Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

“η σχέση μας αυτή δεν μπορεί να πάει μακρύτερα”Ραντεβού μ΄ένα γράμμα Μικ...


Αγαπημένη μου φίλη, αλήθεια, από πότε έχουμε να τα πούμε γραπτά; Πρέπει να εί­ναι πολύ καιρός. Έτσι δεν είναι; Αν θυμάμαι καλά, το τελευταίο μου γράμμα θα πρέπει να στο είχα γράψει αρχές Απρίλη. Τώρα έχουμε μισά Νοέμβρη. Πω, πω πως περνάει ο καιρός έτσι, πώς μας παρασέρνει, μερικές φορές, στη δίνη του. Τέλος πάντων...

Εσύ, πώς είσαι αγαπημένη μου; Θα κάνεις καμιά έκθεση με έργα σου αυτό τον καιρό; Αχ! Πόσο έχω νοσταλγήσει το Παρίσι και πόσο έχω επιθυμήσει κι εσένα. Μού λείπουν οι βόλτες μας στον Σηκουάνα και στην Μονμάρτη, οι επισκέψεις μας στα διάφορα events, οι εκθέσεις ζωγραφικής, οι θεατρικές παραστάσεις. Αλήθεια τι κάνει ο Αντρέ; Παίζει κάπου τώρα;. Εγώ αν και είχα πρόταση να παίξω στην παράσταση “Η τρελή του Σαγιώ”, δεν δέχτηκα. Τώρα, θα αναρωτιέσαι το “γιατί”, κι είναι λο­γικό. Λοιπόν, ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή.

Όλα ξεκίνησαν πριν από μερικούς μήνες, το βράδυ της πρεμιέρας του έργου του Τσέ­χωφ “Θείος Βάνιας”. Νομίζω σου είχα γρά­ψει σε κάποιο γράμμα μου ότι θα ανεβάζαμε το συγκεκριμένο έργο κι ότι θα υποδυόμουν τη Σόνια. Αλλά μη σε ζαλίζω τώρα με λεπτομέ­ρειες...

Λοιπόν, ήταν λίγα λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση, όταν δέχτηκα στο καμαρίνι μου μια ανθοδέσμη με μια κάρτα. Ήταν απ' τον Παύλο. Συγκινημένη την πήρα στα χέρια μου κι άνοιξα τον φάκελλο σίγουρη ότι θα μου έγραφε καλή επιτυχία και ότι θα με κα­μάρωνε καθισμένος στις πρώτες θέσεις να παίζω. Όμως τίποτα απ' όλα αυτά που σκέ­φτηκα δεν ίσχυαν. Ο Παύλος σ΄εκείνη την κάρτα, τελικά, έγραφε ότι δεν πρέπει πια να είμαστε μαζί βρίσκοντας έναν πολύ ωραίο, ποιητικό τρόπο θα έλεγα για να μου το πει. Μ' ένα απόσπασμα απ' το “Αλεξανδρινό Κουαρτέτο” του Ντάρρελ. Αξίζει να στο γρά­ψω:

...η σχέση μας αυτή δεν μπορεί να πάει μακρύτερα, γιατί έχουμε ήδη εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές της στην φαντασία μας, και εκείνο που στο τέλος θ' ανακαλύψουμε, πίσω απ' τα μουντά χρώματα της ηδυπάθειας, θα είναι μια φιλία τόσο βαθειά που θα γίνουμε σκλάβοι της για πάντα. Ήταν η ερωτοτροπία δύο πνευμάτων πρώϊμα εξαντλημένων από την πείρα και που φαινόταν πολύ πιο επικίν­δυνη από έναν έρωτα βασισμένο στην σεξου­αλική έλξη...” Για μερικά λεπτά έμεινα να το κοιτώ και να το ξανακοιτώ, να το διαβάζω και να το ξαναδιαβάζω. Δεν είναι δυνατόν έ­λεγα συνέχεια στον εαυτόν μου, δεν είναι δυ­νατόν. Κι όμως, ήταν.

Εκείνο το βράδυ, ήμουν η καλύτερη Σόνια απ' ό,τι είπαν κριτικοί και συνάδελ­φοι. Δεν ξέρω αν ήμουν η καλύτερη, το μόνο που ξέρω ήταν πως έπαιξα με την ίδια ψυχι­κή δύναμη τότε που είχα μάθει για το χαμό της μητέρας μου.Το ίδιο είχε συμβεί,όταν το θλιβερό μαντάτο είχε έρθει λίγο πριν βγω στη σκηνή να παίξω.

Μετά την παράσταση δεν έμεινα να το γιορτάσουμε με τους συναδέλφους, προτί­μησα να φύγω και να πάω σπίτι. Άνοιξα μια μπουκάλα κρασί και παρέα με τον... “Ντάρρελ” τα ήπιαμε μέχρι το πρωί. Τον Παύλο δεν τον αναζήτησα, δεν είχε νόημα ούτε να ζητήσω εξηγήσεις, ούτε και να του πω ότι περίμενα το παιδί μας. Ναι, όπως το ακούς...το διαβάζεις θέλω να πω, το παιδί μας. Η ανόητη ήθελα να του το ανακοινώσω εκείνο το βρά­δυ της πρεμιέρας...

Το επόμενο διάστημα για μένα ήταν πολύ ζόρικο. Έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις για τη ζωή μου. Και τις πήρα.

Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί και να φύγω απ' την Ελλάδα, γιατί δεν θα ήθελα με τίποτα να μεγαλώσει σε μια κοινωνία άκρως συντηρητική, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να το λιθοβολήσει. Όσο για τον Παύλο, δεν θα μά­θει ποτέ ότι έχει κάπου ένα παιδί. Ας μείνει με την ιδέα ότι αυτό που είχαμε εμείς οι δύο κάποτε δεν θα μπορούσε να πάει μακρύ­τερα...


Αγαπημένη μου Ζορζέτ,

Η ζωή για μια ακόμη φορά με προ(σ)κά­λεσε σ' ένα νέο ξεκίνημα, κι εγώ έπρεπε να ανταποκριθώ σ' αυτήν την πρό(σ)κληση της.

Στο τέλος του μήνα πετώ για Παρίσι.Καλή αντάμωση...!

Σε φιλώ,

Μαρίνα




Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Ηλιοβασίλεματα…γεμάτα Ελλάδα...

Ηλιοβασιλέματα γεμάτα Ελλάδα...!




Ηλιοβασίλεματα…γεμάτα Ελλάδα, στιγμές μοναδικές, μαγικές, στιγμές που ξεχωρίζουν… Όταν κοιτάς τον ήλιο να βουτάει στη θάλασσα ψηλά από το κάστρο…

Όταν βάφει με κόκκινο χρώμα τη θάλασσα…

Όταν ζωγραφίζει με υπερκόσμια χρώματα τον ουρανό

Όταν κυλάει σιγά σιγά στο γέρμα του…

Όταν παίζει κρυφτό με τα σύννεφα μέχρι να χαθεί…

Όταν ζωγραφίζει μια χρυσαφένια γραμμή στη θάλασσα…

Όταν γλιστρά πίσω απ’ το βράχο…

Δύσκολα τα μάτια κι η ψυχή να χορτάσουν τόση μα τόση ομορφιά…!

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ-ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ-Διήγημα-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-Λόγος με temp...

Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιον του Σκόκου για το 1918

     Οι πρώτες μου γι’ αυτήν αναμνήσεις ξεκαθαρίζουν με δυσκολία, χαμένες στα σύθαμπα της νηπιακής ηλικίας.
     Ανάμεσα στους ήχους, που έφθαναν από μακριά στην ασυνήθιστη ακοή μου, αγνώριστοι όλοι κι εκπληκτικοί, έμαθα γρήγορα να ξεχωρίζω τη φωνή της. Ήταν μια φωνή δυνατή, καθαρή, δροσερή, γλυκιά, που θα ‘λεγα πως έλαμπε και στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού ή του χειμωνιάτικου ήλιου. Την άκουγ’ από το περβολάκι, όπου έπαιζα με τα χώματα και τα πετραδάκια, καθισμένος μέσα στην πέτρινη γούρνα· την άκουγ’ από το παράθυρο της σάλας, όπου στεκόμουν ανεβασμένος σε μια καρέκλα κι έβλεπ’ αντίκρυ το Κάστρο· την άκουγα κάποτε κι από το κρεβατάκι μου, στην άλλη κάμαρα, όταν ξυπνούσα το πρωί με τα κελαδήματα των πουλιών. Και πρέπει να ‘δειχνα μια πολύ χαρούμενη έκπληξη, γιατί συχνά η μητέρα μου, γελαστή, μου έλεγε:
― Άκου, η Μανταλένα!…
     Έτσι ήξερα, πως η γλυκιά και καθαρή εκείνη φωνή έβγαινε από κάποιο πλάσμα που το ‘λεγαν «Μανταλένα», μα που δεν το είχα ιδεί ποτέ. Πολλά άλλα πλάσματα, ακόμα τότε, τα ‘ξερα έτσι μόνο απ’ τη φωνή τους, απ’ τον ήχο τους. Μ’ ανάμεσα σ’ όλα, γνωστά μου κι άγνωστα, ιδωμένα κι ανείδωτα, η Μανταλένα μου φαίνουνταν σαν κάτι ξεχωριστό. Τη φαντάζουμουν πιο όμορφη κι από τη μητέρα μου, όταν με κοίταζε γελαστή· πιο γλυκιά κι από τη γιαγιά μου, όταν μ’ εχάιδευε στο κεφάλι και στο πηγούνι.
     Μια μέρα, καθώς στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο, ανεβασμένος στην καρέκλα, άκουσα πάλι τη φωνή της. Μου φάνηκε πως έβγαινε από τόσο κοντά μου, ώστε όρμησα να προβάλω, για να ιδώ. Η μητέρα μου, που με παράστεκε από πίσω, μ’ εκράτησε. Επειδή όμως επέμενα, μ’ εσήκωσε στην αγκαλιά της και μ’ άφησε να βγάλω το κεφάλι μου από τη γρίλια. Και να, το ξεχωριστό, το θαυμάσιο, το θείο που μου υπόσχουνταν η φωνή: Σ’ ένα διπλανό παράθυρο, δυο τρία σπίτια πιο κάτω απ’ το δικό μας, αριστερά μου, είδα ένα κεφάλι ολόξανθο, που έλαμψε στα μάτια μου με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου.
― Η Μανταλένα! μου ψιθύριζε καθώς με κρατούσε η μητέρα μου. Την είδες λοιπόν τη Μανταλένα;
     Ναι, την είδα, την έβλεπα, μα όχι όσο ήθελα. Γιατί καθώς ήταν κι εκείνη γυρισμένη αριστερά και μιλούσε μ’ ένα άλλο κορίτσι, μαυριδερό, σ’ έν’ άλλο παράθυρο, πιο κάτω, δεν μου ‘δειχνε παρά τα ξανθά της μαλλιά, τον κάτασπρο σβέρκο της και λιγάκι από την ουρανιά καμιζόλα της. Του κάκου περίμενα να γυρίσει μια στιγμή το πρόσωπό της προς το μέρος μου· του κάκου αντιστάθηκα όσο μπορούσα δυο τρεις φορές, που θέλησε η μητέρα μου να με τραβήξει μέσα. Η Μανταλένα εξακολουθούσε να μιλά με το μαυριδερό κορίτσι, γυρισμένη αντίθετα. Κι άξαφνα, μ’ έν’ απότομο κίνημα, σα να τη φώναξε κάποιος από το σπίτι, έμπασε μέσα το κεφάλι της και την έχασα.
     Δεν θυμούμαι αν έκλαψα και τότε, όπως μια φορά που μου ‘καναν με το πρίσμα φάσματα στον τοίχο κι άξαφνα μου το ‘κοψαν. Από κείνη όμως την ημέρα, που είδα το ξανθό κεφάλι, η γλυκιά φωνή μου φαίνουνταν πιο γνώριμη, πιο αγαπητή και πιο ζωηρά χρωματισμένη με το χρώμα του μελιού και του χειμωνιάτικου ήλιου…
     
