Εκείνο
το κυριακάτικο πρωινό του Ιούνη η Εριέττα
ξύπνησε λουσμένη στον
ιδρώτα και μ' ένα βάρος στο στήθος.
Το όνειρο που είχε δει πρώτη φορά λίγες
ημέρες μετά το θάνατο του παππού της,
είχε έρθει πάλι να ταράξει τον ύπνο της.
Ένα σκοτεινό όνειρο που τη βύθιζε αργά
και βασανιστικά στη δίνη ενός φόβου, κι
ύστερα σ' έναν πραγματικό
εφιάλτη, όταν προσπαθούσε να διακρίνει
το πρόσωπο του ανθρώπου
που την απειλούσε.
Για
έναν παράξενο λόγο το όνειρο αυτό το
είχε συνδέσει με τον ξαφνικό και κάτω
από παράξενες συνθήκες θάνατο του παππού
της. Κι αυτό, γιατί απ' την πρώτη κιόλας
στιγμή είχε πεισθεί ότι ο θάνατος του
δεν ήταν αυτοκτονία, αλλά δολοφονία,
και μάλιστα μια στυγνή δολοφονία
που έπρεπε όμως να φανεί ως αυτοκτονία.
Τον παππού της τον γνώριζε καλά, πάρα
πολύ καλά. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο
ο μύστης και λάτρης αυτός
της ζωής. Ήταν ενάντια στον χαρακτήρα
και τη φιλοσοφία του. Όμως όσο και να
το βροντοφώναζε κανείς δεν την πίστευε.
Όλοι τη θεωρούσαν τρελή και περισσότερο
απ' όλους ο Ηλίας Μάντακας, ο αστυνομικός
διευθυντής, ο οποίος κάθε φορά που
την έβλεπε να μπαίνει στο γραφείο του
να του ζητήσει να ερευνήσει σε βάθος τα
αίτια του θανάτου
του παππού της, εκείνος πάντα έβρισκε
μια δικαιολογία να την ξεφορτωθεί.
Ώσπου μια μέρα η Εριέττα δεν άντεξε
και ξέσπασε. «Αρκετά κύριε Μάντακα,
αρκετά πια. Είστε λειτουργός της έννομης
τάξης και οφείλετε να με ακούσετε.
Λοιπόν, για μια ακόμη φορά σας ζητώ να
ψάξετε σε βάθος τα αίτια του θανάτου
του παππού μου».
«Εριέττα
δεν θα το ξαναπώ» γύρισε και της είπε
εκείνος φανερά
εκνευρισμένος, «ο Βάϊος Λοϊζος αυτοκτόνησε
και καλό θα είναι κάποια στιγμή να το
συνειδητοποιήσεις».
«Αυτό
δεν πρόκειται να γίνει ποτέ κύριε
Μάντακα» φώναξε εκείνη
χτυπώντας τη γροθιά της πάνω στο γραφείο
του, «τ' ακούτε, ποτέ!» συμπλήρωσε
κι έφυγε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα
πίσω της.
Ο
μόνος της σύμμαχος, κρυφός της σύμμαχος
ήταν ο φίλος του παππού
της, ο Περικλής Δανέζης. «Κορίτσι μου
σε καταλαβαίνω» της έλεγε, «κι εγώ
δεν πιστεύω ότι ο φίλος μου αυτοκτόνησε.
Σου δίνω τον λόγο μου ότι θα φέρω τα πάνω
κάτω για να βρούμε την άκρη στο μυστήριο
που έχει τυλίξει τον θάνατό του».
Δυστυχώς
δεν πρόλαβε, μετά από λίγο καιρό πέθανε
κι εκείνος.
Έκανε
να ανασηκωθεί, μάταια όμως, η καρδιά της
ακόμα χτυπούσε τρελά, το ίδιο και τα
μηνίγγια της.
Άρχισε
να παίρνει βαθιές ανάσες
έχοντας το βλέμμα καρφωμένο
πάνω στη δρύινη ντουλάπα, όπου ήταν
κρεμασμένο το φόρεμα
της, εκείνο που είχε φορέσει στην κηδεία
του παππού της. Ένα μακρύ
μαύρο κλασικό φόρεμα που
έσπαγε κάπως η μαυρίλα
του με κάτι άσπρα κουμπάκια στη μεριά
του μπούστου. Από κείνη την ημέρα δεν
το είχε φορέσει άλλη φορά,το είχε
καταχωνιάσει κάπου
στο βάθος της ντουλάπας
της μαζί με κάποιες παλιές ξεχασμένες
ρόμπες της.«Παππού μου, γλυκέ μου παππού»
είπε κι αναστέναξε βαθιά.
