Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική


Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

"Η στάχτο-Μάρω" Δωρική παραλλαγή της "Σταχτοπούτας"

 Μια παραλλαγή του γνωστού παραμυθιού της Σταχτοπούτας, πολύ όμορφη και με τέλεια προσαρμογή στα ήθη και έθιμα, τη ζωή και τη διάλεκτο της Δωρίδας.
Καλό διάβασμα...
"Ήταν μια βουλά κι έναν κιρό ένα αντρόγυνο κι είχε τρεις δυχατέρες. Αρρώστσι όμως μια μέρα η μάνα κι πέθανι. Τότι ου πατέρας, επειδίς είχι τρία μικρά κουρίτσια παντρέφτκι άλλ' γναίκα κι έφκιασι μι κείν ένα κουρτσάκι. Δεν πέρασι όμους πουλύς κιρός κι οι τρεις μιγάλις αδερφάδις κακομεταχειρίζονταν τη μητριάτσ' κι του μικρό. Τη στεναχώραγαν κάθι μέρα κι πιο πουλύ, όταν σι καμόσου κιρό πιθαίν κι ου πατέρας. μια μέρα οι τρεις κακές αδερφάδις κι η μητριάτσ έγνεθαν μι τσροκις. Τότι οι κακές αδερφάδις λεν στη γριγιά: "Όποιας κουπεί η κλουνά π' γνέθουμι, θα γέν' γελάδα. "Πού του ξέρτι οι σεις π' θα γέν γελάδα; "Θα γεν κι θα του δεις.
Σε λιγάκ' κόβητι η κλουνά της γριγιάς κι αμέσως έγινι γελάδα...
"Άιντι να τη βγάλουμι όξου τούτν' τ' παλιουγελάδα κι να την πάμι με τσάλλες, αντάμα, είπαν. Την έβγαλαν και την πήγαν στου σταύλου κι του μικρό έκλαιε... Σαν ήρθι η ώρα να πλαάσνι, πήγαν αυτές στα κριβάτια τς κι του μικρό κουρτσάκ, που τό' λεγαν Μάρου, τό' βαλαν να πλαάσ' στου τζάκ' μέσα στάχτες. Εκεί τό' βαζαν κάθε μέρα κι ήταν γιουμάτο στάχτες κι γι' αυτό τό΄λεγαν Στάχτο-Μάρου. Του προυί πήγαν τς γιλάδις για βουσκή. Οι γιάλλις έτρουγαν. Η γιλάδα που' ταν μητριά δεν έτρουι. Του ίδιου γινόταν κι τς' άλλις μέρις κι η γιλάδα ήταν αδύνατ'. Όταν όμους σκάρζαν μι τσγιλάδις τ' Στάχτου-Μάρου, η γιλάδα πού ήταν η μάνατς, κάθιταν παραπίσου απ' τσ'άλλις, γίνονταν πάλε γυναίκα και κάθεταν καταή (κατα γής) κι κβέντιαζι με τ' Στάχτου-Μάρου κι τνουρμίνευι...
Αφού δεν έτρουγι η γιλάδα κι ήταν αδύνατ' οι τρεις κακές αδερφάδις είπαν: Τι τ' θέλουμι τ' γιλάδα τ' ν αδύνατ' . Αφού δεν τρώι να τσφάξουμι... Κατ' όμους στου κατώι η γιλάδα άιξι την κβέντα. Τν άλλ μέρα η Στάχτου-Μάρου πήρι τς γιλάδις κι σκάρσι.
Η μάνατς έμεινει παραπίσου απ' τσάλις, έγινε πάλε γναίκα κι τνουρμίνεψι: Πιδάκι μ' οι κακές αδερφάδις ταχιά θα μι σφάξνι κι θα μι φάνι. Εσύ να μη φας απ' του κρέας π' θα σδώσνι. Να μαζέψ ούλα τα κουταλάκια μ' μέσ τμπουδιά σ' κι αφού τα πλύνς καλά, να πας να τα βάλς μέσα στην κφάλα στου τάδι δέντρου, χουρίς να του ειπείς σι κανέναν. Ύστερα να πας στου σπίτ' κι σι σαράντα νέρις π' θάνι του παγγύρ', να ματάρθεις στου δέντρου...Άιντι, νάχς τν ευκή μ'.