     * * *
     
     Γυρίζαμε απ’ τη γειτονική μας Εκκλησία. Κάποια Κυριακή; κάποια γιορτή;…
     Η μητέρα μου με κρατούσε απ’ το χεράκι κι η νταντά, στο πλάι μας, ήταν έτοιμη να με σηκώσει στην αγκαλιά της, γιατί μόλις έσερνα τα πόδια μου.
     Άξαφνα βλέπω τη μητέρα μου να στέκεται και να μιλά προς τα ψηλά. Στέκουμαι κι εγώ και σηκώνω το κεφάλι μου. Ήμαστε κάτω από ένα παράθυρο, που πρέπει να ‘ταν το ίδιο εκείνο, όπου εδώ και λίγες μέρες είχα ιδεί το ξανθό κεφάλι. Γιατί και τώρα το ίδιο κεφάλι ήταν εκεί προβαλμένο. Θα το γνώριζα κι από τα μαλλιά του. Άκουσα όμως και τη μητέρα μου που είπε:
― Καλημέρα, Μανταλένα μου…
     Και τη γλυκιά δυνατή φωνή που αποκρίθηκε:
― Καλημέρα σας, κυρία!…
     Απόρησα, θαμπώθηκα και καταχάρηκα. Ήμουν στην ηλικία, που όλα μας φαίνουνται θαύματα, υπερφυσικά. Πώς βρέθηκε άξαφνα μπροστά μας το παράθυρο εκείνο, σε μια στιγμή που το νόμιζα μίλια μακριά;
     Μα έκαμα έτσι κι είδα, γνώρισα το σπίτι μας, στην ίδια γραμμή. Βέβαια, καλέ, ήταν το παράθυρο της Μανταλένας! Και να από κάτω του μια πόρτα, λαδιά σκούρα, με το ‘να πορτόφυλλο κλειστό, με τ’ άλλο διάπλατο, απ’ όπου φαίνουνταν παρά μέσα μια σκάλα κιτρινωπή, ίσια, φωτισμένη ζωηρά και φαιδρά από κάποιο αθώρητο φεγγίτη.
     Τράβηξα τη μητέρα μου απ’ το χέρι, για να της δείξω πως ήθελα να μπούμε σ’ εκείνη την πόρτα και ν’ ανεβούμε σ’ εκείνη τη σκάλα, για να φθάσουμε τη Μανταλένα.
     Μα η μητέρα μου αντιστάθηκε.
― Σύχασε, μου είπε, τώρα θα πάμε στα σπίτι μας.
     Κι επρόσθεσε, κοιτάζοντας ψηλά:
― Δε βλέπεις, καλέ; Ο γιος μου θέλει να σου κάμει βίζιτα… Να, να. με τραβουλιάζει…
     Ντράπηκα κι έπαψα αμέσως το τραβούληγμα. Η Μανταλένα γελούσε δυνατά κι έλεγε λόγια που δεν τα θυμούμαι, γιατ’ ίσως και δεν τα καταλάβαινα. Γελούσε κι η μητέρα μου, που έσκυβε τώρα σε μένα και μου ‘λεγε:
― Την αγαπάς την κυρία Μανταλένα:.. σ’ αρέσει; Ιδές τη λοιπόν! να!
     Μου σήκωνε το κεφαλάκι απ’ το πηγούνι· κι εγώ αντιστεκόμουν, έβαζα δύναμη να το κρατώ σκυφτό· γιατί καταλάβαινα πως άμα το σήκωνα τώρα, θ’ αντίκριζα τα μάτια της Μανταλένας να με κοιτάζουν, κι αισθανόμουν ντροπή, ίσως μάλιστα και κάποιο φόβο.
     Γιατί πρωτύτερα, που η Μανταλένα μιλούσε με τη μητέρα μου, είχα ιδεί μια στιγμή αυτά τα μάτια από το πλάι, και μου είχαν φανεί πολύ αλλιώτικα, πολύ διαφορετικά απ’ όσα μάτια είχα ιδεί ως τότε. Φανταζόμουν, πως αν τα ‘βλεπα ολόισα, καρφωμένα στα δικά μου, θα τρόμαζα, όπως τρόμαξα μια φορά στη σοφίτα, όπου, παίζοντας, γύρισα μια παλιά εικόνα, πεταμένη ανάποδα σε μιαν άκρη, και βρέθηκα άξαφνα αντίκρυ σ’ ένα μεγάλο πρόσωπο με κάτι μάτια φοβερά. Άντρας ήταν; γυναίκα ήταν; Δεν ξέρω! Με μια κραυγή τρόμου πέταξα την εικόνα, έφυγα κι ούτε ξαναπάτησα στη σοφίτα εκείνη.
     Μα σήμερα, η περιέργεια κατανίκησε και τη ντροπή και το φόβο. Έπειτα η μητέρα μου ήταν κοντά μου, με κρατούσε απ’ το χέρι· τι είχα να πάθω; Κι επιτέλους σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα μάτια της Μανταλένας που με κοίταζαν.
     Τρόμαξα πάλι, γύρισα μια στιγμή τα δικά μου αλλού κι έσφιξα το χέρι της μητέρας μου. Μα σα να με τράβηξαν με μαγνήτη τα μάτια εκείνα, τα ξανακοίταξα χωρίς να θέλω. Αυτό έγινε δυο τρεις φορές, ώσπου να ξεθαρρευτώ. Κι άφοβα τότε ξακολούθησα να τα κοιτάζω…
     Τα μάτια της Μανταλένας, μεγάλα, ολάνοικτα, τριγυρισμένα από μαύρα, μακριά τσίνορα, είχαν το χρώμα της γαλαζόπετρας. Μα έχυναν τόσο φως, ώστε δεν μ’ άφηναν να βλέπω τίποτ’ άλλο από το πρόσωπό της. Αυτά έβλεπα μόνο και τα ξανθά της μαλλιά. Ήταν για μένα μια καινούργια εντελώς γοητεία. Είχα καρφωθεί εκεί στη μέση του δρόμου, με το κεφάλι μου ψηλά. Η μητέρα μου, για να κουνηθώ, αναγκάσθηκε να με τραβήξει με δύναμη. Την ακολούθησα. Μα όσο πηγαίναμε, εγώ ως που μπήκαμε πια στην πόρτα μας, ξακολουθούσα να κρατώ το κεφάλι μου γυρισμένο κατά το παράθυρο της Μανταλένας.
     Από τότε, μόλις άκουγα τη γλυκιά, δυνατή φωνή, ξαναφαίνουνταν μπροστά μου το ξανθόμαλλο κεφάλι με τα γαλάζια μάτια. Η Μανταλένα για μένα ήταν έν’ αλλιώτικο πλάσμα, ένα γοητευτικό τέρας, που δεν είχε παρά μαλλιά και μάτια.
     
