Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Ήλιος,το πιο λαμπρό αστέρι πηγή έμπνευσης στην ποίηση και τη μουσική...!

Το κάστρο και ο ήλιος”, Πάουλ Κλέε | Art Class Project

“Το κάστρο και ο ήλιος”, Πάουλ Κλέε


Έβλεπα τον ήλιο που ανέβαινε

και δε μου ’λειπε η ελπίδα.

Μα όλο και μ’ έδιωχναν

απ’ το φως της ημέρας

οι άνθρωποι…

Νικηφόρος Βρεττάκος (Απόσπασμα από το ποίημα «Το λυπημένο τραγούδι της νιότης μου» της Συλλογής «Οι γκριμάτσες του ανθρώπου» [1935]).


…Έρχεται ο ήλιος και ζωογονεί τη χτίση, ενώ διαλύεται κ’ η πιο άγρια συννεφιά… …και ο ήλιος, που συντηρεί του κόσμου την ελπίδα, δίχως να βγαίνει ρίχνει κάπου – κάπου το φως του σαν αριές χιονονιφάδες απάνω από τη θάλασσα… Νικηφόρος Βρεττάκος (Αποσπάσματα από το ποίημα «Το ταξίδι του Αρχάγγελου» της ομότιτλης Συλλογής [1938]).  




τα παιδιά ζωγραφίζουν στον τοίχο

Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος
1.Τάνια Τσανακλίδου
Τα παιδιά ζωγραφίζουν στον τοίχο
δυο καρδιές κι έναν ήλιο στη μέση.
Παίρνω φως απ' τον ήλιο και φτιάχνω την αγάπη
και μου λες πως σ' αρέσει.
Τα παιδιά τραγουδούν μες στους δρόμους
κι η φωνή τους τον κόσμο αλλάζει.
Τα σκοτάδια σκορπάνε κι η μέρα λουλουδίζει

 Ένα σύννεφο είν' η καρδιά μου

κι η ζωή μου γιορτή σε πλατεία.
Σ' αγαπώ κι ο απέραντος κόσμος πόσο μοιάζει
με μικρή πολιτεία.



Οδυσσέας Ελύτης – Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ/μόνον ετούτον αγαπώ!»
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ

κατηφοράει στο Ταίναρο

Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.


Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης (Ο ήλιος ο ηλιάτορας, Ίκαρος, 1971)

Μουσική: Δημήτρης Λάγιος Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος & Χορωδία Λαμίας ( Ντουέτο ) Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε χίλιους καπεταναίους τούς αλλάξαμε Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μέσ' στα όλα και περάσαμε Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

Ο ΗΛΙΟΣ

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Από τη μέση του εγκρεμού

στη μέση του άλλου πελάγου

κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Με τα μικρά χαμίνια του

καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές

που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς

και με τα κουκουρίκου τους!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εμείς ψωμί δεν έχουμε

και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φύγανε τα πουλιά γι' αλλού

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό

να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Τέσσερις μήνες χτίζουμε

και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά

στοιχίζει και μια φαμελιά.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Όνειρο πόκανα κρυφά

για τα παιδιά π' ανάθρεφα

Ποιος το 'λεγε πως θε να μου
τα στείλουνε του σκοτωμού.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Άλλος εβγήκε απ' τα βουνά

κι άλλος απ' τα πλεούμενα

με το πουκάμισο χακί

κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
το φως το κόκκινο έριξε

Πήραν να καίγονται οι κορφές
κι όλες οι πάνω γειτονιές.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ωρ' τι 'ναι τούτ' η αποκοτιά

βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά

Πουνέντε και Λεβάντε μου
ένα ραπόρτο κάντε μου.

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ
Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι
κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ

βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά

που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο

κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Παράπονα κι αθιβολές

γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

Γιόμα βράδυ μεσάνυχτα

κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ' αλώνια και στις εμπατές

ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί

στων αστεριών τη χόβολη

και τους μικρούς αγγέλους σταμ

ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

Καημέ που πάρα εβάρυνες
τον κόσμο δεν εμάρανες

Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου
οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ
για λόγου τραγουδά ολονώ.



ΚΟΡΙΤΣΙ

Δύο συ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε Μενεξέ

Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε

Χοπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά

πάνω στη βατομουριά

Το 'να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη

τ' άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει

ΧΟΡΟΣ
Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

ΑΝΕΜΟΙ
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά
Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ
Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά
ΧΟΡΟΣ
Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

ΑΝΕΜΟΙ
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά
Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ
Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.



Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.


Στου ήλιου τ' αλώνι - Δήμητρα Γαλάνη Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Στίχοι: Νίκος Γκάτσος. Από το δίσκο: Της γης το χρυσάφι. Στου ήλιου τ' αλώνι αυγή ξημερώνει κι εσύ με τη νύχτα καρδιά μου πολεμάς χτυπά μια καμπάνα, μην κλαις δόλια μάνα της γης το χρυσάφι δεν ήτανε για μας. Πού πάτε καράβια και τρένα κι αδέρφια μου εσείς πικραμένα γιατί με ξεχάσατε εμένα στην έρμη του κόσμου γωνιά. Χτυπά μια καμπάνα, μην κλαις δόλια μάνα της γης το χρυσάφι δεν ήτανε για μας αυγή ξημερώνει στου ήλιου τ' αλώνι κι εσύ με τη νύχτα πολεμάς. Στου ήλιου την πέτρα τα δάκρυά σου μέτρα και πάψε καρδιά μου χαρά να καρτερείς σταμάτα καμπάνα, μην κλαις δόλια μάνα της μοίρας το δρόμο ν' αλλάξεις δε μπορείς. Πού πάτε καράβια και τρένα κι αδέρφια μου εσείς πικραμένα γιατί με ξεχάσατε εμένα στην έρμη του κόσμου γωνιά. Σταμάτα καμπάνα, μην κλαις δόλια μάνα της μοίρας το δρόμο ν' αλλάξεις δε μπορείς τα δάκρυά σου μέτρα στου ήλιου την πέτρα και πάψε χαρά να καρτερείς.

Κ. Π. Καβάφης - Ο ήλιος του απογεύματος


«Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.

A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.

Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί•
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά• όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε•
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι•
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.

…Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο … Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.»



Μουσική: Νότης Μαυρουδής Στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος Ερμηνεία: Αλεξάνδρα 'Ζωγραφιές απ' το Θεόφιλο', 1976 _________________ Ήλιε, πουλάρι μου καλό για στάσου σε παρακαλώ Ήλιε, σε πίνω και μεθώ τη νύχτα πώς να κοιμηθώ Ήλιε, κρυφά θροΐσματα και γλυκοψιθυρίσματα Ήλιε, ξαπλώνω και κοιτώ τον κόσμο τον πελεκητό Ήλιε, με το χρυσό σκουφί του παραδείσου η οροφή Ήλιε, βαθιά... Ήλιε μου, κάνω υπομονή το πρόσωπό σου να φανεί Ήλιε, αντάρτη τ' ουρανού έχε κι εμένανε στο νου Ήλιε, κρυφά...

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ - Κορίτσι μου σαρακηνό


«Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
ο 
ήλιος που δένει τους καρπούς,
που σφίγγει το στάρι μες στα στάχια,

που ακονίζει τον αθέρα του σίδερου,
έπλασε και το έκπαγλο κορμί σου και τα πάμφωτα μάτια σου,
έπλασε και το στόμα σου με το νερένιο χαμόγελο.
Σκοτεινός, νυχτερινός ο ήλιος νανουρίζεται στους βοστρύχους
της αράπικης χαίτης σου, όταν ανοίγεις εσύ την αγκάλη σου.
Παίζεις με τον ήλιο σα να είναι ρυάκι που κυλάει
κι εκείνος σου αφήνει στα μάτια σου δυο σκούρους νερόλακκους.
Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
τίποτα εδώ δεν με οδηγεί κοντά σου.
Σα πάντα σου με διώχνουνε μακριά, σαν σε καταμεσήμερο.
Είσαι η αλλοπαρμένη νιότη της μέλισσας.
η μέθη των κυμάτων, η ρώμη του καρπισμένου σταχιού.
Η έρημη καρδιά μου σ’ αναζητάει, χωρίς βαρκούλα και πανί.
το αγαπάω εγώ το έκπαγλο σώμα σου,
τη γλυκιά, την απαλή φωνή σου.
Σαρακηνή μου πεταλούδα εσύ, θωπευτική και άτρεπτη
σαν τα γεννήματα και σαν τον ήλιο, σαν παπαρούνα και σα νερό.»