Σήμερα ήταν το ετήσιο μνημόσυνο.
Αλήθεια, πόσο της έλειπε η παρουσία
του, η αύρα του;
Έκανε
μια δεύτερη προσπάθεια να σηκωθεί
βάζοντας αυτή τη φορά δύναμη και στα
δυο της χέρια. Ανακάθισε στην άκρη του
κρεβατιού, κοίταξε για
λίγο αφηρημένα τριγύρω της, κι ύστερα
πήρε τις πατερίτσες που
βρίσκονταν δίπλα στο κομοδίνο της και
κατευθύνθηκε με βήματα αργά μέχρι το
παράθυρο και τ' άνοιξε διάπλατα να μπει
ο ήλιος.
«Ευλογημένος
τόπος» μονολόγησε καθώς είδε ν' απλώνεται
μπροστά της σαν ζωγραφικός
πίνακας όλο το νησί.
Το
σπίτι των Λοϊζων βρισκόταν στην πλαγιά
του λόφου της Αυγής. Πέτρα – πέτρα
χτισμένο έμοιαζε με αρχοντική φιγούρα
τυλιγμένη με το πέπλο της μυστηριακής
ευλογίας των θεών, που αντάμωνε σε
σταυροδρόμι τη μυστική
ομορφιά των αντιθέσεων μαζί με τους
απρόβλεπτους ήχους των καιρών.
Πέρα
απ' το γενετήσιο δέσιμο με το σπίτι και
τον τόπο αυτό, αφού εκεί για πρώτη φορά
είχε αντικρίσει το φως της μέρας, εκεί
αγγίξει χώμα και νερό, η Εριέττα είχε
συνάμα και μια σχέση πέρα του αισθητού
κόσμου λόγω της καλλιτεχνικής
της φύσης. Ζωγράφος και κείνη όπως η
μητέρα της εμπνεόταν τα θέματά της άλλες
φορές απ' τα αστρικά της
ταξίδια, όταν καθισμένη
ώρες ατέλειωτες τις έναστρες νύχτες
μπροστά απ' το τηλεσκόπιο, που είχε
τοποθετήσει ο Βάϊος Λοϊζος πάνω στο
λόφο της Αυγής, παρατηρούσε το στερέωμα,
άλλες πάλι απ' την επαφή της με τη φύση,
κι άλλες απ' τις καθημερινές σκηνές της
ζωής με τις ανθρώπινες μορφές πάντα
σε κίνηση.
Είχε
ένα μοναδικό τρόπο ν' απεικονίζει πάνω
στο μουσαμά τον άρρηκτο δεσμό του
ανθρώπου με το σύμπαν και μια θαυμαστή
ικανότητα να αιχμαλωτίζει την ουσία
της φευγαλέας στιγμής με ζωντανά
παλμώδη χρώματα.
Από
πολύ νωρίς ήρθε αντιμέτωπη με την άφεγγη
πλευρά της ζωής. Συγκεκριμένα στα έξι
της χρόνια, όταν έχασε και τους δυο της
γονείς σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το
σοκ που υπέστη ήταν τόσο δυνατό που για
ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε χάσει
τη μιλιά της. Κι ίσως να μη μιλούσε
ποτέ ξανά αν δεν βρίσκονταν δίπλα της
ο παππούς της ο Βάϊος και η γιαγιά της
η Φιλομήλα, οι μοναδικοί κηδεμόνες της.
Και οι δύο έδωσαν μεγάλη μάχη μέχρι να
τη δουν και πάλι να μιλάει.
Σαν
τέλειωσε το λύκειο έδωσε αμέσως εξετάσεις
στη Σχολή Καλών
Τεχνών, όπου και πέρασε απ' τις πρώτες.
Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία
της μια χαρμόσυνη είδηση ήρθε ν’ αλλάξει
τη ζωή της. Η αίτηση που
είχε κάνει για μεταπτυχιακό
στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της
Φλωρεντίας είχε γίνει
δεκτή. Η χαρά της δεν περιγραφόταν. Το
όνειρό της να πάει μια
μέρα στη πόλη των Σάντρο Μποτιτσέλι,
Τζιότο ντι Μποντόνε και Μικελάντζελο
ντι Λουντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι,
γινόταν πια πραγματικότητα.
Στην
Ακαδημία παρακολουθεί με επιτυχία ένα
διετές πρόγραμμα σπουδών πάνω στη
ζωγραφική της αναγέννησης, συμμετέχοντας
παράλληλα σε διάφορες
ομαδικές εκθέσεις. Σε μία απ' αυτές κάνει
την εμφάνισή του ένας
Φλωρεντινός γλύπτης, ο Μαρτσέλο Ντονέτι.