     * * *
     
     Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας, τη συμπλήρωνα, την έβλεπα καθαρά. Όταν έγινα πια πέντε χρονών, η Μανταλένα, εκτός απ’ τα μαλλιά και τα μάτια, είχε για μένα κι ένα κατακόκκινο στόμα με κάτασπρα δόντια, που τα μπροστινά, τ’ απάνω, μου φαίνουνταν σα μεγαλύτερ’ από τ’ άλλα· είχε ακόμα μια μύτη ίσια, στενή και μακριά, που με δυσκολία ξεχώριζα τα ρουθουνάκια της, και δυο αυτάκια τριανταφυλλιά, στολισμένα με δυο μικρούτσικα διαμάντια. Πάντα όμως τα μάτια της έλαμπαν περισσότερο· κι όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά τα ‘βλεπα σα μέσα σ’ ένα γαλάζιο φως. Και το μέλι ακόμα των μαλλιών της μου φαίνουνταν πως εκυάνιζε αλαφρά, σαν το παλιό χρυσάφι μιας καρφίτσας που φορούσε η γιαγιά μου.
     Ήταν άραγε τόσο υπερφυσικά όμορφη η Μανταλένα, όπως την έβλεπα απ’ τα πέντε μου χρόνια ως τα επτά; Δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα. Δεν θα ‘ξερα καν να πω ούτε τι ηλικία είχε, τον καιρό που, μαζί με τον κόσμο, την πρωτογνώρισα. Θυμάμαι πάντα το στήθος της μεστό, στρογγυλό, φουσκωμένο. Μα ήταν τότε κοριτσόπουλο δεκαπέντε χρονών ή μεγάλο κορίτσι, εικοσιπεντάρα; Αδύνατο να συμπεράνω. Τα μόνο βέβαιο είναι πως ύστερ’ από τριάντα χρόνια που την ξαναείδα, η Μανταλένα ήταν γριά κι άσχημη, με δυο δόντια μονάχα, —εκείνα τα μπροστινά, που μου φαίνουνταν πάντα μεγαλύτερα. Μα κι απ’ αυτό τίποτα δεν βγάζω. Μπορεί να γέρασε πρόωρα, η δυστυχισμένη, όπως πρόωρα μπορεί να ‘χε μεστώσει και το στήθος της. Κι η πιο άσχημη γριά δεν μπορεί να στάθηκε στον καιρό της πεντάμορφη;
     Την ιστορία της όμως την ξέρω· κι απ’ αυτή βγάζω πως η όμορφη Μανταλένα, αυτό το νηπιακό μου όνειρο, στάθηκε μια από τις πιο δυστυχισμένες γυναίκες του τόπου της και του καιρού της. Κι είναι μάλιστα το πρώτο πλάσμα στον κόσμο, που μαζί με τη χαρά της Ομορφιάς, μου γνώρισε και τη θλίψη της Δυστυχίας. Θα ήμουν τότες ως επτά χρονών. Η μητέρα μου μ’ έστελνε κάθε μέρα στο σπίτι της Μανταλένας, όπου η θεια της, μια αγαθότατη και καθαρότατη γριούλα, μ’ εμάθαινε να συλλαβίζω στη φυλλάδα μου και μου ‘λεγε παραμύθια. Το μάθημα με στενοχωρούσε πολύ. Μια μέρα μάλιστα, θυμούμαι, πέταξα με θυμό τη φυλλάδα μου και φώναξα: «Να μου δώσετε το μηνιάτικό μου να φύγω!» (Γιατί ίσα ίσα εκείνο το πρωί είχα πάει το ασημένιο δίφραγκο, που πληρώναμε κάθε μήνα τα πέντ’ έξι παιδιά, γειτονοπούλα, του νηπιαγωγείου). Τα παραμύθια όμως τ’ άκουγα πάντα μ’ ευχαρίστηση, αν και τα ‘ξερα πια απόξω, γιατί η γριά δασκάλα μάς έλεγε δυο τρία, πάντα τα ίδια. Ήμουν κατενθουσιασμένος προπάντων όταν μπορούσα, ακούγοντας το παραμύθι με τις πεντάμορφες, τις βασιλοπούλες, τις νεράιδες, τις μάγισσες, να βλέπω και τη γλυκιά Μανταλένα, πότε απ’ τη μισανοικτή πόρτα, στην καμαρούλα της, όπου κτένιζε ατέλειωτα τα χρυσά της μαλλιά, —ολάκερη ιεροτελεστία!― πότε κει, μπροστά μας, να κάθεται στην καρέκλα και να πλέκει ήσυχα ή να κεντά.
     Σπάνια, πολύ σπάνια μιλούσε, και σιγά-σιγά. Η φωνή της, μέσα στο σπίτι, ήταν ολωσδιόλου αλλιώτικη, παρά όπως την άκουγα απ’ το περιβόλι. Την ύψωνε καθαρή και δυνατή μόνο σαν κουβέντιαζε, απ’ τα παράθυρα του δρόμου ή της αυλής, με τις αντικρινές της φιληνάδες. Φώναζε τότε και γελούσε, σαν ένα πλάσμα χαρούμενο και ξένοιαστο. Μα μόλις τέλειωνε την κουβέντα κι έμπαινε μέσα, το γέλιο της έσβηνε, το πρόσωπό της γίνουνταν σοβαρό, μελαγχολικό, κι η φωνή της δεν αντηχούσε παρά σ’ ένα πολύ χαμηλό τόνο, βαρύ, σχεδόν πένθιμο… Μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση αυτή η διαφορά. Πώς κτυπά ένα κουδούνι όταν το χουφτώνεις ολάκερο κι όταν πάλι το κρατάς μόνο απ’ το χερούλι; Έτσι μου φαίνουνταν κι η Μανταλένα όταν μιλούσε απ’ το παράθυρο κι όταν μιλούσε μες στο σπίτι. Μα το λυπημένο ύφος τής πήγαινε. Γίνουνταν πιο όμορφη όταν σιωπούσε ή σιγομιλούσε μελαγχολικά. Τα χαμηλωμένα ματόκλαδα με τα μαύρα τσίνορα έριχναν μια θαυμάσια σκιά στις γαλάζιες κόρες. Ήταν στιγμές που ζωντάνευε μπροστά μου τη Βασιλοπούλα του παραμυθιού. Κι ήταν άλλες που μου φαίνουνταν σαν την γαλανή Φραγκοπαναγιά, που είχε στο εικονοστάσι της μια γειτόνισσά μας κοντέσα. Το βράδυ το ‘λεγα της μητέρας μου:
― Μαμάκα, η κυρία Μανταλένα δεν είναι απαράλλακτη με την Παναγία;
     Κι η μητέρα μου το ‘λεγε του πατέρα μου και γελούσαν. Ένα βράδυ, εκεί που δειπνούσαμε, ο πατέρας μου με ρώτησε:
― Κωστάκη, άμα μεγαλώσεις… θέλεις να πάρεις γυναίκα σου τη Μανταλένα;
     Εγώ κούνησα αμέσως το κεφάλι μου ζωηρά, με προθυμία· κι έπειτα, ξαφνικά, μια φλόγα ντροπής ανέβηκε στα μάγουλά μου. Εκείνοι έσκασαν από τα γέλια.
     Άλλη φορά, ρώτησα τη μητέρα μου:
― Μα γιατί η κυρία Μανταλένα είναι πάντα λυπημένη;
― Γιατί δεν έχει μητέρα, παιδί μου.
― Της πέθανε:
― Ναι.
― Ούτε πατέρα;
― Όχι, πατέρα έχει…
― Και γιατί δεν είναι μαζί του;
― Γιατί άμα έχασε τη μητέρα της, πριν γεννηθείς εσύ, την πήρε η θεία της, να την έχει σαν παιδί της.
     Τόσο μόνο μου είπε η μητέρα μου και, χωρίς να τη ρωτήσω άλλο, επωφελήθηκε για να προσθέσει:
― Λυπάται, η καημένη, σα θυμάται τη μητερούλα της. Βλέπεις, παιδί μου; Τίποτα δεν μπορεί να μπει στη θέση της μητερούλας· ούτε μπαμπάς ούτε θεία. Γι’ αυτό και συ πρέπει να ‘σαι φρόνιμος, να μ’ ακούς, να μη με συγχύζεις και να μ’ αγαπάς.
― Σ’ αγαπώ, ψιθύρισα. Πάντα θα σ’ αγαπώ, μαμάκα!…
     Κι από μέσα μου είπα: «Θ’ αγαπώ όμως και τη Μανταλένα».
     
     * * *
     
     Αργότερα έμαθα.
     Δεν ήταν μόνο που δεν είχε μητέρα η Μανταλένα, παρά που είχε και μητρυιά. Η μητρυιά αυτή, κάμποσα χρόνια, της είχε κάμει πολύ κακή ζωή. Δηλαδή κι η Μανταλένα μπορεί να ‘χε κάμει κακή ζωή της μητρυιάς της. Οπωσδήποτε, δεν μπορούσαν πια να ζουν στο ίδιο σπίτι. Γι’ αυτό η Μανταλένα αναγκάστηκε να φύγει από το πατρικό και να ζητήσει άσυλο στο σπίτι της φτωχής της θείας.
     Την αγαπούσε τάχα ο πατέρας της; Της χάριζε ωραία πράμματα; Την έβλεπε συχνά; Τίποτ’ απ’ αυτά δεν μπορούσα τότε να ξέρω. Εγώ ποτέ δεν είδα πατέρα της Μανταλένας. Μα για να εξηγώ την αιώνια μελαγχολία της, μου έφθαναν οι πληροφορίες της μητέρας μου.
     Μια μέρα τη ζύγωσα ξαφνικά και της είπα:
― Ξέρω γιατ’ είσαι λυπημένη! Θυμάσαι τη μαμάκα σου που πέθανε.
     Κι η Μανταλένα ξαφνιάστηκε, θύμωσε και μ’ αποπήρε:
― Να μου κάνεις τη χάρη! μου φώναξε. Δεν είναι δική σου δουλειά!… Πήγαινε να διαβάσεις τη φυλλάδα σου. Ορίστ’ εκεί!…
     Μου ‘ρθαν κλάματα. Τα είδε η γριά δασκάλα μου, μ’ εχάιδεψε και μου είπε στ’ αυτί!
― Μην της μιλάς ποτέ για τη μάνα της. Της τη θυμίζεις και πικραίνεται χειρότερα. Έπειτα έχει κι άλλα βάσανα, το καημένο. Είναι βαριά άρρωστος ο πατέρας της.
     Μ’ όλη μου την καρδιά συχώρεσα αμέσως τον απότομο τρόπο της Μανταλένας, γιατί είδα πως όλο το λάθος ήταν δικό μου. Λυπήθηκα μάλιστα πολύ που, χωρίς να θέλω, την πίκρανα. Κι από την ημέρα εκείνη, αντί να λιγοστέψει, μεγάλωσε η παιδιάτικη λατρεία που της είχα.
     Άξαφνα ένα βράδυ, πολλήν ώρα αφού σκόλασα, ήλθε στο σπίτι μας η είδηση: Πέθανε ο πατέρας της Μανταλένας.
     Δεν ήξερ’ ακόμη από θάνατο κι η είδηση δεν μου ‘καμε και τόσο φοβερή εντύπωση. Δεν φαντάστηκα αμέσως καμμιά μεγάλη συμφορά για τη Μανταλένα. Συλλογίστηκα μόνο, ότι την άλλη μέρα, θα την έβλεπα πολύ λυπημένη, ίσως και κλαμένη. Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου να μη της πω ούτε λέξη για τον πατέρα της. Θα ‘κανα σα να μην έμαθα τίποτα…
     Και το πρωί, ανύποπτος μπορώ να πω, πήρα τη σάκα μου και πήγα, όπως πάντα, στο σκολειό μου.
     Θε μου! τι με περίμενε!
     Δεν ξέρω τι ώρα ήταν. Θυμούμαι μόνο, πως ο ήλιος δεν είχε κατεβεί ακόμα στο στενό μας δρόμο με τα ψηλά σπίτια. Έτρεξα το μικρό διάστημα, που χώριζε την πόρτα μας από την πόρτα της Μανταλένας, μέσα σε μια στακτερή σκιά, δροσερή, σχεδόν κρύα. Ψήλωσα όσο μπορούσα στις μύτες των ποδιών και κτύπησα μια φορά τον σιδερένιο μπαταδούρο. Κάποιος από πάνου τράβηξε το σχοινί του σαρταρέλου και το σκούρο λαδί πορτόφυλλο άνοιξε. Το ‘σπρωξα τότε, μπήκα μ’ ορμή κι ετοιμάστηκα ν’ ανεβώ. Αλλά η σκάλα, φωτισμένη ζωηρά από ένα μικρό, ανατολικό φεγγίτη, δεν ήταν ελεύθερη. Εκείνη τη στιγμή κατέβαιναν δυο άνθρωποι: Η Μανταλένα μπροστά κι ο θειος της από πίσω.
     Στάθηκα ευθύς με το κεφάλι ψηλά.
― Ποιος είναι; ρώτησε από πάνου η δασκάλα μου.
     Κι η Μανταλένα, κατεβαίνοντας, με τα γαλάζια της μάτια ολάνοιχτα, καρφωμένα απάνου μου, αποκρίθηκε σιγά, μα πολύ σιγά:
― Ο Κωστάκης…
     Η φωνή της ήταν αθόρυβη, όπως το βήμα της. Ήταν σα μιαν αληθινή οπτασία, σαν ένα πλάσμα υπερφυσικό, που κατέβαινε τη σκάλα χωρίς να την αγγίζει… Τα φουστάνι της ήταν τόσο μακρύ, που αλήθεια δεν έβλεπα τα πόδια της. Και το φουστάνι αυτό ήταν κατάμαυρο. Κατάμαυρη κι η ζακέτα με τα στενά μανίκια. Κατάμαυρη κι η μαντίλια, που ήταν ριγμένη απάνω στα ξανθά μαλλιά κι έφθανε με απλές, ίσιες πτυχές, ως πάρα κάτω από τη μέση. Με το ‘να της χέρι, κατάλευκο σαν το κερί, την κρατούσε ενωμένη κάτω απ’ το πηγούνι. Τ’ αυτιά της όμως έβγαιναν έξω κι είδα ευθύς πως σήμερα δεν ήταν στολισμένα με τα μικρά διαμάντια… Η Μανταλένα ήταν βουτηγμένη στα φρικτά μαύρα. Δεν έκλαιγε. Μα το πρόσωπό της, κατακόκκινο, αναμμένο, είχε μια τέτοια έκφραση λύπης, πόνου, συντριβής, που μου φαίνεται πως ποτέ δεν την είδα σ’ άλλο πρόσωπο ανθρώπου. Τα μάτια της προπάντων —αχ, Θε μου, εκείνα τα μάτια της! Πώς γυάλιζαν στεγνά, κατάξερα, πώς φαίνουνταν σα να ‘χαν χύσει όλα τα δάκρυα που μπορούσαν!
     Δυο τρεις στιγμές μπόρεσα ν’ ανθέξω στο κοίταγμά τους. Έπειτα κατέβασα τα δικά μου και ξυστά ξυστά, τοίχο τοίχο, κρατώντας και την αναπνοή μου, προσέχοντας να μην αγγίξω ούτ’ ένα κρόσσι της μαύρης μαντίλιας, ανέβηκα γρήγορα τη σκάλα, —μα πολύ γρήγορα, σα να με κυνηγούσαν,― έτρεξα ίσα στη γωνίτσα μου κι εκάθισα, έπεσα στα σκαμνάκι μου. Τα μικρά μου πόδια έτρεμαν, σα να είχα κάμει δρόμο πολύ. Ήμουν στην κάμαρα ολομόναχος. Κανένα παιδί δεν είχ’ έλθει ακόμα κι η δασκάλα μου ήταν στην κουζίνα, απ’ όπου με είδε τη στιγμή που ανέβαινε και μου φώναξε ένα θλιμμένο «καλόστονε! » Η Μανταλένα με το θείο της βγήκαν στο δρόμο. Άκουσα το βρόντο της πόρτας που ξανάκλεισε πίσω τους και μου ‘λθε να σηκωθώ και να κοιτάξω απ’ το παράθυρο. Ήθελα να ‘βλεπα: έτσι αλαφρά, αερικά, θα περπατούσε και στο δρόμο η μαυροφόρα Μανταλένα, όπως κατέβηκε και τη σκάλα; Μα δεν τόλμησα. Κι έμεινα στη θέση μου μονάχος, λυπημένος, συλλογισμένος. Μπορώ να πω και φοβισμένος. Γιατί η ζωντανή εκείνη εικόνα της Δυστυχίας μου είχε προξενήσει λύπη μαζί και φόβο…
     
