος
Μιχαήλ Άγγελος
φωτό ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ



Μύθος Λήδα και Κύκνος


Στην ελληνική μυθολογία, η Λήδα ήταν μυθική βασίλισσα της Σπάρτης, σύζυγος του Τυνδάρεω και εξ αυτού μητέρα της Φοίβης, της Φιλονόης, της Τιμάνδρας, της Κλυταιμνήστρας, καθώς επίσης και εκ Διός μητέρα των Διοσκούρων Κάστορα και Πολυδεύκη και της Ωραίας Ελένης, από τη γέννηση των οποίων, που αναφέρεται ως "ωοτοκία", θεωρήθηκε περισσότερο θρυλική.

Κατά τις παραδόσεις ήταν τόσο ωραία, ώστε την καταγωγή της διεκδικούσαν πλείστες χώρες της αρχαιότητας όπως η Σπάρτη, η Αιτωλία, η Κόρινθος κ.ά..Κατά τον Απολλόδωρο η Λήδα ήταν κόρη του Βασιλέα της Αιτωλίας Θεστίου, ένα από τα επτά παιδιά που είχε αποκτήσει από την Ευρύθεμη, ενώ κατά τον Υγίνο κόρη του Θεστίου και της Λευκίππης. Ο Ευριπίδης την αποκαλεί «Λήδα Θεστιάδα» ως κόρη του Θεστίου, ενώ ο Εύμηλος στα Κορινθιακά αναφέρει ότι ήταν κόρη του Γλαύκου, γιου του Σισύφου εκ της Παντειδυίας, που γνώρισε και παντρεύτηκε όταν έφθασε στη Λακωνία αναζητώντας τους ίππους του. Την Παντειδυία εγκυμονούσα ήδη (εκ του Γλαύκου) νυμφεύθηκε ο Θέστιος, εξ ού και φαίνεται αυτός πατέρας της Λήδας, ενώ πραγματική του κόρη ήταν μόνο η Αλθαία.
Κατά τον επικρατέστερο μύθο (του Απολλόδωρου) αδέλφια της Λήδας ήταν: ο Ίφικλος, ο Πλήξιππος, ο Εύιππος ή Τοξέας, ο Ευρύπυλος, η Αλθαία και η Υπερμνήστρα.Τον γάμο της Λήδας με τον Τυνδάρεω εξηγούν τα συμβάντα κατά τα οποία ο Τυνδάρεως με τον αδελφό του Ικάριο εκδιωχθέντες από τον αδελφό τους Ιπποκόοντα κατέφυγαν στον βασιλιά της Αιτωλίας Θέστιο τον οποίον και βοήθησαν στους αγώνες του κατά των γειτονικών εχθρών του και σε αντάλλαγμα έδωσε εκείνος την κόρη του Λήδα ως σύζυγο στον Τυνδάρεω. Η συνέχεια του μύθου παρουσιάζει πολλές παραλλαγές.
Επικρατέστερη όμως είναι εκείνη κατά την οποία όταν ο Δίας την είδε στον Ταΰγετο ή στη μικρή νησίδα «Πέφνον» προ των θαλαμών, την ερωτεύθηκε και ζητώντας τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης, η οποία τον μεταμόρφωσε σε Κύκνο λαμβάνοντας η ίδια μορφή αετού καταδιώκοντάς τον. Τους είδε η Λήδα και αισθανόμενη συμπάθεια προς τον κύκνο έσπευσε να τον σώσει παίρνοντάς τον μέσα στην αγκαλιά της. Λίγο αργότερα η Λήδα κατά άλλους γέννησε δύο αυγά. Από το ένα βγήκαν ο Πολυδεύκης και η Ελένη (τα παιδιά του Δία) κι από το άλλο ο Κάστωρ και η Κλυταιμνήστρα (τα παιδιά του Τυνδάρεω).
Αργότερα ο μύθος αυτός της «ωοτοκίας της Λήδας» συνυφάνθηκε με παρόμοιο μύθο της Νέμεσης εκ του οποίου και παράχθηκε η θεοποίηση της Λήδας και η ταύτισή της με τη Νέμεση.Ο μύθος της Λήδας, της εκλεκτής του Δία, ενέπνευσε πολλούς αρχαίους αλλά και νεώτερους καλλιτέχνες που απέδωσαν τη Λήδα με τον κύκνο της, κυρίως στη σκηνή της ερωτικής τους περίπτυξης. Πλήθος τέτοιων παραστάσεων απαντώνται σε αγγεία, αλλά και σε γλυπτά, όπως η αποκειμένη μαρμάρινη στήλη που βρέθηκε στην Αθήνα και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο και το γλυπτό σύμπλεγμα στο Καπιτώλιο, όπου ο Δίας ως καταδιωκόμενος κύκνος βρίσκεται στον κόλπο της Λήδας. Δύο ακόμη γλυπτά στο μουσείο της Φλωρεντίας παριστούν τη Λήδα να θωπεύει τον κύκνο: στο ένα ο χιτώνας της φέρεται κρεμασμένος από τον ένα ώμο και αφήνεται να πέφτει μέχρι τους αστραγάλους της, αφήνοντας το κορμί της ημίγυμνο. Στην Παλαίπαφο, σημερινά Κούκλια της Κύπρου, βρίσκεται το μωσαϊκό της ρωμαϊκής Οικίας της Λήδας.
Την περίοδο της Αναγέννησης, του Ροκοκό αλλά και μετέπειτα, αρκετοί καλλιτέχνες απεικόνισαν τη Λήδα. Γνωστά έργα είναι Η Λήδα και ο Κύκνος του Λεονάρντο ντα Βίντσι, έργα του Ραφαήλ, του Κορρέτζο, του Βερονέζε, του Τιντορέττο, του Ρούμπενς και άλλων.