Είχε έρθει εκεί ως επίσημος
προσκεκλημένος να δει τα έργα των
σπουδαστών. Η Εριέττα με το που αντίκρισε
τα μαύρα υγρά του μάτια, τον ερωτεύτηκε
αμέσως. Κι ήταν η πρώτη φορά που
σκίρτηζε η καρδούλα της, η πρώτη φορά
που αντάμωνε με τον έρωτα. Αλλά και ο
Μαρτσέλο Ντονέτι δεν
έμεινε αδιάφορος απ' την απέριττη φυσική
της χάρη. Μόλις την αντίκρισε υποκλίθηκε
αμέσως μπροστά της και της είπε: «Tuo
per sempre».Αυτό ήταν. Το ίδιο κιόλας βράδυ
ξεκίνησε το ταξίδι του έρωτά
τους, εκεί πάνω στη Ponte delle Grazie, στην πιο
όμορφη γέφυρα της πόλης, που φαίνεται
μερικές φορές να λάμπει στην δύση
του ηλίου. Η Εριέττα παρέμεινε στη
Φλωρεντία και σπούδασε άλλα δύο χρόνια.
Μόλις τελείωσε επέστρεψε
μαζί με τον Μαρτσέλο στο νησί, όπου και
έγινε ο γάμος τους. Μετά απ' ένα χρόνο
γεννήθηκε η κόρη τους, η Άλμπα
Λοϊζου-Ντονέτι. Χωρίς δεύτερη σκέψη η
Εριέττα αφιερώθηκε στο μεγάλωμά της.
Πολλές φορές ο Μαρτσέλο την παρότρυνε
ν' ασχοληθεί με τη ζωγραφική, όμως εκείνη
ήταν αμετακίνητη στην απόφασή της αυτή,
λέγοντάς του κάθε φορά ότι η ζωγραφική
μπορεί να περιμένει, η ζωή όμως ενός
παιδιού ποτέ.
Είχαν
περάσει τέσσερα χρόνια ουσιαστικής
συντροφικής ζωής. Όλο αυτό το διάστημα
η σχέση τους ούτε μια φορά δεν είχε
σκιαστεί από σύννεφα. Το αντίθετο κυλούσε
μέσα στην αρμονία και τη δημιουργία.
Η Εριέττα χαιρόταν και καμάρωνε
όποτε ο Μαρτσέλο έκθετε τα έργα του,
ακολουθώντας τον μαζί με την κόρη τους
σ' όλες τις εκθέσεις του, όπου κι αν
γίνονταν αυτές. Και κείνος
όμως, φανατικός θαυμαστής της τέχνης
της, στιγμή δεν σταματούσε να την
παροτρύνει να κάνει κάποια έκθεση.
Ώσπου μια μέρα, συγκεκριμένα τη μέρα
των γενεθλίων της Άλμπα – γινόταν
τριών χρονών τότε – η Εριέττα τού
ανακοίνωσε την απόφασή
της: «Ξέρεις Μαρτσέλο,
μιας και η Άλμπα μας δεν είναι πια μωρό,
σκέφτομαι μετά τις γιορτές των
Χριστουγέννων να βάλλω μπροστά την
πρώτη μου έκθεση, εδώ στο
νησί». Ο Μαρτσέλο μόνο που δεν πέταξε
απ' τη χαρά του.
Η
ζωή όμως είχε άλλα σχέδια για κείνους.
Ήταν
Δεκέμβρης μήνας, συγκεκριμένα μια
εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα.
Η Εριέττα και ο Μαρτσέλο βρίσκονταν στη
Φλωρεντία να περάσουν
εκεί τις γιορτές στο πατρικό του σπίτι,
σε μια έπαυλη λίγα χιλιόμετρα
έξω απ' την πόλη. Εκείνο
το απόγευμα τίποτα το κακό δεν
προμηνούσε όταν επέστρεφαν
στο σπίτι μετά από μια κοντινή ημερήσια
εκδρομή σε κάποιο χωριό,
ευτυχώς, χωρίς τη μικρή Άλμπα. Ο δρόμος
ήταν ολισθηρός λόγω του πάγου. Ο Μαρτσέλο
οδηγούσε προσεκτικά.