Γιώργος Σεφέρης - Ο δικός μας ήλιος

Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε
ποιός υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιός πεθαίνει;
Μια γυναίκα φώναζε χτυπώντας το στεγνό στήθος της: «Δειλοί
μου πήραν τα παιδιά μου και τα κομμάτιασαν, σεις τα σκοτώσατε
κοιτάζοντας με παράξενες εκφράσεις το βράδυ τις πυγολαμπίδες
αφηρημένοι μέσα σε μια τυφλή συλλογή».
Το αίμα στέγνωνε πάνω στο χέρι που το πρασίνιζε ένα δέντρο
ένας πολεμιστής κοιμότανε σφίγγοντας τη λόγχη που του φώτιζε το πλευρό.
Ήταν δικός μας ο ήλιος, δε βλέπαμε τίποτε πίσω από τα χρυσά κεντίδια1
αργότερα ήρθαν οι μαντατοφόροι λαχανιασμένοι βρόμικοι
τραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητες
είκοσι μερόνυχτα πάνω στη στέρφα γης και μόνο αγκάθια
είκοσι μερόνυχτα νιώθοντας ματωμένες τις κοιλιές των αλόγων
κι ούτε στιγμή να σταματήσουν για να πιουν το νερό της βροχής.
Είπες να ξεκουραστούν πρώτα κι έπειτα να μιλήσουν, σε είχε θαμπώσει το φως.
Ξεψύχησαν λέγοντας: «Δεν έχουμε καιρό» γγίζοντας κάτι αχτίδες·
ξεχνούσες πως κανείς δεν ξεκουράζεται.
Ούρλιαζε μια γυναίκα: «Δειλοί» σαν το σκυλί τη νύχτα
θα ήταν ωραία κάποτε σαν εσένα
με στόμα υγρό, τις φλέβες ζωντανές κάτω απ’ το δέρμα
με την αγάπη.
Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μας· τον κράτησες ολόκληρο δε θέλησες να μ’ ακολουθήσεις
κι έμαθα τότε αυτά τα πράγματα πίσω από το χρυσάφι και το μετάξι·
δεν έχουμε καιρό. Σωστά μιλήσαν οι μαντατοφόροι.




Αγγελος Σικελιανός - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα·
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·

σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

Ομπρός, οι δημιουργοί!... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα...
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα,
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!...

Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση·
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!...
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα!

Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι...
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου...
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη...
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει,
και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα πέρατα της Οικουμένης...

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος...
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα·
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»





Το χάραμα επήρα του Ήλιου το δρόμο κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο κι απ' όπου χαράζει ως όπου βυθά Παράμερα στέκει ο άντρας, και κλαίει αργά το τουφέκι σηκώνει, και λέει: Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ Της μάνας ως λαύρα τα τέκνα τριγύρου φθαρμένα και μαύρα σαν ήσκιους ονείρου λαλεί το πουλάκι στου πόνου τη γη και βρίσκει σπυράκι και μάννα φθονεί

Διονύσιος Σολωμός - Ελεύθεροι πολιορκημένοι

Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,

Κρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο
Κι απ’ όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.


"Στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.
Παλληκαρά και μορφονιέ, γεια σου, Καλέ, χαρά σου".
"Μ΄ όλο που τότ΄ ασάλευτος στο νου μ΄ ο νιος εστήθη
Κι΄ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη".
(Ελεύθεροι Πολιορκημένοι - β΄ σχεδίασμα)

 Αλλ' ήλιος, αλλ' αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα παλικάρια τα καλά, μ' απάνου τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει 


Γιάννης Ρίτσος (απόσπασμα απ' το ποίημα Ρωμιοσύνη)

I

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.



Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.

Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.

Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

VI

Ἔτσι μὲ τὸν ἥλιο κατάστηθα στὸ πέλαγο ποὺ ἀσβεστώνει τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ τῆς μέρας
λογαριάζεται διπλὰ καὶ τρίδιπλα τὸ μαντάλωμα καὶ τὸ βάσανο τῆς δίψας
λογαριάζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ἡ παλιὰ λαβωματιὰ
κ᾿ ἡ καρδιὰ ξεροψήνεται στὴν κάψα σὰν τὰ βατικιώτικα κρεμμύδια μπρὸς στὶς πόρτες.

Ὅσο πᾶνε τὰ χέρια τους μοιάζουνε πιότερο τὸ χῶμα
ὅσο πᾶνε τὰ μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τὸν οὐρανό.

Ἀδείασε τὸ κιοῦπι μὲ τὸ λάδι. Λίγη μοῦργα στὸν πάτο. Κι ὁ ψόφιος ποντικός.
Ἀδείασε τὸ κουράγιο τῆς μάνας μαζὶ μὲ τὸ πήλινο κανάτι καὶ τὴ στέρνα.
Στυφίζουν τὰ οὖλα της ἐρμιᾶς ἀπ᾿ τὸ μπαροῦτι.

Ποῦ λάδι τώρα πιὰ γιὰ τὸ καντῆλι τῆς Ἁγιὰ-Βαρβάρας
ποῦ δυόσμος πιὰ νὰ λιβανίσει τὸ μαλαματένιο κόνισμα τοῦ δειλινοῦ
ποῦ μία μπουκιὰ ψωμὶ γιὰ τὴ βραδιά-ζητιάνα νὰ σοῦ παίξει τὴν ἀστρομαντινάδα της στὴ λύρα.

Στὸ πάνου κάστρο τοῦ νησιοῦ στοιχειῶσαν οἱ φραγκοσυκιὲς καὶ τὰ σπερδούκλια.
Τὸ χῶμα ἀνασκαμμένο ἀπὸ τὸ κανονίδι καὶ τοὺς τάφους.
Τὸ γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο μὲ οὐρανό. Δὲν ἔχει πιὰ καθόλου τόπο
γιὰ ἄλλους νεκρούς. Δὲν ἔχει τόπο ἡ λύπη νὰ σταθεῖ νὰ πλέξει τὰ μαλλιά της.

Σπίτια καμένα ποὺ ἀγναντεύουν μὲ βγαλμένα μάτια τὸ μαρμαρωμένο πέλαγο
κ᾿ οἱ σφαῖρες σφηνωμένες στὰ τειχιὰ
σὰν τὰ μαχαίρια στὰ παΐδια τοῦ Ἁγίου ποὺ τὸν δέσανε στὸ κυπαρίσσι.

Ὅλη τὴ μέρα οἱ σκοτωμένοι λιάζονται ἀνάσκελα στὸν ἥλιο.
Καὶ μόνο σὰ βραδιάζει οἱ στρατιῶτες σέρνονται μὲ τὴν κοιλιὰ στὶς καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν μὲ τὰ ρουθούνια τὸν ἀγέρα ἔξω ἀπ᾿ τὸ θάνατο
ψάχνουνε τὰ παπούτσια τοῦ φεγγαριοῦ μασουλώντας ἕνα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπᾶν μὲ τὴ γροθιὰ τὸ βράχο μήπως τρέξει ὁ κόμπος τοῦ νεροῦ
μὰ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ τοῖχος εἶναι κούφιος
καὶ ξανακοῦν τὸ χτύπημα μὲ τοὺς πολλοὺς γύρους ποὺ κάνει ἡ ὀβίδα πέφτοντας στὴ θάλασσα
κι ἀκοῦν ἀκόμα μία φορὰ τὸ σκούξιμο τῶν λαβωμένων μπρὸς στὴν πύλη.
Ποῦ νὰ τραβήξεις; Σὲ φωνάζει ὁ ἀδερφός σου.

Χτισμένη ἡ νύχτα ὁλόγυρα ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους ξένων καραβιῶν.
Κλεισμένοι οἱ δρόμοι ἀπ᾿ τὰ ντουβάρια.
Μόνο γιὰ τὰ ψηλὰ εἶναι ἀκόμα δρόμος.
Κι αὐτοὶ μουντζώνουν τὰ καράβια καὶ δαγκώνουνε τὴ γλῶσσα τους
ν᾿ ἀκούσουνε τὸν πόνο τους ποὺ δὲν ἔγινε κόκκαλο.