Κωστής Παλαμάς

Ο κύκνος προς τη Λήδα


(αποσπάσματα)
Φτάνει εγώ με τα φρύδια μου να γνέψω,σειένται ουρανός και γη και καταχθόνια.Σ’ αγαπώ, με του Κύκνου ήρθα τη φύσητην απολλώνια.
Την ομορφιά σου για να ραψωδήσουντης χρυσής Ερατώς δε φτάνουν οι ύμνοι·του ζουμπουλένιου σου ύπνου εγώ είμαι τ’ άσπροτ’ όνειρο, λίμνη![...]
Το τραγούδι που ο κύκνος τραγουδάειτο υπέρτατο προτού να ξεψυχήσειτο μέλι ας είναι που βουβός μου ο πόθοςθα σε ποτίσει.
Θρήσκα, υποταχτικιά, γυμνή, με μόνοτης παρθενιάς σου ολάνθιστης το ντύμα,λούσου μες στης αφάνταστης γητειάς μουτο γαύρο κύμα.
Καρπούς του γάμου της ισόθεης Λήδαςμε τον κύκνο θεό τα ωραία σου χέριατα παιδιά θα κρατήσουν που θα λάμψουν,του απείρου αστέρια.
Και αστέρι πιο λαμπρό, με τα ηλύσιατη γη που δένει ανάερη χρυσή σκάλα,την Ελένη θα θρέψει του μεστού σουμαστού το γάλα.[...]

Cervelli Orfeo ed Euridice.jpg
Ορφέας και Ευριδίκη του Federico Cervelli
φωτό ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Μύθος Ορφέας και Ευρυδίκη 
Ο θρυλικός μουσικός και η κακότυχη γυναίκα του

Ο Ορφέας ήταν ξακουστός μυθικός ποιητής και μουσικός από τη Θράκη. Τραγουδούσε και έπαιζε λύρα τόσο ωραία, που δεν γοήτευε μόνο ανθρώπους και ζώα, αλλά έκανε ακόμα και τις πέτρες να μαζεύονται γύρω του να τον ακούσουν.

[…]

Μία από τις πιο λυπητερές ιστορίες της αρχαίας μυθολογίας ήταν η ιστορία της γυναίκας του Ορφέα, της νύμφης Ευρυδίκης. Ενώ η νιόπαντρη νύμφη έπαιζε στους αγρούς, τη δάγκωσε φίδι. Η Ευρυδίκη πέθανε από το δάγκωμα του φιδιού και πήγε στον Κάτω Κόσμο μαζί με τις ψυχές των άλλων νεκρών. Συντετριμμένος ο Ορφέας, αποφάσισε να πάει στον Άδη και να τη φέρει πίσω, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ ως τότε. Με τη λύρα του γοήτευσε τους φύλακες του Άδη, τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο, και τον Χάροντα, τον βαρκάρη που περνούσε τις ψυχές από το ποτάμι Στύγα, και κατάφερε να μπει στον κόσμο των νεκρών. Εκεί μάγεψε τόσο πολύ τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, τον βασιλιά και τη βασίλισσα του Άδη, που συμφώνησαν να αφήσουν την Ευρυδίκη να επιστρέψει στον επάνω κόσμο, αλλά με τον όρο να μη γυρίσει ο Ορφέας να την κοιτάξει πριν αντικρίσει το φως του ήλιου.