Κάποια στιγμή ένα αυτοκίνητο απ' το
αντίθετο ρεύμα έχασε τον έλεγχό του και
συγκρούστηκε με το δικό τους. Ο Μαρτσέλο
σκοτώθηκε επί τόπου,
ενώ εκείνη τραυματίστηκε βαριά, πέφτοντας
για τρεις ολόκληρους
μήνες σε κώμα. Όταν συνήλθε και έμαθε
τον χαμό του αγαπημένου
της Μαρτσέλο και τον ακρωτηριασμό του
δεξιού της ποδιού κατέρρευσε
ψυχικά, αρχίζοντας να βιώνει την πιο
δύσκολη και ζόρικη περίοδο
της ζωής της, εκείνη της βαριάς
μελαγχολίας. Χωρίς καμιά διάθεση
για ζωή, επέστρεψε στο νησί. Ακόμα και
η παρουσία της κόρης της δεν της έδινε
κανένα νόημα, καμιά ελπίδα. Ώρες
ατέλειωτες καθόταν πάνω στο λόφο της
Αυγής και μαραζωμένη κοίταζε με βλέμμα
απλανές τον ορίζοντα.
«Πάει
σάλεψε εντελώς η εγγόνα του γέρο Βάϊου»
ακουγόταν σε διάφορα
πηγαδάκια να λένε κάποιοι χαιρέκακοι
συντοπίτες της. «Θα τα
καταφέρει, είναι δυνατή ψυχή όπως ο
παππούς της» έλεγαν κάποιοι άλλοι
με θαυμασμό καθώς την έβλεπαν, τις
ελάχιστες φορές που κατέβαινε
στη χώρα, να προσπαθεί να διασχίσει
την πλατεία χωρίς να σέρνει το ξύλινο
πόδι της.
Ο
Βάϊος Λοϊζος ήταν απελπισμένος. Το ίδιο
και η γιαγιά Φιλομήλα,
η οποία παρά τη βεβαρημένη υγεία της
είχε αναλάβει μαζί με τη
Μηλιώ, την ψυχοκόρη, τη φροντίδα της
μικρής Άλμπα. Δεν ήξεραν
τι να κάνουν για να την επαναφέρουν
στη ζωή.
Ώσπου
μια μέρα έρχεται η ανέλπιστη είδηση
να δώσει και πάλι φτερά στην Εριέττα. Ο
Δήμαρχος της πόλης της Φλωρεντίας
την καλούσε με επίσημη πρόσκληση να
παρευρεθεί στα εγκαίνια
της νέας πτέρυγας του Παλάτσο ντελ
Μπαρτζέλο, του εθνικού
μουσείου γλυπτικής, που επρόκειτο να
της δώσουν το όνομα Μαρτσέλο Ντονέτι.
Στην αρχή έφερε αντιρρήσεις, στο τέλος
όμως πείσθηκε και πήγε.
Η
βραδιά των εγκαινίων ήταν για κείνη
πλημμυρισμένη από ανάμικτα
συναισθήματα. Μνήμες και εικόνες έρχονταν
στο μυαλό της απ' τη συντροφική ζωή
με τον Μαρτσέλο. Λίγο πριν το τέλος
της εκδήλωσης μια μεγάλη και ευχάριστη
έκπληξη την περίμενε.Δίπλα
ακριβώς απ' τη νέα πτέρυγα που είχαν
δώσει το όνομα του αγαπημένου της
Μαρτσέλο, είχαν εκθέσει μερικούς απ'
τους πίνακές της. Όλα είχαν κανονισθεί
με τη βοήθεια του παππού
της. Από τη σαστισμάρα και τη συγκίνηση
ούτε μια λέξη δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει.
Μόνο λίγο πριν φύγει βρήκε το κουράγιο
και είπε ένα ευχαριστώ,
κι αυτό ξέπνοο.
Ωστόσο
το αναπάντεχο αυτό γεγονός εκεί στη
Φλωρεντία, παρά τις απανωτές συγκινησιακές
του φορτίσεις,επέδρασε θετικά πάνω
στην ψυχολογία της.Αυτό
φάνηκε από την επόμενη μέρα, όταν
επιστρέφοντας στο νησί,
κάθισε αμέσως μπροστά απ' το καβαλέτο
της να ζωγραφίσει.
Μια
νέα και δημιουργική περίοδος είχε ήδη
αρχίσει για εκείνη.
Στην
αρχή τα έργα της, λόγω της πρωτοπορίας
και της πρωτοτυπίας
τους, δεν είχαν καμία απήχηση στο
φιλότεχνο κοινό του νησιού με αποτέλεσμα,
εκτός κάποιων φίλων και συγγενών, να
μην πατάει κανείς το πόδι του στις
εκθέσεις της. Σ' αυτό βέβαια είχε
συμβάλλει σημαντικά και
το τοπικό κοινωνικό κατεστημένο, το
οποίο στιγμή δεν έχανε να απαξιώνει
και να σαμποτάρει την τέχνη της. Λες
και κάτι να φοβόταν απ'
την ανατρεπτική καλλιτεχνική της
φύση.