Ἀπάνω στὰ μεντένια οἱ σκοτωμένοι καπετάνιοι ὀρθοὶ φρουροῦν τὸ κάστρο.
Κάτου ἀπ᾿ τὰ ροῦχα τους λυώνουν τὰ κρέατά τους. Ἐι, ἀδέρφι, δὲν ἀπόστασες;
Μπουμπούκιασε τὸ βόλι μέσα στὴν καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στὴ μασκάλη τοῦ ξερόβραχου,
ἀνάσα-ἀνάσα ἡ μοσκοβόλια λέει τὸ παραμύθι - δὲ θυμᾶσαι;
δοντιὰ-δοντιὰ ἡ λαβωματιά σου λέει τὴ ζωή,
τὸ χαμομήλι φυτρωμένο μὲς στὴ λίγδα τοῦ νυχιοῦ σου στὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ ποδαριοῦ
σοῦ λέει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.

Πιάνεις τὸ χέρι. Εἶναι δικό σου. Νοτισμένο ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα.
Δικιά σου ἡ θάλασσα. Σὰν ξερριζώνεις τρίχα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τῆς σιωπῆς
στάζει πικρὸ τὸ γάλα τῆς συκιᾶς. Ὅπου καὶ νᾶσαι ὁ οὐρανὸς σὲ βλέπει.
Στρίβει στὰ δάχτυλά του ὁ ἀποσπερίτης τὴν ψυχή σου σὰν τσιγάρο
ἔτσι νὰ τὴ φουμάρεις τὴν ψυχή σου ἀνάσκελα
βρέχοντας τὸ ζερβί σου χέρι μὲς στὴν ξαστεριὰ
καὶ στὸ δεξί σου κολλημένο τὸ ντουφέκι-ἀρραβωνιαστικιά σου
νὰ θυμηθεῖς πὼς ὁ οὐρανὸς ποτέ του δὲ σὲ ξέχασε
ὅταν θὰ βγάζεις ἀπ᾿ τὴ μέσα τσέπη τὸ παλιό του γράμμα
καὶ ξεδιπλώνοντας μὲ δάχτυλα καμένα τὸ φεγγάρι θὰ διαβάζεις λεβεντιὰ καὶ δόξα.

Ὕστερα θ᾿ ἀνεβεῖς στὸ ψηλὸ καραοῦλι τοῦ νησιοῦ σου
καὶ βάζοντας καψοῦλι τὸ ἄστρο θὰ τραβήξεις μία στὸν ἀέρα
πάνου ἀπὸ τὰ τειχιὰ καὶ τὰ κατάρτια
πάνου ἀπὸ τὰ βουνὰ ποὺ σκύβουν σὰ φαντάροι πληγωμένοι
ἔτσι μόνο καὶ μόνο νὰ χουγιάξεις τὰ στοιχειὰ καὶ νὰ τρυπώσουν στὴν κουβέρτα τοῦ ἴσκιου -
θὰ ρίξεις μίαν ἴσα στὸν κόρφο τ᾿ οὐρανοῦ νὰ βρεῖς τὸ γαλανὸ σημάδι
σάμπως νὰ βρίσκεις πάνου ἀπ᾿ τὸ πουκάμισο τὴ ρώγα τῆς γυναίκας ποὺ αὔριο θὰ βυζαίνει τὸ παιδί σου
σάμπως νὰ βρίσκεις ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια τὸ χεροῦλι τῆς ἐξώπορτας τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ σου.







Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Το αρχαιότερο τραγούδι είναι ελληνικό...!

Seikilos score.svg
Φωτό: από την https://el.wikipedia.org/

Όσο ζεις λάμπε,καθόλου μη λυπάσαι.Για λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του".


Κι όμως, το αρχαιότερο τραγούδι είναι ελληνικό που έχει διασωθεί ολόκληρο και μπορούμε να τ' ακούσουμε. Είναι ο “Επιτάφιος” σε στίχο και μουσική του Μικρασιάτη Σείκιλου.



Επιτάφιος του Σείκιλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Σείκιλος έζησε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας κατά το 200 μ.Χ. Είναι γνωστός για το αρχαιότερο παγκοσμίως γνωστό τραγούδι, του οποίου σώζονται πλήρως και οι στίχοι και η μουσική.

Η μουσική στήλη

Ο Σείκιλος έγραψε το τραγούδι του μετά το 200 μ.Χ. σε επιτύμβια κυλινδρική στήλη που έχει ύψος 40 εκατοστά και περιέχει στην κοινή ελληνική της ελληνιστικής εποχής ένα επίγραμμα δώδεκα λέξεων και ένα μέλος (τραγούδι) δεκαεφτά λέξεων μαζί με τη μουσική του. Στην κορυφή της στήλης, το επίγραμμα αναφέρει τον άνθρωπο που το έγραψε, καθώς και το σκοπό για τον οποίο το έγραψε:

ΕΙΚΩΝ Η ΛΙΘΟΣ ΕΙΜΙ. ΤΙΘΗΣΙ ΜΕ ΣΕΙΚΙΛΟΣ ΕΝΘΑ ΜΝΗΜΗΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥ ΣΗΜΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΝ (Εγώ η πέτρα είμαι μια εικόνα. Με έβαλε εδώ ο Σείκιλος ως διαχρονικό σήμα αθάνατης μνήμης).

Στη μέση υπάρχουν οι στίχοι του τραγουδιού μαζί με τα σύμβολα της μελωδίας, η οποία είναι του λεγόμενου φρυγικού τύπου:

ΟΣΟΝ ΖΗΣ ΦΑΙΝΟΥ,
ΜΗΔΕΝ ΟΛΩΣ ΣΥ ΛΥΠΟΥ.
ΠΡΟΣ ΟΛΙΓΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΖΗΝ,
ΤΟ ΤΕΛΟΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΑΙΤΕΙ.

Απόδοση στη νέα Ελληνική
Όσο ζεις λάμπε,
καθόλου μη λυπάσαι.
Για λίγο διαρκεί η ζωή,
ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του.

( Και σε λογοτεχνική μετάφραση του Σωτήρη Κακίση :

Γέλα και γλέντα όσο ζεις,

η λύπη μη σε παίρνει.

Γιατί είναι λίγη η ζωή,

κι ο χρόνος την τελειώνει. )

Ο «επιτάφιος» του Σείκιλου, σε αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία.

Στο κάτω μέρος της στήλης αναγράφεται η αφιέρωση ΣΕΙΚΙΛΟΣ ΕΥΤΕΡΠΗΙ (Ο Σείκιλος στην Ευτέρπη), αλλά δεν γίνεται κατανοητό εάν πρόκειται για τη σύζυγο, την ερωμένη, τη φίλη, την αδελφή ή την κόρη του, ή και απλώς την Μούσα της μουσικής. Το μήνυμα αυτό αντιστοιχεί στο επικούρειο απόφθεγμα «όσο ζούμε πρέπει να χαιρόμαστε όπως οι θεοί» γιατί ο θάνατος είναι το τέλος και δεν υπάρχει συνέχεια. Εμφανώς επικούρεια είναι όλα τα αναφερόμενα συστατικά του μέλους: η ηδονή της ζωής, η αταραξία, καθώς και το τελικό όριο της ζωής, ο θάνατος.

Η επιτύμβια στήλη ανακαλύφθηκε το 1883 στην τουρκική πόλη Αϊδίνιο, όπως είναι το σύγχρονο όνομα των αρχαίων Τράλλεων. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922 η στήλη χάθηκε και πολλά χρόνια αργότερα ξαναβρέθηκε σε έναν κήπο τουρκικού σπιτιού. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού είχε κόψει τη βάση της στήλης για να την χρησιμοποιήσει ως βάζο για λουλούδια. Σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας στην Κοπεγχάγη. Πιστά αντίγραφά του υπάρχουν σε διάφορα μουσεία.


πηγή:https://el.wikipedia.org/wiki



Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Αρχαία Γέρασα, η ελληνική πόλη στην Ιορδανία, που μετονομάστηκε σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ.