     * * *
     
     Πού πήγαινε τάχα τόσο πρωί η μαυροφόρα Μανταλένα; Στο σπίτι βέβαια του πεθαμένου πατέρα της και της κακής μητρυιάς της. Θα ‘καναν σήμερα την κηδεία. Και πότε θα γύριζε; Θα την ξανάβλεπα σήμερα; Ύστερα, το μεσημέρι, τ’ απόγεμα, θα ‘ρχουνταν πάλι, θα ‘βγαζ’ εκείνα τα φρικτά μαύρα, θα φορούσε την κόκκινη, τη γαλάζια ή την άσπρη καμιζόλα της, και θα κάθουνταν εκεί, με το εργόχειρό της, ν’ ακούει κι αυτή το παραμύθι της γριάς;
     Τίποτ’ απ’ αυτά!
     Η μέρα εκείνη πέρασε ολωσδιόλου αλλιώτικα στο σκολάκι μας.
     Τα παιδιά δεν ήλθαν, εκτός από μένα κι από ένα άλλο. Η δασκάλα δεν μας έβαλε καινούργιες συλλαβές· μας άφησε να λέμε και να ξαναλέμε τις περασμένες. Κι ούτε παραμύθι μας είπε, ούτε «φιγούρες» μας έδειξε, ούτε να παίξουμε μας έδωσε την άδεια. Όλη την ημέρα είχε το νου της αλλού. Στον πεθαμένο βέβαια και στη μαυροφόρα Μανταλένα…
     Κι εγώ εκεί τον είχα. Στιγμή δεν μπορούσα να ξεχάσω την πρωινή οπτασία. Ολοένα η λύπη έσφιγγε τη μικρή μου καρδιά δυνατότερα. Πολλές φορές τα μάτια μου βούρκωσαν και τα δάκρυά μου, χοντρά και ζεστά, έσταξαν στη φυλλάδα.
― Γιατί κλαις; με ρωτούσε ο μικρός μου συμμαθητής.
― Έτσι, του απαντούσα —ή και δεν του απαντούσα καθόλου.
     Το μεσημέρι, κρατώντας με κόπο τα κλάματα, διηγήθηκα στη μητέρα μου τη συνάντηση που είχα κάμει στη σκάλα. Και περιγράφοντας τη Μανταλένα, της είπα:
― Φορούσε ολόμαυρα σα γριά.
     Η μητέρα μου, χωρίς να θέλει, χαμογέλασε· έπειτα ευθύς σοβαρεύτηκε και μου αποκρίθηκε:
― Η καημένη! Τώρα απόμεινε δισάρφανη. Και θ’ αργήσει να τα βγάλει αυτά τα μαύρα…
     Τι; αιωνίως έτσι θα ‘βλεπα μπροστά μου τη Μανταλένα, μαυροφόρα σα γριά; Μ’ αυτό δεν θα μπορούσα να το υποφέρω! Θα ‘ταν σα ν’ άλλαζε ο ρυθμός του παντός, σα να μην ξημέρωνε ποτέ…
     Τ’ απόγεμα ξαναπήγα στο σκολειό, αλλά η Μανταλένα δεν είχε γυρίσει. Μόνο ο θειος της ήλθε μια στιγμή και ξανάφυγε.. .
     Όσο βράδιαζε, όσο λιγόστευε το φως της ημέρας, τόσο μεγάλωνε η θλίψη κι ο αόριστος εκείνος φόβος μου. Με τη φαντασία, έβλεπα τη Μανταλένα ακόμα πιο μαύρη, ακόμα πιο δυστυχισμένη, και τα γαλάζια μάτια της μ’ εκοίταζαν μ’ ένα τρόπο, που στιγμές στιγμές μου ‘ρχουνταν να ξεφωνίσω, σα να ‘βλεπα φάντασμα.
     Έφαγα ανόρεκτα, έπεσα στο κρεβατάκι μου, μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ. Η βαριά μου καρδιά ζητούσε ένα ξεθύμασμα. Κι άρχισα να σιγοκλαίω. Ποτέ, ως τότε, δεν είχα κάμει τέτοιο θρήνο. Κι εγώ δεν ξέρω πόσες ώρες είχα κλάψει, με το πρόσωπο χωμένο στο προσκεφάλι. Όταν η μητέρα μου μπήκε στην κάμαρα, για να πλαγιάσει κι αυτή, με βρήκε έτσι και τρόμαξε.
― Τι έχεις, παιδί μου;… γιατί κλαις; με ρώτησε. Κι εγώ, δυναμώνοντας το κλάμα, της φώναξα:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!
     Μ’ αγκάλιασε, με σκούπισε, με φίλησε, με χάιδεψε, δεν ήξερε τι να μου κάνει για να με παρηγορήσει. Κι εγώ ξακολουθούσα να κλαίω και να λέω:
― Λυπάμαι τη Μανταλένα!…
     