Παρ'
όλα αυτά, η Εριέττα στιγμή δεν το έβαλε
κάτω. Συνέχισε να δημιουργεί
και να εκθέτει στο νησί τις ζωγραφιές
της, μέχρι τη μέρα που έγινε το μεγάλο
μπαμ! Συγκεκριμένα όταν έκανε την
εμφάνισή του σε μια έκθεσή της ένας
γκαλερίστας, ονομαστός
της Αθήνας,ο οποίος μόλις είδε τα έργα
της ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που της
πρότεινε αμέσως συνεργασία.
Αυτό ήταν. Η Εριέττα μετά από λίγο
διάστημα έκανε την πρώτη της έκθεση
στην πρωτεύουσα. Τα έργα της άρχισαν ν'
αποσπούν τις καλλίτερες κριτικές ακόμα
και απ' τον πιο δύστροπο κριτικό
τέχνης. Από κει και πέρα όλα πήραν
το δρόμο τους.Η μια έκθεση διαδεχόταν
την άλλη, όχι μόνο στην Ελλάδα,αλλά και
στο εξωτερικό. Χαμός γινόταν κάθε
φορά που παρουσίαζε δουλειά της.Το έργο
της πια είχε αναγνωριστεί
και πάρει τη θέση ανάμεσα στα καλλίτερα
των μεγάλων σύγχρονων ζωγράφων,προς
δυσάρεστη έκπληξη της καθεστηκυίας
τάξης του νησιού, η οποία
βλέποντας την επιτυχία
της άλλαξε τροπάρι, και από εκεί που
απαξίωνε την τέχνη της άρχισε να φημολογεί
ότι δεν ήταν καλά στα μυαλά της και ότι
στο παρελθόν είχε νοσηλευτεί
σε ψυχιατρική κλινική.
Δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ την είχαν
βγάλει τρελή, με πρώτο
και καλύτερο τον Σαράντη
Πλουμπή, τον μεγάλο οικονομικό
παράγοντα του νησιού και ιδιοκτήτη του
τοπικού ραδιοσταθμού
και της τοπικής εφημερίδας,ο
οποίος εκτός των άλλων διαλαλούσε κι
από πάνω ότι ήταν άθεη και αντίχριστη
όπως ο παππούς της, μήπως προκαλέσει το
θρησκευτικό συναίσθημα
που είχε βαθιές τις ρίζες του στο λαό
του νησιού.
Ο
Σαράντης Πλουμπής ήξερε πολύ καλά να
κάνει τη δουλειά του. Τόσα χρόνια
δίπλα στον πολιτικάντη πατέρα του είχε
μάθει πια το παιχνίδι της
ίντριγκας και της λασπολογίας.
Ωστόσο
η Εριέττα δεν αντιδρούσε. Τον άφηνε να
εκτίθεται και να γίνεται
περίγελος.
«Εριέττα,
ο Πλουμπής είναι ερωτευμένος μαζί σου»
της είπε με βεβαιότητα
μια μέρα η φίλη της η Νίκη, «και επειδή
είσαι το άπιαστο για κείνο, κάνει
ο,τιδήποτε να σε προκαλέσει».
«Νίκη
έχεις τρελαθεί τελείως;Τον ξέρω από
μικρό παιδί. Ένα κακομαθημένο
χωρίς αισθήματα σκατόπαιδο ήταν, που
όταν δεν γινόταν το δικό του πείσμωνε,
βγάζοντας κακίες,κι όχι μόνο. Ξέχασες
πώς τυραννούσε τα ζώα;
Αυτό και μόνο λέει πολλά. Εκείνο το
έρμο σκυλάκι της κυράς Ντονίνα, το
θυμάσαι; Ε,αυτός το ξέκανε. Είναι δυνατόν
λοιπόν μεγαλώνοντας
να έχει αλλάξει; Όχι βέβαια. Η πορεία
και η στάση ζωής του όλα αυτά τα χρόνια
μάς επιβεβαιώνουν το αντίθετο» της είχε
αντιγυρίσει εκνευρισμένα.
«Έρι,
επίτρεψέ μου να τον ξέρω καλύτερα από
σένα. Είμαι πεπεισμένη
ότι η χολή όλη αυτή που βγάζει για σένα,
στην ουσία είναι ένας υποβόσκων
ερωτισμός».