Ο Ορφέας όμως, λίγο πριν περάσουν την είσοδο ου Άδη, ανυπόμονος να δει τη γυναίκα του, γύρισε να την κοιτάξει. Τότε η Ευρυδίκη χάθηκε μπροστά στα μάτια του, πεθαίνοντας για δεύτερη φορά. Ο Ορφέας προσπάθησε να ξαναγυρίσει στον Άδη, μα αυτή τη φορά ο δρόμος ήταν κλειστός. Απαρηγόρητος γύρισε στη Θράκη, όπου περιπλανιόταν τραγουδώντας θρηνητικά τραγούδια για τον χαμό της. 




Χαρούλα Αλεξίου
Ηρώδειο 1994 Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ Έτσι καθώς στεκόμουν στο σταθμό μονάχη είχες γυρίσει παίζοντας τη ράχη. Με είδες,σε είδα θέλησα ένα χάδι μα ο σκοπός σου κύλησε στο δρόμο. Τον πήραν τρένα,τον πήραν σύννεφα καπνού τον πήρανε τα μάτια σου και χάθηκα στον Άδη. Είσαι καλός,είσαι κακός δεν ξέρω.... -Πως σε λεν; -Ορφέα. -Κι εμένα Ευρυδίκη....





Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Οι θησαυροί του Εθνικού Αρχαιολογικού μουσείου και πώς σώθηκαν από τους ναζί


Έχει ποτέ κανείς αναρωτηθεί πως σώθηκαν οι αρχαιότητες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου,όλοι αυτοί οι θησαυροί από τους ναζί; Πώς βρίσκονται στη θέση τους και δεν χρειάζεται να ταξιδέψουμε μέχρι το Βερολίνο για τα τους θαυμάσουμε;Τι έκανε το υπουργείο Παιδείας, που ήταν αρμόδιο τότε και για τον Πολιτισμό, για την προστασία των αρχαιοτήτων; Επειδή ήταν επισφαλής αλλά και αδύνατη η μεταφορά των αρχαιοτήτων, τι σκέφτηκαν να κάνουν; Μήπως να μετατρέψουν το μουσείο σ' ένα εργοτάξιο; Ποιο ήταν το σύνθημα, το παράγγελμα όταν κάποιο έκθεμα ήταν έτοιμο να σηκωθεί απ' το βάθρο του; Πόσο καιρό πήρε αυτή η επιχείρηση διάσωσης; Στις 27 τ'Απρίλη του 1941 οι ναζί κατέλαβαν την Αθήνα και πρώτη τους δουλειά ήταν να πάμε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Προς έκπληξή τους διαπίστωσαν ότι παραλάμβαναν ένα άδειο κτίριο. Ούτε ένα ίχνος δεν υπήρχε απ΄τους χιλιάδες θησαυρούς του. Τελικά, αν δεν υπήρχε η ηρωική αυτή προσπάθεια των αρχαιολόγων και των εργατών εμείς σήμερα δεν θα μπορούσαμε να θαυμάσουμε κανένα απ' αυτούς.



Το παρακάτω κείμενο είναι από την https://www.efsyn.gr/

Πώς σώθηκαν οι θησαυροί του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από τους ναζί