 

φωτό: από ένα οδοιπορικό μου στην Ιορδανία κάποια Χριστούγεννα

Αρχαία Γέρασα, η αρχαία ελληνική πόλη στην Ιορδανία που μετονομάστηκε σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ. Η πόλη που εξαιτίας του πλούτου της την αποκαλούσαν “Πομπηία της Μέσης Ανατολής”, που υπήρχε περιβαλλοντική μέριμνα και επιβάλλονταν πρόστιμα σε όποιον την ρύπαινε.

φωτό: από ένα οδοιπορικό μου στην Ιορδανία κάποια Χριστούγεννα


φωτό: από ένα οδοιπορικό μου στην Ιορδανία κάποια Χριστούγεννα


Η Γέρασα ήταν σπουδαία αρχαία ελληνική πόλη στη Δεκάπολη της Κοίλης Συρίας. Βρισκόταν μεταξύ της Πέλλας και της Φιλαδέλφειας. Ήταν κτισμένη στις όχθες του ποταμού Χρυσορρόα (σημ. Barada).

Ο πλούτος της πόλης έμεινε στην ιστορία, ώστε να ονομάζεται "Πομπηία της Μέσης Ανατολής". Ο ιστορικός των Ελληνιστικών χρόνων Πολύβιος παρομοιάζει με στρατόπεδο (δύο κύριες λεωφόροι που την χώριζαν σε σχήμα σταυρού, σε τετράγωνα, τερμάτιζαν σε πύλες. Η Αγορά βρισκόταν στην μια πλευρά του κυρίου δρόμου, αλλά ποτέ πάνω σε αυτόν. Στις πλευρές της είχε στοές και άλλα δημόσια κτήρια. Η τέταρτη πλευρά της ήταν ανοικτή στον κύριο δρόμο. Οι δρόμοι είχαν ωραία πλακόστρωση κι αυστηρά πρόστιμα επιβάλλονταν για την ρύπανσή τους). Πράγματι η Γέρασα είχε δύο κάθετους, προς την κεντρική λεωφόρο δρόμους, οι οποίοι χώριζαν την πόλη σε 6 μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα. Η κεντρική λεωφόρος φέρει διπλή επιβλητική κορινθιακή κιονοστοιχία και ωραίο πλακόστρωτο που ακόμη σώζεται σε καλή κατάσταση.

Αρχαίες ελληνικές επιγραφές από την πόλη, αλλά και φιλολογικές μαρτυρίες τόσο του Ιαμβίχου, όσο και του Μεγάλου Ετυμολογικού, συνδέουν την ίδρυση των Γεράσων με τον Μεγάλο Αλέξανδρο, ή τον στρατηγό του, Περδίκκα, που εγκατέστησε εκεί παλαίμαχους Μακεδόνες στρατιώτες. Το γεγονός αυτό θα έλαβε χώρα κατά την άνοιξη του 331 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έφυγε από την Αίγυπτο, διέτριψε στην Συρία και μετά κατευθύνθηκε για τη Μεσοποταμία. Το γεγονός αυτό συνδέεται με την επανάσταση των Σαμαρειτών οι οποίοι έκαψαν ζωντανό τον Μακεδόνα στρατηγό Ανδρόμαχο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς τους τιμώρησε ξανακτίζοντας τη Σαμάρεια ως ελληνική πόλη. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η περιοχή περιήλθε στον Πτολεμαϊκό έλεγχο και με τη μάχη του Πανείου (198 π.Χ.) στους Σελευκίδες. Κατά την συνήθεια των Ελλήνων ηγεμόνων της Συρίας, η Γέρασα μετονομάστηκε στο εξής σε Αντιόχεια η επί Χρυσορρόη ποταμώ. Πιθανόν να την ξαναέκτισε ή ο Αντίοχος Γ' ο Μέγας μετά την μάχη του Πανείου, ή ο Αντίοχος Δ' Επιφανής που προήλασε ως την Αίγυπτο.

πηγή:https://el.wikipedia.org/




Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Ραλλού Καρατζά,Ισαβέλλα Θεοτόκη-Albriggi,Πετρεττίνι Μαρία, Ελληνίδες της διασποράς

φωτο: https://www.searchculture.gr/
Ελληνίδες της διασποράς που με την παιδεία τους διακρίθηκαν και τις τίμησε η Ευρώπη. Ελληνίδες που έδωσαν για την πατρίδα τους νου, ψυχή, πλούτη και δράση. Ελληνίδες όπως η Ραλλού Καρατζά , η πρωτοπόρος σκηνοθέτης που δημιουργεί το 1817 στο Βουκουρέτσι το θεατράκι της "Ερυθράς Κρήνης". Η Ισαβέλλα Θεοτόκη-Albriggi η ξενιτεμένη Ελληνίδα Κερκυραία συγγραφέας που ανέπτυξε πολύχρονη φιλία με τον λόρδο Βύρωνα.Η Πετρεττίνη Μαρία, η διανοούμενη και  πεζογράφος. που το έργο της επαινέθηκε έχοντας μεγάλη απήχηση στους Ιταλικούς πνευματικούς κύκλους.

















Τα παρακάτω κείμενα είναι απ' το βιβλίο της Αγγελικής Στεργίου Ελληνίδες της Διασποράς, εκδοτικός οίκος ΑΝΔΡΟΝΑΚΗ.


























































































πηγή: Ελληνίδες της Διασποράς,  βιβλίο της Αγγελικής Στεργίου,εκδοτικός οίκος ΑΝΔΡΟΝΑΚΗ.






































































Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

"Έρως ανίκατε μάχαν..."Έρωτες ανεκπλήρωτοι στην ελληνική μυθολογία

Ο Έρως με δάδα στραμμένη προς τα κάτω,
ως σύμβολο του θανάτου,
100-200 μ.Χ.,
 
Ασμόλειο μουσείο
από την ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

"Έρως ανίκατε μάχαν, Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις, ός εν μαλακαίς παρειαίς νεάνιδος εννυχεύεις, φοιτάς δ” υπερπόντιος εν τ” αγρονόμοις αυλαίς· καί σ” ούτ” αθανάτων φύξιμος ουδείς ούθ” αμερίων σέ γ” ανθρώπων..."

"Έρωτα ανίκητε στη μάχη  Έρωτα, ανίκητε σε κάθε μάχη, συ που κυριαρχείς όπου κι αν πατήσεις, συ που ξενυχτάς τα κορίτσια με τα τρυφερά μάγουλα, που δρασκελάς πάν' από θάλασσες και τρυπώνεις στους κήπους, κανείς δε γλυτώνει από εσένα, μήτε Θεός μήτε θνητός..." Από την "Αντιγόνη" του Σοφοκλή

Έρωτες...έρωτες μεγάλοι,  ανεκπλήρωτοι , μοιραίοι...
Έρως και Ψυχή, Σελήνη και Ενδυμίων, Λήδα και Κύκνος, Ορφέας και Ευριδίκη. 
Η ελληνική μυθολογία γεμάτη από μύθους ευφάνταστους και γοητευτικούς. Μύθοι με κατορθώματα θνητών και θεών, με ιστορίες αγάπης και έρωτα μυθικών ζευγαριών...Στον ουρανό κάθε αστερισμός και μια μυθική μορφή...





φωτο από Βικιπαίδεια
Μύθος Έρως και Ψυχή:
Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω.

Η απότομα ξεχασμένη Αφροδίτη ήταν εξαγριωμένη με την Ψυχή, ακόμα και αν το κορίτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ότι συνέβαινε. Κάλεσε τον γιο της, Έρωτα (σε αυτόν τον μύθο παρουσιάζεται ως όμορφος νέος) και του έδωσε εντολή να κάνει την Ψυχή να ερωτευθεί τον κατώτερο και πιο αξιοκαταφρόνητο άνδρα που θα μπορούσε να βρει.