«Νίκη
δεν έχω καμία όρεξη να αναλύσω τον ψυχικό
του κόσμο. Αυτή είναι δουλειά των
ψυχαναλυτών» της είχε πει κοφτά κλείνοντας
έτσι την αναφορά της σε κείνον μια και
καλή.
Η
Νίκη Δανέζη δούλευε πολλά χρόνια ως
δημοσιογράφος στην εφημερίδα
του και τον ήξερε απ'την καλή και την
ανάποδη. Κυρίως τη συμπεριφορά
του απέναντι στις γυναίκες,
όταν αυτές δεν ήταν του χεριού
του. Μήπως ήταν τυχαία η φήμη του βίαιου
εραστή; Όχι, φυσικά. Ωστόσο, κανείς δεν
τολμούσε να βγάλει τ' άπλυτά του στη
φόρα. Ήταν ο...Μπερλουσκόνι
του νησιού. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να
τα βάλει μαζί του; Κανείς. Τα τσιράκια
και οι κόλακές του, δυνατή ζώνη ασφαλείας
του, κάθε στιγμή έδιναν δυναμικά το
παρόν τους, κλείνοντας έτσι πολλά
στόματα.Οι μόνες φανερά και ουσιαστικά
αντίπαλες οικογένειες ήταν αυτές
του Βάϊου Λοϊζου και του Περικλή Δανέζη.
Αυτές ήταν το σαράκι που
κατέτρωγε την καρδιά κείνου και του
πατέρα του. Γι' αυτό φρόντιζαν να κρατούν
οικονομικά και πολιτικά στο χέρι
τους σχεδόν όλο το νησί.
«Περικλή
σου υπογράφω ότι δεν θ' αργήσει να έρθει
κείνη η στιγμή, που τ'
άπλυτα της οικογένειας Πλουμπή θα δουν
το φως της μέρας» έλεγε
συχνά στον φίλο του ο πάντα διορατικός
Βάϊος Λοϊζος.
Ο
Βάϊος Λοϊζος ήταν ένας ξεχωριστός
άνθρωπος. Από παλιά κι
αρχοντική οικογένεια του
νησιού, σε αντίθεση με κείνη των
Πλουμπήδων, έφυγε στα δέκα οχτώ του
χρόνια για την πρωτεύουσα να σπουδάσει
νομικά. Όταν ήχησαν τα
τύμπανα του δεύτερου παγκόσμιου
πολέμου, ο Βάϊος ήταν ήδη τελειόφοιτος
τη Νομικής Σχολής. Συνειδητοποιημένος
δημοκράτης και πατριώτης
όπως ήταν, τάχθηκε αμέσως στις γραμμές
του ΕΛ.Α.Σ. και κατέβηκε στο νησί όπου
βρισκόταν κάτω απ' τη γερμανική
κατοχή. Εκεί δημιουργεί την αντάρτικη
ομάδα του με καπετάνιο
τον ίδιο και υπαρχηγό τον Περικλή
Δανέζη.
Ένα
ηλιόλουστο πρωινό, αρχές του καλοκαιριού
του '44, οι καμπάνες των
εκκλησιών του νησιού άρχισαν να ηχούν
χαρμόσυνα. Ο Βάϊος Λοϊζος και η
αντάρτικη ομάδα του, ύστερα από πολλές
και σκληρές μάχες, είχε
απελευθερώσει το νησί απ' τους κατακτητές,
πετώντας τους κυριολεκτικά στη θάλασσα.
Κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους και
τα σοκάκια ζητωκραυγάζοντας για κείνους
και τα παλικάρια τους.
Δυστυχώς
όμως η χαρά της λευτεριάς δεν κράτησε
πολύ. Ας όψονται οι
καρεκλοκένταυροι και βολεμένοι
...πατριώτες, με πρώτο και
καλύτερο τον παππού του
Σαράντη Πλουμπή, που είχαν συνεργαστεί
με τον κατακτητή. Αφού πέταξαν τα μύρια
όσα ψέματα για την αντάρτικη ομάδα,
βάζοντας τη ρετσινιά του προδότη στα
πρόσωπα του Βάϊου και του Περικλή, τους
έστειλαν να κάνουν διακοπές στα
ξερονήσια παρέα με τις
νεροφίδες. Μετά από τρία χρόνια βαριάς
εξορίας, μια κρύα νύχτα του χειμώνα
επιστρέφουν στο νησί, έχοντας απ' την
πατρίδα μοναδικό παράσημο
τη βεβαρημένη τους υγεία.