Ιωάννα Σωτήρχου

Αμέσως μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 το προσωπικό του μουσείου θέλησε να προφυλάξει τα σπάνια εκθέματα, φοβούμενο για την τύχη τους από πιθανούς βομβαρδισμούς. Επειδή ήταν δύσκολο να μεταφερθούν τα ογκώδη αγάλματα, αρχαιολόγοι, φύλακες, γλύπτες, εργατοτεχνίτες και συντηρητές σκέφτηκαν να ανοίξουν ορύγματα κάτω από τα δάπεδα του κτιρίου και τα έθαψαν εκεί με ασφάλεια έπειτα από επίμοχθη δουλειά έξι μηνών ● Ηρωική ήταν η προσπάθεια για την πλήρη προστασία των αρχαιοτήτων σε όλα τα μουσεία της χώρας, Δελφούς, Ολυμπία, Κρήτη, μας είπε η Μαρία Λαγογιάννη κατά την ξενάγηση στο πλαίσιο της δράσης «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη».
Εχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς διασώθηκαν οι αρχαιότητες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της χώρας; Με ποιον τρόπο οι θησαυροί του πολιτισμού αυτού του τόπου βρίσκονται στη θέση τους, αντί, λόγου χάρη, να χρειάζεται να ταξιδέψουμε ώς το Βερολίνο για να τα θαυμάσουμε;
Σε αυτή την ιστορία της απόκρυψης ήταν αφιερωμένες οι ξεναγήσεις, από τους αρχαιολόγους Μαρία Χιδίρογλου και Κώστα Πασχαλίδη, που πραγματοποίησε το μουσείο, συμμετέχοντας έτσι στις δράσεις τού «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη». Τις παρακολουθήσαμε, συζητήσαμε με τη διευθύντρια του μουσείου Μαρία Λαγογιάννη και σας μεταφέρουμε τι συνέβη σε ακόμη ένα σημείο της πόλης όπου η Κατοχή αλλά και η Αντίσταση των ανθρώπων άφησαν τα αποτυπώματά τους.
Ήταν αμέσως μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1940, που η τύχη των αντικειμένων του μουσείου απασχόλησε το προσωπικό του και ξεκίνησαν οι εργασίες προφύλαξής τους. Δεν ήταν μόνο τα σακιά με άμμο που στήθηκαν στον εξωτερικό περίβολο του κτιρίου, αλλά απασχολούσε κυρίως η δυσκολία τού να μεταφερθούν με ασφάλεια τα μνημειώδη αγάλματα και τα χιλιάδες εκθέματα με τον περιορισμό των μέσων που επέβαλαν η εποχή και οι συνθήκες.
Λίγες μέρες αργότερα, τον Νοέμβριο, που το υπουργείο Παιδείας, αρμόδιο τότε για τον Πολιτισμό, έστειλε εγκύκλιο τεχνικών προδιαγραφών απόκρυψης αρχαιοτήτων σε όλα τα μουσεία για τους βομβαρδισμούς, κάνοντας λόγο για την επιλεγμένη προστασία των πιο πολύτιμων από τα έργα, στο Αρχαιολογικό όλοι οι εργαζόμενοι πήραν φωτιά.
Η απόφασή τους ήταν να περισώσουν όλα τα εκθέματα. Στόχος τους, να μην αφήσουν καμία αρχαιότητα στα χέρια του εισβολέα.
Η μεταφορά των αγαλμάτων ήταν επισφαλής και αδύνατη. Γι’ αυτόν τον λόγο αρχαιολόγοι, φύλακες, γλύπτες, εργατοτεχνίτες και συντηρητές δούλεψαν νυχθημερόν στις πλέον αντίξοες συνθήκες.
Τι σκέφτηκαν; Να ανοίξουν ορύγματα κάτω από τα δάπεδα του ίδιου του μουσείου ώστε να τα θάψουν εκεί για ασφάλεια. Ετσι, το μουσείο μετατράπηκε σε εργοτάξιο.

«Βάλε φωτιά»


Κι αν το σύνθημα στο μέτωπο ήταν «Αέρα», στο μουσείο ήταν «βάλε φωτιά»: αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούσε ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης ως παράγγελμα όταν τα γλυπτά ήταν έτοιμα για την επιστροφή τους στη γη. Για να ολοκληρωθεί η μετακίνηση των δεμένων θεών, που με την τροχαλία είχαν σηκώσει από το βάθρο τους, είχαν σύρει μέχρι το σκάμμα και απέμενε η κατάβασή τους, στις ίδιες αίθουσες στις οποίες προηγουμένως εκτίθεντο.
Μαθαίνουμε για όλα αυτά από τα γραπτά της σπουδαίας κυρίας της αρχαιολογίας, της Σέμνης Καρούζου, πολύτιμη μαρτυρία που επικαλούνται οι σημερινοί συνάδελφοί της. Η περιήγηση μας οδηγεί στα εμβληματικά γλυπτά, στους χώρους όπου έγινε η απόκρυψή τους από τον Νοέμβριο του 1940 ώς τον Απρίλιο του 1941 που μπήκαν οι Γερμανοί ναζί στην Αθήνα. Δίπλα τους εκτίθενται τα ψηφιοποιημένα φωτογραφικά ντοκουμέντα από το Αρχείο του μουσείου.
Οι εκθεσιακοί χώροι πριν από τον πόλεμο, οι εργασίες κατάχωσης των αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η προετοιμασία των γλυπτών.
Ο Κούρος του Σουνίου από το 600 π.Χ. δεμένος με σκοινιά χιαστί στο στήθος, να κρέμεται από την τροχαλία ανάμεσα στα ξύλινα στηρίγματα για την επιχείρηση κατάβασης, ο εμβληματικός γενειοφόρος θεός, Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, από τα μοναδικά χάλκινα της κλασικής περιόδου, ακουμπισμένος ανάσκελα, τυλιγμένος με πισσόχαρτα για προστασία από την υγρασία -κάπου εδώ ακούσαμε ότι κάτω από την Πατησίων κυλά το ποτάμι Κυκλοβόρος-, ένας μεγάλος λάκκος με πολλά σημαντικά γλυπτά στο εσωτερικό του, αγάλματα που στέκονται και είναι φανερό ότι δεν αποτελούν πια εκθέματα, έτσι αμήχανα παρατεταγμένα όπως αποτυπώνονται στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε αναμονή, σαν «άνθρωποι σε διαδήλωση ή στα κρατητήρια», σύμφωνα με τη μαρτυρία του ακαδημαϊκού Σπύρου Ιακωβίδη, πρωτοετούς φοιτητή το 1940, που συμμετείχε στις εργώδεις εργασίες απόκρυψης.