     * * *
     
     Ούτε την άλλη μέρα φάνηκε στο σπίτι της θειας της η Μανταλένα. Ούτε την άλλη, ούτε την άλλη… Ποτέ πια!
     Φαίνεται, πως η κακή μητρυιά είχε ξαναγυρίσει στη μητέρα της, κι η Μανταλένα μπόρεσε να καθίσει πάλι στο πατρικό της, με τη γιαγιά της και μ’ έναν αδελφό που είχε, μεγαλύτερο.
     Για πολλές ημέρες, έβλεπα να της κουβαλούν από το σπίτι της θειας της τα πράμματά της: Μια ντουλάπα καρυδένια, ένα φορτσεράκι με χρυσά καρφάκια, μια κασετίνα με αχιβάδες, έναν καθρέφτη με βελουδένια κορνίζα, δυο βάζα κόκκινα. Τίποτα δεν έμειν’ εκεί μέσα που να τη θυμίζει, εκτός από μια κορδελίτσα των μαλλιών μαβιά, που κρέμουνταν ξεχασμένη απάνω απ’ το σκοτεινό κομμό της θειας, στην ίδια κάμαρα που καθόμαστε τα παιδιά. Και το σπίτι μου φαίνουνταν σαν άδειο …
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν χρόνια, μεγάλωσα, πήγα στο «αληθινό» σκολειό, άρχισα να ερωτεύουμαι κορίτσια της ηλικίας μου. Μα πάντα θυμούμουν την ομορφιά της μεγάλης εκείνης Μανταλένας· ήταν αδύνατο να ξεχάσω την πρωτογνώριστη λύπη που μου προξένησε η δυστυχία της κι έμεινα με την εντύπωση της μαύρης οπτασίας, που μου παρουσιάστηκε κείνο το πρωί.
     Δεν την ξαναείδα.
     Πέρασαν κι άλλα χρόνια, χρόνια πολλά… Έγιν’ άντρας, ξενιτεύτηκα, δυστύχησα, ευτύχησα, αγάπησα, παντρεύτηκα, χήρεψα, ξαναπανδρεύτηκα, έκαμα ένα σωρό παιδιά, έζησα κι έφτασα στην ηλικία εκείνη που ο άνθρωπος αρχίζει να ζει περισσότερο με αναμνήσεις.
     Κι οι αναμνήσεις αυτές με ξαναγύριζαν συχνά στην πατρίδα μου, στο πατρικό μου σπίτι, στο καντούνι μας, στο σκολάκι της θειας, στα σπίτι της Μανταλένας. Πότε άκουγα με το νου μου την καθαρή και γλυκιά φωνή της, όπως την άκουγα τότε, πριν γνωρίσω την ίδια· πότε έβλεπα το κεφάλι της με τα ξανθά μαλλιά, γυρισμένο, όπως το πρωτοείδα στο παράθυρο· πότε τα γαλάζια της μάτια, όπως με πρωτοκοίταξαν εκείνη την Κυριακή που γύριζα από την Εκκλησιά· και πότε τα ίδια αυτά μάτια, μα τόσο αλλιώτικα, όπως μου φανίστηκαν το πένθιμο εκείνο πρωί. Έτσι, συχνότερα, οι αναμνήσεις μου ‘φερναν μια Μανταλένα μαυροφόρα και θλιμμένη, σαν εικόνα υπέρτατης Δυστυχίας, και μαζί μ’ αυτή, κάτι απ’ τη βαθιά λύπη, κάτι απ’ το θρησκευτικό φόβο που είχε δοκιμάσει τότε η παιδική μου καρδιά.
     Σαν ξαναγύρισα, μετά τριάντα χρόνια ξενιτιάς, στην πατρίδα μου, ρώτησα και για τη Μανταλένα. Ζει;
― Ζει, μου είπαν, η τρισκακομοίρα, μα καλύτερα να μη ζούσε!
     Και μου διηγήθηκαν από τη ζωή της όσα δεν ήξερα.
     Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια, είχε παντρευτεί δυο φορές, είχε κάμει δέκα παιδιά και, καινούργια Νιόβη, τα είχε θάψει όλα ένα ένα. Στο τέλος της πέθανε κι ο δεύτερος άντρας της. Ο αδελφός της, παντρεμένος, έλειπε στα ξένα από καιρό. Θεια, θειος, δεν υπήρχαν πια. Κι η Μανταλένα, ολομόναχη, έρμη, ζούσε σ’ ένα μαύρο, κατάκλειστο σπίτι, με μια ψυχοπαίδα.
     Αιστάνθηκα μι’ ακατανίκητη επιθυμία να την ξαναϊδώ.
     Ξεκίνησα έν’ απόγεμα και πήγα στο σπίτι της.
     Η ψυχοπαίδα, σαστισμένη, μ’ έμπασε σε μια σάλα σκονισμένη, με παλιούς, μαυρισμένους καθρέφτες, που τα παράθυρά της, από την αντίσταση που έκαμαν, κατάλαβα πως είχαν ν’ ανοίξουν καιρό.
     Ο αέρας που έμπαινε απέξω, προσπαθούσε να διώξει κάποια μυρωδιά μούχλας και νεκρουλιάς.
     Και σε λίγο, χωρίς να με προειδοποιήσει ο παραμικρός κρότος, παρουσιάστηκε μπροστά μου μια μαυροφόρα γυναίκα, μια ψηλή γριά.
     Ήταν η Μανταλένα.
     Θα την εγνώριζα, αν δεν ήξερα πως ήμουν στα σπίτι της;
     Μου φαίνεται ναι. Διατηρούσε ίσιο το ανάστημά της και ίδιο τον αέρα της. Φορούσε ολόμαυρα, όπως την τελευταία φορά που την είδα και περπατούσε αλαφρά, αερικά, σα να μην άγγιζαν τα πόδια της στο πάτωμα.
― Με γνωρίζετε; της είπα. Ο Κωστάκης…
― Μπα, μπα; έκαμε.
     Με θυμήθηκε. Και τα μάτια της, που τα κρατούσε μισόκλειστα μ’ αδιαφορία, τ’ άνοιξε ζωηρά και τα κάρφωσε απάνου μου. Ανατρίχιασα.
     Ήταν τα ίδια, απαράλλακτα, όπως με είχαν κοιτάξει την τελευταία φορά, σ’ εκείνη τη σκάλα.
     Το ισχνό, το καταζαρωμένο πρόσωπο φωτίσθηκε πάλι από το γαλάζιο εκείνο φως, τα κάτασπρα μαλλιά ξαναπήραν το χρυσό τους χρώμα που κυάνιζε, και για μια στιγμή παρουσιάσθηκε μπροστά μου η ίδια Μανταλένα της τελευταίας οπτασίας, η ίδια ζωντανή εικόνα της υπερτάτης Δυστυχίας, το ίδιο φάντασμα του Πόνου και του Πένθους.
     Τα σαράντα χρόνια που χώριζαν τις δυο στιγμές, ξαφανίσθηκαν από τη μέση και ξανάγινα το παιδάκι, που ανέβηκε φοβισμένο τη σκάλα του σκολειού του, εκείνο το πρωί, προσέχοντας μην αγγίξει τα κρόσσια της μαύρης μαντίλιας. Ο ίδιος αόριστος φόβος μ’ εκυρίεψε κι εκοίταξα γύρω μου, σα να ‘θελα να φύγω…
     
     Αθήναι, Ιούλιος 1917
     

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Μια γλυκόλαλη κυρά του δρόμου...!ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ-Βάνα Σμπαρούνη #logotexnia


"Πόσες φορές μέσα στην καθημερινότητά μας δεν αναρωτιόμαστε..ποια χαρά, ποιο όνειρο, ποια αλήθεια, ποιό ταξίδι να ζωγραφίσουμε στο βιβλίο της ζωής μας; Ψάχνουμε...ψάχνουμε, μα τίποτα...όλα γύρω ασυνάρτητα και κομματιασμένα. Ένα συνεχές μούδιασμα μυαλού και καρδιάς... Και εκεί που ο καιρός είναι πανταχόθεν κλειστός, ξαφνικά, από ένα στενό δρομάκι μακριά ακούμε μια τρυφερή, μια γλυκόλαλη κυρά του δρόμου, μια λατέρνα να μας τραγουδάει, για ένα γαρούφαλο στ' αυτί, για ένα φιλότιμο...για μια πονηριά στο μάτι...φεγγοβολώντας για λίγο αυτός ο ήχος μιας άλλης εποχής μια μικρή αχτίδα μέσα μας...σαν να μας μιλά και να μας λέει ότι η ζωή παρά τις ακεφιές της, τα γκρίζα και μαύρα της έχει και ένα μυστικό, ότι για να γεννήσει θέλει έρωτα κι αγάπη ...!"Β.Σ.


Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Πώς να ξεχάσω-Μιχάλης Γκανάς- ΠΟΙΗΜΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ#ποίηση #poetry #poe...


Απ’ τη ζωή μου δε θα βγεις ποτέ, ζωή δική μου και ζωή μου δυο φορές. Χαρά στη λύπη μου και λύπη στις χαρές, πώς να ξεχάσω , πώς να ξεχάσω... Τα μεγάλα μάτια που με χάιδεψαν… τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν… και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα… σε βαθύ πηγάδι θα το πω , πόσο σ’ αγαπώ. Απ’ το κορμί μου δε θα βγεις ποτέ, δικό μου σώμα και κορμί μου δυο φορές. Χαρά στον πόνο μου και τραύμα στις χαρές, πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω...

Το ποίημα αυτό το έχει μελοποιήσει μοναδικά ο μέγας Μίκης Θεοδωράκης σε ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία του Γιάννη Πάριου...



Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Η Εριέττα ποτέ δεν πίστεψε ότι ο παππούς της αυτοκτόνησεΤο ξύλινο βήμα τ...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Ιούνη η Εριέττα ξύ­πνησε λουσμένη στον ιδρώτα και μ' ένα βάρος στο στή­θος. Το όνειρο που είχε δει πρώτη φορά λίγες ημέρες μετά το θάνατο του παππού της, είχε έρθει πάλι να ταράξει τον ύπνο της. Ένα σκοτεινό όνειρο που τη βύθιζε αργά και βασανιστικά στη δίνη ενός φόβου, κι ύστερα σ' έναν πραγματικό εφιάλτη, ό­ταν προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπο του ανθρώπου που την απειλούσε.

Για έναν παράξενο λόγο το όνειρο αυτό το είχε συνδέσει με τον ξαφνικό και κάτω από παράξενες συνθήκες θάνατο του παππού της. Κι αυτό, γιατί απ' την πρώτη κιόλας στιγμή είχε πεισθεί ότι ο θάνατος του δεν ήταν αυτοκτονία, αλλά δολοφο­νία, και μάλιστα μια στυγνή δολοφονία που έπρεπε όμως να φανεί ως αυτοκτονία. Τον παππού της τον γνώριζε καλά, πάρα πολύ καλά. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο ο μύστης και λάτρης αυτός της ζωής. Ήταν ενάντια στον χαρακτήρα και τη φιλοσο­φία του. Όμως όσο και να το βροντοφώναζε κανείς δεν την πί­στευε. Όλοι τη θεωρούσαν τρελή και περισσότερο απ' όλους ο Ηλίας Μάντακας, ο αστυνομικός διευθυντής, ο οποίος κάθε φο­ρά που την έβλεπε να μπαίνει στο γραφείο του να του ζητήσει να ερευνήσει σε βάθος τα αίτια του θανάτου του παππού της, εκείνος πάντα έβρισκε μια δικαιολογία να την ξεφορτωθεί. Ώσ­που μια μέρα η Εριέττα δεν άντεξε και ξέσπασε. «Αρκετά κύριε Μάντακα, αρκετά πια. Είστε λειτουργός της έννομης τάξης και οφείλετε να με ακούσετε. Λοιπόν, για μια ακόμη φορά σας ζητώ να ψάξετε σε βάθος τα αίτια του θανάτου του παππού μου».

«Εριέττα δεν θα το ξαναπώ» γύρισε και της είπε εκείνος φανερά εκνευρισμένος, «ο Βάϊος Λοϊζος αυτοκτόνησε και καλό θα είναι κάποια στιγμή να το συνειδητοποιήσεις».

«Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ κύριε Μάντακα» φώναξε εκείνη χτυπώντας τη γροθιά της πάνω στο γραφείο του, «τ' α­κούτε, ποτέ!» συμπλήρωσε κι έφυγε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της.

Ο μόνος της σύμμαχος, κρυφός της σύμμαχος ήταν ο φίλος του παππού της, ο Περικλής Δανέζης. «Κορίτσι μου σε κατα­λαβαίνω» της έλεγε, «κι εγώ δεν πιστεύω ότι ο φίλος μου αυτο­κτόνησε. Σου δίνω τον λόγο μου ότι θα φέρω τα πάνω κάτω για να βρούμε την άκρη στο μυστήριο που έχει τυλίξει τον θάνατό του».

Δυστυχώς δεν πρόλαβε, μετά από λίγο καιρό πέθανε κι εκείνος.

Έκανε να ανασηκωθεί, μάταια όμως, η καρδιά της ακόμα χτυπούσε τρελά, το ίδιο και τα μηνίγγια της.

Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες έχοντας το βλέμμα καρφω­μένο πάνω στη δρύινη ντουλάπα, όπου ήταν κρεμασμένο το φό­ρεμα της, εκείνο που είχε φορέσει στην κηδεία του παππού της. Ένα μακρύ μαύρο κλασικό φόρεμα που έσπαγε κάπως η μαυρί­λα του με κάτι άσπρα κουμπάκια στη μεριά του μπούστου. Από κείνη την ημέρα δεν το είχε φορέσει άλλη φορά,το είχε κατα­χωνιάσει κάπου στο βάθος της ντουλάπας της μαζί με κάποιες παλιές ξεχασμένες ρόμπες της.«Παππού μου, γλυκέ μου παπ­πού» είπε κι αναστέναξε βαθιά. Σήμερα ήταν το ετήσιο μνημό­συνο. Αλήθεια, πόσο της έλειπε η παρουσία του, η αύρα του;

Έκανε μια δεύτερη προσπάθεια να σηκωθεί βάζοντας αυτή τη φορά δύναμη και στα δυο της χέρια. Ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού, κοίταξε για λίγο αφηρημένα τριγύρω της, κι ύσ­τερα πήρε τις πατερίτσες που βρίσκονταν δίπλα στο κομοδίνο της και κατευθύνθηκε με βήματα αργά μέχρι το παράθυρο και τ' άνοιξε διάπλατα να μπει ο ήλιος.

«Ευλογημένος τόπος» μονολόγησε καθώς είδε ν' απλώνεται μπροστά της σαν ζωγραφικός πίνακας όλο το νησί.

Το σπίτι των Λοϊζων βρισκόταν στην πλαγιά του λόφου της Αυγής. Πέτρα – πέτρα χτισμένο έμοιαζε με αρχοντική φιγούρα τυλιγμένη με το πέπλο της μυστηριακής ευλογίας των θεών, που αντάμωνε σε σταυροδρόμι τη μυστική ομορφιά των αντιθέσεων μαζί με τους απρόβλεπτους ήχους των καιρών.

Πέρα απ' το γενετήσιο δέσιμο με το σπίτι και τον τόπο αυτό, αφού εκεί για πρώτη φορά είχε αντικρίσει το φως της μέρας, ε­κεί αγγίξει χώμα και νερό, η Εριέττα είχε συνάμα και μια σχέση πέρα του αισθητού κόσμου λόγω της καλλιτεχνικής της φύσης. Ζωγράφος και κείνη όπως η μητέρα της εμπνεόταν τα θέματά της άλλες φορές απ' τα αστρικά της ταξίδια, όταν καθισμένη ώ­ρες ατέλειωτες τις έναστρες νύχτες μπροστά απ' το τηλεσκόπιο, που είχε τοποθετήσει ο Βάϊος Λοϊζος πάνω στο λόφο της Αυγής, παρατηρούσε το στερέωμα, άλλες πάλι απ' την επαφή της με τη φύση, κι άλλες απ' τις καθημερινές σκηνές της ζωής με τις ανθ­ρώπινες μορφές πάντα σε κίνηση.

Είχε ένα μοναδικό τρόπο ν' απεικονίζει πάνω στο μουσαμά τον άρρηκτο δεσμό του ανθρώπου με το σύμπαν και μια θαυμα­στή ικανότητα να αιχμαλωτίζει την ουσία της φευγαλέας στιγ­μής με ζωντανά παλμώδη χρώματα.

Από πολύ νωρίς ήρθε αντιμέτωπη με την άφεγγη πλευρά της ζωής. Συγκεκριμένα στα έξι της χρόνια, όταν έχασε και τους δυο της γονείς σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το σοκ που υπέστη ήταν τόσο δυνατό που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε χάσει τη μιλιά της. Κι ίσως να μη μιλούσε ποτέ ξανά αν δεν βρίσκονταν δίπλα της ο παππούς της ο Βάϊος και η γιαγιά της η Φιλομήλα, οι μοναδικοί κηδεμόνες της. Και οι δύο έδωσαν μεγάλη μάχη μέχρι να τη δουν και πάλι να μιλάει.

Σαν τέλειωσε το λύκειο έδωσε αμέσως εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου και πέρασε απ' τις πρώτες. Λίγες μέρες με­τά την ορκωμοσία της μια χαρμόσυνη είδηση ήρθε ν’ αλλάξει τη ζωή της. Η αίτηση που είχε κάνει για μεταπτυχιακό στην Ακαδη­μία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας είχε γίνει δεκτή. Η χαρά της δεν περιγραφόταν. Το όνειρό της να πάει μια μέρα στη πόλη των Σάντρο Μποτιτσέλι, Τζιότο ντι Μποντόνε και Μικελάντζελο ντι Λουντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι, γινόταν πια πραγματικό­τητα.

Στην Ακαδημία παρακολουθεί με επιτυχία ένα διετές πρό­γραμμα σπουδών πάνω στη ζωγραφική της αναγέννησης, συμ­μετέχοντας παράλληλα σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις. Σε μία απ' αυτές κάνει την εμφάνισή του ένας Φλωρεντινός γλύπτης, ο Μαρτσέλο Ντονέτι. Είχε έρθει εκεί ως επίσημος προσκεκλημέ­νος να δει τα έργα των σπουδαστών. Η Εριέττα με το που αντί­κρισε τα μαύρα υγρά του μάτια, τον ερωτεύτηκε αμέσως. Κι ή­ταν η πρώτη φορά που σκίρτηζε η καρδούλα της, η πρώτη φορά που αντάμωνε με τον έρωτα. Αλλά και ο Μαρτσέλο Ντονέτι δεν έμεινε αδιάφορος απ' την απέριττη φυσική της χάρη. Μόλις την αντίκρισε υποκλίθηκε αμέσως μπροστά της και της είπε: «1Tuo per sempre».Αυτό ήταν. Το ίδιο κιόλας βράδυ ξεκίνησε το ταξίδι του έρωτά τους, εκεί πάνω στη Ponte delle Grazie, στην πιο ό­μορφη γέφυρα της πόλης, που φαίνεται μερικές φορές να λά­μπει στην δύση του ηλίου. Η Εριέττα παρέμεινε στη Φλωρεντία και σπούδασε άλλα δύο χρόνια. Μόλις τελείωσε επέστρεψε μαζί με τον Μαρτσέλο στο νησί, όπου και έγινε ο γάμος τους. Μετά απ' ένα χρόνο γεννήθηκε η κόρη τους, η Άλμπα Λοϊζου-Ντονέτι. Χωρίς δεύτερη σκέψη η Εριέττα αφιερώθηκε στο μεγάλωμά της. Πολλές φορές ο Μαρτσέλο την παρότρυνε ν' ασχοληθεί με τη ζωγραφική, όμως εκείνη ήταν αμετακίνητη στην απόφασή της αυτή, λέγοντάς του κάθε φορά ότι η ζωγραφική μπορεί να περιμένει, η ζωή όμως ενός παιδιού ποτέ.

Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια ουσιαστικής συντροφικής ζωής. Όλο αυτό το διάστημα η σχέση τους ούτε μια φορά δεν είχε σκιαστεί από σύννεφα. Το αντίθετο κυλούσε μέσα στην αρ­μονία και τη δημιουργία. Η Εριέττα χαιρόταν και καμάρωνε ό­ποτε ο Μαρτσέλο έκθετε τα έργα του, ακολουθώντας τον μαζί με την κόρη τους σ' όλες τις εκθέσεις του, όπου κι αν γίνονταν αυτές. Και κείνος όμως, φανατικός θαυμαστής της τέχνης της, στιγμή δεν σταματούσε να την παροτρύνει να κάνει κάποια έκ­θεση. Ώσπου μια μέρα, συγκεκριμένα τη μέρα των γενεθλίων της Άλμπα – γινόταν τριών χρονών τότε – η Εριέττα τού ανα­κοίνωσε την απόφασή της: «Ξέρεις Μαρτσέλο, μιας και η Άλμπα μας δεν είναι πια μωρό, σκέφτομαι μετά τις γιορτές των Χρι­στουγέννων να βάλλω μπροστά την πρώτη μου έκθεση, εδώ στο νησί». Ο Μαρτσέλο μόνο που δεν πέταξε απ' τη χαρά του.

Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια για κείνους.

Ήταν Δεκέμβρης μήνας, συγκεκριμένα μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα. Η Εριέττα και ο Μαρτσέλο βρίσκονταν στη Φλωρεντία να περάσουν εκεί τις γιορτές στο πατρικό του σπίτι, σε μια έπαυλη λίγα χιλιόμετρα έξω απ' την πόλη. Εκείνο το από­γευμα τίποτα το κακό δεν προμηνούσε όταν επέστρεφαν στο σπίτι μετά από μια κοντινή ημερήσια εκδρομή σε κάποιο χωριό, ευτυχώς, χωρίς τη μικρή Άλμπα. Ο δρόμος ήταν ολισθηρός λόγω του πάγου. Ο Μαρτσέλο οδηγούσε προσεκτικά. Κάποια στιγμή ένα αυτοκίνητο απ' το αντίθετο ρεύμα έχασε τον έλεγχό του και συγκρούστηκε με το δικό τους. Ο Μαρτσέλο σκοτώθηκε επί τό­που, ενώ εκείνη τραυματίστηκε βαριά, πέφτοντας για τρεις ολό­κληρους μήνες σε κώμα. Όταν συνήλθε και έμαθε τον χαμό του αγαπημένου της Μαρτσέλο και τον ακρωτηριασμό του δεξιού της ποδιού κατέρρευσε ψυχικά, αρχίζοντας να βιώνει την πιο δύσκολη και ζόρικη περίοδο της ζωής της, εκείνη της βαριάς με­λαγχολίας. Χωρίς καμιά διάθεση για ζωή, επέστρεψε στο νησί. Ακόμα και η παρουσία της κόρης της δεν της έδινε κανένα νόη­μα, καμιά ελπίδα. Ώρες ατέλειωτες καθόταν πάνω στο λόφο της Αυγής και μαραζωμένη κοίταζε με βλέμμα απλανές τον ορίζο­ντα.