Στο μεταξύ η Ψυχή υπέφερε τρομακτικά από την αφοσίωση που συσσωρεύτηκε επάνω της. Τη λάτρευαν και την εγκωμίαζαν, αλλά κανένας δεν τολμούσε να την ζητήσει σε γάμο γιατί ο Έρωτας είχε δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών ώστε να μην την επιθυμούν. Ενώ οι μεγαλύτερες αδερφές της έκαναν ευτυχισμένους γάμους με όμορφους πρίγκιπες, η αξιολύπητη Ψυχή καθόταν μόνη στο σπίτι, αναθεματίζοντας μυστικά την ομορφιά της. Ο πατέρας της συμβουλεύτηκε ένα μαντείο του θεού Απόλλωνα που τον καθοδήγησε να πάρει την Ψυχή, ντυμένη με νυφικό φόρεμα, σε ένα υψηλό βουνό όπου έπρεπε να περιμένει την άφιξη του γαμπρού. Σύμφωνα με τον χρησμό, αυτός θα ήταν ένας δράκος που πετούσε φωτιές και γέμιζε με τρόμο ακόμα και τους θεούς.
Τρομαγμένος ο πατέρας της Ψυχής υπάκουσε στις συμβουλές του χρησμού και με διάθεση γενικού πένθους, το κορίτσι οδηγήθηκε μακριά από το σπίτι της. Η Ψυχή προσπάθησε να παρηγορήσει τους γονείς της, αλλά παρέμειναν συντετριμμένοι στο θλιβερό παλάτι τους. Η ίδια η Ψυχή περίμενε στο ψηλό βουνό κλαίγοντας, αλλά ο Ζέφυρος, ο ευγενής δυτικός άνεμος, τη σήκωσε και τη μετέφερε σε μια όμορφη κοιλάδα όπου έπεσε σε βαθύ ύπνο πάνω στο φρέσκο γρασίδι.
Όταν ξύπνησε, ανακάλυψε ένα ωραίο δάσος, μια πηγή που έβγαζε καθαρά νερά και ένα εκθαμβωτικό παλάτι χτισμένο από τους θεούς οι τοίχοι του οποίου ήταν διακοσμημένοι με σκαλίσματα που αναπαριστούσαν όλα τα είδη άγριων ζώων. Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με θαυμάσια ψηφιδωτά και άλλοι τοίχοι ήταν από ατόφιο χρυσάφι, που σήμαινε ότι ακόμα και όταν δεν έλαμπε ο ήλιος, το παλάτι λουζόταν από ένα χρυσό φως.
Η Ψυχή μπήκε στο παλάτι διστακτικά και την περιποιήθηκαν αόρατοι υπηρέτες. Πήρε έναν σύντομο ύπνο, έκανε μπάνιο και απόλαυσε ένα νόστιμο γεύμα και ευχάριστη μουσική. Εκείνη τη νύχτα ένας άγνωστος άντρας την επισκέφτηκε και έσμιξε μαζί της στο κρεβάτι. Η Ψυχή φοβήθηκε μέχρι θανάτου, αλλά ο άγνωστος τη μεταχειρίσθηκε τρυφερά, αν και εξαφανίστηκε πριν από το φως της ημέρας. Επέστρεφε κάθε νύχτα και η Ψυχή μαγευόταν όλο και περισσότερο από τον έρωτά του.
Στο μεταξύ, οι αδελφές της Ψυχής θλιβόταν τόσο πολύ για τους γονείς τους που άρχισαν να την αναζητούν. Ο σύζυγος της Ψυχής την προειδοποίησε ότι οι αδερφές της πλησίαζαν στο παλάτι και της συνέστησε να τις αγνοήσει. Διαφορετικά θα έβλαπταν τον ίδιο και θα προκαλούσαν την καταστροφή της.Αρχικώς, η Ψυχή συμφώνησε να υπακούσει στις επιθυμίες του, αλλά ένιωθε βαθιά απόγνωση στη σκέψη να μεταχειριστεί τις αδερφές της τόσο σκληρόκαρδα. Ο σύζυγός της τη λυπήθηκε και της επέτρεψε να υποδεχτεί τις αδελφές της, να τους μιλήσει και να τους δώσει δώρα. Της είπε, ωστόσο, ότι εάν ρωτούσαν ποιος ήταν, αυτή δεν έπρεπε να το συζητήσει και να μη προσπαθήσει να ανακαλύψει την ταυτότητά του ούτε η ίδια. Αυτό θα ήταν καταστρεπτική ενέργεια και θα σήμαινε το τέλος της αγάπης τους. Η Ψυχή τον ευχαρίστησε, του είπε ότι δεν ήθελε να τον χάσει με κανένα τρόπο και του ζήτησε να κανονίσει ώστε ο Ζέφυρος να φέρει τις αδελφές της στο παλάτι.Ο Έρως, που ήταν ο μυστικός εραστής της Ψυχής, ικανοποίησε το αίτημά της και κράτησε την υπόσχεσή του. Η Ψυχή δέχτηκε με ενθουσιασμό τις αδελφές της στο παλάτι της, και όταν μια από αυτές επέμενε να ρωτάει για την ταυτότητα του συζύγου της, απλώς απάντησε ότι ήταν ένας νέος όμορφος άντρας που περνούσε πάντα την ημέρα του κυνηγώντας. Φορτωμένες με θαυμάσια κοσμήματα, οι αδελφές της πήγαν στα σπίτια τους όπου άρχισε να τις τρώει φοβερή ζήλια. Η νεότερη αδελφή τους είχε γίνει ξαφνικά πάρα πολύ πλούσια και είχε επίσης βρει έναν απίστευτα όμορφο άνδρα, ενώ αυτές είχαν φορτωθεί με άσχημους, γέρους και ασθενικούς συζύγους.
Οι αδελφές αποφάσισαν να δώσουν στην Ψυχή ένα σκληρό μάθημα. Ο Έρως, που ακόμα η Ψυχή δεν γνώριζε ότι αυτός είναι ο εραστής της, επανέλαβε την προειδοποίησή του για τις αδερφές της και έπειτα της είπε ότι αυτή ήταν έγκυος. Εάν δεν έλεγε τίποτα στις αδερφές της, θα γεννούσε ένα θείο μωρό, διαφορετικά το παιδί θα ήταν ένας κοινός θνητός. Η Ψυχή είχε εκσταστιαστεί με αυτά τα νέα, αλλά δεν πήρε στα σοβαρά την προειδοποίηση ότι οι αδελφές της δεν έρχονται με καλό σκοπό.
Βαθμιαίως, χρησιμοποιώντας δόλια τεχνάσματα, οι αδελφές της κατόρθωσαν να κερδίσουν τη συμπάθειά της και εκείνη, ξεχνώντας το ψέμα που τους είχε πει την προηγούμενη φορά, ότι ο άντρας της ήταν ένας ευκατάστατος πωλητής, αν και αρκετά ηλικιωμένος. Οι αδελφές της, ακόμα πιο ζηλόφθονες, και κορόιδεψαν την Ψυχή ότι ένας χρησμός τους είχε πει πως ο σύζυγός της ήταν στην πραγματικότητα ένας δράκος που θα την καταβρόχθιζε όταν γεννούσε το παιδί της. Η αφελής Ψυχή έχασε εντελώς το θάρρος της έπειτα από αυτό, παραδέχτηκε ότι δεν ήξερε ποιος ήταν ο σύζυγός της και ικέτεψε τις αδελφές την να την βοηθήσουν. Τη συμβούλεψαν να έχει ένα αιχμηρό μαχαίρι έτοιμο δίπλα στο κρεβάτι της και να κρύψει εκεί και ένα κερί. Μόλις ο σύζυγός της αποκοιμιόταν, θα έπρεπε να το κρατήσει ψηλά και να δει αν όσα της είπαν ήταν αληθινά. Εάν ήταν έτσι, θα έπρεπε να τον καρφώσει με το μαχαίρι. Έπειτα οι αδελφές της θα την έπαιρνα από το παλάτι και θα κανόνιζαν να παντρευτεί με ένα θνητό.
Η Ψυχή αποφάσισε να το δοκιμάσει, αλλά όταν κοίταξε τον σύζυγό της κάτω από το φως του κεριού είδε ότι ο άντρας της ήταν ο ίδιος ο φτερωτός Έρωτας. Το τόξο και τα βέλη του ήταν δίπλα στο κρεβάτι. Από περιέργεια η Ψυχή ακούμπησε ένα από τα βέλη του και πληγώθηκε από την άκρη του, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον Έρωτα σφόδρα. Ωστόσο το κερί έσταξε πάνω στον ώμο του κοιμισμένου Έρωτα ο οποίος ξύπνησε ξαφνιασμένος και πέταξε μακριά, εξαγριωμένος με την Ψυχή που δεν κράτησε το λόγο της. Εκείνη πρόλαβε να πιαστεί από το πόδι του και υψώθηκε στον αέρα μαζί του.Όταν η εξάντληση την ανάγκασε να τον αφήσει, ο Έρως αναγνώρισε ότι δεν είχε πραγματοποιήσει τις οδηγίες της μητέρας του κατά γράμμα, είχε πληγωθεί από τα βέλη του και επομένως ερωτεύτηκε απελπισμένα την Ψυχή. Κατάλαβε ότι οι αδελφές της την παραπλάνησαν και αποφάσισε να τις τιμωρήσει. Πέταξε έπειτα μακριά και άφησε την Ψυχή στην ερημιά. Ο Πάν, θεός της φύσης, τη λυπήθηκε και τη συμβούλεψε να προσπαθήσει να κερδίσει ξανά την εύνοια του Έρωτα.