Συλλογική δουλειά και ευθύνη

Το ιδανικό καταφύγιο

Τεράστιοι λάκκοι, ξύλινα δοκάρια για την υποστήριξη των τοιχωμάτων και τη διευκόλυνση της μεταφοράς των βαριών γλυπτών, τροχαλίες, σκοινιά και γύψοι για την εξωτερική προστασία περίτεχνων γλυπτών, όπως το σύμπλεγμα της Αφροδίτης, του Πάνα και του Ερωτα από τη Δήλο, εργαλεία, πισσόχαρτα και κιβώτια, τσουβάλια άμμου, κουβάδες χώμα, σκόνη. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι βρίσκεσαι στους ίδιους χώρους.
Η δουλειά σε βάρδιες δεν σταμάτησε λεπτό. Αρωγός, η γνώση ότι κάτω από τα δάπεδα υπήρχαν επιχώσεις τις οποίες έσκαψαν δημιουργώντας ιδανικά καταφύγια για τους θησαυρούς. Τα αρχαία ελληνικά γλυπτά, αφιερωμένα σε ιερά ή ανεγερμένα σε τάφους επιφανών πολιτών της εποχής τους, πειστήρια για την ύπαρξη πολιτισμού για χιλιετίες σε τούτον τον τόπο, επέστρεψαν έτσι στο χώμα.
«Εκεί όπου ανήκουν»: αυτή ήταν και η απάντηση στο ερώτημα των Γερμανών «πού βρίσκονται τα αρχαία». Είχαν περάσει μόλις δύο μήνες από τον Απρίλιο του ‘41 και την κατάληψη της πρωτεύουσας από τα ναζιστικά στρατεύματα, όταν, τον Ιούνιο, ο προϊστάμενος της υπηρεσίας προστασίας μνημείων τέχνης των στρατευμάτων κατοχής Χανς Ούλρικε φον Σόνεμπεργκ επισκέφτηκε το μουσείο, με μια λίστα 103 γλυπτών, ζητώντας την παράδοσή τους.
Το βρήκε άδειο. Ή μάλλον όχι και τελείως άδειο, γιατί το πάτωμα καλύφθηκε όπως όπως και το μουσείο άλλαξε χρήση, φιλοξενώντας διάφορες κρατικές υπηρεσίες που μετακόμισαν εκεί μετά την επίταξη διαφόρων κτιρίων: έτσι στέγασε το ταχυδρομείο, την υπηρεσία πρόνοιας στην αίθουσα των αγγείων στον πρώτο όροφο, μία αίθουσα είχε δοθεί στην κρατική ορχήστρα για τις πρόβες της, σε άλλη βρήκε στέγη το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, κάποιοι χώροι καλύφθηκαν από έργα της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ στο ισόγειο λειτούργησαν για κάποιο διάστημα τα συσσίτια της Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, με τα ταβάνια να είναι ακόμη μαυρισμένα από τα καζάνια.