«Πάει σάλεψε εντελώς η εγγόνα του γέρο Βάϊου» ακουγό­ταν σε διάφορα πηγαδάκια να λένε κάποιοι χαιρέκακοι συντο­πίτες της. «Θα τα καταφέρει, είναι δυνατή ψυχή όπως ο παπ­πούς της» έλεγαν κάποιοι άλλοι με θαυμασμό καθώς την έβλε­παν, τις ελάχιστες φορές που κατέβαινε στη χώρα, να προσπα­θεί να διασχίσει την πλατεία χωρίς να σέρνει το ξύλινο πόδι της.

Ο Βάϊος Λοϊζος ήταν απελπισμένος. Το ίδιο και η γιαγιά Φι­λομήλα, η οποία παρά τη βεβαρημένη υγεία της είχε αναλάβει μαζί με τη Μηλιώ, την ψυχοκόρη, τη φροντίδα της μικρής Άλ­μπα. Δεν ήξεραν τι να κάνουν για να την επαναφέρουν στη ζωή.

Ώσπου μια μέρα έρχεται η ανέλπιστη είδηση να δώσει και πάλι φτερά στην Εριέττα. Ο Δήμαρχος της πόλης της Φλωρε­ντίας την καλούσε με επίσημη πρόσκληση να παρευρεθεί στα εγκαίνια της νέας πτέρυγας του Παλάτσο ντελ Μπαρτζέλο, του εθνικού μουσείου γλυπτικής, που επρόκειτο να της δώσουν το όνομα Μαρτσέλο Ντονέτι. Στην αρχή έφερε αντιρρήσεις, στο τέ­λος όμως πείσθηκε και πήγε.

Η βραδιά των εγκαινίων ήταν για κείνη πλημμυρισμένη από ανάμικτα συναισθήματα. Μνήμες και εικόνες έρχονταν στο μυα­λό της απ' τη συντροφική ζωή με τον Μαρτσέλο. Λίγο πριν το τέ­λος της εκδήλωσης μια μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη την περί­μενε.Δίπλα ακριβώς απ' τη νέα πτέρυγα που είχαν δώσει το όνο­μα του αγαπημένου της Μαρτσέλο, είχαν εκθέσει μερικούς απ' τους πίνακές της. Όλα είχαν κανονισθεί με τη βοήθεια του παπ­πού της. Από τη σαστισμάρα και τη συγκίνηση ούτε μια λέξη δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει. Μόνο λίγο πριν φύγει βρήκε το κου­ράγιο και είπε ένα ευχαριστώ, κι αυτό ξέπνοο.

Ωστόσο το αναπάντεχο αυτό γεγονός εκεί στη Φλωρεντία, παρά τις απανωτές συγκινησιακές του φορτίσεις,επέδρασε θετι­κά πάνω στην ψυχολογία της.Αυτό φάνηκε από την επόμενη μέ­ρα, όταν επιστρέφοντας στο νησί, κάθισε αμέσως μπροστά απ' το καβαλέτο της να ζωγραφίσει.

Μια νέα και δημιουργική περίοδος είχε ήδη αρχίσει για εκείνη.

Στην αρχή τα έργα της, λόγω της πρωτοπορίας και της πρω­τοτυπίας τους, δεν είχαν καμία απήχηση στο φιλότεχνο κοινό του νησιού με αποτέλεσμα, εκτός κάποιων φίλων και συγγενών, να μην πατάει κανείς το πόδι του στις εκθέσεις της. Σ' αυτό βέ­βαια είχε συμβάλλει σημαντικά και το τοπικό κοινωνικό κατε­στημένο, το οποίο στιγμή δεν έχανε να απαξιώνει και να σαμπο­τάρει την τέχνη της. Λες και κάτι να φοβόταν απ' την ανατρεπτι­κή καλλιτεχνική της φύση.

Παρ' όλα αυτά, η Εριέττα στιγμή δεν το έβαλε κάτω. Συ­νέχισε να δημιουργεί και να εκθέτει στο νησί τις ζωγραφιές της, μέχρι τη μέρα που έγινε το μεγάλο μπαμ! Συγκεκριμένα όταν έκανε την εμφάνισή του σε μια έκθεσή της ένας γκαλερίστας, ονομαστός της Αθήνας,ο οποίος μόλις είδε τα έργα της ενθου­σιάστηκε τόσο πολύ που της πρότεινε αμέσως συνεργασία. Αυτό ήταν. Η Εριέττα μετά από λίγο διάστημα έκανε την πρώτη της έκθεση στην πρωτεύουσα. Τα έργα της άρχισαν ν' αποσπούν τις καλλίτερες κριτικές ακόμα και απ' τον πιο δύστροπο κριτικό τέχνης. Από κει και πέρα όλα πήραν το δρόμο τους.Η μια έκθε­ση διαδεχόταν την άλλη, όχι μόνο στην Ελλάδα,αλλά και στο ε­ξωτερικό. Χαμός γινόταν κάθε φορά που παρουσίαζε δουλειά της.Το έργο της πια είχε αναγνωριστεί και πάρει τη θέση ανάμε­σα στα καλλίτερα των μεγάλων σύγχρονων ζωγράφων,προς δυ­σάρεστη έκπληξη της καθεστηκυίας τάξης του νησιού, η οποία βλέποντας την επιτυχία της άλλαξε τροπάρι, και από εκεί που απαξίωνε την τέχνη της άρχισε να φημολογεί ότι δεν ήταν καλά στα μυαλά της και ότι στο παρελθόν είχε νοσηλευτεί σε ψυχια­τρική κλινική. Δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ την είχαν βγάλει τρελή, με πρώτο και καλύτερο τον Σαράντη Πλουμπή, τον με­γάλο οικονομικό παράγοντα του νησιού και ιδιοκτήτη του το­πικού ραδιοσταθμού και της τοπικής εφημερίδας,ο οποίος εκτός των άλλων διαλαλούσε κι από πάνω ότι ήταν άθεη και αντίχρι­στη όπως ο παππούς της, μήπως προκαλέσει το θρησκευτικό συναίσθημα που είχε βαθιές τις ρίζες του στο λαό του νησιού.

Ο Σαράντης Πλουμπής ήξερε πολύ καλά να κάνει τη δου­λειά του. Τόσα χρόνια δίπλα στον πολιτικάντη πατέρα του είχε μάθει πια το παιχνίδι της ίντριγκας και της λασπολογίας.

Ωστόσο η Εριέττα δεν αντιδρούσε. Τον άφηνε να εκτίθεται και να γίνεται περίγελος.

«Εριέττα, ο Πλουμπής είναι ερωτευμένος μαζί σου» της είπε με βεβαιότητα μια μέρα η φίλη της η Νίκη, «και επειδή είσαι το άπιαστο για κείνο, κάνει ο,τιδήποτε να σε προκαλέσει».

«Νίκη έχεις τρελαθεί τελείως;Τον ξέρω από μικρό παιδί. Έ­να κακομαθημένο χωρίς αισθήματα σκατόπαιδο ήταν, που όταν δεν γινόταν το δικό του πείσμωνε, βγάζοντας κακίες,κι όχι μόνο. Ξέχασες πώς τυραννούσε τα ζώα; Αυτό και μόνο λέει πολλά. Ε­κείνο το έρμο σκυλάκι της κυράς Ντονίνα, το θυμάσαι; Ε,αυτός το ξέκανε. Είναι δυνατόν λοιπόν μεγαλώνοντας να έχει αλλάξει; Όχι βέβαια. Η πορεία και η στάση ζωής του όλα αυτά τα χρόνια μάς επιβεβαιώνουν το αντίθετο» της είχε αντιγυρίσει εκνευρι­σμένα.

«Έρι, επίτρεψέ μου να τον ξέρω καλύτερα από σένα. Είμαι πεπεισμένη ότι η χολή όλη αυτή που βγάζει για σένα, στην ουσία είναι ένας υποβόσκων ερωτισμός».

«Νίκη δεν έχω καμία όρεξη να αναλύσω τον ψυχικό του κό­σμο. Αυτή είναι δουλειά των ψυχαναλυτών» της είχε πει κοφτά κλείνοντας έτσι την αναφορά της σε κείνον μια και καλή.

Η Νίκη Δανέζη δούλευε πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα του και τον ήξερε απ'την καλή και την ανάπο­δη. Κυρίως τη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες, όταν αυτές δεν ήταν του χεριού του. Μήπως ήταν τυχαία η φήμη του βίαιου εραστή; Όχι, φυσικά. Ωστόσο, κανείς δεν τολμούσε να βγάλει τ' άπλυτά του στη φόρα. Ήταν ο...Μπερλουσκόνι του νησιού. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να τα βάλει μαζί του; Κανείς. Τα τσιράκια και οι κόλακές του, δυνατή ζώνη ασφαλείας του, κάθε στιγμή έδιναν δυναμικά το παρόν τους, κλείνοντας έτσι πολλά στόματα.Οι μόνες φανερά και ουσιαστικά αντίπαλες οι­κογένειες ήταν αυτές του Βάϊου Λοϊζου και του Περικλή Δανέζη. Αυτές ήταν το σαράκι που κατέτρωγε την καρδιά κείνου και του πατέρα του. Γι' αυτό φρόντιζαν να κρατούν οικονομικά και πολι­τικά στο χέρι τους σχεδόν όλο το νησί.

«Περικλή σου υπογράφω ότι δεν θ' αργήσει να έρθει κείνη η στιγμή, που τ' άπλυτα της οικογένειας Πλουμπή θα δουν το φως της μέρας» έλεγε συχνά στον φίλο του ο πάντα διορατικός Βάϊος Λοϊζος.

Ο Βάϊος Λοϊζος ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Από παλιά κι αρχοντική οικογένεια του νησιού, σε αντίθεση με κείνη των Πλουμπήδων, έφυγε στα δέκα οχτώ του χρόνια για την πρωτεύ­ουσα να σπουδάσει νομικά. Όταν ήχησαν τα τύμπανα του δεύ­τερου παγκόσμιου πολέμου, ο Βάϊος ήταν ήδη τελειόφοιτος τη Νομικής Σχολής. Συνειδητοποιημένος δημοκράτης και πατριώ­της όπως ήταν, τάχθηκε αμέσως στις γραμμές του ΕΛ.Α.Σ. και κατέβηκε στο νησί όπου βρισκόταν κάτω απ' τη γερμανική κα­τοχή. Εκεί δημιουργεί την αντάρτικη ομάδα του με καπετάνιο τον ίδιο και υπαρχηγό τον Περικλή Δανέζη.