Έτσι κι έγινι: Τηνα άλλ τη μέρα οι κακές αδερφάδες έστειλαν πάλε τη Σταχτο-Μάρου στου σκάρου, φώναξαν του χασ'απ' κι αφού έσφαξαν την αδύνατ' γελάδα που κράτσαν, μαέρεψαν μπόλκου κρέας...
Τ' αποβραδύ ήρθι κι η Στάχτου-Μάρου. Έστρουσαν του τραπέζ' κι έβγαλαν του κριάς. Έβαλαν κι στου πιάτου τς Στάχτου-Μάρους. Εκείν' όμους δεν άπλουνι. "Φάε κρέας", τς έλεγαν οι άλλις. "Δεν πνάου, έκανι η κείν'.
Σαν έφαγαν κι απόφαγαν οι άλλις, ανέβκαν απάν να κοιμθούνι. Τότι η Στάχτου-Μάρου μάζιψι καλά ούλα τα κουκαλάκια τσ' μάνατς, τάπλυνι καλά κι τα τοίμασει, να τα πάει τν άλλ την μέρα στην κφάλα... Του προυί, άργσαν να ξπνήσνι οι άλλις, παίρν η Στάχτου-Μάρου τς γιλάδις για τ' βουσκή κι τα κόκαλα, όπους τάχι τλιμένα κι έφγι. Σαν έφτασι στου δέντρου, έβαλι τα κόκαλα τς μάνα τς μέσα στην κφάλα, τα λβάνσι κι του βράδ' γύρσι πίσου στου σπίτ', χουρίς να ειπεί σι κανέναν τίπουτι... Πέρασαν οι σαράντα μέρις κι ήρθι του παγγύρ'. Οι γιάλλις ετοιμάστηκαν για να πάνι στου παγγύρ' κι στου χουρό. Τς Στάχτου-Μάρου τν έβαλαν να σαρώσ' του μαντρί, να ταϊσ' τς γιλάδις κι να τοιμάσ' του σπίτ'. Σαν έφγαν οι κειές, η Στάχτου-Μάρου έκανι γρήγουρα τσ' δλειές κι πήγι στν' κφάλα. Σαν έφτασι σμά, βλέπ΄' απ' όξου, δεμένου στου δέντρου, ένα ουραίου άλουγου, στουλισμένου μι χρυσά στουλίδια. Τράει μέσα κι βλέπε' ένα ουραίου φστάν', χρυσά παπούτσια κι άλλα πουλλά στουλίδια. Τς είχι ειπεί η μάνα τς να τα φουρέσ' να μπει καβάλα στ' άλουγου κι να πάει στου παγγύρ'. Ετς έκαμι κι η Στάχτου-Μάρου: Φόρισι τα ρούχα κι τα χρυσά παπούτσια, μπήκι καβάλα στ' άλουγου κι πήγι στου παγγύρ'. Εκεί έλαμπι απ' τν ουμουρφιά κι τν τήραγαν ούλ' κι του βασιλόπλου που ήταν εκεί. Σαν άρχισι ου χουρός κι χόρευαν μπροστά ου βασιλιάς μι τ' βασίλισσα τν είδι ου βασιλιάς π' λαμπουκόπαε κι έστλι του βασιλόπλου να τ' βάλ' στου χουρό. Σαν ήρθι η σειρά τς χόρεψει παρήφανα για του χατήρ' τ' βασιλιά κι τς βασίλισσας πουλλές φουρές... Θμύθκι όμους τ' μανούλα τς π' τσ' είχι ειπεί προυτού χαλάσ' ου χουρός στου παγγύρ' να μπει καβάλα στ' άλουγου κι να πάει πάει στν κφάλα. Ξεκλέβιτι τότι, απ' τις άλλις, μπαίν' καβάλα στάλουγου κι εκειό έρχιταν πίσου φλιτρώντας. Στου δρόμου όμους τις έπισι τόνα χρυσό παπούτσ' κι τάλουγου δεν στέκταν να κατεβεί κι να του πάρ' ... Σαν έφτασαν στ'ν κφάλα, κατέβκι απ' τ'άλουγου, τόδισι στου δέντρου, άφσι μέσα στα λαμπρά ρούχα, φόρισι τα δκά τς κι γύρσι στου σπίτι τς. Ύστερα από καμόσην ώρα ήρθαν κι οι γιάλλις οι αδελφάδις κι είχαν να κάν' νει ούλου μι κείν' τ' ν νειά πούηταν πεντάμουρφ κι χόριψι τόσις φουρές μπρουστά. Τότι του βασιλόπου έψαχνι