Η Ψυχή ακολούθησε ένα μεγάλο μονοπάτι και βρέθηκε σε μια πόλη όπου κυβερνούσε ο σύζυγος μιας από τις αδελφές της. Είπε στην αδελφή της τι είχε συμβεί αλλά τελείωσε την ιστορία της λέγοντας ότι ο Έρωτας ήθελε τώρα να παντρευτεί αυτή την αδελφή. Εκείνη τρελάθηκε από επιθυμία, επινόησε μια δικαιολογία για το σύζυγό της και έτρεξε στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου είχε αφεθεί αρχικώς η Ψυχή. Ρίχτηκε στο κενό με την ελπίδα ότι ο Έρωτας θα την έπιανε, αλλά έγινε κομμάτια και την έφαγαν τα πουλιά και τα ζώα που τρώνε ψοφίμια. Η Ψυχή τότε έφυγε μακριά για να επισκεφτεί την άλλη αδελφή της λέγοντάς την την ίδια ιστορία όπου και αυτή ρίχτηκε από την άκρη του βουνού.
Στο μεταξύ ο Έρως μαράζωνε στο κρεβάτι της μητέρας του με φοβερούς πόνους από το έγκαυμα. Ένας γλάρος είπε στην Αφροδίτη, που έπαιζε στη θάλασσα τι συμβαίνει στον γιο της. Ο γλάρος επισήμανε ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες να επιστρέψουν οι άνθρωποι στην λατρεία του Έρωτα και της Αφροδίτης και ότι η ασχήμια και το μίσος κυβερνούσαν τώρα τον κόσμο.
Όταν η Αφροδίτη άκουσε ότι ο Έρωτας είχε πάρει την Ψυχή για αγαπημένη του, πήγε οργισμένη σ' αυτόν και τον επέπληξε. Αποφάσισε να αφήσει τον γιο της να υποφέρει πολύ περισσότερο και έφυγε πάλι απο το παλάτι της. Η Δήμητρα και η Ήρα, που τη συνάντησαν τυχαία, της επισήμαναν ότι ο γιος της ήταν ένα πλήρως ενηλικιωμένο άτομο και ότι είχε δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος για την ερωτική του ζωή αλλά η θεά της αγάπης δεν λογικευόταν.
Η Ψυχή, εν τω μεταξύ, περιπλανιόταν ακόμα απελπισμένα από μέρος σε μέρος αναζητώντας τον σύζυγό της. Ικέτεψε την Δήμητρα και την Ήρα να την βοηθήσουν, αλλά οι δύο θεές αρνήθηκαν να κάνουν οτιδήποτε για αυτήν. Τότε η Ψυχή αποφάσισε να προσεγγίσει την Αφροδίτη για να προσπαθήσει να κατευνάσει το θυμό της. Ούτε η θεά του έρωτα καθόταν αδρανής. Με το άρμα που έφτιαξε για αυτή ο Ήφαιστος, πήγε να δει τον Δία και ζήτησε την βοήθεια του Ερμή για να μπορέσει να εντοπίσει την Ψυχή. Ο Ερμής ζήτησε από τους ανθρώπους να δηλώσουν εάν και που είχαν δει την Ψυχή.Σχεδόν αμέσως, ένας υπηρέτης της Αφροδίτης αναγνώρισε την Ψυχή και την έσυραν στο παλάτι της θεάς από τα μαλλιά. Η Αφροδίτη ξυλοφόρτωσε την άτυχη Ψυχή χωρίς να ξέρει ότι η κοπέλα ήταν έγκυος. Έσκισε τα ρούχα της και την διέταξε να διαβαθμίσει και να ταξινομήσει μια απέραντη ποσότητα όλων των ειδών σιταριού και φασολιών. Η Ψυχή δεν είχε καμιά ιδέα από που να αρχίσει αλλά τα μυρμήγκια την βοήθησαν και ταξινόμησαν όλους τους κόκκους γι' αυτήν.
Η Αφροδίτη υποψιάστηκε ότι κάποιος είχε βοηθήσει την Ψυχή και τη διέταξε να φέρει μια τούφα μαλλιού από κάποια χρυσόμαλλα άγρια πρόβατα. Αυτή τη φορά, ένα καλάμι που φύτρωνε στην όχθη του ποταμού βοήθησε το απελπισμένο κορίτσι. Τη συμβούλεψε να αποφύγει τα πρόβατα κατά τη διάρκεια των καυτών ωρών της ημέρας και αργότερα, όταν αυτά θα ξεκουραζόταν στη σκιά, να μαζέψει μερικό μαλλί που θα είχε κολλήσει στα κλαδιά. Πάλι όμως η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη. Η Ψυχή έπρεπε τώρα να ανέβει στη κορυφή ενός βουνού και να γεμίσει ένα κρυστάλλινο αγγείο με μαύρο νερό απο μια πηγή που προερχόταν από τον ποταμό του Κάτω Κόσμου Στύγα. Η καρδιά της Ψυχής βούλιαζε καθώς ανέβαινε στο βουνό. Δράκοι βγήκαν από τις τρύπες τους, ενώ ακόμα και τα νερά ύψωσαν τις φωνές τους για να την αποθαρρύνουν. Σε εκείνο το σημείο ένας αετός, που ήταν φίλος του Έρωτα, έτρεξε να τη βοηθήσει.
Συμβούλεψε την Ψυχή να μην πάει η ίδια να πάρει το επικίνδυνο νερό και γέμισε εκείνος το δοχείο γι' αυτή. Άλλη μια φορά η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη. Έδωσε στην Ψυχή ένα μικρό κουτί και της είπε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί έπρεπε να γεμίσει το κουτί με την κρέμα ομορφιάς που χρησιμοποιούσε η σύζυγος του Άδη, Περσεφόνη. Η Ψυχή ήταν έξω φρενών και συλλογίστηκε να πηδήξει από έναν πύργο. Ο πύργος, ωστόσο, τη λυπήθηκε και της εξήγησε πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφαλή επιστροφή της από τον Κάτω Κόσμο. Είπε στην Ψυχή να πάρει μερικά νομίσματα μαζί της για τον πορθμέα Χάροντα και ειδικά γλυκά για να προσφέρει στο αιμοδιψές, τρικέφαλο σκυλί - φρουρό του Άδη, Κέρβερο. Έπρεπε επίσης να προσέχει για έναν κουτσό που θα οδηγούσε ένα μουλάρι καθώς και έναν γέρο άνδρα που θα γλιστρούσε στη Στύγα και ίσως της ζητούσε να τον πάρει στη βάρκα του Χάροντα, γιατί ήταν παγίδες που έβαλε η Αφροδίτη. Εάν η Περσεφόνη προσκαλούσε την Ψυχή να αισθανθεί σαν στο σπίτι της και της πρόσφερε γεύμα, έπρεπε να το αρνηθεί και να δεχτεί μόνο μια κόρα από ψωμί.Η Ψυχή ακολούθησε προσεκτικά τις οδηγίες του πύργου και είχε θερμή υποδοχή από την Περσεφόνη. Η θεά γέμισε αμέσως το κουτί με το βάλσαμο και η Ψυχή επέστρεψε ασφαλής από το βασίλειο των νεκρών.
Ύστερα όμως δεν μπόρεσε να νικήσει την περιέργειά της και άνοιξε το κουτί. Δεν φάνηκε να υπάρχει τίποτα μέσα σ' αυτό αλλά η Ψυχή έπεσε αμέσως σε βαθύ ύπνο.
Εν τω μεταξύ ο Έρως είχε αναρρώσει από το έγκαυμά του. Γεμάτος με σφοδρή επιθυμία για την Ψυχή, δραπέτευσε από το δωμάτιο στο οποίο τον είχε φυλακίσει η μητέρα του, βρήκε την αγαπημένη του και επέστρεψε τον ληθαργικό ύπνο στο κουτί, βοηθώντας την Ψυχή να εκτελέσει την αποστολή της πλήρως. Πέταξε έπειτα μέχρι τον Δία για να τον ικετέψει να εγκρίνει τον γάμο του μαζί της.
Ο Δίας συμφώνησε με το αίτημα του Έρωτα και κάλεσε τους θεούς να συγκεντρωθούν για να τους γνωστοποιήσει την απόφασή του. Δήλωσε ότι ο Έρωτας έπρεπε τώρα να αρχίσει να φέρεται επιτέλους όπως ένας αληθινός σύζυγος και όχι ως επιπόλαιος νέος, και κατέστησε σαφές στην Αφροδίτη ότι ο Έρωτας δεν είχε κάνει κακό γάμο, επειδή η Ψυχή θα γινόταν θεά. Ανέθεσε στον Ερμή να φέρει το κορίτσι στον Όλυμπο, όπου ο γάμος γιορτάστηκε με χαρά. Ο Έρωτας και η Ψυχή παρέμειναν σύζυγοι και απέκτησαν έναν γιο, τον Βόλουπτα (φιλήδονος).
Η ιστορία όπως ειπώθηκε εδώ, μια παγκοσμίως διάσημη ιστορία, σχετίζεται με τον Ρωμαίο συγγραφέα Απουλήιο που την περιλαμβάνει στην ανθολογία του, Ο χρυσός γάιδαρος. Εκτός από συγγραφεύς, ο Απουλήιος ήταν και φιλόσοφος και ενίσχυσε την ιστορία του με πολλές συμβολικές έννοιες. Η Ψυχή αντιπροσώπευε την ψυχή και ο Έρωτας τη θεϊκή αγάπη. Μόνο υπερνικώντας τη θεία αγάπη μπορούσε η ψυχή να βρει την αληθινή ολοκλήρωσή της.