Ένα ηλιόλουστο πρωινό, αρχές του καλοκαιριού του '44, οι καμπάνες των εκκλησιών του νησιού άρχισαν να ηχούν χαρμό­συνα. Ο Βάϊος Λοϊζος και η αντάρτικη ομάδα του, ύστερα από πολλές και σκληρές μάχες, είχε απελευθερώσει το νησί απ' τους κατακτητές, πετώντας τους κυριολεκτικά στη θάλασσα. Κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους και τα σοκάκια ζητωκραυγάζοντας για κείνους και τα παλικάρια τους.

Δυστυχώς όμως η χαρά της λευτεριάς δεν κράτησε πολύ. Ας όψονται οι καρεκλοκένταυροι και βολεμένοι ...πατριώτες, με πρώτο και καλύτερο τον παππού του Σαράντη Πλουμπή, που είχαν συνεργαστεί με τον κατακτητή. Αφού πέταξαν τα μύρια όσα ψέματα για την αντάρτικη ομάδα, βάζοντας τη ρετσινιά του προδότη στα πρόσωπα του Βάϊου και του Περικλή, τους έστει­λαν να κάνουν διακοπές στα ξερονήσια παρέα με τις νεροφίδες. Μετά από τρία χρόνια βαριάς εξορίας, μια κρύα νύχτα του χει­μώνα επιστρέφουν στο νησί, έχοντας απ' την πατρίδα μοναδικό παράσημο τη βεβαρημένη τους υγεία.

Όμως ο Βάϊος Λοϊζος στιγμή δεν παρέδωσε τα όπλα. Λάτρης και βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κατέ­κτησε τη μοναδική γνώση να παλεύει δημιουργικά. Ασκούσε τη μάχιμη δικηγορία, το λειτούργημα όπως την αποκαλούσε, προσ­φέροντας τις γνώσεις και τη βοήθειά του αφιλοκερδώς σε κάθε αδικημένο και κατατρεγμένο. Σαν ανήσυχο και καλλιτεχνικό πνεύμα που ήταν, τις ελεύθερες ώρες του ασχολιόταν με την ξυλογλυπτική και την κατασκευή περιστερώνων. Μια τέχνη που είχε μάθει απ' τον παππού του, τον Μίνωα. Ο δικός του περι­στερώνας ήταν χτισμένος λίγα μέτρα πιο κάτω απ' το λόφο της Αυγής. Ένα λιθόκτιστο διώροφο και ορθογώνιο οικοδόμημα. Το κάτω πάτωμα, τα παλιά χρόνια, χρησίμευε σαν αποθήκη των γεωργικών εργαλείων και στη φύλαξη των αγροτικών προϊό­ντων. Με μια ξύλινη σκάλα και από μια καταπακτή μπορούσε κανείς ν' ανεβεί στο κυρίως περιστερώνα. Οι τοίχοι του εσωτερι­κά είχε μικρά τετράγωνα ανοίγματα, που αποτελούσαν τις φω­λιές των περιστεριών, μέσα στις οποίες γεννούσαν και κλωσού­σαν τα αυγά τους. Εκείνο όμως που τον ομόρφυνε, δίνοντάς του ζωντάνια, ήταν τα λεπτοδουλεμένα διακοσμητικά σχέδια, που κάλυπταν τις επιφάνειες των εξωτερικών τοίχων,πλην του βορι­νού. Όταν κάποτε ρωτήθηκε από κάποιο πρωτευουσιάνο φίλο του, για να δικαιολογήσει την τόσο πλούσια και αισθητική δια­κόσμηση του περιστερώνα, απάντησε ότι το σπίτι του δεν είχε ανάγκη από στολίδια, γιατί μέσα σ' αυτό υπήρχαν άνθρωποι που ανέπνεαν και ζούσαν. Αλλά ένα οικοδόμημα όπως ο περιστερώ­νας με λίγες μονάχα τρύπες στους τοίχους, θα ήταν σίγουρα νε­κρό κι άψυχο χωρίς κάποια διακόσμηση.

Εκτός από την περιποίηση του περιστερώνα τού άρεσε να κάθεται με τις ώρες και να μελετάει το πέταγμα και τις αντιδρά­σεις των περιστεριών. Δίνοντάς τους αρχαία ελληνικά ονόματα, τα είχε εκπαιδεύσει να πετούν και μάλιστα σε μεγάλες αποστά­σεις. Ο Ερμής και ο Φοίβος ήταν τα αγαπημένα του. Όχι ότι δεν ήταν και τ' άλλα, αυτά όμως τα δύο ήταν τα μοναδικά που ήξε­ραν πολύ καλά τον ρόλο του ταχυδρόμου.Με μιαν άσπρη κλω­στή έδενε μηνύματα στα ποδαράκια τους και τα άφηνε να πε­τάξουν.Η ομορφότερη στιγμή ήταν όταν τα περίμενε να φανούν και να δει αν κάποιος είχε πάρει τα μηνύματά του. Αυτό ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που στη συνέχεια το έμα­θε και στην Εριέττα.

Αυτός ήταν λοιπόν ο Βάϊος Λοϊζος. Μια εξαιρετικά ενδιαφέ­ρουσα μορφή, που έκλεινε μέσα του μια πύρινη και συνάμα παι­δική ψυχή.

«Καλημέρα» φώναξε από ψηλά, ενώ η μυρωδιά του αχνι­στού καφέ γαργάλισε ηδονικά τη μύτη της.

Στον κήπο και γύρω απ' το μεγάλο πέτρινο τραπέζι έπαιρναν πρωϊνό η φίλη της, η Νίκη και η Μηλιώ, η ψυχοκόρη.

«Καλημέρα Έρι μου» ανταπέδωσε και η Νίκη.«Έρχομαι πά­νω να σε βοηθήσω».

«Έρχομαι κι εγώ» είπε και η Μηλιώ αφήνοντας στη μέση έ­να λαχταριστό σμυρναίικο κουλουράκι.

Οι δύο γυναίκες μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα τη στιγμή που η Εριέττα προσπαθούσε να ξεκρεμάσει το φόρεμά της απ' τη ντουλάπα.

«Άστο σε μένα» είπε η Νίκη και της το κατέβασε.

«Μάμα μετά το μνημόσυνο του νόνου θα πάμε στον περι­στερώνα να γράψουμε μηνυματάκια στα πόδια των περιστε­ριών;»

«Θα πάμε Άλμπα μου, μην ανησυχείς, θα πάμε…» της υπο­σχέθηκε αμέσως η Εριέττα. Δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι. Ή­ξερε πόσο άρεσε και κείνης το παιχνίδι αυτό.

Έβαλε το ξύλινο πόδι της, φόρεσε το φόρεμά της, κι ύστερα κάθισε μπροστά στην τουαλέτα της να χτενιστεί. «Αλήθεια, πότε πέρασε κιόλας ένας χρόνος;Αλήθεια, πότε;»είπε με πίκρα καθώς χτένιζε τα μακριά ολόμαυρα μαλλιά της.

«Κι όμως Έρι μου πέρασε, όσο κι αν φαίνεται σ' όλους μας απίστευτο, πέρασε» είπε η Νίκη αναστενάζοντας.

«Ευτυχώς που η γιαγιά Φιλομήλα έφυγε πριν από κείνον.Με τίποτα δεν θα άντεχε τον αποτρόπαιο αυτό θάνατό του. Κατα­λαβαίνεις τι εννοώ Νίκη, έτσι δεν είναι;»

Η Νίκη έκανε πως δεν άκουσε την τελευταία της κουβέντα.

«Νίκη, κάτι σε ρώτησα, γιατί δεν μου απαντάς;» είπε φανε­ρά ενοχλημένη η Εριέττα.

«Ναι…, σε καταλαβαίνω» αποκρίθηκε εκείνη με ύφος σαν να ήθελε να την ξεφορτωθεί.

«Κι όμως, το ύφος σου δεν δείχνει κάτι τέτοιο» είπε και τα μάτια της αμέσως βούρκωσαν.

«Μα τι είναι αυτά που λες Έρι μου;Φυσικά και σε πιστεύω

«Όχι, δεν με πιστεύεις, όπως δεν με πιστεύει και ο Λουκής, ο αδελφός σου».

«Τώρα νομίζω πως μας αδικείς» προσπάθησε να δικαιολο­γηθεί η Νίκη.

«Εγώ σας αδικώ ή εσείς, που ούτε λίγο ούτε πολύ με έχετε βγάλει τρελή, επειδή ακόμα πιστεύω ότι ο θάνατος του παππού μου δεν ήταν αυτοκτονία αλλά δολοφονία;»

«Χριστός και Παναγία» φώναξε η Μηλιώ και σταυροκοπή­θηκε, «ζουρλαθήκατε, μωρέ, και οι δυό σας; Κουβέντα είναι αυ­τή που ανοίξατε πρωϊνιάτικα και μάλιστα μπροστά στο παιδί;»

Η Εριέττα και η Νίκη κοιτάχτηκαν. Η Μηλιώ είχε δίκιο. Την κουβέντα αυτή θα μπορούσαν να την είχαν ανοίξει όταν θα ήταν μόνες τους.

Ωστόσο η συμπεριφορά αυτή της Μηλιώς απέναντι στην Εριέττα δεν άρεσε καθόλου στην Άλμπα. «Μηλιώ σε παρακαλώ μη μιλάς έτσι στη μάμα μου»της είπε θυμωμένα η μικρή κι έτρε­ξε αμέσως κοντά στη Εριέττα. «Μάμα, άσε τη Μηλιώ να λέει. Εγώ σε καταλαβαίνω και σε πιστεύω, μη μου στεναχωριέσαι» της είπε τρυφερά και την αγκάλιασε.

«Ορίστε» γύρισε και είπε νευριασμένη η Μηλιώ, «ικανο­ποιήθηκες τώρα;»

Η Εριέττα χωρίς να πει άλλη κουβέντα, συνέχισε να χτενίζει τα μαλλιά της σκεφτική.

«Είμαι έτοιμη» είπε κάποια στιγμή,«μπορούμε να πηγαί­νουμε τώρα».










1Δικός σου για πάντα

ΦΩΤΟ...ΛΟΓΙΟ