Όμως
ο Βάϊος Λοϊζος στιγμή δεν παρέδωσε τα
όπλα. Λάτρης και βαθύς
μελετητής της αρχαίας ελληνικής
γραμματείας, κατέκτησε
τη μοναδική γνώση να
παλεύει δημιουργικά.
Ασκούσε τη μάχιμη δικηγορία,
το λειτούργημα όπως την αποκαλούσε,
προσφέροντας τις γνώσεις και τη
βοήθειά του αφιλοκερδώς σε κάθε αδικημένο
και κατατρεγμένο. Σαν ανήσυχο
και καλλιτεχνικό πνεύμα που ήταν, τις
ελεύθερες ώρες του ασχολιόταν με την
ξυλογλυπτική και την κατασκευή
περιστερώνων. Μια τέχνη
που είχε μάθει απ' τον παππού του, τον
Μίνωα. Ο δικός του
περιστερώνας ήταν χτισμένος λίγα
μέτρα πιο κάτω απ' το λόφο της Αυγής. Ένα
λιθόκτιστο διώροφο και ορθογώνιο
οικοδόμημα. Το κάτω πάτωμα, τα παλιά
χρόνια, χρησίμευε σαν αποθήκη των
γεωργικών εργαλείων
και στη φύλαξη των αγροτικών προϊόντων.
Με μια ξύλινη σκάλα και
από μια καταπακτή μπορούσε κανείς ν'
ανεβεί στο κυρίως
περιστερώνα. Οι τοίχοι του εσωτερικά
είχε μικρά τετράγωνα ανοίγματα, που
αποτελούσαν τις φωλιές των περιστεριών,
μέσα στις οποίες γεννούσαν και κλωσούσαν
τα αυγά τους. Εκείνο όμως που τον ομόρφυνε,
δίνοντάς του ζωντάνια, ήταν τα
λεπτοδουλεμένα διακοσμητικά
σχέδια, που κάλυπταν τις
επιφάνειες των εξωτερικών τοίχων,πλην
του βορινού. Όταν κάποτε ρωτήθηκε
από κάποιο πρωτευουσιάνο φίλο του, για
να δικαιολογήσει την τόσο πλούσια και
αισθητική διακόσμηση του περιστερώνα,
απάντησε ότι το σπίτι του δεν είχε ανάγκη
από στολίδια, γιατί μέσα
σ' αυτό υπήρχαν άνθρωποι
που ανέπνεαν και ζούσαν. Αλλά ένα
οικοδόμημα όπως ο περιστερώνας με
λίγες μονάχα τρύπες στους τοίχους, θα
ήταν σίγουρα νεκρό κι άψυχο χωρίς
κάποια διακόσμηση.
Εκτός
από την περιποίηση του περιστερώνα τού
άρεσε να κάθεται με τις ώρες και να
μελετάει το πέταγμα και τις αντιδράσεις
των περιστεριών. Δίνοντάς
τους αρχαία ελληνικά ονόματα, τα είχε
εκπαιδεύσει να πετούν και μάλιστα σε
μεγάλες αποστάσεις. Ο
Ερμής και ο Φοίβος ήταν τα αγαπημένα
του. Όχι ότι δεν ήταν και τ' άλλα, αυτά
όμως τα δύο ήταν τα μοναδικά που ήξεραν
πολύ καλά τον ρόλο του ταχυδρόμου.Με
μιαν άσπρη κλωστή έδενε μηνύματα στα
ποδαράκια τους και τα άφηνε να πετάξουν.Η
ομορφότερη στιγμή ήταν όταν τα περίμενε
να φανούν και να δει αν κάποιος είχε
πάρει τα μηνύματά του. Αυτό ήταν το
αγαπημένο του παιχνίδι. Ένα παιχνίδι
που στη συνέχεια το έμαθε και στην
Εριέττα.
Αυτός
ήταν λοιπόν ο Βάϊος Λοϊζος. Μια εξαιρετικά
ενδιαφέρουσα μορφή,
που έκλεινε μέσα του μια πύρινη και
συνάμα παιδική ψυχή.
«Καλημέρα»
φώναξε από ψηλά, ενώ η μυρωδιά του
αχνιστού καφέ γαργάλισε ηδονικά τη
μύτη της.
Στον
κήπο και γύρω απ' το μεγάλο πέτρινο
τραπέζι έπαιρναν πρωϊνό
η φίλη της, η Νίκη και η Μηλιώ, η ψυχοκόρη.
«Καλημέρα
Έρι μου» ανταπέδωσε και η Νίκη.«Έρχομαι
πάνω να σε βοηθήσω».