Πολύτιμα μικροαντικείμενα

Ομως η 6μηνη επιχείρηση διάσωσης δεν αφορούσε μόνο τα βαρύτιμα γλυπτά. Τα πολύτιμα μικροαντικείμενα μαζεύτηκαν σε κιβώτια, τα κοσμήματα πήγαν στο θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος, συντάχθηκαν πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής και έγινε συστηματική εργασία καταγραφής από τα σωστικά συνεργεία.
35 κιβώτια ετάφησαν στο σπήλαιο Εννεάκρουνου και 22 βρήκαν καταφύγιο στη φυλακή του Σωκράτη. Πολλά πήλινα μικροαντικείμενα, ειδώλια και αγγεία διαφόρων διαστάσεων εγκιβωτίστηκαν και καλύφθηκαν με άμμο 5-6 μέτρων και ετάφησαν στα υπόγεια της οδού Τοσίτσα.
Μπορεί οι προφυλάξεις για τους βομβαρδισμούς να λειτούργησαν αποτρεπτικά και για τη σύληση του μουσείου, ωστόσο ήταν μετά την Απελευθέρωση που κινδύνεψε σοβαρά. Καθώς στον Εμφύλιο είχε μετατραπεί σε αρχηγείο των ανταρτών, δέχτηκε «συμμαχικές» οβίδες από τις βρετανικές δυνάμεις που μαζί με τις στρατιωτικές δυνάμεις τής τότε κυβέρνησης είχαν πολυβολείο στον Λυκαβηττό.
Οβίδες και θραύσματά τους βρέθηκαν στις εσωτερικές αυλές του μουσείου, ίχνη τους στους τοίχους, ενώ μια οβίδα γκρέμισε και την οροφή του.
Οι περιπέτειες δεν τελείωσαν ούτε με την εσπευσμένη επαναλειτουργία του το 1947, καθώς στη συνέχεια προοριζόταν για... δικαστικό μέγαρο, κάτι που απεφεύχθη ύστερα από μεγάλο αγώνα.
Η αποκατάσταση των εκθεμάτων αρχίζει μεσούντος του Εμφυλίου το 1946: οι εργασίες ήταν πάλι πυρετώδεις για να ξεθαφτούν από τους λάκκους όπου ήταν φυλαγμένα, να απομακρυνθεί το χωμάτινο κέλυφός τους και να είναι έτοιμα να εκτεθούν. Τακτοποίηση που αποδείχτηκε εξίσου δύσκολη, αφού πολλές καρτέλες είχαν χάσει το μελάνι τους, τα χαλκά είχαν ενεργή οξείδωση, είχαν χαθεί αριθμοί και δεν ήταν εύκολη η ταυτοποίησή τους.

Η περιγραφή του Γ. Σεφέρη

Στο ημερολόγιό του, στις μέρες για το 1946, ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφει την επίσκεψή του το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στις 4 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια των εργασιών.
Το πώς τα ξεθάβουν, άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά, το πώς «σε μια από τις παλιές μεγάλες αίθουσες οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και με αξίνες το δάπεδο. Θα μπορούσε να είναι ένας όποιος τόπος ανασκαφών. Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης φαίνονται από τη μέση και πάνω γυμνά φυτεμένα στην τύχη. Το μπράτσο κάποιου υπερφυσικού θεού, μια γυμνή γυναίκα που μου γυρίζει την πλάτη ήταν καπελωμένη με ένα γκρίζο καλάθι εργάτη που άφηνε να φαίνονται μόνο τα γελαστά της καπούλια. Ηταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων. Μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά. Αλλού αγάλματα ξαπλωμένα, ανάγλυφα στημένα ανάποδα (...) ο μπρούτζινος Δίας ξαπλωμένος πάνω σε μια κασέλα σαν ένας κοινός κουρασμένος εργάτης...».