Οδυσσέας Ελύτης

"Έρως και ψυχή"


Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μουΗ ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαιΟ Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτιαΜερικά φτάνουν κι ώς την προκυμαία μ’ αναμμένα φώταΗ ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων
Α τί να ’σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέραςΈσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέΣτο πέρασμα να σου αποσπάσειΤί βάλσαμο ή τί δηλητήριο χύνεις έτσι που
Σε καιρούς παλιούς η ευγενική ΔιοτίμαΝοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλειΤο νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα1Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να ’ναι κι εδώ κι εκεί
Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου
Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναιΗ γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακεςΌμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλειΜε κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότηταςΈρχεται να σ’ το επιβεβαιώσει. Ποιό; Τί;
Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλειΚείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχειΠαρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.

Selene and Endymion by Victor Florence Pollett.jpg
φωτο από ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ




Μύθος 
Σελήνη καιΕνδυμίων:
Ο Ενδυμίων ήταν ο δεύτερος μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Ήλιδας.
Σύμφωνα με τον Παυσανία γιος του Αέλθιου και εγγονός της Πρωτογένειας και του Δία απόγονος του Δευκαλίωνα. Παντρεύτηκε την Αστεροδία ή την Υπερίππη ή την Χρομία, γιοι του ήταν ο Επειός, ο Παίονας και ο Αιτωλός , όλοι επώνυμοι λαών και κόρη του η Ευρυκύδα μητέρα του Ηλείου. Κάποτε ο Ενδυμίων διοργάνωσε αγώνα δρόμου στην Ολυμπία ανάμεσα στους γιους του για σκοπό όποιος βγει νικητής να τον διαδεχτεί. Νικητής ήταν ο Επειός όπου και τον διαδέχτηκε αλλά και έδωσε το όνομα του στον λαό.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, γιος του Αέθλιου και της Καλύκης ο Ενδυμίων ήταν αρχηγός των Αιολών παίρνοντάς τους από τη Θεσσαλία εποίκησαν την Ήλιδα. Τον ερωτεύτηκε η Σελήνη και τον πήρε ο Δίας στον ουρανό όπου μετά τον έριξε στον Άδη. Ο Δίας όμως του έδωσε το προνόμιο όσο κοιμάται να μένει αγέραστος και αθάνατος.
Σύμφωνα με μία μεταγενέστερη παραλλαγή του μύθου που μεταφέρεται από τον Ρωμαίο ποιητή Οβίδιο και από μεταγενέστερους ποιητές, ο Ενδυμίων ήταν βοσκός από την Καρία με απαράμιλλη ομορφιά. Η Σελήνη τον είδε σε μία σπηλιά του Λάτμου και τον ερωτεύτηκε. Τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ την ώρα που κοιμόταν, όμως ανησυχώντας πως σαν θνητός θα γεράσει και θα πεθάνει παρακάλεσε τον Δία να τον αφήσει να κοιμάται για πάντα τον αγέραστο ύπνο ώστε να μην τον χάσει ποτέ.
Στην πόλη Ηράκλεια που βρισκόταν στους πρόποδες του Λάτμου ο Ενδυμίων λατρευόταν ως μυθικός ιδρυτής της πόλης και υπήρχε ιερό αφιερωμένο σ’ αυτόν. 
Ένα ποιήμα του Καβάφη είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του Ενδυμίωνα. Ο τίτλος του ποιήματος είναι «Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος »

Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος

Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι
πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ' αργυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά
τελών - θυσίας και σπονδάς - τω Ενδυμίωνι,
από την Αλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά.-
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ' ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης



Λήδα και Κύκνος
Μιχαήλ Άγγελος
φωτό ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ



Μύθος Λήδα και Κύκνος


Στην ελληνική μυθολογία, η Λήδα ήταν μυθική βασίλισσα της Σπάρτης, σύζυγος του Τυνδάρεω και εξ αυτού μητέρα της Φοίβης, της Φιλονόης, της Τιμάνδρας, της Κλυταιμνήστρας, καθώς επίσης και εκ Διός μητέρα των Διοσκούρων Κάστορα και Πολυδεύκη και της Ωραίας Ελένης, από τη γέννηση των οποίων, που αναφέρεται ως "ωοτοκία", θεωρήθηκε περισσότερο θρυλική.