«Έρχομαι
κι εγώ» είπε και η Μηλιώ αφήνοντας στη
μέση ένα λαχταριστό
σμυρναίικο κουλουράκι.
Οι
δύο γυναίκες μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα
τη στιγμή που η Εριέττα προσπαθούσε να
ξεκρεμάσει το φόρεμά της απ' τη ντουλάπα.
«Άστο
σε μένα» είπε η Νίκη και της το κατέβασε.
«Μάμα
μετά το μνημόσυνο του νόνου θα πάμε στον
περιστερώνα να γράψουμε μηνυματάκια
στα πόδια των περιστεριών;»
«Θα
πάμε Άλμπα μου, μην ανησυχείς, θα πάμε…»
της υποσχέθηκε αμέσως η Εριέττα. Δεν
ήθελε να της χαλάσει χατίρι.
Ήξερε πόσο άρεσε και κείνης το παιχνίδι
αυτό.
Έβαλε
το ξύλινο πόδι της, φόρεσε το φόρεμά
της, κι ύστερα κάθισε
μπροστά στην τουαλέτα της να χτενιστεί.
«Αλήθεια, πότε πέρασε
κιόλας ένας χρόνος;Αλήθεια, πότε;»είπε
με πίκρα καθώς χτένιζε τα μακριά ολόμαυρα
μαλλιά της.
«Κι
όμως Έρι μου πέρασε, όσο κι αν φαίνεται
σ' όλους μας απίστευτο,
πέρασε» είπε η Νίκη αναστενάζοντας.
«Ευτυχώς
που η γιαγιά Φιλομήλα έφυγε πριν από
κείνον.Με τίποτα δεν θα
άντεχε τον αποτρόπαιο αυτό θάνατό του.
Καταλαβαίνεις τι εννοώ Νίκη, έτσι
δεν είναι;»
Η
Νίκη έκανε πως δεν άκουσε την τελευταία
της κουβέντα.
«Νίκη,
κάτι σε ρώτησα, γιατί δεν μου απαντάς;»
είπε φανερά ενοχλημένη
η Εριέττα.
«Ναι…,
σε καταλαβαίνω» αποκρίθηκε εκείνη με
ύφος σαν να ήθελε να την
ξεφορτωθεί.
«Κι
όμως, το ύφος σου δεν δείχνει κάτι τέτοιο»
είπε και τα μάτια της αμέσως βούρκωσαν.
«Μα
τι είναι αυτά που λες Έρι μου;Φυσικά και
σε πιστεύω;»
«Όχι,
δεν με πιστεύεις, όπως δεν με πιστεύει
και ο Λουκής, ο αδελφός
σου».
«Τώρα
νομίζω πως μας αδικείς» προσπάθησε να
δικαιολογηθεί η Νίκη.
«Εγώ
σας αδικώ ή εσείς, που ούτε λίγο ούτε
πολύ με έχετε βγάλει
τρελή, επειδή ακόμα πιστεύω ότι ο θάνατος
του παππού μου δεν ήταν αυτοκτονία αλλά
δολοφονία;»
«Χριστός
και Παναγία» φώναξε η Μηλιώ και
σταυροκοπήθηκε, «ζουρλαθήκατε, μωρέ,
και οι δυό σας; Κουβέντα είναι αυτή
που ανοίξατε πρωϊνιάτικα
και μάλιστα μπροστά στο παιδί;»
Η
Εριέττα και η Νίκη κοιτάχτηκαν. Η Μηλιώ
είχε δίκιο. Την κουβέντα
αυτή θα μπορούσαν να την είχαν ανοίξει
όταν θα ήταν μόνες τους.
Ωστόσο
η συμπεριφορά αυτή της Μηλιώς απέναντι
στην Εριέττα δεν άρεσε καθόλου στην
Άλμπα. «Μηλιώ σε παρακαλώ
μη μιλάς έτσι στη μάμα μου»της είπε
θυμωμένα η μικρή κι έτρεξε αμέσως
κοντά στη Εριέττα. «Μάμα, άσε τη Μηλιώ
να λέει. Εγώ σε καταλαβαίνω και σε
πιστεύω, μη μου στεναχωριέσαι»
της είπε τρυφερά και την αγκάλιασε.
«Ορίστε»
γύρισε και είπε νευριασμένη η Μηλιώ,
«ικανοποιήθηκες τώρα;»
Η
Εριέττα χωρίς να πει άλλη κουβέντα,
συνέχισε να χτενίζει τα
μαλλιά της σκεφτική.
«Είμαι
έτοιμη» είπε κάποια στιγμή,«μπορούμε
να πηγαίνουμε τώρα».