Η κ. Χιδίρογλου μας διαβάζει το σχετικό απόσπασμα, που ταυτόχρονα καταγράφει τη συγκίνηση των εργαζομένων που κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για τη σωτηρία και αποκάλυψη των εύθραυστων αρχαιοτήτων, μπροστά στη φωτογραφία της απόκρυψης ενός τεράστιου αγγείου γεωμετρικής περιόδου με το τότε προσωπικό του μουσείου.
«Πολλοί εργαζόμενοι απουσιάζουν στις εργασίες αποκατάστασης, μάλλον δεν επέζησαν...», μας πληροφορεί συγκινημένη, μνημονεύοντας μερικά ονόματα εργατοτεχνιτών.
Ο κ. Πασχαλίδης τονίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος, πως όλα γίνονταν με κρατημένη την ανάσα καθώς οποιοσδήποτε κραδασμός μπορεί να ανοίξει ρωγμή, να αποκολλήσει κάτι ή να δημιουργήσει «σωματικές βλάβες» στις αρχαιότητες - και αυτό ήταν το μέλημα των ανθρώπων στην απόκρυψη, γιατί ήξεραν ότι αν βιαστούν ή αν κάνουν λάθος, οι πράξεις τους θα είχαν συνέπειες πάνω στα ίδια τα εκθέματα που «σωματοποιούν τις βλάβες», είναι τόσο εύθραυστα και είναι πολύ εύκολο να ανοίξουν στις συγκολλήσεις. Και είναι άθλος ότι δεν έχουν διαπιστωθεί βλάβες από εκείνη την εποχή.
Για αυτά πολεμήσαμε»

Η ηρωική προσπάθεια για την πλήρη προστασία όλων των αρχαιοτήτων αφορούσε όλα τα μουσεία της χώρας σε Δελφούς, Ολυμπία, Κρήτη, μας λέει η κ. Λαγογιάννη, αναφερόμενη στην άρνηση συνεργασίας τού τότε επικεφαλής του μουσείου στην Κρήτη, που βρισκόταν υπό την απειλή όπλου, «με το πιστόλι στον κρόταφο».
Και κάπως έτσι παρέμειναν αλώβητες οι αρχαιότητες, ο πλούτος και η κληρονομιά του λαού μας, που σε κάθε φάση της Ιστορίας έδινε αξία σε αυτήν: από τη φράση του οπλαρχηγού στον ξεσηκωμό του 1821 «για αυτά πολεμήσαμε», μέχρι τον πολιτικό που πίεζε να γίνει η επανέκθεση των αποκατεστημένων θησαυρών μετά την απελευθέρωση, γιατί «τα παιδιά μας μεγάλωσαν χωρίς μουσεία».
Αυτά τα αγάλματα, καθώς μάλιστα ήταν καμωμένα για μνημεία σε υπαίθριους χώρους, έχουν δει πολλά. Στους πολέμους και τους θρησκευτικούς διωγμούς οι άνθρωποι από την αρχαιότητα έκαναν το ίδιο: τα επέστρεφαν στη μήτρα, τα έκρυβαν στη γη, και ο αρχαιολόγος κάνει μνεία στην τρυφερότητα ακόμη και αυτής της πράξης, στον τρόπο θαψίματος, όταν απλά τα πλάγιαζαν και τα έβαζαν αντικριστά, «τα βάζανε αγκαλιά να κοιμούνται», για να τα φυλάξουν για τις επόμενες γενιές, χωρίς ποτέ να γνωρίζουν αν θα ζήσουν οι ίδιοι για να τα ξεθάψουν και να τα ξαναδούν.
Τι μένει από αυτή την εποποιία; Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα υπάρχουν 11.000 εκθέματα και πάνω από 200.000 αντικείμενα βρίσκονται στις αποθήκες του.
Για την κ. Λαγογιάννη, το ότι «στις κρίσιμες στιγμές ο πολιτισμός, η κοινή μας κληρονομιά που όλους μάς ενώνει, μας δίνει κουράγιο και επιστρέφουμε σε αυτόν σε καιρούς κρίσης, γυρίζουμε στις ρίζες μας», λέει στην «Εφ.Συν.», τεκμηριώνοντας την άποψή της καθώς οι 300.000 επισκέπτες του 2013 πέντε χρόνια μετά είχαν σχεδόν διπλασιαστεί.
Για την κ. Χιδίρογλου το ότι πρόκειται για την εποποιία μιας συλλογικής δουλειάς και ευθύνης που έφερε εις πέρας με αυταπάρνηση σύσσωμο το προσωπικό του μουσείου, που αποδεκατίστηκε με τον λιμό και τις κακουχίες της Κατοχής, «είναι θέμα ανθρώπων, ομάδας και ομοψυχίας, με το «βάλε φωτιά» σίγουρα παίρνανε φωτιά και οι ίδιοι».
Για τον κ. Πασχαλίδη είναι βέβαιο ότι την κρίσιμη στιγμή υπάρχει η ετοιμότητα να επαναληφθεί το ίδιο αν χρειαστεί, ωστόσο «αυτή η ιστορία δεν συνέβη για να την αφηγούμαστε, αλλά για να προσέξουμε εκείνα που δεν πρέπει να επαναληφθούν».





Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Κάθε φράση και μια ιστορία

φωτό:https://seleo.gr/
Κάθε φράση και μια ιστορία...Ναι, μια ιστορία που την κουβαλάει από  παλιά, πολύ παλιά...












Αλήθεια έχετε ποτέ αναρωτηθεί ποια είναι η ιστορία της φράσης "Άρτζιμπούρτζι και λουλάς"; Μήπως από κάποιο μεσαιωνικό ουσιαστικό; Η φράση "Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή  ο κόπανος" μήπως σε κάποιον Αλβανό κύριο φοροεισπράκτορα Κιουλάκ Βογιατζή; Και η φράση "Τα ίδια Παντελή μου, τα ίδια Παντελάκη μου" σε ποιον οφείλεται; Σίγουρα σε κάποιον κύριο, αλλά σε ποιόν; Τι ρόλο έπαιξαν οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές επί εποχής Όθωνα ώστε να βγει η φράση "Σιγά τον πολυέλαιο" 

Αρτζιμπούρτζι και λουλάς
Προέρχεται από το μεσαιωνικό ουσιαστικό αρτσιβούριον, κι αυτό από το αρμενικό arats-havoth = μηνυτής, αγελιαφόρος. Αναφέρεται στην πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, στη διάρκεια της οποίας οι Αρμένιοι ακολουθούν αυστηρότατη νηστεία Οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν με εχθρότητα αυτή τη συνήθεια, μάλιστα η μονή Μάμαντος επέμενε στην κατανάλωση αυγών και τυριού κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, για να διαχωριστεί από την αίρεση των Αρτζιβουρίων.
Η λέξη κατέληξε να γίνει συνώνυμη με την αταξία και την πλήρη ακαταστασία, γιατί οι Βυζαντινοί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την καθιέρωση αυτής της νηστείας, το έκαναν με πολλούς και συχνά παράλογους τρόπους με αποτέλεσμα να επικρατήσει σύγχυση. Αργότερα στο αρτζιμπούρτζι προστέθηκε η λέξη λουλάς για να ενταθεί εκφραστικά η σύγχυση.

πηγή:http://tisimainei.blogspot.com/
Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…
ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα
έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.
Βγήκε ασπροπρόσωπος
Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν έναν συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει.
Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει.  Όταν με τον καιρό
επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ότι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα. 
Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα.Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα. Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος». Αυτή είναι μια από τις επικρατέστερες εκδοχές, απ’ την οποία έμεινε ηφράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», που την λέμε σήμερα, όταν κάποιος βγαίνει αλώβητος από μια δοκιμασία, μια δύσκολη περιπέτεια, ένα μπλέξιμο. Λέμε επίσης και «τον έβγαλε ασπροπρόσωπο», εννοώντας πως κάποιος δικαιώνει κάποιον άλλον που πίστεψε σ’ αυτόν.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή ο κόπανος
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός
φοροεισπράκτορας, που γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου
ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα. 
Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες. Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι, πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση «Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος», που τη λέμε συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από τον Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανό του.
Πλήρωσε τα μαλιά της κεφαλής του
Οι φόροι πριν από τον 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους φόρους, υπήρξε και ένας τον οποίον πλήρωνα όσοι είχαν μακρυά…μαλλιά! Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (ραγιάς=υπόδουλος εκ της τουρκικής λέξεως “raya”) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από τον τελευταίο αυτόν φόρο, έμεινε παροιμιώδης η φράση «Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του», την οποία λέμε σήμερα για κάτι που πληρώνουμε πολύ ακριβά. 
Σιγά τον πολυέλαιο!
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ’ Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον
τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του ‘21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός
ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι
το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντάς το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και
κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».


Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!». Έτσι προέκυψε και η αντίστοιχη παροιμιώδης φράση, η οποία υποδηλώνει μια κατάσταση, συνήθως ανεπιθύμητη, η οποία παραμένει αμετάβλητη.
τα ίδια Παντελάκη μου.... 
Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε
Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που
γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
– Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό
φούρνους…
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
– Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!
– Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά; Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε», ή «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε» που τη λέμε σήμερα, άγνωστο γιατί, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.
Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον…δανείσει! Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του,πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει."Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει!" απάντησε ο προεστός του χωριού.  Όπως λένε,αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσιανείναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί».
πηγή:https://ex-amaxis.gr/










Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...