Κατά τις παραδόσεις ήταν τόσο ωραία, ώστε την καταγωγή της διεκδικούσαν πλείστες χώρες της αρχαιότητας όπως η Σπάρτη, η Αιτωλία, η Κόρινθος κ.ά..Κατά τον Απολλόδωρο η Λήδα ήταν κόρη του Βασιλέα της Αιτωλίας Θεστίου, ένα από τα επτά παιδιά που είχε αποκτήσει από την Ευρύθεμη, ενώ κατά τον Υγίνο κόρη του Θεστίου και της Λευκίππης. Ο Ευριπίδης την αποκαλεί «Λήδα Θεστιάδα» ως κόρη του Θεστίου, ενώ ο Εύμηλος στα Κορινθιακά αναφέρει ότι ήταν κόρη του Γλαύκου, γιου του Σισύφου εκ της Παντειδυίας, που γνώρισε και παντρεύτηκε όταν έφθασε στη Λακωνία αναζητώντας τους ίππους του. Την Παντειδυία εγκυμονούσα ήδη (εκ του Γλαύκου) νυμφεύθηκε ο Θέστιος, εξ ού και φαίνεται αυτός πατέρας της Λήδας, ενώ πραγματική του κόρη ήταν μόνο η Αλθαία.
Κατά τον επικρατέστερο μύθο (του Απολλόδωρου) αδέλφια της Λήδας ήταν: ο Ίφικλος, ο Πλήξιππος, ο Εύιππος ή Τοξέας, ο Ευρύπυλος, η Αλθαία και η Υπερμνήστρα.Τον γάμο της Λήδας με τον Τυνδάρεω εξηγούν τα συμβάντα κατά τα οποία ο Τυνδάρεως με τον αδελφό του Ικάριο εκδιωχθέντες από τον αδελφό τους Ιπποκόοντα κατέφυγαν στον βασιλιά της Αιτωλίας Θέστιο τον οποίον και βοήθησαν στους αγώνες του κατά των γειτονικών εχθρών του και σε αντάλλαγμα έδωσε εκείνος την κόρη του Λήδα ως σύζυγο στον Τυνδάρεω. Η συνέχεια του μύθου παρουσιάζει πολλές παραλλαγές.
Επικρατέστερη όμως είναι εκείνη κατά την οποία όταν ο Δίας την είδε στον Ταΰγετο ή στη μικρή νησίδα «Πέφνον» προ των θαλαμών, την ερωτεύθηκε και ζητώντας τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης, η οποία τον μεταμόρφωσε σε Κύκνο λαμβάνοντας η ίδια μορφή αετού καταδιώκοντάς τον. Τους είδε η Λήδα και αισθανόμενη συμπάθεια προς τον κύκνο έσπευσε να τον σώσει παίρνοντάς τον μέσα στην αγκαλιά της. Λίγο αργότερα η Λήδα κατά άλλους γέννησε δύο αυγά. Από το ένα βγήκαν ο Πολυδεύκης και η Ελένη (τα παιδιά του Δία) κι από το άλλο ο Κάστωρ και η Κλυταιμνήστρα (τα παιδιά του Τυνδάρεω).
Αργότερα ο μύθος αυτός της «ωοτοκίας της Λήδας» συνυφάνθηκε με παρόμοιο μύθο της Νέμεσης εκ του οποίου και παράχθηκε η θεοποίηση της Λήδας και η ταύτισή της με τη Νέμεση.Ο μύθος της Λήδας, της εκλεκτής του Δία, ενέπνευσε πολλούς αρχαίους αλλά και νεώτερους καλλιτέχνες που απέδωσαν τη Λήδα με τον κύκνο της, κυρίως στη σκηνή της ερωτικής τους περίπτυξης. Πλήθος τέτοιων παραστάσεων απαντώνται σε αγγεία, αλλά και σε γλυπτά, όπως η αποκειμένη μαρμάρινη στήλη που βρέθηκε στην Αθήνα και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο και το γλυπτό σύμπλεγμα στο Καπιτώλιο, όπου ο Δίας ως καταδιωκόμενος κύκνος βρίσκεται στον κόλπο της Λήδας. Δύο ακόμη γλυπτά στο μουσείο της Φλωρεντίας παριστούν τη Λήδα να θωπεύει τον κύκνο: στο ένα ο χιτώνας της φέρεται κρεμασμένος από τον ένα ώμο και αφήνεται να πέφτει μέχρι τους αστραγάλους της, αφήνοντας το κορμί της ημίγυμνο. Στην Παλαίπαφο, σημερινά Κούκλια της Κύπρου, βρίσκεται το μωσαϊκό της ρωμαϊκής Οικίας της Λήδας.
Την περίοδο της Αναγέννησης, του Ροκοκό αλλά και μετέπειτα, αρκετοί καλλιτέχνες απεικόνισαν τη Λήδα. Γνωστά έργα είναι Η Λήδα και ο Κύκνος του Λεονάρντο ντα Βίντσι, έργα του Ραφαήλ, του Κορρέτζο, του Βερονέζε, του Τιντορέττο, του Ρούμπενς και άλλων.

Κωστής Παλαμάς

Ο κύκνος προς τη Λήδα


(αποσπάσματα)
Φτάνει εγώ με τα φρύδια μου να γνέψω,σειένται ουρανός και γη και καταχθόνια.Σ’ αγαπώ, με του Κύκνου ήρθα τη φύσητην απολλώνια.
Την ομορφιά σου για να ραψωδήσουντης χρυσής Ερατώς δε φτάνουν οι ύμνοι·του ζουμπουλένιου σου ύπνου εγώ είμαι τ’ άσπροτ’ όνειρο, λίμνη![...]
Το τραγούδι που ο κύκνος τραγουδάειτο υπέρτατο προτού να ξεψυχήσειτο μέλι ας είναι που βουβός μου ο πόθοςθα σε ποτίσει.
Θρήσκα, υποταχτικιά, γυμνή, με μόνοτης παρθενιάς σου ολάνθιστης το ντύμα,λούσου μες στης αφάνταστης γητειάς μουτο γαύρο κύμα.
Καρπούς του γάμου της ισόθεης Λήδαςμε τον κύκνο θεό τα ωραία σου χέριατα παιδιά θα κρατήσουν που θα λάμψουν,του απείρου αστέρια.
Και αστέρι πιο λαμπρό, με τα ηλύσιατη γη που δένει ανάερη χρυσή σκάλα,την Ελένη θα θρέψει του μεστού σουμαστού το γάλα.[...]

Cervelli Orfeo ed Euridice.jpg
Ορφέας και Ευριδίκη του Federico Cervelli
φωτό ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Μύθος Ορφέας και Ευρυδίκη 
Ο θρυλικός μουσικός και η κακότυχη γυναίκα του

Ο Ορφέας ήταν ξακουστός μυθικός ποιητής και μουσικός από τη Θράκη. Τραγουδούσε και έπαιζε λύρα τόσο ωραία, που δεν γοήτευε μόνο ανθρώπους και ζώα, αλλά έκανε ακόμα και τις πέτρες να μαζεύονται γύρω του να τον ακούσουν.

[…]

Μία από τις πιο λυπητερές ιστορίες της αρχαίας μυθολογίας ήταν η ιστορία της γυναίκας του Ορφέα, της νύμφης Ευρυδίκης. Ενώ η νιόπαντρη νύμφη έπαιζε στους αγρούς, τη δάγκωσε φίδι. Η Ευρυδίκη πέθανε από το δάγκωμα του φιδιού και πήγε στον Κάτω Κόσμο μαζί με τις ψυχές των άλλων νεκρών. Συντετριμμένος ο Ορφέας, αποφάσισε να πάει στον Άδη και να τη φέρει πίσω, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ ως τότε. Με τη λύρα του γοήτευσε τους φύλακες του Άδη, τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο, και τον Χάροντα, τον βαρκάρη που περνούσε τις ψυχές από το ποτάμι Στύγα, και κατάφερε να μπει στον κόσμο των νεκρών. Εκεί μάγεψε τόσο πολύ τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, τον βασιλιά και τη βασίλισσα του Άδη, που συμφώνησαν να αφήσουν την Ευρυδίκη να επιστρέψει στον επάνω κόσμο, αλλά με τον όρο να μη γυρίσει ο Ορφέας να την κοιτάξει πριν αντικρίσει το φως του ήλιου.

Ο Ορφέας όμως, λίγο πριν περάσουν την είσοδο ου Άδη, ανυπόμονος να δει τη γυναίκα του, γύρισε να την κοιτάξει. Τότε η Ευρυδίκη χάθηκε μπροστά στα μάτια του, πεθαίνοντας για δεύτερη φορά. Ο Ορφέας προσπάθησε να ξαναγυρίσει στον Άδη, μα αυτή τη φορά ο δρόμος ήταν κλειστός. Απαρηγόρητος γύρισε στη Θράκη, όπου περιπλανιόταν τραγουδώντας θρηνητικά τραγούδια για τον χαμό της. 




Χαρούλα Αλεξίου
Ηρώδειο 1994 Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ Έτσι καθώς στεκόμουν στο σταθμό μονάχη είχες γυρίσει παίζοντας τη ράχη. Με είδες,σε είδα θέλησα ένα χάδι μα ο σκοπός σου κύλησε στο δρόμο. Τον πήραν τρένα,τον πήραν σύννεφα καπνού τον πήρανε τα μάτια σου και χάθηκα στον Άδη. Είσαι καλός,είσαι κακός δεν ξέρω.... -Πως σε λεν; -Ορφέα. -Κι εμένα Ευρυδίκη....





Τα κοχύλια ζουν; Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη

Τα κοχύλια ζουν;   Μια μικρή ιστορία της Βάνας Σμπαρούνη Τα κοχύλια ζουν; Η Νεφέλη όταν αντίκρισε την παραλία της Πευκιάς ψηλά από τον δρόμ...