να βρει τ' ν κουπέλα κι στου δρόμου του χρυσό παπούτσ'. Θα ψάξου σ' ούλα τα χουριά, είπι, κι σ' ούλις τς πουλτείες κι σ' όποιου κουρίτς έρχιτι, θα του πάρου στου παλάτ' κι θα του παντευτού. Έψαξι παντού, αλά σι καμιά δεν έρχιταν. Έμεινι του σπίτ' τς Στάχτου -Μάρους. Άς πάου, λέει, κι κεί. Οι κακές αδερφάδις, που περίμεναν να ρθεί κι στου δκό τς του σπίτ', μόλις είδαν απ' του παραθύρ' νά ρχετι του βασιλόπλου, φκιάσκαν κι έκρυψαν τ' Στάχτου-Μάρου απ' κάτ' απού μια γαλίκα, για να μη τ' βρει του βασιλόπλου.
"Να μη κρινς ντίπ", τς είπαν... Στου μεταξύ ήρθι του βασιλόπλου κι ρώτσι: "Μήπους είναι δκό σας τούτου του παπούτσ';"
"Δκόμ'" είπι η μια. "Δκομ'" είπι κι η γιάλλ'. "Δκόμ'" είπι κι η τρίτ'. 
"Να του δοκμάστι με τ' σειρά"τσ' λέει.
Δουκίμασαν εκειές κι ξαναδουκίμασαν, αλλά σε καμία δεν έρχεταν. 
"Ας καθήσου εδώ" λέει του βασιλόπλου κι κάθιτι απάν στ' γαλίκα. 
"Μη κάθησι αυτού", τ' λένι οι κακές αδερφάδις, "κάτσι στούν καναπέ".
"Δεν πράζ'" λέει του βασιλόπλου. Τ΄σου π' θα καθήσου, κάθουμι κι' δω. 
Αφού στη μία έρχιταν του παπούτσ στενό κι στην άλλ' φαρδύ κι στ'ν άλλ' δεν χώραε καθόλ', ρουτάει του βασιλόπλου: "Μήπους έχιτι κι άλλου κουρίτσ' ιδώ;"
"Όχ'" λένει εκειές. Η Στάχτου-Μάρου όμους απ' κάτ' απ' τ' γαλίκα άγκι τσ' κβέντις κι όπους είχει καρφουμένου στου γιακά τς τού βιλόν' απ' έραβι, τού βγάν' κι κιντάει του βασιλόπλου.
"Κάτ' μι τσίμψι" λέει του βασιλόπλου. "Τι έχιτι απ' κάτ';"
"Δεν είνι τίπουτι" τλένε, "μια κλώσα έχουμι σκεπασμέν'".
Σε λιγάκ' πάλε τουν ματακέντσι η Στάμου-Μάρου.
"Μωρέ, τι κλώσα μ' λέτι" λέει του βασιλόπλου. "Αυτήν μι σακάτιψι".
Σκώνετι απάν', παραμεράει τ' γαλίκα κι βλέπ' τ' Στάχτου- Μάρου.
"Γιατί είνι αυτού π' κάτ';" ρουτάει.
"Είναι πού βρόμκ'  κι γιαυτό τ'ν κρύψαμι" τλένι.
"Για φόρα του κι συ τούτου του παπούτσ'" λέει του βασιλόπλου. 
"Όχ' λένε οι γιάλλις (που φοβήθκαν μήπους έρθ' του παπούτσ' στου ποδάρ' τσ' Στάχτου-Μάρους κι ντρουπιαστούνι, π΄θα διάλεγι κείν' του βασιλόπλου), θα του λερώσ'".
"Φόρα του κι συ" λέει του βασιλόπλου κι δεν του λερώνς.
Του φουράει η Στάχτου-Μάρου κι τσ' έρχετι κτί.
"Εσένα ψάχνου" λέει του βασιλόπλου. "Πάμι για του παλάτ'.
 Τ' βάζ' καβάλα στ' άλουγου κι πάνι στου βασιλιά κι στ' βασίλισσα.
"Τ'ν ήβρα" λέει του βασιλόπλου, " κι θα τ'ν πάρου γναίκα μ'. 
Έτσ' κι έγινι: Τ'ν άλλ' Κυριακή έγιναν τα στέφανα κι η Στάχτου - Μάρου πήρι του βασιλόπλου κι έζησαν καλά κι μεις καλύτερα...



1 σχόλιο:

  1. Πονηρούλα η Σταχτου-Μάρου... Μήπως κι εμείς να πάρουμε βιλόν κι να κιντάμε οτι κινείτ..... μπας και?

    ΑπάντησηΔιαγραφή